Στην εποχή της οικονομικής κρίσης και των «μνημονίων», ζητήματα φορολογίας συχνά κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική και νομική πραγματικότητα. Το κέντρο βάρους της σχετικής συζήτησης επικεντρώθηκε όμως από μεν πολιτική σκοπιά στην έκταση και το μείγμα των φορολογικών επιβαρύνσεων, από δε νομική σκοπιά στα ζητήματα συνταγματικότητας που αυτές οι επιβαρύνσεις εγείρουν με έμφαση ιδίως στη συνταγματικότητα αφενός έκτακτων φορολογικών μέτρων, αφετέρου της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας. Στο περιθώριο της πολιτικής και νομικής συζήτησης παρέμεινε αντίθετα μια σημαντική θεσμική αλλαγή που επιχειρήθηκε τα τελευταία χρόνια, η καθιέρωση μιας θεμελιώδους διαχωριστικής γραμμής μεταξύ φορολογικής πολιτικής και φορολογικής διοίκησης. Σε αυτό το πλαίσιο, μετά από μια σύντομη συγκριτική επισκόπηση (Ι.), η παρούσα μελέτη παρουσιάζει κριτικά τις νομοθετικές εξελίξεις των τελευταίων ετών για την ανεξαρτησία της φορολογικής διοίκησης στην αρχή υπό τη μορφή της ημιαυτόνομης Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ν. 4093/2012) (ΙΙ.), στη συνέχεια υπό τη μορφή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ν. 4389/2016) (IIΙ.). Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι εξελίξεις αυτές δοκιμάζουν τα συνταγματικά όρια, σε σχέση με μια σειρά από ζητήματα, όπως ιδίως οι έννοιες του κοινοβουλευτικού ελέγχου και της κοινοβουλευτικής ευθύνης (IV.). Yπό την έννοια αυτή η ανεξαρτητοποίηση της φορολογικής διοίκησης αντιμετωπίζεται ως αφορμή λειτουργικού επαναπροσδιορισμού της έννοιας και της εμβέλειας της κοινοβουλευτικής αρχής (V.).