Εισαγωγή
Η θέση που επιφυλάσσει ο Αλέξανδρος Σβώλος στον κοινοβουλευτισμό προδίδει μια ένταση που διατρέχει το σύνολο του έργου του: αυτήν ανάμεσα στο πολιτικό (πράξη) και το θεωρητικό (γνώση) υποκείμενο. Έτσι, το 1928 στο «νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος» και το 1929 στον εναρκτήριο λόγο του από το βήμα του καθηγητή στη Νομική Αθηνών με τίτλο «Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», η δημοκρατική ευφορία της εποχής ωθεί τον Σβώλο στην καταγγελία του φιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού ως στοιχείου νόθευσης έως και ματαίωσης της δημοκρατίας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1934, όταν ο φασισμός αλώνει την Ευρώπη και η δικτατορία είναι προ και των ελληνικών πυλών, ο Σβώλος υπογραμμίζει στον επίλογο του Συνταγματικού του Δικαίου ότι η κατάργηση του κοινοβουλευτισμού ισοδυναμεί με την κατάλυση της δημοκρατίας. Το 1946 δε, υπό το βάρος της ιστορικής εμπειρίας του φασισμού, εγκαταλείπει οριστικά και την κορπορατιστική συνταγή που ο ίδιος συστηματικά αντέτεινε στο αδιέξοδο της κοινοβουλευτικής/αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δηλαδή την περίφημη «αντιπροσωπεία των συμφερόντων»[1].
Η πρόχειρη αυτή περιοδολόγηση αρκεί, όμως, για να καταστήσει σαφές ότι ο Σβώλος ασκεί κριτική στη φιλελεύθερη/κοινοβουλευτική δημοκρατία εκ των έσω. Ως εκ τούτου, ποτέ δεν καταφεύγει στις αντιδημοκρατικές εναλλακτικές του Μεσοπολέμου, όπως ο φασισμός ή ο κομμουνισμός[2]. Ο Σβώλος διαπιστώνει στο «νέον Σύνταγμα», εν είδει απολογισμού και προφητείας, ότι η «δημοκρατική λογική δεν ηδύνατο παρά να καταλήξει στον κοινοβουλευτισμό» και ότι «η κρίση του κοινοβουλευτισμού είναι κρίση της δημοκρατικής ιδέας, ειδικώτερον δε και του αντιπροσωπευτικού συστήματος»[3]. Η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός αποτελούν από τη μια έννοιες διακριτές και από την άλλη ιστορικά συνώνυμα[4]. Στην ελπιδοφόρα δεκαετία του 20, η κρίση του κοινοβουλευτισμού αποδίδεται στο υπερτροφικό και άτολμο Κοινοβούλιο, του οποίου η Κυβέρνηση καθίσταται άβουλο εκτελεστικό όργανο, με αποτέλεσμα την κυβερνητική αστάθεια, αφού δυναμιτίζεται διαρκώς η θεμελιώδης σχέση εμπιστοσύνης Βουλής και Κυβέρνησης. Η ενίσχυση της κατά τεκμήριο ορθολογικότερης και αποτελεσματικότερης εκτελεστικής εξουσίας, την ταραχώδη δεκαετία του 30, οδήγησε τελικά στο «φόνο»[5] της δημοκρατίας, προς όφελος της κυβερνητικής σταθερότητας. Η «θεραπεία» δηλαδή της «κρίσης» του απρόβλεπτου κοινοβουλευτισμού καταλήγει στη βεβαιότητα της κατάργησης της δημοκρατίας. Σε μέση λύση προκρίνεται, ευκταία, το δόγμα της πλειοψηφίας, το οποίο συνιστά, εντούτοις, ταυτόχρονα λειτουργική συνθήκη και ουσιαστική αναίρεση της δημοκρατίας. Το φαύλο αυτό κύκλο αποδέχεται και προσπαθεί να υπερβεί ο Αλέξανδρος Σβώλος. Γι’ αυτό, δεν περιορίζεται στην κριτική της αμφίβολης κατοχύρωσης της κοινοβουλευτικής αρχής στο Σύνταγμα του 1927[6], αλλά θίγει τα βαθύτερα ζητήματα, λογικά και πραγματικά, νομικά και πολιτικά, της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
1. Η αλήθεια του κοινοβουλευτισμού και ο μύθος της δημοκρατίας
Η υποψιασμένη κοινωνιολογική[7] ματιά του Σβώλου συλλαμβάνει το μείζον λογικό πρόβλημα της νεωτερικής δημοκρατίας: την πλήρη αδυναμία σύμπτωσης του κυρίαρχου υποκειμένου που αποκαλείται «λαός» με τον… εαυτό του. Ο μύθος της λαϊκής κυριαρχίας ψευδώς επαγγέλλεται την απόλυτη ταύτιση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων και αποκρύπτει τη σκληρή πραγματικότητα που ο κοινοβουλευτισμός συνεχώς μας υπενθυμίζει και αναπαράγει: την αναπόφευκτη απόκλιση πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας[8]. Ο νομικός ρεαλισμός του Σβώλου υπονοεί ότι ο μεταφυσικά «κυρίαρχος» λαός εμφανίζεται πραγματικά ως ένας άλλος και ποτέ ως ο ίδιος[9], αφού προσωποποιείται σε μια καταπιεστική, για τους λίγους ή και τους πολλούς ενίοτε, κυρίαρχη αστική φιγούρα/τάξη. Ας μην αμφιβάλλουμε, η ιερή αλήθεια της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετό της, τη νομιμοποίηση της πλέον απόλυτης εξουσίας επί των ανθρώπων[10]. Ο πλειοψηφικός νόμος του Κράτους δεν ελευθερώνει το άτομο –αντιθέτως, το υποδουλώνει[11]. Ασφαλώς, τέτοια παραδείγματα νόμων στο Μεσοπόλεμο υπάρχουν πολλά, όπως το περίφημο «κατοχυρωτικό» του Παπαναστασίου ή το «ιδιώνυμο» του Βενιζέλου. Ίσως γιατί η κοινωνική και ιδεολογική ενότητα του «λαού» στη μεσοπολεμική Ελλάδα έχει ήδη κατακερματιστεί από τον εθνικό διχασμό, τον οριστικό ενταφιασμό του οράματος της «Μεγάλης Ιδέας» και την αναδιαμόρφωση της κοινωνικής βάσης (άφιξη των προσφύγων, ανάπτυξη του εργατικού κινήματος)[12].
