Η ελευθερία των ΜΜΕ και τα ανθρώπινα δικαιώματα

Αντώνιος Π. Μανιάτης, Δικηγόρος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Νομική προσέγγιση των ελευθεριών έναντι του Κράτους  

 

  Το όνομα «ελευθερία» είναι ουσιαστικό, προερχόμενο από τον τύπο του Παρακειμένου «ελήλυθα» του αρχαιοελληνικού ρήματος «έρχομαι». Συνεπώς, έχει τη σημασία της σωματικής ευχέρειας των κινήσεων και επομένως της προστασίας από αυθαίρετη σύλληψη και στέρηση της προσωπικής ελευθερίας.

  Τα ατομικά δικαιώματα έναντι της κρατικής εξουσίας διακρίνονται στο δικαίωμα της ισότητας, το οποίο έχει διαμορφωθεί στο άρθρο 4 του Συντάγματος και ως θεμελιώδης αρχή, και στις ατομικές ελευθερίες.  Υπάρχει μία αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι ατομικές ελευθερίες είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη υπόσταση. Θεωρείται δηλαδή ότι ο άνθρωπος έχει αυτά τα δικαιώματα επειδή είναι άνθρωπος, και ότι πρόκειται για δικαιώματα οιονεί συμφυή προς την ιδιότητα του ανθρώπου, «έμφυτα» ή «φυσικά» και γι’ αυτό «απαράγραπτα» κ.τ.τ., που προϋπάρχουν του θετικού δικαίου, το οποίο «πρέπει» να τα αναγνωρίζει και να τα «θετικοποιεί». Ωστόσο εύλογα έχει παρατηρηθεί ότι το δικαίωμα, ως «απονεμημένη» έννομη ικανότητα, προϋποθέτει την ύπαρξη αφενός του δικαίου που το απονέμει, ρυθμίζοντας και την άσκησή του, και αφετέρου της κρατικής εξουσίας που το προστατεύει με τους καταναγκαστικούς μηχανισμούς της. Κανένα όμως από τα γνωρίσματα αυτά του δικαιώματος δεν υπάρχει στα υποτιθέμενα – οιονεί φυσικά – υπερθετικά, υπερσυνταγματικά ή προσυνταγματικά «δικαιώματα του ανθρώπου»[1].     

  Πέρα από το στενά νοούμενο θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα ή ατομική ελευθερία, υπάρχει και το ενδεχόμενο της καθιέρωσης της γενικής ελευθερίας μίας δραστηριότητας, δηλαδή της ελευθερίας ενός θεσμού στο σύνολό του (π.χ. η κατά το άρ. 16 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας[2]).  Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της καθιέρωσης της ελευθερίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) έναντι της κρατικής εξουσίας έναντι του αντίθετου φαινομένου που συνίσταται στον  κρατισμό. Από το διαδεδομένο όρο «κρατισμός» προκρίνεται η δόκιμη λέξη «πολιτειοκρατία», δανεισμένη από το Γ. Φιλάρετο, του οποίου το έργο «Σύνταγμα της Ελλάδος, μετά εισαγωγής ιστορικής και σχολίων κατ’ άρθρον» εκδόθηκε στην Αθήνα το 1889[3].

   Η παρούσα μελέτη προσεγγίζει το ζήτημα της ελευθερίας των ΜΜΕ έναντι της κρατικής εξουσίας, σε συνδυασμό με ευρύτερες ατομικές ελευθερίες, ιδίως πολιτιστικές, έναντι του Κράτους και με το θεσμό των μουσείων,  χρησιμοποιώντας ως βασικό σημείο αναφοράς την έννομη τάξη των ΗΠΑ[4].     

 

Α. Φιλελεύθερες τάσεις στα ΜΜΕ μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα  

 

Η επαναστατική αποκεντρωτική επίπτωση της τυπογραφικής μηχανής, από το 16ο αιώνα και μετά, αποτελεί το αρχέτυπο της δυναμικής του φιλελευθερισμού μέσα από την πρόοδο της τεχνολογίας[5]. Η τυπογραφία εισήγαγε τα βιβλία και τις εφημερίδες ως Μέσα, θρυμμάτισε το θρησκευτικό μονοπώλιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και υποβοήθησε αμοιβαία καταλυτικές αποκεντρωτικές τάσεις, όπως ήταν η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, η ανατολή των εθνικών κρατών, η επανάσταση των επιστημών και τελικά η εισαγωγή της Δημοκρατίας. Η Εποχή των Ανακαλύψεων έγινε δυνατή χάρη στην τυπογραφία, κάτι που επαληθεύεται από το γεγονός ότι ταξίδια στο Νέο Κόσμο είχαν γίνει και πριν από τον κατάπλου του Χριστόφορου Κολόμβου. 

   Οι οικονομικές δυνάμεις που απελευθερώθηκαν με τις επενδύσεις στο Νέο Κόσμο – πρώτα η εμπορευματική επανάσταση και μετά ο καπιταλισμός – έτειναν να κινούνται αντίθετα προς τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας που οι μονάρχες στήριξαν στην τυπογραφία.  Ειδικά στην Αγγλία, η έφεση για πληροφορίες σχετικά με τις καινούριες αγορές οδήγησε τους εμπόρους να στηρίζουν τυπογραφεία τα οποία δεν ήταν βασιλικά και επιβίωναν από το νεωτερισμό της διαφήμισης, άρα μέσα από τη διεύρυνση του εμπορίου. Οι ιδιωτικές αυτές επιχειρήσεις συνέβαλαν στη διακίνηση των ιδεών σε σημείο που να γίνουν σε σύντομο χρονικό διάστημα κριτικές προς την κεντρική εξουσία. Αυτή η φιλελεύθερη κίνηση πέτυχε τα μέγιστα στις ΗΠΑ, όπου ο Jefferson και οι συνάδελφοί του θέσπισαν τον Καταστατικό Χάρτη. Το κείμενο αυτό  απαγόρευε κάθε κρατική ανάμειξη στα θέματα του Τύπου και συνέτριψε αποφασιστικά μία πρώιμη προσπάθεια των οπαδών της πολιτειοκρατίας για την υιοθέτηση νομοθεσίας με την οποία θα θεωρούνταν προδοτικές οι εκδόσεις που διάκεινται κριτικά έναντι της κυβέρνησης. 

