Κρυφή κάμερα – Προστασία ιδιωτικής ζωής

ΣτΕ (Ολ.) 1213/2010

Κρυφή κάμερα – Προστασία ιδιωτικής ζωής
ΣτΕ (Ολ.) 1213/2010
[Κρυφή κάμερα – Προστασία ιδιωτικής ζωής]
Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
Εισηγητής: Δ. Γρατσίας, Σύμβουλος
[…]
6. Επειδή, κατ’ επίκληση της παρατεθείσης στην προηγουμένη σκέψη διατάξεως του Ν. 2479/1997, η ανώνυμη εταιρεία … και ο …, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της τελευταίας αυτής εταιρείας, άσκησαν την από 19.4.2006 παρέμβασή τους υπέρ της αιτούσης εταιρείας, με την οποία προβάλλουν: α) Ότι η προμνησθείσα διάταξη του ν. 2479/1997, ορθώς ερμηνευόμενη, επιτρέπει την άσκηση παρεμβάσεως και στην περίπτωση, κατά την οποία ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν τίθεται μεν ευθέως ζήτημα συνταγματικότητος συγκεκριμένης διατάξεως τυπικού νόμου, τίθεται, όμως, ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων, από την οποία θα εξαρτηθεί στο μέλλον και η κρίση περί του κύρους σχετικών νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων. β) Ότι έχουν έννομο συμφέρον να προβάλουν ερμηνευτικές απόψεις και επιχειρήματα, ως προς την έννοια των κρισίμων για την έκβαση της παρούσης δίκης συνταγματικών ρυθμίσεων (οι οποίες, κατά την αντίληψή τους, δεν απαγορεύουν απολύτως την χρήση «κρυφής κάμερας»), τούτο δε διότι το Ε.Σ.Ρ. έχει ήδη επιβάλει διοικητικές κυρώσεις στον τηλεοπτικό σταθμό ………, τον οποίον εκμεταλλεύεται η παρεμβαίνουσα εταιρεία, κατ’ επίκληση της προβολής, από τον τηλεοπτικό αυτό σταθμό, οπτικοακουστικών θεμάτων (βίντεο) ληφθέντων με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», κατά των πράξεων δε επιβολής των κυρώσεων αυτών έχουν ήδη ασκηθεί από τους ανωτέρω αιτήσεις ακυρώσεως, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου. Η εν λόγω παρέμβαση είναι, όμως, απορριπτέα, ως απαράδεκτη για τους εξής λόγους: Η παρατεθείσα διάταξη του ν. 2479/1997 είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα της, στενώς ερμηνευτέα. Δεν είναι, επομένως, δυνατόν να γίνει, καθ’ ερμηνεία της διατάξεως αυτής, δεκτό ότι κατάθεση της προβλεπομένης σε αυτήν ιδιότυπης παρεμβάσεως επιτρέπεται, πέραν της περιπτώσεως, κατά την οποία τίθεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτημα συνταγματικότητος συγκεκριμένης διατάξεως τυπικού νόμου, σε κάθε άλλη περίπτωση, κατά την οποία τίθεται ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου ζήτημα ερμηνείας συνταγματικής διατάξεως. Υπό την αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, θα ήταν, άλλωστε, ιδιαιτέρως δυσχερής ο προσδιορισμός του κύκλου των προσώπων που θα ενομιμοποιούντο να καταθέσουν την ιδιότυπη αυτή παρέμβαση, δοθέντος ότι, εν όψει των οριζομένων συναφώς στην κρίσιμη διάταξη του ν. 2479/1997, θα έπρεπε να ελέγχεται εκάστοτε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν στην άλλη δίκη, στην οποία είναι διάδικος ο ασκών την εν λόγω παρέμβαση, τίθεται ή μη, μάλιστα δε ασυνδέτως προς το κύρος συγκεκριμένης διατάξεως τυπικού νόμου, ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Α. Ράντος, προς την άποψη του οποίου συνετάγη και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης. Κατά τη μειοψηφήσασα αυτή άποψη, η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 1 του Ν. 2479/1997 παρέχει απλώς, σε συνταγματική περιωπής δίκη, βήμα αναπτύξεως απόψεων σε πρόσωπα, τα οποία άλλως θα κινδύνευαν να ευρεθούν στο μέλλον, εν όψει εκκρεμών δικών τους, αντιμέτωπα με δυσμενείς συνταγματικές ερμηνείας Ολομελείας ανωτάτου δικαστηρίου, που διατυπώνονται ερήμην τους. Δεν είναι, ως εκ τούτου, στενώς, αλλά κατά τον σκοπό της, ερμηνευτέα. Εφ’ όσον δε η κρίση διατάξεως νόμου ως σύμφωνης