«Η συνταγματική ιδεολογία του 1821» Παράδοση και Νεωτερικότητα στον πρώιμο ελληνικό συνταγματισμό

Απόστολος Ι. Παπατόλιας, Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου (Paris X), Μέλος του ΑΣΕΠ

Μετά από μια σχετικά μακρά περίοδο σιωπής της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με την Επανάσταση του 1821 τα τελευταία χρόνια επανακάμπτει θεαματικά στα μελετητικά ενδιαφέροντα το Εικοσιένα ως ερευνητικό αντικείμενο, με μια νέα όμως αναστοχαστική ματιά και με μία εμφανή μέριμνα μεθοδολογικής και ερμηνευτικής ανασύστασης του πλαισίου ανάγνωσης της Επανάστασης.

Η ανασύσταση αυτή, αντλώντας από την κοινωνιολογία σύγχρονα αναλυτικά εργαλεία, όπως π.χ. το αντιθετικό ζεύγος «παράδοση-νεωτερικότητα», επανεπισκέπτεται τους κλασικούς ιστορικούς τόπους και επανερμηνεύει τα γνωστά «τεκμήρια» με μια νέα οπτική που αναδεικνύει νέες σημασίες. Η φρέσκια αυτή επιστημονική ματιά είναι σε θέση να ανανεώσει και τις μελέτες των ιστορικών του δικαίου ή των συνταγματολόγων, που κατά κανόνα αναπαράγουν τα κυρίαρχα ερμηνευτικά σχήματα των κοινωνιολόγων, ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων της Μεταπολίτευσης. Εκτιμώ ότι η συνάντηση της συνταγματικής έρευνας με τις σύγχρονες τάσεις της ιστοριογραφίας στη χώρα μας θα εμπλουτίσουν σημαντικά τη μελέτη του συνταγματικού φαινομένου στα χρόνια του 21 και θα φέρουν στο φως νέες όψεις και λειτουργίες του συνταγματισμού κατά την επαναστατική περίοδο.

Ο όρος «συνταγματισμός» δεν περιλαμβάνει, ως ερευνητικό αντικείμενο, αποκλειστικά τα συνταγματικά κείμενα ή τους θεσμούς που προκύπτουν από τη συνταγματική οργάνωση, αλλά εξίσου τις πρακτικές των θεσμοποιημένων οργάνων, όπως αυτές απογράφονται στο επίπεδο του συνταγματικού λόγου των δρώντων υποκειμένων της πολιτειακής ή πολιτικής σφαίρας, δηλαδή του λόγου που ανάγεται σε τελική ανάλυση στο Σύνταγμα, στη θεσμική οργάνωση της Πολιτείας και τις νομιμοποιητικές αρχές του. Στο πλαίσιο αυτό της μελέτης των συνταγματικών πρακτικών εντάσσεται και η μελέτη της συνταγματικής ιδεολογίας, δηλαδή της «συνάρθρωσης αντιλήψεων, παραστάσεων, εννοιών, κρίσεων, πεποιθήσεων, προτύπων, αρχών και αξιών… σχετικά με τους τρόπους συγκρότησης, οργάνωσης, λειτουργίας και άσκησης της συνταγματικής θεσπισμένης εξουσίας» (Α. Μάνεσης). Η συνταγματική ιδεολογία, ως μια ειδική έκφανση της πολιτικής εν γένει ιδεολογίας, αποτελεί το συνεκτικό ιστό της δράσης των πολιτικών υποκειμένων, αυτών δηλαδή που δρουν στο όνομα ή στο πλαίσιο του Συντάγματος, εξυπηρετώντας συγκεκριμένους πρακτικούς προσανατολισμούς και επιδιώξεις. Μέσω της συνταγματικής ιδεολογίας τα δρώντα υποκείμενα της θεσμικής σφαίρας ερμηνεύουν τόσο το περιβάλλον που κινούνται όσο και τον ίδιο τους τον εαυτό.

Η ιδεολογία αυτή «αναδύεται από ποικίλα στοιχεία» και ανιχνεύεται σε διάσπαρτα κείμενα (πολιτικά, επιστημονικά, φιλοσοφικά), ενώ αποτυπώνεται πρωτίστως και στα τρία Συντάγματα του Αγώνα (1822, 1823 και 1827)». Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται το πώς  αποτυπώνεται σε αυτή την ιδεολογία το δίπολο παράδοση-νεωτερικότητα, προκειμένου να ερμηνευθεί διαφοροποιημένα η στάση των θεσμικών πρωταγωνιστών του Εικοσιένα.

