Α. Μεταξάς, Ι. Pernice, Η Ευρώπη σε κρίση. Ανάμεσα σε Δίκαιο και Πολιτική, Εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2015

Βιβλιοπαρουσίαση: Γιώργος Χ. Σωτηρέλης, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τα δύο κείμενα του μικρού τόμου «Η Ευρώπη σε κρίση», από κοινού θεώμενα, συνιστούν, έναν ιδιότυπο και εξαιρετικά ενδιαφέροντα διάλογο για τα κρίσιμα συνταγματικά –αλλά και ευρύτερα θεσμικά– προβλήματα που ταλανίζουν αυτήν την στιγμή τόσο τα εθνικά κράτη όσο και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Που έγκειται όμως το ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτού του διαλόγου;

Πρώτα από όλα, βέβαια, στο ίδιο του το περιεχόμενο, όπως το προσδιορίσαμε προηγουμένως. Πέρα από αυτό, όμως, αξιοσημείωτοι είναι και οι πολλαπλοί συμβολισμοί που υποκρύπτονται στην ιδιότυπη «συνάντηση» των δύο συγγραφέων αυτού του βιβλίου.

Από τη μία ένας νέος και πολλά υποσχόμενος επιστήμονας μιας μικρής χώρας, με τεράστια ιστορική κληρονομιά και συνεισφορά αλλά και με αβέβαιο θεσμικό και οικονομικό παρόν και με ακόμη αβεβαιότερο ευρωπαϊκό μέλλον. Από την άλλη ένας καταξιωμένος επιστήμονας μιας μεγάλης χώρας, με επίσης σπουδαία πλην αντιφατική και εν μέρει προβληματική ιστορική κληρονομιά, με αξιοθαύμαστη προσήλωση στους στόχους της και με αξιοσημείωτες οικονομικές επιδόσεις, που της επιτρέπουν να ασκεί μια de facto ηγεμονία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να έχει αναλάβει το ιστορικό βάρος των θεσμικών και οικονομικών πρωτοβουλιών που είναι πλέον επιτακτικές για την προώθηση του ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος.

Τι έχουμε δει έως τώρα σε παρόμοιες τέτοιες «συναντήσεις»; Κατά κανόνα παράλληλους μονολόγους, με ορισμένους Έλληνες επιστήμονες του ευρωπαϊκού και του συνταγματικού δικαίου να επιδίδονται σε έναν απλουστευτικό και σχηματικό καταγγελτικό λόγο, με έντονα τα στοιχεία του θεσμικού λαϊκισμού, και με κάποιους Γερμανούς συναδέλφους τους να «απαντούν» με έναν αφ’υψηλού και απαξιωτικό λόγο και με έκδηλα τα στοιχεία της θεσμικής, πολιτικής και οικονομικής υπεροψίας.

Ακριβώς στο σημείο αυτό εντοπίζεται η μεγάλη συνεισφορά αυτού του «μικρού» βιβλίου. Στο ότι, δηλαδή, δίνει το υπόδειγμα ενός εντελώς διαφορετικού διαλόγου, που τον χαρακτηρίζει η ψύχραιμη θεσμική ματιά, η αποστασιοποίηση από την περιρρέουσα πολιτική ατμόσφαιρα και η εποικοδομητική διάθεση τόσο στην περιγραφή του παρόντος όσο και στην αναζήτηση του κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος.

Αυτό δηλαδή που προεχόντως χαρακτηρίζει την προσέγγιση των δύο συγγραφέων είναι, σε τελευταία ανάλυση, το ότι εκκινούν από την ίδια αφετηρία: από τις θεμελιώδεις παραδοχές του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, ο οποίος είναι πλέον μια αυτοτελής οντότητα, με μακρά και σπουδαία παράδοση συνθέσεων και συγκλίσεων, και άρα υπερβαίνει κατά πολύ κάθε στενά εγωϊστική ή και ιδιοκτησιακή εθνική θεώρηση.

Σε ένα τέτοιο λοιπόν πλαίσιο, που είναι το απαραίτητο ζητούμενο ενός νηφάλιου και εποικοδομητικού διαλόγου στην ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, οι δύο συγγραφείς αναπτύσσουν συνοπτικά τις απόψεις τους για το συνταγματικό μέλλον τόσο των εθνικών κρατών όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θέτουν επί τάπητος τις επί μέρους θέσεις και προτάσεις τους. Πρόκειται για θέσεις και προτάσεις οι οποίες ναι μεν δεν ταυτίζονται, καθώς εκκινούν από διαφορετικά θεσμικά βιώματα, που συνεπάγονται εξ ορισμού διαφορετική ιεράρχηση των προβλημάτων και των προτεραιοτήτων, πλην όμως διέπονται από τις ίδιες θεμελιακές ευρωπαϊκές αξίες και διαπερνώνται από την ίδια αγωνία για το κοινό ευρωπαϊκό μας μέλλον. Ειδικότερα:

Α. Η οπτική γωνία του Έλληνα επιστήμονα, του καλού συναδέλφου Αντώνη Μεταξά, είναι προεχόντως μια κριτική ματιά, για όσα συνέβησαν στη χώρα, σε θεσμικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια, με εμφανή την αγωνία του να μην αποτελέσει η κρίση την αφορμή για μια παράκαμψη των βασικών συνταγματικών μας αρχών, διότι αυτό θα σήμαινε αυτόματα ευθεία υπονόμευση των ίδιων των αρχών του ευρωπαϊκού συνταγματισμού και άρα κατ’επέκτασιν του ίδιου του ευρωπαϊκού θεσμικού οικοδομήματος.

Επιχειρώντας μια συνοπτική –και κατ’ανάγκην ελλειπτική και σχηματική– παρουσίαση των θέσεών του, θα έλεγα, με ελεύθερη απόδοση, ότι το κρισιμότερο ζήτημα που θέτει είναι το ζήτημα της πολιτικής αυτονομίας του εθνικού κράτους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό πάντως δεν σημαίνει μια γενική και αόριστη επίκληση της εθνικής κυριαρχίας, διότι ο συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση των περιορισμών που συνεπάγεται για την εν λόγω κυριαρχία η ένταξη τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, γενικά, όσο και –ιδίως– στην Ευρωζώνη. Σημαίνει όμως ότι το εθνικό κράτος και συγκεκριμένα το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται, λόγω της κρίσης, σαν κράτος παρίας, που θα είναι έρμαιο στις διαθέσεις των δανειστών του, ερήμην των συνταγματικών εγγυήσεων που εξακολουθούν τυπικά να διασφαλίζουν κρίσιμους τομείς της κυριαρχίας του και κατ’επέκτασιν της πολιτικής αυτονομίας του. Πολλώ δε μάλλον, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω, όταν το όλο πρόβλημα διαχειρίζεται η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία οφείλει να αποτελεί τον θεματοφύλακα του Ευρωπαϊκού Νομικού Πολιτισμού, που ερείδεται στην δημοκρατία, την ελευθερία και την κοινωνική συνοχή, δηλαδή στα στοιχεία εκείνα που άνθισαν κατ’εξοχήν στο θερμοκήπιο της κυριαρχίας και της πολιτικής αυτονομίας του εθνικού κράτους και σήμερα αμφισβητούνται από τον φονταμενταλισμό των αγορών.

