Ελευθερία συνένωσης και εθνικές μειονότητες

ΕΔΔΑ, απόφαση της 27.3.2008, Τουρκική Ένωση Ξάνθης και λοιποί κατά Ελλάδας

Ελευθερία συνένωσης και εθνικές μειονότητες

Σύνθεση: N. Vajic, Πρόεδρος, K. Hajiyev, D. Spielmann, S.Ε. Jebens, G. Malinverni, Γ. Νικολάου, Δικαστές, Π. Παραράς, Δικαστής ad hoc

Νομικοί παραστάτες: Ο. Χατζηαβράμ – Μ. Απέσσος (Σύμβουλος Ν.Σ.Κ.), Κ. Γεωργιάδης (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.), Ζ. Χατζηπαύλου (Δικαστική αντιπρόσωπος Ν.Σ.Κ.)

Α. ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

[1-4]. Η διαδικασία ξεκίνησε μετά από την προσφυγή (no 26698/05) κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας, του σωματείου «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» (…), που ισχυρίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 6 § 1, 9, 10, 11 και 14 της Σύμβασης, λόγω της διάλυσής του με απόφαση των εθνικών δικαστηρίων, της διακριτικής μεταχείρισης του ως προς αυτή, της μεγάλης διάρκειας της δικαστικής διαδικασίας, και της ανισότητας στη διαδικασία αυτή.

Β. ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ

Ι. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

[5-9]. Το προσφεύγον είναι ένα σωματείο με πολιτισμικούς και αθλητικούς σκοπούς, με έδρα την Ξάνθη. Ιδρύθηκε το 1927 με το όνομα «Στέγη της τουρκικής νεολαίας Ξάνθης» στην περιοχή της δυτικής Θράκης, από έλληνες πολίτες που ανήκουν στην μουσουλμανική μειονότητα. Οι στόχοι τους, όπως προκύπτουν από το καταστατικό, ήταν να διατηρήσουν και να προωθήσουν τον πολιτισμό των «Τούρκων της δυτικής Θράκης», να δημιουργήσουν δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους και να συνεισφέρουν στην προώθηση των πολιτισμικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων που επήλθαν στην Τουρκία, μετά την αλλαγή του καθεστώτος από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Το σωματείο επίσης, δραστηριοποιήθηκε πολιτισμικά και αθλητικά. Το 1936, το Πρωτοδικείο Ξάνθης έκανε δεκτή την αίτηση του για την αλλαγή του ονόματός του σε «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» (απόφαση αρ. 122/1936). Στις 2.12.1983, το ίδιο Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αίτηση του νομάρχη Ξάνθης (στις 29.11.1983) να απαγορευτεί στο σωματείο η χρήση του όρου «τουρκικός» σε κάθε έγγραφο και σφραγίδα του (απόφαση αρ. 561/1983).

