ΜΙχάλης Ν. Πικραμένος: Η Λογοδοσία των Δικαστών στη Δημοκρατία. Εκδόσεις Ευρασία 2022

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ:

Επί τη βάσει της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 89, που επιτρέπει στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται καθηγητές πανεπιστημίων, ασκώ εδώ και αρκετά χρόνια, εκτός από τα καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού στο Συμβούλιο της Επικρατείας, και τα καθήκοντα του πανεπιστημιακού δασκάλου στον τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έτσι, έχω το «προνόμιο» να μετέχω τόσο στη δικαστική όσο και στην πανεπιστημιακή κοινότητα και ζωή. Απόρροια αυτής της διπλής ιδιότητας είναι η καθημερινή δικαστική ενασχόληση να μου δημιουργεί ερεθίσματα για επιστημονική έρευνα και για συγγραφική δραστηριότητα. Περαιτέρω, λόγω της δικαστικής ιδιότητας είχα την ευκαιρία να μετάσχω ήδη από τις αρχές του 2000 σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς για τη δικαιοσύνη, το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα, γεγονός που με οδήγησε σε συστηματική παρακολούθηση της διεθνούς και ευρωπαϊκής βιβλιογραφίας. Στο πλαίσιο αυτό ανέπτυξα επιστημονική και συγγραφική δραστηριότητα τα τελευταία χρόνια στα πεδία της δικαστικής οργάνωσης και του δικαίου των δικαστικών λειτουργών. Με μελέτες, άρθρα, εισηγήσεις και παρεμβάσεις σε συνέδρια και άλλες δημόσιες εκδηλώσεις επιδίωξα να εμπλουτίσω την επιστημονική και δημόσια συζήτηση για την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης, ιδίως δε της διοικητικής δικαιοσύνης, μεταφέροντας τους σύγχρονους προσανατολισμούς, όπως αυτοί αποτυπώνονται σε αποφάσεις ευρωπαϊκών δικαστηρίων, σε κείμενα διεθνών και ευρωπαϊκών οργανισμών και στη βιβλιογραφία ευρωπαίων και αμερικανών νομικών. Με τον τρόπο αυτόν επιχείρησα να εισφέρω νέες θέσεις στην επιστημονική συζήτηση και να διατυπώσω προτάσεις δημόσιας πολιτικής για το δικαστικό σύστημα αναδεικνύοντας ζητήματα που, ενώ βρίσκονται στο επίκεντρο των εξελίξεων σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, παραμένουν στο περιθώριο της εγχώριας δημόσιας συζήτησης, με συνέπεια τη διαιώνιση παθογενειών της δικαιοσύνης που εν τέλει πλήττουν τον πολίτη και την κοινωνία. Σε ορισμένα από τα κείμενα αυτά παραπέμπουν οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα 2020 και 2021 καθώς και η έκθεση Πισσαρίδη στο κεφάλαιο για τη δικαιοσύνη.

Σε αυτό το ευρύτερο πλαίσιο εντάσσεται η παρούσα μελέτη, η οποία έχει ως αντικείμενο τη λογοδοσία των δικαστών που συνιστά, μαζί με την ανεξαρτησία, τους δύο πυλώνες της δικαστικής λειτουργίας. Στη χώρα μας η δημόσια συζήτηση είναι πλούσια σε ό,τι αφορά την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης αλλά πολύ περιορισμένη σε ό,τι αφορά τη λογοδοσία του δικαστικού συστήματος και των δικαστών. Οι λόγοι είναι αρκετοί, ορισμένοι έχουν σοβαρή δικαιολογητική βάση, ενώ άλλοι δεν μπορεί να θεωρηθούν δικαιολογημένοι για μια δημοκρατική πολιτεία. Στους πρώτους συγκαταλέγονται:

