ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1 ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 3434/2006
(42% και λευκά ψηφοδέλτια)
Αθήνα, 3.1.2007
Μου τέθηκαν τα ακόλουθα ερωτήματα:
Πρώτον, αν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η καθιέρωση του ποσοστού 42% στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές και
Δεύτερον, αν εν όψει της καθιέρωσης αυτού του ποσοστού πρέπει να προσμετρώνται στα έγκυρα και τα λευκά ψηφοδέλτια για τον υπολογισμό του.
Η γνώμη μου ως προς τα ανωτέρω ερωτήματα είναι η ακόλουθη:
1. H αντισυνταγματικότητα του ποσοστού 42% ως ορίου για την ανάδειξη του «επιτυχόντος συνδυασμού»
Το προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του νόμου 3434/2006 ποσοστό 42%, προκειμένου να θεωρηθεί ένας πλειοψηφών συνδυασμός επιτυχών, αντίκειται σε συγκεκριμένες συνταγματικές αρχές, που θέτουν τους όρους και τα όρια του εκλογικού μας δικαίου. Ειδικότερα:
Α. Το εκλογικό σύστημα που καθιερώνεται από τον νομοθέτη, είτε για τις δημοτικές και νομαρχιακές είτε για τις βουλευτικές εκλογές, συνδέεται στενά με την αρχή της ισότητας της ψήφου, η οποία, παρά το ότι δεν έχει ρητή συνταγματική αποτύπωση, αναγνωρίζεται παγίως στη χώρα μας ως μία από τις σημαντικότερες συνταγματικές αρχές που διέπουν τη ρύθμιση του εκλογικού δικαιώματος, τόσο από την θεωρία (βλ. ενδεικτικά Αλ. Σβώλου, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, 1928, σ. 271 επ., Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τ. Β΄, 1965, σ. 45 επ., 248 επ., Γ. Παπαδημητρίου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τα όργανα του κράτους, Α΄, Το εκλογικό σώμα, 1981, σ. 55 επ., Του ίδιου, Εκλογικό σύστημα, δημοκρατικό πολίτευμα και Σύνταγμα, ΝοΒ 36 (1988), σ. 1353 επ., Α. Ράϊκου, Δικονομικόν εκλογικόν δίκαιον, 1982, σ. 376 επ., 405 επ., Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τ. Β΄. Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, 1992, σ. 184-185, 190, Κ. Χρυσόγονου, Εκλογικό σύστημα και Σύνταγμα, 1996, σ. 191 επ.), όσο και από την νομολογία (βλ. ιδίως τις ΑΕΔ 48/1978, 35/1982, 58-67 και 72-73/1985, 36/1990, 8/1993, 11-13/1994, 58/1995, 34/1999, 2/2001 καθώς και τις ΣτΕ 4207/1987, 3156/2000, 545/2001, 3401 και 3402/2001 – για την σχετική νομολογία του Εκλογοδικείου υπό το Σύνταγμα του 1952 βλ. Α. Ράϊκου, ό.π.). Η εν λόγω αρχή εμφανίζεται υπό δύο ειδικότερες εκδοχές: την αρχή της αριθμητικής ισότητας (κάθε πολίτης έχει μία ψήφο και συμμετέχει σε μία ψηφοφορία) και την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου (κάθε ψήφος έχει την ίδια νομική βαρύτητα). Κατά την ορθότερη δε γνώμη αποτελεί, υπό αμφότερες τις εκδοχές της, επί μέρους έκφανση της αρχής της πολιτικής ισότητας και ως εκ τούτου αφ’ ενός συνυφαίνεται στενά –χωρίς να ταυτίζεται– με την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας και αφ’ ετέρου απορρέει, όπως και εκείνη, από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας σύμφωνα με την οποία φορέας της κυριαρχίας είναι τόσο ο λαός στο σύνολό του όσο και κάθε πολίτης ξεχωριστά, ως ισότιμο κλάσμα της (βλ. γενικά Μάνεση και Τσάτσο, ό.π., και αναλυτικότερα Παπαδημητρίου και Χρυσόγονο, ό.π., με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές).
Με βάση αυτά τα δεδομένα, δεν νοείται ερμηνευτική ανάγνωση ούτε της αρχής της αριθμητικής ισότητας –για την οποία, άλλωστε, δεν έχει ανακύψει ποτέ πρόβλημα στη χώρα μας– αλλά ούτε και της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, η οποία μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, υπό το πρίσμα της αναλογικής ισότητας, δηλαδή με παρεισαγωγή των ουσιαστικών-ποιοτικών κριτηρίων της γενικής αρχής της ισότητας. Τα μόνα αποδεκτά κριτήρια είναι τα τυπικά-ποσοτικά. Με άλλα λόγια, για να διαγνωσθεί η πλειοψηφία, που είναι απαραίτητη για την δημοκρατική ανάδειξη των οργάνων που λειτουργούν στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών μας θεσμών, οι ψήφοι πρέπει απλώς να μετρώνται και να αθροίζονται. Ούτε να αξιολογούνται ούτε να διαβαθμίζονται (πρβλ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις, ό.π. σ. 249-250).