[10-15]. Εξάλλου, στις 30.1.1984, ο νομάρχης Ξάνθης έκανε εκ νέου αίτηση στο Πρωτοδικείο Ξάνθης για τη διάλυση του σωματείου, διότι όσα όριζε το καταστατικό του αποτελούσαν προσβολή στη δημόσια τάξη. Στις 11.3.1986, η αίτηση έγινε δεκτή και διατάχθηκε η διάλυση του σωματείου, διότι το καταστατικό του αναφέρονταν στις πολιτισμικές, κοινωνικές και θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις, που είχαν γίνει στην Τουρκία, μετά την αλλαγή του καθεστώτος που είχε ιδρύσει ο Ατατούρκ, χωρίς να εξηγεί ακριβώς τις αλλαγές αυτές, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση το Εφετείο να εκτιμήσει, αν βρίσκονται σε συμφωνία με τις θεμελιακές αρχές της ελληνικής πολιτείας (απόφαση αρ. 36/1986). Στις 20.8.1986, το σωματείο άσκησε έφεση κατά της ως άνω απόφασης, και στις 18.2.1997 ζήτησε από το Εφετείο Θράκης τον ορισμό ακρόασης. Το Εφετείο, στις 19.3.1999, επιβεβαίωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι οι σκοποί που αναφέρονταν στο καταστατικό, και η χρήση του όρου «τουρκικός» αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη (απόφαση αρ. 117/1999). Στις 15.6.1999, το σωματείο έκανε αίτηση αναίρεσης, και στις 8.12.2000, ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση για μη επαρκή αιτιολογία και επέστρεψε την υπόθεση στο Εφετείο Θράκης (απόφαση αρ. 1530/2000). Το Εφετείο, στις 25.1.2002, επιβεβαίωσε και πάλι την απόφαση του Πρωτοδικείου, κρίνοντας ότι οι σκοποί που αναφέρονταν στο καταστατικό, καθώς και οι δραστηριότητες του σωματείου δεν ήταν συμβατές με την εσωτερική δημόσια τάξη. Ειδικότερα, έκρινε ότι το σωματείο θεωρούσε τα μέλη του Τούρκους, και όχι «μουσουλμάνους με ελληνική υπηκοότητα», όπως είχε αναγνωριστεί με τη Συνθήκη της Λοζάννης, πολυμερής διεθνής συνθήκη που υπογράφηκε το 1923, από την Ελλάδα και την Τουρκία, μεταξύ άλλων. Επιπλέον, έκρινε, ότι το σωματείο στόχευε στο να διαδώσει στην Ελλάδα τουρκικά ιδανικά, όπως είχαν καθοριστεί από τον Κεμάλ Ατατούρκ κατά τη διάρκεια της διακήρυξης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Κάνοντας αυτό, όμως, διέφερε από άλλα σωματεία, αναγνωρισμένα στην Ελλάδα, που τα μέλη τους ανήκουν σε εθνικές μειονότητες, επειδή αυτά στόχευαν μόνο, στο να διατηρήσουν τα πολιτισμικά τους έθιμα και παραδόσεις. Επίσης, κάποια μέλη του σωματείου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου του, παρουσίαζαν τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως μια «τουρκική μειονότητα, ιδιαίτερα καταπιεσμένη». Ειδικότερα, ο πρόεδρος του σωματείου είχε συμμετέχει σε ένα συνέδριο που διοργάνωσε η Επιτροπή του τουρκικού Κοινοβουλίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου, καθώς και σε ένα διεθνές συνέδριο που διοργάνωσε η «Ομοσπονδία των Τούρκων της Δυτικής Θράκης», όπου είχε αποφασιστεί να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για το γεγονός ότι η ελληνική διοίκηση καταπίεζε τα δικαιώματα των «Τούρκων της δυτικής Θράκης». Τέλος, το Εφετείο σημείωσε ότι σε ένα άρθρο του σωματείου στην τουρκική εφημερίδα «Hürriyet», γινόταν αναφορά στους «Τούρκους της δυτικής Θράκης» που υπερασπίζονται την ταυτότητά τους σε οποιαδήποτε περίπτωση. Το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν υποτεθεί ότι το σωματείο δεν στόχευε, με τον τίτλο του, να κάνει αναφορά στην καταγωγή των μελών του, τότε, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα διαφορετικό όρο, από τον όρο «τουρκικό σωματείο» (απόφαση αρ. 31/2002).

Στις 8.4.2002 το σωματείο έκανε αίτηση αναίρεσης (…), και στις 5.12.2003, το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου παρέπεμψε την αίτηση στην Ολομέλεια, λόγω σπουδαιότητας (απόφαση αρ. 1549/2003). Η ολομέλεια, στις 7.2.2005, απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, κρίνοντας ότι η απόφαση αρ. 31/2002 του Εφετείου Θράκης ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, ότι οι σκοποί του σωματείου και οι δραστηριότητές του ήταν αντίθετοι στη δημόσια τάξη και ότι κατά συνέπεια ήταν απαραίτητη η διάλυσή του (απόφαση αρ. 4/2005).

II. ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ

Α. Το Σύνταγμα

17. Το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος ορίζει: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου».

18. Το άρθρο 12 § 1 του Συντάγματος ορίζει: «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια».

B. Ο Αστικός Κώδικας

19. Άρθρο 78 – Σωματείο «Ένωση προσώπων που επιδιώκει σκοπό μη κερδοσκοπικό αποκτά προσωπικότητα όταν εγγραφεί σε ειδικό δημόσιο βιβλίο (σωματείο) που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του. Για να συσταθεί σωματείο χρειάζονται είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα». Άρθρο 79 – Αίτηση για την εγγραφή σωματείου «Για την εγγραφή του σωματείου στο βιβλίο οι ιδρυτές ή η διοίκησή του σωματείου υποβάλλουν αίτηση στο πρωτοδικείο. Στην αίτηση επισυνάπτεται η συστατική πράξη, τα ονόματα των μελών της διοίκησης και το καταστατικό με τις υπογραφές των μελών και με χρονολογία». Άρθρο 80 – Καταστατικό σωματείου «Το καταστατικό, για να είναι έγκυρο, πρέπει να καθορίζει: 1. το σκοπό, την επωνυμία και την έδρα του σωματείου 2. τους όρους της εισόδου, της αποχώρησης και της αποβολής των μελών, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους (…)». Άρθρο 81 – Απόφαση για την εγγραφή του σωματείου «Αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι, το πρωτοδικείο δέχεται την αίτηση και διατάζει (…)». Άρθρο 105 – Διάλυση του σωματείου «Με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν το ζητήσει η διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή (…) 3) αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι ή αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη».

Γ. Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

20. Άρθρο 106 «Το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και οι αιτήσεις που υποβάλουν (…)». Άρθρο 108 «Οι διαδικαστικές πράξεις ενεργούνται με πρωτοβουλία και επιμέλεια των διαδίκων (…)».