   Η διελκυστίνδα μεταξύ αποκεντρωτικών και φιλελεύθερων τάσεων, από τη μια πλευρά, και συγκεντρωτικών και ολοκληρωτικών πολιτικών από την άλλη, ευνόησε σε γενικές γραμμές κυρίως τις φυγόκεντρες δυνάμεις κατά το 19ο αιώνα. Στην εκατονταετία αυτή, η δημοκρατία στην Αγγλία ενισχύεται περισσότερο και διαχέονται οι συνταγματικές μοναρχίες, αντί των απόλυτων, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπροσθέτως, ανεξαρτητοποιούνται νέες εθνικές Εκκλησίες και δημιουργούνται εθνικά κράτη, όπως το νεοελληνικό. Από τη μεριά του ο Τύπος έγινε ακόμη πιο αποτελεσματικός στο δεύτερο μισό του αιώνα, με τις νέες λινοτυπικές μηχανές, παράγοντας σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από ποτέ βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες.

 

Β. Πολιτειοκρατικές τάσεις στα ΜΜΕ μέχρι το δέκατο ένατο αιώνα   

 

   Η ιστορική διεργασία της αποκέντρωσης και της κοινωνικής διαμαρτυρίας έναντι της δημόσιας εξουσίας οδηγεί τελικά στην αναπαραγωγή του συγκεντρωτισμού από τις νέες πολιτειακές δομές, οι οποίες προκύπτουν ή ισχυροποιούνται. Για παράδειγμα, η εξασθένιση της εξουσίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας οδήγησε στην άνοδο των εθνικών κρατών, τα οποία με τη σειρά τους άρχισαν να χρησιμοποιούν την τυπογραφία για να στηρίξουν τις δικές τους συγκεντρωτικές ηγεμονίες. Οι μονάρχες στην Αγγλία, στη Γαλλία και αλλού σύντομα απέκτησαν τυπογράφους για να θέσουν το καινούριο Μέσο υπό κεντρικό κρατικό έλεγχο. Επιπλέον, τα βιβλία που τύπωναν στις εθνικές τους γλώσσες αντί της διαδεδομένης γλώσσας των λατινικών συνέτειναν στο να αποκρυσταλλωθεί η αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. ‘Ετσι, η Γηραιά ‘Ηπειρος άρχισε να περνά από την επικυριαρχία ενός θρησκευτικού και, σε κάποιο βαθμό, γλωσσικού μονισμού στην εθνική ποικιλομορφία από κράτος σε κράτος.

  

Γ. Η παγίωση της ταυτότητας των Μουσείων στα νεότερα εθνικά κράτη

 

   Τελευταίο ορόσημο στην ιστορική εξέλιξη των μουσείων έχει αποτελέσει η «Διεθνής Έκθεση των Τεχνών και των Βιοτεχνημάτων όλων των Εθνών», η οποία έγινε στο Κρυστάλλινο Παλάτι, στο Hyde Park του Λονδίνου το 1851[6]. Το κτίριο – το μεγαλύτερο στον κόσμο την εποχή εκείνη – υποδέχθηκε την πρώτη μεγάλη διεθνή έκθεση καλλιτεχνικών και βιοτεχνικών έργων όλων των εθνών σε ένα περίπτερο γιγάντιο, τεχνολογικά πολύ προηγμένο, από προκατασκευασμένο μέταλλο και γυαλί. Επρόκειτο για την άμεση εμπορευματοποίηση των λαών και των αντικειμένων τους για χάρη του αδηφάγου βλέμματος του επισκέπτη[7].

  Χωρίς να είναι μουσείο, επηρέασε όλα τα τότε μουσεία, ενώ περιέλαβε και ιστορικά εκθέματα σε κάποιες πινακοθήκες του. Χωρίς να είναι εμπορικό κατάστημα, υπήρξε το πρότυπο των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων που εμφανίστηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη κατά τις επόμενες δεκαετίες.

   Επισημαίνεται κάτι που έχει σε μεγάλο βαθμό αποσιωπηθεί στην ιστοριογραφική γραμματεία για τα μουσεία, ότι δηλαδή το νεωτερικό δημόσιο μουσείο, όπως εμφανίστηκε στην Ευρώπη και στην Αμερική στα τέλη του 18ου αιώνα και στον πρώιμο 19ο αιώνα, ήταν εφεύρεση μασονική. Οι ιδρυτές, θεωρητικοί, αρχιτέκτονες και διευθυντές των μεγαλύτερων νεωτερικών δημόσιων μουσείων ήταν ελευθεροτέκτονες. Ειδικότερα, κατά τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει αρχίσει να καταγράφει τον αποφασιστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι αρχές του Ελευθεροτεκτονισμού του Διαφωτισμού στην ίδρυση και στην οργάνωση των μεγάλων δημόσιων μουσείων και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι μονάδες αυτές υπήρξαν θεσμοί – κλειδιά για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του πολίτη στα νέα έθνη – κράτη, άρα επηρέαζαν τα θεμελιώδη δικαιώματα στην παιδεία, στον πολιτισμό και στην ιθαγένεια.  

