Στο άρθρο αυτό εξετάζεται καταρχήν το ουσιαστικό ερώτημα της (μη) νομιμότητας της αναγραφής του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας, υπό το φως τόσο του τυπικού (Συντάγματος), όσο και του ουσιαστικού (διεθνών συμβάσεων, κοινοτικού δικαίου, νόμων) συνταγματικού δικαίου. Τα διαδικαστικά ζητήματα αφορούν τον τρόπο με τον οποίο τέθηκε στη συγκεκριμένη συγκυρία και, προς το παρόν, διευθετήθηκε (;) το θέμα. Αναγκαστικά ακροθιγώς, γίνεται, τέλος, αναφορά σε ανοιχτά ερωτήματα συνταγματικής ερμηνείας και πολιτικής. Το δελτίο ταυτότητας αποτελεί δημόσιο έγγραφο που βεβαιώνει ορισμένα στοιχεία του εικονιζόμενου σ’ αυτό προσώπου, τα αναγκαία για την αποφυγή πλαστοπροσωπίας. Η ίδια η έκδοσή του και η καταγραφή σ’ αυτό των δεδομένων του ατόμου αποτελεί δημιουργία αρχείου προσωπικών δεδομένων και άρα υπόκειται στις διατάξεις που αφορούν την προστασία τέτοιων δεδομένων. Η προστασία εξάλλου της ιδιωτικότητας του ατόμου επιβάλλει την κατά το δυνατό περιορισμένη καταγραφή προσωπικών δεδομένων, εκείνων μόνο που είναι κατάλληλα και απαραίτητα για το λειτουργικό σκοπό της αναγνώρισης και ταυτοποίησης του προσώπου. Η αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας εμπίπτει στο προστα-τευτικό πεδίο των συνταγματικών δικαιωμάτων της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 § 1) και ελευθερίας της συνείδησης (άρθρο 2 § 1 και 5 § 1), της ισότητας και απαγόρευσης των διακρίσεων (άρθρο 4 § 1), του απαραβίαστου της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 9 § 1) και του δικαιώματος πληροφοριακού αυτοκαθορι-σμού. Αντίθετα το προκείμενο ζήτημα δεν εμπίπτει στο κανονιστικό πεδίο του άρθρου 3 Συντ., το οποίο αφορά αποκλειστικά και μόνον τις σχέσεις κράτους και επικρατούσας εκκλησίας και σε καμιά περίπτωση δε συνεπάγεται σχετικοποίηση της θρησκευτικής ελευθερίας και της θρησκευτικής ισότητας. Η θρησκευτική ελευθερία “αναφερόμενη στην εσωτερική κυρίως διάθεση των ανθρώπων, έγκειται στην ανεμπόδιστη από κρατικές επεμβάσεις διαμόρφωση και εκδήλωση της θρησκευτικής συνείδησης” και κατοχυρώνεται τόσο στο συνταγματικό κείμενο (άρθρο 13 § 1) σε μη αναθεωρήσιμη διάταξη (άρθρο 110 § 1 Συντ.), όσο και σε διεθνείς συμβάσεις προστασίας θεμελιωδών δικαιωμάτων με υπερνομοθετική ισχύ. Προστατεύεται τόσο στη θετική όσο και στην αρνητική έκφανσή της και συνίσταται στην ελευθερία κάθε ατόμου να διαμορφώνει ε-λεύθερα τη θρησκευτική του συνείδηση, χωρίς καταναγκασμούς και άσκηση φυσικής ή ψυχολογικής βίας, να επιλέγει ή να μην επιλέγει θρήσκευμα, να το αλλάζει, να εκδηλώνει ή να μην αποκαλύπτει τις θρησκευτικές ή τις φιλοσοφικές περί το θείο αντιλήψεις του, να λατρεύει με τον τρόπο που θέλει – και με τους περιορισμούς βέβαια του Συντάγματος – το Θεό ή τους Θεούς του. Το δικαίωμα της έκφρασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, το οποίο αποτελεί απόρροια της θρησκευτικής και συνειδησιακής ελευθερίας, ως κατεξοχήν αμυντικό δικαίωμα προστατεύει την ελεύθερη έκφραση στα πλαίσια της κοινωνίας. Μια θεσμοποιημένη και υποχρεωτική δήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων σε κρατικό έγγραφο, αντίθετα, όχι μόνον δεν επιτρέπεται από τη θρησκευτική και συνειδησιακή ελευθερία αλλά αποτελεί σαφή παραβίασή της, στην έκφανσή της ως του δικαιώματος του ατόμου να αποσιωπά τις θρησκευτικές ή τις περί