Γ. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

I. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 6 § 1 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

21. Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η διάρκεια της διαδικασίας παραβιάζει την αρχή της εύλογης προθεσμίας. Επιπλέον, θεωρούν ότι παραβιάστηκε η ισότητα κατά την διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση αρ. 561/1983 του Πρωτοδικείου Ξάνθης. Επικαλούνται το άρθρο 6 της Συνθήκης, το οποίο ορίζει σχετικά:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια (…) και εντός λογικής προθεσμίας, από ένα δικαστήριο (…), που θα αποφασίσει (…) επί των αμφισβητήσεων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του αστικής φύσης (…)».

A. Επί της διάρκειας της διαδικασίας

22. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι η συμπεριφορά των αιτούντων συνεισέφερε πολύ στην επιμήκυνση της διάρκειας της διαδικασίας, καθώς το σωματείο έκανε 11 χρόνια και 4 μήνες για να ζητήσει από το Εφετείο να ορίσει ακρόαση. Έτσι, καμιά καθυστέρηση δεν μπορεί να χρεωθεί στις δικαστικές αρχές, που μεταχειρίστηκαν την υπόθεση με επιμέλεια.

23. Οι αιτούντες ισχυρίζονται ότι η ευθύνη της υπερβολικής διάρκειας της διαδικασίας βαρύνει την κυβέρνηση, και δικαιολογούν την καθυστέρησή τους να ζητήσουν τον ορισμό της ακρόασης έφεσης, στην έλλειψη οικονομικών πηγών.

1. Επί του παραδεκτού.

[…]

2. Επί της ουσίας

27. Ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της διαδικασίας εκτιμάται, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες καταστάσεις και σύμφωνα με τα κριτήρια που η νομολογία του Δικαστηρίου έχει διαμορφώσει. Ειδικότερα, σύμφωνα με την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τη συμπεριφορά του αιτούντα και των αρμόδιων αρχών, καθώς και το διακύβευμα της υπόθεσης για τους ενδιαφερόμενους (βλ. Frydlender c. France [GC], no 30979/96, § 43, CEDH 2000-VII).

28. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όσον αφορά το σωματείο, η δικαστική διαδικασία ξεκίνησε στις 30.1.1984 στο Πρωτοδικείο Ξάνθης, και έληξε στις 7.2.2005, με την απόφαση αρ. 4/2005 του Αρείου Πάγου. Διήρκεσε λοιπόν περισσότερο από 20 έτη για τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας. Φυσικά, λαμβάνεται υπόψη, ότι το σωματείο έκανε περισσότερο από 11 χρόνια για να ζητήσει από το Εφετείο να ορίσει ακρόαση, επομένως, οι εθνικές αρχές δεν μπορούν να είναι υπεύθυνες για την καθυστέρηση αυτή. Παρόλα αυτά, ακόμα και αν για την περίοδο αυτή ευθύνεται το σωματείο, η όλη διαδικασία για την οποία το κράτος είναι υπεύθυνο, κράτησε περίπου 10 χρόνια για τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας. Για το Δικαστήριο, μια τέτοια καθυστέρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη, για μια διαδικασία που δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη πολυπλοκότητα.

29. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση που, όπως στη συγκεκριμένη, η διαδικασία διέπεται από την αρχή της πρωτοβουλίας των διάδικων μερών, η έννοια της «εύλογης καθυστέρησης» απαιτεί από τα δικαστήρια να τηρούν ισότιμα την εξέλιξη της διαδικασίας, και να είναι πιο προσεκτικά αναφορικά με τα διαστήματα χρόνου ανάμεσα σε δύο δικαστικές ακροάσεις (βλ. Roïdakis c. Grèce, no 7629/05, § 18, 21.6.2007).

30. Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του στο συγκεκριμένο θέμα, το Δικαστήριο εκτιμά, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η διάρκεια της διαδικασίας είναι υπερβολική και δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της «εύλογης καθυστέρησης». Για το λόγο αυτό, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

B. Επί της ισότητας της διαδικασίας

[31-32]. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η διαδικασία για να απαγορευτεί στο σωματείο η χρήση του όρου «τουρκικός» σε κάθε έγγραφο και σφραγίδα του, διακρίνεται από τη διαδικασία που ξεκίνησε στις 30.1.1984, και η οποία έληξε με την απόφαση αρ. 4/2005 του Αρείου Πάγου. Η διαδικασία στη συγκεκριμένη περίπτωση έληξε στις 2.12.1983, με την απόφαση αρ. 561/1983, δηλαδή παραπάνω από 6 μήνες πριν τις 15 Ιουλίου 2005, ημερομηνία με την οποία εισήχθη η παρούσα αίτηση. Επομένως, το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 35 §§ 1, 4 της Σύμβασης.

II. ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 9, 10 ΚΑΙ 11 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

33. Οι αιτούντες θεωρούν ότι με τη διάλυση του σωματείου οι εθνικές αρχές προσέβαλαν τα δικαιώματά τους, υπό τα άρθρα 9, 10 και 11 της Συνθήκης, καθώς και υπό το άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

34. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι μπορεί να εξετάσει μόνο αιτήσεις που αναφέρονται σε παραβίαση ενός από τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ και τα πρωτόκολλά της, και ότι δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει τις αιτήσεις που είναι σχετικές με παραβιάσεις άλλων διεθνών κειμένων ή διατάξεων του εσωτερικού δικαίου.

35. Εξάλλου, θα εξετάσει την αίτηση, μόνο υπό το φως του άρθρου 11 που φαίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να είναι lex specialis σε σχέση με τα δικαιώματα που εγγυώνται τα άρθρα 9 και 10 της Σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 11:

«1. Καθένας έχει δικαίωμα στην ελευθερία της ειρηνικής συνάθροισης και στην ελευθερία της συνένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να ιδρύει μαζί με άλλους συνδικαλιστές, και να γίνεται μέλος, σε συνδικάτα, για την υπεράσπιση των συμφερόντων του. 2. Η άσκηση των δικαιωμάτων του δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών εκτός αυτών που προβλέπονται από το νόμο και συνιστούν απαραίτητα μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την εθνική και δημόσια ασφάλεια, την υπεράσπιση της τάξης και την πρόληψη του εγκλήματος, για την προστασία της υγείας ή της ηθικής, ή για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των άλλων. Το παρόν άρθρο δεν απαγορεύει καθόλου νόμιμους περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών από τις ένοπλες δυνάμεις, την αστυνομία και ή την κρατική διοίκηση».

Α. Επί του παραδεκτού.

[…]

B. Επί της ουσίας

1. Οι θέσεις των μερών

41. Η κυβέρνηση τονίζει ότι η ελευθερία της συνένωσης δεν είναι απόλυτη. Επικαλούμενη τη Συνθήκη της Λοζάννης που αναγνωρίζει μόνο μια θρησκευτική μειονότητα, δηλαδή τους «μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας», και όχι μια εθνική μειονότητα στην ελληνική επικράτεια, βεβαιώνει ότι οι εθνικές αρχές είχαν δικαίωμα να προχωρήσουν στη διάλυση του σωματείου, διότι ο τίτλος του δημιουργούσε σύγχυση και αμφιβολία αναφορικά με την υπηκοότητα των μελών του. Η κυβέρνηση εκτιμά ότι το εφετείο, ορθά έκρινε ότι ο σκοπός και η λειτουργία του σωματείου ήταν αντίθετα στη δημόσια τάξη, από τη στιγμή που επιδίωκε να διαδώσει την ιδέα της ύπαρξης μιας τουρκικής μειονότητας στα πλαίσια του ελληνικού κράτους και να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα ενός τρίτου κράτους, της Τουρκίας. Για την κυβέρνηση, η αναφορά στο καταστατικό του σωματείου στον όρο «τουρκικός» δεν στοχεύει στο να θυμίσει την μακρινή καταγωγή των μελών του, αλλά να τους ταυτοποιήσει ως μέλη μιας τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα. Θεωρεί, επιπλέον, ότι το Εφετείο θεμελίωσε τις κρίσεις του σε πραγματικά γεγονότα, δηλαδή, στην δραστηριότητα συγκεκριμένων μελών του σωματείου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου του, που παρουσιάζει την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως μια «τουρκική μειονότητα έντονα καταπιεσμένη». Σύμφωνα με την κυβέρνηση, τίποτε δεν απαγορεύει στους αιτούντες, ούτε σε άλλους έλληνες κατοίκους με μουσουλμανική θρησκεία, να δημιουργήσουν ένα σωματείο που να σέβεται τη νομιμότητα, και του οποίου ο τίτλος να μη δημιουργεί αμφιβολία για την ταυτότητα και στους σκοπούς των μελών του. Η κυβέρνηση καταλήγει ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης, που διαθέτουν τα ελληνικά δικαστήρια, εφόσον πρόκειται για ζητήματα που αφορούν τη δημόσια τάξη.

42. Οι αιτούντες, ισχυρίζονται καταρχήν, ότι η Συνθήκη της Λοζάννης δεν απαγορεύει στις μειονότητες να αυτοκαθοριστούν με το επίθετο «τουρκικός». Κατά δεύτερον, σημειώνουν ότι η αναφορά στο καταστατικό του πρώτου αιτούντα σωματείου στις «αρχές του Ατατούρκ» είναι στην πραγματικότητα, μια αναφορά στις αρχές του κοσμικού κράτους, της ισότητας των δύο φύλων και στα θεμέλια μια δημοκρατικής κοινωνίας. Τέλος, θεωρούν ότι τα μέλη της διοίκησης του σωματείου δεν διώχθηκαν ποτέ δικαστικά, λόγω δραστηριοτήτων δήθεν παράνομων, όπως βεβαιώνει η κυβέρνηση.

2. Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

α) Γενικές αρχές

43. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 περιλαμβάνει το δικαίωμα ίδρυσης ενός σωματείου. Η δυνατότητα των πολιτών να συστήσουν ένα νομικό πρόσωπο, προκειμένου να δράσουν συλλογικά σε ένα τομέα δημοσίου συμφέροντος, συνιστά μια από τις πιο σημαντικές πλευρές του δικαιώματος στην ελευθερία της συνένωσης, που χωρίς αυτή, το δικαίωμα θα στερούνταν κάθε σημασίας. Αν και το Δικαστήριο έχει συχνά αναφέρει τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζουν τα πολιτικά κόμματα για τη διατήρηση του πλουραλισμού και της δημοκρατίας, οι ενώσεις που δημιουργούνται για άλλους σκοπούς, ειδικά για την προστασία της πολιτισμικής η πνευματικής κληρονομιάς, την επιδίωξη διαφορετικών κοινωνικών ή οικονομικών στόχων, την αναζήτηση μιας εθνικής ταυτότητας ή τη βεβαίωση μιας μειονοτικής συνείδησης είναι εξίσου σημαντικά για την καλή λειτουργία της δημοκρατίας (Gorzelik et autres c. Pologne [GC], no 44158/98, § 92, CEDH 2004‑I).

44. Ο τρόπος με τον οποίο η εθνική νομοθεσία κατοχυρώνει αυτή την ελευθερία και η πρακτική εφαρμογή της από τις αρχές, είναι, επομένως, ενδεικτικές του δημοκρατικού καθεστώτος στο συγκεκριμένο κράτος. Βεβαίως, τα κράτη διαθέτουν ένα περιθώριο εκτίμησης για τη συμβατότητα του σκοπού και των δραστηριοτήτων ενός σωματείου με τους κανόνες της νομοθεσίας, αλλά θα πρέπει να το ασκούν με τρόπο, που να είναι συμβατός με τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει υπό την ΕΣΔΑ και υπό την επιφύλαξη του ελέγχου του Δικαστηρίου.

45. Κατά συνέπεια, οι εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 11 θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά, και μόνο πειστικοί και επιτακτικοί λόγοι μπορούν να δικαιολογήσουν τους περιορισμούς στην ελευθερία της συνένωσης. Για να κριθεί, σε μια τέτοια περίπτωση, η ύπαρξη αναγκαιότητας υπό την έννοια του άρθρου 11 παρ. 2, τα κράτη διαθέτουν ένα μειωμένο περιθώριο διακριτικής εκτίμησης, το οποίο περιορίζεται διπλά από έναν έντονο ευρωπαϊκό έλεγχο, τόσο στη νομοθεσία, όσο και στις αποφάσεις που την εφαρμόζουν, συμπεριλαμβανομένων αυτών που λαμβάνονται από ανεξάρτητα δικαστήρια (Gorzelik et autres c. Pologne, § 96).

46. Όταν ασκεί τον έλεγχο αυτό, το Δικαστήριο δεν έχει ως έργο να υποκατασταθεί στις αρμόδιες δικαιοδοτικές εθνικές αρχές, αλλά να βεβαιώσει, υπό την οπτική του άρθρου 11, ότι οι αποφάσεις έχουν ληφθεί, εντός του πλαισίου του περιθωρίου εκτίμησης. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα περιοριστεί στο να ερευνήσει μόνο, αν το κράτος έχει χρησιμοποιήσει αυτή την εξουσία εύλογα, με προσοχή, και καλή πίστη. Θα πρέπει να εξετάσει τη συγκεκριμένη επέμβαση, και με βάση όλη την υπόθεση, να καθορίσει, αν ήταν «ανάλογη στον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό» και αν οι σκοποί που επιδίωκαν οι εθνικές αρχές για να τη δικαιολογήσουν, είναι σχετικοί και επαρκείς. Κάνοντας αυτό, το Δικαστήριο πρέπει να πειστεί ότι οι εθνικές αρχές εφάρμοσαν κανόνες συμβατούς με τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 11 και, στηρίχτηκαν, επιπλέον, σε μια αποδεκτή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων (Sidiropoulos et autres c. Grèce, 10.8.1998, Recueil des arrêts et décisions 1998-IV, p. 1614, § 40, Bekir-Ousta et autres c. Grèce, no 35151/05, § 39, 11.10.2007).

β) Εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση των ως άνω αρχών

47. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται από τα μέρη, ότι η διάλυση του σωματείου συνιστά επέμβαση των αρχών στην άσκηση του δικαιώματος των αιτούντων στην ελευθερία της συνένωσης. Αυτή η επέμβαση «προβλέπεται στο νόμο», στο άρθρο 105 του Αστικού Κώδικα, που επιτρέπει στα δικαστήρια να διατάξουν τη διάλυση ενός σωματείου, αν κρίνουν ότι παραβιάζονται οι διατάξεις του καταστατικού του. Εξάλλου, το Δικαστήριο δέχεται, ότι η επίμαχη επέμβαση είχε νόμιμο σκοπό, υπό το φως του άρθρου 11 παρ. 2 της Συνθήκης, δηλαδή την προστασία της δημόσιας τάξης.

