Η συγκρότηση του «δημοσιονομικού Συντάγματος» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή του νομικού πλαισίου άσκησης της δημοσιονομικής εξουσίας, προέκυψε μέσω μιας ατέρμονης εναλλαγής σίγουρων ή διστακτικών βηματισμών, ανατροπής καθιερωμένων βεβαιοτήτων και προσαρμογής στην αδήριτη πραγματικότητα. Η πορεία αυτή διήλθε διάφορα στάδια. H Συνθήκη της Λισαβόνας επέφερε σημαντικές μεταβολές στο δημοσιονομικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την επίλυση χρόνιων διοργανικών εντάσεων, την εισαγωγή της αρχής του δημοσιονομικού προγραμματισμού και την ενίσχυση της αρχής της δημοσιονομικής πειθαρχίας, συμβάλλοντας στην περαιτέρω ανάπτυξη του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού συστήματος, με άλλα λόγια στην εμπέδωση ενός ευρωπαϊκού «δημοσιονομικού συντάγματος». Ειδικότερα, έγινε προσπάθεια να επιλυθούν μακρόχρονες εντάσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών οργάνων ιδιαίτερα στα ζητήματα της διάκρισης των υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών, καθώς και στο ζήτημα της «διπλής νομικής βάσης» του προϋπολογισμού.
Οι συντάκτες της Συνθήκης, όμως, φαίνεται ότι δεν μπόρεσαν να υπερβούν ορισμένα όρια: τη στασιμότητα στους ιδίους πόρους και τη θεσμοθέτηση της ομοφωνίας εντός του Συμβουλίου για την κατάρτιση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, γεγονός που επισείει σοβαρούς κινδύνους θεσμικής παραλυσίας. H πρόσφατη δημοσιονομική κρίση απέδειξε ότι το ευρωπαϊκό «δημοσιονομικό σύνταγμα» της Συνθήκης της Λισαβόνας αποδείχθηκε «πουκάμισο αδειανό», ένα «μετέωρο βήμα», καθώς απηχούσε την ανυποψίαστη εποχή της ευδαιμονίας. Οι οραματισμοί προσαρμόστηκαν στην πραγματικότητα, αλλά, παρά την οδυνηρή «γείωσή» τους, ποτέ δεν έχασαν την πρωτεϊκή τους ικανότητα να στοχεύουν στην επίλυση της δημοσιονομικής κρίσης μέσω νέων θεσμικών εργαλείων.