Ο λειτουργικός προορισμός του εισοδήματος – Σκέψεις με αφορμή τη νομολογία της αξιοπρεπούς διαβίωσης

Στέλλα Χριστοφορίδου, Δικηγόρος, Υπ. ΔΝ

*Δημοσιευμένο σε ΘΠΔΔ 2017/1276 επ.

  1. Εισαγωγή

Ο όρος της αξιοπρεπούς διαβίωσης έχει αναπτύξει δυναμική παρουσία στη νομολογία τα τελευταία χρόνια, ιδίως σε υποθέσεις που σχετίζονται με περικοπές μισθών και συντάξεων και γενικότερα, σε υποθέσεις που έχουν κατ’ ουσία οικονομικό αντικείμενο σχετιζόμενο με το εισόδημα. Οι αποδοχές και συγκεκριμένα, το ποσό που θα πρέπει να λαμβάνεται ή το ποσό που περικόπτεται ή που απομένει μετά τη μείωση, αποτελούν, σε γενικές γραμμές, το μέσον που θα εξασφαλίσει την αξιοπρεπή διαβίωση στους δικαιούχους τους. Έτσι, η αξιοπρεπής διαβίωση αξιοποιείται ως κριτήριο[1] ελέγχου των νομοθετικών επεμβάσεων σε ένα –οικονομικό- μέγεθος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρακολούθηση του τρόπου, με τον οποίο διαπλάθεται σταδιακά από τη νομολογία η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά και η προστατευτική λειτουργία που είναι δυνατόν αυτή να αναπτύξει

2. Η αξιοπρεπής διαβίωση στις μισθολογικές υποθέσεις

Η αξιοπρεπής διαβίωση εμφανίζεται στην πρώτη μεγάλη απόφαση του «μνημονίου», την ΣτΕ Ολ 668/2012. Στην εν λόγω απόφαση, η αξιοπρεπής διαβίωση συνδέεται με το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ. και αναπτύσσει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε αυτά ενός ατομικού δικαιώματος[2], εφόσον η συνδρομή του όρου της διακινδύνευσης[3], υποδηλώνει επέμβαση από την οποία και προκύπτει ο κίνδυνος. Η πρώτη αυτή προσέγγιση -η οποία ανατρέπεται με την ανθρωποκεντρική προσέγγιση της ΣτΕ Ολ 2287/2015[4], όπως θα αναλυθεί παρακάτω-, είναι επηρεασμένη από τη νομολογία του ΕΔΔΑ[5]. Το ΕΔΔΑ κινούμενο με αρνητικό τρόπο, εντοπίζει την βλάβη στην διακινδύνευση της διαβίωσης, αποδίδοντάς της παράλληλα περιεχόμενο που βρίσκεται εγγύτερα στην προστασία της φυσικής υπόστασης[6], σε αντίθεση προς τη νεότερη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων, η οποία επικεντρώνεται (θετικά) στη διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Η αξιοπρεπής διαβίωση, στην πρώτη αυτή απόφαση, αναπτύσσει προνοιακή λειτουργία[7], στηριζόμενη, όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της απόφασης, και στη γερμανική θεωρία και νομολογία του existenzminimum[8]. Πρόκειται για μία θεώρηση η οποία συνδέεται με τη θεωρία του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος[9], ενός εισοδήματος το οποίο θα πρέπει να λαμβάνεται ανεξαρτήτως εργασίας[10]. Έτσι, και παρά το γεγονός ότι η εν λόγω απόφαση είχε ως αντικείμενο τις περικοπές μισθολογικών επιδομάτων, μία πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι ότι όταν το ποσό των αποδοχών που πρέπει να προσδιοριστεί αφορά εισόδημα από εργασία, και όχι προνοιακή παροχή, η αξιοπρεπής διαβίωση είναι αυτή που θα καθορίσει το μέτρο, και όχι το ελάχιστο όριο αυτής.

Στις αποφάσεις που ακολουθούν, οι οποίες αφορούν τα ειδικά μισθολόγια, η αξιοπρεπής διαβίωση λαμβάνεται ως κριτήριο προσδιορισμού των αποδοχών, σε συνδυασμό με άλλα κριτήρια, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μισθολογικά, εφόσον διαφοροποιούνται ανάλογα με την κατηγορία, τόσο ως προς τη φύση του επαγγέλματος, όσο και ως προς το συνταγματικό τους έρεισμα (όπως η αποστολή με την οποία είναι επιφορτισμένη αυτή η κατηγορία)[11]. Έτσι, λ.χ. στην ΣτΕ Ολ 2193/2014 υιοθετούνται, μεταξύ άλλων, τα κριτήρια των ιδιαίτερων συνθηκών του επαγγέλματος και της επικινδυνότητας[12]. Εντός της ευρύτερης αυτής οικογένειας δικαστικών αποφάσεων, η αξιοπρεπής διαβίωση διαβαθμίζεται ποσοτικά (λ.χ. επαρκείς αποδοχές για την εξασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης[13], «τα ελάχιστα όρια»[14] ή «το ελάχιστο επίπεδο»[15] της αξιοπρεπούς διαβίωσης), και, κατά συνέπεια, μεταβάλλεται διακατηγοριακά[16].

Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι στις αποφάσεις των ειδικών μισθολογίων, παρόλο που εμφανίζεται η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, σε αντίθεση με την ΣτΕ Ολ 668/2012, δεν ενεργοποιείται η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 Συντ. Ωστόσο, τούτο δε θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μόνο το ελάχιστο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης βρίσκει έρεισμα στη συνταγματική αυτή διάταξη, αλλά ότι όταν συντρέχουν άλλα κριτήρια, όπως τα μισθολογικά, τότε ενεργοποιούνται οι ειδικότερες αυτές διατάξεις[17]. Αντίθετα, στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη μισθολογικά κριτήρια ή στις περιπτώσεις που η λήψη υπόψη τέτοιων κριτηρίων δεν οδηγεί σε αυξημένη προστασία έναντι του κριτηρίου της αξιοπρεπούς διαβίωσης, το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ. εμφανίζεται στον δικανικό συλλογισμό[18].

Περαιτέρω, μία ακόμη παρατήρηση που μπορεί να γίνει σχετικά, είναι ότι προκειμένου για την επίτευξη της μισθολογικής διαφοροποίησης, ή αλλιώς για την ποσοτική διαβάθμιση, τούτο μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εφαρμογής των μισθολογικών κριτηρίων και όχι του κριτηρίου της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Όταν πρόκειται για αποδοχές από εργασία, το σύνολο του εισοδήματος, και όχι μέρος αυτού, θα πρέπει να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση[19]. Συνεπώς, ο όρος της αξιοπρεπούς διαβίωσης είτε θα πληρούται είτε δεν θα πληρούται, αλλά πάντως δεν θα μπορεί να διαστέλλεται ή να συστέλλεται ποσοτικά. Εξάλλου, και η νομολογία σε υποθέσεις διαφορετικής φύσης, αντιμετωπίζει την αξιοπρεπή διαβίωση αντικειμενικά και χωρίς διαβαθμίσεις, όπως στην περίπτωση της διακοπής της ηλεκτροδότησης[20]. Στις πρώτες αυτές αποφάσεις, η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης φαίνεται να συνδέθηκε και να επιχείρησε να ακολουθήσει την πορεία ενός οικονομικού μεγέθους, του εισοδήματος, αποκτώντας τα χαρακτηριστικά του, δηλαδή την σχετικότητα όπως αυτή προκύπτει μέσα από την ποσοτική διαβάθμιση. Ωστόσο, σε νεότερες αποφάσεις[21], όπως θα αναλυθεί παρακάτω, μοιάζει μάλλον να κερδίζει έδαφος μία αυτοτελής και λιγότερο επηρεασμένη από τις οικονομικές επιστήμες, προσέγγιση αυτής της έννοιας.

Άλλο κοινό χαρακτηριστικό που εντοπίζεται μεταξύ των αποφάσεων με αντικείμενο τις περικοπές μισθών και συντάξεων, αποτελεί η υπαγωγή των μειώσεων στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ.[22]. Οι μειώσεις των αποδοχών των μισθών και των συντάξεων θεωρούνται μέρος του βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής[23], το οποίο θα πρέπει να κατανέμεται ισότιμα μεταξύ των πολιτών. Έτσι, το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής εντάσσεται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. έννοια του δημοσίου βάρους.

Στο σημείο αυτό των δικαστικών αποφάσεων[24], πραγματοποιείται μία αφαίρεση από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, προκειμένου να εντοπιστεί ένα κοινό σημείο αναφοράς, ο αντίκτυπος στον κρατικό προϋπολογισμό, και παράλληλα, να επιτευχθεί μία συνολική θεώρηση, μία σφαιρική ματιά στο σύνολο των συναφών λαμβανόμενων μέτρων. Με τον τρόπο αυτό, τίθεται ένα γενικό όριο προς τον δημοσιονομικό νομοθέτη: μεταξύ των εσόδων και των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, θα πρέπει να τηρείται μία δίκαιη ισορροπία, έτσι ώστε τα μέτρα που μειώνουν τις δαπάνες να μην υπερτερούν σε υπερβολικό βαθμό έναντι των μέτρων που αυξάνουν τα έσοδα, προκειμένου να επιτυγχάνεται η ίση κατανομή των δημοσίων βαρών και να μην πλήττονται οι ίδιες κοινωνικές ομάδες.

Πέραν όμως αυτού του ορίου, η περιστολή κάθε δαπάνης του κρατικού προϋπολογισμού έχει ως όριο τον σκοπό που αυτή εξυπηρετεί, εφόσον αυτός υπαγορεύεται από το Σύνταγμα, ανεξαρτήτως εάν δικαιοπολιτικά[25] κάθε περιστολή μπορεί να δικαιολογηθεί από δημοσιονομικούς λόγους[26]. Συνεπώς, η αναγωγή κάθε μέτρου στον οικονομικό του χαρακτήρα, και άρα, ο έλεγχος της επέμβασης του νομοθέτη υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν τούτο οδηγεί σε μεγαλύτερη προστασία. Αντίθετα, εάν το όριο της ίσης κατανομής των δημόσιων βαρών διευρύνει τα όρια επέμβασης του νομοθέτη, τότε αυτό που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η ικανοποίηση του σκοπού που θα πρέπει να επιτελείται από την συγκεκριμένη δαπάνη.