ή όχι με το Σύνταγμα, προϋποθέτουσα αναγκαίως την ρητή ή σιωπηρή ερμηνεία της οικείας συνταγματικής διατάξεως, κατ΄ ουδέν διαφέρει, εννοιολογικώς και ως προς τις συνέπειές της, από την ευθεία ερμηνεία της συνταγματικής διατάξεως, θα έπρεπε η επίμαχη νομοθετική διάταξη να ερμηνευθεί ως επιτρέπουσα, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεών της, την συμμετοχή σε δίκη ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου, εφ’ όσον τίθεται ζήτημα ερμηνείας συνταγματικών διατάξεων. Η δε επισημαινόμενη από την κρατήσασα γνώμη πρακτική δυσχέρεια, που, άλλωστε, δεν φαίνεται να συντρέχει, εφ’ όσον το ζήτημα είναι μάλλον ευχερώς διαγνώσιμο, ενυπάρχει και στην συνήθη περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως και, πάντως, δεν συνιστά λόγο μη εφαρμογής διατάξεως, που εξυπηρετεί σκοπούς, αναγόμενους στην διεξαγωγή δίκαιης δίκης.
[…]
12. Επειδή, επί της εννοίας των κρισίμων διατάξεων του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., ο Πρόεδρος, οι Σύμβουλοι Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Α. Θεοφιλοπούλου, Αικ. Συγγούνα, Α. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνης, Κ. Βιολάρης, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Π. Καρλή και Δ. Γρατσίας, προς τη γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Μ. Τριπολιτσιώτη, υπεστήριξαν τα εξής: Το άρθρο 14 παράγραφος 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει (βλ. συναφώς και τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α.) την ελευθερία εκφράσεως, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα του καθενός να διαδίδει μέσω του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως ειδήσεις, σχόλια και απόψεις (δικαίωμα του πληροφορείν). Με την αυτή συνταγματική διάταξη, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, κατοχυρώθηκε, εξ άλλου, ως αναγκαίο λογικώς παρακολούθημα του δικαιώματος του πληροφορείν, το δικαίωμα του καθενός να ενημερώνεται τακτικά, ελεύθερα και από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει, το τελευταίο δε τούτο δικαίωμα (δικαίωμα στην πληροφόρηση) κατοχυρώνεται ήδη και ρητώς στο άρθρο 5Α παράγραφος 1 του Συντάγματος. Όπως ευθέως συνάγεται από τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις (βλ. συναφώς και τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), η άσκηση, τόσο του δικαιώματος του πληροφορείν, όσο και του δικαιώματος στην πληροφόρηση τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, μεταξύ άλλων, των κανόνων δικαίου που κατοχυρώνουν δικαιώματα και ελευθερίες άλλων. Η εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, εν όψει και της κατοχυρουμένης στο άρθρο 25 παράγραφος 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητος, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων. Εν όψει των ανωτέρω, περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση μπορεί να δικαιολογηθούν και στην περίπτωση που οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία του δικαιώματος τρίτου προσώπου στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, το δικαίωμα δε τούτο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 8 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α.) και καλύπτει, πλην άλλων, το δικαίωμα του προσώπου να προστατεύει την εικόνα του, ως στοιχείο ουσιώδες για τη συγκρότηση της προσωπικότητός του (πρβλ., περί του δικαιώματος προστασίας της εικόνας του προσώπου ως ιδιαίτερης εκφάνσεως του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφάσεις της 21.2.2002, Schüssel κατά Αυστρίας, της 24.6.2004, Von Hannover κατά Γερμανίας και της 11.1.2005, Sciacca κατά Ιταλίας). Κατά το μέρος, ειδικώς, που