Το «πανεπιστημιακό» franchising πέραν της αντιπαράθεσης Συντάγματος και κοινοτικού δικαίου. Ένα σχόλιο με αφορμή το άρθρο του Σπυρίδωνα Ψυχομάνη

Ακρίτας Καϊδατζής, Δ.Ν., Δικηγόρος

Το «πανεπιστημιακό» franchising πέραν της αντιπαράθεσης Συντάγματος και κοινοτικού δικαίου. Ένα σχόλιο με αφορμή το άρθρο του Σπυρίδωνα Ψυχομάνη

Όταν ένα πρόβλημα μοιάζει να οδηγείται σε αδιέξοδο, τότε ίσως χρειάζεται να αλλάξουμε προοπτική. Το πρόβλημα των διπλωμάτων που χορηγούνται από πανεπιστήμια άλλων κρατών μελών με τη σύμπραξη Εργαστηρίων Ελευθέρων Σπουδών στην Ελλάδα –τώρα ονομάζονται και επισήμως «Κολλέγια»– έχουμε συνηθίσει να το αντιμετωπίζουμε με όρους αντιπαράθεσης: Εθνική ή κοινοτική νομολογία· συνεργασία μέσω της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος ή αποφυγή της· Σύνταγμα ή κοινοτικό δίκαιο[1]. Προτείνοντας μια διαφορετική προσέγγιση, ο Σπυρίδων Ψυχομάνης επιμένει ότι «το άρθρο 16 του Συντάγματος δεν βρίσκεται σε αντίθεση με κάποια διάταξη του κοινοτικού δικαίου» και θεωρεί ότι «η λύση του “προβλήματος”… βρίσκεται στη συνεργασία (σύμπραξη) των ελληνικών εργαστηρίων (κολλεγίων) με τα ξένα πανεπιστήμια που παρέχουν τελικά τον τίτλο σπουδών»[2].

Το καθένα στο πεδίο εφαρμογής του, κοινοτικό δίκαιο και Σύνταγμα παραμένουν πλήρως εφαρμοστέα. Έχουμε, έτσι, δύο δεδομένα. Πρώτον, κάθε δίπλωμα που απονέμεται από πανεπιστημιακό ίδρυμα άλλου κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τρόπου και του τόπου πραγματοποίησης των σπουδών, αποτελεί επαγγελματικό προσόν που θεωρείται ότι αποκτήθηκε στο κράτος αυτό και, επομένως, εμπίπτει στο κοινοτικό σύστημα αμοιβαίας αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων (οδηγία 2005/36). Όμως, δεύτερον, καμία ιδιωτική επιχείρηση, είτε αυτοτελώς είτε σε σύμπραξη με πανεπιστήμιο άλλου κράτους μέλους, δεν μπορεί να παρέχει νομίμως πανεπιστημιακή –ή, ευρύτερα, ανώτατη– εκπαίδευση στην Ελλάδα (άρθρο 16 παρ. 5 και 8 Συντ.). Το κοινοτικό δίκαιο αδιαφορεί για τον αν η πανεπιστημιακή εκπαίδευση παρέχεται σε κάποιο κράτος μέλος ως επιχειρηματική δραστηριότητα. Αντιμετωπίζει την «παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών πανεπιστημιακού επιπέδου» καταρχήν όπως κάθε άλλη υπηρεσία. Για το κοινοτικό δίκαιο, επομένως, κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει με τις συμφωνίες δικαιόχρησης (franchising) ή συναφείς μορφές επιχειρηματικής συνεργασίας στο πεδίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Το ίδιο μπορούμε να υποθέσουμε και για το εθνικό δίκαιο των κρατών όπου εδρεύουν τα πανεπιστήμια–franchisors. Οι προϋποθέσεις, ωστόσο, για τη νόμιμη σύναψη τέτοιων συμβάσεων «πανεπιστημιακού» franchising στην Ελλάδα δεν τίθενται από το κοινοτικό δίκαιο ούτε, φυσικά, από το εθνικό δίκαιο των ξένων πανεπιστημίων. Κατά συνέπεια, το μόνο ερώτημα που χρειάζεται να τεθεί είναι εάν η σύμπραξη ενός ξένου πανεπιστημίου με Εργαστήριο Ελευθέρων Σπουδών είναι νόμιμη κατά το ελληνικό δίκαιο.

