Πρόεδρος: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος
Εισηγήτρια: Αικ. Χριστοφορίδου, Σύμβουλος
[…]
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση της Α3/3Π.Ε./4.2.1999 αποφάσεως του Γενικού Διευθυντού Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία εγκρίθηκε η λειτουργία ευκτηρίου οίκου των «Χριστιανών Μαρτύρων του Ιεχωβά Μακεδονίας-Θράκης», στην Κασσάνδρεια Χαλκιδικής.
3. Επειδή, στη δίκη παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως, το δικαιούχο της αδείας σωματείο με την επωνυμία «Χριστιανοί Μάρτυρες του Ιεχωβά Μακεδονίας-Θράκης» (το καταστατικό του οποίου εγκρίθηκε με την 1148/90 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο με αρ. 4807/91), έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον.
4. Επειδή, ο πρώτος των αιτούντων ασκεί την αίτηση ως πρεσβύτερος της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας και εφημέριος του ιερού ναού στην Κασσάνδρεια, όπου επετράπη με την επίδικη άδεια η ίδρυση και λειτουργία του αναφερθέντος ευκτηρίου οίκου. Υπό την ιδιότητά του δε αυτή έχει έννομο συμφέρον, εν όψει και του άρθρου 37 παρ. 1 του ν. 590/77, ν’ αμφισβητήσει τη νομιμότητα χορηγήσεως της επίδικης άδειας για ίδρυση ευκτηρίου οίκου, αφού αυτός πρόκειται να λειτουργεί σε περιοχή που εμπίπτει, κατά τους ισχυρισμούς του, στα όρια της ενορίας του. Εξάλλου, η Ιερά Μητρόπολις Κασσανδρείας (δεύτερη αιτούσα), που αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρο 1 παρ. 4 ν. 590/77, Α΄ 146), με ανήκον σε αυτήν έργο τη διαποίμανση της θρησκευτικής κοινότητας των ορθοδόξων χριστιανών της περιφέρειάς της, έχει, ως εκ τούτου, έννομο συμφέρον ν’αμφισβητήσει τη νομιμότητα κάθε διοικητικής πράξεως αναγομένης στην εκκλησιαστική τάξη της περιφέρειάς της, όπως είναι εν προκειμένω η χορήγηση αδείας ευκτηρίου οίκου σε «Χριστιανούς Μάρτυρες του Ιεχωβά» (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολ. 1444/91). Επικαλούνται δε ειδικώτερα οι ανωτέρω αιτούντες, προς θεμελίωση εννόμου συμφέροντος, τη βλάβη που θα προκληθεί στους ορθόδοξους Χριστιανούς της Κασσανδρείας από την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως, εξ αιτίας της αθέμιτης σύγχυσης που η εν λόγω πράξη δημιουργεί σε αυτούς αναφορικά με την ταυτότητα και τις αληθείς δοξασίες που πρεσβεύει η θρησκευτική κοινότητα στην οποία χορηγήθηκε η επίδικη άδεια. Τέτοια δε σύγχυση επαπειλείται κατά τους αιτούντες κατ’ ακολουθίαν της προσβαλλομένης ως ανεπίτρεπτης ονομασίας των απαρτιζόντων την εν λόγω θρησκευτική κοινότητα των μαρτύρων του Ιεχωβά ως «Χριστιανών», διότι, με δεδομένη τη συνταγματική απαγόρευση της ασκήσεως προσηλυτισμού, η ονομασία αυτή είναι παραπλανητική και δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της διδασκαλίας της εν λόγω θρησκείας. Εν όψει, συνεπώς, των ανωτέρω εκτεθέντων, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από τους δύο πρώτους αιτούντες. Περαιτέρω, ως προς τον τρίτο αιτούντα, ο οποίος άσκησε την αίτηση ατομικώς ως Μητροπολίτης Κασσανδρείας (…), η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη, διότι, ο εν λόγω Μητροπολίτης απεβίωσε μετά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως (βλ. Ληξιαρχική πράξη θανάτου Ληξιαρχείου Πολυγύρου Χαλκιδικής, με ημερομηνία 21.5.2001 και ημερομηνία θανάτου 9.11.2000).
