Παναγιώτης Μαντζούφας, Οικονομική Κρίση και Σύνταγμα, εκδ Σάκκουλα 2014

Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος.

 

ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Π Μαντζούφας

                                               

Ένα Σύνταγμα δεν μπορεί ούτε να προκαλέσει, ούτε να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση. Κάθε εθνική παράδοση, κάθε έννομη τάξη και κάθε πολιτικό σύστημα εναποθέτει στο Σύνταγμα διαφορετικές προσδοκίες, ενώ άλλες μπορεί να είναι και οι ελπίδες που οι πολίτες επενδύουν σε αυτό. Ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης, έρχονται στην επιφάνεια συνταγματικές δυσλειτουργίες, που επιδρούν στην έκβαση των εξελίξεων, παροξύνοντας εγγενή προβλήματα που προϋπήρχαν (π.χ. συνταγματικά εμπόδια ως προς την αναζήτηση της ποινικής ευθύνης των μελών της Κυβέρνησης, προβληματική λειτουργία της δικαιοσύνης).

Είναι σαφές ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων, των δανειακών συμβάσεων και των εφαρμοστικών νόμων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο οικονομικών καταναγκασμών, το οποίο δημιούργησαν ad hoc οι διεθνείς δανειστές της, προέκυψε από την αδήριτη ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών[1].

Το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς[2], ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία και όπου τα περιθώρια να ορίζεις την εθνική σου μοίρα στενεύουν, ιδίως όταν είσαι αναξιόχρεος οφειλέτης.

Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, έτσι, να αισθανθούν ασφαλείς. Στη βάση αυτή, το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς, ιδίως στη συνείδηση εκείνων, στους οποίους οι περιορισμοί στα κοινωνικά τους δικαιώματα επιφέρουν σημαντική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους. Τότε, η κοινωνική ανυπακοή, οι ακραίες εκδηλώσεις βίας, οι αντικοινοβουλευτικές πολιτικές επιλογές πιστοποιούν ότι η κατάσταση έχει εκτραπεί σε εξωσυνταγματικές πρακτικές και το Σύνταγμα χάνει τη νομιμοποιητική του βάση.

Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Εδώ οι προσδοκίες συνδέονται με τις επιτρεπτές μορφές δράσης και τις δυνατότητες του Συντάγματος να αναθεωρείται εύκολα, να προσαρμόζει το κανονιστικό του περιεχόμενο στις εξελίξεις, ανατρέποντας τις μέχρι πρότινος ερμηνευτικές σταθερές της νομολογίας[3]. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, αναζητώντας ένα σύμμαχο, ο οποίος κατά περίπτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, που υποχωρούν ενώπιον των οικονομικών καταναγκασμών, και μιας ανοικονόμητης αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου λανθασμένο και αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου και συνεννόησης.

Με βάση όσα αναπτύξαμε ανωτέρω, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια συνθετική απάντηση στο ερώτημα που διατρέχει τη μονογραφία, το αν, δηλαδή, τα μνημόνια και ο επικείμενος δημοσιονομικός κανόνας με τη συνταγματική κατοχύρωση, σε συνδυασμό με τις αποφάσεις των δικαστηρίων, τα οποία έκριναν τα εφαρμοστικά μέτρα, συνιστούν μια τομή στο πολίτευμα[4]. Παρατηρήσαμε ότι τα μνημόνια και ο δημοσιονομικός κανόνας δεν αποτελούν ελληνική ιδιαιτερότητα. Τα προβλήματα στην αρχιτεκτονική των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008[5] έχουν τη δική τους συμβολή στην ένταση της κρίσης, που τάραξε το σύνολο των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και την Ιρλανδία. Είναι προφανές ότι τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση ή, τουλάχιστον, χωρίς πρόβλεψη θεσμικών μηχανισμών πρόληψης ή αντιμετώπισης κρίσεων σαν αυτή που διέρχεται η χώρα.

Επιπλέον, όπως είδαμε, δεν λειτούργησαν και οι, προϋφιστάμενοι της κρίσης, μηχανισμοί πολυμερούς εποπτείας, όπως τους προέβλεπε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης[6], ενώ ούτε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ούτε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα ανταποκρίθηκαν στον εποπτικό τους ρόλο.

