[Αναδημοσίευση από περιοδικό 'Δικαιώματα του Ανθρώπου' 2011] –
H παρούσα μελέτη, που συντάχθηκε και στάλθηκε προς δημοσίευση στο περιοδικό ΔτΑ πριν από την δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ 668/2012, εξετάζει τα συνταγματικά ζητήματα που ανέκυψαν με την υπαγωγή της χώρας μας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης της Ελλάδος το 2010, και με την δανειοδότησης της ίδιας από τις χώρες της ευρωζώνης και το ΔΝΤ καθώς και με την σύναψη του Μνημονίου Συνεννόησης. Επικεντρώνεται κυρίως στην ένσταση αντισυνταγματικότητας κατά του «Μνημονίου» καθώς και των νομοθετικών μέτρων που λήφθηκαν εις εκτέλεση ή κατ΄ εφαρμογήν του ίδιου από τον νόμο 3845/2010.
Αναζητώντας την υφή και την δεσμευτικότητα του μνημονίου, επισημαίνεται ότι το τελευταίο αποτελεί καταρχήν πράξη εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης της ελληνικής οικονομίας και εντάσσεται για το λόγο αυτό σε ένα σύμπλεγμα αποφάσεων, πράξεων, δηλώσεων, ψηφισμάτων ή ενεργειών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της Ευρωζώνης, του Συμβουλίου των Υπουργών του Eurogroup, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, που απέβλεπαν αρχικά στην δημοσιονομική εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας με την δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και στη συνέχεια στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους της.
Από μόνο του συνιστά μιαν άτυπη, διεθνή, προγραμματική συμφωνία δημοσιονομικού χαρακτήρα, που έχει ενστερνιστεί η Κυβέρνηση και την έχει μετουσιώσει σε πρόγραμμα της κυβερνητικής της πολιτικής, σύμφωνα με το άρθρο 82 και 84Σ. Κατά την κρατούσα και ορθότερη άποψη δεν εμπίπτουν οι άτυπες διεθνείς συμφωνίες (τα arrangements ή τα memorandum κ.ά.), όπως είναι τα "Μνημόνια Κατανόησης" στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 παρ.1, 2 και 3Σ, αλλά ούτε και σε εκείνο του άρθρου 36 παρ. 2 του Συντάγματος ώστε να απαιτούν κύρωση. Οι συνταγματικές αυτές προβλέψεις αναφέρονται ρητά και αποκλειστικά στην ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη "διεθνών συμβάσεων ή διεθνών συνθηκών" και όχι άτυπων διεθνών συμφωνιών, οι οποίες δεν περιέχουν δεσμεύσεις νομικές, αλλά ρυθμίζουν ζητήματα τεχνικά ή πολιτικής φύσεως ή πραγματοποίησης δημόσιων πολιτικών.
Ως μη νομικά κείμενα που δεν περιέχουν κανόνες δικαίου και δεν έχουν επιτακτικό κανονιστικό περιεχόμενο, τα Μνημόνια δεν επάγονται, από τη φύση τους, νομικούς περιορισμούς στην εθνική κυριαρχία ούτε βέβαια έχουν τη νομική ικανότητα να αναγνωρίζουν ή να μεταβιβάζουν, ακόμη και να το θέλουν, σε «όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα». Οι περιορισμοί που επιφέρουν στην εθνική κυριαρχία και στην εξουσία διαμόρφωσης της κυβερνητικής πολιτικής είναι «πραγματικοί» και στηρίζονται καθαρά και ευθέως σε πολιτικούς και οικονομικούς καταναγκασμούς ή εξαναγκασμούς. Η αντίθεση άρα στο Μνημόνιο δεν μπορεί, αν θέλει να είναι ρεαλιστική και αποτελεσματική, να είναι νομική ή δικαστική, αλλά κυρίως και πάνω από όλα πολιτική.
Γι αυτό και η πολιτική ευθύνη χάραξης της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής και γενικότερα οικονομικής πολιτικής εξακολουθεί να ανήκει και να αναλαμβάνεται, τυπικά και συνταγματικά, με βάση τις συνταγματικές προβλέψεις από την ελληνική κυβέρνηση, χωρίς να μπορεί να υποστηριχθεί ότι επήλθε πλήγμα «νομικό» στην κυβερνητική αυτή εξουσία, αφού η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία ψήφιζε τα νομοθετικά μέτρα με την δέουσα πλειοψηφία.
Για τον λόγο αυτό το Μνημόνιο δεν είναι δυνατόν να γίνει το ίδιο, ως κείμενο «τεχνικών» προβλέψεων, αντικείμενο δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητάς του, μπορεί όμως, κάλλιστα, τα νομοθετικά μέτρα που λαμβάνονται εις εκτέλεση του Μνημονίου, αυτά, να ελεγχθούν δικαστικά, ξεκινώντας από την συνταγματικότητα του επιδιωκομένου σκοπού. Δεν αποκλείεται επομένως κατά τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νομοθετικών μέτρων, που επιβάλλονται δυνάμει της μνημονιακής συμφωνίας, να εξετασθεί το συνταγματικά θεμιτό ή μη της λήψης τους με αποφασιστικό κριτήριο τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος που αυτά επιδιώκουν.
Η συνταγματικότητα επομένως των νομοθετικών μέτρων, που λαμβάνονταν κατ’ εφαρμογή του με την πολιτική ευθύνη και πρωτοβουλία της κυβερνητικής πλειοψηφίας, κρίνονται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το μνημόνιο ενόψει του συντάγματος και των διεθνών και ευρωπαϊκών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων της χώρας ως μέλους της ΟΝΕ, με βάση τις οποίες δέχθηκε σοβαρούς και καίριους περιορισμούς στην δημοσιονομική της κυριαρχίας. Η συνταγματικότητά τους κρίνεται, ακόμη, όπως γίνεται παγίως για κάθε νόμο, και ενόψει του συνταγματικά θεμιτού του σκοπού που επιδιώκει ο ίδιος και βέβαια μετά από αξιολόγηση της ανταπόκρισης του νομοθετικού μέτρου προς τον σκοπό δημοσίου συμφέροντος έχοντας ως «γνώμονα» (standard) της ουσιαστικής συνταγματικότητάς τους την αναγκαιότητά τους και τη αναλογικότητά τους.
Α.Μ.