Στο σημείο βέβαια αυτό θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς: πως είναι δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο, όταν η ίδια άνοιξε ελαφρά τη καρδία την κερκόπορτα στο Διεθνές Νομισματικό Πεδίο, δηλαδή στον φορέα που προωθεί σε κάθε περίπτωση την διαβόητη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», δηλαδή το ευαγγέλιο του νεοφιλελευθερισμού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Πρόκειται ασφαλώς για μια σοβαρή αντίφαση, η οποία δυστυχώς τείνει να μετατραπεί σε γόρδιο δεσμό, οδηγώντας κάποιες αδύναμες οικονομικά χώρες σε ρόλο «πειραματόζωου», για την επιβολή μιας ανταγωνιστικότητας χωρίς εγγυήσεις, αρχές και δικαιώματα.

Ωστόσο, πέρα από το ότι η ελληνική ιστορία δείχνει πως επιλύονται οι γόρδιοι δεσμοί, τω γε νυν έχον το μόνο αντίβαρο είναι οι συνταγματικοί θεσμοί, τόσο του εθνικού κράτους όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή άλλωστε είναι και η σαφής θέση του συγγραφέα. Απέναντι στο καταθλιπτικό «δίκαιο της ανάγκης» και στον θεσμικό ραγιαδισμό, που υποτάσσει την πολιτική στην αδήριτη οικονομική αναγκαιότητα, θα αντιτάξει με έμφαση –χωρίς όμως κραυγές και λεονταρισμούς– τον κατεξοχήν εγγυητικό χαρακτήρα του ευρωπαϊκού συνταγματισμού, τον οποίο ιδίως ανέδειξε στη χώρα μας, σε άλλες εποχές και με άλλες διακινδυνεύσεις, ο αείμνηστος Αριστόβουλος Μάνεσης. Αυτό θα τον οδηγήσει στην καταγγελία μιας υποδόριας και επαναλαμβανόμενης σε μικρές δόσεις αλλοίωσης του Συντάγματος, που οδηγεί, όπως έχω υποστηρίξει παλαιότερα, σε έναν οιονεί «συνταγματικό μιθριδατισμό». Ωστόσο, και αυτό είναι το κρίσιμο, η καταγγελία αυτή δεν σημαίνει και ταυτόχρονη προσχώρηση στον «συνταγματικό λαϊκισμό», ο οποίος κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια στον επιστημονικό λόγο που εκφέρεται στα ΜΜΕ και ιδίως στις πρωϊνές τους εκπομπές. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο λόγος του Αντώνη Μεταξά είναι μεν αυστηρός και εμφανώς επικριτικός όταν αναφέρεται στην αξίωση πολλών πλευρών –έξω από την χώρα αλλά και μέσα σε αυτήν– να αχρηστευθούν πλείστες όσες δημοκρατικές, κοινωνικές και δικαιοκρατικές εγγυήσεις της συνταγματικής μας τάξης στο όνομα μιας ιδιότυπης «κατάστασης ανάγκης», πλην όμως δεν καταφεύγει σε καμία περίπτωση στον εύκολο καταγγελτικό λόγο, που χαρακτηρίζει αντισυνταγματικό οτιδήποτε είναι πολιτικά μη αρεστό. Επιτρέψτε μου δε να επισημάνω ότι αυτή ακριβώς είναι η ενδεδειγμένη στάση για την υπεράσπιση του Συντάγματος, καθώς ο ευχάριστος στα αυτιά συνταγματικός λαϊκισμός στην πραγματικότητα υπονομεύει πλήρως τον εγγυητικό του χαρακτήρα, δημιουργώντας στους πολίτες την πεποίθηση ότι όλες οι διατάξεις του είναι λίγο πολύ διάτρητες και άρα μια παραβίαση πάνω μια κάτω δεν έχει δα και μεγάλη σημασία…