48. Επομένως, αυτό που μένει να εξεταστεί είναι αν η επίμαχη επέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επίτευξη του επιδιωκόμενου νόμιμου σκοπού. Το Δικαστήριο θυμίζει στο σημείο αυτό, ότι το επίθετο «αναγκαίο» υπονοεί μια «επιτακτική κοινωνική ανάγκη» (Gorzelik et autres c. Pologne, précité, § 95). Όταν το Δικαστήριο εξετάζει την αναγκαιότητα μιας επέμβασης στην ελευθερία της συνένωσης, όπως είναι η διάλυση μιας πολιτικής οργάνωσης (Parti socialiste de Turquie (STP) et autres c. Turquie, no 26482/95, 12.11. 2003) ή η άρνηση της εγγραφής ενός σωματείου (Organisation macédonienne unie Ilinden et autres c. Bulgarie, no 59491/00, 19.1. 2006), αναζητά αν το πρόγραμμα ή το καταστατικό των οργανώσεων περιέχει σκοπούς αντίθετους στη δημόσια τάξη (Parti socialiste de Turquie (STP) et autres c. Turquie, no 26482/95, 12.11.2003, § 41 et Organisation macédonienne unie Ilinden et autres c. Bulgarie, précité, §§ 70-74). Επιπλέον, θα συγκρίνει το περιεχόμενο του συγκεκριμένου προγράμματος ή του καταστατικού με τις πράξεις και τις θέσεις των αιτούντων. Πράγματι, το Δικαστήριο δεν αποκλείει ότι ένα πολιτικό κόμμα ή ένα σωματείο μπορεί, υπό την κάλυψη των σκοπών που αναφέρει στο καταστατικό, να επιδοθεί σε δραστηριότητες που δεν συμβαδίζουν με αυτούς (Parti communiste unifié de Turquie et autres c. Turquie, 30.1.1998, Recueil 1998‑I, p. 27, § 58 et Sidiropoulos et autres c. Grèce, § 46).

49. Το Δικαστήριο, επιπλέον, σημειώνει το δραστικό χαρακτήρα του περιοριστικού μέτρου στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή τη διάλυση του σωματείου. Για το λόγο αυτό, θα ασκήσει έναν έντονο έλεγχο στην αναγκαιότητα αυτού του περιορισμού, προκειμένου να καθορίσει, αν οι δικαστικές εθνικές αρχές εφάρμοσαν κανόνες συμβατούς με τις αρχές που κατοχυρώνονται από το άρθρο 11 της Συνθήκης, θεμελιώνοντας την κρίση τους σε μια αποδεκτή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, nos 29221/95 et 29225/95, § 87, CEDH 2001‑IX).

50. Αναφορικά με τους στόχους του σωματείου, όπως προκύπτουν από το καταστατικό του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα εσωτερικά δικαστήρια έλαβαν υπόψη, ότι η αναφορά του όρου «τουρκικός» στον τίτλο και στο καταστατικό του, καθώς και η αναφορά στα ιδανικά του Κεμάλ Ατατούρκ, αντιβαίνουν στη δημόσια τάξη. Ειδικότερα, το Εφετείο έκρινε ότι το σωματείο θεωρούσε τα μέλη του ως Τούρκους και όχι ως «μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας», όπως αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λοζάννης.

51. Το Δικαστήριο θεωρεί, ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά του να εκτιμήσει το βάρος που αποδίδει το κράτος στα ερωτήματα σχετικά με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη. Δεν θεωρεί, καθόλου, ωστόσο, ότι μόνο ο τίτλος και η χρήση του όρου «τουρκικός» στο καταστατικό του σωματείου αρκούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να καταλήξει στην επικινδυνότητα του σωματείου για τη δημόσια τάξη. Έτσι, τα εθνικά δικαστήρια δεν τοποθέτησαν τη χρήση των όρων αυτών στο πλαίσιό τους, όπως αυτό προκύπτει από το ίδιο το καταστατικό του σωματείου. Πράγματι, οι σκοποί του σωματείου στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως αναφέρονται στο καταστατικό, συνίστανται στο να προωθήσουν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό των «Τούρκων της δυτικής Θράκης» και να δημιουργήσουν δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης μεταξύ τους. Για να επιτύχει το στόχο αυτό, το σωματείο επιδίδεται σε πολιτισμικές και αθλητικές δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, προκύπτει από το καταστατικό του, ότι επιδίωκε ειρηνικούς σκοπούς με στόχο να ενδυναμώσει τους πολιτισμικούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη μιας μειονότητας. Το Δικαστήριο, έχει ήδη δεχτεί πως η εδαφική ακεραιότητα, η εθνική ασφάλεια και η δημόσια τάξη δεν μπορούν να απειληθούν από τη λειτουργία ενός σωματείου, του οποίου ο σκοπός είναι να προωθήσει τον πολιτισμό μιας περιοχής, ακόμα και αν υποτεθεί ότι στοχεύει εν μέρει να προωθήσει τον πολιτισμό μιας μειονότητας. Η ύπαρξη των μειονοτήτων και των διαφορετικών πολιτισμών σε μια χώρα συνιστούν ένα ιστορικό γεγονός που μια δημοκρατική κοινωνία θα έπρεπε όχι μόνο να ανέχεται, αλλά και να προστατεύει και να υποστηρίζει, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου (Sidiropoulos et autres c. Grèce, p. 1615, § 41).