θρησκείας φιλοσοφικές πεποιθήσεις του. Η απαγόρευση των διακρίσεων και η αρχή της ισότητας έπεται της απόφασης μιας πολιτικής κοινότητας να απαγορεύσει τις διακρίσεις που στηρίζονται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σημαίνει ότι τα χαρακτηριστικά αυτά κρίνονται πλέον μη συναφή και άρα μη καθοριστικά για την επέλευση έννομων συνεπειών. Τα χαρακτηριστικά αυτά ανάγονται πλέον στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου και μπορούν να δηλώνονται, να βιώνονται και να επηρεάζουν την ιδι-ωτική του ζωή, είναι όμως αδιάφορα για το νόμο και την πολιτική κοινότητα. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι στην ευρωπαϊκή και ελληνική συνταγματική τάξη μεταξύ άλλων και οι θρησκευτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Η θρησκευτική ισότητα καθίσταται εξάλλου (άρθρο 13 § 1 εδ. β΄ Συντ .) αναπόσπαστο στοιχείο της θρησκευτικής ελευθερίας. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 14 ΕΣΔΑ. Εφόσον οι θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την πολιτική κοινότητα, δεν απαιτείται και να δηλώνονται στη δημόσια σφαίρα. Ειδικά δε, όταν λόγω προϋπαρχουσών του δικαίου κοινωνικών πραγματικοτήτων – που είναι εξάλλου και εκείνες που καθιστούν αναγκαία τη δικαιική εξασφάλιση ηθικοπολιτικών αρχών – υπάρχει ο κίνδυνος ή η πιθανότητα διακρίσεων με βάση τα “ιδιωτικά” αυτά χαρακτηριστικά, τότε η υποχρεωτική γνωστοποίησή τους έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Η δημοσιοποίησή τους μπορεί να γίνει μόνο με πρωτοβουλία του υποκειμένου τους και με ελεύθερη βούληση, όταν εξαρτώνται (θετικά) για το άτομο έννομα αποτελέσματα (σε περίπτωση, για παράδειγμα, θετικών δράσεων κλπ.). Το δικαίωμα πληροφοριακού αυτοκαθορισμού ή πληροφοριακής αυτοδιάθεσης του ατόμου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος της προσωπικότητας (άρθρο 5 § 1 Συντ.) σε συνδυασμό με το απαραβίαστο της ιδιωτικότητας (άρθρο 9 § 1 εδ. β΄) και υπό την επικουρική επίκληση της προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 § 1). Το περιεχόμενο του δικαιώματος του πληροφοριακού αυτοκαθορισμού συνίσταται στη γνώση σε κάθε περίπτωση εκ μέρους του ατόμου των προσωπικών του δεδομένων που καθίστανται αντικείμενο επεξεργασίας, στην εξουσία του ν’ αποφασίζει καταρχήν το ίδιο σχετικά με την κοινοποίηση και χρήση των προσωπικών πληροφοριών που το αφορούν και, τέλος, στη διαφύλαξη ενός πυρήνα της προσωπικότητάς του απρόσιτου και μη επιδεχόμενου κατά βάση καταγραφής. Οι βασικές του συνιστώσες έχουν τυποποιηθεί στο ν. 2472/1997, ο οποίος θετικοποιεί σε νομοθετικό επίπεδο το περιεχόμενο του δικαιώματος και εισάγει την αρχή του σκοπού, που σημαίνει ότι η νομιμότητα της επεξεργασίας κρίνεται με βάση την εξυπηρέτηση του νόμιμου και συνταγματικά θεμιτού σκοπού με τήρηση της αρχής της αναλογικότητας, υπό τις εκφάνσεις της καταλληλότητας, της συνάφειας και της υπό στενή έννοια αναλογικότητας της επεξεργασίας σε σχέση με το σκοπό που επιδιώκεται. Εισάγεται επιπλέον η διάκριση μεταξύ (α-πλών) προσωπικών δεδομένων και ‘ευαίσθητων’ προσωπικών δεδομένων. Η συλλογή και επεξεργασία των τελευταίων επιτρέπεται μόνον κατ’ εξαίρεση, ύστερα από άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και εφόσον συντρέχει μια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 7 § 2 περιπτώσεις. Προκειμένου