Το πρόβλημα της πολιτικής αυτονομίας, πάντως, ο συγγραφέας δεν το εστιάζει μόνο στο πεδίο του εθνικού κράτους. Παράλληλα αφιερώνει αρκετές και ιδιαίτερα πυκνές νοηματικά σκέψεις και για την ανάδειξη των κρίσιμων θεσμικών εξελίξεων που στοιχειοθετούν, με βάση την εμπεριστατωμένη ανάλυσή του, την διακύβευση της πολιτικής αυτονομίας και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή, όπως επισημαίνεται εύστοχα, αντί να αναδειχθεί σε υπερεθνικό προπύργιο της πολιτικής απέναντι στους διαβρωτικούς ανέμους της παγκοσμιοποίησης, ρέπει διαρκώς προς ένα ρόλο υποχειρίου των διεθνών αγορών –εξ ού και η προσχώρηση στην προαναφερθείσα «συναίνεση της Ουάσιγκτον», συμπληρώνω εγώ– με αποτέλεσμα:

Πρώτον, να υποτάσσει την πολιτική σε μια οιονεί διεκπεραιωτική –ως προς τις αγορές– λογική, υπονομεύοντας την αναγκαία πρωτοκαθεδρία της και σε τελευταία ανάλυση την δημοκρατική της ταυτότητα και

Δεύτερον, να κλείνει τα μάτια μπροστά στην συρρίκνωση κρίσιμων ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, με αποτέλεσμα να αρνείται την ίδια την δικαιοκρατική και κοινωνική της ταυτότητα.

Εν κατακλείδι, κατά τον συγγραφέα, όλα αυτά συνιστούν μια εξόχως αρνητική εξέλιξη, δεδομένου ότι με την υπονόμευση της πολιτικής αυτονομίας και την συρρίκνωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων ανακόπτεται η –δύσβατη ούτως ή άλλως– πορεία προς την συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πλήττεται βάναυσα όχι μόνον ο πολιτικός και ο αξιακός πυρήνας του ευρωπαϊκού συνταγματισμού αλλά, σε τελευταία ανάλυση, και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ταυτότητα.

 

Β. Ο εθνικός και ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσης και του δεύτερου συγγραφέα αυτού του βιβλίου, του Ingolf Pernice, ενός εξαιρετικού καθηγητή τόσο του γερμανικού όσο και του ευρωπαϊκού δημοσίου δικαίου. Η ανάλυσή του ναι μεν εκκινεί από μια σαφώς φιλελληνική στάση, με εκτεταμένες αναφορές στην συμβολή του ελληνικού στον ευρωπαϊκό πολιτικό και νομικό πολιτισμό, πλην όμως είναι μετρημένη και ακριβοδίκαιη. Κατανοεί την στάση, τις αντιδράσεις και τις πικρίες της δικής μας πλευράς αλλά επισημαίνει και την αντίδραση των ευρωπαίων και δη των γερμανών φορολογουμένων να πληρώνουν το κόστος που οφείλεται σε εγγενείς θεσμικές αδυναμίες και παραλείψεις, που έχουν να κάνουν με την ιδιότυπη δομή του ελληνικού κράτους και την κακοδαιμονία του πολιτικού μας συστήματος. Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας θέτει επί τάπητος, ακροθιγώς πάντως και με ιδιαίτερη προσοχή, ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα, που βρίσκεται στο επίκεντρο του ελληνικού δράματος. Μπορεί η έξοδος από την κρίση να είναι απλώς αντανακλαστική, δηλαδή αποτέλεσμα γενικότερων μέτρων που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ή προϋποθέτει συγκεκριμένες και επίπονες προσπάθειες υπέρβασης των ουκ ολίγων προβληματικών μας ιδιαιτεροτήτων; Η απάντηση του συγγραφέα, έστω και διατυπωμένη με πολύ τακτ, είναι σαφώς υπέρ της δεύτερης εκδοχής, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, υπέρ της αλλαγής παραδείγματος στην Ελλάδα, η οποία πράγματι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μονόδρομος για όσους προσβλέπουν όχι σε ημίμετρα αλλά σε μια μακρόπνοη και βιώσιμη λύση.

