Η υπόθεση Bekir Ousta και λοιποί κατά Ελλάδος έφτασε ενώπιον του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, μετά την απόφαση υπ’ αριθμ. 58/2006 της Ολομέλειας του ΑΠ, η οποία είχε κρίνει νόμιμη την απόρριψη από τα ελληνικά δικαστήρια αιτήματος των προσφευγόντων για την δικαστική αναγνώριση σωματείου τους με την επωνυμία «Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Ν. Έβρου». Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόρριψη του αιτήματος εγγραφής του σωματείου στο Πρωτοδικείο συνιστούσε περιοριστικό μέτρο δυσανάλογο και μη αναγκαίο στο πλαίσιο της λειτουργίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας, και συνιστά συνεπώς μη ανεκτό περιορισμό της ελευθερίας της συνένωσης κατά το άρθρο 11 ΕΣΔΑ. Ι. Τα πραγματικά περιστατικά και οι αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίωνΑ. Το χρονικό της υποθέσεωςΟι προσφεύγοντες ενώπιον του ΕΔΔΑ, καθώς και άλλα δεκαεννέα μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας Δυτικής Θράκης, με την από 14.12.1995 αίτησή τους, ζήτησαν να αναγνωριστεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρουπόλεως το υπό σύσταση σωματείο τους, με την επωνυμία «Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Ν. Έβρου», με έδρα το χωριό Γονικό Ν. Έβρου και με δικαίωμα εγγραφής, ως μελών, όσων από τη μειονότητα διαμένουν στο Ν. Έβρου. Σύμφωνα με το καταστατικό (άρθρο 2 και 5 του Καταστατικού), σκοπός του υπό ίδρυση σωματείου θα ήταν «η αξιοποίηση των πνευματικών δυνατοτήτων της μειονοτικής νεολαίας, η διατήρηση, διαφύλαξη και προβολή των λαϊκών παραδόσεων και εθίμων της μειονότητας, η ανάπτυξη και σύσφιξη των πνευματικών, μορφωτικών και προσωπικών σχέσεων μεταξύ των μελών της μειονότητας, η καλλιέργεια και η προάσπιση των ιδανικών της ελευθερίας της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ανθρωπιστικών αξιών, της φιλίας εν γένει μεταξύ των λαών και ειδικότερα μεταξύ του Ελληνικού και Τουρκικού λαού και η ψυχαγωγία των μελών του Σωματείου». Η αίτηση δεν έγινε δεκτή και το Εφετείο Αλεξανδρούπολης που επιλήφθηκε της υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό επιβεβαίωσε την ορθότητα της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 58/1996 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, θεωρώντας ότι η επωνυμία του σωματείου δε διατυπώνεται με τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 80 Α.Κ και συνεπώς η αίτηση για αναγνώρισή του είναι μη νόμιμη, ως αντίθετη στη δημόσια τάξη. Β. Η αναιρετική απόφαση: αδυναμίες και αδιέξοδα του Έλληνα δικαστήΟ Άρειος Πάγος στην σχετική απόφασή του (ΑΠ Ολ. 58/2006) που ακολούθησε κατόπιν αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 324/2003 οριστικής αποφάσεως του Εφετείου Αλεξανδρούπολης, έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια πρώτου και δευτέρου βαθμού προέβησαν σε σωστή εφαρμογή της νομοθεσίας και σε ορθή ερμηνεία των διατάξεων του Συντάγματος [άρθρα 4 παρ. 1, 5 παρ. 2, 12 παρ. 1 και 25] και της ΕΣΔΑ [άρθρα 9, 10, 11 και 14]. Ειδικότερα, το αναιρετικό δικαστήριο αξιολογώντας τους εικαζόμενους σκοπούς του υπό έγκριση σωματείου και τις ενδεχόμενες δράσεις του, κατέληξε ότι τα μέλη του σωματείου επεδίωκαν να εκφράσουν την εθνική τους συνείδηση κατά τρόπο που να δηλώνεται όχι η σύνδεση με την προγονική καταγωγή και την ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά τους, αλλά η ύπαρξη μιας υπό καταπίεσης τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα. Δηλωτική και αποδεικτική της ανωτέρω προθέσεως είναι σύμφωνα με τον ΑΠ η επωνυμία του σωματείου, που προκαλεί σκόπιμα σύγχυση και αμφιβολίες, ως προς το αν η «Νεολαία της μειονότητας» εκπροσωπεί θρησκευτική (μουσουλμανική) μειονότητα ή εθνική (τουρκική) μειονότητα. Μια τέτοια προοπτική θα παραβίαζε την εσωτερική δημόσια τάξη και θα αποτελούσε κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια καθώς και διασάλευση της παγιωμένης αντίληψης για την κοινή ελληνική συνείδηση, που απολαμβάνει την αποκλειστικότητα αναγνώρισης και την πρωταρχικότητα σεβασμού