Σε κάθε περίπτωση, η οικονομικοκεντρική, κατά μία έννοια, αυτή θεώρηση, των μισθολογικών αναπροσαρμογών και συγκεκριμένα, κατά την προσέγγιση της νομολογίας, των μειώσεων των αποδοχών ως δημοσίων βαρών, γεννά και το ερώτημα εάν κάθε μέτρο με αναφορά στον κρατικό προϋπολογισμό, ή, με άλλα λόγια, κάθε δαπάνη, συνιστά και δημόσιο βάρος κατά την έννοια του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ[27].

Στο παράδειγμα των περικοπών μισθών και συντάξεων που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο, ναι μεν οι αποδοχές αυτές αποτελούν δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, η περιστολή των δαπανών αυτών, ωστόσο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι δεν συνιστά δημόσιο βάρος, εφόσον, ανεξαρτήτως του λόγου που συντελείται, η κύρια σχέση που υφίσταται είναι αυτή της παροχής – αντιπαροχής (εργασία-μισθός) [28], και όχι αυτή της μονομερούς παροχής προς το κράτος[29]. Η υπαγωγή στην έννοια του δημόσιου βάρους κάθε μορφής παροχής, ακόμη και αυτών που δεν αποτελούν μονομερείς παροχές, δημιουργεί τον κίνδυνο οποιαδήποτε παροχή να κριθεί ότι συνιστά δημόσιο βάρος[30].

Περαιτέρω, και εάν ακόμη γίνει δεκτό ότι οι μειώσεις των αποδοχών εμπίπτουν στο εννοιολογικό περιεχόμενο των δημοσίων βαρών του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ., τούτο συνεπάγεται ότι ο έλεγχος θα πρέπει να γίνεται με κριτήρια που είναι προσδιοριστικά των οικονομικών δυνάμεων[31], κατά την διάταξη αυτή[32]. Τα δε μισθολογικά κριτήρια δεν είναι προσδιοριστικά των δυνάμεων αυτών, εφόσον εξάλλου, προορίζονται για σκοπό τελείως διαφορετικό, δηλαδή τον προσδιορισμό του ύψους των αποδοχών. Μέχρις ενός σημείου, αντίθετα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και ότι τα αντιμάχονται, εφόσον η εφαρμογή τους μπορεί να οδηγήσει σε αντιστρόφως προοδευτικά αποτελέσματα[33], κατ’ αντιστροφή του κανόνα της ισοκατανομής της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης. Η δε τεχνητή διάσπαση μεταξύ του ποσού που μειώνεται, ο έλεγχος του οποίου πραγματοποιείται, μεταξύ άλλων, με την εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ., και του ποσού που απομένει, με την εφαρμογή μισθολογικών κριτηρίων ή του κριτηρίου της αξιοπρεπούς διαβίωσης[34], δεν συνιστά την ασφαλέστερη δίοδο, εφόσον πρόκειται κατ’ ουσίαν για το ίδιο μέγεθος, δηλαδή το εισόδημα. Προτιμότερο θα ήταν ο έλεγχος των μισθολογικών αναπροσαρμογών, και άρα, των αποδοχών που απομένουν, να επικεντρωνόταν στον σκοπό που αυτές εξυπηρετούν και στην ικανοποίηση των επιμέρους μισθολογικών κριτηρίων ανάλογα, εάν τούτο είναι απαραίτητο, με την επαγγελματική κατηγορία.

Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη ο νομοθέτης αντιμετώπισε τις μειώσεις μισθών και συντάξεων ως δημόσια βάρη, υπάγοντάς τα στον κανόνα της ισοκατανομής των δημοσίων βαρών του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ.[35], με αποτέλεσμα το ύψος των μισθών και των συντάξεων να αντιμετωπιστεί ως οικονομική δύναμη, επί της οποίας θα εφαρμοστούν αναλόγως οι μειώσεις, αντί να αναζητηθούν μισθολογικά κριτήρια, πρόσφορα για την αναπροσαρμογή των αποδοχών. Τούτο είχε και ως περαιτέρω συνέπεια, τελικά να μην καταστεί δυνατό οι δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί να απολαύσουν πλήρως την παρεχόμενη προστασία, ούτε από πλευράς προσδιορισμού των μισθολογικών παροχών, εφόσον παρεισφρήσανε φορολογικά κριτήρια στον προσδιορισμό, ούτε από πλευράς προσδιορισμού των πραγματικών οικονομικών δυνάμεων κατά το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ., εφόσον δεν λήφθηκε υπόψη η πραγματική οικονομική κατάσταση εξατομικευμένα.

3. Η αξιοπρεπής διαβίωση στις φορολογικές υποθέσεις

Μεταξύ των αποφάσεων με αντικείμενο την επιβολή φόρου εισοδήματος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με αριθμό 1087/2017. Στην απόφαση αυτή εξετάζεται η κατάργηση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αφορολόγητο όριο συνιστά μία μορφή φορολογικής απαλλαγής, μεταξύ αυτών που εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέψει ή όχι[36]. Η δε σύνδεση του αφορολογήτου ορίου με την αξιοπρεπή διαβίωση, πραγματοποιείται μέσω της συνδυαστικής ερμηνείας των άρθρων 2 παρ. 1 Συντ. και 4 παρ. 5 Συντ.