Ο μύθος της λαϊκής κυριαρχίας τρέφεται από το πλάσμα της αντιπροσώπευσης, της sui generis αυτής σχέσης, η οποία στο όνομα της ταυτότητας κυβερνωμένου και κυβερνώντoς συντηρεί διαρκώς την αγεφύρωτη απόστασή τους, καθώς ο πρώτος εξ ορισμού δεσμεύεται ενώ ο δεύτερος, ελλείψει και της επιτακτικής εντολής[13], λειτουργεί ελεύθερα. Υπό το ιδεολογικό πρόσχημα της ορθολογικής αναζήτησης της αντικειμενικής αλήθειας και της δημόσιας διαβούλευσης, το Κοινοβούλιο αποτελεί στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Σβώλο, το χώρο σύγκρουσης και συμβιβασμού υπόγειων κομματικών συμφερόντων, εχθρών και φίλων, με προδιαγεγραμμένη κατάληξη την κυνική επικράτηση μιας κυβερνητικής βούλησης[14]. Ο κοινοβουλευτισμός εξελίσσεται μοιραία στην απόλυτη κομματοκρατία[15], γεγονός που εξηγεί τη διάσημη μεσοπολεμική πρακτική της διείσδυσης της εκτελεστικής εξουσίας στη νομοθετική λειτουργία δια του θεσμού των εξουσιοδοτήσεων (άρθρο 77 του Συντ. του 1927) ή την αυθαίρετη και συχνή χρήση του δικαίου της έκτακτης ανάγκης[16]. Η κομματική δύναμη –και η ιστορία των προσωποπαγών, ήδη από τον 19ο αιώνα, ελληνικών κομμάτων είναι γνωστή στον Σβώλο– υπονομεύει στην ουσία, παρά το ανάχωμα της καθολικής ψηφοφορίας, τη δημοκρατία αφού κατοχυρώνει την ενός ανδρός (π.χ. του Βασιλιά ή του Βενιζέλου) αρχή και υποδαυλίζει την αυτονομία του Κοινοβουλίου. Επιπλέον, η οργανική σύμπτωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κομματικής-εκτελεστικής εξουσίας, η οποία αποτυπώνεται εμμέσως και στο συνταγματικό κείμενο του 1927[17], ενισχύει τη σύγχυση του ανθρωπόμορφου Κόμματος με το απρόσωπο Κράτος. Και βέβαια, όπως εύλογα παρατηρεί ο Σβώλος, ένας μύθος δε μπορεί να σταθεί δίχως την απαραίτητη πίστη σε αυτόν. Επαφίεται, συνεπώς, στον τύπο η κατασκευή της συμφωνίας ανάμεσα στο πολιτικό και το κοινωνικό υποκείμενο μέσω ενός άλλου ισχυρού πλάσματος, αυτού της κοινής γνώμης[18].
Η δριμύτατη κριτική του Σβώλου στον κοινοβουλευτισμό είναι επίθεση όχι μόνο στο φιλελευθερισμό αλλά και στο συνταγματισμό. Κι αυτό γιατί η αποδόμηση των αλληλοστηριζόμενων πλασμάτων σε συνδυασμό με τον αρνητικό χαρακτηρισμό της διάκρισης των εξουσιών ως συντηρητικής αρχής που διατηρεί τα κεκτημένα της αστικής τάξης[19], συνιστά μια ξεκάθαρη αμφισβήτηση του ίδιου του μοντέρνου συνταγματικού δικαίου, το οποίο προϋποθέτει ακριβώς το μύθο που ο Σβώλος εκ πρώτης όψεως κατηγορηματικά αρνείται. Διότι είναι τα θεϊκά ονόματα[20] αυτά που ταξινομούν λογικά σε γενικές κατηγορίες και νομιμοποιούν τις πραγματικές και ασύμπτωτες εκδηλώσεις της κυριαρχίας. Η κοινωνιολογική κριτική του Σβώλου αποδυναμώνει, ωστόσο, το Σύνταγμα γιατί μόνον έτσι μπορεί στη συνέχεια να το επαληθεύσει. Αυτό, άλλωστε, επισημαίνει και ο ίδιος όταν γράφει ότι δεν θα «φταίνε οι συνταγματικοί κανόνες για τις αντιδημοκρατικές κοινωνικές μεταβολές»[21] ή όταν σχετικοποιεί, δίχως βέβαια να απαξιώνει, τη δεσμευτικότητα του «αυστηρού» συντάγματος[22] ή ακόμη όταν περιγράφει την κατά παραβίαση του Συντάγματος αναθεώρηση του 1911[23]. Αν, λοιπόν, η εκπλήρωση της ιδέας της δημοκρατίας είναι ασύμβατη ή έστω αδιάφορη προς το συνταγματισμό, καθώς «η καιριωτέρα των εσωτερικών αιτιών της χρονίας κρίσεως της δημοκρατίας ευρίσκεται εις την εκ κοινωνικών λόγων διαπάλην των ιδεωδών της» (ελευθερίας και ισότητας), η λύση δεν μπορεί να είναι απλά συνταγματική ή γενικότερα νομική αλλά πρωτίστως κοινωνική[24]. Και παρότι ο υπαίτιος μύθος καταγγέλλεται ώστε να ξυπνήσει το κυρίαρχο υποκείμενο[25], είναι τελικά ο ίδιος μύθος αυτός που ζωογονεί τη συνταγματική θέση του Σβώλου.
2. Το θαύμα της εκπλήρωσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας: η «αναγέννηση» του λαού
Ο συνταγματικός φιλελευθερισμός του Σβώλου είναι εμφανής στις προφανείς διεξόδους από την κρίση του κοινοβουλευτισμού, εκεί που από τη μία υιοθετεί, έστω μερικώς, τη δημοφιλή στην εποχή του κατοχύρωση των τεχνικών εξορθολογισμού του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, οι οποίες αποσκοπούν στη σταθερότητα και την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πλειοψηφίας[26], και από την άλλη αναζητεί επίμονα τα θεσμικά της αντίβαρα. Το δικαιοκρατικό οπλοστάσιο του συνταγματολόγου στρέφεται ενάντια στην αντιδημοκρατική οργανική ταύτιση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας-κομματικής/κυβερνητικής εξουσίας και θωρακίζει τον κατεξοχήν φιλελεύθερο στόχο της εξισορρόπησης των βουλήσεων (checks and balances ή le pouvoir arrête le pouvoir[27]), με κύριους πόλους τον έλεγχο και τη διεύρυνση[28] του Κυρίαρχου. Οι προτάσεις του Σβώλου προκαλούν στον ανυποψίαστο αναγνώστη ένα απρόσμενο déjà vu αφού στην πλειοψηφία τους αποτελούν την αιχμή του σημερινού συνταγματικού εκσυγχρονισμού. Η διατύπωση ενός λειτουργικού νόμου περί ευθύνης υπουργών που δεν θα συρρικνώνεται σε απλό ευχολόγιο (βλ. την πρόσφατη συζήτηση για ένα νέο νόμο περί ποινικής ευθύνης των υπουργών), η εγγύηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (επίκαιρη η προβληματική της ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου) και της διοικητικής δικαιοσύνης, η ανεξαρτησία της γραφειοκρατίας (διαφάνεια), η λελογισμένη ενίσχυση του Προέδρου της Δημοκρατίας μέσω της άμεσης εκλογής του (προτάθηκε ως αντίβαρο κατά τη διάρκεια του καλοκαιρινού διαλόγου των συνταγματολόγων με αφορμή το άρθρο 32 του Συντ.), η διαστολή του εκλογικού σώματος (βλ. ιθαγένεια και ψήφος των μεταναστών) το εκλογικό σύστημα (η προωθούμενη αλλαγή του εκλογικού νόμου), η αποκέντρωση (ή αλλιώς ο σημερινός «Καλλικράτης»), η δημιουργία δεύτερης Βουλής (επανέρχεται από καιρού εις καιρόν στο προσκήνιο, βλ. πρόταση Ματθία) και η άμεση νομοθεσία αποτελούν δυνατά παυσίπονα που, περισσότερο ή λιγότερο[29], αποβλέπουν στην ίαση της εγγενούς παθογένειας της σχέσης μεταξύ Κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Είναι όμως αρκετά;
