Tο αξιοκρατικό ιδεώδες γνωρίζει τις τελευταίες δεκαετίες μια συστηματική αμφισβήτηση που αντανακλά ένα συνολικότερο πρόβλημα νομιμοποίησης του συστήματος κατανομής των θέσεων και των πόρων στις σύγχρονες δημοκρατίες. Στην πραγματικότητα, όσο αποκλείονται μεγάλες μάζες του πληθυσμού από τα αγαθά της εκπαίδευσης, της πρόνοιας, της απασχόλησης και των θέσεων ευθύνης, τόσο περισσότερο διαψεύδεται η «δημοκρατική υπόσχεση» της αξιοκρατίας για κοινωνική ανέλιξη και κινητικότητα.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Ντ. Τραμπ δεν δίσταζε να αυτοπαρουσιαστεί το 2016 ως ο «υποψήφιος πρόεδρος ενάντια στην αξιοκρατία», που ανταμείβει τους ανθρώπους αποκλειστικά βάσει των ικανοτήτων και των πτυχίων τους, συνθλίβοντας όσους δεν έχουν τα «προσόντα» να επιβιώσουν στον ανελέητο ανταγωνισμό. Αυτή τη δυσανεξία έναντι των «άξιων» ελίτ, που συμβόλιζαν τα στεγανά στην εκπαίδευση, την αγορά εργασίας και τη διοικητική λειτουργία, προσπαθούσε να διασκεδάσει και ο Μπ. Ομπάμα στην πρώτη του προεκλογική καμπάνια, όταν τόνιζε την αυξημένη ευθύνη των «άξιων» και «επιτυχημένων» να νοιαστούν για τους λιγότερο ευνοημένους συμπολίτες τους.
Στη χώρα μας, αντιθέτως, εκδηλώνεται, στην κορύφωση της πανδημικής κρίσης, μια τάση επιστροφής στο κλασικό αξιοκρατικό ιδεώδες, με το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών για την αλλαγή του «νόμου Πεπονή» να προβάλλεται ως μια ιστορική μεταρρύθμιση που αποκαθιστά την «αξιοκρατία» και τις «ίσες ευκαιρίες» στις προσλήψεις του Δημοσίου. Πρόκειται για πρωτοβουλία με σημαίνουσες ιδεολογικές-αξιακές προεκτάσεις, που είναι σκόπιμο να αναδειχθούν στον δημόσιο διάλογο, καθόσον απηχούν διακριτές αντιλήψεις περί αξιοκρατίας και εμπνέουν διαφορετικές τοποθετήσεις «επί της αρχής» του νομοσχεδίου.
Στο ιδεώδες της αρχαιότητας, «αξιοκρατία» είναι η λειτουργία της πολιτείας να τοποθετεί κατάλληλα τους πολίτες, προκειμένου ο καθένας να επιτελεί το δικό του έργο σε ένα λειτουργικό σύνολο. Στη φιλελεύθερη αντίληψη, η «αξιοκρατία» υποδηλώνει τη διαφορετική ανταμοιβή των ανθρώπων ανάλογα με τα χαρίσματά τους.
Στο πρώιμο δημοκρατικό ιδεώδες, οι δημόσιες θέσεις επιφυλάσσονται σε όσους διακρίνονται σε συνθήκες ίσων ευκαιριών για το ταλέντο και την προσπάθειά τους. Στη βιομηχανική εποχή, τέλος, η «αξιοκρατία» παραπέμπει στη διάγνωση της «καταλληλότητας», δηλαδή τη συσχέτιση των προσωπικών ικανοτήτων με τα καθήκοντα μιας θέσης, ενώ «άξιος» θεωρείται εκείνος που συμβάλλει περισσότερο στην καλή λειτουργία μιας οργάνωσης.
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι το αξιοκρατικό ιδεώδες υπόκειται σε πολλαπλές ιδεολογικο-πολιτικές αναγνώσεις. Αλλιώς το αντιλαμβάνονται οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και αλλιώς η σύγχρονη προοδευτική σκέψη. Για τον νεοφιλελευθερισμό, η «αξιοκρατική αρχή» εξαντλείται στην ανταμοιβή της επίδοσης ή της αριστείας, παραβλέποντας ή θεωρώντας φυσικές τις ανισότητες που επιδρούν στην «αξία» του καθενός.
