

Αριστόβουλος Μάνεσης – Συνταγματική θεωρία και πράξη ένα μνημειώδες έργο, μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον.
«Συνταγματική Θεωρία και Πράξη»: ένα μνημειώδες έργο, μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον
του Γιώργου Χ. Σωτηρέλη*
Αξιότιμοι προσκεκλημένοι,
φίλες και φίλοι του Ομίλου μας
αγαπητή μας Μαίρη
Ο Όμιλος «Αριστόβουλος Μάνεσης» έχει την χαρά και την τιμή να παρουσιάσει ενώπιόν σας τον δεύτερο τόμο της «Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης», η έκδοση του οποίου αποτέλεσε εξ αρχής μια από τις βασικές προτεραιότητές μας. Ο τόμος αυτός καλύπτει την τελευταία εικοσαετία της ζωής του Δασκάλου μας και συμπληρώνει τον πρώτο, που ανατυπώθηκε επί τούτω, ώστε να συναποτελέσουν ένα ενιαίο εκδοτικό σύνολο και να παράσχουν, έτσι, ιδίως για τις νεότερες γενιές, μια εύκολη πρόσβαση σε έναν μεγάλο αριθμό δυσεύρετων κειμένων, κατεσπαρμένων ιδίως σε συλλογικά έργα, σε επιστημονικά περιοδικά και στον Τύπο. Μεγάλες ευχαριστίες ανήκουν, για την ολοκλήρωση αυτού το έργου, στον εκδότη Παναγιώτη Σάκκουλα, ο οποίος αγκάλιασε από την αρχή, με πίστη και ενθουσιασμό, την προσπάθειά μας και συνέβαλε τα μέγιστα στην άρτια, τόσο από τεχνική όσο και από αισθητική άποψη, ευόδωσή της.
Η σημερινή μας εκδήλωση, για την οποία ευχαριστούμε ιδιαίτερα τις Πρυτανικές Αρχές και το Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχει δύο αλληλένδετους στόχους. Πρώτον, αποβλέπει στην ανάδειξη του ιδιαίτερου στίγματος και του ενδιαφέροντος του συγκεκριμένου εκδοτικού εγχειρήματος, τόσο από την άποψη των κριτηρίων επεξεργασίας και κατάταξης όσο και από την άποψη του περιεχομένου των βασικών θεματικών ενοτήτων του. Δεύτερον, αποτελεί μια αφορμή να εγκύψουμε ξανά στο πλούσιο και πολύτιμο επιστημονικό έργο του Δασκάλου μας, το οποίο σημάδεψε το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και αποτέλεσε αστείρευτη πηγή προβληματισμών και αναζητήσεων για το σύνολο σχεδόν του νομικού αλλά και για μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μια σύντομη γενική παρουσίαση του τόμου, για να δώσω στην συνέχεια την σκυτάλη στον συνάδελφο και φίλο Νίκο Αλιβιζάτο, ιδρυτικό μέλος και αντιπρόεδρο του Ομίλου, προκειμένου να εμβαθύνει, με την γνωστή γλαφυρότητα του ύφους του, σε ορισμένες σημαντικές επιμέρους πλευρές του έργου του Δασκάλου μας.
Όπως λέχθηκε ήδη, αγαπητοί φίλοι, ο δεύτερος τόμος της Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης αποτελεί την συνέχεια του πρώτου τόμου, ο οποίος σταματάει το 1979. Περικλείει δε ένα εξαιρετικά πλούσιο και πολύπλευρο επιστημονικό έργο, το οποίο κατατάσσεται σε επί μέρους θεματικές ενότητες. Σπεύδω εξ αρχής να επισημάνω ότι η συμβολή του Ομίλου –και ειδικότερα του ομιλούντος και του μέχρι πρότινος Προέδρου του Ομίλου φίλου και συναδέλφου Γιώργου Παπαδημητρίου, που αναλάβαμε την επιμέλεια, με την πολύτιμη συνδρομή του επίσης φίλου και συναδέλφου Θανάση Ξηρού– αφορά κατά κύριο λόγο την κατάταξη και όχι την επιλογή των κειμένων, διότι αυτή είχε γίνει από τον ίδιο τον Δάσκαλο. Εκείνος, σε συνεννόηση με τον εκδότη μας, είχε σχεδιάσει ήδη, με τα δικά του κριτήρια και τις δικές του ιεραρχήσεις, την έκδοση του δεύτερου αυτού τόμου και είχε ξεχωρίσει τα έργα που ήθελε να περιληφθούν σε αυτόν (τα οποία, πάντως, για την ιστορία, δεν βρέθηκαν αμέσως μετά τον θάνατό του αλλά αρκετά αργότερα, καταχωνιασμένα ανάμεσα σε άλλα έγγραφα, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η παρούσα έκδοση, ενώ ήταν μια από τις πρώτες μας προτεραιότητες).