Είδαμε, αναλυτικά, ότι τα συνεχή Συμβούλια των αρχηγών των κρατών μελών και οι σημαντικές αποφάσεις που έλαβαν, η δημιουργία ενός μόνιμου διακυβερνητικού μηχανισμού σταθερότητας (ESM) με την προσθήκη της παραγράφου 3 στο άρθρο 136 της ΣΛΕΕ, η υπογραφή μιας νέας Συνθήκης για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην ΟΝΕ, η οποία επιβάλλει τον δημοσιονομικό κανόνα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, αποτέλεσαν θεσμικές αντιδράσεις, που αποβλέπουν στην προσαρμογή των θεσμών της ΕΕ και της Ευρωζώνης σε καταστάσεις κρίσης[7]. Αυτές οι σημαντικές αλλαγές στο πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο, σε συνδυασμό με τις εξαγγελίες περί Τραπεζικής Ένωσης και τις αυξημένες αρμοδιότητες και παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, μεγαλώνουν το χάσμα μεταξύ της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης[8]. Είναι σαφές ότι απαιτείται μια ριζική τομή στο οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να είναι βιώσιμο και λειτουργικό, κυρίως με την πρόβλεψη ενός είδους ευρωομολόγου, που θα επιμερίζει και θα εγγυάται, υπό προϋποθέσεις, τα χρέη στο σύνολο των κρατών μελών, και επίσης με ένα μηχανισμό εξισορρόπησης των διαφορών στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των κρατών μελών, με τη μεταβίβαση πόρων από το Βορρά προς το Νότο και με τις αντίστοιχες προσαρμογές των τραπεζικών συστημάτων, που πρέπει θεσμικά να ενοποιηθούν και να εποπτεύονται ουσιαστικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Τα χρόνια προ της κρίσης, το όραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης και οι θεσμικές μεταβολές, με τη θέσπιση του ΧΘΔ και την προστατευτική των δικαιωμάτων νομολογία του ΔΕΕ, συγκάλυπταν το δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα της ΕΕ, υπό τις συνθήκες της οικονομικής κρίσης όμως τα πράγματα έχουν μεταβληθεί ουσιωδώς. Οι έντονες παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών μηχανισμών σταθερότητας στις εθνικές οικονομίες αποτελούν μια σπασμωδική αντίδραση στις αυξημένες πιέσεις των αγορών, που εκδηλώνονται κατά τρόπο ασυνεχή και δυσπροσδιόριστο και θέτουν το Δικαστήριο της Ένωσης ενώπιον νέων προκλήσεων[9]. Ούτε τα εθνικά Συντάγματα, ούτε η έννομη τάξη της ΕΕ διαθέτουν θεμελιώδεις κανόνες, που να μπορούν να αντιμετωπίσουν την πίεση αυτή[10]. Είναι σαφές ότι περάσαμε από μια περίοδο, όπου η προοπτική της συνταγματοποίησης της Ευρώπης εμφανιζόταν ως αναγέννηση της ευρωπαϊκής ιδέας, σε μια εποχή αποσυνταγματοποίησης, όπου οι θεσμικές αδυναμίες και η έλλειψη πολιτικής βούλησης σηματοδοτούν μια παρακμή της Ευρώπης, η οποία αναζητεί την ταυτότητά της, ανάμεσα σε οίκους αξιολόγησης και σε τεχνοκρατικές υποδείξεις του ΔΝΤ.

Αν, παρόλα αυτά, η περαιτέρω ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών προς την οικονομική και πολιτική ενοποίηση -σε πείσμα του σχετικού δημοκρατικού ελλείμματος της ΕΕ-, αλλά και προς την ενίσχυση της αλληλεγγύης, είναι απολύτως αναγκαία, άλλο τόσο αναγκαία είναι και η προσαρμογή της Ελλάδας στα νέα δεδομένα.

Τα πράγματα εξελίχθηκαν για την Ελλάδα με τον τρόπο που εξελίχθηκαν, διότι οι ελληνικές κυβερνήσεις, με δεδομένες τις διεθνείς συνθήκες, τους θεσμούς και τους χειρισμούς των οργάνων της ΕΕ, έχασαν τον έλεγχο των οικονομικών μεγεθών και, ως εκ τούτου, απώλεσαν και τα περιθώρια των πολιτικών επιλογών. Ωστόσο, την ίδια κοντόθωρη αντίληψη επέδειξαν και τα οικονομικώς ισχυρά κράτη της Ευρωζώνης, γεγονός που τα εμπόδισε να δράσουν γρήγορα και αποτελεσματικά, εντείνοντας τις πιέσεις της κρίσης προς τους αδυνάτους, όπως η Ελλάδα.

Ο συνδυασμός της απώλειας της νομισματικής αυτονομίας με το υπέρογκο χρέος και τα ελλείμματα που το τροφοδότησαν[11], δημιούργησε εκρηκτικές συνθήκες για τη χώρα. Τα περιθώρια διακριτικής ευχέρειας του κοινού νομοθέτη ως προς τη χάραξη μιας αυτοδύναμης πολιτικής, ανεξάρτητης από το ενωσιακό πλαίσιο, ήταν και είναι πολύ περιορισμένα και σε συνθήκες κρίσης αποδείχθηκαν ασφυκτικά. Επιπλέον, πέραν της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ισχύος του παράγωγου ενωσιακού δικαίου, με τις Οδηγίες, τους Κανονισμούς και τις Αποφάσεις του, ένα εθνικό κράτος, όπως η Ελλάδα, δεν δικαιούται να αγνοεί τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης. Όλοι αυτοί οι μηχανισμοί διαμορφώνουν ένα σύνθετο διεθνές περιβάλλον και ένα συσχετισμό, τον οποίο η χώρα οφείλει να σέβεται και μέσω του οποίου ασκείται σταθερή διεθνής πίεση και έλεγχος για προσαρμογές σε όλα τα επίπεδα της οικονομικής και πολιτικής ζωής της χώρας.

Συνακόλουθα, συντελείται και μια ουσιώδης μεταβολή της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν γίνεται αντιληπτό ως στενά εθνικό συμφέρον ενός κράτους, που αποφασίζει με ευρέα περιθώρια άσκησης πολιτικής στο εσωτερικό του, αλλά ως δημόσιο συμφέρον, που πρέπει να συνεκτιμά και τα κοινά συμφέροντα των κρατών μελών της ευρωζώνης, Υπό το πρίσμα αυτό, τα μνημόνια αποτελούν ένα νέο πεδίο, στο οποίο μετατοπίστηκε το πολιτικό σύστημα, το οποίο καλείται να συναποφασίζει για το μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών πολιτικών της χώρας, υπό τα δεσμευτικά όρια που θέτει το άτυπο διεθνές «όργανο» της τρόικα και η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση. Το ότι η χάραξη της πολιτικής της χώρας, σε βαθμό πρωτόγνωρο ακόμα και για κράτος της ΕΕ, δεν ασκείται από το συνταγματικά προβλεπόμενο όργανο της κυβέρνησης, αλλά συνδιαμορφώνεται σε συμφωνία και υπό την έγκριση των Ευρωπαϊκών οργάνων και του ΔΝΤ, συνιστά αναμενόμενη αλλαγή περισσότερο στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και λιγότερο σε αυτή του πολιτεύματος. Η εν λόγω αλλαγή αναμετριέται με δύο θεμελιώδη κεκτημένα της μεταπολίτευσης: την ενίσχυση της δημοκρατικής λειτουργίας, που βγήκε τραυματισμένη από τα μετεμφυλιακά χρόνια, και την εντονότερη προσέγγιση της Ευρώπης με τη συμμετοχή μας στην ΕΕ[12]. Το ότι το δημοκρατικό φαντασιακό ταυτίστηκε με την ενίσχυση κάθε είδους αιτήματος για ανεξέλεγκτες παροχές και η συμμετοχή της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς εκφυλίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, σε έναν εισπρακτικό μηχανισμό, αποτέλεσαν μορφές διαχείρισης της πολιτικής και οικονομικής ζωής, που δεν έθεσαν σε αμφισβήτηση τη λειτουργία του πολιτεύματος. Το πολίτευμά μας δεν αμφισβητήθηκε, διότι αφενός αγκυροβόλησε στο σταθερό ευρωπαϊκό περιβάλλον των δημοκρατικών πολιτευμάτων και, αφετέρου, τα όποια αιτήματα για παροχές κάθε είδους (χρηματοδοτήσεις, διορισμούς κ.α.) ικανοποιούνταν από τα ευρωπαϊκά ταμεία και τον άνετο δανεισμό και όχι από την εγχώρια παραγωγή[13]. Από την άλλη μεριά, ίσως αυτή να είναι και μια ευκαιρία για τη δημιουργία ενός πραγματικού και αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας, με προϋποθέσεις ουσιαστικής ισότητας, που θα στρέφει τους πόρους σε όσους έχουν πραγματική βιοτική ανάγκη, και όχι αδιακρίτως σε όσους εμπίπτουν στις καθολικές παροχές, ασχέτως εισοδηματικών κριτηρίων.