στην ελληνική επικράτεια. Για τους λόγους αυτούς η μη αναγνώριση του εν λόγω σωματείου, αποτελεί κατάλληλο και αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, αφού τα μέλη του υπό σύσταση σωματείου έχουν την δυνατότητα στην ελληνική έννομη τάξη να επιδιώξουν την αναγνώριση σωματείου με όρους και επωνυμία, που να μην δημιουργούν παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση ως προς την ταυτότητα και τους σκοπούς των μελών του. Ο Άρειος Πάγος με βάση ιστορικές και κοινωνιολογικές αναφορές καθώς και επιλεκτικές αναγωγές στα διεθνή κείμενα κατέληξε ότι δε συντρέχει κανείς από τους λόγους του άρθρου 559 ΚΠολΔ ώστε να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση. Η μεθοδολογία που επέλεξε ο ΑΠ για να θεμελιώσει την επιχειρηματολογία σχετικά με την προσβολή της δημοσίας τάξεως από τη σύσταση και λειτουργία του σωματείου, στηρίχθηκε αφενός στην αξιολόγηση του περιοριστικού μέτρου για την ελευθερία της συνένωσης και αφετέρου στην προσπάθεια ερμηνείας του άρθρου 12 παρ. 1 Σ. υπό το φως των διατάξεων της ΕΣΔΑ και της σχετικής νομολογίας του ΕΔΔΑ. Συγκεκριμένα, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο θεώρησε ότι η μη αναγνώριση του εν λόγω σωματείου νέων δεν έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας καθώς τα μέλη του σωματείου διατηρούν τη δυνατότητα σύστασης σωματείου με σαφώς προσδιοριστική της ταυτότητάς τους επωνυμία, που να μην προκαλεί σύγχυση και απειλή για τη δημόσια τάξη. Ο Έλληνας δικαστής μιλώντας για την προάσπιση της δημόσιας τάξης ως θεμιτού σκοπού εν όψει του οποίου αξίζει να περιοριστεί η συλλογική αυτονομία της μειονοτικής κοινότητας, λειτούργησε ως δικαστής κατασταλτικός κατά το κρατικοθετικιστικό πρότυπο[1], αγνοώντας την επιταγή του άρθρου 25 παρ. 1 Σ. σχετικά με τον εγγυητικό του ρόλο για την προστασία των θεμελιωδών και συνταγματικά αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου σε μια κοινωνία πολιτικού και κοινωνικού πλουραλισμού[2]. Περαιτέρω, ο ΑΠ μνημόνευσε σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ παραθέτοντας συγκεκριμένα χωρία από τις αποφάσεις Σιδηρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος[3] και Gorzelik και λοιποί κατά Πολωνίας[4], που αφορούσαν έλεγχο του σκοπού υπό σύσταση σωματείου ή διάλυση σωματείου, αναζητώντας εκεί θεμελίωση της δυνατότητας περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας. Η αναφορά, ωστόσο, σε προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ ήταν από την πλευρά του Έλληνα δικαστή επιφανειακή και προσχηματική. Συγκεκριμένα, ο δικαστής επέλεξε να μην αξιοποιήσει τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο τόνισε στις παραπάνω περιπτώσεις ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση μειονοτικού σωματείου δε συνιστά δικαιολογημένο περιορισμό της ελευθερίας της συνένωσης σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά αντίθετα προέβη σε γενικόλογες διακηρύξεις για τις περιπτώσεις κινδύνων της δημόσιας τάξης και των κρατικών θεσμών, που αναγνωρίζει κατ’ αρχήν το ΕΔΔΑ, αλλά όχι στις μνημονευόμενες υποθέσεις[5]. Με τον τρόπο αυτό επιβεβαιώνει το ελληνικό αναιρετικό δικαστήριο τη δυσκολία προσαρμογής του Έλληνα δικαστή στις αποφάσεις και τις νομολογιακές τάσεις του ΕΔΔΑ, καθώς και την απροθυμία αποτύπωσης στις ελληνικές αποφάσεις του διαλόγου μεταξύ Έλληνα και Ευρωπαίου δικαστή[6]. Στην ίδια λογική κινείται και η προσπάθεια του ΑΠ να συγκροτήσει μια κοινή δικαιολογητική βάση ευρωπαϊκής κανονιστικής ισχύος για τον περιορισμό της ελευθερίας της συνένωσης, μνημονεύοντας όλες τις δυνατές περιπτώσεις περιορισμού των δικαιωμάτων λόγω προσβολής της δημόσιας τάξης. Προχώρησε σε μια συστηματική αναγωγή στις σχετικές διατάξεις της ΕΣΔΑ όπου γίνεται λόγος για δημόσια τάξη και ασφάλεια, όπως στο άρθρο 9 ΕΣΔΑ για την ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, το άρθρο 10 για την ελευθερία έκφρασης και το άρθρο 14 για την απαγόρευση διακρίσεων και φυσικά το άρθρο 11 για την ελευθερία της συνένωσης, φωτίζοντας όμως μόνον ως κοινό σημείο την ρήτρα επιφύλαξης για τη δημόσια τάξη, δίχως να αξιοποιεί το κανονιστικό εύρος και τη δυναμική των παραπάνω δικαιωμάτων υπό το σεβασμό της ΕΣΔΑ ούτε και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν ερμηνευτικά να ενισχύσουν το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της συνένωσης του άρθρου 12 Σ. Σκόπιμος θα ήταν ο αναστοχασμός πάνω στην προοπτικής μιας νέας ανάγνωσης της απόφασης του ΑΠ, μέσα από το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει ο Έλληνας δικαστής την ελευθερία της συνένωσης, λαμβάνοντας υπόψιν τον τρόπο που το ΕΔΔΑ αντιλαμβάνεται τους περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων[7]. ΙΙ. Η καταδικαστική απόφαση και τα επιχειρήματα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δικαιωμάτων του Ανθρώπου Α. Το περιεχόμενο της απόφασης και η μεθοδολογία του Ευρωπαίου ΔικαστήΤο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου γρήγορα πέρασε στην ουσία της υποθέσεως, δίχως να εμμείνει σε ενστάσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης αλλά δικαιώνοντας την τελευταία σε ένα ζήτημα δικονομικού χαρακτήρα που είχε να κάνει με την παραβίαση του άρθρου 6 ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, οι προσφεύγοντες προέβαλαν το γεγονός ότι ενώπιον της ελληνικής δικαιοσύνης δεν έτυχαν δίκαιης δίκης, λόγω μη τήρησης του εύλογου χρόνου περάτωσης των δικών, καθώς η διαδικασία στους τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας κράτησε δέκα έτη. Το ΕΔΔΑ αντίθετα έκρινε, σεβόμενο τη γνώμη της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι δεν υπάρχει σχετική ευθύνη των δικαιοδοτικών ελληνικών Αρχών, καθώς υπεύθυνοι ήταν οι ίδιοι οι προσφεύγοντες, λόγω καθυστερήσεων στη σύνταξη των δικογράφων ενώπιον του Εφετείου και στο προσδιορισμό των δικασίμων, ενώ τα δικαστήρια της Ελλάδος ανταποκρίθηκαν σε κάθε περίπτωση εντός εύλογου χρόνου. Επί της ουσίας, δηλαδή σχετικά με την ενδεχόμενη παραβίαση του άρθρου 11 παρ. 1 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο υποστήριξε εν γένει ότι η απόρριψη του αιτήματος των προσφευγόντων για την εγγραφή του υπό σύσταση σωματείου τους από την πλευρά των ελληνικών δικαστηρίων υπήρξε περιοριστικό μέτρο δυσανάλογο και μη αναγκαίο στο πλαίσιο της λειτουργίας μια δημοκρατική κοινωνίας και συνεπώς μη ανεκτό περιορισμό της ελευθερίας της συνένωσης κατά το άρθρο 11 ΕΣΔΑ[8].Το ΕΔΔΑ, πριν τεκμηριώσει την κρίση του, διατύπωσε ορισμένες βασικές αρχές και έθεσε τα ερμηνευτικά εργαλεία που θα αξιοποιήσει περαιτέρω για την υποστήριξη της κρίσης του. Συγκεκριμένα, διακήρυξε ότι η μέσω ίδρυσης σωματείου επιδίωξη σκοπών όπως η προστασία πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας και η εκδήλωση μειονοτικής συνείδησης που αποτελούν όψεις της ελευθερίας της συνένωσης, υπηρετεί τον πλουραλισμό και τη δημοκρατική λειτουργία της κοινωνίας και σε καμία περίπτωση δεν προκαλεί υποψίες προσβολής της δημόσιας τάξης. Περαιτέρω, πρόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι η συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 11 παράγραφος 2 ΕΣΔΑ, δηλαδή η στενή ερμηνεία των περιπτώσεων περιορισμού της ελευθερίας της συνένωσης. Το Δικαστήριο υποστηρίζει ότι δεν υποκαθιστά τον εθνικό δικαστή αλλά διατυπώνει κρίση σχετικά με τον τρόπο που ο εθνικός δικαστής εξάντλησε το περιθώριο εκτίμησής του κατά τον περιορισμό ενός δικαιώματος, λαμβάνοντας ή μη υπόψιν την αρχή της αναλογικότητας και κατά τις επιταγές της ΕΣΔΑ. Η μεθοδολογία που ακολούθησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για να θεμελιώσει την ανωτέρω θέση εντάσσεται στην πάγια νομολογιακή πρακτική του[9], προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 11 παρ. 2 ΕΣΔΑ και διακρίνεται σε τρεις παραμέτρους. Ειδικότερα, κατά πρώτο λόγο, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ένας περιορισμός στην ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 11 ΕΣΔΑ είναι αναγκαίος και επιτρεπτός, όταν το περιοριστικό μέτρο βρίσκει έρεισμα στον εθνικό νόμο. Στην επίδικη περίπτωση το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προβλεπόμενη από τα άρθρα του ελληνικού Αστικού Κώδικα διαδικασία (Α.