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η αρχή της ισοδυναμίας ισχύει απολύτως. Σημαίνει όμως ότι οι όποιες σχετικοποιήσεις, για να είναι θεμιτές, όχι μόνον δεν νοείται να βασίζονται σε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις, προκειμένου να ευνοηθούν συγκεκριμένα κόμματα ή παρατάξεις ή υποψήφιοι (βουλευτές ή σύμβουλοι), αλλά επιπροσθέτως πρέπει άνευ ετέρου να συνδέονται, έστω και έμμεσα, με την εφαρμογή άλλων συνταγματικών αρχών, που διέπουν την λειτουργία του πολιτεύματός μας. Ως εκ τούτου, για τις βουλευτικές εκλογές ορθώς γίνεται –έστω και κατ’ οικονομίαν– δεκτό, εν όψει και του άρθρου 51 παρ. 3 («…όπως νόμος ορίζει»), ότι η συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας δεν καθιστά απαγορευτική την καθιέρωση είτε συστήματος ενισχυμένης αναλογικής είτε και πλειοψηφικού συστήματος, εφ’ όσον η συγκεκριμένη εφαρμογή τους υπακούει σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια και σε κάθε περίπτωση συνδέεται με μια έμμεση μεν –απορρέουσα ιδίως από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την αποδοχή πρότασης δυσπιστίας (άρθρο 84, παρ.6, εδ. β΄) και την προεδρική διάλυση της Βουλής (άρθρο 41 παρ. 1)– αλλά σαφή συνταγματική επιταγή για την επίτευξη «βιώσιμων κυβερνητικών σχημάτων» (βλ. την προεκτεθείσα νομολογία του ΑΕΔ), από την οποία θα μπορούσαμε να συναγάγουμε, σαν οιονεί συνταγματική αρχή, την επιδίωξη κυβερνητικής σταθερότητας (ή, ευρύτερα, την «λειτουργικότητα της Βουλής» κατά τον Χρυσόγονο, ό.π., σ. 217 επ., 335). Αυτή όμως η κατ’ αρχήν συνταγματικότητα των εν λόγω εκλογικών συστημάτων, ακόμη και όταν συνοδεύεται από ορισμένες πρόσθετες εγγυήσεις –όπως η κατά το Σύνταγμά μας εφαρμογή κάθε νέου εκλογικού νόμου από τις μεθεπόμενες εκλογές– σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει οποιεσδήποτε επί μέρους παραλλαγές τους, ιδίως στο μέτρο που ενέχουν στοιχεία επιτηδευμένων και αυθαίρετων αποκλεισμών, οδηγώντας σε υπέρμετρη –και άρα συνταγματικά ανεπίτρεπτη– συρρίκνωση της αρχής της ισοδυναμίας (πρβλ. τους ανωτέρω συγγραφείς καθώς και την προαναφερθείσα νομολογία, τόσο του ΑΕΔ όσο και του ΣτΕ).
Β. Τα ίδια ισχύουν, πολλώ μάλλον, και για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές (πρβλ. Γ. Παπαδημητρίου, Το εκλογικό σύστημα των δημοτικών λειτουργών και το Σύνταγμα, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1986), για τις οποίες άλλωστε ισχύουν οι ίδιες συνταγματικές αρχές, πλην της αμεσότητας της ψήφου. Με την επισήμανση, ωστόσο, ότι τα όρια για την σχετικοποίηση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου είναι εξ ορισμού στενότερα, με δεδομένη την έλλειψη συνταγματικών διατάξεων αντίστοιχων με αυτές που ευνοούν την κυβερνητική σταθερότητα στο πεδίο των βουλευτικών εκλογών. Πράγματι, ακόμη και αν προβληθεί ως γενικότερος λόγος δημόσιου συμφέροντος η επιδίωξη ενός σταθερού συστήματος διοίκησης των ΟΤΑ, πρώτον δεν είναι εύκολη η έστω και έμμεση αναγωγή του σε αρχή συνταγματικής περιωπής, όπως συμβαίνει με την επιδίωξη κυβερνητικής σταθερότητας, και δεύτερον είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν η όποια σχετικοποίηση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου οδηγεί όντως, από αυτήν την άποψη, στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (εν όψει, ιδίως, της εξαιρετικά εύρυθμης λειτουργίας πολλών ευρωπαϊκών ΟΤΑ των οποίων οι αρχές αναδεικνύονται με απλή αναλογική, ως προς τα συμβούλια, και στη συνέχεια με έμμεση εκλογή, ως προς τους επικεφαλής).
Εν πάση περιπτώσει, πάντως, ούτε στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού μπορεί να αποκλεισθεί εξ ορισμού και το πλειοψηφικό σύστημα, ιδίως αν το ευνοεί μια ισχυρή θεσμική παράδοση και αποβλέπει σε μια ευρύτερα νοούμενη «λειτουργικότητα των ΟΤΑ» (κατ’ αναλογίαν με την ως άνω «λειτουργικότητα της Βουλής»). Όμως εδώ ο νομοθέτης πρέπει να δείχνει πολύ μεγαλύτερη αυτοσυγκράτηση, και μάλιστα όχι μόνο σε σχέση με την συνταγματική αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, αλλά και σε σχέση με την –επίσης συνταγματική– αρχή της αναλογικότητας, η οποία δεν αφήνει περιθώρια για την χρησιμοποίηση μέσων που θα ξεπερνούν κατά πολύ τον επιδιωκόμενο σκοπό της διοικητικής σταθερότητας (και της εν γένει «λειτουργικότητας») των ΟΤΑ (πρβλ. Ράϊκου, ό.π., σ. 415 και ΑΕΔ 36/1990). Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, από αυτήν την άποψη, ότι πέρα από το σύστημα έμμεσης εκλογής το σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας είναι το μόνο σύστημα που συναντάται στον ευρωπαϊκό χώρο ως προς τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές.