Με άλλα λόγια, η σημερινή κρίση δεν προέκυψε, επειδή οι συνταγματικοί θεσμοί παραβιάστηκαν και το πνεύμα της μεταπολίτευσης για εκδημοκρατισμό και ευρωπαϊκή πορεία νοθεύτηκε στην πορεία, αλλά ακριβώς επειδή η σχετικά απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος ανέδειξε τη βαθιά αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να αναλάβει την ευθύνη για ένα πραγματικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, και να διαπαιδαγωγήσει αντίστοιχα την κοινωνία[14].

Στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, τουλάχιστον μετά την αναθεώρηση του 1986, δεν υπήρξαν μείζονες πολιτικές συγκρούσεις γύρω από βασικές διατάξεις του Συντάγματος, που αφορούν στο πολίτευμα, και κατά τούτο η δημοσιονομική κατάρρευση του 2009 δεν ανέδειξε ένα μείζον θεσμικό κενό στη λειτουργία του πολιτεύματος, ούτε κλόνισε τις νομιμοποιητικές του βάσεις ως κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αντίθετα, ανέδειξε την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αναλάβει και να υλοποιήσει υγιείς αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στον δημόσιο τομέα και να ενισχύσει αντίστοιχες στον ιδιωτικό. Αποτέλεσμα είναι το κομματικό και πολιτικό σύστημα να απονομιμοποιηθούν, η αναξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας να ενταθεί[15] και η κρίση εμπιστοσύνης να αγγίξει τον βασικό αντιπροσωπευτικό θεσμό, τη Βουλή[16]. Σε αυτό συντέλεσε και η διάχυτη πολιτική διαφθορά, τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία που τα συνόδευσε, εθίζοντας την κοινή γνώμη σε ένα κλίμα παρακμής.

Οι σοβαρότερες εκδοχές, όμως, της κριτικής που ασκείται δεν γίνονται στο όνομα μιας ριζικής αλλαγής των θεμελίων του πολιτεύματος, αλλά μιας ενίσχυσης τόσο της δημοκρατικής οργάνωσης όσο και των κοινοβουλευτικών θεσμών[17]. Με δυο λόγια, η πολιτική και οικονομική κρίση, μολονότι δεν ανέτρεψε τις βάσεις του συνταγματικού πολιτεύματος, απαξίωσε το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Εδώ, εμφανίζεται το παράδοξο, να έχουμε μια σταθερή κοινοβουλευτική δημοκρατία και ένα κράτος δικαίου με δικαιοδοτικούς μηχανισμούς, που εγγυώνται τα δικαιώματα των πολιτών, και από την άλλη ορισμένοι να θεωρούν ότι αυτοί οι ίδιοι θεσμοί καταρρέουν εσωτερικά και ότι είναι ανίκανοι να οικοδομήσουν μια στοιχειώδη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες[18].

