ΠΡΟΛΟΓΟΣ στο βιβλίο του Αθ. Κολλιόπουλου, Η κρίση ως ευκαιρία, Παπαζήσης 2019 –
Η ασυδοσία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτέλεσε αναμφισβήτητα μια από τις πλέον προβληματικές πλευρές της παγκοσμιοποίησης. Τα «νομαδικά κεφάλαια» αυτού του συστήματος κινήθηκαν για πολλά χρόνια σε με γκρίζα ζώνη, έξω και πέρα από εθνικούς ελέγχους, επιτυγχάνοντας τόσο την άλωση των διεθνών οικονομικών οργανισμών, οι οποίοι μετατράπηκαν κατά το μάλλον ή ήττον σε «μακρά χείρα» τους, όσο και τον περιορισμό της πολιτικής αυτονομίας των κρατών. Έτσι κατάφεραν να βρεθούν στο επίκεντρο τεκτονικών οικονομικών ανακατατάξεων και εν τέλει να επιβάλουν μια νέα υπερεθνική πραγματικότητα, που αποδόθηκε εύστοχα, από ανθρώπους που υπηρέτησαν αυτό το σύστημα, με τους όρους «φονταμενταλισμός των αγορών» και «αχαλίνωτος καπιταλισμός». Και ήταν ακριβώς αυτή η νέα πραγματικότητα που οδήγησε στην μεγάλη οικονομική κρίση του 2008, που ταλάνισε ολόκληρη την ανθρωπότητα και εξακολουθεί να έχει δυσμενέστατα κοινωνικά αποτελέσματα.
Μεγάλα και αμείλικτα είναι βεβαίως τα ερωτήματα που ανακύπτουν εύλογα μετά από αυτές τις εξελίξεις, για τους πολιτικούς ταγούς σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο:
Έχουν αποφασίσουν επιτέλους να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες προκλήσεις που θέτει ενώπιόν τους η παγκοσμιοποίηση, αδράχνοντας την ευκαιρία που τους παρέσχε το χειρότερο αποκύημά της; Με άλλα λόγια, έχουν όντως διδαχθεί από την τραγική εμπειρία που βίωσε η ανθρωπότητα λόγω των αδίστακτων κερδοσκοπικών τάσεων που επικράτησαν στην λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και προκάλεσαν την κρίση; Και εν κατακλείδι: θα αποτελέσει αυτή η κρίση την ευκαιρία για μια εντελώς νέα και πραγματική ρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος ή θα αναμασώνται διαρκώς οι ίδιες αποτυχημένες συνταγές της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον»;
Η ανά χείρας μελέτη του Θανάση Κολλιόπουλου –η οποία αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής του διατριβής, της οποίας ήμουν επιβλέπων– αποτελεί μια πολύ σημαντική συμβολή στον προβληματισμό γύρω από αυτά τα δύσκολα, ακανθώδη και επίμαχα ερωτήματα.
Πρόκειται βέβαια, προεχόντως, για επιστημονική συμβολή. Εκείνο που ιδίως καταφέρνει ο συγγραφέας είναι να αναδείξει, μέσω μιας πλούσιας, εμπεριστατωμένης και διεισδυτικής επιστημονικής ανάλυσης, αφ’ενός μεν την διαχρονική σημασία της ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σε όλες τις εκφάνσεις του, αφ’ετέρου δε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσλαμβάνει αυτή η ρύθμιση στις σημερινές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης και της κρίσης. Το κύριο δε προσόν αυτής της ανάλυσης, που πρέπει να εξαρθεί ιδιαίτερα, είναι η διεπιστημονικότητα. Η μελέτη αξιοποιεί και ταυτόχρονα συνδυάζει εύστοχα μια ευρεία γκάμα επιστημονικών εργαλείων, τόσο από τους κλάδους της ιστορίας και της πολιτικής οικονομίας όσο και –ιδίως– από τους κλάδους του δημοσίου δικαίου και της πολιτικής επιστήμης.
Ειδικότερα, υπό το συγκεκριμένο αυτό (διεπιστημονικό) πρίσμα εξετάζονται διεξοδικά πρώτον οι ιστορικές καταβολές, η εξελικτική πορεία και τα επί μέρους χαρακτηριστικά αυτού του συστήματος, δεύτερον ο καθοριστικός ρόλος του στην εθνική και υπερεθνική οικονομική πραγματικότητα, τρίτον οι εκάστοτε θεσμικές μορφές και εκφάνσεις της ρύθμισής του και τέταρτον οι πρόσφατες (ατελέσφορες) προσπάθειες –πριν και μετά από την κρίση– να εξευρεθούν λύσεις που θα υποκαταστήσουν τους καταρρεύσαντες μεταπολεμικούς μηχανισμούς του Bretton Woods, στο πλαίσιο ενός ραγδαία μεταλλασσόμενου και επικίνδυνα υποχωρούντος συνταγματισμού.
Ως προς την ουσία των επιβαλλόμενων ρυθμίσεων, ο συγγραφέας, ευλόγως, δεν έχει έτοιμες λύσεις ούτε προτείνει συγκεκριμένες «συνταγές». Αρκείται αφ’ενός μεν στην εύστοχη επισήμανση των αιτίων της κρίσης, που ανάγονται στην συγκεκριμένη ιστορική διαμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αφ’ετέρου δε στην ανάδειξη των αδυναμιών και των υστερήσεων που χαρακτηρίζουν όλες τις μετά την κρίση σχετικές πρωτοβουλίες, με πρωταρχική την απουσία στρατηγικά στοχευμένων ρυθμίσεων και αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών.
Μια προσεκτικότερη ματιά, πάντως, δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει, εξ αντιδιαστολής συνήθως, την γενικότερη θέση του συγγραφέα. Η ολόπλευρη και συχνά καταλυτική κριτική των κυρίαρχων έως τώρα αντιλήψεων, που μηρυκάζουν χρεωκοπημένες –και τεχνοκρατικά μεταμφιεσμένες– ιδεολογικοπολιτικές επιλογές, ναι μεν δεν συνοδεύεται από ad hoc πολιτικές «αντιπροτάσεις» πλην όμως διαμορφώνει ένα ευρέως και πολλαπλά αξιοποιήσιμο θεωρητικό υπόβαθρο, το οποίο παρέχει ασφαλή βάση για την επεξεργασία εναλλακτικών θεσμικών επιλογών. Εκείνων δηλαδή των επιλογών των οποίων η αναγκαιότητα είναι μεγαλύτερη από ποτέ, προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα σημερινά καταθλιπτικά στερεότυπα του κυρίαρχου μονοδρομικού οικονομικού μοντέλου.