α) η πικρή εμπειρία της χώρας σε ζητήματα δικαστικής ανεξαρτησίας και κράτους δικαίου μέχρι την εγκαθίδρυση της τρίτης ελληνικής δημοκρατίας το 1974 και τη θέσπιση του Συντάγματος 1975, β) η διαρκής προσπάθεια να προστατευθεί η ανεξαρτησία των δικαστών από παρεμβάσεις πολιτικών, οικονομικών και άλλων ισχυρών παραγόντων που εκδηλώνονται ακόμα και στο πλαίσιο του δημοκρατικού πολιτεύματος. Στους δεύτερους περιλαμβάνονται: α) τα πρόσωπα που ασκούν εξουσία έχουν την τάση αποφυγής ή μετακύλισης της ευθύνης, φαινόμενο που παρατηρείται στις σύγχρονες δημοκρατίες και αφορά τους εκπροσώπους όλων των πολιτειακών λειτουργιών, β) ειδικά στον χώρο της δικαιοσύνης εμφανίζεται ένας ιδιότυπος λαϊκιστικός λόγος από μερίδα του δικαστικού σώματος. Σύμφωνα με την πολιτική θεωρία, βασική αρχή του λαϊκισμού είναι ότι υπάρχει μια διαρκής διαμάχη δύο αντιμαχόμενων πλευρών (στην πολιτική, λαός και ελίτ), από αυτή δε την παραδοχή προκύπτουν και άλλα βασικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων ότι η μια πλευρά είναι πάντα ενάρετη και η άλλη επικίνδυνη και υστερόβουλη[1]. Έτσι ο λαϊκισμός οικοδομεί μια ιδεατή εικόνα θεμελιώδους δυαδικής και πολωτικής αντιπαράθεσης, την οποία επενδύει με ηθική διάσταση, επιδιώκοντας να συνενώσει κοινωνικές ομάδες που νιώθουν ότι απειλούνται ή απομονώνονται[2]. Ο λαϊκιστικός λόγος στο δικαστικό σώμα διαθέτει, τηρουμένων των αναλογιών, ορισμένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, καθώς στηρίζεται στη θεμελιώδη παραδοχή ότι οι δικαστές δεν ευθύνονται για καμία από τις παθογένειες ή τα προβλήματα της δικαιοσύνης που ταλανίζουν τον πολίτη και την κοινωνία. Με τον τρόπο αυτόν οικοδομείται ένα δίπολο, επί του οποίου αναπτύσσεται η αντιπαράθεση. Στη λογική αυτή οι δικαστές είναι οι «ενάρετοι» απέναντι σε μια επικίνδυνη και υστερόβουλη κυβερνητική εξουσία στην οποία πρέπει να προβάλλονται διαρκώς αιτήματα, όπως η αύξηση των θέσεων των δικαστών, η αύξηση του αποδοχών, η ουσιαστική εξαφάνιση κάθε μορφής αξιολόγησης του έργου τους επί τη βάσει μιας εξισωτικής λογικής που παραβιάζει κατάφωρα την αρχή της αξιοκρατίας. Έτσι, υφαίνεται ένα πλέγμα συνεχών διεκδικήσεων που αποβλέπει στην ικανοποίηση συντεχνιακών συμφερόντων.