Παρότι όμως θεωρήσαμε αυτήν την επιλογή δεδομένη, κρίναμε σκόπιμο να προσθέσουμε στον τόμο και ορισμένες σημαντικές μονογραφίες, διότι για διάφορους λόγους, που δεν είναι του παρόντος, έπαυσε στο μεταξύ η κυκλοφορία των αρχικών αυτοτελών εκδόσεών τους και δυσχεράνθηκε έτσι, ιδίως για τους νεότερους, η πρόσβαση σε αυτές. Επιπλέον, δε, θεωρήσαμε αυτονόητο ότι στον τόμο αυτόν έπρεπε να προστεθούν και τα τελευταία κείμενά του, τα οποία ευλόγως δεν είχε προλάβει να συμπεριλάβει στο σώμα των υπό έκδοση κειμένων. Αυτές ήταν οι μοναδικές εξαιρέσεις από την αρχική επιλογή, η οποία κατά τα άλλα ακολουθήθηκε απαρέγκλιτα.
Σε αντίθεση με την επιλογή, η κατάταξη των κειμένων μας απασχόλησε πολύ περισσότερο, διότι δεν υπήρχε καμία σχετική προεργασία. Ως εκ τούτου έπρεπε να αναζητήσουμε μόνοι μας τα κριτήρια, έχοντας δύο εναλλακτικές λύσεις. Η πρώτη ήταν να ακολουθήσουμε τα κριτήρια του πρώτου τόμου, τα οποία όμως κρίθηκαν απρόσφορα, διότι είχαν προεχόντως χρονολογική βάση. Η δεύτερη εναλλακτική λύση, η οποία και υιοθετήθηκε, ήταν η κατάταξη σε επί μέρους θεματικές ενότητες, με αποκλειστικό κριτήριο το περιεχόμενο των κειμένων. Με βάση λοιπόν αυτό το κριτήριο επελέγησαν επτά θεματικές ενότητες, τις οποίες επιτρέψτε μου να αναφερθώ ειδικότερα:
Η πρώτη ενότητα είναι αυτή με το μεγαλύτερο θεωρητικό ενδιαφέρον, καθώς περιλαμβάνει κείμενα που ανατέμνουν με εμβρίθεια και διεισδυτικότητα, αλλά και με ζωντάνια που ξαφνιάζει, τις σχέσεις και τις αλληλεξαρτήσεις που χαρακτηρίζουν τις θεμελιώδεις αναφορές του συνταγματικού δικαίου: το κράτος, το δίκαιο, το Σύνταγμα και την πολιτική. Πρόκειται πράγματι για ρηξικέλευθα και συνάμα βαθυστόχαστα κείμενα, με εξαιρετικά πυκνό, πρωτότυπο και κριτικό προβληματισμό, που άνοιξαν δρόμους, σφραγίζοντας κυριολεκτικά την πορεία της συνταγματικής θεωρίας στη χώρα μας αλλά και επηρεάζοντας έντονα τόσο την εν γένει θεωρία του δικαίου όσο και την πολιτική θεωρία. Ιδιαίτερα θέλω να εξάρω την σημασία των εξής κειμένων:
Πρώτον, της εκτεταμένης μελέτης για την έννοια και την σημασία του δικαίου, που αποτελεί κατά την άποψή μου υπόδειγμα επιστημονικής εμβάθυνσης σε κρίσιμες και δύσκολες πτυχές του θεωρητικού προβληματισμού, με παράλληλο και πρόσφορο εμπλουτισμό του με τα πορίσματα του συνόλου σχεδόν των κοινωνικών επιστημών. Αξίζει μάλιστα να επισημανθεί η προσεκτική αλλά και εκλεκτικιστική διήθηση αυτών των πορισμάτων –χωρίς παρωπίδες και δογματισμούς αλλά και με σαφή την προτίμηση στην πλέον ριζοσπαστική εκδοχή τους– που χαρακτηρίζει γενικότερα την επιστημονική προσέγγιση του συγγραφέα. Συναφή και συμπληρωματικά, θα λέγαμε, προς αυτήν την βασική μελέτη, είναι και τα δύο μικρότερα κείμενά του, που περιλαμβάνονται στην πρώτη ενότητα και ολοκληρώνουν την θεώρησή του για το δίκαιο. Πρόκειται για το άρθρο «δίκαιο και πολιτική», που οριοθετεί ειδικότερα την σχέση και τις αλληλεπιδράσεις των δύο εννοιών, καθώς και για τον πρόλογο στον τόμο «νεοφιλελευθερισμός και δίκαιο», που είναι ένα από τα πρώτα κείμενα που αρθρώνουν έναν συγκεκριμένο και οδηγητικό, θα λέγαμε, αντίλογο απέναντι στις νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για το δίκαιο.
