Εξισορρόπηση του συστήματος διακυβέρνησης και αναθεωρητική πρωτοβουλία

Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου (Paris X), Μέλος του ΑΣΕΠ

Η ομολογημένη σύνδεση της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας με την υπέρβαση των παθογενειών που χαρακτηρίζουν το σύστημα διακυβέρνησης στη χώρα μας εκβάλλει εξ αντικειμένου στην αιτιακή συσχέτιση των συνταγματικών θεσμών με τις συνθήκες της γέννησης αλλά και της υπέρβασης της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε σήμερα. Η προβληματική για μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική που θα εγκαθιδρύει ένα πιο ισορροπημένο σύστημα διακυβέρνησης, ως εργαλείο για τη συνολική ανάκαμψη της χώρας, καθιστά εκ νέου επίκαιρες τις υπόρρητες ή εκπεφρασμένες αντιλήψεις ή θεωρίες για την εξισορρόπηση του πολιτεύματος που γεννήθηκαν στον 18ο αιώνα. Συγκροτείται έτσι ένα νέο αντικείμενο μελέτης, που έγκειται στην επικαιροποιημένη πρόσληψη των θεσμικών αντιβάρων ως λύσης στα γενικευμένα αδιέξοδα ενός πολιτικού συστήματος σε βαθιά κρίση τόσο νομιμοποίησης όσο και αποτελεσματικής λειτουργίας σε συνθήκες κρίσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση που θα ακολουθήσει εστιάζεται σε τρία κυρίως ζητήματα:

Πρώτον, πώς οι γνωστές θεωρίες του πρώιμου συνταγματισμού για τα checks and balances εντάσσονται στην τρέχουσα προβληματική για την αναθεώρηση του Συντάγματός μας.

Δεύτερον, πώς η ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη κατά την μεταπολιτευτική περίοδο έχει υποδεχθεί αυτές τις αντιλήψεις περί αντιβάρων.

Τρίτον, πώς οι εν λόγω αντιλήψεις κρύβονται πίσω από μια σειρά προτάσεων αναθεωρητικής πολιτικής που έχουν κατατεθεί στο δημόσιο διάλογο από εκπροσώπους κυρίως του επιστημονικού κόσμου, με “πολιτικές” πάντως ανησυχίες, είτε φιλελεύθερες είτε αριστερόστροφες.

Τέλος, θα υπαινιχθώ ότι υπό συνθήκες εντυπωσιακής  σύγκλισης στους κόλπους της θεωρίας για την εισαγωγή αντιβάρων στη λειτουργία των θεσμών μας, φαντάζει αδικαιολόγητη τόσο η αρνητική τοποθέτηση απέναντι στην εξαγγελθείσα αναθεώρηση όσο και η μινιμαλιστική εκδοχή της, με τη διατύπωση μιας λιτής πρότασης ελαχίστων αλλαγών μόνο για “τα στοιχειώδη”. Αντιθέτως, ο αναθεωρητικός κοινός τόπος δείχνει πια τόσο ώριμος και τόσο μεγάλος, που υποδεικνύει το μέτρο της ευθύνης της επιστημονικής κοινότητας έναντι των κομμάτων, καθώς και το πλαίσιο όπου αυτή οφείλει να κινηθεί, προκειμένου να λειτουργήσει ως καταλύτης της αναθεωρητικής πολιτικής συναίνεσης για την επανεκκίνηση των θεσμών μας.

 

Α. Φταίει το Σύνταγμα για την κρίση;

Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση (εφεξής σ.α.) στην παρούσα συγκυρία συνάπτεται συστηματικά με μια απόπειρα αποτίμησης της επιτυχημένης ή μη λειτουργίας του ισχύοντος Συντάγματος στις δεδομένες συνθήκες κρίσης. Έτσι, η σχετική προβληματική ανάγεται συνήθως σε μία αφετηριακή διάγνωση που συνδέει με λογικό ή αιτιακό τρόπο τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών αφενός με τη δημιουργία και αφετέρου με την υπέρβαση της κρίσης.

Ως προς το πρώτο ερώτημα, εάν δηλαδή φταίει το Σύνταγμα για την κρίση, η επιστημονική κοινότητα των συνταγματολόγων ή των πολιτειολόγων έχει αντιδράσει με μια μεγάλη ποικιλία απόψεων, συχνά αντιφατικών και αλληλοαναιρούμενων. Η στάση αυτή αποτυπώνει και τη μεγάλη αμηχανία, την αμφιθυμία και συχνά τη σύγχυση που χαρακτηρίζει τους εκπροσώπους της συνταγματικής επιστήμης για το εάν και σε ποιο βαθμό η χρεοκοπία της χώρας μπορεί να καταλογιστεί στην αποτυχία του Συντάγματος, τη θεσμική μηχανική του (τα σχεδιαστικά του ελαττώματα) ή την κανονιστική του ανεπάρκεια. Δεν θα δυσκολευτεί κανείς να διακρίνει πληθώρα κειμένων όπου με απόσταση λίγων παραγράφων, το Σύνταγμα και φταίει και δεν φταίει για την κρίση… Αυτό εξηγείται και από έναν πρόσθετο λόγο: εάν όλοι συνέκλιναν στην εκτίμηση ότι το Σύνταγμα φταίει από λίγο έως καθόλου, θα αναιρούνταν εκ προοιμίου η ratio της σ.α. και συνακόλουθα η δυνατότητα παρέμβασής τους στο δημόσιο χώρο ως “τεχνολόγων της εξουσίας”…

Δε λείπουν βεβαίως και οι «καθαρές» περιπτώσεις όσων επιμένουν ότι «δεν φταίνε τα Συντάγματα (για τη δημοσιονομική κρίση), αλλά ο τρόπος που οι κοινωνίες προσλαμβάνουν τον εαυτό τους και τη θέση τους μέσα στην ιστορία» (Βενιζέλος) ή όσων που εκτιμούν πως «ούτε μια άριστη λειτουργία άριστων συνταγματικών θεσμών» (Δρόσος) δεν θα απέτρεπε την κρίση που οφείλεται σε ένα συνδυασμό ενδογενών και εξωγενών παραγόντων μη δυνάμενων να αναχθούν σε θεσμικά ή νομικά ζητήματα. Για μια εκδοχή μάλιστα αυτού του ρεύματος σκέψης, δεν νοείται “συνταγματική αποτυχία” ή “επιτυχία”, καθόσον τα Συντάγματα είναι το αντικειμενικοποιημένο προϊόν της εξέλιξης και του ιστορικά προσδιορισμένου συσχετισμού δυνάμεων που οδήγησε στη θέσπισή τους και όχι το εργαστηριακό προϊόν μιας διανοητικής τυπολογίας. Αυτή η απόπειρα να σχετικοποιηθεί ιστορικά η εργαλειακή ορθολογικότητα του συνταγματικού σχεδιασμού (Βενιζέλος) οδηγεί αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι κανένα Σύνταγμα δεν μπορεί εξ ορισμού να λύσει το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, της ανάπτυξης ή της λειτουργίας του Κράτους. Σ΄ αυτή τη λογική, ούτε καν η ρήτρα του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού δεν θα ήταν σε θέση να αποτρέψει την κρίση, αφού και οι συναφείς κανόνες του Μάαστριχτ περί ανώτατου θεμιτού ορίου χρέους απέτυχαν να λειτουργήσουν ανασχετικά…

Για μια συγγενή συνταγματολογική αντίληψη, τα αίτια της κατάρρευσης του πολιτικού μας συστήματος δεν πρέπει να αναζητώνται σε συνταγματικούς κανόνες ή θεσμικές δυσλειτουργίες, αλλά σε «πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές που διέβρωσαν τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος» (Σημίτης). Η τάση αυτή θεωρεί «κραυγαλέα άδικη και ανιστορική» την καταγγελία της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας «ως θερμοκηπίου της φαυλότητας και της διαφθοράς» και μεταθέτει την ευθύνη της χρεοκοπίας κυρίως στην απουσία ρυθμιστικών μηχανισμών της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, στην έλλειψη αξιόπιστων ελεγκτικών μηχανισμών στης Βρυξέλλες ή τις καταλυτικές συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης (Αλιβιζάτος). Έτσι, οι καταστρεπτικές συνέπειες της κρίσης καταλογίζονται πρωτίστως στις κρατούσες «πρακτικές και νοοτροπίες», ενώ οι θεσμοί έχουν μερίδιο ευθύνης μόνο στο μέτρο που δεν λειτούργησαν ως μηχανισμοί εξισορρόπησης των αυθαίρετων πρακτικών των κυβερνώντων, δηλαδή ως μέσα προειδοποίησης της κοινωνίας και των πολιτών για την επερχόμενη καταστροφή και ως εργαλεία πιθανής έγκαιρης αντιστροφής της διαγνωσμένης τάσης.

Δεν λείπουν και οι προσεγγίσεις που ερμηνεύουν αυτή την προδιάθεση να αθωώνουμε τους θεσμούς για τα σημερινά δεινά μας στο πλαίσιο της αισιόδοξης «μεγάλης θεσμικής αφήγησης» της Μεταπολίτευσης (Βιδάλης) μέσα από μια αμυντική κυρίως ψυχολογική πεποίθηση, μια «εκλογίκευση» που οδηγεί συνήθως σε μετάθεση ευθυνών προς εξωγενείς παράγοντες, συγκαλύπτοντας τα αληθινά αίτια με ευλογοφανείς εξηγήσεις (Δρόσος).

Ανεξάρτητα, πάντως, από το κατά πόσον οι συνταγματικοί θεσμοί μένουν στο απυρόβλητο της κριτικής για την έλευση της κρίσης, η κρατούσα τάση αξιολογεί την αποτελεσματικότητα ενός Συντάγματος από το «κατά πόσον οι κανόνες του διευκολύνουν τη λήψη σημαντικών αποφάσεων από τους πολιτικούς πρωταγωνιστές», λαμβάνοντας δηλαδή εκείνα τα «αναγκαία μέτρα» για να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις των καιρών (Αλιβιζάτος). Με αναγωγή στο ίδιο «μέτρο επιτυχίας» ενός Συντάγματος, διατυπώνεται ωστόσο και η ακριβώς αντίθετη άποψη ότι δηλαδή το πλειοψηφικό κοινοβουλευτικό σύστημα που καθιδρύει το Σύνταγμά μας παρήγαγε αδράνεια στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων, καθόσον συνδέθηκε δομικά με το πελατειακό σύστημα και τις πολλαπλές εκφάνσεις του, οδηγώντας στη χρεοκοπία. Ορισμένοι, μάλιστα, ανάγονται στις εγγενείς αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, εκτιμώντας ότι αυτό από τη φύση του απολήγει, ως παραγωγός απραξίας και αβουλίας, σε ευνουχισμένες και άτολμες ηγεσίες, υποταγμένες σε κάθε είδους διαπλοκή (Διαμαντόπουλος).

Τέλος, υπάρχουν και οι απόψεις ότι τα δεινά της κλεπτοκρατίας, και στη συνέχεια της χρεοκρατίας, δεν τα προκάλεσαν οι συνταγματικοί θεσμοί, αλλά οι δομικές και ιστορικά προσδιορισμένες παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας, μπροστά στις οποίες το Σύνταγμα φάνηκε ανίσχυρο, πέφτοντας τελικά το ίδιο «θύμα» τους εξαιτίας της ανελέητης «καταστρατήγησης» που υπέστη στα χρόνια του Μνημονίου (Χρυσόγονος, Κατρούγκαλος). Για την άποψη αυτή, η λειτουργία των θεσμών εκλαμβάνεται ως παράγωγο των δομικών χαρακτηριστικών του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, με αποτέλεσμα οι θεσμικές διευθετήσεις να προσαρμόζονται παγίως και σε δεύτερο χρόνο στη δυναμική των πραγματικών αναγκών της οικονομίας ή των προτεραιοτήτων των διεθνών σχέσεων και να λειτουργούν παρακολουθηματικά ως προς αυτές.

Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό να ανοίξω μια παρένθεση, πολλαπλώς διαφωτιστική για την προβληματική που θα ακολουθήσει. Όποια θέση και να πάρει κανείς έναντι των εναλλακτικά προβαλλόμενων εκτιμήσεων για το εάν ευθύνεται το Σύνταγμα για την κρίση, είναι ορθή η εκτίμηση ότι η εφαρμογή του Μνημονίου δεν προκάλεσε μείζον ζήτημα θεσμικής δυσλειτουργίας στη χώρα μας, υπό την έννοια της αμφισβήτησης ή της κρίσης του οργανωτικού μέρους του Συντάγματός μας, δηλαδή της οργανωτικής δομής που θεσπίζει το Σύνταγμα για να λαμβάνονται οι αποφάσεις της Πολιτείας. Τούτο διότι την ίδια στιγμή που τα Μνημόνια ασκούν καταλυτική επίδραση στη διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών επιλογών της χώρας και «επιβάλλονται» ως περιεχόμενο στα όργανα της Πολιτείας, η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών παραμένει αλώβητη, στο βαθμό που «υποδέχεται» αυτές τις έξωθεν επιβαλλόμενες πολιτικές, εντάσσοντάς τες στη θεσμική κανονικότητα της χώρας (Δρόσος, Μανιτάκης). Έτσι, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι το Σύνταγμα λειτουργεί σήμερα ως «εγγύηση εφαρμογής των διεθνώς συμφωνημένων» (Δρόσος) ή με ακόμη οξύτερους όρους ότι «ο κεντρικός λόγος λειτουργίας των (συνταγματικών) θεσμών είναι η συγκάλυψη της λειτουργίας των αγορών» (Χρυσόγονος), παραμένει αληθές ότι το Σύνταγμα δεν κατέρρευσε, φιλοξένησε τη νέα κατάσταση και τη διοχέτευσε αποτελεσματικά στις “επίσημες” συνταγματικές λειτουργίες, παράγοντας όλες τις κρίσιμες αποφάσεις στη διάρκεια της κρίσης.

Με αυτή την αφετηριακή παραδοχή οφείλουμε να αποφεύγουμε τη σύγχυση μεταξύ του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος που ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών και των ποικίλων ερμηνειών του συνταγματικού κειμένου από τα όργανα της Πολιτείας, ιδίως στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Είναι δεδομένο ότι η κρίση και το Μνημόνιο μετέβαλαν ριζικά τη συμπεριφορά των εφαρμοστικών οργάνων του Συντάγματος, καθώς και τον τρόπο ερμηνείας των συνταγματικών κανόνων, ιδίως εκείνων που αφορούν την πραγμάτωση των κάθε λογής δικαιωμάτων. Αυτό όμως δεν πρέπει να συσκοτίζει το γεγονός ότι η επίκληση της κρίσης ως λόγου διαφοροποιημένης ερμηνείας των συνταγματικών κανόνων έγινε εντός του ισχύοντος θεσμικού συνταγματικού πλαισίου και όχι καθ’ υπέρβασή του. Επ’ ουδενί δεν πρέπει να συγχέουμε τα επιχειρήματα που ανάγονται στο  “Σύνταγμα” για να δικαιολογήσουν μία πολιτική ή δικαστική απόφαση με το Σύνταγμα ως οργανωτική δομή που ορίζει το πλαίσιο λειτουργίας της Πολιτείας και της δημόσιας ζωής (άρα και της πολιτικής αντιπαράθεσης). Με τη δεύτερη αυτή έννοιά του το Σύνταγμα έμενε ανέπαφο, την ίδια στιγμή που η ερμηνεία των επιμέρους κανόνων του άλλαζε θεαματικά. Κατά συνέπεια, είναι λογικά και επιστημονικά αθέμιτο και εσφαλμένο να συγχέουμε τις κρίσεις σχετικά με τους εξωγενείς παράγοντες που καθορίζουν τη βούληση των πολιτειακών εφαρμοστικών οργάνων με τις καθαυτό περιγραφικές νομικές κρίσεις για παραμερισμό (καταστρατήγηση, αλλοίωση, παραβίαση) του Συντάγματος. Η μελέτη των εξωγενών παραγόντων, από επιστημολογική σκοπιά, ανήκει στην κοινωνιολογία των διεθνών σχέσεων και την πολιτική επιστήμη και δεν μπορεί να οδηγεί σε αξιολογήσεις από την εσωτερική σκοπιά του δικαίου για δήθεν «υποχώρηση του εθνικού συντάγματος στους επικαθορισμούς του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου» (Γιαννακόπουλος).