Κ. 79-81) για την ίδρυση σωματείου, δηλαδή ο εκ του νόμου έλεγχος συνδρομής τυπικών προϋποθέσεων (έλεγχος νομιμότητας) αποτελεί ικανή νομική βάση για τη δικαιολόγηση περιορισμού του άρθρου 11 ΕΣΔΑ. Δεύτερον, κατά το Δικαστήριο, το περιοριστικό μετρό θα πρέπει να εξυπηρετεί ένα σκοπό θεμιτό και νόμιμο όπως η προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας ή της εδαφικής ακεραιότητας. Για το λόγο αυτό, κατ’ αρχήν και μόνο, η υπονόμευση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας από την παρουσία μιας ανταγωνιστικής τουρκικής μειονότητας, καθώς και της εδαφικής ακεραιότητας (όπως άλλωστε υποστηρίχθηκε στις ελληνικές αποφάσεις του Εφετείου), αποτελεί σκοπό θεμιτό και ικανό να δικαιολογήσει μια επέμβαση στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 11 ΕΣΔΑ, εν όψει και των ελληνοτουρκικών σχέσεων και άρα εύλογα η ελληνική δικαιοσύνη αναφέρθηκε σε λόγους εθνικής ασφάλειας και εσωτερικής τάξης. Τα δύο ανωτέρω κριτήρια, όπως αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο, επιφανειακά και σε μία μόνο σκέψη (σκέψη 40 της αποφάσεως), ουσιαστικά αναιρούνται και ανακατασκευάζονται κατά την κύρια κρίση του ΕΔΔΑ περί αναγκαιότητας του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή όταν το Δικαστήριο αποφάσισε να αξιολογήσει με βάση τις παραμέτρους της αναλογικότητας[10] και μάλιστα να συνδέσει το κριτήριο της αναλογικότητας με την ποιότητα και το βαθμό της δημοκρατίας των ευρωπαϊκών κρατών.Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ διαφοροποιήθηκε από τη θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης σχετικά με την αναγκαιότητα του περιοριστικού μέτρου. Στη νομολογία του Δικαστηρίου το κριτήριο της αναγκαιότητας συνδέεται με την ύπαρξη «επιτακτικής κοινωνικής ανάγκης», που ανταποκρίνεται δηλαδή στην αντίστοιχη έννοια της «καταλληλότητας» του μέτρου στην ελληνική έννομη τάξη. Η στάθμιση της αναγκαιότητας του μέτρου θα πρέπει κατά το Δικαστήριο να γίνεται ad hoc. Στην υπό κρίση περίπτωση ο δηλωμένος στο καταστατικό σκοπός του σωματείου, δηλαδή η διατήρηση και προαγωγή της λαϊκής παράδοσης και του πολιτισμού των μουσουλμάνων καθώς και η πνευματική ενίσχυση των νέων, ακόμη κι αν αποσκοπεί στην προστασία του πολιτισμού μιας μειονότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί απειλητικός για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Με ιδιαίτερη προσοχή και ακροθιγώς (σκέψη 44 της αποφάσεως) το ΕΔΔΑ αναφέρεται στα μειονοτικά χαρακτηριστικά του σωματείου, δηλώνοντας ότι η ύπαρξη και συνύπαρξη μειονοτικών και διαφορετικών πολιτισμών σε ένα κράτος αποτελεί ιστορικό γεγονός, που, σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, το κράτος που επιθυμεί να θεωρείται δημοκρατική πολιτική κοινωνία, θα πρέπει να σέβεται και να το προστατεύει[11]. Άλλωστε τόσο η ΔΑΣΕ (Κοπεγχάγη 1990) όσο και η Χάρτα των Παρισίων αναγνωρίζουν σε όσους έχουν μειονοτική συνείδηση να την εκφράζουν δημιουργώντας συλλόγους και διαφυλάττοντας την πολιτιστική τους παράδοση[12]. Περαιτέρω για το Δικαστήριο η μη αναγνώριση του σωματείου από τις ελληνικές Αρχές, δεν αποτελεί μέτρο συναφές και σχετικό με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Κατά το Δικαστήριο τα συμπεράσματα των ελληνικών δικαστηρίων περί απειλής της εδαφικής ακεραιότητας και της δημόσιας τάξης, που εμφανίστηκαν στηριγμένα στα διδάγματα της κοινής πείρας, ουσιαστικά βασίστηκαν σε νομικά αδιάφορες, μη δεσμευτικές και επιλεκτικές αναγνώσεις της πραγματικότητας. Τα ελληνικά δικαστήρια στηρίχθηκαν σε μια απλή υποψία ως προς την πρόθεση του σωματείου, έλαβαν ως πεποίθηση και βεβαιότητα την πιθανολόγηση προσχηματικών σκοπών του σωματείου των νέων, ενώ κάτι τέτοιο θα αποδεικνυόταν μόνον μέσα από την εκδήλωση αντιδημοκρατικών και αντισυνταγματικών δράσεων στην πράξη. Αλλά για να συμβεί αυτό, θα πρέπει πρώτα το σωματείο να είχε ξεκινήσει τη δράση του ως νόμιμα συστημένο. Εξαιρετικά