Δεύτερον, των δύο μελετών για το έργο του αξέχαστου Νίκου Πουλαντζά, οι οποίες νομίζω ότι φωτίζουν σε βάθος και με γλαφυρότητα τον εξαιρετικά πλούσιο και πρωτότυπο προβληματισμό του τραγικού αυτόχειρα συγγραφέα, ιδίως δε την πολύτιμη πράγματι συμβολή του στην σύγχρονη θεωρία του κράτους, η οποία εμφανώς επηρέασε βαθιά τον εν γένει θεωρητικό προβληματισμό του Αριστόβουλου Μάνεση.
Τρίτον, της εξαιρετικά επίκαιρης μελέτης του για το Σύνταγμα στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Η μελέτη αυτή, με πυκνή αλλά και εξαιρετικά σύγχρονη και επίκαιρη επιχειρηματολογία, συμπυκνώνει μερικές πολύτιμες υποθήκες του Αριστόβουλου Μάνεση για κάθε ανήσυχο και προβληματισμένο νομικό του σήμερα, καθώς αναδεικνύει με ενάργεια τις σύγχρονες μεταλλάξεις του εξουσιαστικού φαινομένου, εν όψει της «νέας τάξης πραγμάτων», της «παγκοσμιοποίησης» και της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ταυτόχρονα δε υποδεικνύει, με εκπλήσσουσα νηφαλιότητα και φρεσκάδα ιδεών και επιχειρημάτων, αφ’ενός την μέθοδο της θεωρητικής προσέγγισης της σημερινής συνταγματικής πραγματικότητας –που πόρρω απέχει από την λογική μιας άκριτης προσαρμογής στα νέα δεδομένα – και αφ’ετέρου τις αναγκαίες αντιστοιχήσεις που πρέπει να προσδιορίσουν την στάση του σύγχρονου συνταγματισμού.
Η τέταρτη μελέτη που πρέπει να αναδειχθεί στην θεματική αυτή ενότητα αφορά μια ομιλία του Αριστόβουλου Μάνεση στην Ακαδημία Αθηνών για την διαλεκτική σημασία του «Όχι». Πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πλέον εμπνευσμένα κείμενά του, καθώς η επέτειος του «Όχι» στον φασισμό του δίνει την ευκαιρία να αναδείξει, με έντονα φιλοσοφική διάθεση αλλά και με ποιητικές αναφορές, την εν γένει σημασία της άρνησης, ως αντίστασης απέναντι σε κάθε εξουσία, σε κάθε καταναγκασμό και σε κάθε πρακτική που οδηγεί στην αλλοτρίωση, στην απαξίωση και την φθορά του ανθρώπου.
Στην δεύτερη ενότητα εντάσσονται κείμενα που αφορούν την ιστορική εξέλιξη των πολιτικών και συνταγματικών μας θεσμών. Στα κείμενα αυτά ο συγγραφέας δίνει –μετά την συνταγματική του ιστορία που περιλαμβάνεται στον πρώτο τόμο– ένα ακόμη εξαίρετο δείγμα γραφής για την επιστημονική προσέγγιση της ιστορίας του συνταγματισμού στη χώρα μας. Προσέγγιση η οποία χαρακτηρίζεται από σαφείς και κατασταλαγμένες θέσεις για τη σημασία της εξέτασης των καταβολών των συνταγματικών και πολιτικών μας θεσμών, τόσο αυτοτελώς όσο και ως προϋπόθεσης για την πληρέστερη κατανόηση της σημερινής τους διαμόρφωσης.