Το αφορολόγητο μέρος του εισοδήματος παγίως προβλέπεται μόνο για τα φυσικά πρόσωπα και ποτέ για τα νομικά, γεγονός που το συνδέει αναπόφευκτα με το άρθρο 2 παρ. 1 Συντ. Από τούτο, συνάγεται ότι υπάρχει ένα μέρος του εισοδήματος το οποίο προορίζεται να καλύψει ανάγκες σύμφυτες με την έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι η αξιοπρεπής διαβίωση στα φορολογικά ζητήματα, δεν αναφέρεται στο ποσό που θα πρέπει να απομένει μετά την αφαίρεση ενός ποσού εισοδήματος (δηλαδή του ποσού του φόρου που επιβάλλεται), όπως συμβαίνει στα μισθολογικά, αλλά στο ποσό που θα πρέπει να αφαιρείται, προκειμένου να ανευρεθεί το φορολογητέο ποσό επί του οποίου θα εφαρμοστεί ο συντελεστής του φόρου. Και τούτο, διότι για το μέρος αυτό του εισοδήματος που προορίζεται για την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών, δεν υφίσταται φοροδοτική ικανότητα[37]. Με άλλα λόγια, στις φορολογικές υποθέσεις, η αξιοπρεπής διαβίωση αναπτύσσει την λειτουργία του κριτηρίου ανεύρεσης των πραγματικών δυνάμεων του φορολογουμένου.

Λογικά και εμπειρικά, το πρώτο μέρος του εισοδήματος που αποκτάται, δαπανάται για τη διασφάλιση της διαβίωσης, και μέχρι την κάλυψη της ανάγκης αυτής, δεν υφίστανται πραγματικές δυνάμεις, προκειμένου να επιβληθεί φόρος[38]. Πράγματι, η θέσπιση είτε μηδενικού φορολογικού συντελεστή είτε πίστωσης φόρου οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην πρόβλεψη αφορολόγητου ποσού εισοδήματος. Στόχος είναι σε κάθε περίπτωση, το μέρος του εισοδήματος αυτού να μην αποσπαστεί, διότι προορίζεται για την εξυπηρέτηση σκοπού που σχετίζεται με την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη. Η δε προστασία αυτή, θα πρέπει να εκτείνεται σε κάθε φυσικό πρόσωπο.

Από την άλλη, η θέσπιση άλλων φορολογικών απαλλαγών, προϋποθέτει την ύπαρξη οικονομικών δυνάμεων, οι οποίες απαλλάσσονται από την επιβολή φόρου για λόγους που δικαιολογούνται από άλλες συνταγματικές διατάξεις[39], λ.χ. οικογένεια. Έτσι, μπορεί να θεωρηθεί ότι δύο άτομα με το ίδιο εισόδημα, αλλά σε διαφορετική οικογενειακή κατάσταση, δεν έχουν τις ίδιες πραγματικές οικονομικές δυνάμεις. Η διαφοροποίηση αυτή στηρίζεται στην αποδοχή ότι η ονομαστική και η πραγματική αξία του ποσού εισοδήματος βάσει του οποίου θα γίνει ο προσδιορισμός, διαφέρουν λόγω των προσωπικών συνθηκών, όπως είναι η οικογενειακή κατάσταση.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το Δικαστήριο, η υλοποίηση των συνταγματικών επιταγών, εν προκειμένω του άρθρου 21 παρ. 2 Συντ., μπορεί να λάβει χώρα είτε με τη μορφή φορολογικών μέτρων (δηλαδή, φορολογικών απαλλαγών) είτε με τη μορφή παροχών (λ.χ. επιδομάτων) είτε με τον συνδυασμό των ανωτέρω[40]. Από τούτο, συνάγεται ότι είναι δυνατό η πολιτική εξουσία να εφαρμόσει κοινωνική πολιτική είτε μέσω της φορολογίας[41] είτε μέσω της επιδοματικής πολιτικής είτε με συνδυασμό και των δύο.

Η διαζευκτική αυτή εμφάνιση των δύο τρόπων υλοποίησης των συνταγματικών υποχρεώσεων, κάμπτει τα στεγανά μεταξύ διαφόρων μορφών προστασίας που έχουν τεθεί προκειμένου να εξυπηρετήσουν διαφορετικούς σκοπούς. Η κάμψη δε αυτή, επέρχεται πιθανότατα, διότι τα μέτρα αυτά προσλαμβάνονται ως οικονομικά μέτρα με παρόμοιο, μάλλον, οικονομικό αποτέλεσμα, χάνοντας όμως τον ιδιαίτερο ρόλο που αυτά επιτελούν κάθε φορά. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι ο τρόπος εκπλήρωσης των συνταγματικών υποχρεώσεων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη. Ωστόσο, η λειτουργία του άρθρου 21 παρ. 2 Συντ., όπως και άλλων συνταγματικών διατάξεων, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 4 παρ. 5 Συντ., είναι το να αποτελούν κριτήριο προσδιορισμού των πραγματικών δυνάμεων, κριτήριο δηλαδή που οδηγεί στην εξεύρεση του ποσού εισοδήματος επί του οποίου θα επιβληθεί ο φόρος.

