Ο συγγραφέας εξετάζει τη σχετική με το ακαταδίωκτο (άρθρο 62 Συντ.) νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και υποστηρίζει την άποψη ότι η νομολογία αυτή αποτυπώνει και την πραγματική βούληση του έλληνα συντακτικού νομοθέτη, ο οποίος, θεσπίζοντας το θεσμό της βουλευτικής ασυλίας, απέβλεπε στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας του βουλευτή, στην ακώλυτη άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων και στην προστασία του από αυθαίρετες και εκβιαστικές διώξεις, υποκρύπτουσες πολιτικό δόλο. Ο σκοπός αυτός ωστόσο ουδόλως εξυπηρετείται από τον στρεβλό τρόπο της μέχρι σήμερα εφαρμογής της συνταγματικής διάταξης, ο οποίος καταλήγει σε πλήρη αδυναμία δίωξης των βουλευτών, ακόμα και για ήσσονος σημασίας υποθέσεις, όπως τροχαίες παραβάσεις. Εν προκειμένω, δηλαδή, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου συμβαδίζει απόλυτα με το κοινό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο απαιτεί την εκλογίκευση των προνομίων που απολαμβάνει ο πολιτικός κόσμος της χώρας εν γένει, προς την κατεύθυνση της εξίσωσής τους προς τους πολίτες, και την πλήρη αναμόρφωση θεσμών όπως η βουλευτική ασυλία και οι διατάξεις περί ποινικής ευθύνης των Υπουργών. (Αναδημοσίευση από: Το Δημόσιο Δίκαιο στην Πράξη, Σ’υμμεικτα προς τιμήν του Καθηγητού Πέτρου Ι. Παραρά, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα 2012)
Για να διαβάσετε το άρθρο πατήστε στο εικονίδιο του pdf.