ΣτΕ (Ολ.) 833/2010
[Προνόμια Δημοσίου – Έναρξη τοκοφορίας]
Προεδρεύων: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Σπ. Χρυσικοπούλου, Σύμβουλος
[…]
4. Επειδή, στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) ορίζονται τα εξής: «Στις περιπτώσεις των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και όπου αλλού το Δημόσιο και τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο ενέχονται σε αποζημίωση, εγείρεται από το δικαιούμενο αγωγή». Περαιτέρω, στην παρ.1 του άρθρου 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζεται ότι: «Αγωγή μπορεί να ασκήσει εκείνος ο οποίος έχει, κατά του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, χρηματική αξίωση από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου». Ακολούθως, στην παράγραφο 2 του άρθρου 73 του πιο πάνω Κώδικα ορίζεται ότι: «Αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι: α) η καταψήφιση της αξιούμενης παροχής, ή β) η αναγνώριση της αντίστοιχης αξίωσης». Στο άρθρο 75 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «1. Η εκκρεμοδικία αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής και λήγει με τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. 2. Τα κατά το ουσιαστικό δίκαιο έννομα αποτελέσματα της άσκησης της αγωγής, ως προς τον εναγόμενο, επέρχονται μόνο από την επίδοσή της σε αυτόν, η οποία μπορεί να διενεργηθεί και από τον ενάγοντα. Κατ’ εξαίρεση, η παραγραφή διακόπτεται σε κάθε περίπτωση με την κατάθεση της αγωγής και αρχίζει πάλι μόνο από την τελεσιδικία της απόφασης ή την κατάργηση της δίκης. 3. Μεταβολή του αιτήματος της αγωγής είναι απαράδεκτη. Κατ’ εξαίρεση, ο ενάγων μπορεί, ως το τέλος της πρώτης συζήτησης, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής ή να το μετατρέψει από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ή από αναγνωριστικό σε καταψηφιστικό». Εξάλλου, στο άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944) (Α΄ 139), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ.456/1984, Α΄ 164) [«Εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές διατάξεις που κανονίζουν διαφορετικά το ποσοστό ή την έναρξη του τόκου ως προς τις οφειλές ή τις απαιτήσεις του δημοσίου, των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου»], ορίζονται τα εξής: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής (Νόμος ΧΛ΄/1877 άρθρ. 1 και ΓΤΟΕ/1909 αρθρ. 1, άρθρ. 24 Δ/τος 8/13 Νοεμβρίου 1918)». Τέλος, η εκδιδόμενη επί της αγωγής απόφαση εξοπλίζεται με δύναμη δεδικασμένου (άρθρο 197 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), μόνο όμως η απόφαση επί της καταψηφιστικής αγωγής συνιστά εκτελεστό τίτλο (άρθρο 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).
5. Επειδή, από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής, και η επίδοση της αγωγής προς το καθ’ ου Δημόσιο, από την οποία λαμβάνει αυτό γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος (άρθρο 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1944) δε διακρίνει, δε συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής αλλά μόνον προς τη γένεση της επιδικίας, δε συντρέχει λόγος διαφοροποίησης ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. Εξάλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό (πρβ. ΣτΕ Ολ. 3141/2006). Μειοψήφησε η Σύμβουλος Ευαγγελία Νίκα, στη γνώμη της οποίας προσχώρησε και ο Πάρεδρος Παναγιώτης Τσούκας, η οποία υποστήριξε ότι, έστω και αν η ως άνω διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ/τος της 26.6/10.7.1944 δε διακρίνει μεταξύ καταψηφιστικής και αναγνωριστικής αγωγής, αναφέρεται στην έννοια της αγωγής, από απόψεως είδους αυτής, ως αυτή έχει διαπλασθεί υπό της νομολογίας. Κατά συνέπεια, ως αγωγή, από της επιδόσεως της οποίας οφείλονται τόκοι, νοείται, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, η καταψηφιστική αγωγή, αίτημα της οποίας είναι η καταδίκη σε παροχή και σκοπός της η δημιουργία εκτελεστού τίτλου που επιτρέπει την αναγκαστική εκτέλεση, και όχι η απλή αναγνωριστική αγωγή, αίτημα της οποίας είναι μόνον η αναγνώριση υπάρξεως αξιώσεως και δεν ενέχει όχληση προς εκπλήρωση της παροχής.
6. Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση, με την από 25.1.1999 αγωγή του κατά του Δημοσίου ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, ο οποίος διατηρεί χοιροστάσιο στην τοποθεσία «Φυτό» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας Αφρατίου Νομού Ευβοίας, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Δημόσιο να του καταβάλει με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την πλήρη εξόφληση : α) ποσό 38.000.000 δρχ. ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου (της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και του Δασαρχείου Χαλκίδας) εξαιτίας πυρκαγιάς που εκδηλώθηκε στις 4-7-1998 σε δασική έκταση στη θέση «Πολυτήρα» της κοινότητας Πισσώνα Νομού Ευβοίας (άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ) και β) ποσό 20.000.000 δρχ. ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη (άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα), δηλαδή συνολικά ποσό 58.000.000 δρχ. Το διοικητικό πρωτοδικείο, κρίνοντας επί της αγωγής αυτής, όπως το αίτημά της περιορίστηκε από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με το από 20.1.2000 υπόμνημα, έκαμε εν μέρει δεκτή την πιο πάνω αγωγή και αναγνώρισε ότι το Δημόσιο όφειλε να καταβάλει στο αναιρεσίβλητο εντόκως από την επίδοση σ’ αυτό της αγωγής συνολικό ποσό 160.686 ευρώ (110.686 ευρώ ως αποζημίωση και 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης). Ύστερα από έφεση που άσκησε το Δημόσιο, το διοικητικό εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, έκαμε εν μέρει δεκτή την έφεση αυτή και μεταρρύθμισε την πρωτόδικη απόφαση περιορίζοντας το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης σε 15.000 ευρώ και το συνολικό ποσό σε 125.686 ευρώ. Ειδικώς, ως προς το αίτημα για την αναγνώριση οφειλής τόκων το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι «ο νόμος δεν συνδέει την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, αλλά μόνο προς τη γένεση της επιδικίας και συνεπώς δεν συντρέχει λόγος διαφοροποιήσεως ως προς το ζήτημα αυτό της καταψηφιστικής από την αναγνωριστική αγωγή (ως τέτοιας νοούμενης και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίστηκε σε αναγνωριστικό), δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαιτήσεως με δύναμη δεδικασμένου». Με τις σκέψεις δε αυτές, το διοικητικό εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση κατά το αντίστοιχο μέρος της (που είχε δεχθεί το αίτημα για αναγνώριση οφειλής τόκων). Με την κρίση του αυτή ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων το διοικητικό εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 21 του κ.δ της 26.6/10.7.1944, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη σκέψη 5 ως προς την έννοια της διάταξης αυτής. Συνεπώς, το αναιρεσείον Δημόσιο με το μοναδικό λόγο αναιρέσεως (άρθρο 56 παρ.1 περ.δ΄ του π.δ. 18/1989) αβασίμως υποστηρίζει τα αντίθετα και θα έπρεπε, κατ’ ακολουθίαν, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας, η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη και θα έπρεπε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση.
7. Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων 100 παρ. 1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 6 περίπτ. ε΄ και 48 παρ. 2 του Κώδικα «περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α΄ 141), ιδρύεται η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ως προς την άρση αμφισβήτησης για την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, όταν τα ανώτατα δικαστήρια που εξέδωσαν τις αντίθετες αποφάσεις αντιμετώπισαν και επέλυσαν το ίδιο νομικό ζήτημα, ερμηνεύοντας τις ίδιες διατάξεις τυπικού νόμου και όχι διαφορετικές ή σε συνδυασμό με διαφορετικές το καθένα διατάξεις, διότι στην περίπτωση αυτή, οι εκατέρωθεν ερμηνευτικές εκδοχές δεν είναι ασύμβατες, με συνέπεια να μη προκύπτει μεταξύ τους αντίθεση (Α.Ε.Δ 32/20008, 8/2004, 2/2003).
