Τα «κολλέγια» και η παρανομία τους

Σπυρίδων Ψυχομάνης, Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.

Τα «κολλέγια» και η παρανομία τους

Αν από τις μέχρι σήμερα –πολιτικές ιδίως– επί του θέματος συζητήσεις έχετε αποκομίσει την εντύπωση ότι το θέμα των κολλεγίων αποτελεί πρόβλημα δυσεπίλυτο, μάλλον έχετε πέσει θύμα συστηματικής παραπληροφόρησης ή ακαταμάχητης, κατά τη γοητεία της, πολιτικής ή άλλης ανοησίας.

Η μέχρι σήμερα λειτουργία των κολλεγίων είναι γνωστή. Έχοντας ιδρυθεί νόμιμα ως εργαστήρια ελευθέρων σπουδών, που παρείχαν και παρέχουν εκπαιδευτικές υπηρεσίες μεταδευτεροβάθμιου κύκλου σπουδών, σε καμία όμως περίπτωση ισότιμων με εκείνων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, άρχισαν συν τω χρόνω να συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού. Τα τελευταία -έναντι προφανώς αμοιβής, αναγκαίας για την δική τους επιβίωση- προθυμοποιήθηκαν να αναγνωρίζουν τις σπουδές στα συνεργαζόμενα εργαστήρια, που αυτοαναγορεύθηκαν σε κολλέγια, ως τμήμα του δικού τους κύκλου σπουδών, ώστε με μια επιπλέον φοίτηση, ενός κατά κανόνα έτους, στην έδρα του πανεπιστημίου, να χορηγείται τίτλος σπουδών, τον οποίο η χώρα μας ήταν (είναι) στη συνέχεια υποχρεωμένη να αναγνωρίζει ως τίτλο ισότιμο με το πτυχίο ελληνικού πανεπιστημίου. Η συνεργασία δε αυτή βασίστηκε σε συμβάσεις δικαιόχρησης ή στην «αγορά» από το ελληνικό εργαστήριο της λεγομένης πιστοποίησης.

Η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης του άρθρου 16 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και όχι από ιδιώτες είναι καταφανής. Το Δικαστήριο, ωστόσο, των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), κάνοντας δεκτή σχετική προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ελληνικού κράτους, που απέφευγε την αναγνώριση τέτοιων τίτλων σπουδών, αναφέρει ότι «η εκπαίδευση που παρέχεται βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως και τα διπλώματα που χορηγούνται μετά το πέρας τέτοιων σπουδών εντάσσονται πλήρως στο εκπαιδευτικό σύστημα του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το ίδρυμα που χορηγεί το δίπλωμα, ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιήθηκαν οι σπουδές… Επίσης, το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου περί σπουδών παρεχομένων βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως, εφόσον αυτές δεν εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα».

Όμως, η απόφαση αυτή του ΔΕΚ βασίσθηκε σε μιαν εικονική πραγματικότητα, την οποία δεν φαίνεται ότι αμφισβήτησε ή δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει το αντιδικήσαν ελληνικό κράτος. Οι συμπράξεις, πράγματι, των ελληνικών ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων με ξένα πανεπιστήμια, που οδηγούν στην καταστρατήγηση της συνταγματικής απαγόρευσης, αποτελούν δραστηριότητα τούτων παράνομη, την οποία έπρεπε να είχε λάβει υπόψη της η ελληνική διοίκηση και να είχε προβεί στη λήψη των ενδεικνυομένων κατά περίπτωση διοικητικών ή δικαστικών μέτρων εξάλειψης της παρανομίας. Μη έχοντας πράξει ο,τιδήποτε εναντίον των παρανόμων ενεργειών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, δημιούργησε επίφαση νομιμότητας της δράσης τους -και των συμπράξεων-, ώστε η καταδικαστική απόφαση του ΔΕΚ να είναι εν πολλοίς αναμενόμενη. Αντί όμως να εγκύψουν στο θέμα με διαύγεια πνεύματος και να πράξουν το απλούστατο δέον οι περινούστατοι πολιτικοί μας, άρχισαν να διαπληκτίζονται αδολεσχούντες για το αν πρέπει ή όχι και πώς πρέπει να τροποποιήσουν το άρθρο 16 του Συντάγματος. Και από κοντά, ως αγέλη υλακτούντων κυνών, οι στρατευμένοι κομματικοί νεολαίοι. Κανείς δεν σκέφθηκε ότι το πρόβλημα και η λύση του δεν βρισκόταν στη συνταγματική διάταξη, αλλά στη σύμπραξη-συνεργασία των ελληνικών εργαστηρίων-κολλεγίων με τα ξένα πανεπιστήμια.