Μια προσεκτική ανάγνωση του μεσοπολεμικού έργου του Σβώλου φανερώνει πως όχι. Και τούτο επειδή η ορθολογική δικαιοκρατία αδυνατεί να ικανοποιήσει την απώτερη φιλοδοξία του αμετανόητου δημοκράτη συνταγματολόγου, τη θαυματουργή συνάντηση του λαού με τον εαυτό του, την πλήρωση του ανυπέρβλητου μύθου[30], καθώς αποδέχεται ότι ο αξιωματούχος και ο λαός συνομιλούν από διαφορετικές αλλά κυρίως άνισες θέσεις, όπως π.χ. ο σοφός δάσκαλος και ο μαθητής ή σε μια εξαρτημένη σχέση εργασίας ο εργοδότης και ο εργαζόμενος. Το θεμελιώδες πρόβλημα του δικαίου είναι ότι όταν αυτό δημιουργείται είναι ήδη παρόν![31] Ο συνταγματικός φιλελευθερισμός μετριάζει αλλά δεν υπερβαίνει το δόγμα της πλειοψηφίας, διότι το εκλαμβάνει ως αναπόφευκτη συνθήκη, το θέτει δηλαδή εκ των προτέρων ως ερώτημα. Αντιθέτως, ο Σβώλος οραματίζεται ότι ο Κυρίαρχος και ο κυριαρχούμενος θα επικοινωνήσουν στο πλαίσιο μιας διαλογικής σχέσης απόλυτης ισότητας, η οποία θα μεταμορφωθεί προοδευτικά στο μονόλογο του δεύτερου. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η εισαγωγή των θεσμών της άμεσης δημοκρατίας, όπως λ.χ. του δημοψηφίσματος, είναι σύμφωνα με τον Σβώλο καταστατικά αλυσιτελής. Γιατί τα ερωτήματα δεν τίθενται από αλλά προς τον λαό -και, το χειρότερο, διατυπώνονται από τα κόμματα. Και, το σημαντικότερο, γιατί η πρακτική αυτή «υποθέτει μόρφωσιν συνάμα και πείραν εις το πρόσωπο του εκλογέως». Απαιτείται, λοιπόν, βελτίωση της στάθμης της «μορφωτικής κατάστασης» και «κοινωνική αφύπνιση», δημιουργία των «κατάλληλων πνευματικών όρων» για την επιτυχή αυτοκυβέρνηση του λαού[32]. Άλλωστε, «μόνον από την διαπαιδαγώγηση της συνειδήσεως των λαϊκών μαζών (…) πρέπει να αναμένεται η συστηματική ματαίωση των κατά του Λαού απειλών»[33]. Αντιλαμβανόμαστε από τα παραπάνω το αγωνιώδες αίτημα της «αναγέννησης» του πολιτικού υποκειμένου το οποίο υπηρετεί και η σπουδαία για τον Σβώλο πρόταση της αντιπροσωπείας των συμφερόντων. Η προαγωγή των επαγγελματικών τάξεων και συμφερόντων, η οποία ανεπαρκώς κατοχυρώθηκε στο Σύνταγμα του 1927[34], προωθεί την υλική-οικονομική ανύψωση του λαού και την αναγνώριση της πραγματικής πλουραλιστικής ταυτότητας αντί της πλασματικής ενότητάς του[35]. Ο λαός θα μπορέσει να πάρει σάρκα και οστά και να μιλήσει ως ο ίδιος ο εαυτός του, όταν συγκροτηθεί σε ένα (εκ)παιδευμένο και κοινωνικο-οικονομικά αυτόνομο πρόσωπο, όταν μετατραπεί ποιοτικά και όχι απλώς αριθμητικά, δια της εξελικτικής-περφεξιονιστικής δύναμης της δημοκρατίας[36], σε ένα ποικιλόμορφο και έμπλεο ομάδων και διαφορετικοτήτων πλήθος[37]. Η επιτέλεση όμως του ανέφικτου αυτού θαύματος, καθώς το συλλογικό υποκείμενο θα βρεθεί σε μια λογικά αδύνατη για τον οποιονδήποτε κατάσταση πλήρους αυτοσυνείδησης, τέλειας ταυτότητας και παρουσίας εντός του, δεν μπορεί να συντελεστεί από το ίδιο το υποκείμενο, επειδή αυτό είναι γνωστικά και πραγματολογικά ατελές και μη κυρίαρχο. Έγκειται, ως εκ τούτου, σε ένα έτερο ηρωικό πρόσωπο, να εγγυηθεί το μεταφυσικό γεγονός. Στο πλούσιο έργο του Σβώλου η φιγούρα αυτή δεν είναι παρά το Κράτος, το οποίο καλείται να γίνει ο πιστός «υπηρέτης» του κοινωνικού συνόλου (service public) ή «ο αγαθός και καλός οικογενειάρχης» (κράτος δικαίου)[38]. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα υλοποιηθεί το ρεπουμπλικανικό ιδεώδες της αυτοκυριαρχίας, του οποίου ο Σβώλος αναγνωρίζει ρεαλιστικά το αδύνατο εντός ή ακόμη και εκτός[39] του πλαισίου που και ο ίδιος αποδέχεται[40], αλλά δεν παύει να το επιθυμεί.
Η σημερινή κατάσταση της δημοκρατίας θυμίζει το μεσοπολεμικό τοπίο παρά την εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού και τη δεδομένη ασφάλεια εναλλαγής των πλειοψηφιών. Τούτο διαφαίνεται όχι μόνο από κάποια κοινά δεδομένα, όπως π.χ. την οικονομική κρίση, την όξυνση των κοινωνικών διαφορών, την επιβίωση της προσωποπαγούς κομματοκρατίας[41] ή -το σπουδαιότερο- τη ξεκάθαρη δικαιοπολιτικά υπεροχή της εκτελεστικής (και της δικαστικής) έναντι της νομοθετικής λειτουργίας, τη μετάθεση δηλαδή των αποφάσεων σε λιγότερο δημοκρατικά νομιμοποιημένες μειοψηφίες, αλλά και από την υποτυπώδη ανάλυση του συνταγματικού λόγου (discours). Η «κρίση του νόμου» είναι πάλι εδώ ∙ κι αν στις θνησιγενείς Δημοκρατίες του Μεσοπολέμου αυτή καταλογιζόταν, λανθασμένα όπως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, στο (άναρχο, άλογο και αναποτελεσματικό) Κοινοβούλιο, στα σύγχρονα Κράτη Δικαίου βαρύνει, δικαίως, κυρίως την (ορθολογική/τεχνοκρατική) εκτελεστική εξουσία ή ακόμη και το (σοφό/φρόνιμο) δικαστή, τους κύριους πλέον συντελεστές και αυθεντικούς ερμηνευτές του δημοκρατικού νόμου. Η κατηγορία λοιπόν παραμένει σε ισχύ, με διαφορετικό όμως αποδέκτη ∙ ίσως γιατί κατά τη διάρκεια της εύλογης μετάβασης από τη μοντέρνα Δημοκρατία στο σύγχρονο Κράτος δικαίου η ανεπιφύλακτη φιλελεύθερη εκνομίκευση του πολιτικού, η πραγματιστική λογική της επιβεβαιωτικής εξισορρόπησης, υποβάθμισε, μάλλον αναπόφευκτα, τη δημοκρατική διεκδίκηση του κοινωνικού, την παράλογη επιθυμία της ριψοκίνδυνης υπέρβασης. Σε αυτό ακριβώς το καθοριστικό για την πολιτική αυτονομία σημείο, τη φιλελεύθερη συστολή του δημοκρατικού ορίζοντα, έχω την εντύπωση ότι ο -μεσοπολεμικός τουλάχιστον- Αλέξανδρος Σβώλος θα ήταν σίγουρα αντίθετος.