συνεπώς να επιτραπεί επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δε-δομένων πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: πρώτον, τα δεδο-μένα αυτά “να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας” (άρθρο 4 §1 περ. β ν. 2472/1997), δεύτερον, να υπάρχει άδεια της Αρχής και τρίτον να συντρέχει μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 §2, από τις οποίες καμία δε θα μπορούσε να προβληθεί στην περίπτωση αυτή πλην της ύπαρξης γραπτής συγκατάθεσης του υποκειμένου του δεδομένου. Η εφαρμογή του άρθρου 7 § 2 στοιχ. α προϋποθέτει τη συνδρομή του άρθρου 4, η συγκατάθεση, δηλαδή, δεν αναιρεί την αρχή της αναγκαιότητας και προσφορότητας, η οποία εν προκειμένω δεν ικανοποιείται. Η αναγραφή του θρησκεύματος είναι στοιχείο μη συναφές και απρόσφορο για ποικίλους λόγους: Πρώτον το στοιχείο αυτό, ως αναγόμενο στη συνείδηση του ατόμου, δεν μπορεί να εξακριβωθεί και να διακριβωθεί άρα είναι απρόσφορο. Δεύτερον, εάν σκοπός της ύπαρξης της ταυτότητας είναι και η αναγνώριση στο πρόσωπου του δικαιούχου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δεδο-μένου ότι κατ’ άρθρο 13 § 1 εδ. β΄ η απόλαυση των δικαιωμάτων αυτών δεν ε-ξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, η αναγραφή του θρησκεύματος είναι και ως προς το σκοπό αυτό και μη συναφής. Λόγω μη συνδρομής της ‘ποιό-τητας’ του δεδομένου δε θα μπορούσε να δοθεί και άδεια της Αρχής. Αν η τελευταία – κατά λανθασμένη εφαρμογή του νόμου – δινόταν θα τελούσε υπό την προϋπόθεση της συναίνεσης του υποκειμένου, θα επρόκειτο δηλαδή για προαι-ρετική αναγραφή. Και η προαιρετική αναγραφή ωστόσο αντιβαίνει στο σύνταγμα δεδομένου ότι η έκδοση ταυτότητας είναι υποχρεωτική. Υποχρεωτική συνεπώς θα καθίστατο η δήλωση και αποκάλυψη των περί το θρησκεύειν πεποιθήσεων του υποκειμένου, πράγμα που αντιβαίνει, όπως ήδη παραπάνω επισημάνθηκε, στην ελευθερία θρησκείας και συνείδησης στην αρνητική εκδοχή της. Με τους όρους του ν. 2472/1997 το δεδομένο, που στην προαιρετική αναγραφή είναι πλέον όχι το θρήσκευμα αλλά η επιθυμία ή όχι αναγραφής του, είναι απολύτως απρόσφορο διότι ανάγεται στην εσώτατη σφαίρα της προσωπικότητας, δεν αποδεικνύεται και μπορεί να αλλάξει ανά πάσα στιγμή. Αποτελεί συνεπώς δεδομένο που ούτε το ίδιο μπορεί να εξακριβωθεί ούτε στην ταυτοποίηση συνεισφέρει το ελάχιστο. Στη συνέχεια προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα αν η αναγραφή του θρησκεύματος στα δελτία ταυτότητας έχει ήδη καταργηθεί με το ν. 2472/1997 ως επεξεργασία ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου εξετάζεται η σχέση του νόμου αυτού με το ν. 1988/1991, σύμφωνα με τον οποίο υποχρεωτικά αναγράφεται το θρήσκευμα. Τέσσερις είναι οι πιθανές εκδοχές: 1. Ιεραρχική κατίσχυση του ν. 2472/1997: Ο ν. 2472/97 υπερισχύει εφόσον αποτελεί μεταφορά στην ελληνική έννομη τάξη της οδηγίας 95/46 ΕΚ που υπερέχει κάθε αντίθετου εθνικού κανόνα δικαίου, προγενέστερου ή μεταγενέστερου. 2. Χρονική κατίσχυση ν. 2472/1997: Σύμφωνα με το γενικό κανόνα lex posterior derogat legi priori, ο νεότερος ν. 2472/1997 έχει καταργήσει τις αντίθετου περιεχομένου διατάξεις του ν. 1988/1991. 3. Κατίσχυση ως ειδικότερου του ν. 1988/1991: Υποστηρίζεται ότι ο ν. 1988/1991 είναι μεν προγενέστερος, ταυτόχρονα όμως είναι ειδικότερος του 2472/1997 γιατί προβλέπει τους όρους που διέπουν ένα συγκεκριμένο αρχείο, αυτό των ταυτοτήτων, και άρα δεν έχει καταργηθεί από τη γενική πρόβλεψη του ν. 2472/997. 