Πέρα από το Δουβλίνο ΙΙ

Ανδρέας Χ. Τάκης
Τα αιτήματα ασύλου που εκκρεμούν στην Ελλάδα, αγγίζουν τις 45.000, ενώ κάθε μέρα εισέρχονται χωρίς χαρτιά και διατυπώσεις στη χώρα περί τους 300 ανθρώπους, κάποιοι από τους οποίους είναι πιθανό να καταθέσουν αίτημα ασύλου. Η Σουηδία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Φινλανδία και η Δανία, με δικαστικές αποφάσεις των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων, αποφάσισαν να μην επαναπροωθούν αλλοδαπούς που συλλαμβάνονται και ισχυρίζονται ότι έχουν καταθέσει αίτημα ασύλου στην Ελλάδα, επειδή έτσι τους εκθέτουν σε εξευτελιστικές συνθήκες, καθώς η χώρα μας δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα άτομα αυτά. Τέτοια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, βγήκε πρόσφατα σε βάρος του Βελγίου.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 343/2002 (Δουβλίνο ΙΙ), για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου στο έδαφος της ΕΕ, ισχύει το κριτήριο της πρώτης εισόδου του αιτούντος άσυλο στην ΕΕ, δηλαδή ότι αρμόδιο για την εξέταση του αιτήματος ασύλου είναι το κράτος μέλος από το οποίο ο υπήκοος τρίτης χώρας εισήλθε στην ΕΕ και εκεί όπου κατέθεσε αίτημα ασύλου. Ο Κανονισμός βρίσκεται άτυπα υπό επανεξέταση. Μάλιστα, έχει προταθεί η προσωρινή αναστολή για περίοδο έως έξι μήνες, μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, σε περίπτωση που αυτό «αντιμετωπίζει ιδιαίτερα επείγουσες καταστάσεις, οι οποίες επιβαρύνουν στο έπακρο τις ικανότητες υποδοχής».
Η απροθυμία των ευρωπαίων εταίρων μας να αλλάξει ο Κανονισμός και η επιμονή τους να γίνεται η διαχείριση των δικαιούχων ασύλου στα σύνορα και όχι σε οποιοδήποτε άλλο σημείο στην καρδιά της ΕΕ, δεν είναι παράλογη για όποιον βλέπει τα πράγματα από μια αφηρημένη σκοπιά και όχι από αυτή συγκεκριμένης χώρας που δοκιμάζεται ειδικά. Και πάλι, όμως, η Ελλάδα εμφανίζεται ως το κακομαθημένο παιδί της ΕΕ, που, μολονότι λαμβάνει βοήθεια οικονομική, επιχειρησιακή και τεχνική, φέρεται να μην την αξιοποιεί προς το κοινό ευρωπαϊκό όφελος. Και αντίθετα προς την παράδοση της Ευρώπης, καταλήγει να ανέχεται την εξακολούθηση μιας κατάστασης που τα ευρωπαϊκά δικαστήρια θεωρούν ευθέως αντίθετη με τα ανθρώπινα δικαιώματα .
Είναι, όμως, πράγματι το άσυλο, το πρόβλημα; Είναι το πρόβλημα τα 45.000 εκκρεμή αιτήματα ασύλου -ακόμη κι αν όλα αποδειχθούν βάσιμα-τα οποία άλλωστε έχουν αρχίσει επιτέλους να εξετάζονται, ή οι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις, 450.000 μετανάστες χωρίς χαρτιά που ζουν στην ελληνική επικράτεια σε καθεστώς αφάνειας; Και από τη σκοπιά αυτή χρωστάμε χάρη στους 300 απεργούς πείνας από το Μαγκρέμπ, γιατί έφεραν πράγματι αυτήν την αλήθεια της «παράνομης μετανάστευσης», επιτέλους, στο επίκεντρο του πολιτικού ενδιαφέροντος.
Ο πρόσφατος νόμος 3907/2011 για την «΄Ιδρυση Υπηρεσίας Ασύλου και Υπηρεσίας Πρώτης Υποδοχής, προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ “σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών” και λοιπές διατάξεις.», αναδιαρθρώνει και εξορθολογίζει τις κρατικές λειτουργίες γύρω από την απονομή του ασύλου και τη διαχείριση των ροών παρανόμως εισερχομένων. Υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι σε συνέχεια και του ΠΔ του Νοεμβρίου 2010, οι Επιτροπές Ασύλου θα εργαστούν με ταχύτητα και ο αριθμός αναγνωρισμένων προσφύγων θα αυξηθεί ραγδαία, καθώς θα μειώνεται το πλήθος των εκκρεμών αιτημάτων.
Το πιο σημαντικό, παρ’ όλ’αυτά, είναι ότι ο νόμος 3907 προσφέρει θεσμικά εργαλεία για μια πιο αποτελεσματική διαδικασία επιστροφής, που αξιοποιεί όχι μόνο τον καταναγκασμό, αλλά, για πρώτη φορά με τρόπο θεσμικά οργανωμένο, και άλλες ηπιότερες μορφές επιστροφής. Προβλέπεται, έτσι, για πρώτη φορά η δυνατότητα της οικειοθελούς αναχώρησης και διευρύνεται η δυνατότητα της εθελούσιας επιστροφής κάθε παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού. Ωστόσο, και πάλι, ακόμη και αν η αποτελεσματικότητα των διαδικασιών επιστροφής αυξηθεί, θα παραμένει το ερώτημα: τι κάνουμε με όλους εκείνους, που είναι και οι περισσότεροι ίσως, των οποίων η επιστροφή είναι, επί του παρόντος τουλάχιστον, ουσιαστικά αδύνατη, λόγω της πολιτειακής κατάστασης ή άλλων ακραίως δυσχερών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα τους, ή ακόμη λόγω της απροθυμίας των πρεσβειών τους να συνεργασθούν, ή, τέλος, για τεχνικούς, νομικούς ή και άλλους λόγους.
Η εγχώρια άκρα δεξιά, θα ήθελε να τους τοποθετήσουμε σε χώρους μαζικής κράτησης, να γεμίσουμε τη χώρα με στρατόπεδα συγκέντρωσης – μια λύση που, ακόμη και αν καταφέρναμε να κατασιγάσουμε κάθε ηθική ένσταση στοιχειώδους ανθρωπισμού, θα ήταν αδύνατη, λόγω της ήδη πρακτικής αδυναμίας επιχειρησιακής και υλικοτεχνικής υποστήριξης ενός τέτοιου εγχειρήματος. Άλλωστε, στις περιπτώσεις που η απέλαση είναι πρακτικά ανέφικτη, τουλάχιστον σε εύλογο χρόνο, οι μαζικές συλλήψεις και οι μαζικές κρατήσεις δεν θα παρήγαγαν παρά κόστος και επικοινωνιακού χαρακτήρα αποτελέσματα, βολικά εάν ο χρονικός μας ορίζοντας είναι μικρός, παντελώς άχρηστα και εν τέλει μάταια σε βάθος χρόνου. Από την άλλη μεριά, τυχόν διαδικασίες μαζικών νομιμοποιήσεων ή αδιάκριτων χορηγήσεων ασύλου σε μη δικαιούχους, ή μια συστηματική και υποβοηθούμενη από τις κρατικές υπηρεσίες διοχέτευση των ανθρώπων αυτών σε άλλες χώρες της Ε.Ε., θα σήμαινε αναπόφευκτα, όπως έχει πλέον καταστεί σαφές, την ευρωπαϊκή απομόνωση της Ελλάδας και την έξοδό της από το χώρο Σένγκεν. Απολύτως αναγκαία η αποτελεσματική φύλαξη των δαντελωτών συνόρων μας, είναι όμως εξ ορισμού και για λόγους αρχής ανίκανη να ανακόψει τις ροές ανθρώπων που ζητούν συνδρομή και καταφύγιο, έστω και αν οι ισχυρισμοί τους, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, είναι καταχρηστικοί. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των ανθρώπων με τους οποίους καλούμαστε να συμβιώσουμε, αναγκαστικά θα αυξάνει, ακόμη κι αν η συνεργασία συνοριοφυλακής και Frontex καταφέρει να μειώσει τους ρυθμούς της εισροής.