5. Επειδή, στο άρθρ. 13 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. … 4. Κανένας δεν μπορεί, εξ αιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. …». Στο δε άρθρο 9 της Σύμβασης «για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/74, προβλέπεται ότι: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και της ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων». Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938 «Περί κατοχυρώσεως διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του εν ισχύϊ Συντάγματος» (Α΄ 305), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939 (Α΄ 123), «Δια την ανέγερσιν ή λειτουργίαν Ναού οιουδήποτε δόγματος προαπαιτείται άδεια της οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, κατά τα δια Β.Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ειδικώτερον καθορισθησόμενα. Ναοί ή ευκτήριοι οίκοι από της δημοσιεύσεως του κατά την προηγουμένην παράγραφον Β.Δ/τος, ανεγειρόμενοι ή λειτουργούντες άνευ της τηρήσεως των εν αυτώ διατυπώσεων ή εγκαθιστάμενοι και λειτουργούντες εντός οικημάτων ή αποθηκών ή οιασδήποτε φύσεως κτισμάτων ή στεγάστρων κατά μετατροπήν πάντων τούτων, κλείονται και σφραγίζονται υπό της οικείας Αστυνομικής Αρχής, απαγορευομένης της λειτουργίας αυτών, οι δ’ ανεγείροντες ή θέντες εις λειτουργίαν τιμωρούνται δια χρηματικής ποινής 50.000 δραχμών και φυλακίσεως 2 μέχρις 6 μηνών». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 3 του Β.Δ/τος της 20 Μαΐου/2 Ιουνίου 1939 «Περί εκτελέσεως διατάξεων του Α. Νόμου υπ’ αριθ. 1672/1939 περί τροποποιήσεως του Α. Νόμου υπ’ αριθ. 1363/1938 περί κατοχυρώσεως των άρθρ. 1 και 2 του εν ισχύϊ Συν/τος (Α΄ 220): Δια την χορήγησιν αδείας ανεγέρσεως ή λειτουργίας ευκτηρίου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου δεν έχουσιν εφαρμογήν αι διατάξεις της παρ. 1 εδάφ. α΄ και β΄ του παρόντος, (περί ανεγέρσεως ή λειτουργίας ναών μη ανηκόντων στην Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία), επαφιεμένης εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας της κρίσεως εάν συντρέχουσι ουσιαστικοί λόγοι προς χορήγησιν της σχετικής αδείας. Προς τούτο οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουσι δια του ποιμένος αυτών αίτησιν εις το Υπουργείον Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας ενυπόγραφον, κεκυρωμένην, ως προς το γνήσιον της υπογραφής υπό του Δημάρχου ή Προέδρου της Κοινότητος. Εν τη αιτήσει αναγράφονται και αι διευθύνσεις των κατοικιών των αιτούντων. Κατά τα λοιπά ισχύουσιν αι διατάξεις του εδαφ. γ΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου». Κατά το τελευταίο δε αυτό εδάφιο γ΄ της παρ. 1 του πιο πάνω Β.Δ/τος ο Υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας δύναται να αποδεχθεί την αίτηση ή και να την απορρίψει, αν κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι πραγματικοί λόγοι που επιβάλλουν την ανέγερση ή λειτουργία ευκτήριου οίκου ή θρησκευτικού εντευκτηρίου ή δεν έχουν τηρηθεί οι παραπάνω διατάξεις.
6. Επειδή, το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 13 του Συντάγματος, περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αφ’ ενός (παρ. 1) και την ελευθερία εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων αφ’ ετέρου, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παρ. 2). Το δικαίωμα δε αυτό, της ελευθερίας εκδήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ειδικώτερη μορφή της οποίας αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται μόνον στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα όρους (Ολ. Σ.τ.Ε. 2281-2285/2001). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος, η μεν ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός σε αυτήν, υπό την εξαγγελόμενη βεβαίως στην παράγραφο 4 και ισχύουσα για όλους αρχή ότι η επίκληση των θρησκευτικών πεποιθήσεων δεν μπορεί για κανένα να αποτελέσει λόγο αρνήσεως εκπληρώσεως των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή αρνήσεως συμμορφώσεως προς τους νόμους. Η άσκηση όμως της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας, η οποία, όπως επιτάσσεται στην παρ. 2, επιβάλλεται να είναι ανεμπόδιστη, τελούσα μάλιστα «υπό την προστασία των νόμων», δεν επιτρέπεται, πάντως, όπως ρητώς ορίζεται, να προσβάλλει τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, ενώ εξάλλου ρητώς περαιτέρω ορίζεται στην ίδια παράγραφο 2, ότι ο προσηλυτισμός απαγορεύεται.