Μπορεί δικαιοπολιτικά η εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 2 Συντ. στη φορολογία εισοδήματος να συνιστά μορφή κοινωνικής πολιτικής, δεν παύει όμως να συνιστά συνταγματική δέσμευση η εξατομίκευση του φόρου, για την οποία θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του φορολογουμένου, ανεξαρτήτως εάν η ίδια κατάσταση συνιστά ταυτόχρονα και λόγο απόλαυσης άλλων παροχών. Εξάλλου, η συνταγματική αρχιτεκτονική του φόρου, όπως αυτή τίθεται από το άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. για το ουσιαστικό του σκέλος και το άρθρο 78 Συντ. για το διαδικαστικό, θέτει ένα ευρύ μεν αλλά συγκεκριμένο πλαίσιο στον φορολογικό νομοθέτη, από το οποίο δεν μπορεί να εκφύγει υιοθετώντας άλλες ρυθμίσεις πλην αυτές με φορολογικό περιεχόμενο.

 

4. Το περιεχόμενο της αξιοπρεπούς διαβίωσης

Ένα ακόμη ζήτημα που τίθεται από τη νομολογία της αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι ο τρόπος προσδιορισμού της. Η πρόσληψή του ως ενός σχετικού μεγέθους εμφανίζεται, πέραν των ανωτέρω, στη μειοψηφία της ΣτΕ Ολ 4741/2014, σύμφωνα με την οποία το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης «δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές κάθε συγκεκριμένης κατηγορίας δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, καθώς και του πληθυσμού της χώρας εν γένει».

Η αναζήτηση κριτηρίων για τον προσδιορισμό της αξιοπρεπούς διαβίωσης, τα οποία οδηγούν στη σχετικοποίηση του περιεχομένου της, ενδεχομένως να μπορούσε να αποφευχθεί, εάν αντί για την εφαρμογή αυτών, αξιοποιούνταν τα διδάγματα της κοινής πείρας[42], προκειμένου ο δικαστής να σχηματίσει κρίση ως προς το εάν ικανοποιείται ο όρος της αξιοπρεπούς διαβίωσης ή όχι. Μεταξύ, πάντως, των κριτηρίων αυτών, δικαιοπολιτικά ορθότερη φαίνεται να είναι η οδός που επιλέγεται από την ΣτΕ Ολ 2287/2015[43], η οποία εντοπίζει το συγκρίσιμο μέγεθος στο ίδιο το υποκείμενο, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι η προσέγγιση αυτή αποβάλλει τα σχετικά χαρακτηριστικά ενός ποσοτικού μεγέθους.

Γενικότερα, η ΣτΕ Ολ 2287/2015 έχει ιδιαίτερη αξία, μεταξύ των αποφάσεων της αξιοπρεπούς διαβίωσης, για δύο κυρίους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι εκφράζεται πλέον ρητώς ότι η αξιοπρεπής διαβίωση συνιστά συνταγματικό σκοπό[44]. Μπορεί μεν, η εν λόγω απόφαση να αφορά την κοινωνική ασφάλιση, ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, αναγνωρίζεται η στενή σύνδεση του εισοδήματος με την αξιοπρεπή διαβίωση. Κατά συνέπεια, γίνεται πλέον φανερό ότι οι μειώσεις οριοθετούνται από την εξυπηρέτηση του σκοπού της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ο οποίος και θα πρέπει να ικανοποιείται και μετά την πραγματοποίησή τους.

Περαιτέρω, σε σύγκριση με τις προγενέστερες αποφάσεις[45], η αξιοπρεπής διαβίωση εμφανίζεται να έχει διαφορετικό περιεχόμενο στην απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287/2015. Συγκεκριμένα, στην ΣτΕ Ολ 2287/2015, αποβάλλει τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και πλέον, περιγράφεται με όρους δηλωτικούς του περιεχομένου της. Στην εν λόγω απόφαση, η αξιοπρεπής διαβίωση αναφέρεται σε αποδοχές οι οποίες δε θα εξασφαλίζουν μόνο τους όρους της φυσικής υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και την συμμετοχή στην κοινωνική ζωή[46]. Με την προσέγγιση αυτή, το Δικαστήριο ξεπερνά την επιρροή των οικονομικών επιστημών, και θέτει τις κατ’ επιταγή του Συντάγματος «ανελαστικές δαπάνες», οι οποίες θα πρέπει να καλύπτονται από το εισόδημα, ακόμη και αν δεν θεωρούνται ως τέτοιες από την οικονομική επιστήμη, όπως είναι ο όρος της κοινωνικής συμμετοχής. Στον κατάλογο αυτόν, θα μπορούσαν να προστεθούν και άλλα μεγέθη, εφόσον βρίσκουν προστατευτικό έρεισμα στο Σύνταγμα.

Το περιεχόμενο της αξιοπρεπούς διαβίωσης όπως αρχίζει πια να διαγράφεται με περισσότερη πληρότητα στην ΣτΕ Ολ 2287/2015, απηχεί μία γνήσια φιλελεύθερη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία, το κράτος δεν μπορεί να επεμβαίνει με τρόπο που να ανατρέπει δημιουργημένες καταστάσεις του ατόμου[47], ή πάντως όταν επεμβαίνει αυτό θα πρέπει να είναι προς βελτίωση και όχι προς χειροτέρευση της θέσης του. Εξάλλου, θα ήταν αντίθετο στη λογική αρχή της οικονομίας των δυνάμεων, εάν γινόταν δεκτό ότι ο άνθρωπος μπορεί να περιέλθει μέσω των επεμβάσεων του κράτους σε μια κατάσταση για την οποία το ίδιο το κράτος αργότερα θα πρέπει να μεριμνήσει. Την φιλελεύθερη αυτή αντίληψη απηχεί και η ΣτΕ Ολ 2411/2012[48], η οποία δείχνει να προσλαμβάνει την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση ως το μέσο επίτευξης της κοινωνικής κινητικότητας –εφόσον απαλλάσσει την πρόσβαση από οικονομικά/εισοδηματικά κριτήρια-, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του φιλελευθερισμού, και άρα, ως την αναγκαία αναπτυξιακή συνθήκη για την πραγμάτωση του περιεχομένου του άρθρου 5 παρ. 1 Συντ.