[1] Σύμφωνα με τον Σβώλο, « το κοινοβουλευτικό σύστημα, με άλλας λέξεις, είναι, καθεαυτό, τυπικώς και ουσιαστικώς δημοκρατικό. Διό και όπου καταργήθη, ως λ.χ. εις την Ιταλίαν, την Γερμανίαν και αλλαχού προηγήθη ή συνεβάδισε εν γένει η κατάργηση ή αχρήστευσις όχι μόνον του αντιπροσωπευτικού συστήματος αλλά και της δημοκρατίας». Βλ. σχετικά Γιώργου Πάσχου, Κράτος και Πολιτεύματα στο έργο του Αλ.Σβώλου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1981, σελ.125. Σε ότι αφορά την πρόταση συγκρότησης ενός επαγγελματικού κοινοβουλίου, ο Σβώλος την εγκαταλείπει, σύμφωνα με τον Πάσχο, όταν «πια κρίνει, το 1946, ότι η ιδέα αυτή είχε χρωματιστεί αρνητικά από το συσχετισμό της με τις «συντεχνιακές» και «σωματειακές» αντιλήψεις που εφάρμοσε ή προπαγάνδισε το φασιστικό κράτος του Μουσολίνι και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου», ό.π., σελ.17.
[2] Γιατί, όπως αναφέρει ο Ηλίας Τσιριμώκος, «βέβαια ο συνταγματολόγος ήταν από μιας αρχής δημοκράτης». Βλ. ιδίου, Αλ.Σβώλος – Η δική μας αλήθεια, Δίφρος, 1962, Αθήνα, σελ.9
[3] Αλέξανδρος Σβώλος, Το νέον σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Αθήναι, 1928, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, Κλασική Νομική Βιβλιοθήκη, τ.46, 2008, σελ.294, 321
[4] Βλ. Γιώργο Πάσχο, ό.π., σελ.125. O ΗansKelsen σημειώνει ότι «δίχως αμφιβολία, δημοκρατία και κοινοβουλευτισμός δεν είναι θεωρητικά το ίδιο και το αυτό. Καθώς, όμως, η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφαρμόσιμη στο μοντέρνο κράτος, δεν θα έπρεπε να αμφιβάλουμε σοβαρά ότι ο κοινοβουλευτισμός είναι σήμερα η μόνη αληθινή μορφή πραγμάτωσης της δημοκρατίας και κατά συνέπεια το μέλλον του κοινοβουλευτισμού θα καθορίσει εκείνο της δημοκρατίας», βλ. ιδίου, Ladémocratie, sanature–savaleur, Dalloz, Paris, 2004, σελ.33
[5] Επιβεβαιώθηκε, λοιπόν, η πρόβλεψη του Αλέξανδρου Σβώλου, βλ. ιδίου, Η αναθεώρησις του Συντάγματος, 1934, πρόλογος, σελ.Χ-ΧΙ
[6] Κι αυτό γιατί κρίσιμο σημείο για τον Σβώλο συνιστά η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής. Σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ.1 του Συντ. του 1927, η διάλυση της Βουλής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας συντελείται με τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας, ενός, κατά τον Σβώλο, σώματος «το οποίον θα είναι πολιτικόν, αφού θα είναι κομματικώς συντεθειμένον. Θα κινήται, εκ του λόγου τούτου, επί τη βάσει πολιτικών ιδεών και υπό την έμπνευσιν του κόμματος. Εάν, επομένως, συμφωνή κομματικώς η πλειονοψηφία της Γερουσίας προς την Κυβέρνησιν, η οποία οπωςδήποτε απώλεσε την εμπιστοσύνην Βουλής, η διάλυσις, η οποία κατά το Σύνταγμα είναι νομικώς πάντοτε δυνατή, αποβαίνει πολιτικώς απίθανος», βλ. Το νέον Σύνταγμα, ο.π., σελ.390. Στο Σύνταγμα του 1927 κατοχυρώνεται για πρώτη φορά η κοινοβουλευτική αρχή ρητά στο άρθρο 89 («Η Κυβέρνησις πρέπει να απολαύη της εμπιστοσύνης της Βουλής. Οφείλει μόλις καταρτισθή, και δύναται οποτεδήποτε άλλοτε να ζητήση ψήφον εμπιστοσύνης από την βουλήν…Η βουλή δύναται δι’αποφάσεώς της να αποσύρη την εμπιστοσύνην της από την κυβέρνησιν ή από μέλος αυτής…»). Βέβαια, όπως αναφέρει ο Γιώργος Αναστασιάδης η «διατύπωση του άρθρου 89 δεν επέβαλλε την αρχή της δεδηλωμένης πλειοψηφίας του Τρικούπη. Πραγματικά, ως πρωθυπουργός μπορούσε να διοριστεί ακόμη και εκπρόσωπος κόμματος της μειοψηφίας της Βουλής, με την υποχρέωση να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης», βλ. ιδίου, Κοινοβούλιο και Μοναρχία στην Ελλάδα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1995, σελ.44
[7] Κλασική παραμένει η ανάλυση του Αριστόβουλου Μάνεση. Βλ. ιδίου, Ο Αλέξανδρος Σβώλος ως συνταγματολόγος, σε ιδίου, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη 1954-1979, Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.506 επ.
[8] Αλέξανδρος Σβώλος, Η αναθεώρησις του Συντάγματος, 1934, ό.π., σελ.ΧΧ επ., όπου γράφει χαρακτηριστικά ότι «η σύγχρονος δημοκρατία είναι πολιτική αλλά δεν έγινεν ακόμη κοινωνική».