   Σήμερα το μουσείο του σερ John Soane στο Λονδίνο, που χρονολογείται από τη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, αποτελεί το μοναδικό διατηρούμενο στην αρχική του μορφή δείγμα δημόσιου μουσείου, από την περίοδο της ίδρυσης των περισσότερων μεγάλων δημόσιων μουσείων στην Ευρώπη και στην Αμερική. Ο ίδιος ο Σόουν ήταν πλήρως αφοσιωμένος στο σχέδιο της δημιουργίας ενός περιβάλλοντος φιλικού, προφυλαγμένου από τις καταστροφές, τους διαμελισμούς και τις απορυθμίσεις των πρώτων χρόνων της βιομηχανικής και της καπιταλιστικής επανάστασης στην Αγγλία και ευρύτερα. Σε πολλά από τα γραπτά του αποκαλεί αυτήν του την προσπάθεια ως «ένωση όλων των τεχνών». Αυτή ήταν η κατευθυντήρια αρχή της ίδρυσης των νεωτερικών μουσείων ως θεσμών πολιτικών, σχεδιασμένων να μεταμορφώσουν τους πρώην υπηκόους των μοναρχικών καθεστώτων σε πολίτες των νεόκοπων ή σταδιακά εκδημοκρατιζόμενων εθνών – κρατών.

   Μια από τις κεντρικές θέσεις του Ελευθεροτεκτονισμού του Διαφωτισμού ήταν ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου μπορεί να αλλάξει και να μετασχηματιστεί με την κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου και της χωρικής εμπειρίας – με άλλα λόγια, ότι οι άνθρωποι μπορούν να βελτιωθούν, αν βελτιωθεί το περιβάλλον τους.

   Επισημαίνεται ότι ο Τεκτονισμός έχει υπάρξει ένας από τους κύριους υποστηρικτές των δημοκρατικών τύπων διακυβέρνησης ενάντια στη μοναρχία και ο εμπνευστής της ορθολογικής επιστημονικής μελέτης και έρευνας ενάντια στο δογματισμό της Εκκλησίας. Οι βασικοί εμπνευστές και δημιουργοί των μεγαλύτερων και σπουδαιότερων πολιτικών κινημάτων, ιδεολογιών και επιστημονικών ανακαλύψεων που συνέβησαν κατά το 18ο και 19ο αιώνα, όπως η Γαλλική Επανάσταση και η δημιουργία και ανεξαρτησία των Η.Π.Α., ήταν τέκτονες.

   Μια γενιά μετά το θάνατο του Σόουν, ο οποίος επήλθε το 1837, τα μουσεία άλλαξαν ριζικά και άρχισαν να μοιάζουν περισσότερο προς αυτό που αναγνωρίζουμε σήμερα ως μουσείο. Έγιναν όργανα εμπορευματοποίησης της ταυτότητας και εναρμονίστηκαν με την καπιταλιστική ανάπτυξη. Η θέση του θεατή απέναντι στα αντικείμενα μιας μουσειακής συλλογής διέφερε ριζικά από τη θέση του πριν και μετά τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ευρώπη και στην Αμερική – γεγονός που έχει σε μεγάλο βαθμό αποσιωπηθεί στην ιστοριογραφία της τέχνης και των μουσείων.

   Το ζήτημα είναι να γίνει αντιληπτό ότι το Μουσείο του Σόουν αποτελούσε σαφή κριτική στη μορφή που είχαν τότε αρχίσει να λαμβάνουν τα μουσεία και σε αυτό που σήμερα γίνεται αντιληπτό με τον όρο «μουσείο». Ένας από τους λόγους για τους οποίους τα έργα τέχνης σήμερα παρεξηγούνται τόσο συχνά ίσως σχετίζεται και με μια δημοφιλή δοξασία – ή, μάλλον, με μια τεχνητά κατασκευασμένη αντίληψη, ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.: ότι το έργο αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, απάντηση σε κάτι που στην πραγματικότητα κατέχει μόνο ο δημιουργός του ή η υλική του πηγή. Τέτοιες αντιλήψεις είναι προϊόντα μίας ιστοριογραφικής εμπορευματοποίησης του νοήματος, όπου η εμπειρία ενός έργου ανάγεται στην «ανάγνωσή» του – ανάγνωση που στόχο έχει να καθαγιάσει τις προθέσεις (ή τη νοοτροπία ή τη δεοντολογία ή την πολιτική) ενός δημιουργού (ατόμου, φυλής, φύλου ή πολιτισμού) στον οποίο ανήκουν τούτες οι προθέσεις και τούτα τα νοήματα. Πρόκειται δηλαδή για ένα ριζικό υποβιβασμό της πράξης της σημασιοδότησης – της significatio – σε πράξη αναπαράστασης.

   Ως εναλλακτική επιλογή, στο πλαίσιο της ίδιας προσέγγισης, θεωρείται ίσως μία μουσειακή πρακτική που σήμερα διακρίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα στο Σόουν και στη γενιά του, τη γενιά των ελευθεροτεκτόνων των μεγάλων δημοσίων μουσείων στην Ευρώπη και στην Αμερική. Η πρακτική αυτή συνδεόταν πολύ στενότερα με πιο πρώιμες παραδόσεις, σύμφωνα με τις οποίες η αντιμετώπιση ενός αντικειμένου – τεχνήματος αφορούσε περισσότερο μία σχέση εποικοδομητικής αλληλεπίδρασης με το αντικείμενο και λιγότερο μία παθητική κατανάλωση του αντικειμένου.

  Το μουσείο στην αρχική του μορφή ήταν τόπος σχεδιασμού και υπόθεσης, με τη διττή έννοια του όρου, τόπος που προωθεί τη σκέψη· αυτό ήταν το μουσείο στην αρχική του μορφή. Η μορφή αυτή πλησίαζε περισσότερο την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή αντίληψη της τέχνης ως ευκαιρίας για κοινοτική διαπραγμάτευση και αλληλεπίδραση, για τον εντοπισμό των αμφισβητούμενων σημείων του νοήματος. Δεν θεωρούσε το έργο ως παγιωμένο και τελειωμένο κείμενο προς ανάγνωση, επικοινωνιακό τεκμήριο ή «μέσο» που συνδέει το δημιουργό και το χρήστη.