Ο Ψυχομάνης αμφισβητεί τη νομιμότητα τέτοιων συμπράξεων. Την άποψη αυτή είχε σαφέστατα υπαινιχθεί μειοψηφία δύο Συμβούλων στην απόφαση 778/2007 του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπό επταμελή σύνθεση, με την οποία υποβλήθηκε στο ΔΕΚ σχετικό προδικαστικό ερώτημα[3]. Στη βάση του σχετικού προβληματισμού βρίσκεται η εξής απλή σκέψη: Για το δίκαιό μας, τα Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών δεν είναι καν φορείς του εκπαιδευτικού συστήματος και δεν τούς εμπιστευόμαστε να χορηγούν ούτε τον πιο ταπεινό τίτλο σπουδών –παρά μόνον απλές βεβαιώσεις παρακολούθησης χωρίς οποιαδήποτε εκπαιδευτική ή επαγγελματική αναγνώριση[4]. Πώς είναι δυνατόν να ανεχόμαστε από τα ίδια Εργαστήρια, «αναβαθμισμένα» σε Κολλέγια, την παροχή –έστω, σε σύμπραξη με ένα ξένο πανεπιστήμιο– εκπαίδευσης πανεπιστημιακού επιπέδου, που οδηγεί στην κτήση αντίστοιχου επιπέδου επαγγελματικών προσόντων; Όταν ο νόμος, με την απειλή αυστηρών κυρώσεων, δεν επιτρέπει στα Εργαστήρια να εμφανίζονται ούτε καν ως κατώτερη επαγγελματική σχολή, είναι δυνατόν τα ίδια να παρουσιάζονται –και να διαφημίζονται– ως φορείς παροχής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης; Κι όμως, αυτή η κραυγαλέα αντίφαση βρίσκεται στην καρδιά των ρυθμίσεων του ν. 3696/2008. Με το νόμο αυτό θεσμοθετούνται τα Κολλέγια ως μια ιδιότυπη βαθμίδα μη τυπικής εκπαίδευσης μεταλυκειακού επιπέδου, ενώ το άρθρο 10 του νόμου «νομιμοποιεί» τις συμβάσεις franchising και τις άλλες μορφές σύμπραξης των Κολλεγίων με ξένα πανεπιστήμια.

Το Σύνταγμα όμως θέτει ένα δεδομένο που ο νομοθέτης δεν μπορεί να παρακάμψει: ότι δηλαδή ιδιωτικές επιχειρήσεις, όποιο όνομα και αν τους δώσουμε, δεν επιτρέπεται να παρέχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα. Με το δεδομένο αυτό, το «πανεπιστημιακό» franchising μόνο τότε είναι ανεκτό στο ελληνικό δίκαιο, όταν η «παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών πανεπιστημιακού επιπέδου» γίνεται από φορείς που, είτε στην Ελλάδα είτε στη χώρα τους, λειτουργούν νομίμως ως πανεπιστήμια ή, γενικότερα, ως ανώτατες σχολές. Αυτό σημαίνει ότι ένα ξένο πανεπιστήμιο δεν εμποδίζεται καταρχήν να παρέχει πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα, αποκλείεται όμως η δυνατότητα σύμπραξής του με ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πρακτικά, επομένως, έχει δύο δυνατότητες: είτε να εγκατασταθεί το ίδιο στην Ελλάδα ιδρύοντας παράρτημα είτε να συμπράξει με νόμιμο φορέα ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, δηλαδή με ελληνικό ΑΕΙ ή ΤΕΙ. Με την παρέμβασή του, ο Σπυρίδων Ψυχομάνης μάς υποδεικνύει μιαν αλλαγή προοπτικής: αντί να περιμένουμε τη λύση από το δικαστή, εθνικό ή κοινοτικό, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή βρίσκεται, εν τέλει, στα χέρια του Έλληνα νομοθέτη. Σ’ αυτόν, επομένως, εναπόκειται πρωτίστως να επιδείξει αποφασιστικότητα και, γιατί όχι, ευρηματικότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.


[1] Βλ., με επιμέρους διαφοροποιήσεις, Γ. Αναγνωσταρά, Η έκταση της εθνικής αρμοδιότητας σε θέματα εκπαίδευσης: Το θέμα της αναγνώρισης των χορηγούμενων στην βάση συμφωνιών δικαιόχρησης κοινοτικών διπλωμάτων, ΕΕΕυρΔ 2008, σ. 621 επ., Χ. Ανθόπουλου, Τα μη κρατικά πανεπιστήμια και η δημόσια φύση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, ΕφημΔΔ 2006, σ. 423 επ., Κ. Γιαννακόπουλου, Το άρθρο 16 Σ., το κοινοτικό δίκαιο και το Συμβούλιο της Επικρατείας …δέκα χρόνια μετά, ΕφημΔΔ 2007, σ. 140 επ., Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και κοινοτικό δίκαιο: Το ζήτημα της «υπεροχής», 2009, σ. 533 επ., όπου και περαιτέρω αναφορές σε νομολογία και θεωρία.

[2] Σπ. Ψυχομάνης, Τα «κολλέγια» και η παρανομία τους, εφημ. Μακεδονία, 30.1.2010, και, σε αναδημοσίευση, στην παρούσα ιστοσελίδα.

[3] ΣτΕ 778/2007, σκέψη 12, μειοψ., ΕφημΔΔ 2007, σ. 131 επ., με σχόλιο Κ. Γιαννακόπουλου = Αρμ 2007, σ. 907 επ., με παρατηρήσεις Σ. Κύβελου.

[4] Βλ. άρθρο 5 του ν.δ. 9/9.10.1935, άρθρα 15-16 του ν. 1966/1991, αλλά και άρθρο 1 παρ. 1 του πρόσφατου ν. 3696/2008 για τα κολλέγια. Από τη νομολογία βλ., τελείως ενδεικτικά, την πρόσφατη απόφαση ΔΕφΑθ 1297/2009, ΕφημΔΔ 6/2009, με σχόλιο Ακρ. Καϊδατζή.