Το κείμενο που ακολουθεί αναλύει τη σχέση που ο Έλληνας δικαστής αναπτύσσει προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) όταν καλείται να επιλύσει διαφορές που αναφέρονται σε κανόνες προστασίας ατομικών δικαιωμάτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Έλληνας δικαστής είναι υποχρεωμένος, ενόψει της αρχής της επικουρικότητας, να εφαρμόζει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, τους αντίστοιχους κανόνες και τη νομολογία της ΕΣΔΑ, εφόσον έτσι εξασφαλίζεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ευνοϊκότερη μεταχείριση του ατόμου. Δεσμεύεται δε από την “κανονιστική αυθεντία” που διαθέτει η νομολογία του ΕυρΔΔΑ. Τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν, σε γενικές γραμμές, την ΕΣΔΑ και τη νομολογία της. Πρόσφατα, όμως, η νομολογία του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ (ΣΕ 2067/2011 κ.ά.) αρνείται να την εφαρμόσει, χαρακτηρίζοντάς την, ενόψει του άρθρου 28§1Σ, ως κείμενο υποσυνταγματικής ισχύος. Στο πλαίσιο αυτό, όλο και περισσότερο διαπιστώνεται η ανάγκη ερμηνείας του Συντάγματος με τρόπο φιλικό προς τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο κείμενο που ακολουθεί αναλύεται τόσο η εφαρμογή της αρχής του πλέον φιλελεύθερου δικαίου (άρθρ. 53 ΕΣΔΑ), ενώ υπογραμμίζεται ότι η “ρήτρα της αμοιβαιότητας” δεν ισχύει σε διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των ΔτΑ, καθώς και ότι το άρθρο 28§1Σ δεν είναι δυνατόν να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ εθνικού δικαίου και ΕΣΔΑ.
Σχετικά:
Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ύστερα από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισσαβόνας
, Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην ενωσιακή έννομη τάξη