Ειδικότερα στην ενότητα αυτή περιλαμβάνεται, εν πρώτοις, ένα εκτενές κείμενο για την εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα, το οποίο παρέχει το αναλυτικό πανόραμα των εξελίξεων που σημάδεψαν την πορεία των πολιτικών μας θεσμών, από τις απαρχές τους έως το πρώτο μισό της δεκαετίας του ΄80. Πρόκειται για μια πραγματικά πολύτιμη ιστορική περιδιάβαση, με εύστοχη, νηφάλια και προπαντός απροκατάληπτη θεώρηση της πολιτικής και συνταγματικής μας ιστορίας, που φωτίζει σε βάθος τους σημαντικότερους σταθμούς της.
Τα υπόλοιπα κείμενα (μελέτες ή πρόλογοι σε μονογραφίες συνταγματικής και πολιτικής ιστορίας) εμβαθύνουν σε επί μέρους θεματικές, που καλύπτουν –με πολλές και χρήσιμες προεκτάσεις στο σήμερα– όλο το φάσμα της ιστορικής εξέλιξης του ελληνικού συνταγματισμού, ξεκινώντας από την πολιτική ιδεολογία του Ρήγα και φθάνοντας μέχρι τις σύγχρονες εκφάνσεις του, με ενδιάμεσους σταθμούς την Επανάσταση του 1821, την πρώτη περίοδο του ελληνικού κοινοβουλευτισμού και, τέλος, τις μεγάλες δοκιμασίες του στον 20ό αιώνα. Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η εκτενής μελέτη του για την φιλελεύθερη και δημοκρατική ιδεολογία της εθνικής επανάστασης του 1821, η οποία αποτελεί κατά την άποψή μου σημείο αναφοράς για κάθε μελετητή που καταπιάνεται με το αφετηριακό αυτό σημείο της σύγχρονης ιστορίας μας.
Στην τρίτη ενότητα τα κείμενα αναφέρονται στην αναθεώρηση του Συντάγματος και έχουν πράγματι διαχρονική αξία. Ιδιαίτερα γνωστή είναι, εν πρώτοις, η μονογραφία του για την αναθεώρηση του 1986, η οποία δικαιολογημένα αποτέλεσε ένα από τα πλέον πολυσυζητημένα επιστημονικά κείμενα της δεκαετίας του ΄80. Υποδειγματική τεκμηρίωση, σφριγηλή και μαχητική γραφή, έντονα κριτική προσέγγιση αλλά και επιστημονική νηφαλιότητα συνθέτουν μια ολοκληρωμένη θεώρηση τοα αναθεωρητικού διαβήματος του 1986, η οποία θέτει με πολύ σαφή τρόπο τα όρια ανάμεσα στην ανεξάρτητη επιστημονική στάση και στον αποφευκτέο επιστημονικό απολογητισμό.
Τα υπόλοιπα κείμενα αυτής της ενότητας είναι μια επιλογή σχετικών άρθρων του από τον Τύπο, που εκπλήσσουν με την ζωντάνια και τον επίκαιρο χαρακτήρα τους. Πράγματι, οι θέσεις του Αριστόβουλου Μάνεση οριοθετούν ένα ασφαλές αξιακό πλαίσιο, μέσα στο οποίο οφείλει να κινείται κάθε αναθεωρητική πρωτοβουλία απαλλαγμένη από μικροπολιτικές σκοπιμότητες, ενώ παράλληλα χαράσσουν και όλες τις βασικές κατευθύνσεις μια εύστοχης αναθεωρητικής πολιτικής. Δυστυχώς τις παρακαταθήκες αυτές ελάχιστα αξιοποίησε η «άτολμη» και «άχρους» –κατά την δική του διατύπωση– αναθεώρηση του 2001, ενώ η πρόσφατη και πολλαπλά ατυχής αναθεωρητική πρωτοβουλία μπορούμε να πούμε ότι όχι μόνον δεν ενέκυψε σε αυτές αλλά αντίθετα βρέθηκε, εν πολλοίς, στον αντίποδα τους.
Στην τέταρτη ενότητα εντάσσονται κείμενα που αναφέρονται στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που αποτέλεσε για τον Αριστόβουλο Μάνεση το προσφιλέστερο ίσως πεδίο της πολυδιάστατης επιστημονικής του δραστηριότητας. Τα κείμενα αυτά καλύπτουν όλο το φάσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων, από τις ιστορικές καταβολές τους μέχρι τις σύγχρονες εκφάνσεις τους.