Αποτελεί κοινό τόπο σήμερα, τόσο στη διεθνή όσο και στην ευρωπαϊκή σκηνή, ότι κανένα κράτος δεν έχει πια την πραγματική ισχύ να επιβάλει πλήρως τις επιλογές του, καθόσον υπόκειται σε ποικίλους επικαθορισμούς, που ανάγονται σε συνεχώς μεταβαλλόμενους συσχετισμούς δύναμης. Οι περιορισμοί όμως αυτό μόνον εξω-νομικά μπορούν να μελετηθούν, στο πλαίσιο μιας καθορισμένης αιτιακής αλληλουχίας «δεσμεύσεων-συμπεριφορών», και όχι βεβαίως να μετατραπούν σε κανονιστικές αξιολογήσεις για τη λειτουργία των θεσμών. Έτσι, την ίδια στιγμή που το Μνημόνιο επιβάλλει πλήρως τη λογική του και μεθοδεύεται μια άνευ προηγουμένου ροή πραγματικής εξουσίας εις βάρος των συνταγματικά θεσπισμένων οργάνων, το Σύνταγμά μας μένει ανέπαφο και το μόνο που αλλάζει είναι η επιχειρηματολογία των συντεταγμένων οργάνων, όπως είναι π.χ. τα δικαστήρια. Η κρίση περί της αληθινής αναγκαιότητας των μέτρων του Μνημονίου, για το αν πράγματι υλοποιούν μια «διεθνή εξίσωση» (Γκλαβίνης) ή σε ποιο βαθμό κηδεμονεύουν τις επιλογές της χώρας αποτελούν, πραγματολογικές κρίσεις σχετικά με τον τρόπο ή την ένταση του επηρεασμού της βούλησης των κρατικών οργάνων από παράγοντες εκτός δικαίου και εκφεύγουν μιας θετικιστικά νοούμενης συνταγματικής επιστήμης.

Το ίδιο βεβαίως ισχύει και σχετικά με τον τρόπο που ο δικαστής αντιδρά στα δεδομένα της κρίσης ερμηνεύοντας με έναν ριζικά διαφορετικό τρόπο τις διατάξεις του Συντάγματος. Εάν, με άλλα λόγια, κάθε φορά που έχουμε «διαμάχη ερμηνειών» μεταξύ διαφορετικών οργάνων του κράτους θεωρούμε ότι έχουμε και συνταγματική “απορρύθμιση” ή “υποχώρηση” των κανόνων του Συντάγματος, τότε θα οδηγούμασταν στο παράδοξο να αξιολογούμε ως «αλλοίωση» ή «καταστρατήγηση» και όλες τις μεγάλες νομολογιακές μεταστροφές που εγκαινιάστηκαν με αλλαγή του τρόπου συνταγματικής επιχειρηματολογίας… Η προσέγγιση αυτή εν τέλει παραγνωρίζει ότι η σημαντικότερη στιγμή σε ένα Σύνταγμα είναι αυτή της ερμηνείας του, όπως πολύ ορθά είχε διακρίνει ο Kelsen ορίζοντάς την ως ένα βουλητικό ενέργημα ενταγμένο σ’ ένα αφηρημένο πλαίσιο ιεραρχίας κανόνων (Καθαρή Θεωρία του Δικαίου). Διευκρινίζω: η σημαντικότερη στιγμή για μια περιγραφική συνταγματική επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη και την καταγραφή του Δικαίου και όχι για μια αιτιοκρατική θεώρηση που ασχολείται με τη μελέτη των αιτιακών σχέσεων ανάμεσα στη σύλληψη των συνταγματικών κανόνων και τη σκοπούμενη ρύθμιση της πολιτικής πραγματικότητας. Η συζήτηση, επομένως, εάν μία αλλαγή του Συντάγματος μπορεί να συμβάλλει θετικά στην αντιμετώπιση της κρίσης δεν είναι μια “νομική” συζήτηση (ακόμη κι όταν διεξάγεται από νομικούς), αλλά μια συζήτηση θεσμικής αρχιτεκτονικής που ανάγεται σε μια προβληματική εργαλειακού λόγου και αιτιακών σχέσεων. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, μια συζήτηση πολιτικής επιστήμης…

 

Β. Η συνταγματική αναθεώρηση ως μέσο υπέρβασης της κρίσης

Η επιστημολογική παρέκβασή μας άφησε μετέωρα τα αρχικά ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό ευθύνονται οι θεσμοί για τη σημερινή κρίση; Ποιοι θεσμοί ακριβώς;

Επειδή η απάντηση στα ερωτήματα αυτά αφορά περισσότερο τους όρους παραγωγής της κρίσης παρά τη δημιουργία συνθηκών για την υπέρβασή της, θα επιχειρήσουμε για τις ανάγκες της ανάλυσής μας να αναδιατυπώσουμε το αφετηριακό ερώτημα, προσδίδοντάς του μία “πραξεολογική” διάσταση. «Μπορεί μια στοχευμένη σ.α. να άρει διαπιστωμένες παθογένειες και να γίνει μέρος της λύσης για την υπέρβαση της σημερινής κρίσης»; Στο πλαίσιο αυτού του ερωτήματος, μια πρόταση για σ.α. έχει συνεπώς νόημα όταν προηγείται η εκτίμηση α) για τα αίτια των δεινών που επιδιώκουμε να θεραπεύσουμε, β) για το στόχο της αναθεωρητικής πρωτοβουλίας (τι θέλουμε να πετύχουμε) και γ) για τα μέσα που θα υλοποιήσουν το στόχο (τι πρέπει να αλλάξει στο Σύνταγμα και σε ποια κατεύθυνση).

Σε σχέση με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα παρατηρείται μια ευρεία σύγκλιση πολιτειολόγων και συνταγματολόγων. Η «πελατειακή προδιαγραφή» του πολιτικού συστήματος είναι αυτή που οδήγησε στην «πελατειακή εκποίηση» της χώρας (Κονδύλης, Βιδάλης), δηλαδή στην υποταγή στις καταστροφικές πρακτικές της προσοδοθηρίας και της παρασιτικής ευμάρειας. Συνεπώς, κύριο χρέος μιας καλά σχεδιασμένης σ.α. θα ήταν να συμβάλλει στη «θραύση του φαύλου δεσμού πελάτη-πάτρωνα» (Δρόσος), μέσα από διάφορες θεσμικές τεχνικές αυτοπεριορισμού της πολιτικής, που θα «δένουν τα χέρια» των φορέων της εξουσίας (Καζάκος) και θα τους επιτρέπουν να αντιπαλεύουν «τις πιέσεις του μερικού και τις απαιτήσεις του εφήμερου» (Διαμαντόπουλος) προς όφελος μακροπρόθεσμα επωφελών στόχων. Υπό την έννοια αυτή, οι θεσμοί που θα εισαχθούν μέσω της σ.α. πρέπει να είναι εγγενώς προσανατολισμένοι στην υπηρεσία του σκοπού της εθνικής ανασυγκρότησης και της ανάταξης του πολιτικού συστήματος, που έχει πλήρως ενοχοποιηθεί για τη χρεοκοπία. Συνακόλουθα, οι νέοι θεσμοί πρέπει να διασφαλίζουν ένα σταθερότερο πλαίσιο για τη διεξαγωγή της πολιτικής αντιπαράθεσης, να αποτρέπουν το διχασμό και τον εκφυλισμό της δημοκρατίας μας (Αλιβιζάτος) και να διευρύνουν τη νομιμοποιητική βάση λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, χαλαρώνοντας παράλληλα την πίεση του πολιτικού κόστους κατά τη διαμόρφωση και εφαρμογή των δημόσιων πολιτικών.

Ο ιδεότυπος της επιτυχημένης σ.α. θα ήταν, με άλλα λόγια, η διασφάλιση της συμβολής της στην υλοποίηση ενός τριπλού στόχου: α) ασφαλέστερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία των θεσμών σε συνθήκες κρίσης, β) διεύρυνση της νομιμοποιητικής βάσης των θεσμών μέσα από την ενίσχυση της συναινετικής λειτουργίας τους και γ) διεύρυνση της δημοκρατικής βάσης των δημόσιων αποφάσεων με ενίσχυση των θεσμών διαφάνειας και συμμετοχικής δημοκρατίας. «Ανασχεδιασμό της σχέσης ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης και στη γνησιότητα της δημοκρατικής έκφρασης» το λέει ο Γ. Δρόσος, «αναδόμηση των θεσμών» για την «αποδόμηση των πελατειακών σχέσεων και του πολιτικού δυναστισμού» το βαφτίζει ο Κ. Χρυσόγονος. Πέρα από τις λέξεις το πράγμα παραμένει κοινό. Κοινός εχθρός είναι η πελατειακή συνθήκη, κοινός στόχος είναι η εξάλειψή της με περισσότερη συναίνεση και περισσότερη δημοκρατία στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.

Ωστόσο, εκεί που οι ρητορικού τύπου συγκλίσεις αρχίζουν να κλονίζονται, είναι όταν εξειδικεύονται στην κάθε προσέγγιση τα μέσα για την επίτευξη του στόχου. Οι εναλλακτικές επιδιώξεις γίνονται έτσι προφανείς. Επιδιώκουμε π.χ. μεγαλύτερη ενίσχυση της εκτελεστικής λειτουργίας που θα επιτρέπει ακόμη ταχύτερη λήψη αποφάσεων για την αντιμετώπιση των επειγουσών και μεταβαλλόμενων αναγκών της κρίσης ή μήπως αποδίδουμε μεγαλύτερη έμφαση στις προϋποθέσεις μιας συναινετικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και της συνδιαμόρφωσης των μεγάλων πολιτικών αποφάσεων στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων;.  Με άλλα λόγια, για να βγούμε από την κρίση θέλουμε θεσμούς που διευκολύνουν την εύκολη αλλαγή του status quo, όπως στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης, όταν κυριαρχούσε το αίτημα για ισχυρές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες ικανές να εφαρμόσουν απερίσπαστα το λαοπρόβλητο πρόγραμμά τους ή μήπως επιδιώκουμε τη διεύρυνση της πολιτικής βάσης λήψης των αποφάσεων, επενδύοντας θεσμικά στην τόνωση των στοιχείων του συμβιβαστικού και συναινετικού κοινοβουλευτισμού και με τις δύο εκδοχές του, είτε με την επικράτηση συμμαχικών κυβερνήσεων είτε με τη ριζική αναθέσμιση των σχέσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και μειοψηφίας;

Μια σαφής απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα προϋποθέτει ότι τα κόμματα ή οι κοινοβουλευτικές ομάδες που θα αναλάβουν την πρωτοβουλία για σ.α. κατά τους διαδικαστικούς ορισμούς του Συντάγματος διαθέτουν παράλληλα και μια επεξεργασμένη στρατηγική για τους συνταγματικούς θεσμούς, μια σαφή «συνταγματική πολιτική» που θα επαναξιολογεί τη λειτουργία των θεσμών και θα σχεδιάζει διεξόδους μεταξύ διαφορετικών εναλλακτικών σεναρίων, στο πλαίσιο μιας «συγκροτημένης πολιτικής στάσης» που απηχεί ένα «συνολικό θεσμικό σχέδιο για την Ελλάδα του 21ου αιώνα» (Βενιζέλος).

Κατά την εκτίμησή μου, η μείζων πολιτική επιλογή ενός τέτοιου θεσμικού σχεδίου δεν μπορεί παρά να είναι η ενίσχυση του συναινετικού κοινοβουλευτισμού σε βάρος των στοιχείων της πλειοψηφικής εκδοχής του. Ο πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός, ενώ έχει το πλεονέκτημα της ευθείας αναγωγής στη λαϊκή βούληση για την επιλογή των πολιτικών (“Ο λαός ψηφίζει τον πρωθυπουργό του!”), παρουσιάζει συχνά τα παραλυτικά συμπτώματα που προκαλεί ο φόβος του πολιτικού κόστους και εμφανίζεται αδύναμος να πειθαρχήσει τον πελατειασμό. Η συναινετική εκδοχή αντιθέτως ενθαρρύνει την επιδίωξη πολιτικών συμφωνιών με τη μειοψηφία και καθιστά τη διαρκή αναζήτηση συμβιβασμών ως τον κινητήριο μοχλό του συστήματος διακυβέρνησης. Κι εδώ αξίζει να διευκρινιστεί ότι συναινετική δεν είναι μόνον η περίπτωση των πολυδιασπασμένων πολιτικών δυνάμεων και των συμμαχικών κυβερνήσεων (Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Σκανδιναβικές χώρες), αλλά και εκείνη των ισχυρών πολυκομματικών κυβερνήσεων με απλή αναλογική, όπως η Γερμανία, της οποίας το σύστημα διασφαλίζει συνδυαστικά γρήγορες αποφάσεις, υψηλή ποιότητα δημοκρατίας και συνεχή πολιτική διαβούλευση. Ο προσανατολισμός προς το μοντέλο του συναινετικού κοινοβουλευτισμού καθιστά εξάλλου περιττή την – παρωχημένη πια – συζήτηση για πρόσθετη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, δεδομένου ότι στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο κλασικός διαιρετικός άξονας νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας έχει αμετάκλητα μετατεθεί στην αντίθεση πλειοψηφίας-μειοψηφίας ως κινητήριου μοχλού της διακυβέρνησης. Στη διαρρύθμιση αυτών των σχέσεων προσανατολίζεται πλέον αποκλειστικά κάθε θεσμική σύλληψη προώθησης των συναινέσεων.