Παρόλο που το άρθρο 5 παρ. 1 Συντ. [49] δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των συνταγματικών διατάξεων στον δικανικό συλλογισμό των αποφάσεων που αποδίδουν το περιεχόμενο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ο όρος, ή αλλιώς η προϋπόθεση, της δυνατότητας της συμμετοχής στην κοινωνική ζωή, δημιουργεί την εντύπωση ότι η συνταγματική αυτή διάταξη είναι παρούσα, συνδέοντας το εισόδημα με την λειτουργία του, αυτήν της ανάπτυξης της προσωπικότητας, αλλά και γεφυρώνοντας τις δύο ιδιότητες του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Στον όρο της δυνατότητας της κοινωνικής συμμετοχής συναντιούνται οι δύο ιδιότητες, οι δύο διατάξεις (άρθρο 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Συντ.), κάμπτοντας την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ατομικού και κοινωνικού[50]. Η προϋπόθεση αυτή, να παραμείνει το άτομο μέλος της κοινωνίας, λειτουργεί και ως εγγύηση, εφόσον αυτό που πρέπει να αποφευχθεί είναι ο κοινωνικός αποκλεισμός. Το άτομο δεν μπορεί να αποκλειστεί από το κοινωνικό σύνολο, όπως ακριβώς γίνεται παγίως δεκτό ότι δεν μπορεί και να απορροφηθεί από αυτό[51]. Οι αναγκαίες δε αποστάσεις προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση τηρούνται μέσω της ιδιότητας του μέλους του κοινωνικού συνόλου, μέσω δηλαδή της δυνατότητας της κοινωνικής συμμετοχής, μέσα από την οποία αναγνωρίζεται το πραγματικό γεγονός της αλληλεξάρτησης και της αλληλοτροφοδότησης μεταξύ όλων των μελών του κοινωνικού συνόλου. Το περιεχόμενο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, όπως αυτό εμφανίζεται στις ανωτέρω αποφάσεις, μπορεί να βρει εφαρμογή σε κάθε υπόθεση με αντικείμενο το εισόδημα που προορίζεται για την κάλυψή της.

5. Προς μια συνολική θεώρηση του εισοδήματος

Εν κατακλείδι, εάν μπορεί να εξαχθεί ένα γενικό συμπέρασμα από την προαναφερθείσα νομολογία είναι ότι η αξιοπρεπής διαβίωση αποκτά σταδιακά τη δυναμική να λειτουργήσει ως προστατευτική ομπρέλα κατά των επεμβάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα την απόσπαση οικονομικών δυνάμεων από τους πολίτες προς το κράτος.

Παρ’ όλ’ αυτά, η αξιοπρεπής διαβίωση δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αποκτά αμιγώς χρηματικού χαρακτήρα περιεχόμενο. Πέρα από το γεγονός ότι η ίδια η ατομική αξιοπρεπής διαβίωση δεν διασφαλίζεται μόνο με οικονομικά μέσα, το εξωστρεφές της στοιχείο, η δυνατότητα της κοινωνικής συμμετοχής, συνιστά και το μέσο για τη διασφάλιση της αξιοπρεπούς και ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου. Η αύξηση των δεικτών της εγκληματικότητας, της ανεργίας, της εγκατάλειψης των βαθμίδων εκπαίδευσης από τους νέους -συνέπεια των επεμβάσεων για δημοσιονομικούς λόγους[52]– και εν τέλει, της συνολικής διάρρηξης της κοινωνικής συνοχής ως απαραίτητης προϋπόθεσης της κοινωνικής ειρήνης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη συνθήκη της ατομικής αναπτυξιακής ελευθερίας, είναι δυνατό να κλονίσουν την συνθήκη της αξιοπρεπούς διαβίωσης, ακόμη και εάν αυτή σε επιμέρους περιπτώσεις εξασφαλίζεται ατομικά μέσω του εισοδήματος.

 

* Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω στους Χ. Κουρουνδή, Δρ. Ν ΑΠΘ, και Ε. Καλαμπάκου, Δρ. Ν. ΑΠΘ, οι οποίοι με βοήθησαν ιδιαίτερα με τις παρατηρήσεις τους και τις συζητήσεις μας.

[1]. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι λειτουργεί και ως όριο.

[2]. Έτσι και Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 84. Πρβλ. και Π. Μαντζούφας, Οικονομική κρίση και Σύνταγμα, 2014, σελ. 153 επ.

[3]. Βλ. σκ. 35. Για διακινδύνευση κάνει λόγο και η μειοψηφία στην ΣτΕ Ολ 4741/2014, σκ. 24.

[4]. Η ανθρωποκεντρική στροφή γενικότερα του δικαστηρίου επιβεβαιώνεται πια πανηγυρικά στην ΣτΕ Ολ 100/2017, βλ. με παρατηρήσεις Σ. Βλαχόπουλος, Π. Λαζαράτος, ΘΠΔΔ 2017/302 επ.