Κατόπιν των ανωτέρω, η επιλογή του συστήματος της απόλυτης πλειοψηφίας (ενός ή δύο γύρων, κατά περίπτωση), που αποτέλεσε κατά τρόπο πάγιο την επιλογή του Έλληνα νομοθέτη μετά την μεταπολίτευση για τους ΟΤΑ μείζονος σημασίας (δήμους και νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις), αποτελεί το έσχατο ανεκτό όριο σχετικοποίησης της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου ως προς την ρύθμιση του εκλογικού συστήματος των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, με κριτήριο την παράλληλη διασφάλιση της σταθερότητας του αυτοδιοικητικού συστήματος. Με άλλα λόγια, η εν λόγω απόλυτη πλειοψηφία αποτελεί το ελάχιστο της δημοκρατικής νομιμοποίησης του επιτυχόντος συνδυασμού, εν όψει του ότι η βάσει αυτής ανάδειξή του συνεπάγεται αφ’ ενός μεν –και ιδίως– την εκλογή του δημάρχου (ή του νομάρχη) ως ανώτατου μονοπρόσωπου αιρετού οργάνου του αντίστοιχου ΟΤΑ, με σημαντικότατες διοικητικές και εκτελεστικές αρμοδιότητες, αφ’ ετέρου δε την κατάληψη των 3/5 των εδρών του δημοτικού ή νομαρχιακού συμβουλίου (πρβλ. μάλιστα Παπαδημητρίου, Το εκλογικό σύστημα των δημοτικών λειτουργών, ό.π., σ. 32 επ., που υποστηρίζει την αντισυνταγματικότητα ακόμη και αυτής της δυσαναλογίας μεταξύ ψήφων και εδρών). Υπό αυτήν δε την άποψη το σύστημα της απόλυτης πλειοψηφίας μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα, τόσο από την άποψη της πραγμάτωσης του εκλογικού δικαιώματος όσο και από την άποψη της νομιμοποίησης των αυτοδιοικητικών αρχών, ένα «δημοκρατικό κεκτημένο» στο πεδίο της λειτουργίας της τοπικής αυτοδιοίκησης, του οποίου δεν νοείται ανατροπή χωρίς την παράλληλη νόθευση του συμμετοχικού χαρακτήρα του θεσμού, ως ειδικότερης έκφανσης των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της ισοπολιτείας.
Γ. Με αυτά τα δεδομένα, η καθιέρωση του ποσοστού 42% σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί μια απλή και άρα συνταγματικά ανεκτή σχετικοποίηση της δημοκρατικής νομιμοποίησης του επιτυχόντος συνδυασμού. Αποτελεί, αντίθετα, κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, καθώς υποβαθμίζει δραματικά την νομική αξία της ψήφου των εκλογέων που δεν ψηφίζουν τον –υπό αυτούς τους όρους– επιτυχόντα συνδυασμό και συγκεκριμένα τόσο των συγκαταλεγομένων στο ποσοστό που λαμβάνουν οι παρατάξεις που υπολείπονται του 42% και ενδέχεται να αγγίζει το 58% του εκλογικού σώματος όσο και, ειδικότερα, των συγκαταλεγομένων στο ποσοστό της παράταξης που ενδεχομένως υπερβαίνει το 42% αλλά υπολείπεται –έστω και ελάχιστα– του ποσοστού του σχετικά πλειοψηφούντος συνδυασμού. Αυτή δε η δραστική συρρίκνωση της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, που καθιστά κυρίαρχους στο τοπικό διοικητικό και πολιτικό σύστημα –και μάλιστα χωρίς επαρκείς «ελέγχους και ισορροπίες»– συνδυασμούς με σοβαρότατο έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, επιβάλλεται χωρίς να γίνεται στην πραγματικότητα επίκληση κανενός λόγου δημοσίου συμφέροντος συνταγματικής περιωπής, που να μπορεί να παράσχει στοιχειώδη έστω δικαιολόγηση.
Με την αιτιολογική έκθεση της εν λόγω ρύθμισης επιχειρείται βέβαια η σύνδεσή της «με την ύπαρξη ισχυρών ΟΤΑ, εν όψει του αναβαθμισμένου θεσμικού ρόλου που πρόκειται να διαδραματίσουν στο άμεσο μέλλον αλλά και εν όψει του ρόλου τους στο Δ΄ ΚΠΣ» ενώ στην συνέχεια προβάλλεται ειδικότερα το επιχείρημα ότι «Με αυτό το επιδιωκόμενο πρότυπο των ισχυρών και με εσωτερική σταθερότητα Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και Δήμων δεν συνάδει η σύναψη ευκαιριακών συμμαχιών, που όπως έχει αποδείξει η εμπειρία, δεν εξυπηρετούν πάντοτε την πρόοδο των τοπικών υποθέσεων και τη σταθερότητα της διοίκησης αυτών ούτε επιτρέπουν τη διαμόρφωση σαφούς προγραμματικού λόγου». Ωστόσο η συγκεκριμένη αιτιολόγηση είναι τελείως προσχηματική, δεδομένου ότι από την άποψη της πολιτικής ισχύος και της σταθερότητας της διοίκησης σε τίποτε δεν άλλαξε η κατάσταση με το 42%, δεδομένου ότι οι επιτυχόντες συνδυασμοί εξακολουθούν να καταλαμβάνουν τα 3/5 των εδρών, όπως και πριν. Το μόνο που άλλαξε είναι ο βαθμός της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αρχών των ΟΤΑ, η μείωση του οποίου, πέρα από το ότι συναρτάται με μια λογική βαθύτατης υποτίμησης των πολιτών, μπορεί να οδηγήσει σε οργανωμένη αμφισβήτησή τους και να αποδειχθεί, εν τέλει, θρυαλλίδα για την ουσιαστική αποδυνάμωση –αντί της επαγγελλόμενης ισχυροποίησης– των ΟΤΑ.