Οι σύγχρονες εξελίξεις μάς καλούν, αντιθέτως, να επαναπροσδιορίσουμε την αξιοκρατία όχι μονοσήμαντα ως δικαιολογημένη μορφή ανισότητας, αλλά και ως θεμέλιο μιας δικαιότερης κατανομής των θέσεων. Αυτή η «δίκαιη» ή «αλληλέγγυα αξιοκρατία» δεν εξαντλείται στις τυπικά «ίσες ευκαιρίες», αλλά εμπλουτίζεται με τις θετικές δράσεις της πολιτείας που ισοσκελίζουν την υστέρηση όσων εμποδίζονται από φυσικά ή κοινωνικά αίτια να συμμετέχουν ισότιμα στον ανταγωνισμό. Αποδίδει έμφαση στα «θετικά κοινωνικά μέτρα» (υποτροφίες, πρόσθετη στήριξη) που επιτρέπουν στους «άξιους» υποψηφίους να ξεπεράσουν τα μειονεκτήματα της καταγωγής τους, ενώ επιβάλλει και την απευθείας επιλογή όσων (ευάλωτες ομάδες) δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να αποδείξουν τις ικανότητές τους.
Ενα δίκαιο αξιοκρατικό σύστημα επιλογής αξιοποιεί κάθε δυνατή τεχνική της οργανωσιακής ψυχολογίας ή της διοικητικής επιστήμης, προκειμένου να διαγνώσει τις πολύμορφες ικανότητες των υποψηφίων και να κατανείμει ορθολογικά τα καθήκοντά τους. Στο σύστημα αυτό, τα κριτήρια της «αξίας» υπερβαίνουν το ανταγωνιστικό πρότυπο της αγοράς και ανταμείβουν εξίσου τις «κοινωνικές ικανότητες» των υποψηφίων, όπως η συνεργατικότητα, η προσαρμοστικότητα ή η καταλληλότητά τους να προασπίζουν το δημόσιο συμφέρον.
Μια ατομικιστική έννοια όπως η «προσωπική αξία» εμβολιάζεται από τις διανεμητικές αξίες της αλληλεξάρτησης και της αμοιβαιότητας, ενώ η «αξιοκρατία», εκτός από την εύνοια στους ταλαντούχους, επεκτείνεται και στις «εγγυήσεις σταδιοδρομίας» όσων διαθέτουν λιγότερους πόρους στην κοινωνία. Οι αντιλήψεις της επιβράβευσης του ταλέντου και της αριστείας συνδυάζονται έτσι με τις εξισωτικές πολιτικές των «ελάχιστα εγγυημένων ικανοτήτων», που μεριμνούν για τους αδύναμους κρίκους της «πάλης των θέσεων», ιδίως σε περιόδους έντονης κοινωνικής διακινδύνευσης όπως σήμερα.
Είναι σαφές ότι η επιδίωξη της αξιοκρατίας αφήνει τον δρόμο ανοιχτό σε εναλλακτικές και συχνά αντικρουόμενες επιλογές στο επίπεδο των δημόσιων πολιτικών για τις προσλήψεις. Το ποια αντίληψη περί αξιοκρατίας υπηρετεί η προτεινόμενη μεταρρύθμιση θα εξεταστεί στο επόμενο σημείωμά μας. Εν τω μεταξύ, ας διατυπώσουμε την ευχή να μην υποτιμηθεί στην εν εξελίξει διαβούλευση το αξιακό και ιδεολογικό πρόσημο των αλλαγών χάριν μιας τεχνικής – αφυδατωμένης ή μιας συγκυριακής – μικροπολιτικής προσέγγισής τους από τις κοινοβουλευτικές δυνάμεις και τους κοινωνικο-επιστημονικούς φορείς της χώρας.
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών