Φρουροί των Βερσαλλιών;

Τάκης Βιδάλης, Δρ. Νομικής

Φρουροί των Βερσαλλιών;

Η συζήτηση για την κρίση του πολιτικού συστήματος, τις θεσμικές παραμέτρους του «μνημονίου» και την αποτίμηση της μεταπολίτευσης οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε έναν αφελή βολονταρισμό, γνωστό από παλιά, που φαίνεται γενικώς να «βολεύει».

1. Ας θυμηθούμε τι λεγόταν στις αρχές της μεταπολίτευσης για τη χούντα: ήταν αποτέλεσμα μιας συνωμοσίας «επίορκων» στρατιωτικών, οργάνων ξένων συμφερόντων. Ήταν, δηλαδή, θέμα κάποιων «κακών» –που πάντοτε υπάρχουν, γι’ αυτό πρέπει να «επαγρυπνούμε»– και όχι τόσο θέμα των προδικτατορικών θεσμών. Έφταιγαν βέβαια και άλλοι, που όμως δεν είχαν σεβαστεί τους θεσμούς: οι νικητές του εμφυλίου, η βία και η νοθεία του ’61, ο ανένδοτος, οι ένοικοι του παλατιού. Οι ίδιοι οι θεσμοί πάντως –το Σύνταγμα του ’52– ήταν σε γενικές γραμμές εντάξει (εξ ου και το «114» άλλωστε!), συγκεκριμένα πρόσωπα τους «κακοποίησαν» για να φτάσουμε στο ’67.
2. Η ερμηνεία αυτή που αποδίδει τα πάντα στη «βούληση» προσώπων, έχει δύο πλεονεκτήματα και ένα μειονέκτημα. Κατασκευάζει αποδιοπομπαίους (και έτσι μας καθησυχάζει), αθωώνει τους ίδιους θεσμούς και την ίδια κοινωνία (ώστε να κάνουν μια «νέα αρχή»), αλλά από την άλλη κρύβει την πραγματικότητα.
Η πραγματικότητα είναι ανιχνεύσιμη, για το συνταγματικό δίκαιο ως επιστήμη, υπό μια απαράβατη παραδοχή: ότι αν η ανθρώπινη φύση ρέπει προς παρεκτροπές και αυτό αφορά επίσης τα φυσικά πρόσωπα που δρουν στην Πολιτεία –και μάλιστα ασκούν εξουσία–, τότε κατασκευάζουμε έτσι τους θεσμούς, ώστε να προλαβαίνουμε τέτοιες παρεκτροπές. Τα πάντα είναι θέμα κατάλληλης ισορροπίας των οργάνων της Πολιτείας, μιας συνταγματικής «μηχανικής» στην κυριολεξία, που δεν δικαιολογεί να κλαιγόμαστε για τις προθέσεις του ενός ή του άλλου «κακού» κατόπιν εορτής.
3. Ας θυμηθούμε τώρα τη μεγάλη θεσμική αφήγηση της μεταπολίτευσης: «πρώτη φορά στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κράτους οι θεσμοί λειτουργούν ομαλά για τόσο μεγάλο διάστημα και η Δημοκρατία μας αποδεικνύεται ισχυρή». Το έλεγαν πολλοί –και το πίστευαν πραγματικά– έως ότου φθάσαμε στη χρεοκοπία! Η εξήγηση για την πεποίθηση αυτή είναι κυρίως ψυχολογική: να ξορκίσουμε τα φαντάσματα του παρελθόντος μην τυχόν και ξαναγυρίσουν –βλ. «σταγονίδια» στις αρχές της μεταπολίτευσης–, να αυθυποβληθούμε ότι επιτέλους κάποτε θα προλάβουμε να ζήσουμε όπως η υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και να μην απομακρυνθούμε από τον χαρισματικό εγγυητή της ομαλότητας και «πατέρα» –με την απολύτως πατερναλιστική έννοια– των μεταπολιτευτικών θεσμών (όπου και αν ανήκουμε πολιτικά).
4. Είναι ανθρώπινο να πιστεύουμε κάτι τέτοιο επί 35 χρόνια, αγνοώντας την απόσταση από το «υλικό σύνταγμα», που ρυθμίζει με ποικίλους τρόπους και αξιοθαύμαστη αληθινά αρχιτεκτονική τη διαφθορά. Και με αυτή την ακλόνητη πεποίθηση ψάχνουμε και πάλι βολονταριστικά για «κακούς» που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία, όπως κάναμε και με τους χουντικούς. Οι θεσμοί, πάντως, είναι στο απυρόβλητο (ίσως εκτός από… την ευθύνη υπουργών και βουλευτών).