Ωστόσο, το κέντρο βάρος της ανάλυσής του δεν είναι η Ελλάδα αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά ότι η κρίση προεχόντως δεν αφορά απλώς μια sui generis ελληνική εξαίρεση ή έστω κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις απείθαρχων οικονομικά ευρωπαϊκών χωρών αλλά την ίδια τη δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, όπως λέει χαρακτηριστικά, «δεν πρέπει να είναι μόνο για τα εύκολα».

Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της κρίσης, κατά τον συγγραφέα, είναι ότι ανέδειξε ταυτόχρονα, με εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο, και τα εγγενή προβλήματα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο στο επίπεδο των πολλαπλών ελλειμμάτων της –δημοκρατικού, κοινωνικού και δικαιοκρατικού χαρακτήρα– όσο και στο επίπεδο της εξ αρχής προβληματικής δημιουργίας της Ευρωζώνης, που εγκαθίδρυσε κοινό νόμισμα χωρίς τους αντίστοιχους θεσμικούς μηχανισμούς που θα προωθούσαν, ως απαραίτητο συμπλήρωμα, μια πολύπλευρη οικονομική ενοποίηση.

Η θέση του στο σημείο αυτό είναι ξεκάθαρη. Απαιτείται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο των λαών της Ευρώπης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνεπάγεται γενναίες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου αυτή να ανταποκριθεί πράγματι στον ρόλο μιας υπερεθνικής δημοκρατίας που θα αποβλέπει στην διασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας για όλους τους πολίτες των χωρών μελών της. Οι αλλαγές αυτές πρέπει πρωταρχικά να αντιμετωπίσουν την εμφανή ασυμμετρία μεταξύ νομισματικής και οικονομικής ένωσης –που την αποδίδει γλαφυρά σε «θεσμική λιποψυχία»– ώστε να προχωρήσει όσο το δυνατόν περισσότερο η κοινοτικοποίηση της οικονομικής και φορολογικής πολιτικής, με ταυτόχρονη πρόβλεψη μιας αυτόνομης φορολογικής αρμοδιότητας της ΕΕ. Παράλληλα, όμως, ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση και στην υπέρβαση του δημοκρατικού ελλείμματος, το οποίο το εντοπίζει όχι μόνον στην ίδια την ΕΕ αλλά και στο εσωτερικό των εθνικών κρατών, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση, σε αμφότερα τα επίπεδα, της εκτελεστικής εξουσίας. Οι σχετικές προτάσεις του αποβλέπουν ιδίως στην ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και γενικότερα στην ενδυνάμωση της δημοκρατικής νομιμοποίησης, μέσω της οργάνωσης συμμετοχικών διαδικασιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που θα αναδεικνύουν τον ρόλο των ευρωπαϊκών κομμάτων για την ανάδειξη κρίσιμων ευρωπαϊκών οργάνων, όπως θα ήταν ένας κοινός Πρόεδρος που θα προερχόταν από συγχώνευση των αξιωμάτων του Προέδρου της Επιτροπής και του Προέδρου του Συμβουλίου. Παράλληλα, δε, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον διακοινοβουλευτικό διάλογο, ως μια ακόμη μορφή επίρρωσης του δημοκρατικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Χωρίς αυτές τις μεταρρυθμίσεις, όπως τις εξειδικεύει με πειστικότητα, ο συγγραφέας κρίνει ότι ούτε η Ευρωζώνη αλλά ούτε, κατ’επέκτασιν, και η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορέσουν να υπερβούν την σημερινή τελμάτωση και δυσπραγία, που έχει εξασθενήσει σημαντικά τον ρόλο της Ευρώπης τόσο στον διεθνή καταμερισμό όσο και, γενικότερα, στις διεθνείς εξελίξεις.