Βεβαίως, εδώ γεννάται το ερώτημα: Πώς οι συναινέσεις μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας θα θεραπεύσουν τις ελληνικές παθογένειες της πελατειακής εκποίησης και θα παράσχουν θεσμικά όπλα για αντίσταση στην προσοδοθηρία και την αλόγιστη διακυβέρνηση;

Αν θεωρήσουμε ότι η αλόγιστη διακυβέρνηση και η συναφής πελατειακή εκποίηση οργανώθηκαν από κόμματα που στηρίχθηκαν σε μεγάλες πολυσυλλεκτικές πλειοψηφίες, από κόμματα δηλαδή που συγκρότησαν τη μεγάλη αμαρτωλή «μεταπολιτευτική συναίνεση», όπου η συντήρηση της πλειοψηφίας και η αναπαραγωγή των «παροχών ψήφου» προϋπόθετε την καταβολή ενός τεράστιου δημοσιονομικού κόστους, μέσω υπερδανεισμού, τότε γιατί θα έπρεπε να εμπιστευθούμε τη διαβούλευση και το συμβιβασμό μεταξύ τους για την εξυγίανση των θεσμών και την ανάκαμψη της χώρας; Αν με άλλα λόγια, τα κόμματα σε συνθήκες πρωθυπουργοκεντρικού κοινοβου-λευτισμού οργάνωσαν την πελατειακή συμπερίληψη της κοινωνίας και έφεραν τη χρεοκοπία, γιατί άραγε σε συνθήκες συναινετικού κοινοβουλευτισμού θα λειτουργούσαν ορθολογικότερα προς όφελος του μακροπρόθεσμου κοινού καλού; “Διότι θα ήταν υποχρεωμένα να συνεργαστούν σε ορθολογικότερη βάση και όχι να πλειοδοτούν στον κομματικό ανταγωνισμό” είναι η συνήθης απάντηση. Και σ’ αυτό το σημείο έρχεται η θεωρία της εξισορρόπησης του πολιτεύματος και των checks and balances για να συμπληρώσει και να συστηματοποιήσει την αρχική διαισθητική αντίληψή μας. Ωστόσο, προτού παρουσιάσουμε τη μεγάλη επικαιρότητα αυτής της πολιτειακής αντίληψης των εξισορροπήσεων στο εσωτερικό του πολιτεύματος ή του συστήματος διακυβέρνησης, είναι χρήσιμο να ανοίξουμε άλλη μια παρένθεση για να παρουσιάσουμε τον τρόπο που συνδέθηκε το πρωθυπουργοκεντρικό πλειοψηφικό σύστημα με τις πελατειακές πρακτικές της μεταπολίτευσης.

Η πρωτοκαθεδρία του Πρωθυπουργού στο σύστημα διακυβέρνησης του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού προκύπτει από το γεγονός ότι στο πρόσωπό του συντρέχουν σωρευτικά οι ιδιότητες του αρχηγού της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, του επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος και του Προέδρου της Κυβέρνησης. Η κεντρική πολιτική του θέση δεν προκύπτει ευθέως από το Σύνταγμα, αλλά από το συσχετισμό των πολιτικών και κομματικών δυνάμεων που πλαισιώνει το επίσημο συνταγματικό κείμενο του 1975/1986 (Μανιτάκης). Η τάση αυτή, που ιστορικά συνδέθηκε με την άνοδο του δικομματισμού και την «εκλογίκευση του κοινοβουλευτισμού» (parlementarisme rationalisé), πρόσθεσε ευελιξία, ταχύτητα και άμεση απόκριση στον κοινοβουλευτικό σύστημα μέσω μιας υπερσυγκέντρωσης ισχύος στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Αυτή η ισχύς λογιζόταν μάλιστα ως εργαλείο εξορθολογισμού του συστήματος διακυβέρνησης, στο βαθμό που θα ήταν ικανή να αναχαιτίσει τα αυτόνομα πολιτικά φέουδα, αυτές τις σταθερές εστίες του πελατειασμού. Στην Ελλάδα, ωστόσο, ιδίως μετά τη σ.α. του 1986, ο πρωθυπουργοκεντρισμός λειτούργησε με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο: ως οργανωτικό κέντρο και μηχανισμος αναπαραγωγής των παγιωμένων πελατειακών δικτύων (Καζάκος). Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, με την καθοριστική επιρροή του δικομματισμού και της “κομματοκρατίας” (με την έννοια των διευρυμένων διακομματικών δικτύων) εξελίχθηκε σε μηχανισμό πελατειακής διανομής προνομίων και κρατικών πόρων (Νικολακόπουλος-Παπαδημητρίου). Η διάβρωση του Κράτους από τα εν λόγω διακομματικά δίκτυα προσέλαβε διαστάσεις  «κλεπτοκρατίας» μέσω της αδιαφανούς μεταβίβασης μονοπωλιακών προσόδων με στεγανοποιημένο χαρακτήρα (Πελαγίδης) σε ειδικές ομάδες που διαπραγματεύονταν συνεχώς με το κράτος, όχι απλώς καταργώντας την όποια σχετική αυτονομία του έναντι της κοινωνίας, αλλά μετατρέποντας την ίδια την πολιτική τάξη σε θεσμό «αντιπροσώπευσης του κράτους έναντι της κοινωνίας» (Χρυσόγονος). Στο πλαίσιο αυτό, εκφυλίστηκε σταδιακά και το πάγιο αίτημα του «εκδημοκρατισμού» της κοινωνίας (Τσουκαλάς), επηρεάζοντας αρνητικά τις οικονομικές επιδόσεις της χώρας και τη θέση της στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας (Μουζέλης).

Ο διαμεσολαβητικός ρόλος των κομμάτων στην ικανοποίηση όλων αυτών των «διανεμητικών συσπειρώσεων» (Πελαγίδης) ενισχύθηκε στην πραγματικότητα από τη σ.α. του 1986. Αυτή εγκαθίδρυσε κατ’ ουσίαν τις προϋποθέσεις του πρωθυπουργοκεντρισμού, μετατρέποντας την κομματική-κυβερνητική πλειοψηφία στήριξής του σε «κόμμα του κράτους» (Βερναρδάκης) που υποκαθιστά στη λήψη των αποφάσεων τα επιμέρους όργανα της Πολιτείας. Η εξέλιξη αυτή υποβαθμίζει δραστικά τον εξισορροπητικό ρόλο του Κοινοβουλίου. Πλέον, η Βουλή εκπίπτει σε πεδίο διαπραγμάτευσης των διαφόρων «μερικοτήτων», όπου όλοι διεκδικούν μερίδιο σε κρατικούς πόρους ή προσόδους, χωρίς να επιτρέπουν σε καμία δύναμη να διαταράξει το status quo της πελατειακής ανταλλαγής. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο ποδηγέτηση των δημόσιων πολιτικών και κρατικών αποφάσεων έφτασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο, ώστε να παράγεται η εντύπωση της πλήρους αδράνειας και στατικότητας του συστήματος, καθώς και η αίσθηση της χαμηλής «κυβερνησιμότητας», υπό την έννοια ότι δεν «αποφάσιζαν πια» τα 2 μεγάλα κόμματα (Αλιβιζάτος), συμπτώματα τα οποία αποτύπωναν το αδιέξοδο του πελατειασμού και του συναφούς υπερδανεισμού. Δικαίως, έτσι, ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η καταθλιπτική κυριαρχία της «μεταπολιτευτικής συναίνεσης» οδήγησε στο παράδοξο να «αποδυναμώνεται» κατ’ ουσίαν ο ρόλος του Πρωθυπουργού σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα (Βιδάλης), αφού οι ουσιαστικές αποφάσεις λαμβάνονταν στην κονίστρα των άτυπων «διανεμητικών συσπειρώσεων» και όχι στη δημόσια σφαίρα του Κοινοβουλίου και των επίσημων συνταγματικών θεσμών.

Η εξέλιξη αυτή γινόταν ακόμη πιο ανεξέλεγκτη, εξαιτίας του ότι οι διανεμητικές ομάδες λειτουργούσαν ως άτυποι «αρνησίκυροι παίκτες» (veto players) ακυρώνοντας κάθε απόφαση αλλαγής στο πλαίσιο μιας διακομματικής γενικευμένης συναίνεσης και μιας “σταθερότητας πολιτικής”, ανεξάρτητης από την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, (Τσεμπελής). Έτσι, παρότι η πρωθυπουργοκεντρική δυναμική του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού ευνοούσε δυνητικά τις μεταρρυθμίσεις, στην Ελλάδα λειτούργησε αντιστρόφως, ως δικλείδα ασφαλείας του πελατειασμού μέσω της πολυσυλλεκτικότητας των δύο κομμάτων εξουσίας και της από κοινού ανάληψης της ευθύνης συντήρησης των πελατειών τους. Το Σύνταγμα άλλωστε δεν περιελάμβανε καμία τυπική διάταξη που να ρυθμίζει τη συνταγματική θέση της αντιπολίτευσης ή τις σχέσεις πλειοψηφίας-μειοψηφίας, προσδίδοντας στην αντιπολίτευση χαρακτήρα επίσημου ή θεσμικού «αρνησίκυρου παίκτη». Η πελατειακή συναλλαγή συντελούνταν αντιθέτως στο “ημίφως” των θεσμών, επιβεβαιώνοντας έτσι μια γνωστή παραδοχή της εμπειρικής έρευνας ότι «ο συνδυασμός ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και ασθενούς θεσμικού περιβάλλοντος δύσκολα εμποδίζει κατάχρηση της εξουσίας και τείνει να επηρεάζει αρνητικά τις οικονομικές επιδόσεις” (Καζάκος).

Συμπερασματικά, η ανάλυση αυτής της μονολιθικής δομής της εξουσίας, όπως έχει περιγραφείο ανωτέρω, συναντά στο “πραξεολογικό” επίπεδο τη θεωρία των αντιβάρων, υπό την έννοια ότι ένα τέτοιο παγιωμένο σύστημα σχέσεων θα ήταν δυνατόν να διαταραχθεί μόνο με την είσοδο νέων «αρνησίκυρων», με την ευρεία έννοια, «παικτών», κατά τα διδάγματα της σύγχρονης σχολής της “δημόσιας επιλογής” (public choice) ή της πολύ προγενέστερής της σύλληψης των αμοιβαίων εξισορροπήσεων, των γνωστών σε όλους μας checks and balances.

 

Γ. Γενική θεωρία των checks and balances

Η θεωρία των θεσμικών αντιβάρων γεννήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, απηχώντας το συνταγματικό ιδεώδες της νεωτερικότητας, το οποίο συνοψιζόταν στην αναζήτηση μιας μορφής διακυβέρνησης που δεν θα εξαρτώνταν από τις διακυμάνσεις ή την ασταθή ισορροπία του κοινωνικο-πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων, αλλά αντιθέτως θα εξασφάλιζε την «αιώνια» διευθέτηση και αυτορρύθμισή τους προς όφελος της πολιτικής σταθερότητας και της πολιτικής ελευθερίας. Πηγή έμπνευσης της θεωρίας ήταν η ιδεοτυπική σύλληψη του “Αγγλικού Συντάγματος” ή “Πολιτεύματος” στο έργο του Montesquieu, του Blackstone, του Delolme και άλλων στοχαστών της λεγόμενης “μικτής διακυβέρνησης” (gouvernment mixte), που διέβλεπαν στο Πολίτευμα αυτό στοιχεία μιας αυτορρυθμιζόμενης μηχανής που εξασφάλιζε την επίτευξη ορισμένων στόχων, χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση, μόνο και μόνο χάρη στη σοφά σχεδιασμένη εσωτερική μηχανική της. Η συνήθης σύγχυση και παρανόηση, ευρέως διαδεδομένη και στην εγχώρια θεωρία, είναι να συγχέεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ως αρχή της μη σύγχυσης των λειτουργιών, με τη διδασκαλία των θεσμικών αντιβάρων (Μανιτάκης). Στην πραγματικότητα, τα ckeks and balances αποτελούν μόνο μία από τις πολλαπλές επιλογές συνταγματικής πολιτικής για την οργάνωση της διακυβέρνησης και τούτο μέσω της αλληλοεξισορρόπησης στο εσωτερικό της νομοθετικής λειτουργίας (Troper) και όχι βέβαια με την αλληλοεξουδετέρωση νομοθετικής-εκτελεστικής εξουσίας, όπως εσφαλμένα δέχονται ορισμένοι (Βενιζέλος, Μανιτάκης).

Για τον Montesquieu, το Σύνταγμα δεν είναι παρά μία δομή διακυβέρνησης, η οποία στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης των στοιχείων της ενεργοποιεί μια σειρά από πραγματιστικής υφής κανόνες, που ρυθμίζουν με αιτιακά ασφαλή τρόπο τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, δηλαδή τη συμπεριφορά των κρατικών οργάνων. Διασπώντας σε τρεις διαφορετικές δυνάμεις τη νομοθετική λειτουργία (τα 2 νομοθετικά σώματα και ο Μονάρχης) και εξοπλίζοντας την καθεμιά απ’ αυτές με τη δυνατότητα να θέσει φραγμούς στην άλλη κατά την επεξεργασία του Νόμου, ο Montesquieu ιδρύει ένα σύστημα όπου όλες οι δυνάμεις οφείλουν να συνεργαστούν μεταξύ τους για να υπάρξει νομοθετική δράση. Αυτή η εσωτερική μηχανική εξισορρόπησης των δυνάμεων σημαίνει ότι «η εξουσία αναχαιτίζει την εξουσία», ότι «κανένα όργανο δεν είναι σε θέση να καταχραστεί την εξουσία» και ότι η «μετριοπάθεια» και η «πολιτική ελευθερία» είναι το τελικό αποτέλεσμα της εξισορροπημένης διακυβέρνησης (Papatolias). Τη σύλληψη αυτή ακολούθησε η μετριοπαθής πτέρυγα του επαναστατικού γαλλικού συνταγματισμού στο Σύνταγμα του 1791, όταν εξόπλισε με αναβλητικό veto τον Μονάρχη, καθιστώντας τον έτσι παράγοντα της νομοθετικής λειτουργίας ως αντιπρόσωπο του Έθνους, καθώς και όταν προέβλεψε την προσυπογραφή των υπουργών στις πράξεις του Μονάρχη ως φορέα της εκτελεστικής εξουσίας, διασφαλίζοντας την πιστή εφαρμογή των νόμων, μέσω της δυνατότητας της Βουλής να κινεί την ποινική διαδικασία σε βάρος των Υπουργών.

Την πλήρη δε εφαρμογή της σύλληψης του Montesquieu τη βρίσκουμε στο Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και ιδίως στις προβλέψεις για το διπλό νομοθετικό σώμα, το veto του Προέδρου, τη διαρρύθμιση των σχέσεων μεταξύ Πολιτειών και Ομοσπονδιακής Εξουσίας, ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο διορίζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι ή ασκείται η εξωτερική πολιτική και η διεθνής διπλωματία. Η ιδέα της εξισορρόπησης των εξουσιών (balance des pouvoirs) διατρέχει στην πραγματικότητα το σύνολο της δημόσιας σφαίρας, ως εσωτερική οργανωτική αρχή, βασισμένη στο ανθρωπολογικό αξίωμα ότι ο ανταγωνισμός των φιλοδοξιών παράγει μετριοπάθεια και συνετές αποφάσεις που διασφαλίζουν την πολιτική ελευθερία. Οι εξουσίες διακυβέρνησης, ως αλληλοεξισορροπούμενες δυνάμεις, παραμένουν έτσι στα συνταγματικά όρια που εξαρχής τους ετέθησαν από το συντακτικό νομοθέτη, όχι μέσω αναποτελεσματικών φορμαλιστικών φραγμών που εξαγγέλλονται στα χαρτιά (“parchment barriers”), αλλά μέσω σταθερών μηχανισμών αλληλεπίδρασης και αλληλοελέγχου.

Η κλασική αυτή θεώρηση, εμπλουτισμένη με νέες πιο εκλεπτυσμένες τυπολογίες αντιβάρων (Τασόπουλος), συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάθε συνταγματική πολιτική που θέτει ως στόχο να περιορίσει το ρόλο της τύχης ή της πολιτικής αυθαιρεσίας στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος μέσω φραγμών, αλληλοελέγχων ή κάθε άλλου είδους εξισορροπητικές και συνεκτικές διαρρυθμίσεις που εγγυώνται ότι οι κρίσιμες αποφάσεις θα είναι συνετές και έλλογες ως προϊόν συμβιβασμών, συναινέσεων και διαβουλεύσεων. Για μια συνεκτική συνταγματική πολιτική αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι ο «ορθολογισμός» της αρχικής πρόθεσης του συνταγματικού designer, που επεδίωκε να ρυθμίσει μία κατάσταση σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση ή να προκαλέσει μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, μπορεί να συναντήσει τον «ορθολογισμό» του τελικού ερμηνευτή, που έχει πάντα και την «τελευταία λέξη» για το τι είναι κάθε φορά το «Σύνταγμα», επιλέγοντας στο πλαίσιο της τελικής κατανομής των αρμοδιοτήτων την κατεύθυνση ή τη συμπεριφορά που θα ακολουθήσει εντός του συστήματος διακυβέρνησης.