5. Θα ήταν ενδιαφέρον, για μια φορά τουλάχιστον, να προσπαθήσουμε να βγούμε από αυτό το κυνήγι μαγισσών. Ύστερα από 35 χρόνια «ομαλότητας» υπάρχουν πια λόγοι να ψάξουμε στην καρδιά της οργάνωσης του πολιτεύματος για την αιτία της «κρίσης». Θέτω, έτσι, τα εξής ερωτήματα:
– Μήπως είναι παρακινδυνευμένο για μια κοινωνία με παραδοσιακά και σύγχρονα πελατειακά δίκτυα που έχουν αντέξει στον χρόνο, η μείζων νομιμοποίηση από το εκλογικό σώμα να διοχετεύεται σε ένα μόνο όργανο, τη μοναδική Βουλή, ενώ τα άλλα όργανα του κράτους περιορίζονται σε έμμεση, αδύναμη νομιμοποίηση;
– Μήπως έτσι η Βουλή μετατρέπεται απλώς σε forum διαπραγμάτευσης πελατειακών δικτύων (συμπεριλαμβανομένων και των lobbies), που δεν ανέχεται συγκροτημένες και συνολικές πολιτικές και αποφάσεις διακυβέρνησης;
– Μήπως το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ακριβώς το ότι, στα 35 χρόνια, η εκάστοτε κυβέρνηση (αλλά και τα κόμματα εξουσίας) ήταν δέσμια αυτού του οργάνου και δεν είχε περιθώρια αποφάσεων έστω και αν «ήξερε»;
– Μήπως η ανάπτυξη των ΜΜΕ τελικά «απογείωσε» και διεύρυνε τη διαπραγμάτευση αυτή σε όλο το δημόσιο χώρο, ευνοώντας την ανάδειξη βουλευτών εκλεκτών των πελατειακών δικτύων στις εκάστοτε εκλογές και «στριμώχνοντας» ασφυκτικά κυβέρνηση και κόμματα αποκλείοντας την εκπόνηση και πραγματική εφαρμογή συνολικών πολιτικών σχεδίων;
– Μήπως, αυτό δεν πρέπει να αποδοθεί και πάλι στους «κακούς διαπλεκόμενους καναλάρχες» (που λειτουργούν με όρους της πραγματικής αγοράς, δηλαδή της πελατειακής κοινωνίας), αλλά σε αυτή τη μονοσήμαντη μείζονα νομιμοποίηση στο πολίτευμά μας;
– Μήπως τα λεγόμενα «αντίβαρα» είναι αδύναμα όπως και αν τα δούμε, καθώς όλα (όλα!) εξαρτούν τη νομιμοποίησή τους από το μοναδικό άμεσα νομιμοποιημένο όργανο και μοιραία συμπεριφέρονται υπαλληλικά;
Μήπως, άραγε το κοινοβουλευτικό κυβερνητικό σύστημα όπως το ξέρουμε στη χώρα μας από το 1875 ταιριάζει περισσότερο σε συνθήκες ύπαρξης μιας ώριμης «κοινωνίας πολιτών», ικανής να σκέφτεται και να δρα αυτόνομα με κριτήριο τη συλλογικότητα και να συναινεί σε κρίσιμες αποφάσεις διακυβέρνησης πέρα από μερικότητες, αλλιώς λειτουργεί ως επίφαση δημοκρατίας;
– Μήπως, γι’ αυτό, μια αποδυνάμωση της νομιμοποίησης που διοχετεύεται σήμερα μονοσήμαντα προς τη Βουλή από το εκλογικό σώμα είναι αναγκαία, σε μια νέα αρχιτεκτονική του πολιτεύματος «μετά» τη μεταπολίτευση, ώστε να εξασφαλισθούν πραγματικά αντίβαρα και να απελευθερωθεί η διακυβέρνηση;
– Μήπως, τέλος, πρέπει να ξαναδούμε τους ουσιαστικούς περιορισμούς του άρθρου 110 του Συντάγματος, υπό το πρίσμα του Sieyes (καμία γενιά δεν δικαιούται να δεσμεύει με τους νόμους της τις επόμενες);
Ξέρω ότι πολλοί έχουν εμπλακεί με τη θεσμική λογική και στήριξαν τη «μεγάλη αφήγηση» της μεταπολίτευσης όλα αυτά τα χρόνια, χρειάζεται όμως να εξακολουθούμε πεισματικά τη φρούρηση των άδειων Βερσαλλιών;