Η εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην πράξη. Προκλήσεις για το δικαστή, τη δημόσια διοίκηση, τις ανεξάρτητες αρχές, την κοινωνία των πολιτών

Γιώργος Σταυρόπουλος Επίτιμος Αντιπρόεδρος του Σ.τ.Ε. Πρώην Πρόεδρος της Ε.Ε.Δ.Α.

Το κείμενο της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εντυπωσιάζει για την πυκνότητα των νοημάτων του, αλλά και  την ακρίβεια αποτύπωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι διαρκώς  επίκαιρο, αφού εβδομήντα και πλέον  χρόνια μετά την 10η Δεκεμβρίου 1948, οι διακηρύξεις αυτού του διεθνούς εμβέλειας κειμένου δεν έχουν γίνει πράξη σε μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας, αλλά και εκεί που εφαρμόζονται, συχνά αμφισβητούνται, καταφρονούνται ή  υπονομεύονται. Το μείζον, όμως, πολιτικό και ηθικό κύρος της Οικουμενικής Διακήρυξης δεν βρίσκει  ευθέως την  αντίστοιχη νομική δεσμευτικότητά  του στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών-μελών του Ο.Η.Ε. Η επίδρασή του υπήρξε  ουσιώδης, αλλά έμμεση,  με την άσκηση επιρροής  μέσω άλλων διεθνών κειμένων, όπως είναι τα δύο σχετικά  Σύμφωνα του Ο.Η.Ε. που ακολούθησαν, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), ο Χάρτης  Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κ.ά.

Η μειωμένη ευθεία νομική ισχύς της Οικουμενικής Διακήρυξης στο εσωτερικό δίκαιο αδικεί, ασφαλώς, την ουσιαστική  εμβέλεια των κανόνων που διατυπώνονται. Ο εφαρμοστής του δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην Ελλάδα καταλαμβανόταν  παλαιότερα  από αμηχανία αναφορικά με το νομικό κύρος της Οικουμενικής Διακήρυξης, η οποία δεν είχε ενταχθεί, καθεαυτή,  σε διεθνή σύμβαση. Βέβαια, για τον νομικό της πράξης, οι περισσότερες ρυθμίσεις της ανευρίσκονταν   σε άλλα κείμενα του διεθνούς  ή   εσωτερικού δικαίου. Έτσι, όταν ο έλληνας δικαστής απέκρουε την ευθεία  νομική ισχύ της Οικουμενικής Διακήρυξης στην εσωτερική δικαιοταξία, μπορούσε να εφαρμόζει αντίστοιχες ρυθμίσεις κυρίως του Συντάγματος και των κοινών νόμων. Η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των δύο μεταγενέστερων Συμφώνων του Ο.Η.Ε  που υιοθετήθηκαν στις 16.12.1966, του ενός για τα ατομικά και τα πολιτικά και του άλλου για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, με τους νόμους 2462/1997 και 1532/1985, αντίστοιχα,  διευκόλυνε ασφαλώς τον εφαρμοστή του δικαίου και ιδιαίτερα το δικαστή, το δικηγόρο, αλλά και τη διοίκηση ως προς την εξοικείωσή τους με τους ορισμούς της Διακήρυξης. Πλην, ο κυρωτικός νόμος ακόμα και  μιας διεθνούς σύμβασης , υπό το καθεστώς του  Συντάγματος του 1952, περιείχε ρυθμίσεις που δεν είχαν  αυξημένη τυπική ισχύ και μπορούσαν, όπως γινόταν δεκτό, να τροποποιηθούν, αλλά και να καταργηθούν ακόμα  με άλλο νεότερο τυπικό νόμο. Η διεθνής, έτσι, δεσμευτικότητα των  κανόνων του διεθνούς δικαίου βρισκόταν σε  αναντιστοιχία με την  ισχύ τους στο εσωτερικό της χώρας μας . Η ίδια η Ε.Σ.Δ.Α. είχε κατά το παρελθόν   μειωμένη επίδραση στην εσωτερική έννομη τάξη, παρά το μεγάλο κύρος της και την  πρωτότυπη  πρόβλεψή της για τη  λειτουργία   διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου  που αποφασίζει  για την παραβίαση ή όχι  των προβλεπόμενων από αυτήν ρυθμίσεων. Η εφαρμογή  έτσι  της Ε.Σ.Δ.Α.  πριν την υιοθέτηση από την Ελλάδα, το 1985, της ατομικής προσφυγής, κατά το άρθρο 34 αυτής, ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, παρά το γεγονός ότι με το Σύνταγμα του 1975, ορίστηκε ότι  η Ελλάδα ακολουθεί τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες του διεθνούς δικαίου (άρθρ. 2 παρ. 3) αλλά και ότι οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο, υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου (άρθρ. 28 παρ. 1). Μεγαλύτερη, έτσι, επιρροή άσκησε, αρχικά, η συνταγματική αναγνώριση του κοινοτικού και ήδη ενωσιακού δικαίου, μέσω της παρ. 2 του ίδιου άρθρου 28, αλλά και της σχετικής ερμηνευτικής δήλωσης που προστέθηκε μεταγενέστερα στο άρθρο αυτό.