Σήμερα βεβαίως, σε αντίθεση με την κυρίαρχη ανθρωπολογική ανάγνωση του πρώιμου συνταγματισμού περί της ανθρώπινης φύσης που ρέπει σε καταχρήσεις, τα θεσμικά αντίβαρα δεν αναλύονται πλέον στο πλαίσιο ενός δομικού ανταγωνισμού των οργάνων του κράτους, αλλά η εισαγωγή τους δικαιολογείται περισσότερο με την επίκληση δικαιο-πολιτικών αρχών, και ιδίως του λόγου περί δικαιωμάτων, που αντιλαμβάνονται το συνταγματικό δίκαιο ως «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας» (Μάνεσης). Συγχρόνως, διαρκής είναι η ιδεολογική μέριμνα να μη θεωρηθεί ότι τα αντίβαρα στρέφονται μονοσήμαντα κατά της νομιμοποιημένης κυβερνητικής πλειοψηφίας, ότι λειτουργούν δηλαδή ως αντιδημοκρατικές και αντιπλειοψηφικές επινοήσεις. Έτσι, ο Ε. Βενιζέλος π.χ. αποφεύγει να χαρακτηρίσει «αντίβαρο» τις Ανεξάρτητες Αρχές, προτιμώντας τον πιο κομψό όρο «εγγυήσεις του δικαιοκρατικού και πλουραλιστικού χαρακτήρα του πολιτεύματος»… Η ουσία βεβαίως δεν αλλάζει, ιδίως όταν ο εγγυητικός χαρακτήρας των Αρχών τις καθιστά θεσμικό παράγοντα συνδιαμόρφωσης δημόσιων πολιτικών που μπορούν να ανατρέψουν αποφάσεις της πλειοψηφίας…

Αυτή η δυσπιστία, έναντι των αντιβάρων, που εντοπίζεται ευκολότερα στο χώρο της αριστερής δημοκρατικής ιδεολογίας, δικαιολογείται εν μέρει από την ιστορικά φορτισμένη και αντιδημοκρατική αξιοποίησή τους από το Μονάρχη στο πλαίσιο του θεσμικού ανταγωνισμού που ανέπτυξε με το Κοινοβούλιο και τον εκλεγμένο Πρωθυπουργό που απολάμβανε της εμπιστοσύνης του. Στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του πρώτου μεταπολιτευτικού Συντάγματος του 1975. Οι εξισορροπητικές εξουσίες του Προέδρου που προέβλεψε το συνταγματικό κείμενο ποτέ δεν έπεισαν ως αντιστάθμισμα του Πρωθυπουργού ή ως δικλίδες ασφαλείας του Πολιτεύματος, αλλά λογίσθηκαν εξ αρχής, από το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, ως «υπερεξουσίες» που νοθεύουν τη δημοκρατική διακυβέρνηση και έπρεπε να εκριζωθούν με την πρώτη ευκαιρία, όπερ και εγένετο με την σ.α. του 1986. Αυτή η δυσπιστία, παρότι κορυφώνεται το 1986, υποχωρεί στη συνέχεια σταδιακά στην ελληνική συνταγματική θεωρία και πράξη, όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα.

Η προβληματική για την αναζήτηση θεσμικών ισορροπιών μέσα από την κάμψη της αρχής της πλειοψηφίας αναζωπυρώνεται σε μεγάλο βαθμό με την ευκαιρία της σ.α. του 2001. Διατυπώνεται μάλιστα στις θεωρητικές επεξεργασίες του εμπνευστή της μια νέα συνταγματική αρχή, η «αρχή της συναίνεσης», που συνδέεται με την εμφάνιση της «μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» και τη δημιουργία “μετα-πλειοψηφικών εγγυήσεων”. Αυτές οι “εγγυήσεις”, χωρίς να κατονομάζονται ρητά ως αντίβαρα, αποτυπώνονται στην υποχρεωτική διαμόρφωση πολιτικών συναινέσεων με την απαίτηση αυξημένων πλειοψηφιών για τη συγκρότηση ορισμένων οργάνων (π.χ. 4/5 των μελών της διάσκεψης των προέδρων για την ανάδειξη των μελών των ανεξάρτητων αρχών ή 2/3 των βουλευτών για την άμεση εφαρμογή ενός νέου εκλογικού συστήματος). Με τη συγκρότηση τέτοιων αυξημένων πλειοψηφιών, ενισχύεται “η νομιμοποιητική βάση μιας σειράς οργάνων και αποφάσεων, των οποίων η σημασία υπερβαίνει τις απλές πλειοψηφίες της κλασικής κομματικής αντιπροσώπευσης”. Εδώ το αντίβαρο ή ο μηχανισμός εξισορρόπησης έγκειται στην υποχρέωση δύο ή περισσότερων παικτών να συμφωνήσουν προηγουμένως μεταξύ τους αν θελήσουν να δράσουν από κοινού σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση (Βενιζέλος).

Γενικότερα, ωστόσο, σε ένα σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστημα η λειτουργία των cheks ans balances συναρτάται στενά με τη θεσμική αναγνώριση της αντιπολίτευσης ως κύριου παράγοντα εξισορρόπησης του συστήματος και τη δημιουργία γύρω απ’  αυτήν ενός αποτελεσματικού «δικτύου αντεξουσιών» έναντι της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η κατοχύρωση μιας διακριτής συνταγματικής λειτουργίας της αντιπολίτευσης εντάσσεται έτσι στην παράδοση των αντιβάρων, αποτελώντας σταθερή πηγή έμπνευσης για κάθε αναθεωρητικό νομοθέτη αποφασισμένο να εγκαθιδρύσει ένα συμβιβαστικό πρότυπο στη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών με τη δυνατότητα ουσιαστικής επιρροής και συμμετοχής της αντιπολίτευσης στη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Πώς γίνεται αυτό; Με τη θέσπιση της δυνατότητας της μειοψηφίας να ελέγχει, να ακυρώνει ή να παραλύει ενέργειες ή αποφάσεις της πλειοψηφίας, δηλαδή της κυβερνητικής, ή «κυβερνώσας» (κατά Μανιτάκη), εξουσίας. Παρόμοιες λειτουργίες αναχαίτισης έναντι της κυβερνητικής πλειοψηφίας ασκεί και ο δικαστής της συνταγματικότητας, ως «συνδιαμορφωτής» του νόμου, καθώς και οι περισσότερες Ανεξάρτητες Αρχές. Όλο αυτό το σύστημα «ανασχέσεων και εξισορροπήσεων» στις αποφάσεις της πλειοψηφίας εντάσσεται στην παράδοση του «συναινετικού κοινοβουλευτισμού», όχι κατ’ ανάγκην του πολυδιασπασμένου κομματικά ή πολυ-πολικού κοινοβουλευτισμού , αλλά και του διπολικού, όπως στη Γερμανία, με μετριοπαθή όμως πολιτική κουλτούρα και παράδοση πολιτικών συνεργασιών μέσω αμοιβαίων συμβιβασμών και αλληλοϋποχωρήσεων (Μανιτάκης). Η άμβλυνση των κομματικών αντιπαραθέσεων σ΄ αυτά τα πολιτικά συστήματα, παρά τις μεγάλες συχνά ιδεολογικές διαφορές, ερμηνεύεται και ως απόρροια της πολιτικής επενέργειας των θεσμικών αντιβάρων. Και τούτο σε αντίθεση με τα κρατούντα στη χώρα μας, όπου οι οξυμμένες αντιπαραθέσεις του παρελθόντος συχνά υπέκρυπταν τις καίριες ιδεολογικο-πολιτικές συγκλίσεις του δικομματισμού…

 

Δ. Τα αντίβαρα στη μεταπολιτευτική ελληνική πραγματικότητα

Η ανάγκη εξισορρόπησης των λειτουργιών του συστήματος διακυβέρνησης στη χώρα μας μέσα από τη θέσπιση αντιβάρων στην κυβερνητική πλειοψηφία αντιμετωπίζεται σήμερα περίπου ως κοινός τόπος στην ελληνική συνταγματική ή πολιτειολογική σκέψη και εξ αυτού του λόγου ως κύριο διακύβευμα κάθε νέας απόπειρας σ.α.. Η ομοφωνία αυτή της επιστημονικής ικανότητας τα τελευταία χρόνια απηχεί κατά βάση το γενικότερο αίτημα να θεραπευτούν οι θεσμικές αδυναμίες της αρχιτεκτονικής που θέσπισε τόσο το Σύνταγμα του 1975 όσο και ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 1986.

Είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα του 1975 ασχολήθηκε πρωτίστως με την εδραίωση της εκτελεστικής εξουσίας ως κύριας συνιστώσας του κυβερνάν στο πλαίσιο μιας μονοκομματικής κατά προτίμηση κυβέρνησης που θα στηρίζεται σε μια αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στην απαίτηση αυτή για ταχεία και αποτελεσματική δράση μέσα από την πλειοψηφική ανάγνωση του συστήματος διακυβέρνησης, η συζήτηση για αντίβαρα φάνταζε περιττή και μάλιστα αποπροσανατολιστική, στο μέτρο που δεν νοούνταν, ιδίως από τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης, ανάσχεση ή εξισορρόπηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στην προσπάθειά της να εφαρμόσει απερίσπαστη το εκλογικό της πρόγραμμα. Η διαπίστωση του «continuum μεταξύ λαϊκής κυριαρχίας – πολιτικών κομμάτων – κυβερνητικής λειτουργίας» (Τασόπουλος) εξόπλιζε με ένα ισχυρότατο «τεκμήριο δημοκρατικής νομιμοποίησης» (Αλιβιζάτος) την πλειοψηφία, που δεν ανεχόταν την άσκηση δραστικών «υπερεξουσιών» εξισορρόπησης, όπως τις είχε σχεδιάσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Η αντίθεση αυτή στα αντίβαρα του Προέδρου προδιαγράφει και την κεντρική επιλογή της σ.α. του 1986 ως εγχείρημα απάλειψης των “υπερεξουσιών” και ενίσχυσης της πολιτικής λειτουργίας της Κυβέρνησης, απαλλαγμένης πια από το άγχος της «διπλής εξάρτησής» της, όπως συμβαίνει στα ημι-προεδρικά συστήματα. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 1986 είχε την πεποίθηση ότι με τον τρόπο αυτό αποκαθιστούσε το πραγματικό νόημα του κοινοβουλευτισμού, εδραιώνοντας το κοινοβουλευτικό θεμέλιο της εξουσίας έναντι κάθε υπονομευτικού αντιβάρου (το “γεμάτο πιστόλι” στο τραπέζι) από την πλευρά μη νομιμοποιημένων δημοκρατικά οργάνων, όπως ο Πρόεδρος. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αντίθεση με τον αποσταθεροποιητικό ρόλο του Προέδρου, προβάλλονται με ιδιαίτερα θετικό πρόσημο οι πολιτικές λειτουργίες των κομμάτων ως κυρίαρχου παράγοντα στο σύστημα του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού και ως βάσης διαμόρφωσης των κυβερνητικών πλειοψηφιών (Πεπονής).

Παρότι, όμως, τα κόμματα – και η δυναμική του δικομματισμού πιο συγκεκριμένα – αναγνωρίζονται ως σταθερές του συστήματος διακυβέρνησης, η σ.α. του 1986 δεν εκτείνεται και στη διαρρύθμιση των σχέσεων μεταξύ πλειοψηφίας-μειοψηφίας ή κυβέρνησης-αντιπολίτευσης, παραβλέποντας «τα προβλήματα των ανασχέσεων των εξουσιών και των εσωτερικών ισορροπιών του πολιτεύματος, όπως εκδηλώνονται ιδίως στους συσχετισμούς μεταξύ των κομμάτων, δηλαδή ως προβλήματα μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας, καθώς και, ειδικότερα, τον ρόλο της αντιπολίτευσης, που είναι διεγερτικός της κοινωνικοπολιτικής εξέλιξης» (Μάνεσης). Η επιλογή αυτή εμφανίζεται συνεκτική σε σχέση με τον κεντρικό άξονα της σ.α. του 1986, δηλαδή τη μονομερή ενίσχυση της κυβερνητικής λειτουργίας. Η επιλογή αυτή δείχνει να εξυπηρετείται στην αντίληψη του αναθεωρητικού νομοθέτη του 1986 μόνο με ισχυρές μονοκομματικές κυβερνητικές πλειοψηφίες και δεν ανέχεται τη μετατόπιση του πολιτικού βάρους λήψης των αποφάσεων στο Κοινοβούλιο, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται ως πεδίο για αναζήτηση συμβιβασμών ή συναινέσεων. Η «αυτορρυθμιστική ικανότητα των κομμάτων» (Μάνεσης) έγκειται αποκλειστικά στην προσδοκία της κυβερνητικής εναλλαγής τους και όχι σε κάποιο αντισταθμιστικό μηχανισμό που αναγκάζει Κυβέρνηση ή μεταπολίτευση να συνεργάζονται σε ορισμένα πεδία άσκησης πολιτικής.

Δεν είναι υπερβολική η παραδοχή ότι η ελληνική συνταγματική σκέψη βαθιά επηρεασμένη από την κριτική που άσκησε ο Αριστόβουλος Μάνεσης στη σ.α. του 1986, υιοθέτησε ως κοινό τόπο τα αντίβαρα. Το παράδοξο είναι ότι τα υιοθέτησαν και πολιτικοί αρχηγοί, όπως ο Κ. Σημίτης, που έκαναν λόγο για «αντίβαρα στις εξουσίες της Κυβέρνησης» μέσα από την ενίσχυση των «νομοθετικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του Κοινοβουλίου» και όχι μέσα από την επαναφορά εξουσιών στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Παράδοξο, γιατί ούτε η σ.α. του 2001, που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε με πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, δεν διαρρύθμισε συστηματικά με την εισαγωγή αντιβάρων τη συνταγματική σχέση πλειοψηφίας-μειοψηφίας, πλην των περιπτώσεων των αυξημένων πλειοψηφιών της “μετα-αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας” που σημειώθηκαν ανωτέρω…

Η ανάγκη για εισαγωγή συναινετικών πρακτικών στο σύστημα διακυβέρνησης αναγνωρίζεται ως αδήριτη ιδίως μετά τη σ.α. του 2001, καθιστώντας διαρκώς επίκαιρη στο δημόσιο και επιστημονικό λόγο τη συζήτηση για τα αντίβαρα που μπορούν να μετριάσουν τις αρνητικές όψεις του πρωθυπουργοκεντρισμού. Στόχος πια είναι να υποχρεώνεται η Κυβέρνηση να διαβουλεύεται ουσιαστικά πριν από τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων, καθώς και να λογοδοτεί έμπρακτα για το έργο της. Η συζήτηση ωστόσο στρέφεται κυρίως στην αναβάθμιση του ελεγκτικού και νομοπαραγωγικού έργου της Βουλής και δεν εντοπίζεται στη δημιουργία των ευρύτερων προϋποθέσεων συναινετικής λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, μέσω π.χ. της ανάδειξης συμμαχικών κυβερνήσεων ή της θέσπισης της απλής αναλογικής. Η τραυματική εμπειρία της Κυβέρνησης Ζολώτα συνέβαλε κι αυτή στη δραματική επαύξηση της δυσπιστίας απέναντι σε κυβερνήσεις συνασπισμού, σε συνδυασμό με την επίκληση της εχθρικής παράδοσης στη χώρα μας απέναντι στην αναζήτηση λύσεων κοινής αποδοχής «όπου η λέξη συμβιβασμός γίνεται συνήθως αντιληπτή ως ισοδύναμη της προδοσίας και η συναίνεση ως υποχώρηση» (Αλιβιζάτος).