Όλα αυτά, βέβαια, εξετάζονται υπό ένα διπλό πρίσμα: του εθνικού και του ευρωπαϊκού συνταγματισμού. Ως προς τον δεύτερο, είναι φανερό ότι ο συγγραφέας εντάσσει τις προτάσεις του σε μια σταδιακή εξελικτική πορεία, στο πλαίσιο της κοινοτικής μεθόδου, και όχι στην προοπτική ενός ριζικού αναπροσανατολισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι θα λέγαμε η πλέον ρεαλιστική επιλογή, με βάση τα σημερινά δεδομένα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην όμως είναι αμφίβολο, κατά την άποψή μου, αν μπορεί να ευρεθεί πραγματική διέξοδος χωρίς μια αποφασιστική αλλαγή παραδείγματος και ως προς την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κι αυτό θα σήμαινε, ιδίως, την αποφασιστική στροφή προς μια, sui generis έστω, ομοσπονδοποίηση, όχι μόνον για την διασφάλιση της ειρήνης και της ευημερίας –στην οποία περιορίζεται ο συγγραφέας– αλλά και για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή του αχαλίνωτου καπιταλισμού και του φονταμενταλισμού των αγορών.

Πέρα όμως από τους προβληματισμούς σε σχέση με τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό, ο συγγραφέας δεν αγνοεί και την παράμετρο του εθνικού συνταγματισμού, θέτοντας ως κρίσιμη παράμετρο, για όλες τις αλλαγές που προτείνει, την τήρηση του Γερμανικού Συντάγματος, όπως αυτή οριοθετείται από τον άγρυπνο θεματοφύλακά του, το Συνταγματικό Δικαστήριο.

Η θέση αυτή, βέβαια, είναι θεσμικά ορθή και απολύτως αναμενόμενη από έναν γερμανό επιστήμονα του δημοσίου δικαίου. Πράγματι, εφ’όσον έως τώρα δεν έχουν υιοθετηθεί από τα ευρωπαϊκά κράτη ρηξικέλευθες λύσεις ως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, είναι εύλογο να υπάρχει μια διαρκής διελκυστίνδα μεταξύ της εθνικής και της ευρωπαϊκής συνταγματικής τάξης, με τελικό κριτή αφ’ενός τα εθνικά και αφ’ετέρου τα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Ωστόσο, στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω μια σοβαρή αντίφαση που παρατηρείται γενικά στις σχετικές επιστημονικές αλλά και πολιτικές προσεγγίσεις από την γερμανική πλευρά και που χαρακτηρίζει, δυστυχώς, και τον πράγματι καλοπροαίρετο κατά τα άλλα, Ingolf Pernice. Ενώ θεωρούν απαρέγκλιτη προϋπόθεση, ως προς την θέσπιση νέων μηχανισμών για την αντιμετώπιση της κρίσης, την τήρηση του Γερμανικού Συντάγματος και τον σεβασμό των αποφάσεων του Συνταγματικού τους Δικαστηρίου, την ίδια στιγμή θεωρούν αυτονόητη την υποχρέωση της Ελλάδας να αποδέχεται άνευ ετέρου επιλογές της «Τρόϊκας» –και ήδη των «θεσμών»– εξαιρετικά αμφιλεγόμενες, ως προς το Σύνταγμά της, ενίοτε δε και ευθέως αντισυνταγματικές. Εμφανίζονται, δηλαδή, να χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά, ως προς την αξιολόγηση των συνταγματικών τάξεων των αδύναμων χωρών αλλά και ως προς τον ρόλο των δικαστηρίων τους, οι αποφάσεις των οποίων αμφισβητούνται έντονα κάθε φορά που αρνούνται να κρίνουν συνταγματικές τις εν λόγω επιλογές.

Έτσι όμως φαίνεται να αποδέχονται και αυτοί από τη μεριά τους σαν αναπόφευκτη την επιβολή του «δικαίου της ανάγκης», ενός δικαίου, δηλαδή, που γνωρίζουμε καλά που οδήγησε την Γερμανία του μεσοπολέμου…

 

Καταχώρηση: 09-10-2015     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