Υπό το προϊσχύσαν σύστημα, ειδικότερα, για να θεωρηθεί κάποιος συνδυασμός επιτυχών, δεν αρκούσε να λάβει μόνο τη σχετική πλειοψηφία. Έπρεπε να πείσει, στο δεύτερο γύρο, και έναν επιπρόσθετο αριθμό εκλογέων από άλλους συνδυασμούς, οι οποίοι μάλιστα, όπως δείχνει η πείρα των επαναληπτικών εκλογών, έχουν κατά κανόνα δική τους άποψη και δεν άγονται και φέρονται από τις ηγεσίες των αποτυχόντων συνδυασμών, ακόμη και αν αυτές «δίνουν γραμμή» (κάτι που συμβαίνει ολοένα και σπανιότερα, καθώς η συνήθης προτροπή είναι: «ψήφος κατά συνείδηση»). Η νομιμοποίηση αυτή με το ισχύον σύστημα δεν συρρικνώνεται απλώς αλλά και συχνά αλλοιώνεται πλήρως, με το να αναδεικνύονται ως επιτυχόντες ορισμένοι συνδυασμοί, οι οποίοι ναι μεν διαθέτουν την σχετική πλειοψηφία αλλά στην συνέχεια μπορεί να αποδειχθούν μειοψηφικοί σε σχέση με το σύνολο των εκλογέων. Πράγματι η πείρα των επαναληπτικών εκλογών δείχνει ότι πολύ συχνά άλλοι συνδυασμοί, οι οποίοι στον πρώτο γύρο μπορεί να υπολείπονται –ακόμη και κατά πολύ– του 42% (ή του πρώτου συνδυασμού αν δύο έχουν περάσει το ποσοστό αυτό), στον δεύτερο γύρο συσπειρώνουν ευρύτερες δυνάμεις και εκφράζουν αυθεντικότερα τις τοπικές κοινωνίες. Αυτή δε η μειωμένη και πολλαπλά αλλοιωμένη νομιμοποίηση, η οποία βέβαια είναι ακόμη εντονότερη και προφανέστερη όταν η διαφορά είναι οριακή (πρβλ. Θ. Διαμαντόπουλου, Μια πρόταση για το 42%, «Ελευθεροτυπία», 18.10.2006), οδηγεί κατ’ αποτέλεσμα στην αξιολογική διαβάθμιση της ψήφου, η οποία όχι μόνον προσκρούει στον τυπικό-ποσοτικό χαρακτήρα της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου –και μάλιστα χωρίς καμία σοβαρή και πειστική στάθμιση με άλλα συνταγματικά αγαθά– αλλά και δεν αντέχει ούτε καν στις προϋποθέσεις για την εφαρμογή της γενικής αρχής της ισότητας, την οποία επίσης επικαλείται, έστω και συμπληρωματικά, μέρος της θεωρίας και της νομολογίας (βλ. Ράϊκου, ό.π., και τις περισσότερες από τις προμνημονευθείσες αποφάσεις του ΑΕΔ και του ΣτΕ). Και τούτο διότι ερείδεται σε ένα ευκαιριακό και αυθαίρετο όριο, που παραπέμπει στο παιχνίδι της κολοκυθιάς (γιατί άραγε 42 και όχι 38 ή 40 ή 44 ή 46%) και το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατόν να πείσει κανέναν ότι διαμορφώθηκε με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (πρβλ. Μάνεση, ό.π., σ. 267) πολλώ δε μάλλον όταν δεν συνδέεται και με καμία άλλη προϋπόθεση ως προς την απόκτηση ισχυρότερης έστω –αν και όχι επαρκούς κατά τα ανωτέρω–δημοκρατικής νομιμοποίησης (πρβλ. Διαμαντόπουλου, ό.π.).
Δ. Στην αιτιολογική έκθεση, βέβαια, εν όψει της οφθαλμοφανούς αυτής προβληματικότητας της διάταξης, επιχειρείται μια δικαιολόγηση που παραπέμπει σε άλλες εκλογές. Συγκεκριμένα υποστηρίζεται ότι «Το προβλεπόμενο ποσοστό είναι ένα ποσοστό εκλογής που διασφαλίζει την απαιτούμενη δημοκρατική νομιμοποίηση, αν ληφθεί υπόψη ότι ακόμη και η ανάδειξη Κυβέρνησης είναι δυνατή με μικρότερο ποσοστό». Η επιχειρηματολογία αυτή, όμως, δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική. Πρώτον διότι οι βουλευτικές εκλογές είναι εκλογές ανάδειξης μελών ενός αντιπροσωπευτικού σώματος, από τους κόλπους του οποίου προκύπτει, με τις συγκεκριμένες διαδικασίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, η κυβέρνηση, χωρίς να είναι προκαθορισμένος ούτε ο αριθμός των βουλευτών της κάθε παράταξης ούτε καν ο πρωθυπουργός (αφού μπορεί να προκύψουν συμμαχικές κυβερνήσεις). Αντίθετα, το σύστημα των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών είναι σύστημα ανάδειξης συνδυασμού, ο οποίος εφ’ όσον θεωρηθεί επιτυχών διασφαλίζει, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, τόσο την εκλογή του ανώτατου μονοπρόσωπου διοικητικού οργάνου της όσο και η κατάληψη των 3/5 των εδρών. Είναι δηλαδή ένα σύστημα που μπορεί να παραλληλισθεί μόνο με το προεδρικό σύστημα, αλλά και πάλι εν μέρει, διότι σε ένα τέτοιο σύστημα δεν νοείται βέβαια άμεση εκλογή του προέδρου με σχετική πλειοψηφία και ταυτόχρονη κατάληψη, ως εκ της εκλογής αυτής, της πλειοψηφίας (και δη των 3/5) των μελών του αντιπροσωπευτικού σώματος (ή των αντιπροσωπευτικών σωμάτων).