Εάν, μάλιστα, κοινός εχθρός είναι η πελατειακή συνθήκη, υποστηρίζεται ότι η αντικατάσταση του πρωθυπουργοκεντρισμού από ένα σύστημα συμμαχικής διακυβέρνησης, με απλή αναλογική και προσθήκη νέων «παικτών αρνησικυρίας», δεν εγγυάται την αποτροπή της πολιτικής παραλυσίας, της επιρροής των «διανεμητικών συσπειρώσεων» και της χαλαρής δημοσιονομικής πειθαρχίας (Καζάκος). Τούτο διότι, όπως προβάλλεται, σε ένα κατακερματισμένο σύστημα πολιτικής εξουσίας δύσκολα θα συμφωνήσουν όλα τα μέρη να αναλάβουν την ευθύνη δυσάρεστων αποφάσεων που θα θίγουν τις διαφορετικές ομάδες που συγκροτούν την κοινωνική στήριξή τους.

Η υπόθεση βεβαίως αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από το 2010 και μετά στο νέο πλαίσιο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η κατάρρευση των παραδοσιακών σταθερών του δικομματισμού ως απόρροια της οικονομικής κρίσης. Πλέον, τα “χαμηλά” ποσοστά του πρώτου κόμματος (με κριτήριο τα αρχικά αριθμητικά δεδομένα της μεταπολίτευσης) οδηγούν στην ανάγκη σύμπηξης κυβερνητικών συνεργασιών μεταξύ περισσοτέρων κομμάτων, χωρίς να χρειάζεται καν η αλλαγή επί το αναλογικότερον του σημερινού «ληστρικού» εκλογικού συστήματος. Έτσι από το 2011 και μετά έχουμε κατά βάση κυβερνήσεις συνασπισμού ή υπηρεσιακές κυβερνήσεις, των οποίων οι συνιστώσες αθροιστικά δεν υπερβαίνουν το 40 με 43% των προτιμήσεων του εκλογικού σώματος. Χωρίς να αναφερθούμε στις ποιοτικές προδιαγραφές αυτών των μετα-μνημονιακών κυβερνητικών συνεργασιών, που σίγουρα δεν αποτυπώνουν μια «γνήσια κουλτούρα πολιτικών συναινέσεων» ούτε μια ουσιαστική μετάβαση προς την «ώριμη δημοκρατία της συναίνεσης» (Γεραπετρίτης) κατά το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Γερμανία, Αγγλία), είναι υποστηρίξιμη η ιδέα ότι σταδιακά αναδύεται ένα νέο παράδειγμα πολιτικής λειτουργίας στα ερείπια του μεταπολιτευτικού δικομματισμού με ισχυρή τόνωση των συναινετικών προδιαγραφών.

Έτσι, την ίδια στιγμή που η αντιπαράθεση Κυβέρνησης-Αντιπολίτευσης εκτρέπεται συχνά σε απρέπειες και προσωπικές προσβολές, ωριμάζει η ιδέα στην κοινωνία για συναινετική λειτουργία των κομμάτων εν όψει του κοινού στόχου της ανάκαμψης της χώρας μέσα από την αναδιάταξη και επανεκκίνηση του πολιτικού της συστήματος. Από τη σκοπιά αυτή, δεν εμφανίζεται διόλου πειστική η άποψη που, ενώ διαπιστώνει τη σταδιακή και εξ ανάγκης μετάβαση στο μοντέλο του συναινετικού κοινοβουλευτισμού, αρνείται την καθιέρωση της απλής αναλογικής για το λόγο ότι ο κατακερματισμός «θα τονώσει τους εγωισμούς και θα αποτρέψει τις συγκλίσεις που είναι απαραίτητες για βιώσιμα κυβερνητικά σχήματα» (Αλιβιζάτος). Η θέση αυτή παραγνωρίζει ότι ο κατακερματισμός έχει ήδη προκύψει τόσο με την κατάρρευση του δικομματισμού όσο και με την προϊούσα αποσπασματοποίηση της κοινωνίας που αναζητεί πλέον μετα-πλειοψηφικές λύσεις διευρυμένης συναπόφασης των πολιτικών ανάκαμψης της χώρας. Στην πραγματικότητα – χωρίς να παραγνωρίζουμε τον κίνδυνο ο πολλαπλασιασμός των πόλων εξουσίας να διευρύνει τις ευκαιρίες για πολιτικές τριβές με απροσδιόριστο κόστος – η διάσπαση της σημερινής υπερσυγκέντρωσης ισχύος στο πρωθυπουργικό κόμμα μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά μόνο με ένα αναλογικό σύστημα που θα αναγκάζει διαρκώς την Κυβέρνηση να διαλέγεται τόσο στο εσωτερικό της όσο και με τα άλλα κόμματα για να λάβει αποφάσεις που θα είναι προϊόν συνθέσεων, με ευρύτερη βάση δημοκρατικής στήριξης και νομιμοποίησης και άρα με υψηλότερες πιθανότητες επιτυχίας στην εφαρμογή τους. Και εν πάση περιπτώσει, το δίδαγμα που αντλείται από την πρόσφατη ελληνική εμπειρία της μεταπολίτευσης είναι ότι οι ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις της ενισχυμένης αναλογικής παρουσίασαν την εγγενή ροπή για χρέη και αλόγιστη διακυβέρνηση, ενώ από την άλλη πλευρά ακόμη στασιάζεται στους κόλπους της πολιτικής επιστήμης εάν η απλή αναλογική οδηγεί σε διόγκωση του δημοσιονομικού κόστους…

Τέλος, το αίτημα για συναινετική δημοκρατία μέσω αντιβάρων εκφράζεται συχνά με τη διατύπωση είτε ριζικών είτε βελτιωτικών προτάσεων σχετικά με την αναβάθμιση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας (εφεξής ΠτΔ), προκειμένου να εξισορροπηθούν εκείνες του Πρωθυπουργού και της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Η ενίσχυση του ρόλου του ΠτΔ προτείνεται με δύο κυρίως εκδοχές. Μία ριζική, που αποσκοπεί στην ανάδειξη του ΠτΔ ως νέου διακριτού πόλου της εκτελεστικής εξουσίας με διακριτό πολιτικό πρόγραμμα (Δρόσος), καθώς και ευθεία αναγωγή των εξουσιών του στη δημοκρατική αρχή λόγω της ανάδειξής του με άμεση εκλογή από το λαό (Βιδάλης). Και μία ήπια ή βελτιωτική, που προτείνει απλώς την ανάθεση στον ΠτΔ μιας σειράς αρμοδιοτήτων που ενισχύουν το ρόλο του ως «ρυθμιστή» του πολιτεύματος (π.χ. συμμετοχή στην ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, βελτίωση των όρων αναπομπής ενός νομοθετήματος), χωρίς όμως να του αναγνωρίζεται ενεργότερος πολιτικός ρόλος και χωρίς να εκλέγεται από το λαό. Γι’ αυτή τη δεύτερη ήπια εκδοχή, η ανάθεση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων σε συνδυασμό με τη διακριτή εκλογική νομιμοποίηση του ΠτΔ θα εισήγαγε ένα νέο πολιτικό παίκτη στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος που θα ενίσχυε τις περιπλοκές και τις καθυστερήσεις στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων που έχει σήμερα ανάγκη η χώρα. Για την πρώτη άποψη αντίθετα, είναι ακριβώς η πρόσδοση πολιτικού ρόλου και το ξεχωριστό νομιμοποιητικό θεμέλιο της άμεσης λαϊκής εκλογής του ΠτΔ που έχει ανάγκη σήμερα το σύστημα διακυβέρνησής μας ώστε να βρει μια νέα ισορροπία μέσα από μια θεσμική διαρχία που θα προκαλεί συναινέσεις και σταθερότητα. Υπάρχει βεβαίως και η τρίτη ενδιάμεση άποψη που προκρίνει την άμεση εκλογή του ΠτΔ μόνον στην περίπτωση που είναι αδύνατη η ανάδειξή του μέσω των αυξημένων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών σε συνδυασμό με τη βελτιωτική και λελογισμένη αύξηση των ρυθμιστικών του αρμοδιοτήτων.

Εκτιμώ ότι η πιο συμβατή με τη θεωρία των αντιβάρων είναι η πρώτη λύση που εξισώνει τον Πρόεδρο με έναν πολιτικό αρχηγό με άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, έστω και χωρίς θεαματική ενίσχυση των ουσιαστικών αρμοδιοτήτων του, ικανών ωστόσο να υποχρεώνουν τον Πρωθυπουργό και την πλειοψηφία να διαπραγματεύονται και να συνεργάζονται μαζί του για τις κρίσιμες αποφάσεις. Όπως επισημαίνει ο Γ. Δρόσος, ένα τέτοιο σύστημα θα λειτουργούσε αποτελεσματικότερα εάν η Κυβέρνηση που διαπραγματεύεται με το ΠτΔ είχε προκύψει με σύστημα απλής αναλογικής ώστε να μη γέρνει η ζυγαριά μονίμως προς την πλευρά του Πρωθυπουργού.

Δεν λείπουν βεβαίως και οι εκτιμήσεις ότι «η άμεση εκλογή ΠτΔ σε συνδυασμό με την καθιέρωση απλής αναλογικής οδηγούν σε υπονόμευση της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας που θα πλήξει το πολίτευμα» (Τσακυράκης) ή ότι η άμεση εκλογή σε συνδυασμό με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ και τη θέσπιση απλής αναλογικής «μεταβάλλει ουσιωδώς τη μορφή του κοινοβουλευτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τη συνταγματική αναθεώρηση του 186», καθώς εγκαθιστά μια «μάλλον ασθενή Κυβέρνη, έναν αποδυναμωμένο Πρωθυπουργό και έναν πολύ ισχυρό Πρόεδρο» (Ανθόπουλος).

Όποια άποψη κι αν υιοθετήσει κανείς σε σχέση με την ερμηνεία των όρων «βάση και μορφή του Πολιτεύματος» που διατυπώνονται στο άρθρο 110 του Συντάγματος για να προδιαγράψουν τα ουσιαστικά όρια της σ.α. (Βενιζέλος) και όσο κι αν επιμείνει κοινωνιολογικά στην ιδεολογική χρήση της νομιμοποιητικής επίκλησης της «αληθινής φύσης πολιτεύματος» για πολιτικούς σκοπούς (Παπατόλιας), είναι βέβαιο ότι δύσκολα μπορεί να νομιμοποιηθεί στο πλαίσιο της παρούσας συγκυρίας και του δεδομένου κοινωνικο-πολιτικού συσχετισμού η ευθεία εισαγωγή στοιχείων ημι-προεδρικής δημοκρατίας. Πολλώ δε μάλλον όταν η διεθνής εμπειρία και πρακτική, καθώς και η κρατούσα άποψη στη θεωρία δείχνουν ότι τα κοινοβουλευτικά συστήματα παρουσιάζονται με καλύτερες οικονομικές επιδόσεις στη διάρκεια της κρίσης (Καμτσίδου, Βενιζέλος). Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν αρκεί η άμεση εκλογή του Προέδρου ή η εξισορροπητική λειτουργία του σε σχέση με την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να χαρακτηριστεί ένα πολίτευμα ως ημι-προεδρικό. Διακρίνεται, έτσι, μια ομογνωμία για τη διάσωση της κοινοβουλευτικής μορφής στο νέο πλαίσιο του ενισχυμένου ρόλου του ΠτΔ, η οποία διαταράσσεται μόνον όταν η ενίσχυση αυτή φτάνει να ισοδυναμεί με πλήρη «αποκατάσταση» των αρμοδιοτήτων που του αφαιρέθηκαν με τη σ.α. του 1986. Με άλλα λόγια, η άμεση εκλογή σε συνδυασμό με τις αρμοδιότητες του Σ1975 λογίζεται ως «αλλοίωση της μορφής του πολιτεύματος», ενώ η εκλογή από το λαό χωρίς «αποκατάσταση» αρμοδιοτήτων δεν προσκρούει στα ουσιαστικά όρια της σ.α. Συνεπώς, η μόνη θεμιτή λύση για να μη θεωρηθεί η Βουλή ως «συντακτική» είναι να αναγνωρίσει σε έναν άμεσα εκλεγόμενο ΠτΔ «ήπια ρυθμιστικά αντίβαρα της εξουσίας», που δεν συνεπάγονται δηλαδή δραστικούς περιορισμούς της εξουσίας της κυβέρνησης, όπως π.χ. η παύση της κυβέρνησης ή η διάλυση της Βουλής (Τασόπουλος).

 

Ολοκληρώνοντας τους βασικούς άξονες της πρόσληψης των αντιβάρων στην ελληνική μεταπολιτευτική πραγματικότητα, πρέπει να επισημάνουμε ότι η διδασκαλία αυτή, δεν ετύγχανε πάντοτε θερμής αποδοχής από τη θεωρία ή το εγχώριο πολιτικό σύστημα που βασίστηκε στην πλειοψηφική εκδοχή του κοινοβουλευτισμού, η οποία αποστρέφεται τα αντίβαρα. Η θέση αυτή, πέρα από τις ιδιαιτερότητες της μεταπολίτευσης, είναι, απότοκη ενός δομικότερου στοιχείου της ελληνικής πολιτειακής συγκρότησης που έγκειται στην προβληματική σύζευξη δύο διαφορετικών πολιτειακών προτύπων: του νεωτερικού προτύπου της γαλλικής επανάστασης και του «σουλτανικού καθεστώτος» που συνδέεται με την προσωποπαγή άσκηση εξουσίας, τη ροπή στην αυθαιρεσία και την έντονη εναντίωση της κοινωνίας και της ηγεσίας προς τις πρακτικές του «αυτο-περιοριζόμενου κράτους» που σηματοδοτούν τα αντίβαρα (Διαμαντούρος). Αυτή ακριβώς η δυσπιστία και η κατά καιρούς αποτύπωσή της στα διάφορα Συντάγματα αποτελεί και έναν από τους βασικούς λόγους της «δύσκολης νομιμοποίησης» των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα (Μάνεσης).

 

Ε. Τα αντίβαρα στις προτάσεις για συνταγματική αναθεώρηση

Η αντίληψη περί θεσμικών εξισορροπήσεων και αντιβάρων συνέχει πολλές από τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί στο πλαίσιο της τελευταίας πρωθυπουργικής εξαγγελίας για αναθεωρητική πρωτοβουλία της πλειοψηφίας, καθώς και ορισμένων που είχαν παρουσιαστεί σε συνέχεια παρόμοιας εξαγγελίας του πρώην Πρωθυπουργού. Δεδομένου ότι ακόμη δεν έχει κινηθεί η επίσημη συνταγματική διαδικασία του άρθρου 110Σ, ώστε να αποσαφηνιστούν απολύτως οι συνταγματικές πολιτικές των κομμάτων για το περιεχόμενο της σ.α. στις εισηγήσεις της πλειοψηφίας και της αντιπολίτευσης, η μελέτη μας θα περιοριστεί στις ελάχιστες εκείνες επιστημονικές ή πολιτικές προσεγγίσεις που οριοθετούν με συστηματικό τρόπο τους βασικούς άξονες μιας αναθεωρητικής πολιτικής, με αφετηρία τη θεωρία των αντιβάρων.