[5]. Πρβλ. γενικότερα Κ. Γιαννακόπουλος, Η μετάλλαξη του υποκειμένου των συνταγματικών δικαιωμάτων, ΕφΔΔ 2012/146 επ.

[6]. «Il a, en outre, observé que les requérantes devant lui n’avaient pas prétendu de manière concrète que leur situation s’était dégradée à un point tel que leur subsistance serait mise en danger», ΕΔΔΑ Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδας, 7.5.2013.

[7]. Βλ. σκ. 36, Γ). Η σύνδεση της στοιχειώδους αξιοπρεπούς διαβίωσης με την κοινωνική πρόνοια διατυπώνεται πλέον ρητά στην ΣτΕ Ολ 2287/2015, σκ. 7. Πρβλ. και Σ. Βλαχόπουλος, Η δυναμική ερμηνεία του Συντάγματος, η προσαρμογή του συνταγματικού κειμένου στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, 2014, σελ. 62.

[8]. Βλ. αναλ. και Στ. Κτιστάκη, Όψεις δικαστικού ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής σε εποχή κρίσης, ΘΠΔΔ 2013/577 επ., σελ. 584 επ.

[9]. Βλ. Γ. Αμίτσης, Η θεσμική κατοχύρωση των ελάχιστων ορίων διαβίωσης στην ελληνική και διεθνή έννομη τάξη, 2001, passim, όπως επίσης και Σ. Μήτας, Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου, 2013, σελ. 205 επ.

[10]. Έτσι περίπου και ΣτΕ Ολ 2287/2015, σκ. 7: «Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) -ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς- αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)».

[11]. Βλ. ενδ. Ειδ. Δικ. άρθρου 88 Συντ. 88/2013, ΣτΕ Ολ 4741/2014, ΣτΕ Ολ 2193/2014 «[…] επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης τους και ανάλογες της αποστολής τους».

[12]. Βλ. σκ. 11.

[13]. Βλ. αμέσως ανωτέρω.

[14]. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκ. 33.

[15]. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκ. 35.

[16]. Βλ. ενδ. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκ. 33, για τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις, αλλά και μεταξύ των αποφάσεων με αντικείμενο τις αποδοχές που αφορούν τα ειδικά μισθολόγια, ΣτΕ Ολ 4741/2014, ΣτΕ Ολ 2193/2014.

[17]. Βλ. ενδ. ΣτΕ Ολ 668/2012 ΘΠΔΔ 2013/604 επ. με παρατηρήσεις Ε. Λεκέα, ΣτΕ Ολ 2193/2014.

[18]. Βλ. ΣτΕ Ολ 2287/2015, με παρατηρήσεις Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη, ΘΠΔΔ 2015/668 επ., Α. Καϊδατζή, Αρμ 2015/1385 επ.

[19]. Βλ. και άρθρο 4 παρ. 1 ΕΚΧ. Πρβλ. και Χ. Κουρουνδής, Το «Μνημόνιο» ως έκφανση συνταγματικής αλλοίωσης (fraude à la Constitution), δημοσιευμένο σε: www.constitutionalism.gr, τελευταία πρόσβαση: 20.10.2017.

[20]. ΣτΕ Ολ 1972/2012, ΘΠΔΔ 2012/579 επ.

[21]. Βλ. ΣτΕ Ολ 2287/2015ΣτΕ Ολ 734/2016.

[22]. Βλ. ενδ. ΣτΕ Ολ 2193/2014, σκ. 17-18, ΣτΕ Ολ 2287/2015ΣτΕ Ολ 734/2016. Ετσι, και ΕλΣυν Ολ 7412/2015 για τους γιατρούς του ΕΣΥ.

[23]. Πρβλ. Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 189.

[24]. Πρβλ. ενδ. ΣτΕ Ολ 668/2012, σκ, 93, ΣτΕ Ολ 2193/2014, σκ. 17-18, ΣτΕ Ολ 2287/2015ΣτΕ Ολ 734/2016.

[25]. Βλ. όμως και Γ. Καραβοκύρης, Το Σύνταγμα και η κρίσης, από το δίκαιο της ανάγκης στην αναγκαιότητα του δικαίου, 2014, σελ. 42 επ.

[26]. Πρβλ. S. Holmes, C. Sunstein, Te cost of rights, why liberty depends on taxes, 2000, σελ. 21.

[27]. Βλ. για την έννοια του δημόσιου βάρους ΕλΣυν Ολ 244/2017.

[28]. Βλ. για την έννοια της σύνταξης, ΕλΣυν Ολ 244/2017. Επίσης, βλ. και ΣτΕ Ολ 2287/2015 «οι οποίοι [συνταξιούχοι] διά της εργασίας τους συνέβαλαν στην δημιουργία του δημοσίου πλούτου».

[29]. Βλ. Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό Δίκαιο, 2014, σελ. 12 επ.

[30]. Βλ. και Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 187.

[31]. Βλ. για τον προσδιορισμό της φοροδοτικής ικανότητας, Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό Δίκαιο, 2014, σελ. 135 επ. Επίσης, για την έννοια της πραγματικής φοροδοτικής ικανότητας, βλ. και Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομική και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 193 επ.

[32]. Βλ. ΕλΣυν Ολ 244/2017.

