Δεν είναι μόνο θέμα παράδοσης. Είναι και ζήτημα αρχής: στη σύγχρονη δημοκρατία, η δημόσια τηλεόραση είναι αναντικατάστατη. Διότι μόνον αυτή μπορεί να μεταδίδει προγράμματα χωρίς να αποβλέπει πρωτίστως στον εντυπωσιασμό και το κέρδος, αλλά σε ευγενέστερους σκοπούς: την καλλιέργεια πέρα από την ψυχαγωγία, τη μόρφωση πέρα από την ενημέρωση.
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι, στον «αιώνα της ιδιωτικοποίησης» και της ανταγωνιστικότητας, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή χώρα χωρίς δημόσια τηλεόραση. Ακόμη και στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου δεν επιτρέπεται στο κράτος να εκπέμπει με δικούς του σταθμούς, ένα εκτεταμένο δίκτυο μη κερδοσκοπικών ραδιοτηλεοπτικών φορέων λειτουργεί ένα «κοινωφελές» κανάλι εθνικής εμβέλειας, το PBS, ως αμερικανική εκδοχή του BBC και των άλλων μεγάλων δημόσιων τηλεοράσεων της Ευρώπης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, πάντως, διαδόθηκε και στην Ευρώπη η ιδιωτική τηλεόραση.
Απόρροια της τεχνολογικής εξέλιξης και της κατάργησης των συνόρων, η διάδοση αυτή ήταν καθολική, αν και με διαφορές από χώρα σε χώρα. Το φαινόμενο γενικεύτηκε, καθώς, με την πτώση του κομμουνισμού, εξέλιπαν και οι λόγοι εθνικής ασφάλειας που εξηγούσαν ως τότε το κρατικό μονοπώλιο.
Παντού, η διείσδυση της ιδιωτικής τηλεόρασης ήταν μεγάλη. Πουθενά εν τούτοις δεν ήταν τόσο πλατιά όσο στην Ελλάδα. Αρκεί να θυμίσει κανείς ότι υπήρξαν στιγμές που η τηλεθέαση όλων μαζί των ιδιωτικών καναλιών ξεπερνούσε το 90%, με τα 3 εθνικά κανάλια της ΕΡΤ να περιορίζονται σε κάτω από 10%.
Η πρωτοφανής αυτή κατάρρευση δεν οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στις μαγικές ικανότητες των ιδιωτικών καναλιών, αλλά στην απώλεια της αξιοπιστίας της ΕΡΤ. Η τελευταία, στη δεκαετία του 1980, είχε καταντήσει άθυρμα των εκάστοτε κυβερνώντων, με το ΠΑΣΟΚ να σέρνει τον χορό της κομματικής χειραγώγησης.
Τα κυβερνώντα κόμματα, με άλλα λόγια, τη θεωρούσαν ως οιονεί ιδιωτική τους περιουσία και τη διαχειρίζονταν κατά το δοκούν, χωρίς σχέδιο και χωρίς λογοδοσία. Το θέμα, με άλλα λόγια, ήταν πρωτίστως δομικό και ξεπερνούσε τα πρόσωπα. Η αδιαμφισβήτητη εντιμότητα και ο επαγγελματισμός ορισμένων χάνονταν στον ωκεανό των σκανδάλων και της ανυποληψίας.
Δικαιολογούνταν, κατόπιν αυτού, το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» της περασμένης Τρίτης; Ακόμη και αν η οδός που ακολουθήθηκε ήταν νομικά άψογη -πράγμα μάλλον αμφίβολο- η απάντηση είναι κατά τη γνώμη μου όχι.
Διότι το κλείσιμο, έστω και προσωρινό, της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είναι μια κίνηση που υπερβαίνει κατά πολύ την κατάργηση του συγκεκριμένου φορέα της. Ισοδυναμεί με επίσημη ομολογία αποτυχίας του ίδιου του κράτους σε ένα πεδίο στο οποίο, πέρα από τους νόμους και το Σύνταγμα, η δημοκρατία του αναθέτει μιαν ιδιαίτερη αποστολή: ένα minimum ενημέρωσης και ψυχαγωγίας, μόρφωσης και καλλιέργειας το οποίο, και να το ήθελε, η ιδιωτική τηλεόραση δεν θα μπορούσε να το προσφέρει, με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια που επιβάλλεται.
Θέλω συνεπώς να πιστεύω ότι, μετά από ωριμότερη σκέψη, οι αρμόδιοι θα αντιληφθούν ότι η διαρκώς αναβαλλόμενη απαλλαγή της ΕΡΤ από τις αγκυλώσεις της ανυποληψίας, του κομματισμού και της αδιαφάνειας δεν περνά υποχρεωτικά από τις μαύρες οθόνες.
Και ότι, αφού εξηγήσουν στους πολίτες ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα και τι πρέπει να γίνει, θα προχωρήσουν με σύνεση και αποφασιστικότητα στην αναγκαία αναδιάρθρωση.