8. Επειδή, το Β2 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την 787/2007 απόφαση, παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου κατ’ άρθρο 563 παρ.2 εδ. β΄ του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το λόγο της αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου που έπληττε την κρίση της 9892/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών ως προς την αναγνώριση οφειλής από το Δημόσιο τόκων στην περίπτωση μετατροπής (περιορισμού) της εναντίον του αγωγής από καταψηφιστική σε αναγνωριστική, λόγω δημιουργίας ζητήματος γενικότερου ενδιαφέροντος εξαιτίας της διαφορετικής ερμηνευτικής προσέγγισης του όρου «αγωγή» στη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26-6/10-7-1944 από τον Άρειο Πάγο και το Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος. Με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής : από τη διάταξη του άρθρου 21 του δ/τος της 26.6./10.7.1944 σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Τελικώς ο Άρειος Πάγος, με την προαναφερόμενη απόφασή του (10/2008), δέχθηκε ότι το εφετείο με την κρίση του ως προς την αναγνώριση οφειλής τόκων από το Δημόσιο παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τη διάταξη του άρθρου 21 του ως άνω Κώδικα (δ/μα 26-6/10-7-1944 ) και έκρινε βάσιμο τον παραπεμφθέντα στην Ολομέλεια λόγο αναιρέσεως με τον οποίο, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, καταλογιζόταν στο εφετείο η ανωτέρω πλημμέλεια. Η κρίση όμως αυτή του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι αντίθετη προς την κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας την εκφερόμενη με την παρούσα απόφαση· τούτο δε, διότι όπως προκύπτει από την ανωτέρω απόφαση του Αρείου Πάγου, την πιο πάνω διατυπωθείσα κρίση του εξέφερε ο Άρειος Πάγος καθ’ ερμηνεία αποκλειστικώς της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου. Η αναφορά δε στην απόφαση αυτή και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ΄ ερμηνεία της –μόνης εφαρμοσθείσης– διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου και δε διαφοροποιεί σε τίποτε το νομικό ζήτημα που αντιμετώπισε η απόφαση αυτή από το ίδιο ακριβώς νομικό ζήτημα που αντιμετωπίζει η παρούσα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ’ αυτού αναγνωριστικής αγωγής (πρβ. Α.Ε.Δ 32/2008, 10, 14/2005, 8/2004, 5/2002, 27, 32/1999). Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10-7-1944) στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο για να αρθεί η πιο πάνω αμφισβήτηση σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ.1 περίπτ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ.2 του Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Θωμάς Παπαευαγγέλου, Αναστάσιος Γκότσης, Ιωάννης Ζόμπολας και Βασίλειος Γρατσίας, οι οποίοι διατύπωσαν τη γνώμη ότι δε συντρέχει περίπτωση παραπομπής του πιο πάνω ζητήματος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, διότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς την έννοια ίδιας διάταξης τυπικού νόμου, αφού ο Άρειος Πάγος δεν ερμήνευσε αποκλειστικά και μόνο τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου αλλά σε συνδυασμό και με άλλες τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα (πρβ .ΑΕΔ 3/2006, 2/2003, 35/2001, 4, 7/1999).