προβληματικό για το ΕΔΔΑ είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά δικαστήρια προέβησαν σε προληπτικό έλεγχο του σκοπού του σωματείου, μολονότι η ελληνική έννομη τάξη προβλέπει στο άρθρο 105 ΑΚ μόνον κατασταλτικό έλεγχο, όπου παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστή να κρίνει τον προσχηματικό και ενδεχομένως παράνομο σκοπό[13]. Αντίθετα, σε μηδέποτε ιδρυθέν σωματείο κάθε έλεγχος του σκοπού είναι μέτρο δυσανάλογα περιοριστικό της ελευθερίας της συνένωσης και ιδιαίτερα επαχθές, τη στιγμή που υπάρχει το μέτρο της διάλυσης ως καταλληλότερο και προσφορότερο μετά από κατασταλτικό έλεγχο του σκοπού. Τέλος ως προς τις παραβιάσεις των άρθρων 9, 10 και 14 ΕΣΔΑ, (σκέψεις 47-51), το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο θεωρούν οι προσφεύγοντες ότι υπέστησαν την προσβολή του δικαιώματος του άρθρου 11 ΕΣΔΑ είναι επειδή ανήκουν σε μειονότητα, επειδή είχαν διαφορετική καταγωγή και το εκδήλωσαν δημόσια. Για το λόγο αυτό η αναγνώριση της παραβίασης του άρθρου 11 ΕΣΔΑ αρκεί για να δικαιώσει τους προσφεύγοντες και είναι συνεπώς περιττή η σε βάθος και ουσία αξιολόγηση των άρθρων 9, 10 και 14 ΕΣΔΑ. Τελικά το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι λόγω του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα του σωματείου δεν επιδικάζεται περαιτέρω αποζημίωση για ηθική βλάβη, ακριβώς επειδή δικαίωση αποτελεί η αναγνώριση της παραβίασης του άρθρου 11 ΕΣΔΑ. Β. Μια πρώτη αξιολόγηση της κρίσεως του ΕΔΔΑΗ διαπίστωση της παράβασης του άρθρου 11 ΕΣΔΑ συνιστά το αποτέλεσμα της δικαιοδοτικής κρίσης του ευρωπαίου δικαστή, όπως αυτή εντάσσεται στην παραδοσιακή σφαίρα της κανονιστικής αναφοράς του φιλελεύθερου κράτους δικαίου. Δύο στοιχεία καταδεικνύουν την παραπάνω παραδοχή. Αρχικά, στη θεμελίωση των επιχειρημάτων του ευρωπαίου δικαστή, η αναφορά στην προστασία των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες αποτελεί δευτερογενή νομικό συλλογισμό, και πάντως δεν αποτελεί τον άξονα της δικανικής κρίσης. Σκέψεις σχετικά με τα δικαιώματα μελών μειονοτικών κοινοτήτων λαμβάνουν ρόλο επικουρικό στην κύρια ερμηνευτική και αιτιολογική βάση του δικαστή. Για το ΕΔΔΑ το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες ανήκουν σε μειονοτική κοινότητα είναι απλά ένα factum, επιχειρηματολογικά αδιάφορο γεγονός και ξένο προς το συλλογισμό του[14]. Το ΕΔΔΑ δεν ενδιαφέρεται για πλειονότητες ή μειονότητες, παρά μόνον για τα άτομα κατά την άσκηση των φιλελεύθερων δικαιωμάτων τους, δηλαδή για πρόσωπα που εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία των ευρωπαϊκών κρατών και για δικαιώματα, την άσκηση των οποίων θέλει να αποσυνδέσει από οποιοδήποτε διακριτικό στοιχείο άρα και από την μειονοτική ιδιότητα των φορέων των δικαιωμάτων. Για το λόγο αυτό, δεν είναι τυχαία αλλά συνειδητή η επιλογή του ευρωπαίου δικαστή να μην λάβει υπόψιν στην αξιολόγησή του τα άρθρα 9, 10, 14 ΕΣΔΑ, ακριβώς επειδή μέσω αυτόν θα ερχόταν στο προσκήνιο το μειονοτικό ζήτημα σε όλες του τις εκφράσεις και θα πίεζαν το δικαστήριο για αξιολογικές φορτίσεις.Το δεύτερο στοιχείο που αξιοποιεί το δικαστήριο από τη φιλελεύθερη παράδοση κράτους δικαίου είναι η αρχή της αναλογικότητας, με τον τρόπο που χρησιμοποιείται από την ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή ως δικαιοκρατικό κριτήριο, ως διαδικαστική και λειτουργική προϋπόθεση και εγγύηση του κράτους δικαίου[15]. Το ΕΔΔΑ δηλαδή αξιολόγησε το βαθμό της δημοκρατίας στα ευρωπαϊκά κράτη με βάση την εφαρμογή κριτηρίων αναλογικότητας κατά τον περιορισμό των δικαιωμάτων. ΙΙΙ. Κριτικές καταληκτικές παρατηρήσεις: η δυνατότητα διεύρυνσης του κανονιστικού πεδίου του άρθρου 12 Σ. μέσω της νομολογίας του ΕΔΔΑ Η ελευθερία της συνένωσης όπως κατοχυρώνεται και στο ελληνικό Σύνταγμα, και όπως ερμηνεύεται, φιλελεύθερα, από το ΕΔΔΑ ενέχει μια διάσταση αμυντική. Ταυτόχρονα όμως παρέχει τη δυνατότητα στο φορέα του να προβεί σε ενέργειες συλλογικού χαρακτήρα και να αξιώσει από το κράτος εγγυήσεις για την πραγμάτωση αυτής της ελευθερίας. Παράλληλα και συνδυαστικά