[9] Στο «νέον Σύνταγμα» ο Σβώλος αναφέρει ότι « η ιδέα της κυριαρχίας του λαού συγκρούεται πρός την ολιγαρχικήν πραγματικότητα. Η ενότης του λαού αναιρείται δια της διαιρέσεως εις αντιπάλους τάξεις. Η έννοια του λαϊκού συνόλου ως πηγής της πολιτικής εξουσίας διαψεύδεται από το δόγμα της θελήσεως της πλειονοψηφίας. Η ιδέα του κράτους-υπηρέτου του συνόλου αντίκειται πρός την πραγματικότητα του κράτους-κόμματος. – Αλλ’ η καιριωτέρα των εσωτερικών αιτιών της χρονίας κρίσεως της δημοκρατίας ευρίσκεται εις την εκ κοινωνικών λόγων διαπάλην των ιδεωδών της»., ό.π., σελ. ζ’. Η ανάλυση του Σβώλου παραπέμπει σε μια ερμηνευτική και όχι μεταφυσική αντίληψη της ταυτότητας του κυρίαρχου λαού, διότι υπονοεί ότι το όνομα «λαός» δε συνιστά μια σταθερή και πραγματική ενσάρκωση του υποκειμένου, αλλά μια συμβατική ονομασία της εμφάνισης κάθε φορά διαφορετικών κυρίαρχων υποκειμένων. Βλ. εδώ για μια φιλοσοφική προσέγγιση της ταυτότητας του λαού με βάση τη διάκριση του Paul Ricoeur σε identité – idem και identité – ipse Olivier Cayla, L’obscure théorie du pouvoir constituant originaire ou l’illusion d’une identité souveraine inalterable in L’architecture du droit, Mélanges en l’honneur de Michel Troper, Economica, Paris, 2006, σελ. 249 επ. Αντιθέτως, σύμφωνα με τη μεταφυσική θεωρία της κυριαρχίας που εύστοχα κατακρίνει ο Σβώλος, ο κυρίαρχος λαός εμφανίζεται σε κάποιες στιγμές αυθεντικά (π.χ. ως πρωτογενής συντακτική εξουσία) και μετά απουσιάζει, ενώ βέβαια η εκδηλωθείσα βούλησή του συνεχίζει να δεσμεύει τους αντιπροσώπους του. Βλ. για παράδειγμα το διαχωρισμό του Sieyès ανάμεσα σε pouvoir constituant και pouvoir constitué ή τη σύλληψη των «συνταγματικών στιγμών» στο έργο του Bruce Ackerman. Ορθά ο Olivier Duhamel υποστηρίζει «ότι ο λαός ποτέ δεν άσκησε εξουσία, ούτε θα την ασκήσει», βλ. ιδίου, Droitconstitutionnel 1.LepouvoirpolitiqueenFrance, 4ème éd., ed. duSeuil, Paris, 1999 σελ.80. Γιαμιαρεαλιστικήθεώρησηβλ. Pierre Brunet, Vouloir pour la nation, le concept de représentation dans la théorie de l’Etat, thèse, Bruylant – L.G.D.J, préf. MichelTroper, Paris-Bruxelles, 2004, o οποίος αναζητεί τους κυρίαρχους όχι κοινωνιολογικά ή ταξικά αλλά θετικιστικά στα όργανα εφαρμογής και αυθεντικής ερμηνείας του δικαίου.
[10] Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.103.
[11] O Marcel Gauchet έχει χαρακτηρίσει το νεωτερικό νόμο ως «un lien qui délie». Η κριτική του Σβώλου ή για παράδειγμα του Léon Duguit δείχνει ότι, παρά αυτήν την υπόσχεση απελευθέρωσης του ατόμου, συμβαίνει το απολύτως αντίθετο. Ο Αλέξανδρος Σβώλος αναφέρει ότι ο δε «νόμος εν τη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι κατ’ουσίαν η έκφρασις της συνήθως προκαθωρισμένης θελήσεως της κομματικής πλειοψηφίας, η οποία αγνοεί ή αντιπαρέρχεται πάσαν άλλην θέλησιν, ταυτίζουσα εαυτήν in concreto προς τόν περιεχόμενον του συνταγματικού κανόνος». Βλ. ιδίου, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σε ιδίου, Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, τόμος 2, Στοχαστής, Αθήνα, 1972, σελ.95 επ.
[12] Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Θεμέλιο, Αθήνα, 1995, σελ.33 επ.
[13] Σε αυτό το σημείο ο Σβώλος συντάσσεται με τον Hans Kelsen και την κριτική του τελευταίου στο πλάσμα της αντιπροσώπευσης. Βλ. Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.139. Ο Rousseau ξεκαθαρίζει στο Κοινωνικό Συμβόλαιο ότι η κυριαρχία, όπως και η βούληση, δεν αντιπροσωπεύεται ούτε εκχωρείται. Η βούληση δεν μπορεί παρά να είναι μία και όχι άλλη. Βλ. ιδίου, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μετ. Βασιλική Γρηγοροπούλου – Αλφρέδος Σταϊνχάουερ, Πόλις, Αθήνα, 2006, σελ.73
[14] Ακολουθώντας τον Schmitt, ο Σβώλος ασκεί δριμύτατη κριτική στις βασικές φιλελεύθερες αρχές του κοινοβουλευτισμού όπως την Κυβέρνηση δια του Λόγου και τη δημοσιότητα. Βλ. ιδίου, Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.127 επ. και βέβαια το κλασικό έργο του Carl Schmitt, The crisis of parliamentary democracy, 1923, 1926, μετ. Ellen Kennedy, MIT Press, Cambridge-Massaschusetts, England, 2000
[15] Για την κριτική της κομματικής ολιγαρχίας βλ. Αλέξανδρος Σβώλος, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ό.π., σελ.78 επ. Σύμφωνα με τον Σβώλο «η κοινοβουλευτική δημοκρατία απέβη, μάλλον ή ήττον, κομματικόν κράτος (Parteistaat)».
[16] Σε αυτές τις δύο όψεις της κρίσης του συνταγματικού φιλελευθερισμού εστιάζει ο Νίκος Αλιβιζάτος, ό.π., σελ.37 επ.
[17] Σε σειρά διατάξεων, όπως για παράδειγμα στο άρθρο 55 του Συντ. που προβλέπει τη συγκρότηση των κοινοβουλευτικών και των εξεταστικών επιτροπών «κατ’αναλογία των κομμάτων» και την υποχρέωση, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, κάθε βουλευτή «να γνωρίση εις το Προεδρείον εις τίνα εκ των πολιτικών μερίδων ανήκει» ή ακόμη στο άρθρο 89 παρ.9 του Συντ. που διασφαλίζει το δικαίωμα ψήφου των υπουργών βουλευτών κατά τη ψηφοφορία επί προτάσεων εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας. Αλέξανδρος Σβώλος, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ό.π., σελ.83 επ.