[33]. Για την έννοια της προοδευτικότητας του φόρου, βλ. Δ. Π. Καράγιωργας, Δημόσια Οικονομική Ι, Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους, 1981, σελ. 262 επ. Επίσης, βλ. και Φινοκαλιώτης, ό.π., σελ. 139 επ.

[34]. Βλ. για παράδειγμα, ΣτΕ Ολ 2193/2014, σκ. 11 «οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση», ενώ, σκ. 20 «οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών… υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».

[35]. Ειδ. Δικ. άρθρου 88 Συντ. 88/2013 «[Ο] νομοθέτης… προέβη σε μείωση αυτών, αποδίδοντας σημασία, για τον καθορισμό του ύψους της μείωσης σε κάθε μισθολόγιο και σε κάθε βαθμό εντός του αυτού μισθολογίου, στο μαθηματικό ύψος των έως τότε χορηγούμενων αποδοχών. Με βάση το κριτήριο αυτό συνάγεται ότι ο νομοθέτης θέσπισε μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικώς μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερο σε εκείνα, στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς μικρότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους». Η ίδια προσέγγιση επαναλαμβάνεται και στην ΣτΕ Ολ 2193/2014, ΕλΣυν Ολ 7412/2015.

[36]. Σκ. 8.

[37]. Πρβλ. και Δ.Π. Καράγιωργας, Δημόσια Οικονομική ΙΙ, Οι δημοσιονομικοί θεσμοί, 1981, σελ. 326 επ.

[38]. Έτσι και η μειοψηφία, σκ. 16. Πρβλ. και ΣτΕ Ολ 2527/2013, σκ. 14, μειοψ., σύμφωνα με την οποία απαραίτητη προϋπόθεση για την φορολογική επιβολή είναι η ύπαρξη φοροδοτικής ικανότητας.

[39]. Πρβλ. Κ. Φινοκαλιώτης, Φορολογικό Δίκαιο, 2014, σελ. 142 επ. Βλ. και Κ. Χρυσόγονος, Σ. Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2017, σελ. 188 επ. Επίσης, πρβλ. και Η. Κουβαράς, Η αρχή της ισότητας, σε: Σ. Βλαχόπουλος (επιμ.), Θεμελιώδη δικαιώματα, 2016, σελ. 64 επ.

[40]. Σκ. 10.

[41]. Βλ. και ΣτΕ 1222/2017 Τμ. Β΄, σκ. 9.

[42]. Όπως και ΣτΕ Ολ 2565/2015.

[43]. «Ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου». Έτσι περίπου και ΣτΕ Ολ 734/2016.

[44]. Βλ. σκ. 7.

[45]. Βλ. ενδ. Ειδ. Δικ. άρθρου 88 Συντ. 88/2013, ΣτΕ Ολ 4741/2014, με παρατηρήσεις Ι. Μαθιουδάκη, Αρμ. 2015/487 επ.

[46]. Έτσι περίπου και η ΣτΕ Ολ 734/2016.

[47]. «Ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου». Έτσι περίπου και ΣτΕ Ολ 734/2016.

[48]. «Περιεχόμενο της δωρεάν παιδείας στην ανώτατη εκπαίδευση είναι η ανεξάρτητα από εισοδηματικά κριτήρια μη συμμετοχή των φοιτητών στο κόστος λειτουργίας και παροχής του εκπαιδευτικού έργου διά της καταβολής διδάκτρων καθώς και η δωρεάν προμήθεια και παροχή των αναγκαίων διδακτικών μέσων (βιβλία κ.λπ.)». Πρβλ. και Γ. Γεραπετρίτης, Δίδακτρα στα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών: Το Σύνταγμα απέναντι στην πραγματικότητα, Συνήγορος 94/2012, Α. Καϊδατζής, Το δικαίωμα δωρεάν παιδείας μεταξύ (συνταγματικού) δικαίου και (νομοθετικής) πολιτικής, ΘΠΔΔ 2012/1046 επ., Λ. Παπαδοπούλου, Δωρεάν κατά το Σύνταγμα και η ανώτατη εκπαίδευση;, ΔτΑ 2013/169 επ.

[49]. Πρβλ. και Κ. Γιαννακόπουλος, Τo ελληνικό Σύνταγμα και η επιφύλαξη του εφικτού της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων: «να είστε ρεαλιστές, να ζητάτε το αδύνατο», ΕφΔΔ 2015/417 επ., σελ. 427 επ.

[50]. Βλ. γενικότερα, Α. Μανιτάκης, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, κατά το άρθρο 25 παρ 1 του Συντάγματος, 1981, σελ. 28 επ.

[51]. Πρβλ. P. Haberle, Έννοια και περιεχόμενο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά το Γερμανικό και το Ελληνικό Σύνταγμα, ΤοΣ 201/1982, σελ 214 επ. Πρβλ. και ΣτΕ Ολ 1972/2012.

[52]. Βλ. για το δημοσιονομικό συμφέρον, Π. Λαζαράτος, Δημοσιονομικό συμφέρον και δίκαιο της ανάγκης, ΘΠΔΔ 2013/686 επ. Πρβλ. και Ι. Καμτσίδου, Μια κατάσταση εξαίρεσης καθόλου εξαιρετική. Η κρίση του δημόσιου χρέους και το λυκόφως του Συντάγματος, δημοσιευμένη σε: www.constitutionalism.gr, τελευταία πρόσβαση: 20.10.2017.

 

 

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

fourteen − 5 =