Πέρα από αυτά, όμως, η τεράστια διαφοροποίηση των βουλευτικών από τις αυτοδιοικητικές εκλογές έγκειται σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι ότι στις βουλευτικές εκλογές η όποια σχετικοποίηση της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου είναι απόρροια στάθμισης με άλλες συνταγματικές αρχές, κατά τα ανωτέρω. Το δεύτερο είναι ότι στις βουλευτικές εκλογές, όποιο σύστημα και αν επιλεγεί, δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένο το αποτέλεσμα με κανένα συγκεκριμένο ποσοστό σχετικής πλειοψηφίας. Ειδικότερα:
Με πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο είναι κατ’οικονομίαν συνταγματικά ανεκτό κατά τα προεκτεθέντα, πράγματι είναι δυνατόν να αναδειχθεί μια κυβέρνηση με ποσοστό 42%. Ωστόσο, η επιβολή ενός τέτοιου ορίου για την κατάληψη της πλειοψηφίας των εδρών δεν νοείται ως τεχνική του πλειοψηφικού συστήματος, διότι προσκρούει πλήρως στην εσωτερική λογική του. Πράγματι, το εν λόγω σύστημα, υπό όλες τις παραλλαγές του (δηλ. είτε ως σύστημα απόλυτης πλειοψηφίας είτε ως σύστημα σχετικής πλειοψηφίας) είναι εξ ορισμού ένα σύστημα ανοιχτό στην δυναμική των εκάστοτε διαμορφούμενων εκλογικών συσχετισμών και σε καμία περίπτωση δεν εξαρτά τα εκλογικά αποτελέσματα από προκαθορισμένα ποσοστά. Με άλλα λόγια, τόσο με σύστημα απόλυτης πλειοψηφίας δύο γύρων (majority) όσο και με σύστημα σχετικής πλειοψηφίας (plurality) το 42% μπορεί πράγματι να δώσει πλειοψηφία που μπορεί να αναδείξει κυβέρνηση αλλά αυτό κάθε άλλο παρά βέβαιο μπορεί να θεωρηθεί. Το ίδιο ποσοστό, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε εκλογής, μπορεί να δώσει αποτέλεσμα κλιμακούμενο από την τεράστια πλειοψηφία, που μπορεί υπό προϋποθέσεις να αγγίξει τα όρια της παμψηφίας, των εδρών, μέχρι την σχετική μόνο πλειοψηφία των εδρών, που δεν επαρκεί για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης (πρβλ. γενικά Ηλ. Νικολακόπουλου, Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, 1989, σ. 26 επ. και ειδικότερα Χρυσόγονο, ό.π., σ. 196 επ., 200 επ.).
Αλλά και με σύστημα (ενισχυμένης) αναλογικής η ανάδειξη της κυβέρνησης κάθε άλλο μπορεί να προκαθορισθεί από ένα συγκεκριμένο ποσοστό. Ακόμη και με τεχνικές πριμοδότησης του πρώτου κόμματος τα πάντα εξαρτώνται από την δύναμη και των άλλων κομμάτων, καθώς και από την διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων (πρβλ. γενικά Νικολακόπουλο, ό.π., σ. 44 επ., και ειδικότερα Χρυσόγονο, ό.π., σ. 247 επ.).
Και στην περίπτωση, όμως, που το ποσοστό 42% σταθεί τελικώς ικανό να αναδείξει κυβέρνηση, αυτή ενδέχεται να στηρίζεται και σε μια οριακή πλειοψηφία εδρών, ακόμη και σε ψήφο ανοχής. Θα είναι δηλαδή μια κυβέρνηση υπό την συνεχή δοκιμασία της εμπιστοσύνης της Βουλής –που μπορεί να οδηγήσει και σε πτώση της ή/και σε διάλυση της Βουλής– και άρα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με την ανάδειξη τόσο του επικεφαλής όσο και της μεγάλης πλειοψηφίας των συμβούλων ενός ΟΤΑ για μία σταθερή περίοδο (τετραετίας) και μάλιστα αδιατάρακτα.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η σύγκριση του ισχύοντος συστήματος ανάδειξης των επιτυχόντων συνδυασμών των ΟΤΑ με τα συστήματα ανάδειξης της Βουλής και της κυβέρνησης είναι πολλαπλά ατυχής και εν τέλει προσχηματική. Και τούτο διότι στην περίπτωση της ανάδειξης της κυβέρνησης γίνονται άλλου είδους σταθμίσεις συνταγματικών αγαθών. Επιπλέον, η ψήφος στις δημοτικές εκλογές έχει διαφορετικό ρόλο από ότι η ψήφος στις βουλευτικές εκλογές. Στην πρώτη περίπτωση είναι ψήφος προεχόντως δημοκρατικής νομιμοποίησης, και στην δεύτερη ψήφος αντιπροσώπευσης. Εξ ίσου προσχηματική βέβαια αλλά και εντελώς αόριστη και ατεκμηρίωτη είναι και η επιχειρηματολογία της αιτιολογικής έκθεσης ως προς το ότι «το ποσοστό αυτό όχι μόνον δεν αποτρέπει συμμαχίες αλλά αντίθετα επιτρέπει την σύναψη συμμαχιών, οι οποίες στηρίζονται σε ενιαίο προγραμματικό λόγο». Αλλά και το επιχείρημα της αιτιολογικής έκθεσης ότι: «Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογισθεί, εντελώς επικουρικά, και η σημαντική οικονομική επιβάρυνση, αλλά και η ταλαιπωρία που συνεπάγεται για τους ψηφοφόρους η επαναληπτική εκλογή» δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό, διότι βεβαίως δεν νοείται περιορισμός μιας τόσο σημαντικής συνιστώσας της δημοκρατικής αρχής με την γενική και αόριστη επίκληση «κόστους» και «ταλαιπωρίας».
Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, κατά το ισχύον Σύνταγμα δεν νοείται ανάδειξη επιτυχόντος συνδυασμού, με ό,τι αυτή συνεπάγεται, χωρίς ο συνδυασμός αυτός να έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των έγκυρων ψηφοδελτίων δηλαδή χωρίς να εφαρμοσθεί και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο κανόνας της επαναληπτικής εκλογή μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου από τους σχετικά πλειοψηφήσαντες συνδυασμούς, σύμφωνα με τα άρθρα 71 και 76 παρ. 1 του π.δ. 410/1995 και, αντιστοίχως, με τα άρθρα 32 και 36 παρ. 1 του π.δ. 30/1996, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους από τις –αντισυνταγματικές κατά τα ανωτέρω– διατάξεις του άρθρου 2 και 3 του ν. 3434/2006.