 

  1. Τα αντίβαρα στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής λειτουργίας

Η θέσπιση αντιβάρων στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής λειτουργίας του πολιτεύματος αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας του νομοθετικού έργου, καθώς και στην ουσιαστική αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού ελέγχου κατά τις αρχές του “έλλογου κοινοβουλευτισμού” (Γεραπετρίτης). Αυτός αντιδιαστέλλεται προς τον «εκλογικευμένο (ή εξορθολογισμένο) κοινοβουλευτισμό» (parlementarisme rationnalisé), ο οποίος ιστορικά συνδέθηκε με τη μονοπώληση της νομοθετικής πρωτοβουλίας από την κυβέρνηση, την επιτάχυνση και απλούστευση του νομοθετικού έργου και την επέκταση της κανονιστικής αρμοδιότητας της εκτελεστικής εξουσίας. Στο πλαίσιο του “έλλογου κοινοβουλευτισμού” παραμένει ζητούμενο η διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας και της ταχείας νομοπαραγωγικής λειτουργίας με την εμπλοκή της κυβέρνησης, χωρίς όμως να περιθωριοποιείται ο ρόλος του Κοινοβουλίου, όπως π.χ. συνέβη εσχάτως στη χώρα μας με τη γενίκευση της πρακτικής των ΠΝΠ και την ανεπίγνωστη υπερψήφιση εκατοντάδων τεχνικών διατάξεων εν μία νυκτί…

Ο πρακτικός εκσυγχρονισμός της λειτουργίας του Κοινοβουλίου επιδιώκεται συνήθως μέσω της εισαγωγής ήπιων, αναβλητικών ή παραινετικών, αντιβάρων (Τασόπουλος), τα οποία διασφαλίζουν τα δικαιώματα της μειοψηφίας και της ατομικής πρωτοβουλίας των βουλευτών, δημιουργώντας συνθήκες διαφάνειας και αμεροληψίας στο κοινοβουλευτικό έργο. Η θεσμική κατοχύρωση της έγκαιρης και συστηματικής πληροφόρησης των βουλευτών, η καθιέρωση υποχρέωσης απαρτίας για τη λήψη αποφάσεων από τη Βουλή, η κωδικοποίηση και διεύρυνση των θεμάτων για τα οποία επιβάλλεται ονομαστική ψηφοφορία ή η πρόβλεψη της συγκροτημένης λειτουργίας των κοινοβουλευτικών ομάδων, αποτελούν μερικές από τις ρυθμίσεις που εμπνέονται από τον έλλογο κοινοβουλευτισμό και συνιστούν «τόπο συνάντησης» τόσο των λεγόμενων «φιλελεύθερων» προτάσεων (όπως η Επιτροπή των 6 με το «καινοτόμο Σύνταγμα για την Ελλάδα») όσο και των «προοδευτικών» (όπως η αντίστοιχη Επιτροπή των 6 για μια «προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος», η οποία αποσαφηνίζει σε μεγάλο βαθμό και τη συνταγματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ). Η σύγκλιση αυτή γίνεται μάλιστα εντυπωσιακότερη στα ζητήματα του κυρίως κοινοβουλευτικού ελέγχου, με αποκορύφωμα  την κοινή πρόταση «προοδευτικών» και «καινοτόμων» για σύσταση εξεταστικών επιτροπών και υποχρεωτική ακρόαση εμπλεκόμενων προσώπων με απόφαση της μειοψηφίας. Το νόημα των κοινών αυτών προσεγγίσεων είναι ότι η πολιτική εργαλειοποίηση του θεσμού των εξεταστικών ως μέσου «ανεπίκαιρου κοινοβουλευτικού ελέγχου» από την υφιστάμενη πλειοψηφία σε βάρος της απελθούσας κυβέρνησης (Γεραπετρίτης) αποτελεί παθολογία κοινά διαπιστωμένη (ανεξαρτήτως πολιτικού ή ιδεολογικού προσανατολισμού), της οποίας η διόρθωση αποκαθιστά την πραγματική διάσταση του κοινοβουλευτικού ελέγχου ως ουσιώδους αντιβάρου έναντι της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Εξίσου θεαματική είναι η σύγκλιση «καινοτόμων» και «προοδευτικών» στο πεδίο των συνταγματικών ρυθμίσεων σχετικά με την κατάθεση και έγκριση των προτάσεων εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Είναι γνωστό ότι ο συντακτικός νομοθέτης του 1975, έχοντας ως κεντρική επιλογή τη διασφάλιση της κυβερνητικής σταθερότητας, επεχείρησε με διάφορους τρόπους να διευκολύνει την αποδοχή της πρότασης εμπιστοσύνης και να δυσχεράνει την υποβολή και την αποδοχή της πρότασης μομφής. Κατά συνέπεια, είναι ήδη συνταγματικώς ανεκτό το φαινόμενο των κυβερνήσεων μειοψηφίας-ανοχής, που αποκτούν την εμπιστοσύνη της Βουλής επειδή ένας αριθμός βουλευτών επιλέγει πολιτικά να απέχει από τη σχετική ψηφοφορία. Η ρητή αποσαφήνιση (τόσο σε «καινοτόμους» όσο και σε «προοδευτικούς») της απαιτούμενης πλειοψηφίας στην ψήφιση της πρώτης πρότασης εμπιστοσύνης κατά το διορισμό της Κυβέρνησης επιλύει ένα χρονίζον ερμηνευτικό πρόβλημα του οργανωτικού μέρους του Συντάγματος προς μία κατεύθυνση που ούτως ή άλλως είχε κυριαρχήσει και στην επιστήμη και στην πολιτική πρακτική. Από αυτή τη σκοπιά, φαντάζει μάλλον εξεζητημένη η αυστηρή κριτική που δέχθηκε η διάταξη ως «επικίνδυνης» ή «μπολιβαριανής» έμπνευσης, για το λόγο ότι σε συνδυασμό με την απλή αναλογική, θα οδηγούσε σε κυβερνήσεις συνεργασίας “ενάντια στην αρχή της δεδηλωμένης” (Μποτόπουλος).

Κατά δεύτερο λόγο, οι δύο προτάσεις συγκλίνουν στη γνωστή πρακτική της λεγόμενης «εποικοδομητικής πρότασης δυσπιστίας», σύμφωνα με την οποία, κατά το γερμανικό πρότυπο, η πρόταση δυσπιστίας κατατίθεται παραδεκτώς κατά της Κυβέρνησης, μόνον εφόσον περιλαμβάνει πρόταση νέου Πρωθυπουργού. Η άρση της εμπιστοσύνης της Βουλής συνδέεται έτσι με την εκλογή διαδόχου του Πρωθυπουργού, με αποτέλεσμα να διασταυρώνονται έτσι η κοινοβουλευτική αρχή με την αρχή της δεδηλωμένης (Βενιζέλος). Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εξασφαλίζεται η κυβερνητική σταθερότητα, καθώς και η σταθερότητα του εκλογικού-πολιτικού κύκλου μέσα από την αποτροπή της λεγόμενης «σύγκλισης δυσπιστίας» πολιτικά αντίθετων δυνάμεων που δεν διαθέτουν όμως συγκεκριμένη θετική εναλλακτική πρόταση για τη συνέχιση της διακυβέρνησης. Έτσι, αποφεύγεται η πρόωρη διάλυση της Βουλής, ενώ οι πολιτικές δυνάμεις “εξαναγκάζονται” να επιδιώξουν ευρύτερες συναινέσεις προκειμένου να εξασφαλίσουν την παράταση του κυβερνητικού βίου, συγκροτώντας ακόμη και κυβερνήσεις ανοχής ή μειοψηφίας.

Πολλοί είναι αυτοί που διαφωνούν με τη σκοπιμότητα τέτοιων διατάξεων, που κατ’ ουσία εισάγουν “κυβερνητικά αντίβαρα” έναντι μιας δυνητικής αντικυβερνητικής πλειοψηφίας, αφενός επικαλούμενοι την κρατούσα πρακτική, ότι δηλαδή ποτέ δεν έχει συμβεί μια πρόταση δυσπιστίας να έχει συγκεντρώσει 151 ψήφους, εξαιτίας της παράδοσης της κομματικής πειθαρχίας στη χώρα μας και της υπεραντιπροσώπευσης του πρώτου κόμματος και αφετέρου υποστηρίζοντας ότι οι εκλογές αποτελούν συχνά τη δικλίδα εκτόνωσης, τη λύση δηλαδή στα κυβερνητικά αδιέξοδα που είναι σε θέση να προκαλέσουν μεγαλύτερη αβεβαιότητα για τη διακυβέρνηση την οικονομία της χώρας απ’ ότι η προσφυγή στη λαϊκή βούληση. Η απάντηση στις αιτιάσεις αυτές έγκειται διαδοχικά στο ότι α) η συνθήκη της υπεραντιπροσώπευσης του πρώτου κόμματος έχει ήδη αναιρεθεί με την κατάρρευση του δικομματισμού και την προοπτική εφαρμογής αναλογικότερων εκλογικών συστημάτων και β) παραμένει η δυνατότητα της πρόωρης διάλυσης της βουλής είτε με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης (στην «προοδευτική» πρόταση), είτε με αυτοδιάλυση στην «καινοτόμα», ως τελική εγγύηση πολιτικής εκτόνωσης. Ας μη λησμονούμε ότι από την εμφάνιση του ιστορικού προτύπου του “ορλεανισμού” μέχρι την οριστική επικράτηση του κομματικού φαινομένου και του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού, η διάλυση της Βουλής λογιζόταν ως το θεσμικό αντίβαρο της κοινοβουλευτικής αρχής, ως η αντιρρόπηση δηλαδή ακριβώς αυτής της συνθήκης που έγκειται στην εξάρτηση της Κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Από τη στιγμή όμως που τα πλειοψηφικά κόμματα διασυνδέουν σε ένα και ενιαίο πολιτικό κέντρο ισχύος την Κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η «κυβερνητική» διάλυση φαντάζει αυτονόητη ως λογική απόρροια της ίδιας της κοινοβουλευτικής αρχής, στις περιπτώσεις που η ίδια η κυβερνητική πλειοψηφία αρνείται να στηρίξει ή να ανεχθεί άλλη Κυβέρνηση (Βενιζέλος).

Στο ίδιο πνεύμα ενίσχυσης της κυβερνητικής σταθερότητας κινείται και η υιοθέτηση του λεγόμενου «σουηδικού μοντέλου», σύμφωνα με το οποίο η θητεία της Βουλής που θα προκύψει από πρόωρες εκλογές θα είναι ίση με τον υπολειπόμενο χρόνο της θητείας της προηγούμενης. Με τον τρόπο αυτό, ιδρύεται ένα ουσιώδες αντικίνητρο για την πρόκληση τυχόν πρόωρων εκλογών, ενισχύοντας έτσι ακόμη περισσότερο την προοπτική της αναζήτησης συναινέσεων και την άμβλυνση του συγκρουσιακού χαρακτήρα του πολιτικού ανταγωνισμού στη χώρα μας. Περιττεύει δε να σημειώσω ότι και εδώ συγκλίνουν η «προοδευτική» με τη «καινοτόμα» εκδοχή περί αναθεώρησης…

Στην πραγματικότητα, αντίστοιχοι θεσμοί «τεχνητής» και μεθοδευμένης διασφάλισης της κυβερνητικής σταθερότητας και συνοχής ισχύουν με επιτυχία εδώ και χρόνια στις μεγάλες δυτικές δημοκρατίες, αποτελώντας βασικό οργανωτικό κανόνα του πολιτικού παιγνίου, στο οποίο προσφεύγουν τόσο τα «προοδευτικά» όσο και τα «συντηρητικά» κόμματα. Κλασική είναι η περίπτωση του άρθρου 49 παρ.3 του γαλλικού Σ.1958 που επιτρέπει στον πρωθυπουργό να θέσει ζήτημα εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση επ’ αφορμή της ψήφισης ενός νόμου που προκαλεί αναταράξεις στο πλειοψηφικό κυβερνητικό στρατόπεδο. Στην περίπτωση υπερψήφισης της εμπιστοσύνης, θεωρείται κατά «πλάσμα δικαίου» ότι ο νόμος έχει ψηφιστεί, εάν δεν έχει κατατεθεί μέσα σε 24 ώρες η πρόταση μομφής που προβλέπει το Σύνταγμα. Με τον τρόπο αυτό, ο Πρωθυπουργός διασφαλίζει έναν τριπλό στόχο: τη συνοχή της πλειοψηφίας του, την ταχεία υιοθέτηση του κρίσιμου νομοθετήματος και την απεμπλοκή του από ατέρμονες διαπραγματεύσεις με τους βουλευτές του. Στην ίδια λογική υπακούει και η πρακτική της «δεσμευμένης ψήφου» (vote bloqué) του άρθρου 44 εδ.3 που προβλέπει ότι η Βουλή μπορεί, με πρόταση της Κυβέρνησης, να αποφασίζει σε μία μόνο ψηφοφορία για το σύνολο του υπό συζήτηση νομοσχεδίου, υιοθετώντας παράλληλα και τις κυβερνητικές τροπολογίες.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται να εξεταστούν στην παρούσα ενότητα οι προτάσεις για τους χρονικούς περιορισμούς στις θητείες των βουλευτών ή για το τυχόν ασυμβίβαστο υπουργού-βουλευτών ή ακόμη για την υποχρεωτική κοινοβουλευτική ιδιότητα του πρωθυπουργού ή των υπουργών, όχι βεβαίως διότι εδώ οι εστίες απόκλισης μεταξύ της «προοδευτικής» και της «καινοτόμας» πρότασης πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα, αλλά γιατί εκτιμούμε ότι η τροποποίηση των συνταγματικών κανόνων που ρυθμίζουν ζητήματα των εκλογών ή ορισμένες προϋποθέσεις ανάληψης αξιωμάτων αφενός δε συνδέονται ευθέως με την τροποποίηση των θεσμικών ισορροπιών και την αλληλοαναχαίτιση διαφορετικών πόλων της εξουσίας, (μολονότι ενδέχεται να επηρεάσουν καθοριστικά τη συνολική ισορροπία της λειτουργίας του πολιτεύματος), και αφετέρου έχουν την αφετηρία τους σε διαφορετικές παραδόσεις και αντιλήψεις από εκείνες των checks and balances. Η ίδια διαπίστωση ισχύει εν πολλοίς και για τη μελέτη του δημοψηφίσματος ως λαϊκού αντιβάρου της εξουσίας, με την εξαίρεση ίσως των λαϊκών νομοθετικών πρωτοβουλιών αρνησικυρίας ή των καταργητικών δημοψηφισμάτων που θα αποτελέσει αντικείμενο νέας μελέτης.

 

  1. Τα αντίβαρα του Προέδρου της Δημοκρατίας

Όπως έχουμε ήδη αναπτύξει, η κρατούσα θέση σήμερα στην ελληνική θεωρία είναι ότι στον ΠτΔ μπορούν να αναγνωριστούν μόνον ήπια ρυθμιστικά αντίβαρα έναντι της κυβερνώσας εξουσίας της πλειοψηφίας και του Πρωθυπουργού.

