H συμμετοχή αλλοδαπών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού: Τα συνταγματικά όρια διεύρυνσης των φορέων των πολιτικών δικαιωμάτων

Χρήστος Παπαστυλιανός, Δ.Ν

H συμμετοχή αλλοδαπών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού: Τα συνταγματικά όρια διεύρυνσης των φορέων των πολιτικών δικαιωμάτων

Με τις διατάξεις που περιλαμβάνονται στο δεύτερο κεφάλαιο του νόμου 3838/2010 (άρθρα 14-22) προβλέπεται η συμμετοχή των αλλοδαπών στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ βαθμού. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 3838/2010 αναγνωρίζεται το δικαίωμα του εκλέγειν σε κάποιες κατηγορίες αλλοδαπών με κριτήριο τον τύπο της άδειας διαμονής που κατέχουν. Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι αναγνωρίζεται επίσης σε αυτές τις κατηγορίες των αλλοδαπών με δύο επιπλέον προϋποθέσεις: α) οι υποψήφιοι πρέπει να γνωρίζουν επαρκώς την ελληνική γλώσσα και β) το δικαίωμα περιορίζεται μόνο στην κατάληψη θέσεων μέλους του δημοτικού συμβουλίου ή δημοτικών και τοπικών διαμερισμάτων (άρθρο 17 του ν. 3838/2010).

Η αποτίμηση των αλλαγών αυτών από τη σκοπιά του συνταγματικού δικαίου δε μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από την αρχή της καθολικότητας της ψήφου (ενόψει της διάταξης του άρθρου 102 παρ. 2 εδ. β΄ Σ., η οποία ορίζει ότι «οι αρχές της τοπικής αυτοδιοίκησης εκλέγονται με καθολική μυστική ψηφοφορία») καθώς επίσης και της εξέτασης του ζητήματος εάν η ψηφοφορία για την ανάδειξη οργάνων του κράτους αποτελεί άσκηση δικαιώματος ή δημόσιας λειτουργίας (ενόψει της διάταξης του άρθρου 4 παρ. 4 Σ., η οποία ορίζει ότι «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες»).

α. Δικαίωμα του εκλέγειν

Η αρχή της καθολικότητας συναντάται και στο άρθρο 51 παρ. 3 εδ. α΄ και β΄ Σ., όπου ορίζεται ότι «Οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει. Ο νόμος δεν μπορεί να περιορίσει το εκλογικό δικαίωμα παρά μόνο αν δεν έχει συμπληρωθεί κατώτατο όριο ηλικίας ή για ανικανότητα δικαιοπραξίας ή ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα». Στο πρώτο εδάφιο της εν λόγω διάταξης ορίζονται οι φορείς του δικαιώματος ψήφου στις βουλευτικές εκλογές και ο τρόπος άσκησης του (μυστικά, ισοδύναμα και χωρίς αποκλεισμούς), ενώ το δεύτερο εδάφιο εξειδικεύει το νόημα της αρχής της καθολικότητας θέτοντας τους συνταγματικά αποδεκτούς περιορισμούς της αρχής (ηλικία, ανικανότητα προς δικαιοπραξία, αμετάκλητη καταδίκη για τη διάπραξη συγκεκριμένων εγκλημάτων). Για το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της καθολικότητας κρίσιμο είναι το δεύτερο και όχι το πρώτο εδάφιο της διάταξης. Συνεπώς, η αρχή της καθολικότητας, η οποία διέπει και τις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 102 παρ. 2 εδ. β΄ Σ., έχει ως όριο μόνο τους περιορισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ Σ. Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των δύο διατάξεων προκύπτει ότι η ελληνική ιθαγένεια δεν τίθεται ως προϋπόθεση για τον καθορισμό των φορέων του δικαιώματος του εκλέγειν στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης[1].

Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ψηφοφορία για την ανάδειξη των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης αποτελεί μια δημόσια λειτουργία και ως εκ τούτου περιορίζεται μόνο στους έλληνες[2], θα πρέπει να σημειωθεί ότι βρίσκει έρεισμα σε συγκεκριμένες συνταγματικές διατάξεις σχετικά με την ικανότητα ψήφου και τους διαδικαστικούς όρους άσκησης της (άρθρα 51, 52, 54, 56, 57, 58 Σ.)[3]. Ωστόσο, ήδη από το Ν.Ν. Σαρίπολο υποστηρίζεται η άποψη ότι η φύση της ικανότητας του εκλέγειν είναι διττή, θεωρείται δηλαδή και θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα και συνταγματικού δικαίου λειτούργημα[4]. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε επίσης ότι ο συντακτικός νομοθέτης χρησιμοποιεί τον όρο εκλογικό δικαίωμα (άρθρο 51 παρ. 3, 4 και 5 Σ.) και ότι το δικαίωμα αυτό είναι απολύτως συνδεδεμένο με την αρχή της πολιτικής ελευθερίας την οποία εγγυάται το άρθρο 5 παρ. 1 Σ.[5] Η ψήφος λοιπόν θεωρείται ταυτόχρονα και ενέργεια άσκησης θεμελιώδους πολιτικού δικαιώματος και συνταγματικής λειτουργίας[6]. Συνεπώς, το ζήτημα δε μπορεί να αντιμετωπιστεί ανεξάρτητα από το συνταγματικό θεμέλιο των πολιτικών δικαιωμάτων που είναι η Δημοκρατική Αρχή, η οποία πρέπει να ερμηνευτεί ως μια ανοιχτή ρήτρα[7]. Μια ρήτρα η οποία επιτρέπει μόνο τους περιορισμούς που απορρέουν από το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής της καθολικότητας όπως περιγράφηκαν ανωτέρω.

Δύο ακόμη επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η αναγνώριση δικαιώματος του εκλέγειν σε αλλοδαπούς για τις εκλογές του α΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αντίκειται στο ελληνικό Σύνταγμα:

Α) Ελλείψει ειδικότερης διάταξης η οποία να περιορίζει τους φορείς του δικαιώματος του εκλέγειν στις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση αποκλειστικά στους έλληνες πολίτες, όπως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος που αφορούν άλλα πολιτικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα του συνέρχεσθε και της συνένωσης (άρθρα 11 και 12 Σ.), δε μπορούμε να αγνοήσουμε ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 κατοχυρώνει ένα δικαίωμα συμμετοχής στην οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή για τον καθένα [Πρβλ αιτιολογική έκθεση του νόμου 3838/2010 σ. 4].

Β) Η συγκρότηση του εκλογικού σώματος στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης αφορά την εκλογή οργάνων της διοίκησης που ασκούν προσδιορισμένη καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμοδιότητα[8]. Οι Ο.Τ.Α ως Ν.Π.Δ.Δ εδαφικά προσδιορισμένα απολαμβάνουν διοικητικής αυτοτέλειας όχι όμως νομοθετικής αυτορρύθμισης, καθώς η κανονιστική τους αρμοδιότητα είναι δοτή, ενώ επί των πράξεων και των προσώπων που συγκροτούν τα όργανα τους ασκείται εποπτεία. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την τοπική αυτοδιοίκηση ως μορφή διοίκησης των τοπικών υποθέσεων, ωστόσο δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η κατάργηση ή συνένωση των Ο.Τ.Α χωρίς την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων ή των εκλογέων των οικείων οργανισμών[9]. Συνεπώς η αναγνώριση δικαιώματος ψήφου στους αλλοδαπούς στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών του α΄ βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης δεν αλλοιώνει τη σύνθεση ενός οργάνου που λειτουργεί ως ανώτατο πολιτειακό όργανο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του εκλογικού σώματος στις βουλευτικές εκλογές. Στη δεύτερη περίπτωση η αναγνώριση ενός τέτοιου δικαιώματος στους αλλοδαπούς θα αμφισβητούσε ένα βασικό χαρακτηριστικό της κάθε πολιτείας, ήτοι την εξωτερική κυριαρχία[10], η οποία αποκλείει εντός της επικράτειάς της την άσκηση κάθε άλλης εξουσίας εξωτερικής ως προς αυτήν, ενώ στην περίπτωση των εκλογών για την τοπική αυτοδιοίκηση δε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η εκλογή των αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α από ένα σύνολο πολιτών (τους δημότες) συμβάλει με την ίδια ένταση στη διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης.