2. Το ζήτημα των λευκών ψηφοδελτίων εν όψει της καθιέρωσης του ποσοστού 42%
Εάν πάντως, παρά τα ανωτέρω, ξεκινήσουμε από την αφετηρία ότι το ποσοστό 42% αποτελεί συνταγματικά ανεκτό περιορισμό της αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, τότε κατά την άποψή μας θα πρέπει να συνυπολογισθεί, σε κάθε περίπτωση, και ο αριθμός των λευκών στον αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων. Αυτό προκύπτει αβίαστα από την ισχύουσα νομοθεσία, όπως έχει ερμηνευθεί πρόσφατα από την νομολογία του ΑΕΔ, σε κάθε δε περίπτωση αποτελεί απόρροια του ιδιαίτερου ρόλου που διαδραματίζει η λευκή ψήφος όταν πρόκειται για εκλογές δημοκρατικής νομιμοποίησης (προσώπων, συνδυασμών ή αποφάσεων) όπως είναι προεχόντως οι δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, κατά τα προαναλυθέντα. Ειδικότερα:
Α. Το ΑΕΔ με αφορμή τον έλεγχο της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 98 παρ. 4 και 99 παρ, 3 και 4 του π.δ. 351/2003 που αποκλείουν τον συνυπολογισμό των λευκών ψήφων στα έγκυρα κατά την εξαγωγή του εκλογικού μέτρου έκρινε ότι οι σχετικές διατάξεις θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και της ισότητας της ψήφου καθώς όλες οι έγκυροι ψήφοι, άρα και οι λευκές πρέπει να αντιμετωπίζονται ισότιμα, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους. Κατά τούτο και με δεδομένο ότι ο νομοθέτης διακρίνει σαφώς μεταξύ λευκών και ακύρων ψήφων (άρθρα 91 παρ. 2, 93 παρ. 2, 98 παρ. 7 π.δ. 351/2003) οι λευκές ψήφοι δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι στερούνται παντελώς εννόμων συνεπειών. Διαφορετικά θα εξομοιώνονταν, εν τοις πράγμασι, κατά παράβαση των ανωτέρω αρχών, με τις άκυρες, δηλαδή με τις ψήφους που εξ ορισμού δεν δύνανται να επιφέρουν οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα. Στην απόφαση υπήρξε και ισχυρή μειοψηφία, η οποία όμως δεν διαφώνησε ως προς την φύση της λευκής ψήφου ως έγκυρης ψήφου αλλά μόνον ως προς την δυνατότητα ρύθμισης των έννομων συνεπειών της από τον κοινό νομοθέτη «ο οποίος καθορίζει με ευρεία διακριτική εξουσία το περισσότερο πρόσφορο και ενδεδειγμένο εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη εκάστοτε των εθνικών αντιπροσώπων και την συγκρότηση της Βουλής».
Η ανωτέρω ερμηνεία του ΑΕΔ ως προς το ότι η λευκή ψήφος, καθότι έγκυρη, πρέπει να έχει έννομες συνέπειες και να μην ταυτίζεται εν τοις πράγμασι με τη άκυρη αφορά εξ ίσου και τον εκλογικό νόμο 3231/2004. Οι σχετικές διατάξεις (άρθρα 4 παρ. 4, 5,6,7,και 8) δεν επέφεραν καμία διαφοροποίηση στην ρύθμιση της λευκής ψήφου, ούτε ως προς την ξεχωριστή καταγραφή της αλλά ούτε και ως προς τον ρόλο της αναφορικά με την κατανομή των εδρών. Επομένως η ψευδοερμηνευτική διάταξη του άρθρου 1 του ν. 3434/2006 («Κατά την αληθή έννοια των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 4και των άρθρων 5,6,7, και 8 του ν. 3231/2004 κατά τη σύνταξη, ανά εκλογική περιφέρεια, των πινάκων αποτελεσμάτων από τα αρμόδια δικαστήρια, κατά την κατανομή των εδρών, καθώς και για τον καθορισμό του εκλογικού μέτρου, τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα») με την οποία επιχειρήθηκε η παράκαμψη της εν λόγω νομολογίας, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως εξ ορισμού αντισυνταγματική, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομολογιακή αντιμετώπιση. Με άλλα λόγια, ο νομοθέτης προσπάθησε να επιβάλει μια ψευδοερμηνεία η οποία έχει εκ των προτέρων κριθεί από το ΑΕΔ αντίθετη με συγκεκριμένες συνταγματικές αρχές και μάλιστα, ως προς το πρώτο σκέλος της («σύνταξη των πινάκων αποτελεσμάτων από τα αρμόδια δικαστήρια») με πλήρη ομοφωνία ως προς την εγκυρότητα της εκεί –ξεχωριστά– καταγραφόμενης λευκής ψήφου.