Αντί το πολιτικό σύστημα και οι φορείς του να αντιληφθούν τις ομαλές συνθήκες της μεταπολίτευσης και της συμμετοχής στην ΕΕ ως χρυσή ευκαιρία ουσιαστικής συμμετοχής σε ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης, αυτοί κολάκευσαν τα πλέον παρασιτικά και παρωχημένα, στοιχεία της κοινωνίας και τη διαπαιδαγώγησαν με έναν στρεβλό και αντιπαραγωγικό τρόπο, αρκεί η εξουσία τους να έμενε ανέγγιχτη[19]. Στο πνεύμα αυτό, ούτε μια εκτεταμένη αναθεώρηση του Συντάγματος -που ωστόσο είναι αναγκαία σε επιμέρους θεσμούς[20]– ούτε μια πανηγυρική «ανάκτηση» της εθνικής μας κυριαρχίας, με κατάργηση όλων των μέτρων των μνημονίων, θα φέρει την ποθούμενη αλλαγή. Ίσως, αυτό που πρέπει να ανακτηθεί είναι ένα αίσθημα αναγεννημένης συλλογικής και ατομικής ευθύνης, που θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις, στη λειτουργία του κράτους και στη θεσμική και παραγωγική οργάνωση της κοινωνίας. Σε αυτή την προσπάθεια τα συνταγματικά εμπόδια είναι χαμηλά και οι αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές οριακές[21]. Ωστόσο, αυτή η πανεθνική προσπάθεια για ανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας θα πραγματοποιηθεί, αν και εφόσον ολοκληρωθεί, μέσα στις δυσμενείς συνθήκες ενός υπερεθνικού μακροπρόθεσμου διεθνούς σχεδιασμού, στον οποίο συναινέσαμε και ο οποίος συνεπάγεται εντατικούς ελέγχους στην οικονομική μας ζωή, αλλά και ευρύτερους επαναπροσδιορισμούς των πολιτικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων της χώρας[22].

Στο μέτρο αυτό, ίσως αποδειχθεί ατελέσφορη η συνεχής προσφυγή στη δικαιοσύνη για την επίλυση ζητημάτων αντισυνταγματικότητας, που προέκυψαν με αφορμή τα μνημόνια[23]. Όπως είδαμε αναλυτικά, η αναγνώριση από το ΣτΕ του δημοσιονομικά επείγοντος χαρακτήρα των περιοριστικών μέτρων και η ένταξη της κατάστασης ανάγκης στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος οδήγησαν σε έναν οριακό έλεγχο με αρκετές επιφυλάξεις, που κατέφασκε στη συνταγματικότητα των μέτρων. Είναι σαφές ότι, αν ο έλεγχος οδηγούσε στο αντίθετο αποτέλεσμα, αυτό δεν θα επηρέαζε ουσιαστικά τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας και, ίσως, δεν θα μείωνε την αυστηρότητα των μέτρων, αλλά σίγουρα θα παρέτεινε την αβεβαιότητα και θα ενίσχυε τις δυνάμεις, που έβλεπαν ευνοϊκά μια έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Το αν αυτό είναι ένα στοιχείο, που υποσυνείδητα βάρυνε στην κρίση των δικαστών, δεν μπορεί να το απαντήσει κανείς.   

Αντιθέτως, η προσπάθεια δικανικής θεμελίωσης της κρίσης του στην ΣτΕ (Ολ) 668/2012 υπήρξε σε γενικές γραμμές συνεπής με τη νομολογία του Δικαστηρίου και με μια δικαιοκρατική ερμηνεία του Συντάγματος, που αφήνει στο νομοθέτη περιθώρια να διαμορφώσει το κοινωνικό πλαίσιο των δικαιωμάτων, που εξαρτώνται από δημόσιες παροχές. Η επανανοηματοδότηση του δημοσίου συμφέροντος, η μετριασμένη αξιοποίηση της αρχής της αναλογικότητας και τα στοιχεία αφηρημένου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, που ανιχνεύονται στις περισσότερες αποφάσεις του ΣτΕ της τελευταίας περιόδου, δίνουν το μέτρο του προβληματισμού και της ευαισθησίας του Δικαστηρίου, που προσπάθησε να πλεύσει σε ταραγμένα νερά και το κατάφερε με μικρές απώλειες.

Αντίθετη κατεύθυνση ακολουθήθηκε στις αποφάσεις του ΣτΕ για την αναγνώριση της ιθαγένειας σε τέκνα αλλοδαπών, όπου ο έλεγχος υπήρξε ιδιαίτερα εντατικός, καθώς αποδεικνύεται ότι το μη άμεσα οικονομικό διακύβευμα της υπόθεσης έδωσε στο Δικαστήριο -παρά τις αριθμητικά ισχυρές και ιδιαίτερα τεκμηριωμένες μειοψηφίες- το περιθώριο να αναχθεί σε αφηρημένες συνταγματικές έννοιες, όπως έθνος και κοινωνία, ερμηνεύοντάς τες υπό ένα συντηρητικό πρίσμα και πάντως σε αντίθεση με την κυρίαρχη καταρχήν, βούληση του νομοθέτη. Εδώ, η οικονομική κρίση υπάρχει στο φόντο των αποφάσεων, ως πιθανή προστασία των Ελλήνων ανέργων από τον οικονομικό ανταγωνισμό των αλλοδαπών, οι οποίοι θα ενισχύσουν τη θέση τους αποκτώντας την ελληνική ιθαγένεια.