Με αυτά ως δεδομένα, το ερώτημα επανέρχεται, καθώς δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήσουμε να προσποιούμαστε ότι δεν τους βλέπουμε -όπως κάνουμε για πάνω από 10 χρόνια τώρα… Οι άνθρωποι αυτοί, με τους οποίους θέλοντας και μη πρέπει να συμβιώσουμε, είτε προσωρινά, είτε με ορισμένους από αυτούς για πάντα, θα παραμένουν επ’ άπειρον σε ένα απάνθρωπο περιθώριο ανομίας, αθλιότητας και εκμετάλλευσης;
Και πάλι ο ν. 3907/2011 προσφέρει μια λύση που συνδυάζει την προστασία των δικαιωμάτων του μετανάστη χωρίς χαρτιά, με τη μέριμνα για την ασφάλεια όλων μας: μέχρι να καταστεί η επιστροφή τους εφικτή και προκειμένου, στο μεταξύ, οι άνθρωποι χωρίς χαρτιά να αναδυθούν επιτέλους στην επιφάνεια της κοινωνικής ζωής και να αποκτήσουν στοιχειώδη υπόσταση προσώπου με δικαιώματα και υποχρεώσεις, είναι δυνατόν και μαζί πιεστικά αναγκαίο να καταγραφούν και να τους χορηγηθεί το ειδικό καθεστώς αναβολής της επιστροφής τους. Οι ίδιες ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλίσουν την αξιοπρεπή τους διαβίωση, παρέχουν στα πρόσωπα αυτά τη δυνατότητα να εργασθούν ως μισθωτοί σε συγκεκριμένους τομείς και περιοχές της χώρας. Ωστόσο, το ειδικό αυτό καθεστώς παραμένει προσωρινό και οι άνθρωποι αυτοί θα πρέπει, κατ’ αρχήν, μόλις δοθεί η ευκαιρία, να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Άλλο βέβαια αν με το πέρασμα των χρόνων η εξακολούθηση του ανέφικτου της επιστροφής τους επιβάλλει ενδεχομένως να αποκτήσουν τελικά κατ’ εξαίρεση κανονική άδεια παραμονής. Μακροσκοπικά, όμως, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της λύσης της καταγραφής μέσω της χορήγησης ενός ειδικού προσωρινού καθεστώτος, είναι ακριβώς ότι χωρίς να αναλαμβάνει με τρόπο οριστικό την ευθύνη των ανθρώπων αυτών (εννοείται ότι αυτό δεν αφορά όσους διέμεναν ή μπήκαν νόμιμα και απώλεσαν την άδειά τους μεταγενέστερα), η χώρα μας μπορεί να καταδείξει με τρόπο μη επιδεχόμενο καμία αμφισβήτηση, το πραγματικό και αβάσταχτο μακροπρόθεσμα για την κοινωνική της συνοχή, να φιλοξενεί εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους χωρίς χαρτιά, που εγκλωβίστηκαν εδώ καθ’ οδόν προς κάποια άλλη χώρα της ΕΕ. Γι’ αυτό και δεν μπορεί παρά να αντηχεί εν τέλει ελαφρώς υποκριτική, ή ανάμικτη με ηθική μομφή προσφορά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και επιμέρους κρατών μελών, να χρηματοδοτήσουν αφειδώς τις διαδικασίες υποδοχής και ασύλου στη χώρα μας, να χρηματοδοτήσουν δηλαδή τη μετατροπή της επικράτειάς μας σε Σπιναλόγκα ανεπιθυμήτων ψυχών.