Η στάση αυτή που απορρέει από την ιστορική δυσπιστία έναντι των δραστικών εξισορροπητικών αρμοδιοτήτων του μονάρχη σε βάρος του  Κοινοβουλίου, δεν εξουδετερώθηκε μετά από την εμπειρία της «συγκατοίκησης» Καραμανλή-Παπανδρέου (Ανθόπουλος) και επιβιώνει ακόμη και σήμερα με τη διατύπωση ισχυρών επιφυλάξεων σε τυχόν εδραίωση ενός «πατερναλιστικού» ρόλου του ΠτΔ στο σύστημα διακυβέρνησης. Βεβαίως, αυτό δεν εμποδίζει αρκετούς να προσβλέπουν «σε έναν ισχυρό και διακριτό πόλο της εκτελεστικής εξουσίας» που θα διαθέτει παράλληλα «τη δημοκρατική νομιμοποίηση να υπερβαίνει τις συνήθεις ρυθμιστικές και εγγυητικές του λειτουργίες, αναλαμβάνοντας κρίσιμες για την ισορροπία του πολιτικού συστήματος πρωτοβουλίες» ιδίως για την απεμπλοκή του από θεσμικές βραχυκυκλώσεις στις σχέσεις Κυβέρνησης-Βουλής (Σωτηρέλης). Ο κατάλογος των κλασικών παραινετικών ή αναβλητικών αντιβάρων, που συνδέονται με το ρυθμιστικό-σταθεροποιητικό ρόλο του Προέδρου, (όπως η δυνατότητα να απευθύνει διαγγέλματα χωρίς ανάγκη προσωπογραφής, να συγκαλεί το Συμβούλιο Αρχηγών ή το Υπουργικό Συμβούλιο και να αναπέμπει ψηφισμένο νομοσχέδιο), εμπλουτίζεται έτσι με την προσθήκη ισχυρότερων «αποτρεπτικών» αντιβάρων που ενισχύουν τον εγγυητικό ρόλο του, όπως η δυνατότητα της ευθείας ανάμειξής του σε έναν αφηρημένο και προληπτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, με την αναγνώριση του δικαιώματός του να παραπέμπει κατά την κρίση του ψηφισμένα νομοσχέδια στο ΑΕΔ, το οποίο σε αρκετές αναθεωρητικές προτάσεις μετεξελίσσεται με την ανάληψη πρόσθετων αρμοδιοτήτων, σε ένα κανονικό Συνταγματικό Δικαστήριο.

Τέλος, το πλαίσιο αυτής της λελογισμένης αύξησης των αρμοδιοτήτων του ΠτΔ ολοκληρώνεται με την ανάθεση σ΄ αυτόν της αρμοδιότητας πρόκλησης δημοψηφίσματος, καθώς και της επιφύλαξης σ’ αυτόν του “τελικού λόγου” στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων Αρχών. Αυτή η “βεντάλια” των αρμοδιοτήτων προκρίνεται δε σχεδόν στο σύνολό της τόσο από τη «προοδευτική» όσο και από την «καινοτόμα» πρόταση των 6, με ελάχιστες, και ως επί το πλείστον επουσιώδεις, αποκλίσεις, πλην της σημαντικής διαφοροποίησής τους στο ζήτημα της δυνατότητας του ΠτΔ να προκαλεί πρόωρη διάλυση της Βουλής όπως προτείνει το «καινοτόμο Σύνταγμα». Εκτιμώ ότι η αποκατάσταση αυτής της προνομίας του ΠτΔ «για λόγους προφανούς δυσαρμονίας με το λαϊκό αίσθημα» αφενός δεν εξυπηρετεί πλέον, ως «δραστικό» αντίβαρο, καμία σκοπιμότητα στο πλαίσιο ενός ισορροπημένου συστήματος διακυβέρνησης και αφετέρου εμφανίζεται ως «θεσμικά επικίνδυνη», πολλαπλασιάζοντας τις εστίες αστάθειας του πολιτεύματος.

Τέλος, οι ευρείες συγκλίσεις και οι “εκλεκτικές συγγένειες” ως προς τις νέες αρμοδιότητες του ΠτΔ που παρατηρούνται στη θεωρία, αλλά και στις δύο συστηματικότερες μέχρι σήμερα εκδοχές αναθεωρητικής πολιτικής, καθιστούν άνευ λόγου τη σκληρή κριτική που διατυπώνεται περί «πολιτειακής αλλοίωσης» που δήθεν μεθοδεύει το σχέδιο μιας νέας διάρθρωσης αρμοδιοτήτων, με την οποία  προσδίδονται στον ΠτΔ «προνομίες» όχι πλέον «ρυθμιστή» αλλά «πολιτικού παίκτη» (Μποτόπουλος). Η σύγκριση των απόψεων που έχουν κατατεθεί μέχρι σήμερα καταδεικνύει, αντιθέτως, ότι η σύγκλιση αγγίζει και την ίδια την προοπτική της πολιτικής ισχυροποίησης του ΠτΔ, με διαφορετικές βεβαίως κάθε φορά αποχρώσεις ή διαβαθμίσεις. Η ισχυροποίηση του πολιτικού ρόλου άλλοτε εκλαμβάνεται μαξιμαλιστικά ως εγκατάσταση ενός νέου πολιτικού αρχηγού με διακριτό πολιτικό πρόγραμμα και τη δυνατότητα να παράγει αυτοτελώς πολιτικά γεγονότα, έξω όμως από το κομματικό και κοινοβουλευτικό σύστημα και τις πελατειακές δουλείες που το συνοδεύουν (Δρόσος). Άλλοτε ο ΠτΔ λογίζεται ως εγγυητής του πολιτεύματος με ευρύτερες εξισορροπητικές πολιτικές λειτουργίες απεμπλοκής από αδιέξοδα (Σωτηρέλης-Παπαδόπουλος), άλλοτε πάλι ως “ασφαλιστική δικλίδα σε περίπτωση παρατεταμένης ακυβερνησίας ή ανικανότητας των κομμάτων να δώσουν λύσεις σε πιθανά αδιέξοδα” (Αλιβιζάτος).

Ουσιαστικές διαφορές στην προσέγγιση των αρμοδιοτήτων αναφύονται μόνο σε σχέση με την τυχόν αντιρρόπηση της κοινοβουλευτικής αρχής και την επανεισαγωγή του συστήματος της «διπλής εμπιστοσύνης» της Βουλής, που είχε στο μυαλό του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1975 κατά το πρότυπο των ημι-προεδρικών πολιτευμάτων. Το «όριο», με άλλα λόγια, «της πολιτικοποίησης του ΠτΔ» που συσκοτίζει την ομοφωνία είναι η αναγνώριση  υπό ορισμένες προϋποθέσεις της δυνατότητάς του να επηρεάζει το σχηματισμό της Κυβέρνησης ή τη διάλυση της Βουλής.

Επιλεκτικές συγκλίσεις, επίσης, παρατηρούνται και στο μείζον ζήτημα του τρόπου ανάδειξης του ΠτΔ, ο οποίος συνάδει περισσότερο με αυτό το νέο, πιο πολιτικοποιημένο, πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του. Άμεση ή έμμεση εκλογή λοιπόν; Κατ’ αρχήν, η θεωρία σχεδόν ομόφωνα αποδέχεται ότι η άμεση εκλογή του ΠτΔ από το λαό δεν αλλοιώνει την κοινοβουλευτική μορφή του Πολιτεύματος όσο συνδυάζεται με Κυβέρνηση που απολαμβάνει αποκλειστικά της εμπιστοσύνης της Βουλής. Μια σειρά κοινοβουλευτικών χωρών εξάλλου (π.χ. Αυστρία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισλανδία) έχουν άμεσα εκλεγόμενο Πρόεδρο, χωρίς να διακυβεύεται ο χαρακτηρισμός του πολιτεύματός τους. Όσοι μάλιστα προτείνουν καθεστώς άμεσης εκλογής επιμένουν αφενός στη συγκριτική αυτή διάσταση και τη θετική αποτίμησή της και αφετέρου στην ανάγκη να αποκτήσει διακριτό νομιμοποιητικό θεμέλιο ο Πρόεδρος για να ασκήσει αποτελεσματικότερα τις εξισορροπητικές λειτουργίες που θα του ανατεθούν. Ενδιαφέρον έχει από τη σκοπιά αυτή η επιχειρηματολογία του Ν. Αλιβιζάτου, ο οποίος το 2000, με αφορμή την πρόταση του αρχηγού της ΝΔ υπέρ της άμεσης εκλογής του ΠτΔ, υποστήριζε (περιγράφοντας τις θεσμικές συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής) ότι «με το κύρος και τη νομιμοποίηση που θα του παράσχει η άμεση εκλογή του από το λαό, ο πρόεδρος θα μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικότερα απ’ ό,τι σήμερα τις πολιτικές εξελίξεις. Αυτό θα συμβεί ιδίως αν, με την καθιέρωση ενός αναλογικότερου εκλογικού συστήματος, τερματιστεί κάποτε η πρακτική των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων και βαδίσουμε προς κυβερνήσεις συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων. Στην περίπτωση αυτή, τα περιθώρια προεδρικών παρεμβάσεων θα διευρυνθούν. Διότι τα κενά από την ασυνεννοησία των κομμάτων θα καλύπτει περίπου αυτοδικαίως ο νομιμοποιημένος από τη λαϊκή εντολή «αρχηγός του κράτους» («Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός»). Εάν κάτω από την επιχειρηματολογία αυτή έμπαινε σήμερα η υπογραφή των 6 πανεπιστημιακών που κατέθεσαν τη «προοδευτική» αναθεωρητική εκδοχή δεν θα προκαλούσε σε κανέναν έκπληξη…

Οι προσεγγίσεις αυτές της «πολιτικοποίησης» του ΠτΔ αποδέχονται στην πραγματικότητα τη λογική της «διαρχίας», δεν τρομάζουν μπροστά στον κίνδυνο ενός «δικέφαλου» ή «διπολικού» συγκρουσιακού συστήματος (Τσακυράκης, Βερέμης) ούτε πτοούνται από το ενδεχόμενο να εισαχθεί ο ΠτΔ στην κονίστρα ενός σκληρού κομματικού ανταγωνισμού, που θα θέσει αναπόφευκτα το ζήτημα της δυσαρμονίας μεταξύ δύο διαφορετικών λαϊκών εντολών, της Κυβέρνησης και του Προέδρου. Απέναντι σ’ αυτές τις ενστάσεις τα επιχειρήματα της «πολιτικοποίησης» είναι δύο ειδών: Πρώτον, ότι και με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, που επιτάσσουν την παρεμβολή του εκλογικού σώματος όταν τα κόμματα δεν καταλήξουν σε συναινετική εκλογή, ο Πρόεδρος αναπόφευκτα εντάσσεται στην κομματική διαμάχη και μάλιστα μέσω γενικών εκλογών που αφορούν άλλα ζητήματα και όχι την εκλογή ΠτΔ. Δεύτερον, ότι τυχόν δυσαρμονία των λαϊκών εντολών, σε περίπτωση εκλογικής αποδοκιμασίας του «κυβερνητικού υποψηφίου» για τη θέση του ΠτΔ, δεν προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία αφενός επειδή οι αρμοδιότητες του κάθε φορέα της εντολής είναι απολύτως διακριτές μεταξύ τους (Δημητρόπουλος) και αφετέρου επειδή η βάση της διακυβέρνησης θα είναι πολύ ευρύτερη με την παράλληλη θέσπιση αναλογικού συστήματος και δεν διαταράσσεται εύκολα με την αποδοκιμασία ενός υποψηφίου.

Η κριτική, ωστόσο, που ασκείται αναδεικνύει ένα γενικότερο πρόβλημα εσωτερικής λογικής και θεσμικής συνοχής της πρότασης που διασυνδέει την άμεση εκλογή του ΠτΔ με την αδυναμία συναινετικής εκλογής του από τη Βουλή. Πράγματι, είναι παράδοξο, έως και «σχιζοφρενικό» (Κοντιάδης) να εκκινεί η διαδικασία εκλογής του ΠτΔ με συναινετικό τρόπο, αλλά όταν η συναίνεση δεν εξασφαλίζεται να μετατρέπεται ξαφνικά σε έντονα κομματική, ανταγωνιστική και συγκρουσιακή. Περιέργως, η πρόταση αυτή, που είχε πρωτοδιατυπωθεί το 1998 από τον Σάκη Πεπονή είχε εξασφαλίσει την αποδοχή των κορυφαίων συνταγματολόγων μας (Μάνεσης, Τσάτσος), ενώ έχει συμπεριληφθεί και στις προτάσεις της ΝΔ από το 2000 και ένθεν με πιο πρόσφατους υποστηρικτές της τον Ευ. Μεϊμαράκη και την «προοδευτική» εκδοχή των 6.

Η πρόταση αυτή έχει ως εύλογη αφετηρία την αποσύνδεση της εκλογής του ΠτΔ από το ενδεχόμενο διάλυσης της Βουλής, δεδομένου ότι κανένα σοβαρό Σύνταγμα στον κόσμο δεν «περιέχει εν εαυτώ το σπέρμα της αποσταθεροποίησης» (Ανθόπουλος). Στη συνέχεια όμως συσχετίζει τη διενέργεια εκλογών με την αδυναμία συναινετικής συγκέντρωσης 200 βουλευτών και όχι, όπως προκύπτει από τη λογική των προεδρικών αντιβάρων, με την ενίσχυση του πολιτικού ρόλου του ΠτΔ, η οποία προϋποθέτει την αναγωγή στη δημοκρατική αρχή και την αναζήτηση διακριτής νομιμοποιητικής βάσης για τον Πρόεδρο. Έτσι, όμως, ο αναθεωρητικός νομοθέτης παραμένει εγκλωβισμένος στις παραδοχές του συντακτικού νομοθέτη του 1975 που απαιτεί ευρεία «προεδρική πλειοψηφία», προκειμένου να επιβάλλει στις πολιτικές δυνάμεις συνεργασία και συνεννόηση έξω από στενά κομματικές θεωρήσεις, ώστε να μπορεί ο ΠτΔ να ασκήσει το ρυθμιστικό ρόλο του αρχηγού του κράτους. Σ΄ αυτό το σύστημα, η έμμεση εκλογή του είναι άμεσα συνυφασμένη με την «ουδετερότητα» της εξουσίας του, που διαταράσσεται μόνο με την κατ’ εξαίρεση προσφυγή στις κάλπες, ως «αναγκαίο θεσμικό κακό», όταν το κομματικό σύστημα αδυνατεί να συγκροτήσει τις αναγκαίες συναινέσεις για την ανάδειξή του (Καμτσίδου). Η μετατροπή ωστόσο του ΠτΔ σε διακριτό πόλο πολιτικής ισχύος δεν μπορεί εξ ορισμού να χωρέσει σ’ αυτές τις προδιαγραφές της συναινετικής ανάδειξής του με έμμεσο τρόπο. Πλέον, η άμεση εκλογή του δεν προβάλλει ως η διέξοδος στο αδιέξοδο της συναινετικής αυτορρύθμισης των κομμάτων, αλλά ως το εφαλτήριο του διευρυμένου πολιτικού του ρόλου, ο οποίος καλείται να επιδράσει ως αντίβαρο στην κυβερνώσα εξουσία για να εξασφαλίσει τη συνολική συναινετική λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος.

Εάν ακολουθήσουμε μέχρι τα ακραία όριά της αυτή τη λογική της αναγκαστικής πολιτικής συνύπαρξης δύο κατόχων λαϊκής νομιμοποίησης, τότε οφείλουμε να δεχθούμε ότι, παρά τον κίνδυνο της υποβόσκουσας συγκρουσιακής κατάστασης μεταξύ τους, εξουδετερώνεται και το ενδεχόμενο αναγκαστικών πρόωρων εκλογών, δεδομένου ότι ο ισχυρός πόλος της «συγκατοίκησης», η κυβέρνηση, δεν μπορεί παρά να εξοικειωθεί σταδιακά με την ιδέα της διπολικής συνεννόησης προς όφελος της χώρας, αλλά και ως προϋπόθεσης για τη δική της μακροημέρευση.