Πράγματι, το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν βρίσκεται σε αντίθεση με κάποια διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Η ίδια η Συνθήκη της Λισσαβώνας για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΛΕΕ), στο άρθρο 165 αυτής (πρώην άρθρο 149 ΣυνθΕΚ) ορίζει ότι «Η Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου… σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος». Τούτο αναγνωρίζει εμμέσως, πλην σαφώς, και το ΔΕΚ, το οποίο αποφανθέν στην ως άνω απόφασή του ότι «το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου περί σπουδών παρεχομένων βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως, εφόσον αυτές δεν εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα», δέχεται προδήλως ότι το άρθρο 16 του Συντάγματος τυγχάνει πάντοτε εφαρμογής επί σπουδών που εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Δεν θίγεται, επίσης, το άρθρο 16 του Συντάγματος –ούτε θα μπορούσε άλλωστε να θιγεί, λόγω της υπεροχής των διατάξεων της ΣΛΕΕ–, από τις διατάξεις της πλέον πρόσφατης οδηγίας 2005/36/ΕΚ, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, σύμφωνα με τις οποίες «Εξομοιώνεται προς τίτλο εκπαίδευσης… κάθε τίτλος… που χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή κράτους μέλους, εφόσον πιστοποιεί επιτυχή ολοκλήρωση εκπαίδευσης… (που) περιλαμβάν(ει) (και) την εκπαίδευση που έχει αποκτηθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου σε εκπαιδευτικό ίδρυμα που εδρεύει νόμιμα στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους…».

Ας προσεχθεί ότι η οδηγία δεν εννοεί την αναγνώριση της οποιασδήποτε εκπαίδευσης σε ένα κράτος μέλος, αλλά της εκπαίδευσης μόνον που παρέχεται στο πλαίσιο του λειτουργούντος στο κράτος αυτό νομίμου(!) εκπαιδευτικού συστήματος. Με άλλα λόγια, εκπαίδευση που δεν αναγνωρίζεται ως κομμάτι της ανώτατης εκπαίδευσης στην χώρα που αυτή παρέχεται, δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ως ισοτίμου επιπέδου σε άλλη χώρα της κοινότητας. Αντίθετη εκδοχή δεν μπορεί να υπάρξει. Όχι μόνον γιατί αυτή θα προσέκρουε στην ρητή και σαφή διάταξη του άρθρου 165 της Συνθήκης για την ΕΕ, μα και σε κάθε σκέψη ή αρχή αλληλεγγύης και αμοιβαιότητας, αλλά και γιατί θα οδηγούσε αυτή στην πράξη σε απαράδεκτα αποτελέσματα.

Παρά ταύτα, ο υπνώττων ή φαρισαϊκώς φερόμενος έλληνας νομοθέτης διέπραξε εν προκειμένω το απροσδόκητα αδιανόητο. Επέτρεψε, δηλαδή, ρητά τις συμπράξεις με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3696/2008. Όρισε συγκεκριμένα ότι «…Τα κολλέγια με άδεια λειτουργίας μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης… σε σύμπραξη με αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, ιδίως με τη νομική μορφή της συμφωνίας πιστοποίησης (validation) ή της συνεργασίας δικαιόχρησης (franchising)…». Έσπευσε μάλιστα να χορηγήσει εν μια νυκτί και τις απαραίτητες άδειες λειτουργίας. Όφειλε όμως να γνωρίζει, ως κοινός νομοθέτης, ότι οι εν λόγω ρυθμίσεις, αφού προσκρούουν στις απόλυτα ισχυρές απαγορευτικές συνταγματικές διατάξεις του άρθρου 16, δεν μπορούν να ισχύσουν. Η λύση λοιπόν του «προβλήματος» –πρόβλημα το κατάντησε η μωρία μας– βρίσκεται στη συνεργασία (σύμπραξη) των ελληνικών εργαστηρίων (κολλεγίων) με τα ξένα πανεπιστήμια που παρέχουν τελικά τον τίτλο σπουδών, τον οποίο η ελληνική πολιτεία καλείται να αναγνωρίσει. Εξηγούμεθα.