Ακριβώς αυτό είναι το πεδίο όπου πρέπει να αναδειχθεί το πρωτίστως πολιτικό, αλλά και ουσιαστικά νομικό θέμα της αρχής της αλληλεγγύης για την κατανομή των ευθυνών στην ΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 67.2 της μεταρρυθμιστικής Συνθήκης (Συνθήκη της Λισαβόνας 1-12-2009), η ΕΕ «…αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της μετανάστευσης και του ελέγχου των εξωτερικών συνόρων, η οποία βασίζεται στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών…» ενώ στο άρθρο 80 ορίζεται ότι «οι πολιτικές της Ένωσης […] και η εφαρμογή τους, διέπονται από την αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο.». Εδώ, γίνεται και η εννοιολογική διάκριση μεταξύ «αλληλεγγύης» και «δίκαιης κατανομής ευθυνών»:
– η «αλληλεγγύη» αφορά καταστάσεις ή προβλήματα τα οποία δημιουργούνται σε ένα και μόνον κράτος μέλος, και προς ενίσχυση του οποίου προστρέχουν τα υπόλοιπα κράτη μέλη στο πλαίσιο της ενωσιακής αλληλεγγύης, λαμβάνοντας, για παράδειγμα, μέτρα για την αντιμετώπιση μιας ιδιαιτέρως δυσχερούς κατάστασης, ενώ – η «δίκαιη κατανομή ευθυνών» αφορά την κοινή αντιμετώπιση ενός κοινού προβλήματος, δηλαδή τη διαμόρφωση ενός συστήματος κοινής διαχείρισης ενός κοινού προβλήματος, λαμβάνοντας υπόψη τις δυνατότητες αλλά και τον βαθμό έκθεσης του κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά, στο κοινό πρόβλημα.
Έτσι, αυτό που πρέπει να ξεκινήσει άμεσα είναι η συζήτηση και η δημιουργία ενός μηχανισμού υποχρεωτικής ανακατανομής των βαρών, δηλαδή ανακατανομής και μετεγκατάστασης των μεταναστών χωρίς χαρτιά, με βάση συγκεκριμένη δίκαιη αναλογία σε όλα τα κράτη μέλη. Κοινό ευρωπαϊκό βάρος, σημαίνει το μοιράζομαι και παίρνω το μερίδιό μου. Αλλά για να ξέρω τι υπάρχει και να το μοιραστώ δίκαια, θα πρέπει πρώτα να γίνει η καταγραφή των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Και φυσικά, η νομιμοποίηση, κάθε φορά σημαίνει και την πλήρη ματαίωση κάθε απόπειρας μοιράσματος και αποφόρτισης, γιατί απλώς καθιστά τους νομιμοποιηθέντες αποκλειστικά ζήτημα του ενός κράτους-μέλους.
Όλοι πια γνωρίζουμε ότι το πρόβλημα υπερβαίνει το εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο: δεν είναι καν ευρωπαϊκό, αλλά παγκόσμιο – είναι ένα ζήτημα βορρά-νότου, αλλά και ανατολής-δύσης. Οι τρόποι αντιμετώπισης είναι δύο: αφενός ένα δραστικό και άμεσο διεθνές κοινωνικό κράτος, που θα υποστηρίζει τις χώρες προέλευσης και αφετέρου, στο εσωτερικό της ΕΕ, ως κοινού χώρου δικαιοσύνης και ασφάλειας, η με ίσους όρους μεταξύ των κρατών μελών διαχείριση των παρανόμως διαμενόντων στην επικράτειά της. Γιατί πρέπει να είναι απόλυτα σαφές πια ότι αν δεν δώσουμε άμεσα κάθε δυνατή έμφαση σε διεθνείς δομές και δίκτυα κοινωνικοοικονομικής στήριξης, κάτι σαν international welfare structures, η βουβή οργή Ασίας και Αφρικής θα αρχίσει να ξεσπά στις ευρωπαϊκές ακτές. Δεν χρειάζεται να αναμένει και πάλι η Ευρώπη μια πρωτοβουλία πέρα από τον Ατλαντικό. Η Τυνησία, η Λιβύη και η Αίγυπτος, είναι δίπλα μας.
Ο Ανδρέας Χ. Τάκης είναι Γ.Γ. Πληθυσμού & Κοινωνικής Συνοχής. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με τη συνεργασία της Αθηνάς Μπαλοπούλου και του Γρηγόρη Τσιούκα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Μεταρρύθμιση.