Ο έλληνας δικαστής αλλά και ο εν γένει  νομικός της πράξης ήταν αρχικά πολύ  επιφυλακτικός ως προς  την άμεση  εφαρμογή των κανόνων  δικαίου που προέρχονταν από διεθνή όργανα. Ο δικαστής ειδικότερα απέφευγε να τους επικαλείται αρκούμενος στην εφαρμογή αντίστοιχων ή παρεμφερών κανόνων που είχαν διαμορφωθεί πρωτογενώς  στην εσωτερική έννομη τάξη . Το Σύνταγμα του 1975,  το οποίο  αναφέρθηκε  με  σχετική επάρκεια σε πολλά  θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου,  διευκόλυνε την τάση αποφυγής επίκλησης άλλων ρυθμιστικών κανόνων  προερχόμενων από   διεθνείς πηγές. Άλλωστε, ο μέσος έλληνας νομικός  μάλλον αγνοούσε   τα διεθνή κείμενα, αλλά και τη διεθνή νομολογία σε θέματα δικαιωμάτων του ανθρώπου, πολύ περισσότερο που η σχετική διδασκαλία για τα θέματα αυτά ήταν εξαιρετικά περιορισμένη στις νομικές σχολές της χώρας. Αγνοούσε επίσης συχνά  ξένες γλώσσες που θα του επέτρεπαν την πρόσβαση σε διεθνή  κείμενα που δεν είχαν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα. Η κατάσταση  όμως  αυτή  με τα χρόνια  άλλαξε ριζικά και σήμερα η πρόσβαση στα διεθνή κείμενα,  και, ειδικότερα, στη διεθνή νομολογία είναι ευκολότερη, με τη χρήση μάλιστα  και  του διαδικτύου που προσφέρει άμεση αλλά και έγκυρη σχετική  ενημέρωση.

Η αρνητική ή διστακτική στάση του έλληνα δικαστή απέναντι στα κείμενα που έχουν διεθνή καταγωγή τείνει  να εκλείψει. Από καιρό, με την πρωτοπορία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η μνεία από τα δικαστήρια  των διεθνών  δικαιωματικής φύσης κειμένων και της συναφούς νομολογίας δεν αποτελεί πρωτοτυπία, συχνά μάλιστα γίνεται και αυτεπάγγελτη αναφορά σε αυτά, χωρίς δηλαδή την επίκλησή τους από πληρεξούσιους δικηγόρους. Στον Άρειο Πάγο, η παραδοσιακή αρνητική διάθεση άρχισε να υποχωρεί κυρίως από την εποχή της Προεδρίας του  Στέφανου Ματθία. Κάτι περισσότερο: η νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας τείνει πλέον να προσαρμόζεται, όλο και περισσότερο, προς τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων, αρκεί βέβαια η τελευταία να μην αντιβαίνει προς το ελληνικό Σύνταγμα. Γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο δικαστής στην Ελλάδα ορκίζεται να φυλάσσει προεχόντως το Σύνταγμα αυτής της χώρας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι, όπου είναι εφικτό, η ερμηνεία των νόμων αλλά και του ίδιου του Συντάγματος δεν προσαρμόζεται  προς τα οριζόμενα στα διεθνή κείμενα και τη διεθνή νομολογία. Η ασφάλεια του δικαίου αποτελεί σημαντικό στόχο, προκειμένου οι νομολογικές συγκρούσεις να αποφεύγονται κατά το δυνατό και ιδίως εκείνες μεταξύ εθνικών και διεθνών δικαστηρίων. Σ’ αυτό, όμως, πρέπει να συμβάλλουν και   οι αποφάσεις  των διεθνών δικαστηρίων, οι οποίες , κάποτε,  δεν ερμηνεύουν σωστά το ελληνικό δίκαιο ή χαρακτηρίζονται από νομολογιακή αστάθεια που δημιουργεί απορίες και προβληματισμό.

Στο ερώτημα σε ποιο βαθμό τα δικαιώματα του ανθρώπου εφαρμόζονται στις μέρες μας  στην Ελλάδα  η απάντηση δεν είναι εύκολη . Μετά τη μεταπολίτευση του 1974  η δημοκρατία λειτουργεί, τα κόμματα εναλλάσσονται στην εξουσία ομαλά, οι πολυκομματικές κυβερνήσεις δοκιμάστηκαν συχνά στην πράξη, σοβαρές παραβιάσεις της εκλογικής διαδικασίας δεν καταγγέλλονται πλέον, ο κομματικός διάλογος είναι ελεύθερος  αν και  το επίπεδό του  δεν είναι συχνά ικανοποιητικό.  Η περιουσία, τουλάχιστον η ακίνητη, προστατεύεται μάλλον  ικανοποιητικά, αν και οι φορολογικές επιβαρύνσεις της  γίνονται οριακά ανεκτές. Οι ελευθερίες της σκέψης, της έκφρασης, της συνείδησης   ασκούνται μάλλον απρόσκοπτα, αν και οι προκαταλήψεις κάποτε υπερισχύουν.  Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι δεν έχει  περιορισμούς  καθώς και το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, του οποίου  όμως η καταχρηστική άσκηση τείνει συχνά να παραβιάζει τα δικαιώματα των άλλων που είναι συχνά οι περισσότεροι και να διαταράσσει την κοινωνική και οικονομική ζωή. Η δημόσια παιδεία παρέχεται τυπικά δωρεάν, η ανάπτυξη όμως των ιδιωτικών  φροντιστηρίων καταδεικνύει την ανεπάρκειά της, καθώς και η επιβολή αντισυνταγματικών διδάκτρων για τις μεταπτυχιακές σπουδές. Το Κράτος μεριμνά μεν, κατά το Σύνταγμα , για την  υγεία των πολιτών,  αυτή όμως   παρέχεται  με πολλές, καίριες κάποτε, ελλείψεις, ενώ η κοινωνική ασφάλιση μαζί με την εργασία και την αμοιβή της  είχαν  σχεδόν καταρρεύσει την εποχή της οικονομικής κρίσης. Λειτουργεί, με πολλές καθυστερήσεις, το Α.Σ.Ε.Π. που εξασφαλίζει την αξιοκρατική πρόσβαση του πολίτη στη δημόσια διοίκηση,  πλείστοι όμως  διορισμοί παρακάμπτουν την ανεξάρτητη αυτή αρχή. Νόμοι υπάρχουν αφάνταστα πολλοί  όπως και άτεχνα διατυπωμένοι.  Ποιοι όμως  από αυτούς και σε ποια έκταση  εφαρμόζονται; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Το κράτος δικαίου στην Ελλάδα, διακόσια περίπου χρόνια μετά την έναρξη της  Επανάστασης του 1821, δεν   έχει ακόμα πλήρως εμπεδωθεί από την πολιτική εξουσία, τη διοίκηση αλλά και τους ίδιους τους  πολίτες αυτής της χώρας.