β. Δικαίωμα του εκλέγεσθαι

Όσον αφορά το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, η διατύπωση του άρθρου 4 παρ. 4 Σ. «Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους», θέτει πολύ αυστηρές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να θεωρηθεί σε συμφωνία με το Σύνταγμα οποιαδήποτε ανάθεση δημόσιων λειτουργιών σε αλλοδαπούς. Καταρχήν, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ανάδειξη των μελών του δημοτικού συμβουλίου και των δημοτικών και τοπικών διαμερισμάτων με εκλογή σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανάθεση δημόσιας λειτουργίας και ως εκ τούτου να ισχυριστούμε ότι οι ανωτέρω συνταγματικοί περιορισμοί δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη. Η ανάθεση δημόσιας λειτουργίας δεν προϋποθέτει αποκλειστικά διορισμό, ενώ για το δημοτικό συμβούλιο ισχύει ένα γενικό τεκμήριο αρμοδιότητας (άρθρο 93 ν. 3643/2006, Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας, ΔΚΚ εφεξής), το οποίο καθιστά το συμβούλιο το σημαντικότερο διοικητικό όργανο των Ο.Τ.Α.

Ωστόσο, δύο επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η σχετική ρύθμιση του ν. 3838/2010 δεν είναι αντίθετη στο Ελληνικό Σύνταγμα:

Α) Η ανάδειξη των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης μέσω εκλογών δεν έχει μόνο το χαρακτήρα ανάθεσης μιας δημόσιας λειτουργίας αλλά και μετουσίωσης της βούλησης των πολιτών που διαβιούν εντός μιας γεωγραφικά οριοθετημένης περιοχής να αναθέσουν τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων σε συγκεκριμένα πρόσωπα η εκλογή των οποίων πρέπει να απολαμβάνει δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η εκλογή ως μέσο ανάδειξης των προσώπων που καταλαμβάνουν θέσεις οι οποίες συνεπάγονται την άσκηση δημόσιων λειτουργιών αποτελεί μια σύνθετη ενέργεια[11], δεν αναιρεί όμως τη νομική φύση της θέσης του εκλογέα, ούτε τη νομική της αυτοτέλεια. Πρόκειται για ένα τρόπο ανάθεσης δημόσιων λειτουργιών ο οποίος προϋποθέτει την άσκηση θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων, συνταγματικό θεμέλιο των οποίων είναι η Δημοκρατική Αρχή[12]. Το δημοτικό συμβούλιο αποτελεί το όργανο των Ο.Τ.Α. στο οποίο μετουσιώνεται ο δημοκρατικός χαρακτήρας ανάδειξης των δημοτικών αρχών, καθώς δεν είναι ένα μονοπρόσωπο όργανο όπως ο δήμαρχος, αλλά στη σύνθεση του εκπροσωπούνται οι όλες οι δημοτικές παρατάξεις που έχουν εκλέξει δημοτικούς συμβούλους.