Αντίθετα, στις περιπτώσεις των νόμων, οι οποίοι απέβλεπαν στην άρση των περιορισμών στην άσκηση επαγγελμάτων, που συνδέονται και με την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος, όπως η υγεία και η δικαιοσύνη, αναζητήθηκαν από το ΣτΕ δικαιοκρατικά ζυγισμένες λύσεις, που, αφενός, να αποποιούνται τη μομφή της ενίσχυσης στενά επαγγελματικών συμφερόντων και, αφετέρου, να μη θυσιάζουν σημαντικούς δημόσιους σκοπούς χάριν μιας απελευθερωμένης αγοράς.

Με βάση τα ανωτέρω, η περιπέτεια της κρίσης και η εφαρμογή των μνημονίων περισσότερο ανέδειξαν τα πολιτικά ελλείμματα και τις ανεπάρκειες των πολιτικών φορέων και λιγότερο την καταλληλότητα του συνταγματικού πλαισίου.

Επιπλέον, αποδείχθηκε με δραματικό τρόπο για την κοινωνία, ότι ακόμα και μια σχετικά αναπτυγμένη χώρα, όπως η Ελλάδα, που είχε διασφαλίσει, και μέσω του Συντάγματός της, την εξωτερική της ασφάλεια και είχε κατοχυρώσει τη δημοκρατική της λειτουργία, είναι εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι στις παγκόσμιες αγορές και στις ανεξέλεγκτες κινήσεις των υπερεθνικών κεφαλαίων. Στην περίπτωσή μας, δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν οι αμυντικοί μηχανισμοί της υποτίμησης του νομίσματος και του οικονομικού προστατευτισμού, όντας εντός της Ευρωζώνης, γεγονός που αυξάνει την αστάθεια μιας παραγωγικά αδύναμης οικονομίας. Και αυτό, βέβαια, δεν είναι πρόβλημα που δημιουργήθηκε από τους συνταγματικούς θεσμούς, ούτε όμως μπορεί να επιλυθεί μόνο από αυτούς[24].

Η διαπίστωση αυτή δεν θα πρέπει να μας οδηγήσει στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι δεν δοκιμάζεται -και μάλιστα έντονα- η συνταγματικά κατοχυρωμένη κοινωνική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών ή ότι δεν υπάρχουν περιθώρια συνταγματικών αλλαγών σε αρκετούς τομείς[25]. Στο μέτρο που η οικονομική κρίση ξεπερνάει τις εθνικές δυνατότητες αντιμετώπισης, η προσφυγή στο Σύνταγμα σαν σωτήρια λέμβο αποδεικνύεται ανεπαρκής και ίσως και παραπλανητική.

Το Σύνταγμα ήταν πάντα παρόν στις σχετικές, θεσμικές και μη, συζητήσεις και γενικότερα στον δημόσιο λόγο, αλλά με έναν τρόπο, που περισσότερο υποβάθμιζε το κανονιστικό του κύρος, παρά το ενίσχυε. Η πρόταξη των ζητημάτων συνταγματικότητας υπονοούσε ότι τα μνημονιακά μέτρα βρίσκονταν εκτός του αξιακού πλαισίου του Συντάγματος, φορτίζοντας το Σύνταγμα με προσδοκίες και εναποθέτοντας σε αυτό ελπίδες, που δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει, διότι ακόμα και αν η συνταγματική διάσταση ενός μέτρου είναι εμφανής, η επίλυση του ζητήματος αυτού δεν θα είχε σημαντική επιρροή στο κεντρικό διακύβευμα, που συνδέεται με τα μνημόνια και που είναι κυρίως οικονομικό-πολιτικό και θεσμικό, και δευτερευόντως συνταγματικό. Πολύ συχνά, η προσχηματική επίκληση του Συντάγματος υποκρύπτει ένδεια εναλλακτικών προτάσεων, που θα αντικαθιστούσαν τα επώδυνα μέτρα με ισοδύναμα του αυτού αποτελέσματος, ενώ δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι, μέσω του Συντάγματος και όχι της πολιτικής πρωτοβουλίας, μπορεί να δοθεί βιώσιμη λύση στο οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο. Το Σύνταγμα θα ανακτήσει τα νομιμοποιητικά και εγγυητικά του χαρακτηριστικά και οι θεσμοί θα αποκαταστήσουν το κύρος τους, εφόσον εγκαθιδρυθεί μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κυβερνώντων και εφόσον οι πολιτικοί ανακτήσουν με τη σειρά τους τη χαμένη τους αξιοπιστία.