Η δικαιοσύνη, η πιο ευαίσθητη από τις τρείς λειτουργίες του πολιτεύματος, έχει ταχθεί, εκ προοιμίου, να εφαρμόζει τους νόμους, επιλύοντας διαφορές μεταξύ των πολιτών  αλλά και μεταξύ των πολιτών και του Κράτους. Το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας  ασκείται αρκετά εύκολα, αλλά η απονομή του δικαίου γίνεται  συνήθως  πολύ  αργά, σχεδόν σε όλους τους κλάδους και τους βαθμούς της δικαστικής λειτουργίας , σε τέτοια ένταση και έκταση που συχνά εκφυλίζεται σε αρνησιδικία, για την οποία δεν ευθύνεται μόνο το αργόσυρτο δικαστικό σύστημα, αρκετοί δικαστές, αλλά και πολλοί δικηγόροι που κωλυσιεργούν εμποδίζοντας  την πρόοδο των δικών. Ο δικηγορικός υπερπληθωρισμός  έχει  σημαντικό  μερίδιο της σχετικής  ευθύνης .  Το μέσο επίπεδο των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι πλέον κακό, ο διάδικός ή ο μάρτυρας, όμως , ταλαιπωρείται αφάνταστα από  τις διαρκείς αναβολές των δικών, αλλά και από τη βραδεία έκδοση των δικαστικών αποφάσεων. Ειδικά η ποινική δίκη , ενώ , αυτή κυρίως,  θα έπρεπε να ολοκληρώνεται  σε σύντομο χρόνο, βραδυπορεί απαράδεκτα  ενισχύοντας ένα  γενικό αίσθημα ατιμωρησίας ή γενικευμένης αδικαιολόγητης  επιείκειας έναντι  των   παρανομούντων .   Από την άλλη, η πανίσχυρη εκτελεστική εξουσία, αλλά και πολλά μ.μ.ε., αμφισβητούν, συχνά άδικα, την ορθότητα πολλών δικαστικών αποφάσεων, για λόγους πολιτικής ή οικονομικής σκοπιμότητας  ή, ακόμη χειρότερα, καταργούν, στην πράξη, το τεκμήριο νομιμότητας του κατηγορούμενου και περίπου υπαγορεύουν το αποτέλεσμα της ανάκρισης ή αναγορεύουν τους ενόχους ή τους αθώους, κατά βούληση. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, ο δικαστής  που  καλώς ή κακώς   αποφεύγει  να απαντά προσωπικά στις επιθέσεις ή και τις ύβρεις που δέχεται  ή να καταγγέλλει  τις υπαρκτές παρεμβάσεις στο έργο του  που προέρχονται από πηγές κείμενες  εντός ή εκτός των κόλπων της δικαιοσύνης, πρέπει να εκφέρει νηφάλια, αμερόληπτα και ανεξάρτητα τη δικανική  του κρίση. Και   βέβαια    έχει  και αυτός το δικαίωμα στο λάθος. Προβλέπονται  άλλωστε  τόσα πολλά ένδικα βοηθήματα για τη διόρθωσή του!  Καθόλου όμως δεν δικαιολογούνται οι εμφυλιοπολεμικής φύσης ενέργειες κάποιων εισαγγελέων  ή  οι απαράδεκτες λεκτικές υπερβάσεις ( και όχι μόνο)  ορισμένων συνδικαλιστών δικαστών,  οι οποίες  βλάπτουν  το κύρος της δικαιοσύνης. Ας μη ξεχνάμε, όμως, και το σημαντικό  ρόλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στον  έλεγχο των δημοσίων δαπανών, ο οποίος δυστυχώς τείνει να περιορισθεί δραστικά. Και βέβαια πρέπει να εξαίρεται   ο αποφασιστικός ρόλος που πάντα έπαιζε το Συμβούλιο της Επικρατείας  στην υπεράσπιση των  δικαιωμάτων του ανθρώπου, προστατεύοντας τον συνήθως αδύναμο πολίτη απέναντι στην αυθαιρετούσα διοίκηση και ασκώντας,  έγκυρα και πειστικά, τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, παρά τα κάποια σημαντικά  λάθη που επιμένει, τελευταία, να διαπράττει σε θέματα κυρίως  προστασίας   της θρησκευτικής  ελευθερίας.