προς την προσωπική ελευθερία με την αμυντική της σημασία ενυπάρχει και ο συλλογικός-συμμετοχικός χαρακτήρας του δικαιώματος[16]. Η σύσταση μιας ομάδας συγκροτεί μια συλλογικότητα που καλύπτει το χώρο μεταξύ κράτους και ιδιώτη[17] και στην ελληνική έννομη τάξη αναγνωρίζεται ότι έχει αυτόνομη δικαιική υπόσταση και νομιμοποιείται να δρα αυτόνομα στο πλαίσιο του άρθρου 12 Σ. Η ελευθερία μετατοπίζεται από την φιλελεύθερη σφαίρα δικαιωμάτων του ατόμου και περνά στη σφαίρα της συλλογικής αυτονομίας και του συλλογικού αυτοπροσδιορισμού[18]. Ο μικτός χαρακτήρας του δικαιώματος γίνεται περισσότερο εμφανής αν εντάξουμε το άρθρο 12 Σ. στο πλαίσιο της συστηματικής ερμηνείας με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 Σ. Το άτομο δρα ως μέλος του κοινωνικού συνόλου και η ελευθερία του μετασχηματίζεται σε μέσο δράσης της ομάδας και το δικαίωμα σε οργανωτική αρχή της κοινωνικής συμβίωσης. Εν προκειμένω, φορέας της ελευθερίας της συνένωσης είναι ο πολίτης με την κοινωνική του ιδιότητα[19], στη βάση της οποίας συγκροτείται η πολιτική κοινότητα, διασφαλίζεται ο κοινωνικός πλουραλισμός και κατοχυρώνεται η συλλογική αυτονομία. Τη συμμετοχική αυτή διάσταση του δικαιώματος παραγνωρίζει η διατύπωση του φιλελεύθερης εμπνεύσεως δικαιώματος του άρθρου 11 ΕΣΔΑ. Ωστόσο η μεθοδολογία του ΕΔΔΑ και κυρίως η αναφορά της νομολογίας στη ρήτρα της δημοκρατικής κοινωνίας που εκλαμβάνεται και νοείται ως μια πλουραλιστική, δημοκρατική κοινωνία, όπως αναπτύχθηκε παραπάνω, αποτελεί χρήσιμο ερμηνευτικό οδηγό για τον Έλληνα δικαστή. Η αναφορά στη ρήτρα της δημοκρατικής κοινωνίας χρησιμεύει ως ερμηνευτικός οδηγός του τρόπου εφαρμογής και νοηματοδότησης των δικαιοπρακτικών εγγυήσεων της ελληνικής έννομης τάξη. Με ερμηνευτικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό και αξιολόγηση ενός περιοριστικού μέτρου στην ελευθερία της συνένωσης την σταθμιστική αρχή της αναλογικότητας και της ρήτρας της δημοκρατικής κοινωνίας το νόημα της διάταξης του άρθρου 12 Σ. εμπλουτίζεται και εκσυγχρονίζεται. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την πρόσληψη της ελευθερίας της συνένωσης ως μεικτού δικαιώματος, το άρθρο 12 Σ. ανοίγεται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, η οποία, δίνοντας έμφαση στο δικαίωμα στην ετερότητα, διαπλάθει δύο μεθοδολογικές υποδοχές για το κανονιστικό περιεχόμενο της ελευθερίας της συνένωσης. Ειδικότερα, η ελευθερία της συνένωσης αφενός παραπέμπει στην κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, στο πλαίσιο της οποίας μπορεί να διαμορφωθεί ένας απλωμένος, πολύχρωμος και πλουραλιστικός χώρος μεταξύ του κράτους και του πολίτη[20], και αφετέρου μεταπλάθει, ανανοηματοδοτεί το «στοιχείο του σκοπού» κάθε σωματείου, το οποίο μπορεί να νοηθεί πλέον όχι ως πηγή περιορισμού αυστηρή και στενόκαρδη αλλά ως στέγη φιλόξενη κάθε τάσης, πλειοψηφικής ή μειοψηφικής, κυρίαρχης ή αποκλίνουσας, πέρα από την αφομοίωση ή την απλή παράθεση διαφορών[21]. Δεν είναι κατανοητή ούτε νομιμοποιημένη η αναγνώριση ενός «αόριστου» και ασαφούς δικαιώματος στην ετερότητα, συλλογικού ή μειονοτικού, όπως την υποστηρίζει η «κοινοτιστική» αντίληψη, του δικαιώματος[22]. Το δικαίωμα στην ετερότητα μπορεί να ασκηθεί είτε ατομικά είτε συλλογικά, και στο σημείο αυτό είναι γόνιμη η νομολογία του ΕΔΔΑ ως προς τον τρόπο αξιολόγησης της ελευθερίας. Στο άρθρο 12 Σ. απαντάται η συλλογική έκφραση του δικαιώματος, που συγκροτείται στη βάση της κοινωνικής ιδιότητας του πολίτη, η οποία επιτρέπει τη διαμόρφωση ενός χώρου ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού μιας συλλογικότητας, ανεξάρτητα από τα κριτήρια συγκρότησης της [κατά το ΕΔΔΑ], και πραγματώνεται στη βάση του σκοπού που αφήνει ελεύθερη την ουσιαστική διαμόρφωση του αντικειμένου της δράσης.