Β. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η προαναφερθείσα ψευδοερμηνευτική διάταξη του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006 δεν ισχύει για τις δημοτικές εκλογές, για τους εξής λόγους:
α. Σύμφωνα με το άρθρο 49 του ν. 3463/2006 («Κύρωση Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα») «Οι διατάξεις της νομοθεσίας για την εκλογή βουλευτών εφαρμόζονται αναλόγως και κατά τη διενέργεια των δημοτικών και κοινοτικών εκλογών για όσα θέματα δεν υφίσταται ειδική ρύθμιση στις ρυθμίσεις του παρόντος» (ανάλογο και το άρθρο 31 παρ. 1 του π.δ. 30/1996, «Κώδικας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης», σύμφωνα με το οποίο «Οι διατάξεις για την εκλογή βουλευτών… εφαρμόζονται και στις εκλογές της Ν.Α., εφόσον δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του νόμου αυτού»). Ωστόσο, η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι προφανές ότι δεν αφορά ούτε την κατανομή των εδρών στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές αλλά ούτε, πολύ περισσότερο, τον πίνακα αποτελεσμάτων και την βάσει αυτού ανάδειξη των επιτυχόντων συνδυασμών, δεδομένου ότι για όλα αυτά υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις (των άρθρων 51 επ.), στο πλαίσιο του ΣΤ΄ Κεφαλαίου (ή των άρθρων 33 επ., στο πλαίσιο του Γ΄ Κεφαλαίου), με τίτλο «Εκλογικό Σύστημα», το οποίο έπεται της ανωτέρω πρόβλεψης και περιέχει ειδικές και λεπτομερείς ρυθμίσεις (και άρα είναι φανερό ότι δεν επηρεάζεται από αυτήν). Έτσι, η αιτιολογική έκθεση του ν. 3434/2006 είναι προφανές ότι είναι πολλαπλά ατυχής στο συγκεκριμένο σημείο. Πράγματι, με βάση τα ανωτέρω, κάθε άλλο παρά «εξυπακούεται ότι η ρύθμιση για την μη προσμέτρηση των λευκών στα έγκυρα ψηφοδέλτια καταλαμβάνει… και τις νομαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές εκλογές», δεδομένου ότι ερείδεται σε εντελώς εσφαλμένη προϋπόθεση (ότι δηλαδή «οι αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις του ΔΚΚ, για το κρίσιμο θέμα των λευκών ψηφοδελτίων, παραπέμπουν στις οικείες διατάξεις για την εκλογή βουλευτών»).
β. Ακόμη πάντως και αν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης στο πεδίο των δημοτικών και νομαρχιακών εκλογών, και πάλι αυτό θα περιοριζόταν στο ειδικότερο ζήτημα της κατανομής των εδρών (άρθρα 51 επ.), όχι όμως και στην ανάδειξη του επιτυχόντος και των επιλαχόντων συνδυασμών (άρθρο 50), η οποία ούτως ή άλλως γίνεται υπό τις προϋποθέσεις της ΑΕΔ 12/2005 ως προς τον συνυπολογισμό των λευκών. Και τούτο διότι:
Σε ένα πολίτευμα που διέπεται από τη δημοκρατική αρχή η λευκή ψήφος είναι πράγματι έγκυρη ψήφος, όπως ορθά έταμε το ζήτημα το ΑΕΔ με την –ομόφωνη στο σημείο αυτό– απόφαση 12/2005. Η απόφαση εν προκειμένω επιβεβαίωσε τις θέσεις της θεωρίας, η οποία είχε οριοθετήσει την λευκή ψήφο ως τεχνικά και λειτουργικά αυτοτελή ψήφο –με περιεχόμενο αποδοκιμαστικό προς όλες τις προσφερόμενες εναλλακτικές επιλογές και με έντονα κριτική ή/και αμφισβητησιακή διάσταση– σαφώς διακριτή σε σχέση τόσο με την άκυρη ψήφο όσο και με την αποχή από την ψηφοφορία, επισημαίνοντας ειδικότερα: «Η λευκή ψήφος αποτελεί αναπόσπαστη –νομικά και πολιτικά– έκφανση του εν γένει δικαιώματος της ψήφου. Απορρέει επομένως από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και από τις αρχές της καθολικής και ίσης ψηφοφορίας ως λειτουργικές παραμέτρους της. Συγκεκριμένα: εφ’όσον όλοι οι (ενήλικοι) πολίτες έχουν αναφαίρετο το δικαίωμα της ψήφου, ως φορείς κλάσματος της λαϊκής κυριαρχίας, έχουν, κατά συνέπεια, αναφαίρετο και το δικαίωμα της λευκής ψήφου, που αποτελεί συγκεκριμένη και πολιτικά προσδιορισμένη μορφή άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας. Εφ’όσον, δε, η λευκή ψήφος είναι νομικά και πολιτικά αυτοτελής είναι και απολύτως ισόκυρη με τις ψήφους που εκφράζουν θετική εκλογική βούληση-επιλογή («εκφρασμένες ψήφοι») στο πλαίσιο της ισότητας-ισοδυναμίας της ψήφου, που απαγορεύει την αξιολογική διαβάθμιση της νομικής βαρύτητας των ψήφων αλλά και επιτάσσει την πλήρη ισότητα όρων και δυνατοτήτων συμμετοχής του πολίτη στην εκλογική διαδικασία… αλλά και της αρχής της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης που προϋποθέτει για τον εκλογέα… τη δυνατότητα να ψηφίζει ή να μην ψηφίζει και τη δυνατότητα να ψηφίζει ό,τι θέλει –να εκφράζει δηλαδή εκλογική βούληση θετική για μία ή αρνητική για όλες τις προσφερόμενες εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις– ανεπηρέαστος από εξωτερικούς παράγοντες» (βλ. Γ. Σωτηρέλη, Το δικαίωμα της λευκής ψήφου, 1988, ιδίως σ. 11 επ., 18 επ., 21 επ.).