αφορά στην τηλεόραση, το Κράτος, στο οποίο ανατίθεται, με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος, ο άμεσος έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, οφείλει να ελέγχει την τήρηση, εκ μέρους των ασκούντων μέσω της τηλεοράσεως το δικαίωμα του πληροφορείν, της κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεώς τους να σέβονται, κατά την άσκηση του δικαιώματός τους, τα δικαιώματα των άλλων, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος του καθενός στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο άμεσος έλεγχος του Κράτους επί της τηλεοράσεως σκοπεί, μεταξύ άλλων, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 15 παράγραφος 2 του Συντάγματος, στη διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην αποτελεσματική προάσπιση της οποίας αποσκοπεί και η συνταγματική κατοχύρωση των επί μέρους ατομικών δικαιωμάτων και, κατ’ εξοχήν, του δικαιώματος του καθενός να απαιτεί σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του. Μέσο ασκήσεως του ως άνω ελέγχου, από το Κράτος, της ασκήσεως του δικαιώματος του πληροφορείν εντός των ορίων που επιβάλλει η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων αποτελεί, πλην άλλων, το θεσπιζόμενο στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν. 2328/1995 σύστημα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, η αρμοδιότητα της επιβολής των οποίων ανατίθεται ήδη από Σύνταγμα κατ’ αποκλειστικότητα στο Ε.Σ.Ρ. Η καταγραφή, εξ άλλου, με κρυφά μέσα, εικόνας, η οποία έχει ως κύριο ή ως μοναδικό θέμα συγκεκριμένο πρόσωπο, συνιστά, κατ’ αρχήν, προσβολή του δικαιώματος του προσώπου τούτου επί της εικόνας του, το δικαίωμα δε αυτό προστατεύεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, από τα άρθρα 9 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 8 παράγραφος 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ως ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Επομένως, η μετάδοση δια της τηλεοράσεως ειδήσεως, της οποίας αποκλειστική ή κύρια πηγή αποτελεί εικόνα συγκεκριμένου προσώπου, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, εφ’ όσον η μεταδιδόμενη είδηση έχει ληφθεί υπό συνθήκες που στοιχειοθετούν προσβολή του δικαιώματος τρίτου επί της εικόνας του. Ως εκ τούτου, η μετάδοση της εν λόγω ειδήσεως μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει την επιβολή από το Ε.Σ.Ρ. διοικητικής κυρώσεως από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν. 2328/1995. Είναι, εν τούτοις, δυνατόν να κριθεί από το Ε.Σ.Ρ., κατόπιν ειδικής και πλήρως αιτιολογουμένης σταθμίσεως, ότι η μετάδοση ειδήσεως, με αποκλειστική ή κύρια πηγή εικόνα, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, επειδή ο προερχόμενος από τη μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζόμενου προσώπου επί της εικόνας του δικαιολογείται, εν όψει και της ιδιότητος του προσώπου τούτου, λόγω της συμβολής της μεταδοθείσης ειδήσεως σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος (πρβλ. συναφώς την προμνησθείσα απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της υποθέσεως Von Hannover, ιδίως §§ 60 και επ.). Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία η μετάδοση της ως άνω ειδήσεως θεωρείται, για τους εκτεθέντες λόγους, ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, τούτο δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι καθίσταται θεμιτή και η μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που κατεγράφη με κρυφά μέσα και συνιστά την πηγή της θεμιτώς μεταδοθείσης ειδήσεως. Τούτο δε διότι η μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα αποτελεί περιορισμό του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του, κατά πολύ εντονότερο του περιορισμού που συνιστά για το εν λόγω δικαίωμα η απλή μετάδοση της ειδήσεως που έχει ως πηγή την επίμαχη, κρυφίως ληφθείσα εικόνα. Κατά συνέπεια, ο εντονότερος αυτός περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, μόνον εάν το Ε.