Μήπως όμως την εφαρμογή των νόμων που κατοχυρώνουν  τα δικαιώματα του ανθρώπου  εξασφαλίζει πάντοτε η κυβέρνηση ή η δημόσια  διοίκηση, η οποία υπόκειται  ιεραρχικά σ’ εκείνη ;  Η εκτελεστική εξουσία επιδεικνύει συχνά μια τάση  ενόχλησης  από την άσκηση από τους πολίτες  ορισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου και, λειτουργώντας αυτάρεσκα, προβάλλει μια συμπεριφορά αυταρχισμού και  παντοδυναμίας, αναφορικά ακόμη και με τα  αμυντικής φύσης ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Ως προς τα παροχικής φύσης   κοινωνικά δικαιώματα που από τη φύση τους είναι περισσότερο  εύπλαστα , δεν εφαρμόζει , συχνά, ούτε τα υπεσχημένα. Η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης  των πολιτών προς το Κράτος έχει προ πολλού διαρραγεί, αν ίσχυσε ποτέ ευρέως στην πράξη , λόγω κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, της πρόσφατης  οικονομικής κρίσης. Η σχέση Κράτους – πολίτη δεν χαρακτηρίζεται από αμοιβαία εμπιστοσύνη και καλή πίστη  όπως θα έπρεπε. Ο πολίτης νοιώθει συχνά   απροστάτευτος απέναντι σ ένα Κράτος που  όχι μόνο δεν τον υπηρετεί ,  αλλά και του δείχνει, πολλές φορές   ότι τον θεωρεί απλώς  υπήκοό του  και όχι  το αντικείμενο της ιδιαίτερης μέριμνάς του, όπως θα όφειλε. Ιδιαίτερη είναι η διαχρονική ευθύνη των κυβερνώντων για την προβληματική  λειτουργία την δημοσίων υπηρεσιών, παρά το γεγονός ότι , κατά περιόδους και  παρά τις  μεγάλες αντιδράσεις από τους θιγόμενους υπαλλήλους  ή τους συνδικαλιστές τους , ψηφίστηκαν αξιόλογες   ρυθμίσεις  για την  εφαρμογή της  αρχής της αξιοκρατίας  στην  ανάδειξη των  προϊσταμένων των δημοσίων υπηρεσιών  ή για την καταπολέμηση της διαφθοράς των παρανομούντων υπαλλήλων μέσω της εφαρμογής ενός αξιόπιστου πειθαρχικού δικαίου. Το  ευνοϊκό όμως  αποτέλεσμα στην πράξη των μεταρρυθμίσεων αυτών δεν υπήρξε  ιδιαιτέρως εμφανές, είτε γιατί  η εφαρμογή τους, στην πρώτη περίπτωση,  δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί , είτε γιατί το νομοθετικό πλαίσιο αλλοιώθηκε στην πορεία προς τη  λανθασμένη κατεύθυνση, στη δεύτερη περίπτωση.

Οι ανεξάρτητες αρχές αποτελούν  τη ζωντανή  διάψευση της εύρυθμης λειτουργίας  του  παραδοσιακού σχήματος  ορισμένων   κρατικών αρχών και  δομών . Λόγω της αποτυχίας  της κλασσικής κρατικής δραστηριότητας σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς  κρατικού ενδιαφέροντος, το έδαφος παραχωρήθηκε σε κρατικά μεν  μορφώματα , τα οποία, όμως,  επιδιώκεται, κατά τον προορισμό τους,  να λειτουργούν ανεξάρτητα, μακριά από τις  τρέχουσες κομματικές επιθυμίες των κυβερνώντων. Η πολιτική όμως εξουσία δείχνει στην πράξη μάλλον να απεχθάνεται τις ανεξάρτητες αρχές και απλώς να τις ανέχεται όταν δεν τις υπονομεύει. Κάποτε τις αδρανοποιεί  όταν φοβάται ότι  θα γίνουν πολύ ενοχλητικές.  Μερικές φορές κάνει διακρίσεις υπέρ της μιας έναντι των άλλων ανεξάρτητων αρχών  ή  αδιαφορεί γενικότερα  για τα προβλήματά τους.  Παρά ταύτα, οι ανεξάρτητες αρχές  λειτουργούν λιγότερο ή περισσότερο  ικανοποιητικά , υπηρετώντας τα δικαιώματα του ανθρώπου,  και παρά το γεγονός ότι ο προβλεπόμενος, κυρίως για όσες προβλέπονται από το Σύνταγμα,  μέσω κομματικών συμφωνιών, τρόπος ανάδειξης των μελών τους δεν συμβάλλει στην αύξηση του κύρους τους. Υπηρετούν το κράτος δικαίου κι ας τις κατηγορούν κάποιοι ότι διαθέτουν μειωμένη δημοκρατική νομιμοποίηση. Συμβάλλουν με τον τρόπο τους στη λειτουργία θεσμικών αντίβαρων  απέναντι στην παντοκρατορία του κομματικού κράτους.