7. Επειδή το θεσπισθέν με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939, και το άρθρο 1 του εκτελεστικού β.δ/τος της 20.5/2.6.1939 σύστημα ρυθμίσεως προβλέπει καθεστώς προηγουμένης διοικητικής άδειας για την ανέγερση και λειτουργία ναού ή την εγκατάσταση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου θρησκευτικής κοινότητος ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, σε σχέση με τους ανήκοντες στην Ορθόδοξη Εκκλησίας της Ελλάδος. Η χορήγηση δε της εν λόγω διοικητικής αδείας διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, κατόπιν ενυπογράφου αιτήματος μελών της θρησκευτικής κοινότητος που έχουν την κατοικία τους στο συγκεκριμένο τόπο όπου επιζητείται η ανέγερση και λειτουργία ναού ή η εγκατάσταση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου για την εκ μέρους τους άσκηση λατρείας, το οποίο υποβάλλεται δια του ποιμένος των. Προκειμένου να προβή στη χορήγηση της διοικητικής αδείας, ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, πέραν της διαπιστώσεως της συνδρομής των όρων που διαλαμβάνει το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος (άσκηση λατρείας γνωστής –δηλαδή εχούσης φανερές και όχι κρύφιες δοξασίες– θρησκείας, που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, από ανήκοντες σε θρησκευτική κοινότητα που δεν ασκεί προσηλυτισμό), προβαίνει στην εκτίμηση ότι υφίσταται πραγματική ανάγκη προς ανέγερση και λειτουργία ναού ή εγκατάσταση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου για την άσκηση λατρείας εκ μέρους της τοπικής θρησκευτικής κοινότητος που συγκροτούν οι υποβαλόντες την σχετική αίτηση, εφ’ όσον ο αριθμός αυτών δεν είναι όλως ασήμαντος.
8. Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, μετά από επισκόπηση και νέα θεώρηση της μέχρι τούδε επί του ζητήματος νομολογίας του Δικαστηρίου, το θεσπισθέν με το ως άνω σύστημα ρυθμίσεως νομοθετικό καθεστώς της προηγουμένης διοικητικής αδείας για την ανέγερση και λειτουργία ναού ή την εγκατάσταση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου αντιβαίνει στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι η επιβαλλόμενη ως τυπική προϋπόθεση λήψη προηγούμενης διοικητικής αδείας για την κατασκευή κτιρίου ή διάθεση χώρου σε κτίριο, προκειμένου να καταστή επιτρεπτή η εντός αυτού άσκηση λατρείας, είναι ασυμβίβαστη προς την συνταγματική επιταγή της ανεμπόδιστης ασκήσεως λατρείας. Πολύ δε περισσότερο που η χορήγηση της εν λόγω διοικητικής αδείας δεν καθίσταται υποχρεωτική με μόνη την διαπίστωση εκ μέρους του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων των προεκτεθέντων όρων υπό τους οποίους κατοχυρούται στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος η ελευθερία της ασκήσεως λατρείας (άσκηση λατρείας γνωστής θρησκείας, που δεν προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη, από ανήκοντες σε θρησκευτική κοινότητα που δεν ασκεί προσηλυτισμό), αλλά συναρτάται περαιτέρω προς την εκ μέρους του εκτίμηση, με βάση τα δεδομένα της συγκεκριμένης περιπτώσεως, της υπάρξεως πραγματικής ανάγκης προς ανέγερση και λειτουργία ναού ή εγκατάσταση και λειτουργία ευκτηρίου οίκου για την άσκηση λατρείας εκ μέρους