Σ.Ρ. θεωρήσει, κατόπιν ειδικής και πλήρως αιτιολογουμένης κρίσεως, ότι η θεμιτή, για τους εκτεθέντες λόγους, μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως είναι απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την μετάδοση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα και αποτελεί την πηγή της ειδήσεως. Υπό το φως δε των ανωτέρω αρχών, συναγομένων από τις μνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., είναι ερμηνευτέες και οι νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη. Κατά την ειδικότερη, εξ άλλου, γνώμη των Συμβούλων Δ. Κωστόπουλου, Ν. Ρόζου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου, Κ. Ευστρατίου και Ι. Γράβαρη, προς την οποίαν συνετάγη και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης, η χρησιμοποίηση, κατά τ’ ανωτέρω, κρυφού μέσου για την, εν αγνοία ορισμένου προσώπου, απόσπαση οπτικού ή ηχητικού υλικού της ιδιωτικής του ζωής και τη μετάδοση, με τον τρόπο αυτό, σχετικών ειδήσεων,συνιστά ευθεία προσβολή της ανθρώπινης αξίας, καθώς υποβιβάζει το συγκεκριμένο πρόσωπο από υποκείμενο της εννόμου τάξεως και των κοινωνικών σχέσεων σε απλό μέσον για την επιδίωξη ασύνδετων προς την βούλησή του σκοπών. Εφ’ όσον δε, κατά την γνώμη αυτή, η προστασία της ανθρώπινης αξίας, η οποία, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 2 παράγραφος 1, 15 παράγραφος 2 και 25 παράγραφος 1), οριοθετεί τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, είναι απόλυτη, η κατά τον ανωτέρω τρόπο μετάδοση ειδήσεων είναι, αντιστοίχως, απολύτως απαγορευμένη, μη υποκείμενη, ως εκ τούτου, σε σταθμίσεις με άλλα αγαθά, κινητοποιούσα δε, καθ’ εαυτήν, την αρμοδιότητα της οικείας αρχής προς επιβολή κυρώσεων. Τούτο δε, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για μετάδοση μόνο της είδησης ή και του οπτικοακουστικού υλικού, στο οποίο αυτή στηρίχθηκε, του ζητήματος βεβαίως τούτου συνεκτιμωμένου κατά την κρίση της βαρύτητας της παραβάσεως. Τα ανωτέρω, εξ άλλου, δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση που η μετάδοση ειδήσεως με τον προεκτεθέντα τρόπο αποκαλύπτει έκνομη συμπεριφορά, ενόσω, πάντως, ο εν λόγω τρόπος δεν εντάσσεται σε θεσμοθετημένη από την έννομη τάξη διαδικασία για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Σκαλτσούνη, Α. Καραμιχαλέλη, Ε. Αντωνόπουλου και Γ. Τσιμέκα, η κρίση του Ε.Σ.Ρ., με βάση τα μνημονευθέντα κριτήρια, ότι η μετάδοση ειδήσεως με αποκλειστική ή κύρια πηγή εικόνα, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, καθιστά επιτρεπτή και τη μετάδοση από την τηλεόραση της πιο πάνω εικόνας. Τούτο δε διότι, ενόψει της ιδιαίτερης φύσεως της τηλεοράσεως, σε σχέση προς τα λοιπά μέσα μαζικής ενημερώσεως, η τηλεοπτική μετάδοσης της ειδήσεως συμβαδίζει με την μετάδοση της εικόνας. Τέλος, κατά την γνώμη των Συμβούλων Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλια, Α. Ράντου και Ι. Ζόμπολα, από καμμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν απορρέει η κατ΄ ουσίαν απόλυτη απαγόρευση μεταδόσεως της εικόνας προσώπου, όπως την δέχεται η κρατήσασα γνώμη. Βεβαίως,η εικόνα του προσώπου, ως στοιχείο της προσωπικής του ζωής, καλύπτεται από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αξίωση κάθε προσώπου για το, κατ΄ αρχήν, απαραβίαστο της προσωπικής ζωής του. Η αξίωση, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά διαβαθμίζεται σε