Οι ιδιαιτερότητες του δημοτικού συμβουλίου ως συλλογικού οργάνου της διοίκησης που ασκεί δημόσιες λειτουργίες αποτυπώνονται και στους κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του και το διαφοροποιούν από τα άλλα συλλογικά όργανα διοίκησης. Οι δημοτικοί σύμβουλοι έχουν απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση και μπορούν να ζητούν από το δήμαρχο και τη δημαρχιακή επιτροπή πληροφορίες και συγκεκριμένα στοιχεία που είναι χρήσιμα για την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρα 94 παρ. 1 και 100 παρ. 3 ΔΚΚ), πρόβλεψη η οποία δεν περιλαμβάνεται στους κανόνες που αφορούν την λήψη αποφάσεων από τα συλλογικά όργανα της διοίκησης (άρθρα 14, 15 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, Κ.Δ.Δ/ας εφεξής]. Επιπλέον οι συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου είναι δημόσιες (άρθρο 96 παρ. 1 ΔΚΚ) και στην ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων του μπορούν να προστεθούν θέματα επιπλέον των εγγεγραμμένων, με απόφαση του ίδιου του Συμβουλίου (άρθρο 96 παρ.3 ΔΚΚ), σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στον Κ.Δ.Δ/ας για τα συλλογικά όργανα της διοίκησης (μυστικότητα συνεδρίασης, σύνταξη ημερήσιας διάταξη μόνο από τον πρόεδρο, άρθρο 14 παρ. 8 και 10 Κ.Δ.Δ/ας). Πρόκειται για διαφοροποιήσεις οι οποίες είναι σύμφυτες με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του δημοτικού συμβουλίου, ως οργάνου των Ο.Τ.Α αλλά ταυτόχρονα και αντιπροσώπευσης της βούλησης ενός ειδικού εκλογικού σώματος το οποίο αποτελείται από τους δημότες, από όσους δηλαδή έχουν μια νομικά προσδιορισμένη σύνδεση με τους Ο.Τ.Α.

Β) Από τη διατύπωση της συνταγματικής διάταξης προκύπτει όχι ότι οι αλλοδαποί αποκλείονται παντελώς από την κατοχή θέσεων που συνεπάγονται την άσκηση δημόσιας λειτουργίας αλλά ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί άνευ ειδικού νόμου[13]. Σχετικά με το χαρακτήρα του συγκεκριμένου νόμου ως ειδικού ή μη πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: α) Ο νόμος δεν προβλέπει δικαίωμα του εκλέγεσθαι σε όλες τις κατηγορίες αλλοδαπών που διαβιούν στην Ελλάδα[14]. Οι αποδέκτες της ρύθμισης είναι συγκεκριμένοι. β) Οι θέσεις των οποίων την κατάληψη επιτρέπει περιορίζονται σε συγκεκριμένα όργανα των Ο.Τ.Α. και η κατάληψή τους είναι το αποτέλεσμα μιας επιλογής που γίνεται ως αποτέλεσμα της άσκησης του δικαιώματος του εκλέγειν και συνεπώς δε θα μπορούσε να περιορισθεί εκ των προτέρων (έτσι ώστε να είναι ορισμένος ο αριθμός των προς κατάληψη θέσεων) χωρίς να θιγεί η Δημοκρατική Αρχή. Δεδομένης της ιδιαιτερότητας της ανάδειξης των συγκεκριμένων δημόσιων λειτουργών με καθολική ψηφοφορία ενός ειδικού εκλογικού σώματος (δημότες), οποιαδήποτε προσπάθεια εκ των προτέρων νομοθετικού περιορισμού του αριθμού των προς κατάληψη από αλλοδαπούς θέσεων θα προσέκρουε στη νομική φύση και αυτοτέλεια της ψήφου και της καθολικής ψηφοφορίας ως τρόπου κατάληψης των συγκεκριμένων θέσεων. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την παράμετρο ο νόμος δεν θα μπορούσε να είναι ειδικότερος χωρίς να αναιρεί το σύστημα επιλογής των συγκεκριμένων δημόσιων λειτουργιών[15]
 