Θα ξεχωρίσουμε ιδίως τις τρεις γενικότερες μελέτες, που αναφέρονται, αντίστοιχα, στις κύριες συνιστώσες του συστήματος θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα προβλήματα της προστασίας τους και στην προβληματική της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι μελέτες αυτές, με την συνήθη εκτεταμένη τεκμηρίωση, συνθέτουν μια ολοκληρωμένη θεώρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, υπό όλες τις εκδοχές τους. Εκείνο που πρέπει ιδίως να επισημανθεί είναι η εναγώνια προσπάθεια του Δασκάλου μας να αναδείξει την σημασία και την αξία της συνταγματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως της υπέρτατης κατάκτησης του νομικού μας πολιτισμού, αλλά και η έντονη και συνεχής υπόμνηση της παραπληρωματικότητας των επί μέρους κατηγοριών δικαιωμάτων (πολιτικά, ατομικά, κοινωνικά) ώστε να καταστεί σαφές ότι οι όποιες διακρίσεις δεν είναι οντολογικές αλλά μεθοδολογικές και ότι, εν τέλει, η συνταγματική ελευθερία είναι μια, ενιαία και αδιάσπαστη.. Ως εκ τούτου οι συγκεκριμένες αναλύσεις του Αριστόβουλου Μάνεση, που αποτελούν την συνέχεια αυτών που περιλαμβάνονται στο σχετικό διδακτικό του εγχειρίδιο αλλά και στον πρώτο τόμο, προσφέρουν όλες τις απαραίτητες ασφαλιστικές δικλείδες προκειμένου να αποτραπούν μονομερείς και επιλεκτικές αναγνώσεις –και κατ’επέκταση εκπτώσεις– της συνταγματικής ελευθερίας, προς τις οποίες ρέπουν ολοένα και περισσότερο οι απανταχού απολογητές της «παγκοσμιοποίησης» και της «νέας τάξης πραγμάτων». Στο σημείο αυτό μάλιστα αξίζει νομίζω να υπογραμμισθεί το ότι αυτή η γραμμή πλεύσης ακολουθήθηκε έως τώρα, με συνέπεια, από το σύνολο σχεδόν των επιστημόνων που ασχολούνται με τα θεμελιώδη δικαιώματα και εντάσσονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών του.
Αξιοπρόσεκτες είναι και δύο ειδικότερες μελέτες αυτής της θεματικής ενότητας, που αποτυπώνουν ανάγλυφα την επιστημονική συνέπεια αλλά και τον αξιακό πλούτο του Δασκάλου μας.
Πρόκειται, εν πρώτοις, για την εκτενή μελέτη του ως προς την συνταγματική καθιέρωση της ισονομίας ανδρών και γυναικών, η οποία επικεντρώνεται ιδίως στις αναγκαίες συνέπειες αυτής της καθιέρωσης, δηλαδή στην νομοθετική εκκαθάριση όλων των θεσμών που στοιχειοθετούν ή εμπερικλείουν διακρίσεις. Σε αυτήν δε την νομοθετική εκκαθάριση, η οποία συντελέσθηκε εν πολλοίς την δεκαετία του ΄80 –και στην οποία αφιερώνεται μεγάλο μέρος της μελέτης– είναι γνωστό ότι η συμβολή του Αριστόβουλου Μάνεση υπήρξε πράγματι καθοριστική.
Εξ ίσου ενδιαφέρουσα είναι και η μελέτη για την πραγμάτωση της συνταγματικής προστασίας της ανήλικης νεότητας στο ισχύον δίκαιο, η οποία επίσης αποτελεί, με την αναλυτική επεξεργασία και την πλούσια τεκμηρίωσή της, εξαιρετικά χρήσιμη συνεισφορά στην εν γένει προβληματική για την προστασία και, ιδίως, για την έμπρακτη εφαρμογή ευαίσθητων δικαιωμάτων, που συνδέονται με μια κρίσιμη ηλικιακή φάση της ζωής του κάθε ανθρώπου.
Κλείνουμε αυτήν την τέταρτη ενότητα με ένα κείμενο του οποίου η δημοσίευση αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Δασκάλου μας. Πρόκειται για την μελέτη «Όψεις και αντιμετώπιση του ρατσισμού», η οποία παρουσιάζει, από πολλές πλευρές, εξαιρετικό ενδιαφέρον. Πρώτον διότι προτείνει την πληρέστερη, κατά την άποψή μου, οριοθέτηση του προβλήματος του ρατσισμού, από την σκοπιά του συνταγματικού δικαίου. Αυτό επιτυγχάνεται, ιδίως, με τον συστηματικό και λεπτομερή φωτισμό όλων των λεπτών αποχρώσεων του φαινομένου του ρατσισμού και των παραφυάδων του, προκειμένου να επιτευχθούν, κατά το προσφορότερο δυνατό τρόπο, οι αναγκαίες εννοιολογικές αποσαφηνίσεις. Αξιοπρόσεκτη επίσης είναι και η παράλληλη πραγμάτευση του προβλήματος του εθνικισμού, όχι μόνον για την εύστοχη σύνδεσή του με το πρόβλημα του ρατσισμού αλλά και διότι αποδεικνύει με ενάργεια ότι αυτός διαφέρει από τον πατριωτισμό, όχι μόνον γενικά αλλά και στο επίπεδο της προστασίας των δικαιωμάτων. Εξ ού και η αποδοκιμασία ενός αφελούς και ανιστόρητου «διεθνισμού», όπως θεωρεί αυτόν που έχει επιδειχθεί στο ζήτημα των Σκοπίων.
Στην πέμπτη ενότητα περιλαμβάνεται μια επιλογή άρθρων από τον Τύπο, τα οποία αποτελούν εν πολλοίς επίκαιρες παρεμβάσεις του Δασκάλου μας σε δοκιμαζόμενες πλευρές της λειτουργίας του πολιτεύματος. Οι σχετικές αναλύσεις αποκαλύπτουν με ενάργεια υστερήσεις, παθογένειες και χρονίζοντα προβλήματα αλλά και προτείνουν διεξόδους, με προτάσεις που χαρακτηρίζονται από βαθιά γνώση της λειτουργίας του πολιτεύματος και κατ’επέκταση από ρεαλιστικό, στέρεο και μεστό προβληματισμό.
Στην έκτη ενότητα εντάσσονται κείμενα που εξετάζουν την σχέση της γλώσσας με το δίκαιο και την νομική επιστήμη. Η σωστή χρήση της ελληνικής γλώσσας στα νομικά κείμενα –αλλά και γενικότερα– ήταν μια από τις εμμονές του Δασκάλου μας, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά όσοι από μας είχαμε το προνόμιο να μας διορθώνει τα κείμενά μας. Δεν είναι λοιπόν συμπτωματικό ότι τα κείμενα αυτής της ενότητας –και ιδίως το δεύτερο εξ αυτών που έχει δημοσιευθεί και αυτοτελώς– είναι ίσως τα πλέον γλαφυρά και λεπτολογικά που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται, εν πρώτοις, σε μια σειρά εύστοχων διαπιστώσεων για την κακοποίηση της γλώσσας στη νομική επιστήμη και στη νομική πράξη, που συχνά μας φέρνουν χαμόγελα αλλά στο βάθος προκαλούν θλίψη για το μέγεθος της γλωσσικής ένδειας, που αποκαλύπτεται τόσο ανάγλυφα αλλά και σε τόσο μεγάλη έκταση. Ωστόσο ο Αριστόβουλος Μάνεσης δεν αρκείται, ως συνήθως, σε απλές διαπιστώσεις. Υποδεικνύει ταυτόχρονα, με εξαντλητικά παραδείγματα, λύσεις που αναδεικνύουν τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας και ταυτόχρονα αποτρέπουν τους γλωσσικούς βαρβαρισμούς. Είναι λοιπόν εύλογο μια τέτοια, τόσο μαχητική αλλά και τόσο αναλυτική, υπεράσπιση της ελληνικής γλώσσας να αποτελεί μια ακόμη πολύτιμη υποθήκη, την οποία επιτρέψτε μου να συστήσω ένθερμα, ιδίως στους νεότερους συναδέλφους, που τώρα διαμορφώνουν το γλωσσικό τους ύφος.
Τέλος, η έβδομη ενότητα είναι αφιερωμένη σε δύο σπαρακτικούς αποχαιρετισμούς του Δασκάλου μας. Αφορούν δύο αγαπημένους μαθητές του –και φίλους του ομιλούντος– που έφυγαν πολύ νωρίς και πολύ άδικα. Αποκαλύπτουν δε κατά τρόπο ανάγλυφο τον ιδιαίτερο δεσμό του Δασκάλου με τους μαθητές του, δεσμό που χαρακτήρισε έντονα ολόκληρη την πανεπιστημιακή διαδρομή του Αριστόβουλου Μάνεση.
Επιτρέψτε μου, αγαπητοί φίλοι, να κλείσω αυτήν την παρουσίαση με έναν περισσότερο βιωματικό τρόπο. Η ενασχόλησή μου με την επιμέλεια αυτού του τόμου μου προκάλεσε ένα παράξενο συναίσθημα. Εγώ, που είχα για τόσα χρόνια συνηθίσει να του δίνω τα κείμενά μου, και να τα παίρνω πίσω κοκκινισμένα, γεμάτα με ατάκτως ερριμμένες σημειώσεις και χαρακτηριστικά σύμβολα, βρέθηκα ξαφνικά, ενώπιος ενωπίω, με το δικό του έργο. Ένα τεράστιο έργο για το οποίο έπρεπε τώρα εγώ να αναλάβω κρίσιμες κατατάξεις, διορθώσεις και αποφάσεις. Δεν σας κρύβω ότι αισθάνθηκα δέος. Παράλληλα όμως αισθάνθηκα και απέραντη ικανοποίηση, διότι μέσω του Ομίλου ο Δάσκαλος έπαιρνε συμβολικά ένα ελάχιστο αντίδωρο για όσα του οφείλουμε, όλοι οι μαθητές του, για τις αμέτρητες ώρες που αφιέρωσε σκύβοντας με τόση προσοχή και με τόσο ενδιαφέρον –μέχρις υπερβολής– πάνω από τα γραπτά μας. Για τις ώρες που πέρασε «ψι-ψειρίζοντας» για «την αφεντιά μας», όπως του άρεσε να λέει χαμογελώντας.
Παράλληλα όμως αυτή η ενασχόληση μου έδωσε μια μεγάλη ευκαιρία. Να σκύψω ξανά πάνω από το έργο του, να συνομιλήσω ξανά μαζί του. Να θυμηθώ ξανά τον μόχθο, τις αγωνίες και τις αναζητήσεις μιας ολόκληρης εικοσαετίας. Της εικοσαετίας που έζησα από κοντά τον άνθρωπο που αποτέλεσε για μένα το αξεπέραστο πρότυπο όχι μόνο του Δασκάλου αλλά και του Πολίτη, του Επιστήμονα και του Διανοουμένου.
Ήταν αρκετή, φίλες και φίλοι, μια τέτοια περιδιάβαση στο έργο του Δασκάλου για να νιώσω ξανά το αταλάντευτο και ανυποχώρητο πάθος του για ελευθερία και δημοκρατία, και για να αισθανθώ ξανά την αύρα ενός λαμπερού, μαχητικού, και ανυπότακτου πνεύματος. Ενός πνεύματος που συνδύαζε τόσο αρμονικά αλλά και τόσο μαχητικά τον λογισμό με τ’όνειρο, τον κριτικό επιστημονικό λόγο με την πολιτική και κοινωνική ευαισθησία. Ενός πνεύματος που ποτέ δεν «συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις» της όποιας εξουσίας. Που δεν δείλιασε, δεν λάκισε, δεν ελίχθηκε, δεν συμβιβάσθηκε. Που δεν ενέδωσε ούτε στις σειρήνες του καιροσκοπισμού ούτε στην απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας. Που αρνήθηκε με κάθε τίμημα να νοθεύσει τον επιστημονικό λόγο με τις προσμίξεις ποικίλων σκοπιμοτήτων. Που είχε πάντα ανοιχτές τις κεραίες για κάθε καινούρια ιδέα αλλά και ήταν πάντα σε εγρήγορση, για να στηλιτεύσει κάθε αντιδημοκρατική νοοτροπία και πρακτική.
Ο τόμος που παρουσιάζεται σήμερα, φίλες και φίλοι, επιγράφεται, όπως και ο πρώτος, «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη». Η ενιαία πλέον έκδοση περιλαμβάνει το μέγιστο μέρος, αν εξαιρέσουμε τα διδακτικά εγχειρίδια, του έργου του Δασκάλου μας. Περιλαμβάνει, ταυτόχρονα, μισόν αιώνα προσωπικής διαδρομής που συνδύασε με τον πλέον υποδειγματικό τρόπο την θεωρία με την πράξη. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης έσκαψε όσο λίγοι το περιβόλι των ιδεών και των αναζητήσεων τόσο του παλαιού όσο και του νέου συνταγματισμού. Αποκάλυψε με απαράμιλλη διεισδυτικότητα τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους του θεωρητικού προβληματισμού για το Σύνταγμα. Ανέδειξε με ενάργεια και πληρότητα τους ιστορικούς καθορισμούς των συνταγματικών θεσμών. Παράλληλα όμως, δεν στάθηκε στα λόγια. Αν κάτι χαρακτηρίζει διαχρονικά την θεωρία και την πράξη του Αριστόβουλου Μάνεση, όπως είχα και άλλοτε την ευκαιρία να επισημάνω, είναι αφ’ενός μεν ο αδιάκοπος, έντονος και θαρραλέος αντίλογος απέναντι στον λόγο της εξουσίας, αφ’ετέρου δε η διαρκής και αταλάντευτη στράτευσή του στον χώρο της ελευθερίας. Ο λόγος του δεν υπήρξε ποτέ ούτε παρακολουθηματικός ούτε απολογητικός της εξουσίας. Ήταν λόγος αυτόνομος, ανυπότακτος και αδογμάτιστος. Ήταν λόγος-αντίβαρο και λόγος-αμφισβήτηση.
Να λοιπόν τι αντιπροσωπεύουν οι δύο τόμοι που παρουσιάζονται μαζί στην σημερινή μας εκδήλωση. Μια «Θεωρία» πλούσια και πρωτοποριακή, που χάραξε δρόμους στο συνταγματικό μας δίκαιο και έδωσε νόημα και ουσιαστικό περιεχόμενο στις ιδέες της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας. Παράλληλα δε και μια «Πράξη» που αποτέλεσε ασφαλές πεδίο δοκιμασίας και αξιολόγησης, όχι μόνον ως προς την ορθότητα των αρχών και των προτάσεων αλλά και ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεων και την συνέπεια των θέσεων. Μια «Πράξη» η οποία ποτέ δεν παρεξέκλινε από τις επιταγές της θεωρίας, παρά το βαρύ τίμημα των διώξεων και της εξορίας, στους δύσκολους καιρούς, αλλά και των απαξιωτικών προσωπικών επιθέσεων και επικρίσεων, στους καιρούς της ομαλότητας. Είναι γνωστό ότι ο Αριστόβουλος Μάνεσης είναι από τους λίγους που δεν έκυψε το γόνυ στην εξουσία και από τους ακόμη λιγότερους για τους οποίους ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να πει το «δάσκαλε που δίδασκες…».
Αυτόν λοιπόν τον σπάνιο συνδυασμό θεωρίας και πράξης παραδίδει αγαπητοί φίλοι ο Όμιλός μας, με την παρούσα έκδοση, στον νομικό κόσμο αλλά και σε κάθε προβληματισμένο πολίτη. Βρήκαμε μια βαριά κληρονομιά και θέλουμε να πιστεύουμε ότι την μετατρέψαμε σε μια πλούσια παρακαταθήκη, όχι μόνον εύκολα προσβάσιμη αλλά και πολλαπλά χρήσιμη:
Πρώτον, διότι αποθησαυρίζει, με τα κριτήρια του Δασκάλου μας, την πολύτιμη και πρωτοπόρα επιστημονική προσφορά του, που όχι μόνον εγκοίτωσε την πορεία του συνταγματικού δικαίου του χθες αλλά και μας έδωσε το οδηγητικό νήμα για τις αναζητήσεις του σήμερα και του αύριο.
Δεύτερον, διότι ενσωματώνει, ταυτόχρονα, ένα αξιοθαύμαστο παράδειγμα συνεπούς προσωπικής στάσης, η οποία υπαγορεύθηκε, σε όλες τις εποχές και με όλες τις συνθήκες, από «αρετήν και τόλμην», τις σπάνιες εκείνες ιδιότητες που συνθέτουν, κατά τον αγαπημένο του ποιητή, την αναγκαία βιόσφαιρα της ελευθερίας.
Τρίτον, διότι αποτελεί, σε μια εποχή πνευματικής και ηθικής ξηρασίας, αξιακών εκπτώσεων και μειωμένων προσδοκιών, μια όαση αισιοδοξίας και μια ανεξάντλητη πηγή δημιουργικής έμπνευσης, δημοκρατικής ευαισθησίας και ιδεολογικής εγρήγορσης.
* Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης
του Πανεπιστημίου Αθηνών