 

 

 

 


[1] Για μια πρώτη ολοκληρωμένη πραγμάτευση των συνεπειών της παγκοσμιοποίησης στο Σύνταγμα και τη δημοκρατία στην ελληνική βιβλιογραφία βλ. Γ.Σωτηρέλη, Σύνταγμα και Δημοκρατία την εποχή της “παγκοσμιοποίησης”, Αντ.N.Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2000, σ.61 επ., ενώ από την ξενόγλωσση βιβλιογραφία βλ. αντί άλλων B.Andò/F.Vecchio (επιμ.), Costituzione, globalizzazione e tradizione giuridica europea, CEDAM, Padova 2012.

 

 

 

[2] Βλ. Λ.Θεοχαρόπουλου/Δ.Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου, Στον «αστερισμό» των κρίσεων: Δημοσίας Διοικήσεως και Δημοσιονομικής Διαχειρίσεως, ΕφημΔΔ 3/2010, σ.274 επ, ιδίως σ.285 επ.

 

 

 

[3] Βλ. X.Contiades/A.Fotiadou, How Constitutions react to the Financial Crisis, στο συλλογικό τόμο: X.Contiades(ed.), Constitutions in the Global Financial Crisis, A Comparative Analysis, Ashgate, Surrey England, 2013, σ. 58-59.

 

 

 

[4] Βλ. Γ.Δρόσου, Το «Μνημόνιο» ως σημείο στροφής του πολιτεύματος, www.constitutionalism. gr,  (ανάρτηση 7.12.2010), σ. 3.

 

 

 

[5] Βλ. αντί άλλων Α.Καραγκουνίδη, Το οικονομικό δίκαιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης – Μία εισαγωγική θεώρηση, ΕφημΔΔ 5/2008, σ. 606 επ. και Π.Σταϊκούρα,, Το χρηματοοικονομικό κραχ του 2007-2008. Κρίση της αγοράς επισφαλών δανείων ή κρίση του επισφαλούς ρυθμιστικού και εποπτικού πλαισίου των χρηματοοικονομικών αγορών;, ΕφημΔΔ 5/2008, σ.620 επ.

 

 

 

[6] Βλ. Ε.Βενιζέλου, Εθνικό σύνταγμα και εθνική κυριαρχία υπό συνθήκες οικονομικής κρίσης-Το πρόβλημα ήταν και παραμένει πολιτικό και όχι συνταγματικό, ΕφημΔΔ 1/2011., σ. 7 επ.

 

 

 

[7] Βλ. Π.Γκλαβίνη, Τα όρια του συνταγματικού πατριωτισμού και η διεθνής αναγνώριση του Μνημονίου, ΝοΒ 2012 σ. 2790 επ.

 

 

 

[8] Βλ. Ε.Βενιζέλου, Γενική Εισήγηση στο συνέδριο του ΙΣΤΑΜΕ (25-26 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα), δημοσιευμένη στο συλλογικό τόμο: Χ.Ακριβοπούλου/Ν.Παπαχρήστου (επιμ.), Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, Σάκκουλας, 2013, σ.5 επ. (ιδίως σ. 12-13).

 

 

 

[9] Βλ. H.-W.Micklitz, The ECJ between the Individual Citizen and the Members States-A Plea for a Judge-Made European Law on Remedies, σε: H.-W Micklitz/B.De Witte (επιμ.), The European Court of Justice and the Autonomy of the Members State, Intersentia, Cambridge/Antwerp/Portland, 2011, σ.349 επ.

 

 

 

[10] Βλ. Κ.Γιαννακόπουλου, Μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης: το «Μνημόνιο» ως αναπαραγωγή της κρίσης του κράτους δικαίου, www.constitutionalism.gr, (ανάρτηση 30.1.2011).

 

 

 

[11] Βλ. Α.Μανιτάκη, Το άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης και οι όροι ανάδυσης μιας νέας μεταπολιτευτικής περιόδου, www.constitutionalism.gr (ανάρτηση 27.3.2012).