των ανηκόντων στην τοπική θρησκευτική κοινότητα που υπέβαλαν τη σχετική αίτηση. Προς διασφάλιση πάντως της τηρήσεως των προεκτεθέντων όρων που διαλαμβάνει το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, συμβατή προς το Σύνταγμα νομοθετική ρύθμιση θα αποτελούσε η πρόβλεψη της δια δικαστικής αποφάσεως αναγνωρίσεως θρησκευτικής κοινότητος ως πρεσβευούσης γνωστή θρησκεία, πέραν βεβαίως των περιπτώσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδας, την ύπαρξη της οποίας αναγνωρίζει και κατοχυρώνει το άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και εκείνων των θρησκευτικών κοινοτήτων που έχουν δια νόμου αναγνωρισθεί ως νομικά πρόσωπα. Τούτο, προς διαπίστωση εκ μέρους δικαστικής αρχής ως προς μια θρησκευτική κοινότητα της συνδρομής του τασσομένου στο Σύνταγμα ως άνω θετικού όρου (εκείνου της γνωστής θρησκείας) υπό τον οποίο κατοχυρούται η ελευθερία ασκήσεως της λατρείας. Καθ’ όσον αφορά τους περαιτέρω τασσομένους στο Σύνταγμα αρνητικούς όρους, εκείνους της μη προσβολής με την άσκηση λατρείας της δημοσίας τάξεως ή των χρηστών ηθών και της μη ασκήσεως προσηλυτισμού, ενδεχόμενη μη συνδρομή τους δεν είναι κατ’ αρχήν –και δεν μπορεί με νόμο να καταστεί γενικώς– εκ των προτέρων διαγνώσιμη, αφού προσαπαιτεί αναγκαίως την ύπαρξη συγκεκριμένων πραγματικών δεδομένων, αλλά είναι απεναντίας εκ των υστέρων δικαστικώς διαπιστώσιμη, σε περίπτωση εκδηλώσεως τέτοιας εκνόμου συμπεριφοράς. Για τέτοια δε τυχόν περίπτωση εκδηλώσεως εκνόμου συμπεριφοράς που θα παρουσιασθεί, επιβάλλεται από το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος να ορισθεί στο νόμο ως υποχρεωτική η διερεύνηση και διαπίστωση συντελεσθείσης παραβιάσεως των εκτεθεισών συνταγματικών απαγορεύσεων, προς δικαστική απαγγελία εντεύθεν εννόμων συνεπειών που κατά συνταγματική υποχρέωση θα ορίσει συναφώς ο νόμος, ώστε να καταστή αποτελεσματική η τήρηση της εν λόγω συνταγματικής διατάξεως. Περαιτέρω, η εκ μέρους τυχούσης αναγνωρίσεως ως πρεσβευούσης γνωστή θρησκεία, κατά τα προεκτεθέντα, θρησκευτικής κοινότητας ανέγερση ναού ή εγκατάσταση ευκτηρίου οίκου σε ορισμένο κτίριο για τη λειτουργία τούτων ως χώρων λατρείας, ναι μεν δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να προσαπαιτεί ειδική άδεια, υπόκειται όμως στην εφαρμογή της γενικώς ισχυούσης πολεοδομικής νομοθεσίας, προς την οποία επιβάλλεται να μην έρχεται σε αντίθεση. Κατά συνέπειαν, η μεν ανέγερση ναού, ως κτιρίου εκ κατασκευής προωρισμένου και διαμορφωμένου για την άσκηση λατρείας, με τήρηση βεβαίως των ισχυόντων όρων δομήσεως, προϋποθέτει προηγούμενο πολεοδομικό καθορισμό, κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 εδ. β και 29 του ν.δ/τος της 17.7/16.8.1923 «Περί σχεδίων πόλεων, κωμών και συνοικισμών του Κράτους και οικοδομής αυτών», συγκεκριμένης θέσεως στο σχέδιο πόλεως για την ανέγερση κτιρίου ναού. Η δε εγκατάσταση ευκτηρίου οίκου σε χώρο υφισταμένου κτιρίου, προκειμένου να χρησιμεύσει ως χώρος ασκήσεως λατρείας, προϋποθέτει τήρηση και συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και του Κτιριοδομικού Κανονισμού. Κατά τη γνώμη όμως της Συμβούλου Αικ. Χριστοφορίδου, το σύστημα των διατάξεων του Α.