52. Επιπλέον, το Δικαστήριο, δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη του ότι το σωματείο είχε συσταθεί το 1927 υπό τον τίτλο «Στέγη της τουρκικής νεολαίας Ξάνθης» και ότι στη συνέχεια το 1936 το Πρωτοδικείο Ξάνθης ικανοποίησε το αίτημά του να αλλάξει το όνομά του σε «Τουρκική Ένωση Ξάνθης». Σημειώνει, δε, ότι εκείνη τη χρονική περίοδο τα εθνικά δικαστήρια δεν θεώρησαν ότι υπήρχε κάποιο στοιχείο, που να προκύπτει είτε από τον τίτλο, είτε από το καταστατικό του, που θα μπορούσε να διασαλεύσει τη δημόσια τάξη. Επιπλέον, το σωματείο κατά τη διάρκεια μισού αιώνα σχεδόν, επιδίωξε τις δραστηριότητές του χωρίς κανένα εμπόδιο, μέχρι τη δικαστική διάλυσή του το 1983, ενώ, είναι σημαντικό ότι σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, σε τίποτα δεν διαφάνηκε, ότι το καταστατικό του, υπέκρυπτε διαφορετικούς σκοπούς και προθέσεις από εκείνες που διακήρυττε δημόσια.

53. Πράγματι, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, ακόμη κι αν υποτεθεί, ότι ο πραγματικός και μοναδικός σκοπός του σωματείου ήταν να προωθήσει την ιδέα ότι υπάρχει στην Ελλάδα μια εθνική μειονότητα, αυτό δεν θα μπορούσε καθαυτό να συνιστά απειλή για μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό, δε, είναι ακόμη πιο αληθές, όταν τίποτα στο καταστατικό του δεν έδειχνε ότι τα μέλη του προωθούσαν την προσφυγή στη βία ή σε αντιδημοκρατικά ή αντισυνταγματικά μέσα.

54. Πρέπει λοιπόν να εξεταστεί, αν το σωματείο επιδίδονταν σε δραστηριότητες ικανές να προσβάλουν τη δημόσια τάξη, την εδαφική ακεραιότητα, ή να θέσουν σε κίνδυνο τις δημοκρατικές αξίες. Το Δικαστήριο σημειώνει, ότι το Εφετείο Θράκης εκτίμησε ως σχετικά στοιχεία τη συμμετοχή του προέδρου του σωματείου σε συνέδρια οργανωμένα από τις τουρκικές αρχές και από την «Ομοσπονδία των Τούρκων της δυτικής Θράκης» και τη δημοσίευση ενός άρθρου σε μια τουρκική εφημερίδα που έκανε αναφορά στους «Τούρκους της δυτικής Θράκης», για να καταλήξει, ότι το σωματείο παρουσίαζε τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως μια «τουρκική μειονότητα πολύ έντονα καταπιεσμένη».

55. Το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι, από τα στοιχεία αυτά μπορεί να συναχθεί, ότι το σωματείο επιδίδονταν σε δραστηριότητες ικανές να επαληθεύσουν, πως το πρόγραμμά του υπέκρυπτε διαφορετικές προθέσεις και στόχους από εκείνους που διακήρυττε δημόσια. Αντίθετα, οι δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το Εφετείο Θράκης επιβεβαιώνουν μόνο το γεγονός ότι το σωματείο επικαλούνταν μια μειονοτική συνείδηση, γεγονός που δεν μπορεί καθαυτό να δικαιολογήσει μια επέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει το άρθρο 11 (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 89). Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, μια τέτοια επέμβαση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, ακόμα και στην περίπτωση που μια ομάδα ανθρώπων επιδιώκει την αυτονομία ή απαιτεί τον απόσπαση μιας εδαφικής περιοχής από μια χώρα (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, § 97).