κατηγορίες, ανάλογες προς την ιδιότητα του προσώπου και τον χώρο, όπου λαμβάνει χώρα η αποτύπωση της προς μετάδοση εικόνας. Έτσι, για τους ιδιώτες, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει απόλυτη προστασία από την ακούσια λήψη και αναμετάδοση της εικόνας τους, είτε σε δημόσιο, είτε, πολλώ μάλλον, στον ιδιωτικό χώρο τους, εκτός αν πρόκειται για τυχαία και μη ειδικώς προσωποποιημένη λήψη της εικόνας ή εάν η λήψη της εικόνας γίνεται για την πρόληψη αξιόποινης πράξης σε δημόσιο χώρο. Για τα δημόσια πρόσωπα, η προστασία είναι μικρότερη. Τα δημόσια πρόσωπα, όπως είναι τα πολιτικά πρόσωπα, εξ ορισμού εκτίθενται στη δημοσιότητα, ενίοτε δε, επιλεκτικά, την επιδιώκουν. Η επιδίωξη αυτή δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δημιουργεί αντίστοιχη, εύλογη και εντός ορίων, επιδίωξη των μέσων ενημερώσεως και του κοινού για την προβολή στοιχείων της ζωής τους, που συνάπτονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με τις δημόσιες δραστηριότητές τους. Για τα πρόσωπα αυτά, υπάρχει, όπως και για τους ιδιώτες, απόλυτη προστασία της εικόνας τους στον ιδιωτικό χώρο τους, καθώς και σε δημόσιο χώρο, προσιτό στο κοινό, όταν τα πρόσωπα αυτά έχουν, στον δημόσιο χώρο, υπαίθριο ή κλειστό, προσωπικές ή οικογενειακές στιγμές. Όταν, όμως, τα πρόσωπα αυτά δεν διατελούν, σε δημόσιο χώρο, στις ανωτέρω συνθήκες ή όταν, πολλώ μάλλον, ενεργούν κατά τρόπο που, δικαιολογημένα, μπορεί να ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, όπως στην περίπτωση που επιδεικνύουν συμπεριφορά αντίθετη προς εκείνη που επιβάλλει ο συγκεκριμένος δημόσιος ρόλος τους ή αντίθετη προς την εικόνα, που εκείνα προβάλλουν για τον εαυτό τους, τότε το δικαίωμα στην πληροφόρηση και το δικαίωμα του πληροφορείν μπορεί να δικαιολογήσει την ακούσια λήψη της εικόνας τους και την προβολή από τα μέσα ενημερώσεως των σχετικών στιγμιοτύπων. [πρβλ. ΕΔΔΑ, Krone κατά Αυστρίας (26-2-2002), Plon κατά Γαλλίας (18-5-2004), von Hannover κατά Γερμανίας (24-6-2004), Ρεκλός κατά Ελλάδος (15-1-2009), House of Lords (M.B.) Campbell κατά MGN (6-4-2004)]. Ειδικότερα, η καταγραφή της εικόνας προσώπου είναι σύμφυτη με την έννοια της τηλεοράσεως. Δεν νοείται να ρυθμίζεται, και, επομένως, να κατοχυρώνεται συνταγματικά, ο τρόπος λειτουργίας μέσου ενημερώσεως, όπως η τηλεόραση, αλλά αυτό να λειτουργεί με τον τρόπο λειτουργίας άλλου μέσου ενημερώσεως, όπως το ραδιόφωνο. Διότι ειδησεογραφική τηλεόραση με απλή εμφάνιση του εκφωνητή των ειδήσεων, χωρίς τηλεοπτική αναμετάδοση στιγμιοτύπων, που περιλαμβάνουν και την εν δράσει εικόνα δημοσίων προσώπων, κατ’ ουδέν διαφέρει στην ουσία από την ραδιοφωνική μετάδοση ειδήσεων. Είναι διαφορετικό το ζήτημα μεταδόσεως εικόνων δημοσίων προσώπων σε περιπτώσεις άλλες από τις, κατά τα ανωτέρω, θεωρούμενες ως επιτρεπόμενες. Εκεί, ασφαλώς, η αναμετάδοση απαγορεύεται και το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει τις κυρώσεις (βλέπε, μεταξύ άλλων, τις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 14). Στις, κατά τα ανωτέρω, όμως, επιτρεπόμενες περιπτώσεις προβολής της εικόνας δημοσίων προσώπων, το τεκμήριο, κατά την στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στην πληροφόρηση και την δημόσια διαφάνεια αφ’ ενός και στην προστασία της εικόνας αφ’ ετέρου, είναι υπέρ του επιτρεπτού της μεταδόσεως της ακουσίως ληφθείσης εικόνας. Η κρατήσασα γνώμη αναγορεύει την προστασία της εικόνας σε απόλυτο αγαθό, χωρίς να υπάρχει σχετική συνταγματική πρόβλεψη, και καθιστά τον συνταγματικό κανόνα του επιτρεπτού της αναμεταδόσεως εικόνας, αν η αναμετάδοση δεν παραβιάζει άλλες συνταγματικές διατάξεις, εξαίρεση, υπό άκρως αυστηρές προϋποθέσεις επιτρεπόμενη.