[1] Βλ. Γιώργου Κασιμάτη, Άρθρο 1, σε Γιώργου Κασιμάτη/Κώστα Μαυριά, Ερμηνεία του Συντάγματος, Αντ. Σάκουλας, Αθήνα- Κομοτηνή, 2005, παρ. 444. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφέρω ότι η εδώ διατυπωμένη άποψη διαφοροποιείται από την άποψη που είχα διατυπώσει για το ίδιο θέμα σε εισήγηση με θέμα «Διαπλάθοντας το Δήμο: Οι προοπτικές συμμετοχής στην πολιτική ζωή», που έγινε σε συνέδριο του Ομίλου Αρ. Μάνεσης με θέμα «Έννομη Προστασία και κοινωνική ένταξη των μεταναστών στην Ελλάδα», Ιωάννινα, Απρίλιος 2008, που δημοσιεύεται στον τόμο Μετανάστες, ετερότητα και θεσμοί υποδοχής στην Ελλάδα (επιμ. Ανδρέας Τάκης), Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σ. 167-203. Θεωρώ την εδώ διατυπωμένη άποψη ως ορθότερη της προηγούμενης η οποία χωρίς να αποκλείει τη δυνατότητα ρύθμισης του ζητήματος από το νομοθέτη, προέκρινε τη λύση της αναθεώρησης, βασιζόμενη στη νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου δε διακρίνει ανάμεσα στην συνταγματική έννοια του λαού και στο συνταγματικό θεμέλιο των πολιτικών δικαιωμάτων που είναι η Δημοκρατική Αρχή. Πρόκειται για μια διάκριση στην οποία προβαίνει ο καθηγητής Κασιμάτης, ό.π., παρ. 444, και την οποία εάν λάβουμε υπόψη μας διαφοροποιείται σημαντικά η οπτική γωνία υπό την οποία μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα της διεύρυνσης του εκλογικού σώματος.
[2] Βλ. σχετικά Νέδας Κανελλοπούλου, «Τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας», Εφημερίδα Το Βήμα, 24.1.2010, contra Χαράλαμπου Ανθόπουλου, «Μετανάστες και Δικαίωμα Ψήφου», Εφημερίδας Έθνος, 30.12.2009.
[3] Βλ. Κασιμάτη, ό.π., παρ. 450.
[4] Ν.Ν Σαρίπολου, Συνταγματικόν Δίκαιον, τ. Α΄, γ΄ εκδ. 1915, φωτομηχανική ανατύπωση στη σειρά Κλασσική Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 274.
[5] Βλ. Κασιμάτη, ό.π., παρ. 450.
[6] Η διττή φύση της ψήφου επιβάλλεται να αναγνωριστεί και για έναν επιπλέον λόγο. Η αναγνώρισή της μόνο ως δημόσιας λειτουργίας θα επέτρεπε τη «λειτουργική» δέσμευση ενός θεμελιώδους δικαιώματος με βάση κριτήρια όπως είναι η περιουσιακή κατάσταση ή το μορφωτικό επίπεδο του ασκούντος το δικαίωμα. Βλ. Κώστα Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, δ΄ εκδ. Αντώνης Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2005, σ. 398-399.
[7] Βλ. Αντώνη Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 298.
[8] H νομολογία του ΣτΕ ερμηνεύει τον όρο τοπικές υποθέσεις ως καθ’ ύλη αρμοδιότητα. Βλ. Ευριδίκης Μπεσίλα-Βήκα, Τοπική Αυτοδιοίκηση, τ. 1, β΄ εκδ., Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2004, σ. 419-425.
[9] Πρβλ. ΣτΕ 3194/1990, ΣτΕ 545/2001.
[10] Σχετικά με τα συνταγματικά χαρακτηριστικά της κυριαρχίας βλ. Μανιτάκη, ό.π., σ. 217-220.
[11] Βλ. Κασιμάτη, ό.π., παρ. 449.
[12] Αυτόθι, παρ. 444, υποσ. 540.
[13] Βλ. Αλεξάνδρου Σβώλου / Γεωργίου Βλάχου, Το Σύνταγμα της Ελλάδος, Αθήνα, 1954, σ. 277.