Με δεδομένη αυτήν την θεώρηση, ακόμη και αν είχε υιοθετηθεί η προαναφερθείσα άποψη της –ισχυρής στο σημείο αυτό αλλά και ορθής επί της ουσίας– μειοψηφίας του ΑΕΔ ότι προκειμένου για την κατανομή των εδρών της Βουλής ο νομοθέτης μπορεί να προβλέψει ότι στο εκλογικό μέτρο υπολογίζονται μόνον οι «εκφρασμένες ψήφοι», δηλαδή οι ψήφοι που ενσωματώνουν θετική δήλωση εκπροσώπησης (πρβλ. και Σωτηρέλη, ό.π., σ. 27-28), αυτό δεν θα είχε καμία επίπτωση ως προς τις έννομες συνέπειες της λευκής ψήφου στις πρόσφατες δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, αναφορικά με το ζήτημα του συνυπολογισμού των λευκών για την ανάδειξη των επιτυχόντων και επιλαχόντων συνδυασμών με βάση το ποσοστό 42%. Και τούτο διότι οι συγκεκριμένες εκλογές, με βάση όσα εκτέθηκαν αναλυτικά προηγουμένως, είναι εκλογές με προεχόντως νομιμοποιητικό χαρακτήρα σε ό,τι αφορά τους επιτυχόντες συνδυασμούς (από τους οποίους εξαρτάται η ανάδειξη του επικεφαλής και των 3/5 του συμβουλίου του κάθε ΟΤΑ), ενώ η εκπροσώπηση, μέσω κατανομής εδρών, έχει δευτερεύοντα χαρακτήρα, διότι ουσιαστικά αφορά μόνο τα 2/5 των εδρών. Ο κοινός νομοθέτης φαίνεται δηλ. να διαχωρίζει όργανα και αιρετούς με σαφώς εκτελεστικό-διοικητικό χαρακτήρα και προσανατολισμό (μονοπρόσωπα όργανα, επιτυχών συνδυασμός από τους κόλπους του οποίου προέρχονται άλλα εκτελεστικά όργανα, λ.χ. οι αντιδήμαρχοι, ενώ η πλειοψηφία κυριαρχεί και στις διοικητικού χαρακτήρα αποφάσεις του συμβουλίου), από όργανα και αιρετούς που έχουν και αντιπροσωπευτικό-ελεγκτικό χαρακτήρα και προσανατολισμό (λοιπές παρατάξεις του συμβουλίου). Συνεπώς, ακόμη και να γίνει δεκτό ότι τα λευκά δεν συνυπολογίζονται κατά την κατανομή των εδρών, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι τα λευκά δεν συνυπολογίζονται στα έγκυρα για τον υπολογισμό του ποσοστού που είναι κρίσιμο για να χαρακτηρισθεί επιτυχών ένας συνδυασμός. Διαφορετική εκδοχή θα ακύρωνε κάθε έννομη συνέπεια των λευκών στις εν λόγω εκλογές, ανατρέποντας πλήρως την αρχή της ίσης μεταχείρισής τους με τα υπόλοιπα έγκυρα, που επιβάλλει απαρέγκλιτα η νομολογία του ΑΕΔ, κατά τα προεκτεθέντα.
Τα ανωτέρω επιχειρήματα επιβάλλεται να γίνουν δεκτά και από το γεγονός ότι επιτρέπεται πλέον η ανάδειξη του επιτυχόντος με βάση το όριο 42%, το οποίο, πέρα από το ότι είναι αντισυνταγματικό, με βάση τα όσα εκτέθηκαν προηγουμένως, είναι και άκρως ανελαστικό, υπό την εξής έννοια: συνιστά τόσο χαμηλό βαθμό δημοκρατικής νομιμοποίησης των επιτυχόντων συνδυασμών που δεν επιτρέπει καμία περαιτέρω σχετικοποίησή του μέσω αποκλεισμού των –έγκυρων κατά τα ανωτέρω– λευκών ψηφοδελτίων. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για τα λευκά της πρώτης Κυριακής, τα οποία κατά κύριο λόγο δεν ενσωματώνουν βούληση μη εκπροσώπησης, όπως συμβαίνει κατά τα προεκτεθέντα, στις βουλευτικές εκλογές, εν μέρει δε και με την επαναληπτική εκλογή στις δημοτικές (που εν πάση περιπτώσει αποσκοπεί, πέραν της νομιμοποίησης, και στην διλημματική εκλογή προσώπου –νομάρχη ή δημάρχου– και συνδυασμού, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία των ΟΤΑ). Αντίθετα, εκείνο που προεχόντως δηλώνει η λευκή ψήφος της πρώτης Κυριακής είναι η άρνηση νομιμοποίησης οποιουδήποτε από τους υποψήφιους συνδυασμούς, ως προς την ανάδειξη των κρίσιμων διοικητικών οργάνων των ΟΤΑ με βάση ένα μειοψηφικό κατ’ αρχήν ποσοστό. Με άλλα λόγια, το αποφασιστικό κριτήριο, εν προκειμένω, είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των εκλογικών αναμετρήσεων της αυτοδιοίκησης, ο οποίος στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν αφήνει κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας ως προς τον μη συνυπολογισμό του λευκού για την κάλυψη του ορίου 42%.
Στην περίπτωση λοιπόν της εκλογικής αναμέτρησης της πρώτης Κυριακής, πράγματι δεν νοείται οποιαδήποτε μεταχείριση της λευκής ψήφου που θα την αποστερούσε από την στοιχειώδη έννομη συνέπεια που αποδίδει το Σύνταγμα σε κάθε έγκυρη ψήφο: την νομιμοποιητική λειτουργία ως προς την ανάδειξη των αιρετών οργάνων. Πολύ περισσότερο μάλιστα αν αναλογισθεί κανείς ότι πρόκειται για νομιμοποίηση που αφορά, συλλήβδην και διά μιας, όλα τα αυτοδιοικητικά όργανα μείζονος σημασίας, και μάλιστα με μειωμένο και αυθαίρετα προσδιορισμένο ποσοστό, που όχι μόνο καθιστά ακόμη πιο προβληματικό τον αποκλεισμό των λευκών από το όριο ανάδειξης των επιτυχόντων συνδυασμών αλλά και θα μπορούσε να οδηγήσει, εν όψει και της έντονα αποδοκιμαστικής στάσης –κάθε είδους– που παρατηρήθηκε κατά τις τελευταίες εκλογές, σε ουσιαστική αλλοίωση του δημοκρατικού χαρακτήρα των ΟΤΑ.