Τέλος, ακόμη κι αν υιοθετηθεί ένα τέτοιο σύστημα συσχέτισης της άμεσης εκλογής του ΠτΔ με την αδυναμία έμμεσης ανάδειξής του από τη Βουλή, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να περιορίζονται οι λαϊκές επιλογές στους δύο πλειοψηφήσαντες υποψηφίους της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, αναπαράγοντας έτσι τις παθογένειες του δικομματισμού. Η δημοκρατική προδιαγραφή του συστήματος επιτάσσει αντιθέτως οι εκλογές να ανοιχτούν σε όλα τα κόμματα, αλλά και σε μεμονωμένες υποψηφιότητες πολιτών που θα συγκεντρώνουν πάντως κάποιες ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις (Σωτηρέλης).

 

  1. Το αντίβαρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου

Εάν η θεωρία και η πολιτική πρακτική στέκονται με διστακτικότητα για λόγους αρχής απέναντι στα λεγόμενα «προεδρικά αντίβαρα», οι επιφυλάξεις αυτές αίρονται όταν εισάγεται στη συζήτηση το δραστικό αντίβαρο ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου (εφεξής ΣΔ) εξοπλισμένου με την αρμοδιότητα να ακυρώνει τους νόμους που κρίνονται ως αντικειμενικοί στο Σύνταγμα. Το αντίβαρο ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, από την εποχή του Sieyés (Παπατόλιας) έως τη σύλληψη του Kelsen,  ως τελικού «εγγυητή» του Συντάγματος και των θεσμικών εξισορροπήσεων, παρουσιάζεται συγχρόνως ως ο πιο αποτελεσματικός φραγμός στην παντοδυναμία της πλειοψηφίας και ως η πλέον θεμελιώδης εγγύηση προστασίας των δικαιωμάτων των μειοψηφιών. Οι αντιρρήσεις που συνήθως εγείρει η ίδρυσή του αφορούν λιγότερο στην αποτελεσματικότητά του όσο στη δύσκολη νομιμοποίηση και ισορροπία του με τα κυρίως πολιτικά όργανα του κράτους στο πλαίσιο της γνωστής φιλολογίας για το περιλάλητο «κράτος των δικαστών».

Χωρίς να υπεισέλθουμε στις ατέρμονες θεωρητικές αντιπαραθέσεις που έχει προκαλέσει η σχετική συζήτηση ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου και χωρίς να αναλύσουμε τα κίνητρα των πολιτικών που υποστηρίζουν τη θέσπιση ενός τέτοιου οργάνου στη χώρα μας, πρέπει να αναφέρουμε, στην προσπάθειά μας να “ανιχνεύσουμε” τις αναθεωρητικές συγκλίσεις και τις “εκλεκτικές συγγένειες” ότι η ΝΔ, ήδη από την εποχή των προτάσεών της στο πλαίσιο της σ.α. του 2001, προτείνει σταθερά την μετατροπή του ΑΕΔ σε Συνταγματικό Δικαστήριο (Χρυσόγονος, Παπαδημητρίου) με την παράλληλη ενίσχυση της αρμοδιότητάς του σε θέματα ελέγχου α) της συνταγματικότητας των νόμων (είτε μέσω άμεσης παραπομπής από κάθε δικαστήριο είτε με την εκδοχή του συστήματος της «διπλής παραπομπής») και β) των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών και του «πόθεν έσχες» των τελευταίων. Οι προτάσεις δε αυτές προέβαλαν ρητώς, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα ότι ένα τέτοιο δικαστήριο, που θα εισήγαγε στην ελληνική έννομη τάξη στοιχεία συγκεντρωτικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, θα λειτουργούσε ως «αντίβαρο» της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, υπενθυμίζοντάς τους κάθε φορά τα συνταγματικώς επιτρεπτά όρια της δράσης τους. Ο Στ. Ματθίας, οδηγώντας στις ακραίες συνέπειές της αυτή την επιχειρηματολογία για την εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος μέσω ενός ΣΔ, δεν διστάζει να ομολογήσει ότι ένα τέτοιο όργανο, εφόσον συγκροτηθεί με αδιάβλητο τρόπο, «θα βοηθήσει την κυβέρνηση να επιλύσει ορισμένα αρνητικά φαινόμενα, τα οποία αδυνατεί ή, λόγω του πολιτικού κόστους, διστάζει να αντιμετωπίσει». Η επιχειρηματολογία αυτή συχνά μάλιστα συμπληρωνόταν με τη μέριμνα για επέκταση της δικαιοδοσίας ενός ΣΔ και στις λεγόμενες «σκοτεινές περιοχές» του Συντάγματος, που σχετίζονται με τις κυρίως πολιτικές λειτουργίες των κρατικών οργάνων που διαφεύγουν από κάθε έλεγχο (π.χ. «ψήφος Αλευρά», παραγραφή υπουργικών αδικημάτων ή άλλες ερμηνευτικές διαφορές μεταξύ διαφορετικών συντεταγμένων εξουσιών) (Αλιβιζάτος 1992).

Η ίδια σε γενικές γραμμές επιχειρηματολογία προβάλλεται και σήμερα από την πρόταση των 6 «για μια προοδευτική αναθεώρηση του Συντάγματος», ενώ περιέργως, η ΝΔ τηρεί πλέον αιδήμονα σιωπή, αποφεύγοντας να εκφραστεί ανοιχτά με θετικό τρόπο. Ορισμένοι δε εκπρόσωποι της θεωρίας, εγκαταλείπουν τους αρχικούς δισταγμούς τους και τοποθετούνται πια σαφώς αρνητικά για το λόγο ότι ο “διαβρωτικός κομματισμός” θα υπονόμευε καίρια την ανεξαρτησία ενός τέτοιου ΣΔ (Αλιβιζάτος). Το δε «καινοτόμο Σύνταγμα» συνεχίζει πεισματικά να εμπιστεύεται τη θετική υπεραιωνόβια παράδοση του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας, όταν όλα τα οργανωμένα δυτικά κράτη (και δεν αναφέρομαι βεβαίως στην Αλβανία, τα Σκόπια και την Τουρκία…) και αντίστοιχο Δικαστήριο διαθέτουν, αλλά και “συνταγματική προσφυγή”, συνδυάζοντας έτσι τα στοιχεία του διάχυτου με τον συγκεντρωτικό έλεγχο.

Η μέριμνα αυτή για συγκερασμό του προληπτικού με τον κατασταλτικό έλεγχο αποτυπώνεται και στην «προοδευτική πρόταση των 6», όπου προβλέπεται συνδυαστικά αφενός μεν η δυνατότητα εκδίκασης ένστασης ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας, η οποία υποβάλλεται από 120 βουλευτές ή τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον Πρόεδρο της Βουλής, αφετέρου δε η κρίση για τη συνταγματικότητα διάταξης νόμου μετά από παραπομπή οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου. Επίσης, είναι σημαντικό ότι το ΑΕΔ, ως ΣΔ, επεκτείνει τον έλεγχό του, έστω σημειακά, και στις λεγόμενες «οργανωτικές» συνταγματικές διαφορές, όπως και η εκδίκαση ένστασης κατά του κύρους της εκλογής του ΠτΔ ή μέλους του Προεδρείου της Βουλής, της αίτησης ακύρωσης κατά των ρυθμιστικών διαταγμάτων του ΠτΔ και της κρίσης για τυχόν αντίθεση διεθνούς συνθήκης με τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος, που εκφεύγουν σήμερα της δικαιοδοτικής κρίσης.

Εξίσου σημαντική είναι και η παράμετρος της σύνθεσης του ΑΕΔ, η οποία τόσο στις αρχικές προτάσεις της ΝΔ όσο και στην «πρόταση των 6» είναι σταθερή, γεγονός που προδίδει ότι πρόκειται για αυθεντικό ΣΔ και όχι για απλή μετονομασία του υφιστάμενου ΑΕΔ. Εκτιμώ ότι η προτεινόμενη από την «Ομάδα των 6» σύνθεση (3 μέλη προτείνονται από τον ΠτΔ, 3 από τη Βουλή με μία μόνο δυνατότητα επιλογής ανά βουλευτή και 3 με απλή πλειοψηφία σε ψηφοφορία μεταξύ των δικαστών του ΣτΕ, του ΑΠ και του ΕΣ) εξασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό μια, κατά το μάλλον ή ήττον, αξιόπιστη σύνθεση με αυξημένο το ρυθμιστικό ρόλο του ΠτΔ, τη διακομματική αποδοχή των υποψηφίων και την αυτορρυθμιστική παρέμβαση της Δικαιοσύνης, υπερβαίνοντας τις ακραίες κομματικές ταυτίσεις.

Βεβαίως, στη σύλληψη αυτή, το ΑΕΔ θα λειτουργεί συγχρόνως ως ΣΔ, ως εκλογοδικείο, ως δικαστήριο σύγκρουσης καθηκόντων και άρσης νομολογιακών διαφορών των Ανωτάτων Δικαστηρίων, καθώς και ως ελεγκτικό όργανο των εκλογικών δαπανών των πολιτικών κομμάτων και των βουλευτών και του «πόθεν έσχες» των υπουργών και των βουλευτών (Ράντος). Δεν έχουν λοιπόν άδικο όσοι κάνουν λόγο για «Σούπερ» ΑΕΔ (Μποτόπουλος), χωρίς ωστόσο να τεκμηριώνεται η γνώμη τους ότι αυτή η πληθωρική ελεγκτική παρουσία συνδυάζεται με «πλήρη ανασφάλεια δικαίου».

Στην πραγματικότητα όσοι προτείνουν τη θεσμοθέτηση ενός τόσο ισχυρού δραστικού αντίβαρου, έχοντας την εμπειρία της λειτουργίας τόσο των ΣΔ στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη όσο και του Ανώτατου Δικαστηρίου στις ΗΠΑ, αναλαμβάνουν πλήρως τον κίνδυνο να εισαγάγουν έναν νέο πανίσχυρο «παίκτη αρνησικυρίας» στο πολιτικό σύστημα (Τσεμπελής), ο οποίος μοιραία θα εξελιχθεί σε μηχανισμό συνδιαμόρφωσης του περιεχομένου του νόμου (και άρα της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας) είτε ως θετικός είτε ως αρνητικός συννομοθέτης στο πλαίσιο της ερμηνευτικής διάπλασης των συνταγματικών ή νομοθετικών κανόνων. Ο κίνδυνος «δικαστικού ακτιβισμού» ή «δικαιοπολιτικού βολονταρισμού» δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αποτραπεί με κανένα τρόπο, παρά μόνον να μετριαστεί στο πλαίσιο της γνωστής στρατηγικής του «δικαστικού αυτοπεριορισμού» ή της θεσμικής αυτοσυγκράτησης των δικαστών, φαινόμενο που έχει επαρκώς μελετηθεί από την πολιτική επιστήμη ως θεμελιώδης όρος αναπαραγωγής της ισχύος του θεσμού της Δικαιοσύνης σε ένα σύγχρονο πολιτικό σύστημα (Meunier).

Υπό την έννοια αυτή, η θέσπιση ενός ΣΔ έχει μεγαλύτερη σημασία ως μηχανισμός παραγωγής συναίνεσης και σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, μέσω της λειτουργίας του ως εργαλείου ανάσχεσης της εξουσίας της πλειοψηφίας, παρά ως μια δήθεν ύστατη δικλίδα «ορθής τήρησης» του Συντάγματος. Αντί να τρέφουμε την επικίνδυνη αυταπάτη ότι ένα τέτοιο Δικαστήριο θα λειτουργήσει ως ένας αντικειμενικός «φύλακας» του Συντάγματος στο πλαίσιο ενός μονοσήμαντου ελέγχου νομιμότητας, πέρα και έξω από το πολιτικό παίγνιο, θα ήταν προτιμότερο να συμβιβαστούμε από τώρα με τη ρεαλιστική πρόγνωση ότι το ΣΔ θα συνδιαμορφώνει εφεξής τις θεσμικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα. Η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας δεν συνιστά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, κάποιο ιδιαίτερο πλήγμα στη «θεσμική μας αυτοεκτίμηση», για να θυμίσω μια ωραία έκφραση του Κ. Γιαννακόπουλου, για τον ίδιο λόγο που δεν θα έπρεπε να αιθάνονται θιγμένοι οι Γερμανοί ή οι Γάλλοι πολίτες ή ακόμη και οι Αμερικανοί από την εποχή της Marbury v. Madison, από τη λειτουργία του δικού τους συστήματος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Ας μη λησμονούμε άλλωστε ότι η ανθρωπολογική σύλληψη που υποστηρίζει τη θεωρία των αντιβάρων είναι ριζικά απαισιόδοξη και κυνική. «Αν οι άνθρωποι ήταν ενάρετοι άγγελοι, δεν θα υπήρχε χρεία αντιβάρων», μας διδάσκει ο Madison επηρεασμένος από τον σκωτσέζικο διαφωτισμό, για να μας προτρέψει όμως να βασιστούμε στον ανταγωνισμό των φιλοδοξιών, αν θέλουμε να προκόψουμε συλλογικά.

Ας το θέσουμε, ολοκληρώνοντας την παρουσίασή μας, πιο προκλητικά: η εισαγωγή του «δημοσιονομικού κανόνα» στις προηγμένες έννομες τάξεις της Δύσης αποτελεί άραγε ένδειξη χαμηλής ή υψηλής θεσμικής αυτοπεποίθησης; Μήπως είναι απλώς η υπόμνηση ότι αφού είναι μοιραίο από την ανθρώπινη φύση μας να λοξοδρομήσουμε, πρέπει να βρούμε τρόπους για να αυτοπεριοριζόμαστε και να «δένουμε τα χέρια μας», όπως ο Οδυσσέας απέναντι στις Σειρήνες; Και σε τελική ανάλυση, αν για κάτι οφείλουμε να έχουμε “χαμηλή αυτοεκτίμηση” είναι για τη μέχρι τώρα λειτουργία του θεσμικού μας συστήματος. Αυτού που παρήγαγε την πελατειακή εκποίηση της χώρας, την αδιαφάνεια και τον παρασιτισμό. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο χρειαζόμαστε τα αντίβαρα και τους πολλαπλούς θεσμικούς αλληλοελέγχους, όπως μας έχουν διδάξει οι μεγάλοι στοχαστές της νεωτερικότητας. Για να μπορέσουμε να προκαλέσουμε με ασφάλεια, με μια σειρά δηλαδή από αιτιακές αλληλουχίες, την κάμψη των καθεστωτικών τάσεων, την ανατροπή της πελατειακής συνθήκης και την άμβλυνση της φεουδαρχικής νοοτροπίας των κομμάτων που μας άφησαν στο περιθώριο των εξελίξεων.  Και όταν επιτέλους θα έχουμε αρχίσει να τα καταφέρνουμε, τότε θα έχουμε κερδίσει και μεγάλο μέρος της χαμένης αυτοεκτίμησής μας, όχι πλέον ως μηχανισμού υπεραναπλήρωσης, αλλά ως συμπτώματος στέρεης συλλογικής αυτοπεποίθησης.

 

 

Απόστολος Ι. Παπατόλιας

Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου (Paris X)

Μέλος του ΑΣΕΠ

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

16 − fourteen =