Η έναντι αμοιβής παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις στη χώρα μας συνιστά αναμφίβολα εμπορική δραστηριότητα, η οποία προσδίδει την εμπορική ιδιότητα σ’ αυτόν που την ασκεί, τον καθιστά δηλαδή έμπορο. Αν την ασκεί ένωση προσώπων, αυτή πρέπει αναγκαστικά να έχει τη μορφή μιας των εταιριών του εμπορικού δικαίου. Ο εκπαιδευτικός όμως σκοπός των εν λόγω επιχειρήσεων πρέπει να είναι νόμιμος. Διαφορετικά, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση παράνομης εμπορικής δραστηριότητας, επέρχονται συνέπειες ή επιβάλλονται μέτρα και κυρώσεις σε βάρος της επιχείρησης που παρανομεί προς αποκατάσταση της νομιμότητας. Η «σύμπραξη» δε ελληνικών κολλεγίων και ξένων πανεπιστημίων δεν συνιστά νόμιμη πράξη ή νόμιμο επιχειρηματικό σκοπό, επειδή με αυτήν οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες των κολλεγίων ανάγονται σε πανεπιστημιακού επιπέδου υπηρεσίες, οι οποίες απαγορεύονται έγκυρα από το Σύνταγμα να παρέχονται από ιδιώτες. Τα συμπράττοντα, επομένως κολλέγια μπορούν και πρέπει να αντιμετωπισθούν από την ελληνική πολιτεία και διοίκηση ως παράνομες εμπορικές ατομικές ή εταιρικές επιχειρήσεις και να απαγορευθεί η συγκεκριμένη δράση τους. Χρειάζεται απλώς να ληφθούν τα διοικητικής ή δικαστικής φύσεως κατασταλτικά μέτρα που αρμόζουν στην νομική μορφή τους (π.χ. αντίθετη πράξη εγκρίσεως καταστατικού και άδειας συστάσεως επί ΑΕ, διαγραφή από μητρώα εταιριών, κήρυξη ακυρότητας κ.λ.π.).

Ας προσεχθεί όμως, και τούτο. Η «σύμπραξη» βασίζεται σε σχέσεις δικαιόχρησης (franchising) ή πιστοποίησης (validation). Tο franchising συνιστά δικαιοπραξία, με την οποία ο δικαιοπάροχος πωλεί στον αντισυμβαλλόμενό του σύνολο άυλων αγαθών, συμβουλών, πακέτο τεχνογνωσίας, για την ανεξάρτητη άσκηση απ’ αυτόν της ίδιας επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί και ο δικαιοπάροχος, έναντι συγκεκριμένου τιμήματος. Παράδειγμα, έστω, τα γνωστά καταστήματα ΜcDonalds, Goody’s και τόσα άλλα. Κατά συνέπεια, με το franchising, το ελληνικό «κολλέγιο» θα έπρεπε να ασκεί την εκπαιδευτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, κατά το πρότυπο ακριβώς του δικαιοπαρόχου πανεπιστημίου. Με διδακτικό προσωπικό, χώρους, διάρκεια σπουδών, προσόντα υποψηφίων, διδασκαλία κλπ., όπως ακριβώς και ο δικαιοπάροχος. Το ίδιο πρέπει να λεχθεί και ως προς την μέθοδο της «πιστοποίησης», που συνιστά απλή βεβαίωση του συμπράττοντος πανεπιστημίου, ότι αναγνωρίζει ως οικείες τις σπουδές που γίνονται σε συγκεκριμένο ελληνικό κολλέγιο. Διαφορετικά, η σύμπραξη θα συνιστά αληθή φενάκη.

Οφείλει λοιπόν η ελληνική διοίκηση –πέραν των λοιπών κατά τα ανωτέρω ενδεικνυομένων ενεργειών– να ερευνήσει, εν τέλει, και αν όντως λειτουργεί ή έχει λειτουργήσει η συμφωνία δικαιόχρησης ή πιστοποίησης μεταξύ του αλλοδαπού πανεπιστημίου και του ελληνικού κολλεγίου, όπως πράγματι θα έπρεπε να λειτουργεί. Την έρευνα αυτή δικαιούνται προφανώς να κάνουν οι αρχές που είναι επιφορτισμένες με τον έλεγχο των κολλεγίων τουλάχιστον ως ελληνικών εμπορικών εταιριών ή και οι αρμόδιοι εισαγγελείς για την τυχόν διάπραξη του εγκλήματος της απάτης. Πρέπει επιτέλους να παύσουν τα οποιαδήποτε ξένα πανεπιστήμια να πωλούν, για δικούς τους οικονομικούς λόγους επιβίωσης, υπηρεσίες ψευδώνυμης πιστοποίησης ή δικαιόχρησης σε ελληνικές ιδιωτικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, περιγελώντας την ανικανότητα της ελληνικής διοικητικής μηχανής και ευτελίζοντας το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Με την επίσημη αναγνώριση της παρανομίας των “συμπραττόντων” κολλεγίων και την παρεμπόδιση της συνέχισης της, στερείται προφανώς και το ΔΕΚ και η Επιτροπή του πλασματικά νομίμου ερείσματος για την αναγωγή των σπουδών σε αυτά ως “ισοτίμου επιπέδου” με το επίπεδο των ελληνικών ή άλλων πανεπιστημίων.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», 31.1.2010 http://www.makthes.gr/index.php?name=News&file=article&sid=50555