13. Επειδή, όπως ήδη εξετέθη, με την προσβαλλομένη απόφαση του Ε.Σ.Ρ. επεβλήθη, αφ’ ενός μεν διοικητική κύρωση, συνισταμένη στην επιβολή προστίμου, αφ’ ετέρου δε διοικητική κύρωση ηθικού περιεχομένου, συνισταμένη στην υποχρέωση μεταδόσεως, κατά την έναρξη τριών συνεχομένων κεντρικών δελτίων ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού που εκμεταλλεύεται η αιτούσα, κειμένου, με το οποίο γνωστοποιείται η επιβολή του ανωτέρω προστίμου. Όπως ευθέως συνάγεται από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως του Ε.Σ.Ρ., καθώς και από το Πρακτικό της 162ης Συνεδριάσεως του Ε.Σ.Ρ., κατά την οποία αποφασίσθηκε, έπειτα από ακρόαση των εκπροσώπων της αιτούσης εταιρείας, η επιβολή των επιμάχων διοικητικών κυρώσεων, οι κυρώσεις αυτές επεβλήθησαν επειδή, κατά τη διάρκεια των εκπομπών «…» της 24.01.2002 και «…» της 27.01.2002, μεταδόθηκαν, κατά παράβαση των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, στιγμιότυπα, ληφθέντα με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας» και, ειδικότερα, επειδή: α) Στην πρώτη από τις αναφερθείσες εκπομπές («…» της 24.01.2002) παρουσιάσθηκαν μαγνητοσκοπημένα αυτοτελή οπτικοακουστικά θέματα (βίντεο), τα οποία είχαν ληφθεί όλα με την χρήση «κρυφής κάμερας». Τα βίντεο αυτά περιελάμβαναν τρεις λήψεις. Στην πρώτη από αυτές εμφανίζεται ο παρεμβαίνων …, τότε βουλευτής Αχαΐας, να εισέρχεται σε κατάστημα τυχερών παιγνιδιών της Πάτρας και να παίζει σε δύο μηχανήματα, με τη δεύτερη έχει μαγνητοσκοπηθεί συνάντηση του ίδιου βουλευτή με συνεργάτες του παρουσιαστή της εκπομπής, οι οποίοι προβάλλουν στο βουλευτή την πρώτη λήψη και στην τρίτη έχει μαγνητοσκοπηθεί συνάντηση του βουλευτή με τον παρουσιαστή της εκπομπής στο γραφείο του τελευταίου. β) Στη δεύτερη από τις ανωτέρω εκπομπές («…» της 27.1.2002) προβλήθηκαν εκ νέου τα βίντεο που είχαν μαγνητοσκοπηθεί με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας». Υπό τα δεδομένα, όμως, αυτά και εν όψει των οριζομένων στις κρίσιμες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., υπό το φως των οποίων είναι ερμηνευτέες και οι παρατεθείσες στην ενδέκατη σκέψη νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις, η κρίση του Ε.Σ.Ρ., κατά την οποία συνιστά παράβαση των κανόνων που διέπουν την λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών η μετάδοση, κατά τη διάρκεια των ως άνω εκπομπών, εικόνων, οι οποίες ελήφθησαν με κρυφά μέσα και έχουν ως κύριο θέμα συγκεκριμένο πρόσωπο, δηλαδή τον ήδη παρεμβαίνοντα …, αιτιολογείται νομίμως και επαρκώς. Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η εν λόγω κρίση του Ε.Σ.Ρ. έχει διατυπωθεί κατά παράβαση των άρθρων 9, 15 παράγραφοι 1 και 2 και 25 του Συντάγματος και 10 της Ε.Σ.Δ.Α. είναι, στο σύνολό τους, απορριπτέοι. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση του Ε.Σ.Ρ. έχει εκδοθεί κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α και αιτιολογείται, εν γένει, πλημμελώς, διότι, τόσο η μετάδοση της ειδήσεως ότι ο παρεμβαίνων … εισήλθε σε κατάστημα τυχερών παιγνιδιών της Πάτρας και έπαιξε στα λειτουργούντα στο κατάστημα αυτό μηχανήματα, όσο και η προβολή των σχετικών εικόνων, καθώς και εικόνων από τις συναντήσεις του ανωτέρω παρεμβαίνοντος με τον παρουσιαστή των επίμαχων εκπομπών και με συνεργάτες του τελευταίου, δικαιολογούνται, έστω και αν οι προβληθείσες εικόνες ελήφθησαν με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», από εύλογο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και επιτακτικό δημόσιο συμφέρον, εν όψει της ιδιότητος του …, ο οποίος ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, βουλευτής και πρόεδρος διακομματικής επιτροπής που είχε συγκροτηθεί από τη Βουλή των Ελλήνων προς μελέτη του κοινωνικού προβλήματος της ευρείας διαδόσεως των ηλεκτρονικών τυχερών παιγνιδιών. Ο λόγος, όμως, αυτός, κατά το μέρος που αναφέρεται στη μετάδοση της ανωτέρω ειδήσεως, είναι, κατά την γνώμη του Προέδρου, των Συμβούλων Π. Πικραμμένου, Ν. Σκλία, Α. Θεοφιλοπούλου, Α. Συγγούνα, Α. Γκότση, Ν. Μαρκουλάκη, Δ. Μαρινάκη, Σ. Χαραλάμπους, Π. Κοτσώνη, Κ. Βιολάρη, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Π. Καρλή και Δ. Γρατσία, προς την γνώμη των οποίων ετάχθη και η Πάρεδρος Μ. Τριπολιτσιώτη, απορριπτέος, προεχόντως ως ερειδόμενος επί ανακριβούς προϋποθέσεως τούτο δε, διότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, η προσβαλλομένη απόφαση του Ε.Σ.