[18]Σύμφωνα με τον Σβώλο, «η σχέση κόμματος και πολιτικής εξουσίας συμπληρώνεται δια της καθολικής σχεδόν αλληλεξάρτησης των δυο κινητικών δυνάμεων της «κοινής βουλήσεως» : του κόμματος και του τύπου. Κοινή γνώμη δεν υπάρχει -εκείνο το οποίο ονομάζομεν υπό το εκφραστικόν αυτό όνομα, είναι απλώς συστηματική επεξεργασία, δια της επιδράσεως της εφημερίδας, ιδεών ή σκοπών προκαθορισμένων, προς δημιουργίαν της απατηλής παραστάσεως ότι η λαϊκή θέλησις εκφράζεται επί ωρισμένου ζητήματος καθ’ωρισμένον τρόπον (…) ο μύθος σημαίνει ότι αι διευθύνουσαι το κράτος θελήσεις προσπαθούν δια του τύπου να δημιουργούν επιδοκιμασίαν των σκοπών ή των πράξεών των και ότι μεγαλύτερον ή μικρότερον εκάστοτε τμήμα των πολιτών παραπλανάται και πιστεύει εις τα άνωθεν συνθήματα». Βλ. ιδίου, Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.93-94
[19] Γράφει στο «νέον Σύνταγμα» χαρακτηριστικά : « η διάκριση των εξουσιών, υπό τη δογματικήν της εκδοχήν είναι ολοκληρωτικόν στοιχείον της ιδεολογίας της ατομικής ελευθερίας και πνευματικός καρπός της χειραφετήσεως της αστικής τάξεως. Ανήκει εις το σύνολο των λογικών εκείνων κατασκευών, δια των οποίων ο ατομισμός του 18ου αιώνος επεχείρησε να ανυψώσει τας κατακτήσεις του εις αιώνιας αλήθειας», ό.π. σελ.285
[20]Σύμφωναμετηνεύστοχηρήσητου Giovanni Sartori στοέργοτου The theory of democracy revisited, part one : the contemporary debate, Chattam House, New Jersey, 1987, σελ.4
[21] «Ως προς το πολιτικόν περιεχόμενον, τέλος, εάν το νέον Σύνταγμα εφαρμοσθή με το πνεύμα της «δημοκρατικής αρχής», εγγυάται την πολιτικήν επάρκειαν, την οποία ζητούμεν συνήθως υπό τον τύπον της αστικής δημοκρατίας. Υπό την στέγην των πολιτικών ελευθεριών, τας οποίας άλλως τε απλώς εσυνέχισε και ετελειοποίησεν, ημπόρει να ασκηθή πρακτικώς η εκδήλωσις της θελήσεως και των αξιώσεων του Λαού, εις έκτασιν ομοίαν προς την των λοιπών δημοκρατιών. Κατά τούτο, ασχέτως προς την ανεπάρκειαν και τας εσωτερικάς αντινομίας της δημοκρατίας, ως τύπου πολιτεύματος, δεν θα πταίουν αι διατάξεις του Συντάγματος, αν η εξέλιξις της πολιτικής μας ζωής καταστή αντιδημοκρατική», Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.37
[22] «Αλλ’η αυστηρότης των Συνταγμάτων δεν πιστεύεται κάν πλέον ότι έχει απόλυτον αξίαν. Η πείρα απέδειξε πόσον ανίσχυροι φραγμοί υπήρξαν αι συνταγματικαι διατάξεις απέναντι της κοινωνικής δυνάμεως, η οποία αναπτυσσόμενη αυτονόμως κατέβαλε πολλάκις βιαίως τους κανόνας του Δικαίου παρά την ηυξημένην των επιβολήν ή διέβρωσε το περιεχόμενόν των. Ουδείς αρνείται σήμερον ότι και οι συνταγματικοί κανόνες υπόκεινται εις μεταβολάς ρητώς εκφραζόμενας δια νέων διατάξεων ή εις τροποποιήσεις αι οποίαι χωρίς να θίγουν τα κείμενα, είναι ουχ ήττον πραγματικαί. Αι τελευταίαι αυταί, ανταποκρινόμεναι εις τας ανάγκας του πολιτικού βίου, είναι αντικείμενον σιωπηράς τελεσιουργίας, κατασταλάζουν δηλαδή δι’ερμηνείας σταθερής ή δι’εφαρμογής εθιμικής εις πράξιν αντίθετον προς τα διατάξεις του Συντάγματος ή μη προβλεφθείσαν υπ’αυτών και αποτελούσαν, δια τούτο, είδος «συμβατικού κανόνος» του πολιτεύματος, ή τελος δι’αχρησίας άγουν εις απονέκρωσιν κανόνος τινός του Δικαίου (…) Διότι οσονδήποτε μικράν αξίαν και αν έχη γενικώς, εν τω μέσω του αδιάκοπου αγώνος των κοινωνικών δυνάμεων, η επηυξημένη δύναμις του Δικαίου, εν τούτοις η ευχέρεια της μεταβολής του Συντάγματος δι’απλών νόμων, όταν είναι εμπειρικώς γνωστόν ποίαν πραγματικήν θέλησιν εκπροσωπεί συνήθως η νομοθεσία, δεν ανταποκρίνεται εις το συμφέρον της λαϊκής πλειονοψηφίας».Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.23, 25
[23] «Η κατά παραβίασιν του Συντάγματος γενομένη αναθεώρησις του 1911, αποδείξασα πόσον είναι αντίθετος προς την ζωήν η υπερβάλλουσα δυσκαμψία του αυστηρού Συντάγματος, εσημείωσε και την αρχήν της τάσεως προς την διευκόλυνσιν των αναθεωρήσεων, ήτις κατέστη εντονωτέρα κατά τας μετέπειτα συντακτικάς μεταρρυθμίσεις», To νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.25-26
[24] Άλλωστε, «η απεριόριστη αντίσταση κατά της κομματικής θελήσεως εκπορεύεται μόνον από τας κοινωνικάς δυνάμεις και ειδικώτερον από την συνδικαλιστική των οργάνωση. Διότι αυτή είναι έκφραση της χειραφετήσεως από την εξουσία του κόμματος και από της παντοδυναμίας του κοινοβουλευτικού μηχανισμού. Στην εκτός της Βουλής δράση των κοινωνικών δυνάμεων βρίσει φραγμό ουσιαστικό η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τον οποίον δυσκόλως μπορεί να υπερπηδήσει, χωρίς να χρησιμοποιήσει τη βία». Βλ. Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.330 ενώ στα Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας παραδέχεται ότι «δεν αμφισβητήται αφ’ετέρου ότι και σήμερον εις την εκτός του αντιπροσωπευτικού μηχανισμού των κοινωνικών δυνάμεων ευρίσκει τον ουσιαστικώτερον φραγμόν η θέλησις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ο φραγμός ούτος δεν έχει θέσιν εις το Συνταγματικόν Δίκαιον», ό.π.. σελ.126.
[25] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σβώλος, «δι’αυτό η επίγνωσις της υπό την ιδέαν της λαϊκής κυριαρχίας πραγματικότητος, αφαιρούσα την αίγλην του δόγματος, εν ονόματι του οποίου ημπορεί να αναπτυχθεί η ισχυροτέρα απολυταρχία, συντελεί εις την αληθή δημοκρατικήν διαπαιδαγώγησιν. Διαλύουσα τον μύθον φέρει την συνείδησιν του πολίτου πλησιέστερα προς την ιδέαν της ελευθερίας και καθιστά τους διαχειριζομένους την πολιτικήν εξουσίαν ουσιαστικώτερον υπεύθυνους απέναντι της κοινωνίας και των δυνάμεών της», ό.π., σελ.105
[26]Πρόκειταιγιατον «parlementarisme rationalisé». Βλ. σχετικάτοκλασικόέργοτου Boris Mirkine- Guetzévitch, Les nouvelles tendances du droit constitutionnel, le renforcement de l’exécutif et le régime parlementaire, Revue de droit public et de science politique, 1930, σελ.490 επ.