Το πολίτευμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας διακρίνεται για τη σύνθετη συνταγματική αρχιτεκτονική του, η οποία στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, που σημαίνει σύστημα κατανομής αρμοδιοτήτων στα όργανα των τριών πολιτειακών λειτουργιών και αμοιβαίων ελέγχων και εξισορροπήσεων μεταξύ των οργάνων αυτών, με σκοπό την οριοθέτηση της εξουσίας και την αποτροπή της αυθαιρεσίας. Στη σύγχρονη δημοκρατία η αρχή αυτή έχει ιδιαίτερη αξία για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης έναντι των άλλων δύο πολιτειακών λει­τουργιών. Εξάλλου, θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη δράση των οργάνων των πολιτειακών λειτουργιών και είναι σύμφυτες με τη δημοκρατική αρχή, είναι η αρχή της διαφάνειας και η αρχή της λογοδοσίας οι οποίες συνδέονται στενά μεταξύ τους, καθώς η πρώτη είναι προϋπόθεση της δεύτερης, αποβλέπουν δε στην ενημέρωση του πολίτη και της κοινωνίας για το έργο που παράγουν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αφενός, οι θεσμοί στους οποίους έχει ανατεθεί πολιτειακό έργο και, αφετέρου, τα πρόσωπα τα οποία υπηρετούν τους θεσμούς. Οι μορφές της λογοδοσίας και οι «κυρώσεις», που επιβάλλονται στους θεσμούς και τα πρόσωπα που λογοδοτούν, παραλλάσσουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε πολιτειακής λειτουργίας.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, στην ιστορική της εξέλιξη, έχει οδηγήσει σε μια σταδιακή αυτονόμηση της κρατικής εξουσίας, με συνέπεια την αποστασιοποίηση του πολίτη από την πολιτική και τη λειτουργία των θεσμών. Επιβάλλεται, για τον λόγο αυτό, ο εμπλουτισμός της σύγχρονης δημοκρατίας, προκειμένου ο πολίτης να μην είναι μόνο εκλογέας αλλά και ενεργός πολίτης που διεκδικεί τη συμμετοχή του στη λειτουργία της Πολιτείας έχοντας άποψη για τα πεπραγμένα των οργάνων της. Η λογοδοσία των οργάνων της Πολιτείας αναζωογονεί τη δημοκρατία, καθώς προσφέρει δυνατότητες στον πολίτη για ουσιαστική συμμετοχή στη δημόσια ζωή με την απόκτηση της αναγκαίας πληροφόρησης για τη δράση των θεσμών της δημοκρατίας, η οποία συνιστά προαπαιτούμενο για την άσκηση κριτικής στους θεσμούς και τα πρόσωπα που τους υπηρετούν και, περαιτέρω, για τη διαμόρφωση της βούλησης των εκλογέων πολιτών ως προς τα όργανα εκείνα της Πολιτείας που είναι αιρετά. Ταυτόχρονα η πληροφόρηση για το έργο που παράγουν οι θεσμοί της δημοκρατίας εκπαιδεύει τα άτομα στις αρχές και τις αξίες της δημοκρατικής Πολιτείας, με αποτέλεσμα να υπάρχει διαρκής αλληλεπίδραση μεταξύ Πολιτείας και ατόμων στο πλαίσιο μιας πολιτικής διαδικασίας που έχει τον χαρακτήρα ενεργού παιδείας, προκειμένου τα άτομα να γίνουν πολίτες ικανοί να κρίνουν τους θεσμούς και τα πρόσωπα που τους υπηρετούν στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Όπως σημειώνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, οι θεσμοί της δημοκρατικής Πολιτείας «εσωτερικευόμενοι από τα άτομα διευκολύνουν στον μεγαλύτερο βαθμό την πρόσβασή τους στην εσωτερική αυτονομία και την αποτελεσματική τους συμμετοχή σε όλες τις μορφές ρητής εξουσίας που υπάρχουν στην κοινωνία». Η έννοια του πολίτη στη δημοκρατία δεν είναι στατική αλλά δυναμική. Ο πολίτης είναι «γίγνεσθαι» και όχι «είναι», είναι ο πολίτης της πράξης που αλλάζει και μετασχηματίζεται σε πεπαιδευμένο πολιτικώς άτομο, πλούσιο σε εμπειρίες, σε πολιτική και κοινωνική γνώση, πληροφορημένο και ικανό να κρίνει την εξουσία και να μετέχει στη ζωή της Πολιτείας. Αυτός ο πολίτης, ως homo politicus, υπηρετεί τον ιστορικό μετασχηματισμό της αμιγούς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σε μια δημοκρατία συμμετοχής που, κατά τον Δ.Θ. Τσάτσο, αναβαθμίζει το πεδίο κοινωνικής οργάνωσης και αυτονομίας καθιστώντας τον πολίτη, τις κοινωνικές ομάδες και την κοινωνία ως σύνολο, συμπρωταγωνιστές του πολιτικού γίγνεσθαι.

Η δικαιοσύνη, η πολιτειακή αποστολή της οποίας είναι κατ’ αποτέλεσμα η επίλυση των διαφορών, υπόκειται σε λογοδοσία έναντι του πολίτη και της κοινωνίας τόσο στο επίπεδο του δικαστικού συστήματος όσο και στο επίπεδο των λειτουργών της, οι οποίοι είναι άμεσα όργανα του κράτους με αρμοδιότητες που καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, με κορυφαία τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που θεσπίζει η βουλή, δηλαδή το όργανο εκείνο της Πολιτείας που εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία. Είναι προφανές ότι η λογοδοσία της δικαιοσύνης έχει ιδιαίτερη σημασία για το πολίτευμα, διότι οι λειτουργοί της ασκούν εξαιρετικά σοβαρές αρμοδιότητες χωρίς να διαθέτουν, μέσω εκλογικής διαδικασίας, δημοκρατική νομιμοποίηση από τον λαό, ενώ ταυτόχρονα περιβάλλονται με εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας έναντι των άλλων πολιτειακών λειτουργιών. Επομένως, ο μόνος έλεγχος που μπορεί να ασκηθεί στη δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της είναι μέσω της ουσιαστικής εφαρμογής των μορφών

[1] Α. Χρυσόγελος, Λαϊκισμός, εκδ. Παπαδόπουλος (Αθήνα), 2018, σελ. 28.

[2] Γ. Σταυρακάκης, Λαϊκισμός. Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί, εκδ. ΕΑΠ (Αθήνα), 2019.

 

Καταχώρηση: 01-04-2022     Κατηγορία: ΒΙΒΛΙΑ    

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

four × 5 =