Ρ. δεν έχει εκδοθεί, όπως ευθέως συνάγεται από το κείμενο της αποφάσεως αυτής, καθώς και από το πρακτικό της κρίσιμης συνεδριάσεως του Ε.Σ.Ρ., κατ’ επίκληση της μεταδόσεως της ειδήσεως,στην οποία αναφέρεται η αιτούσα, αλλά κατ’ επίκληση, αποκλειστικώς και μόνον, της μεταδόσεως, κατά τη διάρκεια των επίμαχων εκπομπών, των εικόνων που είχαν ληφθεί με κρυφά μέσα και απετέλεσαν την πηγή της ειδήσεως. Κατά δε το μέρος που προβάλλεται ότι, για τους εκτεθέντες λόγους δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος και δημοσίου συμφέροντος, ήταν δικαιολογημένη η προβολή των επίμαχων εικόνων, ο εξεταζόμενος λόγος είναι, κατά την αυτή ως άνω γνώμη, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η αιτούσα ούτε αμφισβητεί, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, ότι οι επίμαχες εικόνες ελήφθησαν με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», ούτε προβάλλει, κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, ότι η μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως, στην οποία αναφέρεται, ήταν απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την μετάδοση των εικόνων που απετέλεσαν την πηγή της και ελήφθησαν με κρυφά μέσα. Εν όψει των ανωτέρω, απορριπτέοι ως αβάσιμοι είναι, τέλος, κατά την αυτή γνώμη, οι λόγοι ακυρώσεως περί εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως κατά παράβαση των άρθρων 3 παράγραφος 1 περίπτωση β΄ του ν. 2328/1995, 7 και 9 παράγραφος 1 του Κανονισμού 1/1991 του Ε.Σ.Ρ. και 2 παράγραφος 3 του Κανονισμού 2/1991 του Ε.Σ.Ρ., όπως και ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίον προβάλλεται ότι κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεώς του το Ε.Σ.Ρ. δεν έλαβε υπ’ όψη, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 παράγραφος 15 του ν. 2328/1995, τις αρχές δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, όπως εγκρίθηκαν με την από 19/20.5.1998 απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως της Ενώσεως Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (Ε.Σ.Η.Ε.Α.). Κατά τη γνώμη, εξ άλλου, των Συμβούλων Δ. Κωστόπουλου, Ν. Ρόζου, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνη, Αικ. Χριστοφορίδου, Κ. Ευστρατίου και Ι. Γράβαρη, προς την οποίαν συνετάγη και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης, οι ανωτέρω λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι, εν όψει όσων αυτοί διατύπωσαν ανωτέρω, στην δωδέκατη σκέψη. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Σκαλτσούνη, Α. Καραμιχαλέλη, Ε.Αντωνόπουλου και Γ. Τσιμέκα, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να γίνει δεκτή, κατ’ αποδοχή προβαλλομένου λόγου ακυρώσεως. Τούτο δε διότι, όπως προαναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση του Ε.Σ.Ρ. ερείδεται αποκλειστικώς στο γεγονός ότι μεταδόθηκαν εικόνες που είχαν ληφθεί με κρυφά μέσα και απετέλεσαν την πηγή της ειδήσεως, χωρίς προηγούμενη κρίση επί του ζητήματος αν η μετάδοση της ειδήσεως με αποκλειστική ή κύρια πηγή τις πιο πάνω εικόνες συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν. Τέλος, κατά την γνώμη των Συμβούλων Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλια, Α. Ράντου και Ι. Ζόμπολα, οι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι και έπρεπε να γίνουν δεκτοί. Τούτο δε διότι, η ακούσια λήψη και η εν συνεχεία τηλεοπτική προβολή της εικόνας δημοσίου προσώπου, δηλαδή βουλευτή, και μάλιστα προέδρου επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων για το κοινωνικό πρόβλημα της ευρείας διαδόσεως των ηλεκτρονικών τυχηρών παιγνίων, που ελήφθη σε προσιτό στο κοινό δημόσιο χώρο, δηλαδή σε κατάστημα, μάλιστα δε σε κατάστημα διενεργείας ηλεκτρονικών τυχηρών παιγνίων, ήταν υπό τις συντρέχουσες εν προκειμένω συνθήκες, επιτρεπτή, εφ’ όσον απέβλεπε, κατά την περί τούτου αντίληψη και εκτίμηση του μέσου ενημερώσεως, που δεν είναι, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ελεγκτή, στην πληροφόρηση του κοινωνικού συνόλου για την συμπεριφορά του ως άνω δημοσίου προσώπου, που ήταν, κατά την αυτή εκτίμηση, αντίθετη προς εκείνη που επέβαλλε ο συγκεκριμένος δημόσιος ρόλος του. Υπό τις συγκεκριμένες δε συνθήκες, κατ’ αντίθεση δε προς τα γενόμενα δεκτά από το Ε.Σ.Ρ., δεν υπερέβαινε τα τιθέμενα από την αρχή της αναλογικότητος όρια η εκτίμηση του μέσου ενημερώσεως ότι η προβολή της ανωτέρω εικόνας ήταν ο μόνος θεμιτός τρόπος πειστικής αναμεταδόσεως ειδήσεως, που άλλως θα κινδύνευε να θεωρηθεί και ως ανυπόστατη ή συκοφαντική.
