Μετανάστες και ιθαγένεια

Κώστας Χρυσόγονος, Καθηγητής του Τμήματος Νομικής Α.Π.Θ.

Μετανάστες και ιθαγένεια

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών σχετικά με αλλοδαπούς που διαμένουν μακροχρόνια στην Ελλάδα αφορά ζητήματα καίριας σημασίας για το μέλλον της χώρας, αφού τις τελευταίες δεκαετίες διαβιοί σ’ αυτή μεγάλος αριθμός αλλοδαπών, με περαιτέρω αυξητική τάση. Αφετηρία του προβληματισμού θα έπρεπε να αποτελεί το γεγονός ότι ο γηγενής πληθυσμός αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Επομένως η διατήρηση της θέσης της χώρας στους παγκόσμιους και τους περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς και στους αντίστοιχους καταμερισμούς εργασίας απαιτεί ενεργές παρεμβάσεις, για την αντιμετώπιση της προδιαγραφόμενης μείωσης και γήρανσης του πληθυσμού. Τέτοιες θα μπορούσαν πρωτίστως να είναι παρεμβάσεις δημογραφικής πολιτικής, όπως π.χ. σοβαρά γονικά επιδόματα, και άλλες παροχές, υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές και φορολογικά βάρη για τους άτεκνους κ.ά. Τούτο μάλιστα αποτελεί υποχρέωση της πολιτείας σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο όμως έχει μείνει γράμμα κενό. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η μεταναστευτική μας πολιτική μπορεί και πρέπει να συμβάλει στον στόχο της διατήρησης του πληθυσμού, με παράλληλη μέριμνα να πρόκειται για ανθρώπους ενσωματώσιμους στην ελληνική κοινωνία, αφού διαφορετικά αντί να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα το επιτείνουμε.

Το αποφασιστικό κριτήριο πολιτογράφησης λοιπόν πρέπει να είναι η δυνατότητα ενσωμάτωσης, που θα μπορούσε να διαπιστώνεται με αντικειμενικό και αδιάβλητο τρόπο, όπως ιδίως η διεξαγωγή σε τακτά διαστήματα εξετάσεων για τις γνώσεις των ενδιαφερομένων σε θέματα ελληνικής γλώσσας και ιστορίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη διαμονή στη χώρα για αρκετό χρονικό διάστημα και τη μη ύπαρξη ποινικής καταδίκης για σοβαρά αδικήματα. Το άρθρο 4 του νομοσχεδίου του υπουργείου Εσωτερικών καθιερώνει ωστόσο μία διαδικασία πολιτογράφησης (σε αντικατάσταση του σημερινού άρθρου 7 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας) η οποία δεν περιβάλλεται από εχέγγυα αντικειμενικότητας, αφού παρέχει διακριτική ευχέρεια για την εκτίμηση της ένταξης του αλλοδαπού στην ελληνική κοινωνία σε μια πενταμελή επιτροπή, αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από διοικητικούς υπαλλήλους, χωρίς να κατοχυρώνεται καν η λειτουργική ανεξαρτησία των τελευταίων. Αντίθετα, για τέκνα αλλοδαπών τα οποία έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα το άρθρο 1 του νομοσχεδίου προβλέπει ότι αυτά αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με απλή δήλωση των γονέων τους, υπό την προϋπόθεση ο ένας από τους γονείς να έχει πενταετή νόμιμη παραμονή στη χώρα, ή ακόμη και χωρίς αυτή, αν το τέκνο έχει παρακολουθήσει έξι τάξεις του ελληνικού σχολείου. Έτσι όμως δεν διασφαλίζεται η ενταξιμότητα του τέκνου που αποκτά την ιθαγένεια, αφού δεν απαιτείται η επιτυχής φοίτηση, αλλά απλή παρακολούθηση.

Διαφορετικό είναι το θέμα της συμμετοχής στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία προβλέπεται για συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών (ομογενείς, κάτοχοι άδειας διαμονής αορίστου χρόνου κ.λπ.) στα άρθρα 12-17 του νομοσχεδίου. Τούτο αποτελεί εύστοχη πολιτική επιλογή, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα που αποδεδειγμένα μετέχουν στην τοπική κοινωνία και έχουν εύλογο ενδιαφέρον για τη διαχείριση των υποθέσεών της.

Συμπερασματικά, το θέμα του νομοθετικού καθεστώτος των αλλοδαπών και της ελληνικής ιθαγένειας χρειάζεται σοβαρή αντιμετώπιση, χωρίς ξενοφοβικά σύνδρομα αλλά και χωρίς βεβιασμένες κινήσεις. Εξίσου σοβαρή αντιμετώπιση χρειάζεται όμως και το θέμα της πραγματικής συμπεριφοράς των δημόσιων υπηρεσιών προς τους αλλοδαπούς, η οποία συχνά αποτελεί αντικίνητρο ενσωμάτωσής τους.

* Καθηγητής του Τμήματος Νομικής Α.Π.Θ.

Το άρθρα δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Έθνος», 11.1.2010