Σημείωμα
Κατά τα τελευταία χρόνια και με ερμηνευτικό καταλύτη τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει διαμορφωθεί μια νομολογιακή τάση «εκκαθάρισης» των δικονομικών προνομίων που αναγνωρίζονται, συχνά με παρωχημένες διατάξεις, υπέρ του Δημοσίου, όταν δεν δικαιολογούνται από κάποιο λόγο δημοσίου συμφέροντος και, κατά τούτο, αντίκεινται στην αρχή της δικονομικής ισότητας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ (βλ. αντί πολλών Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η έκδ., 2007, σ. 456-457, Ν. Νίκα, Η αρχή της ισότητας των όπλων και τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου στην πολιτική δίκη, Αρμ 2004, σ. 325 επ., Γ. Παραρά, Δικονομικά προνόμια του Δημοσίου και ΕΣΔΑ, ΔτΑ 2003, σ. 269 επ.). Νομολογιακό ορόσημο υπήρξαν οι αποφάσεις ΣτΕ Ολ. 2807/2002 (ΤοΣ 2002, σ. 721 επ., με παρατηρήσεις Απ. Παπακωνσταντίνου) και ΑΠ Ολ. 12/2002 (ΝοΒ 2003, σ. 659), με τις οποίες Συμβούλιο της Επικρατείας και Άρειος Πάγος συνέκλιναν στην κρίση ότι είναι αντισυνταγματική η προνομιακή υπέρ του Δημοσίου αναστολή των δικονομικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Ουσιώδεις αποκλίσεις παρουσιάζει, ωστόσο, η νομολογία των δύο ανώτατων δικαστηρίων σε ζητήματα τοκοφορίας των αξιώσεων σε βάρος του Δημοσίου –και, ίσως σημαντικότερο, των φορέων που δικονομικά εξομοιώνονται μ’ αυτό. Έτσι, με την απόφαση ΣτΕ Ολ. 3141/2006 (Δ 2007, σ. 155 επ., με παρατηρήσεις Κ. Μπέη), κρίθηκε ότι για την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, ενώ η ΑΠ Ολ. 10/2008 (ΘΠΔΔ 2008, σ. 823 επ., με παρατηρήσεις Χρ. Διβάνη) έκρινε αντίθετα ότι απαιτείται η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής. Πρόσφατα, εξάλλου, κρίθηκε με την απόφαση ΣτΕ Ολ. 1663/2009 ότι ο νομοθετικός καθορισμός του επιτοκίου, νόμιμου και υπερημερίας, για τις οφειλές του Δημοσίου στο, χαμηλότερο του γενικά ισχύοντος, ποσοστό του 6% αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Αντίθετα είχε κρίνει η ΑΠ Ολ. 3/2006 (ΤοΣ 2006, σ. 553 επ., με παρατηρήσεις Αντ. Ανδρουτσοπούλου) σε υπόθεση που τελικά οδήγησε στην καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ της 22.5.2008, Μεϊδάνης κατά Ελλάδας (Δ 2008, σ. 1095 επ., με παρατηρήσεις Κ. Μπέη, σ. 704 επ., βλ. γενικότερα Απ. Γέροντα, Η αντισυνταγματικότητα και η μη συμβατότητα του προσδιορισμού του τόκου υπερημερίας σε 6% κατά το άρθρο 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ και του κοινοτικού δικαίου, ΔιΔικ 2008, σ. 273 επ.).
Με τη σχολιαζόμενη απόφαση, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν προβαίνει σε έλεγχο συνταγματικότητας, αλλά, ερμηνεύοντας υπό το φως της παραπάνω νομολογίας τη σχετική διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Δικών του Δημοσίου, διατυπώνει την άποψη ότι, επί οφειλών του Δημοσίου, έναρξη τοκοφορίας επιφέρει η επίδοση και αναγνωριστικής απλώς αγωγής. Ενόψει της αντίθετης ερμηνείας του Αρείου Πάγου, ο οποίος για την έναρξη τοκοφορίας απαιτεί επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, το ζήτημα της έννοιας της παραπάνω διάταξης παραπέμφθηκε προς επίλυση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 στοιχ. ε΄ Συντ.
Ακρίτας Καϊδατζής