56. Επιπλέον, δεν προκύπτει από το φάκελο, ότι ο πρόεδρος ή τα μέλη του σωματείου επικαλέστηκαν ποτέ την προσφυγή στη βία ή την εξέγερση, ή προέβησαν σε άλλη μορφή απόρριψης των δημοκρατικών αρχών, κάτι που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη (Parti de la liberté et de la démocratie (ÖZDEP) c. Turquie [GC], n 23885/94, § 40, CEDH 1999‑VIII). Το να έχει ως στόχο, ένα σωματείο, να συζητά δημόσια, για το είδος της ταυτότητας ενός μέρους του πληθυσμού σε ένα κράτος, όπως προκύπτει από τις δραστηριότητες του προέδρου του σωματείου, δεν αρκεί για να επιβληθεί ένας περιορισμός τόσο δραστικός, όπως η διάλυσή του. Το δικαίωμα να εκφράζει κανείς τις απόψεις του μέσω της ελευθερίας της συνένωσης (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97) και η έννοια της προσωπικής αυτονομίας (Evans c. Royaume-Uni [GC], no 6339/05, § 71, CEDH 2007‑…, Pretty c. Royaume-Uni, no 2346/02, § 61, CEDH 2002‑III) υπονοούν το δικαίωμα καθενός να εκφράζει, στο πλαίσιο της νομιμότητας, τις πεποιθήσεις του για την εθνική του ταυτότητα. Όσο σοκαριστικές και απαράδεκτες μπορούν να φαίνονται κάποιες απόψεις ή κάποιοι όροι που χρησιμοποιούνται, στα μάτια των αρχών, η διάδοσή τους δεν μπορεί αυτόματα να αναλύεται σε μια απειλή για τη δημόσια τάξη και για την εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας, καθώς, πράγματι, η ουσία της δημοκρατίας βρίσκεται στην ικανότητά της να επιλύει τα προβλήματα σε ένα ανοιχτό διάλογο. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η οποία θεμελιώνεται στην υπεροχή του δικαίου, οι πολιτικές ιδέες που αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη και των οποίων η πραγματοποίηση υποστηρίζεται με ειρηνικά μέσα, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν μέσω της άσκησης της ελευθερίας της συνένωσης (Stankov et Organisation macédonienne unie Ilinden c. Bulgarie, précité, § 97). Αυτό προτάσσουν οι εγγενείς αξίες σε ένα δημοκρατικό σύστημα, όπως ο πλουραλισμός, η ανοχή και η κοινωνική συνοχή (Ouranio Toxo et autres c. Grèce, no 74989/01, § 42, CEDH 2005‑X).

57. Στο φως όλων όσων προηγήθηκαν, το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι εθνικές αρχές ξεπέρασαν το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας που είχαν, και ότι η διάλυση του πρώτου σωματείου δεν ήταν αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 της Σύμβασης.

ΙII. Επί της παραβίασης του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 11

58. Οι αιτούντες παραπονιούνται ότι η διάλυση του σωματείου, λόγω της χρήσης του όρου «τούρκος», συνιστά δυσμενή διάκριση σε σχέση με άλλα σωματεία που αναγνωρίζονται από τις εθνικές αρχές και των οποίων τα μέλη ανήκουν σε μια εθνική μειονότητα. Επικαλούνται το άρθρο 14 της Σύμβασης, που ορίζει ότι:

«Η απόλαυση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση θα πρέπει να διασφαλίζεται, χωρίς καμία διάκριση, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, λόγω της ένταξης σε μια εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης».

[…]

61. Η κυβέρνηση σημειώνει ότι οι αρμόδιες αρχές προχώρησαν στη διάλυση του σωματείου, βασιζόμενες όχι στην εθνική καταγωγή των μελών του, αλλά λόγω του τίτλου και του καταστατικού του, που υπονοούν την ύπαρξη μια τουρκικής μειονότητας στην ελληνική επικράτεια, κάτι που θεώρησαν αντίθετο στη Συνθήκη της Λοζάννης και στη δημόσια τάξη.

62. Οι αιτούντες βεβαιώνουν ότι άλλα σωματεία, που ιδρύονται από πρόσωπα που ανήκουν σε άλλες μειονότητες, όπως «Το σωματείο των Ελλήνων γυναικών» ή σωματεία που ιδρύονται από Ρομ ή Πομάκους, γίνονται ανεκτά από τις δημόσιες αρχές.

63. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτό το παράπονο σχετίζεται με τα ίδια γεγονότα που εξετάστηκαν υπό το άρθρο 11 της Σύμβασης (Sidiropoulos et autres c. Grèce, précité, p. 1619, § 52), και δεδομένου του συμπεράσματός του, στο πεδίο του άρθρου αυτού (παρ. 56), εκτιμά ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει ξεχωριστά το παράπονο αυτό.

IV. ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41

[…]

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο, ομόφωνα:

Κρίνει ότι παραβιάστηκαν τα άρθρα 6 παρ. 1, και 11 της ΕΣΔΑ, και ότι δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει χωριστά την παραβίαση του άρθρου 11 σε συνδυασμό με το άρθρο 14. Τέλος, κρίνει ότι το κράτος πρέπει να αποδώσει (…) στο σωματείο το ποσό των 8.000 EUR για ηθική αποζημίωση (…).