[27] Βλ. σχετικά Αλέξανδρου Σβώλου, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ο.π., σελ.106
[28] Βλ. σχετικά Χρήστου Τσαϊτουρίδη, Η ιδιότυπη θέση του Αλέξανδρου Σβώλου στην ελληνική συνταγματική επιστήμη, σε Γιώργου Κασιμάτη-Γιώργου Αναστασιάδη (επιμ.), Αλέξανδρος Σβώλος, ο συνταγματολόγος, ο πολιτικός, ο οραματιστής, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία, Αθήνα, 2009, σελ.163. Ο ίδιος ο Σβώλος σημειώνει, βέβαια, ότι «η καθολική ψηφοφορία προϋποθέτει ήδη την ανισότητα και τις διακρίσεις. Όμως, δεν σημαίνει την αναγωγή της ανθρώπινης ισότητας σε πολιτικό ή νομικό κανόνα, ούτε την εξομοίωση πάντων των υπό την πολιτικήν εξουσίαν υπηκόων προς τους επί τη βάσει ωρισμένης ομοιογένειας – κοινωνική τάξη ή εθνικότης- συγκροτούντας εκάστοτε τον «Λαόν». Γι’αυτό και δεν πρέπει να φαίνεται παράδοξο ότι η διεύρυνση του εκλογικού σώματος – η διάδοσις δηλαδή της πολιτικής ισότητας- εσημειώθη εξελικτικώς και βαθμιαίως κατά τον 19ον αιώνα και, μέχρι σήμερον ακόμη, δεν συμπίπτει πλήρως η ιδιότης του εκλογέως ούτε με την του κατοίκου, ούτε με την του κεκτημένου την ιθαγένειαν της χώρας», Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.211. Για τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών βλ. Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.259
[29] Ο Σβώλος θεωρεί ότι «γνήσιας δυνάμεις αντιστάσεως κατά της κομματικής παντοδυναμίας και τυπικώς κατά της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και της θελήσεώς της απομένουν οι μη πολιτικές» (η αντιπροσωπεία των συμφερόντων, η ανεξαρτησία της γραφειοκρατίας, ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων, η διοικητική δικαιοσύνη). Βλ. ιδίου, Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ό.π. σελ.123 επ. και Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.330
[30] Στον πρόλογό του στο «νέον Σύνταγμα» ο Σβώλος αναφέρει χαρακτηριστικά : «Αλλ’ο μύθος είναι γόνιμος∙συντηρεί την διαρκήν τάσιν προς τα δύο ιδανικά. Είναι ο κεκρυμμένος θησαυρός, περί του οποίου ωμιλεί προς τα τέκνα του ο γεωργός της παραδόσεως, δια να τ’αναγκάση να σκάπτουν διαρκώς βαθύτερα τον αγρόν του», Το νέον Σύνταγμα, ο.π. σελ.η’ και συνεχίζει λίγες γραμμές παρακάτω : «η σύμπτωσις της ελευθερίας και της ισότητος, την οποίαν παρακωλύει εντός του επικρατούντος τύπου του πολιτεύματος η διάκρισις της κοινωνίας εις τάξεις και η δυναμική υπεροχή της αρχούσης τάξεως, εξακολουθεί να επιζητήται, ένα και ήμισυν αιώνα από της πρώτης εξαγγελίας της, υπό των απειροπληθών μυριάδων των αδικημένων (…) την κοινωνικήν ισότητα και την πραγματικήν ελευθερίαν, την ίσην δηλ. συμμετοχήν εις τα κοινωνικά αγαθά, και την κατάλυσιν της εκμεταλλεύσεως ανθρώπου από άνθρωπον, την νέαν, αληθή «κυριαρχίαν του λαού». Εις το πλαίσιον της μελλοντικής ταύτης δημοκρατίας, της οποίας ούτε εύκολον, ούτε αναγκαίον είναι να συλλάβωμεν apriori τας οργανωτικάς βάσεις, δεν θα χωρή η πολιτική υπεροχή μιας τάξεως – όσον δήποτε και αν αυτή και σήμερον είναι πεπερασμένη ∙ ούτε, συνεπώς, το περιεχόμενόν της θ’αποτελήται από τας σημερινάς αντιθέσεις και τας ισορροπητικάς των μίξεις. – Αυτή είναι η ωραιοτέρα ανθρώπινη πεποίθησις. Το ιδανικόν αυτό εζωογόνει τους όχλους της γαλλικής επαναστάσεως όταν κατασκεύαζαν το αιματηρόν μεγαλείον της. Συντηρεί και σήμερα εις τας ψυχάς των ανθρωπιστών και των εργαζομένων μαζών το θάρρος δια την σκληροτέραν πάλην, εξ’όσων εγνώρισεν η ιστορία, προς θεμελιώδη μεταρρύθμισιν της κοινωνίας και του θεσμού του κράτους».
[31] Αυτό επισημαίνει και ο Σβώλος όταν αναφέρει την άποψη του Barnes ότι «κάθε πολιτική εξουσία είναι παράγωγος, δεν είναι απόλυτον, πρωτογενές και απεριόριστο φαινόμενο», Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.107
[32] Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.158. Είναι προφανής εδώ, κατά τη γνώμη μας, η συγγένεια της σκέψης του Σβώλου με τις απόψεις που έχει εκφράσει ο Rousseau στον Αιμίλιο. Ίσως, η επιμονή του Σβώλου στην εκπαίδευση να οφείλεται και στην ιστορία του εκπαδευτικού και του γλωσσικού ζητήματος, την οποία ο Σβώλος έζησε από κοντά ως μέλος του «Εκπαιδευτικού Ομίλου». Περισσότερα σε Γιώργου Κασιμάτη, Ο Αλέξανδρος Σβώλος και η εποχή του σε Γιώργου Κασιμάτη – Γιώργου Αναστασιάδη (επιμ.), Αλέξανδρος Σβώλος, ο συνταγματολόγος, ο πολιτικός, ο οραματιστής, ό.π., σελ.67
[33] Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.37. Για να προσθέσει ότι «άνευ της συνδρομής του στοιχείου τούτου και αυτή η αρμοδιότης των δικαστηρίων, η απειργούσα δια νομικών μέσων την κατάλυσιν του Συντάγματος, υπό των συντεταγμένων εξουσιών θα απέμενε άτονος, δεδομένου ότι ουδεμία δικαιοδοσία έχει την ισχύν να καταργήση αντισυνταγματικόν νόμον».