4. Κατίσχυση του ν. 2472/97 ως ειδικότερου έναντι των ν. 1988/1991 και 1599/1986, που προβλέπουν γενικά την έκδοση ταυτοτήτων, τη διαδικασία, το φορέα έκδοσης, τον τύπο, τα συμπεριλαμβανόμενα δεδομένα κλπ., διότι αφορά την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία των προσωπικών εν γένει και βέβαια των ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων. Σύμ-φωνα με την εδώ υποστηριζόμενη άποψη ο ν. 2472/1997 και ειδικότερος είναι όσον αφορά την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και δεν μπορεί να καταργηθεί με μεταγενέστερο νόμο δεδομένου ότι αποτελεί μετεγγραφή κοινοτικής οδηγίας (ανυποστασία αντίθετου μεταγενέστερου εθνικού κανόνα). Στο τελευταίο μέρος εξετάζεται κριτικά το αίτημα της Εκκλησίας για διεξαγωγή δημοψηφίσματος σχετικά με την αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Η πρόταση διεξαγωγής δημοψηφίσματος είναι μεν ‘δημοκρατικοφανής’, καθώς παραπέμπει σε μεθόδους άμεσης δημοκρατίας που διασφαλίζουν τη λαϊκή κυριαρχία και εγγυώνται την άμεση δημοκρατική νομιμοποίηση, όχι όμως και δημοκρατική, εφόσον παραγνωρίζει τις συνταγματικές διαδικασίες σχηματισμού νομιμοποιημένης κρατικής βούλησης. Προκήρυξη δημοψηφίσματος με λαϊκή πρωτοβουλία ή από κοινοβουλευτική μειοψηφία δεν προβλέπεται υπό το ισχύον Σύνταγμα. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος εξάλλου δεν είναι ‘αθώος’, καθώς επιτρέπει τη χειραγώγηση της εκφραζόμενης μέσω αυτού λαϊκής βούλησης. Η νομοπαραγωγική αρμοδιότητα του άμεσα νομιμοποιημένου Κοινοβουλίου αποτελεί άλλωστε την κατ’ εξοχήν έκφραση της νοούμενης ως έμμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία ασκείται πάντως στο προδιαγε-γραμμένο συνταγματικό πλαίσιο. Η ελευθερία όπως αποτυπώνεται στα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελεί συνταγματικό αγαθό καθεαυτό και προστατεύεται ακόμη και με υποχώρηση της πλειοψηφικής αρχής• δεν είναι συνεπώς δυνατός ο περιορισμός της ούτε με δημοψήφισμα. Ο ουσιαστικός αυτός περιορισμός απορρέει από την αρχή του φιλελεύθερου Κράτους Δικαίου ως βασικής συνιστώσας του πολιτικού μας συστήματος. Μ’ αυτή την έννοια οι πλειοψηφικές αποφάσεις, η διαδικαστική δημοκρατία, δεν μπορούν να αναιρούν το φιλελεύθερο χαρακτήρα του πολιτεύματος, είτε αυτός εκληφθεί ως περιεχόμενο της ουσιαστικής δημοκρατίας είτε ως περιορισμός της διαδικαστικής. Τέλος υποστηρίζεται ότι το κοινοτιστικής φύσης επιχείρημα περί εθνικής παράδοσης υπέρ της αναγραφής δεν απονομιμοποιεί το διαφορετικής τάξης επιχείρημα του δικαίου, αλλά εντάσσεται μεθοδολογικά σ’ αυτό. Μόνον κατά την ερμηνεία του Συντάγματος και των νόμων και εντονότερα στα πλαίσια της συντακτικής και νομοθετικής εξουσίας μπορεί να λειτουργήσουν τα φιλοσοφικά επιχειρήματα του φιλελευθερισμού και του κοινοτισμού και όχι με αυτόνομη κανονιστική ισχύ. Αυτό επιβάλλει η καταστατική των σύγχρονων κρατών αρχή του Κράτους Δικαίου, που αποτελεί τη βασικότερη συνιστώσα του σύγχρονου δικαιικού πολιτισμού, που σημαίνει ότι πηγή της κυριαρχίας είναι το δίκαιο, και ειδικότερα οι συνταγματικής τάξης διαδικαστικές και ουσιαστικές αρχές.
Pingback: Άρθρα και εισηγήσεις: Ισότητα | Λίνα Παπαδοπούλου
Pingback: Εκκλησία και Κράτος » Power Politics