[14] Πρόκειται για τις ακόλουθες κατηγορίες: α) Είναι κάτοχοι «Ειδικού Δελτίου Ταυτότητας Ομογενούς» (ΕΔΤΟ) ή τίτλου διαμονής ως μέλη οικογένειας κατόχου τέτοιου Δελτίου και έχουν συμπληρώσει, από την υποβολή της αίτησης για την απόκτηση του Δελτίου ή τίτλου αντίστοιχα, πενταετή συνεχή και νόμιμη διαμονή στη χώρα. β) Είναι κάτοχοι άδειας διαμονής αορίστου χρόνου ή δεκαετούς διάρκειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2910/2001 (ΦΕΚ Α΄ 91) και της παραγράφου 2 του άρθρου 91 του Ν. 3386/2005, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. γ) Έχουν υπαχθεί στο καθεστώς των επί μακρόν διαμενόντων, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του π.δ. 150/2006 (ΦΕΚ Α΄ 160) ή στο προβλεπόμενο με την ειδική ρύθμιση του άρθρου 40 παρ. 7 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ Α΄ 263). δ) Είναι κάτοχοι «Δελτίων Μόνιμης Διαμονής», ως μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη ή πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 3386/2005 και του άρθρου 17 του π.δ/τος 106/2007 (ΦΕΚ Α΄ 135) καθώς και δελτίων ή αδειών παραμονής ως μέλη οικογένειας Έλληνα πολίτη ή πολίτη κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας διανύσει πέντε συνεχή έτη νόμιμης διαμονής στη χώρα. ε) Είναι γονείς ανηλίκων Ελλήνων πολιτών, σύμφωνα με το άρθρο 94 του ν. 3386/2005, όπως ισχύει, εφόσον έχουν συμπληρώσει πενταετή συνεχή και νόμιμη διαμονή στη χώρα. στ) Έχουν αναγνωρισθεί ως πολιτικοί πρόσφυγες ή έχουν υπαχθεί στο καθεστώς επικουρικής προστασίας ή προστασίας για ανθρωπιστικούς λόγους, των μελών της οικογένειάς τους συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος π.δ/τος 61/1999, (ΦΕΚ Α΄ 63), καθώς και των π.δ/των 90/2008 (ΦΕΚ Α΄ 138), 96/2008 (ΦΕΚ Α΄ 152), 167/2008 (ΦΕΚ Α΄ 223) και 81/2009 (ΦΕΚ Α΄ 99), όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, εφόσον έχουν συμπληρώσει συνεχή πενταετή και νόμιμη διαμονή στη χώρα από την υποβολή του σχετικού αιτήματος. ζ) Είναι κάτοχοι ταξιδιωτικών εγγράφων ή ειδικού δελτίου που έχουν χορηγηθεί από ημεδαπή αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Νέας Υόρκης, περί του καθεστώτος των ανιθαγενών, η οποία έχει κυρωθεί με το ν. 139/1975 (ΦΕΚ Α΄ 176) και έχουν συμπληρώσει πενταετή συνεχή και νόμιμη διαμονή στη χώρα από την αίτησης χορήγησης των παραπάνω τίτλων. η) Κατέχουν τίτλο παραμονής ως ομογενείς και έχουν συμπληρώσει από της χορηγήσεώς τους πενταετή συνεχή και νόμιμη παραμονή στη χώρα, που πιστοποιείται κατόπιν σχετικής βεβαίωσης της αρχής η οποία τα εξέδωσε.
[15] Ένας εκ των προτέρων καθορισμός του αριθμού των θέσεων που θα μπορούσαν να καταλάβουν οι αλλοδαποί στα όργανα των Ο.Τ.Α θα θέσπιζε στην ουσία ένα ανώτατο κατώφλι ως προς τον αριθμό των αλλοδαπών που θα μπορούσαν να εκλεγούν, καθορισμός ο οποίος θα προσέκρουε στο Σύνταγμα, καθώς σύμφωνα και με τη νομολογία του ΣτΕ ως υνταγματικοί αναγνωρίζονται μόνο οι περιορισμοί που θέτουν ένα κατώτατο κατώφλι συμπερίληψης ατόμων μιας συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων (π.χ γυναικών) στις θέσεις των υποψηφίων και όχι ως προς τον αριθμό των ατόμων που θα εκλεγούν (πρβλ. ΣτΕ 2831/2003, σκ. 10). Για το ζήτημα του καθορισμού κριτηρίων τα οποία οδηγούν εκ του αποτελέσματος στην εκλογή συγκεκριμένου αριθμού υποψηφίων οι οποίοι ανήκουν σε μια εκ των προτέρων κατηγορία του πληθυσμού και τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ βλ. Γιώργου Γεραπετρίτη, Ισότητα & Θετικά Μέτρα, Αντ.N. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 2007, σ. 320-323.