[34] Σύμφωνα με τον Σβώλο «η αντιπροσωπεία των συμφερόντων, τουναντίον, θα περιορίση αρχικώς και θα περιαγάγει τελικώς εις την υποτίμησιν την δύναμιν του κόμματος και την αρχήν της πλειονοψηφίας, ως θεμέλιον του σημερινού κρατικού μηχανισμού ∙ θα δημιουργήση επομένως άλλον εντελώς τύπον δημοκρατίας, στηριζόμενον επί της αρμοδιότητος αντί του αριθμού και επί της ουσιαστικής ισορροπίας των κοινωνικών δυνάμεων αντί της επιτυγχανόμενης σήμερον, δια διαφόρων μέτρων, τυπικής ισοδυναμίας μεταξύ των διαφόρων του κράτους εξουσιών», ό.π., σελ.331. Σύμφωνα με το ν.3786/1929, μόνο τα 2/12 της Γερουσίας προέρχονταν από επαγγελματικές οργανώσεις ενώ η θητεία τους ήταν τριετής.
[35] «Το κύριον, άλλως τε, και ουσιώδες συστατικόν της αντιπροσωπείας των συμφερόντων είναι ότι δι’αυτής η «θέλησις του Κράτους» αποτελεί με περισσοτέραν ειλικρίνειαν και εγκυρότητα την έκφρασιν των θελήσεων της κοινωνίας. Διότι, το νέον σύστημα, υπό την έποψιν αυτήν, αποτελεί μορφήν επιστροφής εις την παράστασιν του Λαού δια της ταυτότητός του και συνάμα μεταφοράν του σκοπού του αντιπροσωπευτικού σώματος προς την πραγματικήν του βάσιν». Βλ. Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.166
[36] Ανατρέχουμε και πάλι στον πρόλογο του νέου Συντάγματος : «Από τας σημερινάς κρίσεις, από την παρατεταμένην νόσον της δημοκρατίας, δια μέσου οιωνδήποτε κλονισμών και μεταπτώσεων, η κοινωνία είναι αδύνατον να μη ιδρύση μια καλλιτέραν αύριον εντός του πλαισίου του κράτους του μέλλοντος. Έως τότε αι αντινομίαι της κοινωνίας θα αντανακλώνται εις την ζωήν της πολιτείας ∙ και η σύγχρονος δημοκρατία θα είναι ο επαρκέστερος μεταβατικός σταθμός πρός το κοινωνικόν ιδανικόν του πολιτεύματος», ό.π. σελ. θ’
[37] Η δημοκρατία του πλήθους στον Σβώλο νοείται βέβαια αριθμητικά, ως διεύρυνση του εκλογικού σώματος. Η αντίληψη όμως του λαού ως πλουραλιστικής ταυτότητας και όχι ως πλασματικής ενότητας μας θυμίζει το πλήθος ως διακριτή ποιοτικά οντότητα από τον λαό. Για μια σύγχρονη ματιά πάνω στη δημοκρατία του πλήθους με αφορμή την καταγωγή της έννοιας στον Spinoza και την εισαγωγή της στο έργο των Negri και Hardt, βλ. Αντώνη Μανιτάκη, Η έννοια του πλήθους και η ουτοπική προοπτική της παγκόσμιας δημοκρατίας (με αφορμή τη «Δημοκρατία του Πλήθους» στο έργο του Νέγκρι), (υπό δημοσίευση στον τιμητικό τόμο του Ζήση Παπαδημητρίου).
[38] Το μόνο σίγουρο πόρισμα που μπορεί να προκύψει για τη θέση του Σβώλου απέναντι στο Κράτος είναι ότι απορρίπτει κατηγορηματικά το φιλελεύθερο και μη παρεμβατικό Κράτος – νυχτοφύλακα. Σύμφωνα με τον Πάσχο, το κράτος θα κληθεί να εξυπηρετήσει αυτή τη σύμπτωση του κοινωνικού με το πολιτικό, γεγονός που θα σημάνει τελικά την απώλεια της «υπεροχής του έναντι της κοινωνίας. Θα μετασχηματίζεται και θα εμπλουτίζεται από αυτή, όχι για να εξαφανιστεί, αλλά για να περιοριστεί στην ελεγκτική αποστολή του και, έτσι, για να δημιουργηθεί ένας «νέος τύπος κράτους». Με τη θεσμοθέτηση της επαγγελματικής αντιπροσωπείας θα αμβλύνεται η πάλη των τάξεων, ενώ το ίδιο το κράτος θα χάνει βαθμηδόν τον πολιτικό του χαρακτήρα για να γίνει μοιραία ο οικονομικός μηχανισμός όλων των τάξεων, όπου θα ταυτίζονται η κοινωνική και η πολιτική εξουσία». Βλ. Πάσχο, ό.π. σελ.65 και Το νέον Σύνταγμα, ό.π. σελ. 167. Άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο τον Σβώλο, «οι κλονισμοί τους οποίους υφίσταται, ιδίως μετά τον πόλεμον, ως κυβερνητικόν σύστημα, οφείλονται μεν εις την κοινωνιολογικώς διαπιστουμένην αδυναμίαν του Κράτους όπως ανταποκριθή, έστω και ως διαιτητής, εις τας αλληλοσυγκρουομένας απαιτήσεις της χωρισμένης κατά συμφέροντα και τάξεις κοινωνίας, αλλά τροφοδοτούνται συνάμα επιφανειακώς εκ των προβλημάτων της ισορροπίας, τα οποία είναι μάλλον ή ήττον κατά χώρας εμφανή», Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ό.π., σελ.133
[39] Σε μια στιγμή δυνατού ρεαλισμού παραδέχεται ότι «ως έχει ήδη εξαρθή, το τόσον αναγκαίον εν τη δημοκρατία «δόγμα της πλειοψηφίας» δυσκόλως δύναται να συμβιβασθή προς το αίσθημα της ελευθερίας. Είναι δε τόσον φυσική η αντίθεσις αυτή, ώστε δύναται τίς να φαντασθή ότι θα υφίσταται και όταν ακόμη η κοινωνική βάσις του πολιτεύματος ριζικώς μεταβληθή, δια της καταλύσεως της διακρίσεως τάξεων – και όταν δηλαδή η έλλειψις κοινωνικού διαφορισμού θελήσεων αφαιρέση την οξύτητα της σημερινής αντιθέσεως προς το δόγμα της πλειοψηφίας», βλ. Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ό.π. σελ.133
[40] Στο πλαίσιο ακόμη και μια δημοκρατικότερης τάσεως της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δηλαδή της προαγωγής της ταυτότητας και όχι της ετερότητας του λαού, ο Σβώλος ομολογεί ότι «καμμία δηλ. μεταρρύθμισις δεν είναι ικανή να ανυψώση το σύγχρονον κράτος εις την περιωπήν της απολύτου επαρκείας και της απολύτου κοινωνικής συμπτώσεως. Και αν από τοιαύτης απόψεως εξητάζετο η αντιπροσωπεία των συμφερόντων, θα ήτον ολιγώτερον μεν άλλων χιμαιρικής σημασίας μεταρρύθμισης, αλλά πάντως θα ωδήγει εις τας αυτάς διαψεύσεις», Το νέον Σύνταγμα, ό.π., σελ.174
[41] Βλ. σχετικά Ξενοφώντα Κοντιάδη-Χαράλαμπου Ανθόπουλου (επιμ.), H κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2008