 

 

 

[12] Βλ. τις εμπεριστατωμένες αναλύσεις του Γ.Βούλγαρη, Η Ελλάδα από την μεταπολίτευση στην παγκοσμιοποίηση, Πόλις, Αθήνα, 2008.

 

 

 

[13] Βλ. Κ.Τσουκαλά, Κράτος, κοινωνία και εργασία στην μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα 1986, σ. 78 επ., όπου αναπτύσσονται προβληματισμοί για την επιρροή των συντεχνιακών αιτημάτων διαφόρων ομάδων στη διαμόρφωση των κρατικών παροχών και της αγοράς εργασίας.

 

 

 

[14] Βλ. Γ.Βούλγαρη, Η μοιραία πενταετία, η πολιτική της αδράνειας, 2004-2009, Πόλις, Αθήνα 2010, σ. 324 επ.

 

 

 

[15] Για την έννοια της αναξιοπιστίας στην πολιτική βλ. Δ.Τσάτσου, Ελληνική Πολιτεία 1974-1997, Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σ.29 επ.

 

 

 

[16] Βλ. Α.Μανιτάκη, Το άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης…, ό.π., σ.15 επ.

 

 

 

[17] Βλ. Α.Μανιτάκη, Το άδοξο τέλος της μεταπολίτευσης…, ό.π., σ.17. Για την τάση αποδυνάμωσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ενόψει της οικονομικής κρίσης ως μείζον συνταγματικό διακύβευμα βλ. Ι.Καμτσίδου, Οικονομική κρίση, Σύνταγμα και δημοκρατία, www.constitutionalism.gr (ανάρτηση 26.6.2013).

 

 

 

[18] Βλ. Ν.Αλιβιζάτου, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στην Νεοελληνική Ιστορία, (1800-2010), Πόλις, Αθήνα, 2011, σ. 659 επ.

 

 

 

[19] Βλ. Π.Κονδύλη, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Θεμέλιο, Αθήνα, 2011, σ. 62.

 

 

 

[20] Βλ. τις προτάσεις που περιέχονται στον τόμο: Χ.Ακριβοπούλου/Ν.Παπαχρήστου (επιμ.), Η πρόκληση της αναθεώρησης του Συντάγματος, (συνέδριο ΙΣΤΑΜΕ 25-26/2/2013), Σάκκουλα, 2013, καθώς και Ν.Αλιβιζάτου, Ποια δημοκρατία για την Ελλάδα μετά την κρίση; Για την αποκατάσταση των λέξεων και του νοήματός τους, Πόλις Αθήνα, 2013, σ. 81 επ., Γ.Σωτηρέλη, Tα όρια και οι προοπτικές του δημοκρατικού διαλόγου για τη συνταγματική αναθεώρηση, ΕφημΔΔ 5/2013, σ.586 επ., Κ.Χρυσόγονου, Σχεδίασμα εκδημοκρατισμού. Δώδεκα θέσεις για μια άλλη αναθεώρηση, ΕφημΔΔ 2/2011, σ.269 επ., και Γ.Δρόσου, Συνταγματικός λόγος και οικονομική κρίση, ΕφημΔΔ 6/2011, σ. 764 επ.

 

 

 

[21] Βλ. Ν.Αλιβιζάτου, Ποια δημοκρατία …, ό.π., σ. 81 επ.

 

 

 

[22] Βλ. Γ.Δρόσου, Συνταγματικός λόγος…, ό.π., σ. 770 επ.

 

 

 

[23] Βλ. συναφώς, Α.Καϊδατζή, «Μεγάλη πολιτική» και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Συνταγματικά ζητήματα και ζητήματα συνταγματικότητας στο «Μνημόνιο», ΤοΣ 1/2012, σ. 283 επ.

 

 

 

[24] Βλ. τις ενδιαφέρουσες σκέψεις του Γ.Σωτηρέλη, Σύνταγμα και πολιτική υπό το φως των νέων δεδομένων: Τα διακυβεύματα, οι δυνατότητες, τα όρια, www.constitutionalism.gr (ανάρτηση 22.5.2011).

 

 

 

[25] Βλ. Γ.Δρόσου, Συνταγματικός λόγος.., ό.π., σ.774 επ.