Η αξιολόγηση του σκοπού θα πρέπει να γίνεται με γνώμονα την ρήτρα «τηρώντας τους νόμους» του άρθρου 12 παρ. 1 Σ. Η ρήτρα αυτή αποτελεί μια επιφύλαξη με λειτουργία μάλλον εγγυητική παρά περιοριστική, παραπέμπει σε μια γενική έννοια νομιμότητας και επιτελεί μια επιταγή νομοταγούς συμπεριφοράς, όπως αυτή εξειδικεύεται από τους ποινικούς νόμους και την νομοθεσία για την σωματειακή συγκρότηση ώστε να εξασφαλίζεται η δημόσια τάξη. Υπό την συνθετική αυτή έννοια και μόνον μπορεί να γίνει ανεκτός ένας περιορισμός της ελευθερίας της συνένωσης για λόγους δημόσιας τάξης. Ο ευρωπαίος δικαστής προσφέρει από τη μεριά του ένα σαφές ερμηνευτικό εργαλείο στον Έλληνα δικαστή για την ορθή ερμηνεία της ρήτρας σε σχέση με τις πλασματικές αξίες της έννομης τάξης όπως είναι η δημόσια τάξη, η δημόσια ασφάλεια και η εδαφική ακεραιότητα[23]. Η δημόσια τάξη ορίστηκε από τον ΑΠ στην αναιρετική απόφαση ως «τήρηση των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα, και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, θρησκευτικές και ηθικές αντιλήψεις οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό της κοινωνίας», ενώ το έννομο αγαθό που διαταράσσεται θεωρήθηκε η «κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας». Ο ορισμός αυτός γίνεται κατά τη νομολογία στη βάση εμπειρικών παραστάσεων του μέσου συνετού ανθρώπου, συμφερόντων της πλειοψηφίας με τάσεις αφομοίωσης της διαφορετικότητας ή κατασκευής δικαιικών παραπετασμάτων για την ένταξη και το σεβασμό της πολλαπλότητας, και ουδόλως στηρίζεται σε ορθολογικά κριτήρια που απορρέουν από το πλαίσιο έννομης προστασίας και συνθέτουν την αίσθηση της ασφάλειας και της τάξης σε μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία[24]. Αντίθετα, το ΕΔΔΑ προκρίνει μια άλλου τύπου προσέγγιση για την συνύπαρξη πολλών και πολλαπλών πολιτισμών και συλλογικοτήτων σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία, ακόμα και όταν τα μέλη τους διεκδικούν να εκφράζουν την μειονοτική τους ταυτότητα, ανεξάρτητα από τη νομική θεμελίωση της εθνικής ή πολιτιστικής μειονότητας σε διεθνή ή εθνικά κείμενα. Από την άλλη, το Δικαστήριο θεωρεί επικίνδυνη για την εθνική συνείδηση και την εσωτερική τάξη τη συνύπαρξη μειονοτικών συλλογικοτήτων αποκλειστικά, μόνον όταν αυτές εκδηλώνονται με τρόπο βίαιο[25] καταπατώντας τις αρχές μιας έννομης τάξης (σκέψη 44 της απόφασης) ή όταν οι οργανωμένες εθνοτικές ομάδες διεκδικούν εκλογικά προνόμια[26], δηλαδή επιχειρούν να θίξουν τα κυριαρχικά στοιχεία του κράτους, το forum imperium. Υπό την έννοια αυτή, η οπτική του ΕΔΔΑ προσφέρει νέα κριτήρια ανάγνωσης των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης και για τον Έλληνα δικαστή και νομοθέτη. Η κρίση του ΕΔΔΑ μας επιτρέπει τη σκέψη ότι η πολιτισμική πολλαπλότητα δεν περιχαρακώνεται σε στενές προκαθορισμένες μειονότητες αλλά, στη βάση κοινής απόλαυσης δικαιωμάτων εντός της πολιτικής κοινότητας, στηρίζει τη σύνθεση, την ανταλλαγή, τη διάδραση προσώπων και ομάδων σε σχήματα ανοιχτά, και δεν αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη αλλά αντίθετα δημιουργικό παράγοντα κοινωνικής συνοχής[27]. Ο πολιτισμικός πλουραλισμός αποτελεί έτσι την προϋπόθεση για τον πολιτικό και κοινωνικό πλουραλισμό. Μετατρέπεται δηλαδή από περιχαρακωμένη εκδήλωση πολιτιστικής παράδοσης και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας σε βάση για την ανάπτυξη δεσμών αλληλεγγύης, μέσω της κανονιστικής ελαστικοποίησης των δικαιωμάτων[28]. Αυτή η αντίληψη του πολιτισμικού πλουραλισμού σημαίνει για τη συλλογικότητα του άρθρου 12 Σ. μια προοπτική επιστροφής στους κόλπους της πολιτικής κοινότητας και τη διαμόρφωση ενός χώρου ικανού να κατοχυρώσει την προστασία της διαφορετικότητας διευρύνοντας και εμπλουτίζοντας ήδη κατοχυρωμένα δικαιώματα.
[1] Bλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Ο Δικαστής υπηρέτης του Νόμου ή εγγυητής των συνταγματικών δικαιωμάτων και μεσολαβητής διαφορών; ΝοΒ 1999, σ. 177 επ. [193-197].
[2] Bλ. Σ. ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, Η αρχή της αναλογικότητας στην ελληνική έννομη τάξη, εκδ. Σάκκουλα, 2003, σ. 45-54.
[3] ΕΔΔΑ, Προσφυγή Νο 26695/95, Σιδηρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος, 10.07.1998, σκ. 46.
[4] ΕΔΔΑ, Προσφυγή Νο 44158/98, Gorzelik και λοιποί κατά Πολωνίας, 07.02.2004, σκ. 94.
[5] D. WEINSTOCK, La neutralité de l’Etat en matière culturelle est-t-elle possible? σε Identités et Démocratie, dir. R. Coadic, Presses Universitaires de Rennes, 2003, p. 365-380.
[6] Βλ. Η. ΚΑΣΤΑΝΑΣ, Η συμμόρφωση προς τις αποφάσεις του ΕΔΔΑ και η συμβολή του Έλληνα δικαστή, σε: Η επίδραση της ΕΣΔΑ στην ερμηνεία και εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, Εθνική Σχολή Δικαστών, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 109-138.
[7] Πρβλ. όμοια απόφαση του ΑΠ, υπ’ αριθμ. 4/2005 σχετικά με τη διάλυση του σωματείου «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» με σχεδόν πανομοιότυπο σκεπτικό, την οποία ακολούθησε πρόσφατη καταδίκη της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ στις 27.03.2008, που επιβεβαιώνει την απροθυμία και την αδυναμία του εθνικού δικαστή προληπτικής αξιολόγησης και αξιοποίησης της νομολογίας του ΕΔΔΑ.
[8] Πρβλ. μεταγενέστερη καταδικαστική απόφαση με ίδιο σκεπτικό ΕΔΔΑ, Προσφυγή Νο 26698/05, Τουρκική Ένωση Ξάνθης κατά Ελλάδος, 27.03.2008, για διάλυση σωματείου λόγω υποψίας απειλής για τη δημόσια τάξη.
[9] Βλ. όμοια μέθοδο σε απόφαση ΕΔΔΑ Προσφυγή Νο 26695/95, Σιδηρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος, 10.07.1998, σκ. 33-46, και σχετικό σχόλιο Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού, στο συλλογικό έργο: Οι ελληνικές υποθέσεις στο Στρασβούργο, 1991-2001, τόμος Α΄, επιμέλεια Π. Νάσκου-Περράκη και Γ. Κτιστάκις, σ. 376-379, και Η. ΚΑΣΤΑΝΑΣ/Γ. ΚΤΙΣΤΑΚΙΣ, Επισκόπηση της νομολογίας του έτους 1998 του ΕΔΔΑ, Δίκη 1999, σ. 1151-1153.
[10] Βλ. Σ. ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, ό.π., σ. 33-38 και 62-68.
[11] P. SAVIDAN, La reconnaissance des identités culturelles comme enjeu démocratique, σε Identités et Démocratie, dir. R. Coadic, Presses Universitaires de Rennes, 2003, p. 231-256.
[12] Κ. ΤΣΙΤΣΕΛΙΚΗΣ, Η σύμβαση-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, ΤοΣ 3/1995, σ. 563-586.
[13] Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 463-467, και Σ. ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ, Η ελευθερία της συνένωσης, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1996, σ. 203-230.
[14] Βλ. Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η πλήρης ενσωμάτωση των μειονοτικών στα ανθρώπινα δικαιώματα. Σχόλιο στην απόφαση Σιδηρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος, ΤοΣ 2/1999, σ. 307-324 [320].
[15] Βλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, εκδ. Σάκκουλα, 1994, σ. 357 επ.
[16] Κ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 460 επ.
[17] E. BALIBAR, Droit de cité, ed. Puf, 2002, p. 89-132.
[18] Βλ. Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1981, σ. 244 επ., και ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα 2004, σ. 179 επ.
[19] Βλ. D. SCHNAPPER, Les valeurs de la citoyenneté dans l’Etat – Providence, Cahiers Français, Les nouvelles Dimensions de la citoyenneté, ed. La documentation Française, no. 316, 2003, p. 12-18.
[20] D. FENOUILLET/P. GONOD, Le parrainage républicain, entre citoyenneté et état civil, σε Citoyenneté, souveraineté, société civile, Dir. de Pascale Gonod Jean-Pierre Dubois, ed. Dalloz 2003, p. 89-102.
[21] Βλ. Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Η ετερότητα ως σχέση εξουσίας, Εκδ. Κριτική – ΚΕΜΟ, 2002, σ. 179 επ.
[22] Βλ. W. KYMLICKA, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, εκδ. Πόλις, 2005, σ. 318-396.
[23] Βλ. Ι. ΚΑΜΤΣΙΔΟΥ, Η επιφύλαξη υπέρ του Νόμου, εκδ. Σάκκουλα, 2001, σ. 315 επ.
[24] Βλ. Κ ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Η Θεμελίωση των νομικών κρίσεων, εκδ. Σάκκουλα, 1999, σ. 140-149.
[25] Βλ. σχετικά με τη χρήση του όρου «τουρκικός» στην επωνυμία του σωματείου, που δε δικαιολογεί υποψίες κινδύνου για τη δημόσια τάξη, την απόφαση Τουρκική Ένωση Ξάνθης και λοιποί κατά Ελλάδος, ό.π., σκ. 51-53.
[26] ΕΔΔΑ, Προσφυγή Νο 44158/98, Gorzelik και λοιποί κατά Πολωνίας, 07.02.2004, σκ. 69.
[27] R. BΟUDON, Opinion publique et valeurs collectives, σε Le citoyen, dir. B. Badie/A. Perrinneau, Presses de sciences Po, 2000, p. 143-160.
[28] Σ. ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, Πολιτισμικά δικαιώματα και διαπολιτισμική επικοινωνία, ΔτΑ 28/2005, σ. 1211-1222.