Πρότυπο ανεξαρτησίας εθνικού θεσμού δικαιωμάτων  αποτελεί η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Ε.Δ.Α.), μολονότι τυπικά δεν ορίζεται από το Σύνταγμα ή το  νόμο ως  ανεξάρτητη αρχή. Συγκροτημένη, σύμφωνα με τις Αρχές του Παρισιού, τις οποίες ενέκρινε η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., συγκροτείται από πρόσωπα  υποδεικνυόμενα από τις κυριότερες ανεξάρτητες αρχές, τις σημαντικότερες μη κυβερνητικές οργανώσεις, τις δύο μεγάλες εθνικές συνομοσπονδίες εργαζομένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα,  όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, τρία πανεπιστήμια ,που κληρώνονται για κάθε νέα θητεία,  την Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, το Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών κλπ. Μετέχουν σ αυτήν με αποφασιστική ψήφο από την Κυβέρνηση  μόνο δύο πρόσωπα  που ορίζει ο Πρωθυπουργός. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής και οι εκπρόσωποι υπουργείων που επίσης μετέχουν δεν έχουν δικαίωμα ψήφου. Η Ε.Ε.Δ.Α., της οποίας ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι αναδεικνύεται δημοκρατικά, με  εσωτερική ψηφοφορία μεταξύ των μελών της, λειτουργεί περίπου  είκοσι  χρόνια και έχει παραγάγει σημαντικότατο έργο στον τομέα της προστασίας και προώθησης των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η εκάστοτε Κυβέρνηση συνήθως δεν βοηθά το έργο της, σε αντίθεση με τη Βουλή που τη συμβουλεύεται, συχνά, σε πολλά θέματα δικαιωματικού περιεχομένου.  Η εκτελεστική εξουσία δείχνει  απλώς και  μόνο ότι  την ανέχεται, ίσως γιατί ενοχλείται από κάποιες απόψεις που αυτή ελεύθερα εκφράζει. Τον Απρίλιο του 2019, μάλιστα,  προκειμένου να εξυπηρετηθούν, κυρίως,  κομματικές  σκοπιμότητες,  η Κυβέρνηση προχώρησε, χωρίς να ενημερώσει προηγουμένως την Ε.Ε.Δ.Α.,  σε σημαντική αριθμητικά, ανορθολογική αλλοίωση της σύνθεσής της, δείχνοντας για μια ακόμα φορά την δυσανεξία της σε συλλογικές εκφράσεις που ακολουθούν  μια ανεξάρτητη πορεία, δηλαδή δικαιώνουν το θεσμικό τους ρόλο.

Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τέλος,  στηριζόμενες κατά βάση στον εθελοντισμό, αποτελούν, και αυτές, σημαντικό παράγοντα ανάσχεσης  των  δυνάμεων υπονόμευσης ή και μη εφαρμογής στην πράξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Παρά τα ερωτηματικά που δημιουργούνται  κάποτε για την οικονομική διαχείριση ορισμένων από αυτές, οι περισσότερες από  τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών  δικαιώνονται καθημερινά μέσα από τη συνεχή δράση τους σε πλείστους τομείς, υποκαθιστώντας κάποτε ακόμα και τις υπολειτουργούσες κρατικές δομές, όπως τούτο συμβαίνει, στις μέρες μας, αναφορικά με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού προβλήματος. Με το φόβο να αδικηθούν κάποιες από αυτές αξίζει  να γίνει αναφορά σε δύο από τις παλαιότερες οργανώσεις, στην Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και το Ίδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που παρήγαγαν, επί δεκαετίες, σημαντικότατο έργο σε πολλά επίπεδα έρευνας αλλά  και δράσης  για σημαντικές πλευρές των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αξίζει ακόμα να σημειωθεί ότι το μεγάλο προσόν των  μη κυβερνητικών οργανώσεων είναι η ελεύθερη δράση τους εκτός  των αγκυλώσεων που παρατηρούνται συχνά  στις   κρατικές  δομές.

Τέλος, αξίζει να υπογραμμιστεί  ότι η υπόθεση των δικαιωμάτων του ανθρώπου δεν αφορά μόνο την Πολιτεία ή τους συλλογικούς φορείς, κρατικούς ή ιδιωτικούς . Αφορά τον οποιονδήποτε, ο οποίος,  χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις, πρέπει να απολαμβάνει  τα δικαιώματα του ανθρώπου, σε όλες τις μορφές τους , αλλά και να μάχεται για την εφαρμογή τους, όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν, προς όφελος του ίδιου, των άλλων  και του κοινωνικού συνόλου, πάντοτε,  βέβαια, τηρώντας  και τις υποχρεώσεις  του,  όπως  προσδιορίζονται από  τους κανόνες δικαίου  που η  δημοκρατική Πολιτεία  θέτει προς όφελος της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης.