Οι μετανάστες μεταξύ «λαού» και «έθνους»

Δημήτρης Χριστόπουλος

Οι μετανάστες μεταξύ «λαού» και «έθνους»

[…]9. Από τις παρατεθείσες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος συνάγονται τα εξής α) ότι η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας βασίζεται μεν στη βούληση του λαού, αλλά υπάρχει και ασκείται προς το συμφέρον του έθνους, οντότητος υπερβαίνουσας χρονικά την εν ζωή κοινότητα των ανθρώπων […]. Τούτο δε, διότι το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και στις μέλλουσες γενέες, τα συμφέροντα των ορίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική. […] Το δίκαιο αυτό, εξ απόψεως εσωτερικών ορίων, πρέπει να μην προσβάλλει τις ως ανω συνταγματικές αρχές, δηλαδή ούτε να επιτρέπει την είσοδο στη λαϊκή κοινότητα (λαός) αλλοδαπών προσώπων χωρίς ουσιαστικό πραγματικό δεσμό με αυτή –ιδίως με την πρόβλεψη αθρόων πολιτογραφήσεων– εις τρόπον ώστε να συγκροτείται αυθαιρέτως το συνθετικό στοιχείο του Κράτους (λαός) και το ανώτατο όργανο αυτού (λαός εκλογικό σώμα) και, εν τέλει να αποσυντίθεται η έννοια του έθνους, ούτε και να θέτει διατάξεις, που να επιτρέπουν την ευχερή αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας.

16.[…] ο τρόπος αυτός της απονομής της ελληνικής ιθαγένειας πρέπει να διενεργείται υπό προϋποθέσεις, οι οποίες δεν αναιρούν τον εθνικό χαρακτήρα του κράτους, ο οποίος κατοχυρώνεται στο άρθρο 1, παρ. 3 του Συντάγματος. […] Τούτο δε διότι οι τιθέμενες από το νομοθέτη ως άνω προϋποθέσεις απονομής της ελληνικής ιθαγένειας δύνανται να οδηγήσουν σε αναίρεση του κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα εθνικού χαρακτήρα του Κράτους. […] Και τούτο διότι ούτε μόνη η παραμονή των γονέων στην Ελλάδα επί πενταετία ούτε η επιτυχής παρακολούθηση έξι τουλάχιστον τάξεων ελληνικού σχολείου στην Ελλάδα διασφαλίζουν άνευ ετέρου την ένταξη του ενδιαφερομένου στην ελληνική κοινωνία ως φορέα των αξιών του Ελληνικού Έθνους, όπως καταρχήν επιβάλλεται, κατά τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις.
 
(από την απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ που κήρυξε αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου 3838/2010)
 
Τα σημεία που χαρακτηρίζουν την απόφαση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ σχετικά με το νόμο 3838/2010 είναι: α) η πρόσληψη του έθνους ως αυτοδύναμου νομικού γεγονότος – διάφορου του λαού – που πραγματώνεται μέσω του Συντάγματος, β) η αναγωγή του δικαίου του αίματος σε συνταγματική αρχή, γ) η εκτίμηση ότι, λόγω των παραπάνω, μόνο εξατομικευμένη κρίση περί της «συνείδησης» του αιτούντα την ελληνική ιθαγένεια μπορεί να του δώσει μια θέση στον ελληνικό λαό, εφόσον πληροί προϋποθέσεις σημαντικότερες των πέντε ετών παραμονής των γονέων και έξι ετών φοίτησης σε ελληνικό σχολείο, δ) και, τέλος, η αντίληψη ότι εφόσον και στις αυτοδιοικητικές εκλογές η διακύβευση είναι η δημόσια εξουσία, το δικαίωμα συμμετοχής περιορίζεται αποκλειστικά στους πολίτες. Τα εξετάζω ένα προς ένα:
 
α) Η διαφοροποίηση των εννοιών λαού και έθνους στην οποία στηρίζεται η απόφαση δεν αποτελεί νέα έμπνευση στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, αλλά έχει δοκιμαστεί θεωρητικά από τους συνταγματολόγους της 4ης Αυγούστου, οι οποίοι έπρεπε, με κάθε τρόπο, να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι πηγή των εξουσιών στην Ελλάδα δεν είναι ο λαός, αλλά το έθνος, και άρα η εθνική μπορεί να εναντιωθεί στη λαϊκή βούληση. Πεμπτουσία του λεγομένου «παρασυντάγματος» είναι η διάκριση λαού και έθνους σχεδόν καθʼ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ενώ μετά τη μεταπολίτευση η διάκριση αρχίζει να χάνει την κανονιστική της σημασία. Το ότι «η έννοια του έθνους είναι διάφορος της έννοιας του λαού, νοουμένου ως αριθμητικού απλώς συνόλου»1, όπως έλεγαν οι συνταγματολόγοι του Μεσοπολέμου πριν από τα μέλη του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ, δεν αναφέρεται στη διάκριση μεταξύ λαού ως σύνολο ανθρώπων που έχουν κοινή ιθαγένεια και έθνους ως κοινότητα πολιτικού ανήκειν, αλλά σε μια αντίληψη του έθνους ως βούλησης ποιοτικώς σημαντικότερης της λαϊκής βούλησης. Η αντίληψη αυτή αντιβαίνει στη δημοκρατική αντίληψη περί πολιτικής κοινότητας.
β) Το δίκαιο του αίματος, δηλαδή η κτήση της ιθαγένειας των γονέων από τα παιδιά τους, είναι νόμος της ελληνικής, όπως και σχεδόν όλων των εννόμων τάξεων ανά την υφήλιο. Ωστόσο, είναι νομικά καινοφανές ότι το «δίκαιο του αίματος» είναι αρχή συνταγματικής περιωπής, η παράβαση της οποίας οδηγεί στην «αποσύνθεση του έθνους». Αν τα ελληνικά συντάγματα ακολουθούσαν αυτή την αντίληψη, τότε οι δικαστές του Δ΄ Τμήματος μπορούν να είναι βέβαιοι ότι το σύνολο των Ελλήνων πολιτών θα ήταν πολύ μικρότερο από το σημερινό και ότι τα ίδια τα μέλη του Δικαστηρίου δεν θα ήταν Έλληνες, καθώς με βεβαιότητα όλοι μας στο γενεαλογικό μας δένδρο έχουμε μη (έλληνες) πολίτες.
γ) Η εκτίμηση ότι για μετανάστες χωρεί μόνο εξατομικευμένη κρίση προκειμένου να αποκτήσουν την ιθαγένεια είναι το λογικό αποτέλεσμα των παραπάνω θέσεων. Ως εκ τούτου, το ερώτημα που θα μπορούσε να τεθεί στο Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ είναι αν προϋπόθεση αυτοδίκαιας κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας για τη δεύτερη γενιά δεν ήταν η πενταετής παραμονή των γονέων και τα έξι χρόνια σχολείο αλλά μια πολύ μεγαλύτερη (λόγου χάρη, η δεκαετής παραμονή των γονέων σε συνδυασμό με τα δώδεκα χρόνια σχολείο), μήπως αυτό θα διασκέδαζε τις ενστάσεις αντισυνταγματικότητας; Και με τι επιχείρημα;2
δ) Τέλος, θα ήθελα να υπογραμμίσω πως η άποψη ότι «η άσκηση του δικαιώματος του εκλέγειν […] επιφυλάσσεται μόνον στους έλληνες πολίτες και δεν μπορεί να επεκταθεί και στους μη έχοντες την ιδιότητα αυτή» (παρ. 25) μπορεί να έχει ως μόνο νομικό έρεισμα το άρθρο 4, παρ. 4 Σ, σύμφωνα με το οποίο «μόνο έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες». Φυσικά, το ίδιο το άρθρο προβλέπει και «τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους» στους οποίους εύλογα συμπεριλαμβάνεται και ο 3838/2010. Ως εκ τούτου, και εδώ η απόφαση του Δ΄ Τμήματος πάσχει. Αυτό, από μόνο του, δεν θα ήταν όμως το μείζον. Εξάλλου, η Ελλάδα δεν είναι το πρώτο κράτος στο οποίο η ψήφος των μεταναστών στις τοπικές εκλογές συναντά συναφή εμπόδια. Το σημαντικότερο είναι ότι κατά το Δ΄ Τμήμα, η σχετική διάταξη του νόμου παραβιάζει –όχι το 4.4 Σ, αλλά– το πρώτο άρθρο του Συντάγματός μας το οποίο ρυθμίζει ως θεμέλιο του ελληνικού πολιτεύματος τη λαϊκή κυριαρχία.
Με δύο λόγια, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφαίνεται ότι ο ελληνικός λαός εκχωρεί την κυριαρχία του αν αποφασίσει, όπως και έκανε διά των αντιπροσώπων του, τη συμμετοχή των μεταναστών στις αυτοδιοικητικές εκλογές και την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τη δεύτερη μεταναστευτική γενιά. Και το πολιτειακά αναπόδραστο ερώτημα που τότε τίθεται είναι το εξής: Σε τι ακριβώς συνίσταται η κυριαρχία του ελληνικού λαού, αν όχι στο να αποφασίζει ελεύθερα για τη μελλοντική του σύνθεση, ακόμα και αν ένα Τμήμα του ΣτΕ έχει άλλη άποψη;
 
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην Αυγή στις 13 Φεβρουαρίου του 2011.
 
1 Πρβλ. σχετικά σε Ν. Αλιβιζάτος: « “Έθνος” κατά “Λαού” μετά το 1940», στο Δ.Γ. Τσαούσης (επιμ.), Ελληνισμός-ελληνικότητα. Ιδεολογικοί και βιωματικοί άξονες της νεοελληνικής κοινωνίας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σ. 83 και συνολικά 81-90.
2 Με το νέο άρθρο 1, παρ. 2 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, «[τ]ην Ελληνική Ιθαγένεια αποκτά από τη γέννησή του όποιος γεννιέται σε ελληνικό έδαφος, εφόσον: α. ένας από τους γονείς του έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και κατοικεί μόνιμα στη Χώρα από τη γέννησή του». Η διάταξη αυτή εγκαθιδρύει στην Ελλάδα το λεγόμενο «διπλό δίκαιο του εδάφους» δηλαδή την αυτοδίκαια και υποχρεωτική κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας από τη λεγόμενη τρίτη γενιά μεταναστών, εκείνων δηλαδή των ανθρώπων των οποίων οι παππούδες μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Νοείται δηλαδή πως ύστερα από την παρέλευση δύο γενεών στην Ελλάδα είναι τόσο ισχυροί οι δεσμοί που το πρόσωπο έχει αναπτύξει με την χώρα, ώστε η ιθαγένεια όχι απλώς δίνεται αυτοδίκαια, αλλά υποχρεωτικά, ακόμη δηλαδή και αν ο γονέας επιθυμεί το παιδί να κρατήσει την ιθαγένεια καταγωγής του. Η διάταξη αυτή, κοινή σε αρκετούς Κώδικες Ιθαγένειας ευρωπαϊκών κρατών, με πρώτη διδάξασα τη Γαλλία, δεν μπορεί να δραπετεύσει από κάτι το εγγενώς αυταρχικό: ουσιαστικά αντιμετωπίζει την κτήση της ιδιότητας του πολίτη ως καθήκον. Επιβάλλεται δηλαδή στην τρίτη γενιά η ιθαγένεια, ακόμη και αν αυτή δεν την θέλει. Έτσι, η γενιά αυτή εξομοιώνεται απολύτως με τον Έλληνα από γονέα. Είναι νʼ απορεί κανείς πώς ξέφυγε από το Δ΄ Τμήμα ΣτΕ η παραπάνω διάταξη, ενώ κρίθηκε αντισυνταγματική η σχετική με τη δεύτερη γενιά. Μήπως είναι επειδή η τελευταία αφορά περισσότερο κόσμο;