14. Επειδή προβάλλεται, περαιτέρω, ότι οι επίμαχες διοικητικές κυρώσεις επεβλήθησαν κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητος και των οριζομένων στο άρθρο 4 παράγραφος 1 του ν. 2328/1995, διότι, αφ’ ενός μεν δεν εκτιμήθηκε από το Ε.Σ.Ρ. η βαρύτητα της διαπιστωθείσης από αυτό παραβάσεως, αφ’ ετέρου δε δεν μνημονεύονται στην προσβαλλομένη απόφαση του Ε.Σ.Ρ. συγκεκριμένα στοιχεία, ως προς την τηλεθέαση που συγκέντρωσαν οι επίμαχες εκπομπές και ως προς το ύψος της πραγματοποιηθείσης από την αιτούσα επενδύσεως. Ο λόγος είναι απορριπτέος, κατά μεν το πρώτο σκέλος του, διότι από την προσβαλλομένη πράξη και το πρακτικό της κρίσιμης συνεδριάσεως του Ε.Σ.Ρ. ευθέως προκύπτει ότι ελήφθη υπ’ όψη η βαρύτητα της διαπιστωθείσης από το Ε.Σ.Ρ. παραβάσεως, κατά δε το δεύτερο σκέλος του, διότι η έλλειψη μνείας στοιχείων, ως προς την τηλεθέαση των επιμάχων εκπομπών και το ύψος της πραγματοποιηθείσης από την αιτούσα επενδύσεως δεν καθιστούν πλημμελή την επιμέτρηση των επιβληθεισών διοικητικών κυρώσεων, λαμβανομένου, ιδίως, υπ’ όψη αφ’ ενός μεν ότι, όπως εκτίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Ε.Σ.Ρ., είχαν και στο παρελθόν επιβληθεί κυρώσεις για «ανάλογη μετάδοση» από τον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό, αφ’ ετέρου δε ότι οι διατάξεις του άρθρου 4 παράγραφος 1 του ν. 2328/1995 προβλέπουν την επιβολή διοικητικών κυρώσεων κατά πολύ αυστηροτέρων από εκείνες που επεβλήθησαν εν προκειμένω.
[…]
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Σημείωμα
Το ζήτημα της συνταγματικής αξιολόγησης της «κρυφής κάμερας» ως μεθόδου της «ερευνητικής» δημοσιογραφίας απασχόλησε ιδιαιτέρως τους δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η Ολομέλεια συνεδρίασε δημόσια στις 2 Ιουνίου 2006, χρειάστηκαν τέσσερις διασκέψεις και τελικά η απόφαση δημοσιεύθηκε μόλις στις 16 Απριλίου 2010 –σημειωτέον, επτά συναπτά έτη μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως. Πάνω απ’ όλα, όμως, η «βάσανος» των δικαστών φαίνεται στο ότι διατυπώθηκαν τέσσερις εμπεριστατωμένες γνώμες, δύο συντρέχουσες και δύο μειοψηφούσες. Για τις διατυπωθείσες απόψεις βλ. Ν. Κ. Αλιβιζάτου, Όταν το ΣτΕ εξορκίζει την «κρυφή κάμερα». Με αφορμή την ΣτΕ Ολ 1213/2010, ΔΙΜΕΕ 2010, σ. 166 επ.

Α.Κ.