Η προσπάθειά μας αυτή, χωρίς να ταυτίζεται με τη μελέτη των ιδεολογικών χρήσεων των Συνταγμάτων του Αγώνα, θα περιοριστεί στην παρουσίαση της συνταγματικής ιδεολογίας του 1821 ως μιας πρωτότυπης σύνθεσης, στο πλαίσιο μιας «ολικής ιστορικής συγκυρίας», στην οποία συναρθρώνονται και συνυπάρχουν, άλλοτε αρμονικά άλλοτε συγκρουσιακά, τα κυρίαρχα νεωτερικά με τα παραδοσιακά προτάγματα, που καταφέρνουν να επιβιώνουν.Δεδομένου ότι κάθε Επανάσταση επιφέρει τομές ιδεολογικές και μεγεθύνει τα ρήγματα απέναντι στις παραδοσιακές στάσεις και αντιλήψεις, αποδεσμεύοντας τα δρώντα υποκείμενα από τις παραδοσιακά δεδομένες θέσεις και δημιουργώντας ριζικά νέους προσανατολισμούς και προοπτικές, η πάλη ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα συνιστά ένα ενδιαφέρον αντιθετικό σχήμα για να ερμηνεύσουμε τις πολλαπλές και διαφορετικές στοχεύσεις για την επανάσταση, όπως αυτές εγγράφονται στο σώμα της συνταγματικής ιδεολογίας. Το ζεύγος είναι χρήσιμο ακριβώς γιατί το Εικοσιένα αποτελεί την κορυφαία στιγμή της μετάβασης από έναν παραδοσιακό σε έναν νεωτερικό κόσμο. Η δε θέσπιση Συνταγμάτων αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους σταθμούς στο πέρασμα προς τη νεωτερικότητα, καθόσον σηματοδοτεί τη γενέθλια πράξη της νέας νομιμοποιητικής συνθήκης, αυτού του εντελώς νέου πολιτικού και θεσμικού πεδίου που προκύπτει σχισματικά έναντι του οθωμανικού συστήματος νομιμότητας και κυριαρχίας.

Σε αντίθεση με την αναλυτική «ορθοδοξία» της μεταπολιτευτικής ιστοριογραφίας, η χρήση αυτού του διπόλου δεν σημαίνει ότι τα νεωτερικά προτάγματα είναι πάντοτε ηγεμονικά ή ότι τα παραδοσιακά ηττώνται συστηματικά στους κόλπους των επαναστατών. Σημαίνει ότι η «νεωτερική παράταξη» συνομιλεί με τον παραδοσιακό κόσμο, επικοινωνεί μαζί του και προσπαθεί να τον ενσωματώσει, άλλοτε επιτυχημένα άλλοτε όχι, διαμορφώνοντας ποικίλες συνθέσεις στις οποίες αναγνωρίζονται διαφορετικά πολιτικά προγράμματα και κοινωνικά συμφέροντα. Έτσι, ο παραδοσιακός κόσμος δεν συνθλίβεται ούτε εξοντώνεται πάντοτε από τη νεωτερικότητα, αλλά συχνά προσαρμόζεται σε αυτήν μέσα από την ενσωμάτωση των εξουσιαστικών επιδιώξεων των παραδοσιακών ελίτ στο νέο συνταγματικό πλαίσιο κατανομής των θεσμικών ρόλων. Η διαπλοκή του παλιού με το νέο και η νέα σύνθεση στο επίπεδο της συνταγματικής ιδεολογίας προέρχεται έτσι μέσα από το πολύ γνωστό σχήμα της «ετερογονίας των μέσων προς τους σκοπούς» ή της περιλάλητης «πονηρίας της Ιστορίας», που επιστρατεύεται για να περιγράψει τα αθέλητα αποτελέσματα των ενεργειών μας, τα οποία μεταστρέφουν δραματικά τις αρχικές επιδιώξεις των δρώντων υποκειμένων. Όταν, με άλλα λόγια, οι φορείς του παραδοσιακού κόσμου, εντάσσονται στη διαδικασία της επανάστασης και συμμετέχουν ενεργά στη διαχείριση των συνταγματικών θεσμών που συστήνει η επαναστατική ηγεσία (αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης βασισμένο στην κυριαρχία του Έθνους), ακριβώς επειδή κινούνται στο πλαίσιο των νεωτερικών εθνικών θεσμών και υιοθετούν το λόγο και τις νομιμοποιητικές αρχές του συνταγματισμού, καταλήγουν στο να καταλύουν άθελά τους τα θεμέλια της δικής τους παραδοσιακής εξουσίας, απότοκης των προεπαναστατικών θεσμών της οθωμανικής κατάκτησης.

Η παρουσίαση της συνταγματικής ιδεολογίας κινείται σε δύο διαδοχικούς άξονες: α) στο επίπεδο της διάρθρωσης των συνταγματικών θεσμών, δηλαδή της θεσμικής αρχιτεκτονικής που θεσπίζουν τα Συντάγματα του Αγώνα, καθώς και του τρόπου με τον οποίο τα εφαρμόζουν και β) στο επίπεδο των νομιμοποιητικών αρχών της συνταγματικής διακυβέρνησης, ιδίως μέσω της αναγωγής στην έννοια του Έθνους, με τις πολλαπλές προσλήψεις αυτής της έννοιας στη διάρκεια του Αγώνα

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

twenty + 16 =