 

Δ. Πολιτειοκρατικές τάσεις στον Τύπο και χορηγία στον εικοστό αιώνα

 

       Στη δικαστική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ με το όνομα «σαφής παρών κίνδυνος», το 1919, αντίθετα με τον Καταστατικό Χάρτη κατά τον οποίο «Το κογκρέσο δεν πρέπει να κάνει νόμο… που να περιορίζει την ελευθερία του λόγου ή του Τύπου», έγινε δεκτό ότι το Κράτος είχε την υποχρέωση να περιορίσει κάποια είδη επικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου του λόγου, δηλαδή εκείνα τα είδη επικοινωνίας που θα αφορούσαν  τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή την περιουσία των πολιτών. ‘Ετσι, ανοίχτηκε νομικό παράθυρο για κάθε είδους λογοκρισία που υπήρξε στις ΗΠΑ.

  Οι δύο βαρυσήμαντες περιπτώσεις για κρατική παρέμβαση στα ΜΜΕ ήταν η εθνική ασφάλεια και τα δημόσια πρότυπα ευπρέπειας. Η εθνική ασφάλεια ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από την προαναφερθείσα απόφαση, που εξυπηρέτησε το σκοπό να σταματήσουν οι εκστρατείες κατά της επιστράτευσης σε περίοδο πολέμου. Συνέχισε να διογκώνεται ως λογική για την κρατική λογοκρισία στις ΗΠΑ μέχρι που το Ανώτατο Δικαστήριο, το 1971, αρνήθηκε να επιτρέψει στον Πρόεδρο  Nixon να σταματήσει τη δημοσίευση των «Εγγράφων του Πενταγώνου» στις εφημερίδες «The New York Times» και «Washington Post». Η απαγόρευση της δημοσίευσης έστω για 15 ημέρες ήταν αντίρροπη προς την Πρώτη Τροπολογία του Καταστατικού Χάρτη αλλά η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να μη συνεχιστεί αυτή η απαγόρευση, παρά τις παρακλήσεις του Προέδρου, έδειξε δραματικά ότι η απλή επίκληση της εθνικής ασφάλειας δεν αρκούσε για να διατηρηθεί αυτή η απαγόρευση. 

   Εξάλλου, η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών δημιουργήθηκε στην ίδια έννομη τάξη το 1934 για να διασφαλίσει ότι ο σπάνιος πόρος του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων θα αξιοποιούνταν για το «δημόσιο συμφέρον». ‘Οποια και αν ήταν η πρόθεση του νομοθέτη που θέσπισε αυτήν την ενιαία για τις επικοινωνίες ομοσπονδιακή ρυθμιστική αρχή, πρακτικά η εντολή μεταφράστηκε ως υποχρέωση εξασφάλισης ότι τίποτε «προσβλητικό» δεν θα έβγαινε στον αέρα. Καθώς η τεχνολογία αύξησε τον αριθμό των σταθμών που μπορούσαν να εκπέμψουν στο φάσμα των ραδιοσυχνοτήτων, αναδύθηκε μία νέα αιτιολογία για κρατική παρέμβαση στις εκπομπές: οι άνθρωποι δεν έχουν προηγούμενη γνώση του εκπεμπόμενου προγράμματος από ένα δεδομένο ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό, έτσι το Ραδιόφωνο και η Τηλεόραση πρέπει να μείνουν «καθαρά» Μέσα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθετώντας αυτήν τη θέση, θεώρησε ότι ενώ οι άνθρωποι αποφασίζουν την αγορά περιεχομένου όταν αγοράζουν εφημερίδα ή βιβλίο ή όταν πηγαίνουν να δουν μία κινηματογραφική ταινία, δεν είναι πληροφορημένοι όταν αποφασίζουν να ανοίξουν την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, συσκευές στις οποίες μπορεί να ληφθεί οτιδήποτε. ‘Ετσι, στην πραγματικότητα σφυρηλατήθηκε μία ισορροπία μεταξύ φιλελευθερισμού και πολιτειοκρατίας. Τα έντυπα είχαν την προστασία του Καταστατικού Χάρτη από την παρέμβαση του Κράτους, ένα καθεστώς που έμελλε να ενδυναμωθεί από την προαναφερθείσα υπόθεση των «Εγγράφων του Πενταγώνου». Αντίθετα, η Ραδιοτηλεόραση, όπως πλέον νομικά ομαδοποιήθηκαν τα δύο Μέσα εκπομπής τα οποία είναι παρεμφερή όχι μόνο από τεχνικής αλλά και από νομικής απόψεως, υπέκειτο στα πρότυπα που επέβαλε το Κράτος για αυτή.

  Εξάλλου, είναι αξιοπρόσεκτο ότι η χορηγία για πολιτιστικές δραστηριότητες, με τη σύγχρονη μορφή της, αρχίζει σε διεθνή κλίμακα να εμφανίζεται στη δεκαετία του 1950 στις Η.Π.Α. Οι εταιρείες, ιδίως οι μεγάλες καπνοβιομηχανίες, που αρχίζουν να λειτουργούν ως χορηγοί αντιμετωπίζουν προβλήματα αποκλεισμού από τα ΜΜΕ στο χώρο της διαφήμισης, λόγω  ισχύος της αντικαπνιστικής νομοθεσίας. Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, για να βελτιώσουν την κοινωνική τους εικόνα επέλεξαν και τη χορηγία των τεχνών, η οποία θεωρήθηκε ως μία από τις προσφορότερες μεθόδους για την επίτευξη του εμπορικού τους στόχου. Το 1968, ιδρύθηκε η Επιτροπή για την Ενίσχυση των Τεχνών από τις Επιχειρήσεις, με σκοπό να συμβάλει στην αναγέννηση του πολιτισμού στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη η πολιτιστική χορηγία πέρασε μέσω του Ηνωμένου Βασιλείου τη δεκαετία του 1970, ενώ είχε ήδη επιτύχει το χορηγικό μοντέλο στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.  

 

Ε. Ο συγκεντρωτικός χαρακτήρας της Ραδιοτηλεόρασης 

 

Τα νέα Μέσα μπορούν να θεωρηθούν από τη φύση τους συγκεντρωτικά. ‘Ετσι, είχε εκφραστεί παλαιότερα η άποψη ότι η Ραδιοφωνία  ήταν ένας εξαιρετικά αποτελεσματικός μηχανισμός συγκέντρωσης αφού επιτρέπει στους επικεφαλής κάθε Κράτους να μιλούν ταυτόχρονα σε καθένα ομοεθνή τους, σαν τον πατέρα που μιλά στο τραπέζι στα μέλη της οικογένειάς του. Όπως ο pater familiae στο «κεφαλοτράπεζο» απευθύνεται στην οικογένεια, έτσι και η κεντρική φιγούρα στην κρατική ιεραρχία επικοινωνεί με το λαό. Αυτό το κλασικό στερεότυπο του πατερναλισμού υποδηλώνει την υποτιθέμενη ανωριμότητα του κοινού έναντι του αρχηγού. Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η εποχή του Ραδιοφώνου αντιπροσωπεύεται από τους πλέον ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες του εικοστού αιώνα (Τσόρτσιλ, Χίτλερ, Ρούζβελτ, Στάλιν), καθένας από τους οποίους ήταν εξαιρετικά ικανός στις ραδιοφωνικές του ομιλίες. Το Ραδιόφωνο ως κυρίαρχο Μέσο του παγκόσμιου πολιτισμού αντικαταστάθηκε από την Τηλεόραση, η οποία παρέλαβε τη σκυτάλη του συγκεντρωτισμού σε θέματα όπως οι δημηγορίες και η ευρύτερη προβολή των κυβερνώντων.      

Σε νομικό επίπεδο, ο Τύπος είναι ελεύθερος κατά το άρ. 14 παρ. 2 του ελληνικού Συντάγματος (αρχή της ελευθεροτυπίας). Ωστόσο, το ίδιο κείμενο  θέτει ρυθμίσεις αμφίβολης συμβατότητας με την ίδια την ελευθεροτυπία, όπως ότι νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τα προσόντα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και δεν καθιερώνει το θεμελιώδες δικαίωμα στο δημοσιογραφικό απόρρητο. ‘Οσο για τον Κινηματογράφο, τη Φωνογραφία, τη Ραδιοφωνία, την Τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης, εξαιρούνται ρητά από τις συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν τον Τύπο, σύμφωνα με το άρ. 15 παρ. 1 του Συντάγματος. Με βάση την προαναφερθείσα νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, προβληματίζει ο συνταγματικός υπερθεματισμός της αντιδιαστολής προς την κατά κυριολεξία ελευθεροτυπία. Πράγματι, αφού ο πολίτης συνειδητά επιλέγει την κινηματογραφική ταινία ή το μουσικό δίσκο που θα αγοράσει, υπάρχει σαφής διαφοροποίηση από τη διάχυτη και κατά τη λογική αυτή ανεξέλεγκτη εισροή προϊόντων του λόγου και της τέχνης μέσα από τη Ραδιοτηλεόραση.

Τα Μέσα εκπομπής είναι σε διεθνή κλίμακα κυριολεκτικά υπό τον έλεγχο κρατικών υπηρεσιών, όπως είναι στο Ηνωμένο Βασίλειο το «British Broadcasting Corporation (BBC)». Η Ραδιοτηλεόραση στη χώρα αυτή βασίζεται στην παράδοση ότι αποτελεί δημόσια υπηρεσία υπεύθυνη έναντι του λαού μέσω του Κοινοβουλίου. Μάλιστα, από την πρώτη της εμφάνιση η Ραδιοφωνία υπήχθη στο νόμο περί ασύρματου Τηλεγράφου του 1904, που αντικαταστάθηκε από τους αντίστοιχους νόμους του 1949 και 1969. Κατά τους νόμους αυτούς, η εκπομπή και η λήψη ασύρματων επικοινωνιών επιτρέπεται μόνο με την άδεια του Υπουργού Εσωτερικών. Για τη Ραδιοφωνία αποφάσισε αρχικά το κοινοβούλιο να δίνεται μόνο μία άδεια. ‘Ετσι, ο υπουργός χορήγησε το 1922 άδεια στη Βρετανική Ραδιοφωνική Εταιρεία, την οποία διαδέχθηκε το 1927 το BBC. Πάντως, αυτό που διαφεύγει συνήθως της προσοχής των αναλυτών είναι ότι το BBC έχει ευρύτατη ανεξαρτησία έναντι των κρατικών αρχών, η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι αποτέλεσε σύμφωνη πολιτική διάδοχων κυβερνήσεων, που έγινε δεκτή από το κοινοβούλιο, να θεωρήσουν την ελεγκτική εξουσία σε αυτό ως καθαρά «εφεδρική» και να του χορηγήσουν  απόλυτη ανεξαρτησία στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινής λειτουργίας του. Οι μόνοι περιορισμοί αφορούν την πολιτική ουδετερότητα της Ραδιοτηλεοράσεως, όπως το γεγονός ότι δεν μπορεί να εκφέρει δικές του πολιτικές απόψεις[8]. Οι περιορισμοί στα ραδιοτηλεοπτικά Μέσα αποτελούν πραγματικότητα σε διεθνή κλίμακα, ιδίως σε περιόδους κρίσεων. ‘Ετσι, ενεργοποιήθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη διάρκεια του πολέμου με την Αργεντινή στα Φώκλαντ, ο οποίος ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 1982.

Στις ΗΠΑ η κατάσταση ήταν λίγο καλύτερη αλλά ακόμη και εκεί οι ειδήσεις ήταν πάντα στα χέρια τριών ολιγαρχικών δικτύων, υποκείμενων σε κρατική παρέμβαση.

 

ΣΤ. Τα Μουσεία ως Μέσα και οι πόλεμοι

 

     Το μουσείο σε διεθνή κλίμακα θεωρείται ως θύμα των κατά καιρούς πολέμων[9]. Ωστόσο, μπορεί να είναι και ένα κατά το μάλλον ή ήττον εθελοντικά συμμετέχον μέρος στο πλαίσιο αυτών των συγκρούσεων. Μάλιστα, μερικές φορές αυτός ο θεσμός «υπεράνω πάσης υποψίας» επιδιώκει να επωφεληθεί. Η στάση του κατά τη διάρκεια των πολέμων δεν είναι αληθινά διαφορετική από εκείνη που επιδεικνύει σε καιρό ειρήνης. Εγγεγραμμένο κάτω από στολή – κυριολεκτικά – ή ως «απλός μαχητής» κάτω από το έμβλημα της πατρίδας, συμπεριφέρεται στον πόλεμο όπως στην ειρήνη. Οι διεθνείς πολιτικές αρχές, ωστόσο, όπως η κοινή γνώμη, επιδιώκουν να το προστατεύσουν από τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των ενόπλων συγκρούσεων. Ο αναντικατάστατος, μοναδικός χαρακτήρας των αντικειμένων της πολιτιστικής κληρονομιάς δικαιολογεί την ειδική τους προστασία.  Το μουσείο είναι επίσης ένας αξιοσέβαστος θεσμός: τον θέλει κανείς ουδέτερο, υπεράνω του ξεπεσμού, ξένο προς όλη αυτήν τη βαρβαρότητα[10].     

   Μία από τις προσεγγίσεις για τη σχέση μεταξύ πολέμου και μουσείου είναι η θεωρία της κλοπής, η οποία τονίζει αποκλειστικά τα γεγονότα των αρπαγών και των επιστροφών των πολιτιστικών αγαθών μεταξύ των εμπολέμων. Και αυτή όμως, όπως και οι λοιπές κλασικές προσεγγίσεις, επικρίνεται για τον παθητικό ρόλο που αποδίδει στο μουσείο. Θεωρεί ότι αν αυτό δεν είναι αναγκαστικά το θύμα της σύγκρουσης, αν μπορεί να επωφελείται από ορισμένες περιστάσεις, κατά κάποιο τρόπο δεν το θέλει πραγματικά. Το μουσείο είναι υπεράνω του ξεπεσμού, θα έλεγε κανείς. Όμως, αυτό είναι ένα υποκείμενο που δρα στη σύγκρουση, πράγμα που δεν είναι εκπληκτικό καθώς αυτό είναι μέσα στην ιστορία. Η ιστορία αποτελείται από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται κανείς το παρελθόν, και το μουσείο είναι ένας από τους αφηγητές[11]

    Η επιδείνωση των πατριωτικών και ιδεολογικών συζητήσεων η οποία χαρακτηρίζει τους καιρούς του πολέμου προσφέρει την ευκαιρία να διαπιστωθεί ότι το μουσείο είναι, και αυτό, ένα εργαλείο επικοινωνίας ισχυρό και αποτελεσματικό, άρα ένα Μέσο σαν τα σε στενή έννοια ΜΜΕ. Μπορεί βέβαια να ιδωθεί ως εργαλείο χρησιμοποιούμενο  από τους εμπολέμους – κατάσταση εύκολη να καταγγελθεί – ή ως μερικές φορές καταναγκασμένο στη σιωπή. Όμως, στον καιρό της ειρήνης όπως και στις συγκρούσεις, το μουσείο είναι η αντανάκλαση και το όργανο μίας ορισμένης ιδεολογίας: μερικές φορές, γίνεται προσήλυτο[12].   

 

Ζ. Από τα μονόδρομα Μέσα στα αμφίδρομα

 

    Σε αντίθεση με τον τηλέγραφο, η φωνητική τηλεπικοινωνία επέτρεψε στους ανθρώπους να επικοινωνούν με οποιονδήποτε στον κόσμο είχε τηλεφωνική συσκευή, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, απολαμβάνοντας την άνεση του σπιτιού τους ή του γραφείου τους. Αυτή η εξαιρετικά αποκεντρωτική συσκευή όμως είχε και σημαντικές αδυναμίες από την άποψη της πολιτικής της επίδρασης, καθώς λειτουργούσε εξατομικευμένα και μετέφερε μόνο προφορικό λόγο.

   Στη μεταβιομηχανική κοινωνία και δη μόλις κατά την προτελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, αρχίζει μία επανάσταση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών. Για μία ακόμη φορά, η πολιτική βούληση των κυβερνώντων και συνακόλουθα το επίσημο δίκαιο υστερούν ή και αντιτίθενται στις προτάσεις της τεχνολογίας και στα προϊόντα και στις υπηρεσίες της αγοράς. Παρά τη σταδιακή απελευθέρωση παραδοσιακών μονοπωλιακών κλάδων, όπως η Ραδιοτηλεόραση και η τηλεπικοινωνιακή αγορά, παραμένουν οι κατεστημένες αντιλήψεις στη νομοθεσία, ήδη στα εθνικά Συντάγματα.

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι χρήστες του Διαδικτύου  προβαίνουν σε μία συνειδητή επιλογή. Αυτός που συμμετέχει στην κατά το άρ. 5Α παρ. 2 του ελληνικού Συντάγματος, όπως αναθεωρήθηκε το 2001 και ισχύει, «κοινωνία της πληροφορίας» μοιάζει περισσότερο στον αγοραστή μίας εφημερίδας παρά στον άνθρωπο που ανοίγει το ραδιόφωνό του στο αυτοκίνητο ή λαγοκοιμάται ενώ τα προγράμματα αλλάζουν στην τηλεοπτική οθόνη, σύμφωνα με αυτά που έχουν προαναφερθεί. Επιπλέον, η καλωδιακή τηλεόραση, η οποία σε αντίθεση με τα τηλεοπτικά δίκτυα δεν είναι ελεύθερης λήψης, είχε ήδη μείνει εκτός των αυστηρών ρυθμίσεων της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών, των ΗΠΑ, περί ασέμνων προγραμμάτων. Παρ’ όλα αυτά, ένα ευρύτατο νομοσχέδιο για τις τηλεπικοινωνίες, που θα ποινικοποιούσε αυτά που θα έγραφαν οι άνθρωποι στον κυβερνοχώρο,   συζητήθηκε στο αμερικανικό Κογκρέσο στο τέλος του 1995[13].

   Τελικά, το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του 96-511[14] έκρινε ότι οι διατάξεις του εκδοθέντος το 1996 νόμου για την Ευπρέπεια των Επικοινωνιών, που περιείχαν κυρώσεις για κάθε επικοινωνία μέσω του Διαδικτύου «που προσέβαλε τη δημόσια αιδώ και ήταν καταφανώς προκλητική», ήταν αντισυνταγματικές εφόσον παραβίαζαν την πρώτη τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος που κατοχυρώνει την ελευθερία της γνώμης[15].  

      Όμως, λόγω των τρομοκρατικών γεγονότων από την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και μετά, παρατηρείται ενίσχυση της πολιτειοκρατίας η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις παίρνει τη μορφή του «αστυνομικού κράτους». Ενδεικτικό του απάνθρωπου χαρακτήρα κάποιων από τα αντιτρομοκρατικά μέτρα είναι ότι, όπως υποστηρίζεται, μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ ζήτησαν από το Πακιστάν να σταματήσει τις οδικές μεταφορές μέσω των οποίων προωθούνταν το μεγαλύτερο μέρος των τροφίμων και άλλων προϊόντων που προορίζονταν για τον άμαχο αφγανικό πληθυσμό και  ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός τότε με πρόσχημα την αντι-τρομοκρατία έδειξε παγερή αδιαφορία για τους επικείμενους θανάτους – σύμφωνα με έγκυρες αναλύσεις – τεσσάρων εκατομμυρίων ανθρώπων[16].

    Στην επικίνδυνη παραβίαση της αρχής του κράτους δικαίου προσπαθεί να αντισταθεί ο Τύπος και στις ΗΠΑ. ’Ετσι, οι εφημερίδες της προαναφερθείσας υπόθεσης των «Εγγράφων του Πενταγώνου» αντιμετώπισαν πιέσεις και έμμεσες απειλές διώξεων προτού αποκαλύψουν, το Νοέμβριο 2005, τη μαζική παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας δεκάδων χιλιάδων «υπόπτων» Αμερικανών από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας. Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα που λειτούργησε για μία τετραετία απολύτως μυστικά, εν αγνοία ακόμη και μελών της αρμόδιας επιτροπής της Γερουσίας. Στις 23 Ιουνίου 2006, παρά τις πιέσεις που δέχονταν, τρεις από τις μεγαλύτερες εφημερίδες των ΗΠΑ, οι  «The New York Times», «Los Angeles Times» και «The Wall Street Journal», αποκάλυψαν ένα παραπλήσιο μυστικό πρόγραμμα, αυτό της παρακολούθησης της διατραπεζικής βάσης δεδομένων SWIFT. Κατά τα δημοσιεύματα, αντί οι πράκτορες της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών να ακολουθούν τη συνήθη πρακτική, σύμφωνα με την οποία εκδίδεται δικαστικό ένταλμα για κάθε συγκεκριμένο στόχο έτσι ώστε να τηρείται η νομιμότητα και να διασφαλίζεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των βάσεων δεδομένων, χρησιμοποιούσαν ευρύτατης κλίμακας εντάλματα.       

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Το αίτημα της ελευθερίας των Μέσων στον πολιτισμό      

 

  Από την παρούσα μελέτη συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Ραδιοτηλεόραση και το Διαδίκτυο πρέπει να ακολουθήσουν το δρόμο του Τύπου, συνεπώς να συγκλίνουν οι συνταγματικές διατάξεις προς ένα έννομο αγαθό ελευθερίας των ΜΜΕ στο σύνολό τους (ελευθεροτυπίας σε ευρεία έννοια), έναντι της κρατικής εξουσίας, με μόνο όριο τις τεχνικές ιδιαιτερότητες των Μέσων, όπως το πεπερασμένο των συχνοτήτων για την εκπομπή ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού προγράμματος και την προστασία των ανηλίκων[17]. Φυσικά, το ζήτημα του εκσυγχρονισμού του Δικαίου των ΜΜΕ είναι ευρύτερο. Ενδεικτικά καταλαμβάνει και το ζήτημα της δημιουργίας μίας μοντέρνας νομοθεσίας για το ραδιοτηλεοπτικό φορέα ενός κράτους, ο οποίος δεν πρέπει απλώς να είναι αμερόληπτος, και όχι ακριβώς – κατά τα μοναρχικά κατάλοιπα αντίληψης και ορολογίας – «ουδέτερος» πολιτικά, αλλά και φιλικός στα ανθρώπινα δικαιώματα της κοινωνίας. 

   Εξάλλου, τα νεωτερικά μουσεία, ιδρυμένα μέχρι και το πρώτο ήμισυ του δέκατου ένατου αιώνα, υπήρξαν θεσμοί – κλειδιά για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του πολίτη. Συνεπώς, αποτέλεσαν ταυτόχρονα ένα νέο πεδίο αρχόμενης οικονομικής δραστηριότητας του κράτους (μη κερδοσκοπικού παρεμβατισμού), στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, και επίσημης «ενημέρωσης» και καθοδήγησης των πολιτών στην κρατική ιδεολογία, δηλαδή οιονεί ΜΜΕ του ιδίου του νεότερου κράτους!

   Εξάλλου, όπως η δημόσια ραδιοτηλεόραση υποτίθεται ότι πρέπει να είναι  ουδέτερη, έτσι και το μουσείο είναι ένας αξιοσέβαστος θεσμός, το οποίο η κοινή γνώμη θέλει ουδέτερο. Σε κάθε περίπτωση, καταδεικνύεται η στενή συγγένεια των μουσείων με τα ΜΜΕ καθώς τα μουσεία είναι εργαλεία επικοινωνίας ισχυρά και αποτελεσματικά, και στη συγκυρία των ενόπλων συρράξεων.   

  Μία άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της συγγένειας είναι η τάση της παράκαμψης των νομικών περιορισμών στη μαζική επικοινωνία μέσα από καινοτόμες προσεγγίσεις της οικονομίας και της τεχνολογίας, όπως οι συμβάσεις πολιτιστικής χορηγίας και η κοινωνία της πληροφορίας, αντίστοιχα.

   Ενδείκνυται η αναβάπτιση των μουσείων στη δεξαμενή της ερμηνευτικής «υποθέσεως», όπως έχει ήδη επισημανθεί σε διεθνή κλίμακα[18]. Σχετικά με το προαναφερθέν άρ. 16 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει προταθεί η ρητή συνταγματική καθιέρωση των μουσείων, όπως και της χορηγίας, κατά ενδεικτική αναφορά ως εξής:

    «Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες με καταλύτη την ερμηνεία· τα μουσεία αποτελούν πολυδύναμα μέσα για την ανάπτυξη και την προαγωγή της τέχνης και της επιστήμης, της έρευνας και της διδασκαλίας, οι οποίες αποτελούν υποχρέωση της Πολιτείας και δικαίωμα του καθενός, με καταλύτη την πολιτιστική χορηγία»[19].    

 

 


[1] Α. Μάνεσης, Συνταγματικά Δικαιώματα α’ ατομικές ελευθερίες πανεπιστημιακές παραδόσεις, Εκδοτικός Οίκος Σάκκουλα Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 38-39.

 

[2] Γ. Θεοδόσης, Η ελευθερία της τέχνης, Εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 2000.

 

 

[3] Α. Μανιάτης, Η πολιτειοκρατία στην Ελληνική Οικονομία, in Β. Αγγελής και Λ. Μαρούδας (εκδ.), Οικονομικά Συστήματα, Αναπτυξιακές Πολιτικές και Στρατηγικές των Επιχειρήσεων στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης, Εκδόσεις Παπαζήση Αθήνα 2006, σσ. 719-731, ιδίως σ. 720.    

 

 

[4] Α. Μανιάτη, Η ελευθερία των ΜΜΕ με έμφαση στο παράδειγμα των ΗΠΑ, Αρμενόπουλος    Επιστημονική Επετηρίδα Δ.Σ.Θ. 27, 2006, σσ. 103-109 και Ανάτυπο.

 

[5] P. Levinson, (Μτφ. Π. Μανδραβέλης), Οι νεωτερισμοί στα Μέσα και η αποκέντρωση της εξουσίας, 1995, ανακτήθηκε στις 07.04.2006 από το δικτυακό τόπο: www.medium.gr/articles/104047463935974.shtml.

 

 

[6] D. Preziosi, Μουσεία και… άλλα επικίνδυνα πράγματα. Τι έχει αλλάξει στα μουσεία από την εποχή του Κρυστάλλινου Παλατιού;, Τετράδια μουσειολογίας 4/2007, σσ. 3-15, ιδίως σσ. 7-14.

 

[7] Α. Μανιάτης, Αρχαιολογική έρευνα πεδίου και μουσεία. Επιμόρφωση στο Πολιτιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2010, ιδίως σσ. 173-176.  

 

[8] Π. Δαγτόγλου, Ραδιοτηλεόραση και Σύνταγμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 1989, σσ. 99-107. 

 

 

[9] Α. Μανιάτης, Αρχαιολογική έρευνα πεδίου και μουσεία. Επιμόρφωση στο Πολιτιστικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2010, ιδίως σσ. 219-220.  

 

[10] A. Gob, Des musées au – dessus de tout soupçon, Armand Collin 2007, ιδίως σ. 311 επ. 

 

[11] A. Gob, Des musées au – dessus de tout soupçon, Armand Collin 2007, ιδίως σσ. 14-15.

 

[12] A. Gob, Des musées au – dessus de tout soupçon, Armand Collin 2007, ιδίως σσ. 16-17.

 

[13] P. Levinson, (Μτφ. Π. Μανδραβέλης), Οι νεωτερισμοί στα Μέσα και η αποκέντρωση της εξουσίας, 1995, ανακτήθηκε στις 07.04.2006 από το δικτυακό τόπο: www.medium.gr/articles/104047463935974.shtml.

 

 

[14] Janet Rano, Attorney General of the United States et al. Appelants v. American Civil Liberties Union et al..

 

[15] Ι. Καράκωστας, Δίκαιο και Internet. Νομικά ζητήματα του Διαδικτύου, Δίκαιο και Οικονομία Π. Ν. Σάκκουλας Αθήνα 2003, υποσ. 78.

 

 

[16] Α. Καρδαρά, Τρομοκρατία και ΜΜΕ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2003, σ. 14.

 

[17] Α. Μανιάτης, Ο εκδημοκρατισμός των ΜΜΕ, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2008, σ. 242.

 

[18] M. Moschogianni, A. Gratsani, Managerial approach to cultural PPP, in D. Vrontis, Y. Weber, E. Tsoukatos (Editors), 6th Annual EuroMed Conference of the EuroMed Academy of Business. Confronting Contemporary, pp. 1622-1634. Η εργασία απέφερε στις συγγραφείς το βραβείο «Best Junior Researcher Award».

 

[19] Α. Μανιάτης, Θεμελιώδη Δικαιώματα και Αρχιτεκτονική Κληρονομιά. Συμβολή στο Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Αθήνα – Κομοτηνή 2010, ιδίως σσ. 329-330.