Ν. 1363/1938 και του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939, σύμφωνα με το οποίο για την ίδρυση και θέση σε λειτουργία ευκτηρίων οίκων ετεροδόξων και ετεροθρήσκων απαιτείται προηγούμενη διοικητική άδεια, ουδόλως αντίκειται στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, καθ’ ο μέρος και στο μέτρο που συνιστά μηχανισμό οργανώσεως των αναγκαίων μέτρων που διασφαλίζουν τη διαπίστωση της συνδρομής των όρων υπό τους οποίους κατοχυρώνεται τόσον από το ίδιο το Σύνταγμα όσον και από την ΕΣΔΑ, το ατομικό δικαίωμα ελεύθερης και ακώλυτης ασκήσεως της λατρείας. Τούτο δε διότι το σύστημα της προηγούμενης διοικητικής αδείας αποτελεί την έκφραση διοικητικής εποπτείας του Κράτους επί όλων ανεξαιρέτως των θρησκευτικών κοινοτήτων, εποπτείας που έχει ως στόχο τη διατήρηση του θρησκευτικού πλουραλισμού και την ταυτόχρονη εξασφάλιση της ειρηνικής συνυπάρξεως των διαφόρων θρησκευτικών ομάδων, οι οποίες υπόκεινται σε αναγκαίους περιορισμούς ως προς την εκδήλωση της πίστεως και άσκηση της λατρείας, προκειμένου να επιτυγχάνεται ο σεβασμός των ατομικών πεποιθήσεων εντός της κοινωνίας όπου διαβιούν άπαντες. Στο πλαίσιο της διοικητικής αυτής εποπτείας, το σύστημα της διοικητικής αδείας που καθιερώθηκε με τις ανωτέρω διατάξεις έχει ως στόχο την εξασφάλιση ενός ελέγχου ως προς τη συνδρομή των όρων που τάσσονται από το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, η προηγούμενη επαλήθευση των οποίων γίνεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων και, συνεπώς, είναι συμβατό προς τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, καθώς και προς τις ταυτόσημες, από της εξεταζομένης απόψεως, διατάξεις του άρθρου 9 της Ε.Σ.Δ.Α., μη παραβιάζον, σε καμμία περίπτωση την αρχή της αναλογικότητας (ούτω και ΕΔΔΑ, υπόθεση Μανουσάκης κλπ. κατά Ελλάδας, 59/1995/565/651, απόφαση της 26ης.9.1996, σκέψη 47). Εξάλλου, η χορήγηση της εν λόγω αδείας αποτελεί δεσμία αρμοδιότητα της Διοικήσεως, είναι δηλαδή υποχρεωτική σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι πληρούνται οι από το Σύνταγμα τασσόμενες προϋποθέσεις προς άσκηση της λατρείας οποιασδήποτε γνωστής θρησκείας. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά στους τασσόμενους από το Σύνταγμα περιορισμούς στην άσκηση της λατρείας, που ανάγονται στο ανεπίτρεπτο προσβολής της δημόσιας τάξεως ή των χρηστών ηθών και της διενέργειας προσηλυτισμού, ο έλεγχος της συνδρομής των όρων αυτών, που αποτελεί την πρώτη φάση της διαρκούς διοικητικής εποπτείας επί όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων, διεξάγεται εν πρώτοις με αντικειμενικά κριτήρια και στοιχεία και δεν δύναται να θεωρηθεί ανεπίτρεπτο συνταγματικώς εμπόδιο στην άσκηση της λατρείας εκ μόνου του λόγου ότι ασκείται προληπτικώς και απολήγει σε χορήγηση διοικητικής αδείας για την ίδρυση ευκτηρίου οίκου, εφ’ όσον, πάντως, η άδεια χορηγείται υποχρεωτικώς και κατόπιν κρίσεως της Διοικήσεως περί τη συνδρομή των συνταγματικών όρων εν γένει, υπό τους οποίους κατοχυρώνεται το δικαίωμα ανεμπόδιστης ασκήσεως λατρείας. Διάφορον είναι το ζήτημα των διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων που επιβάλλονται εκ των υστέρων, όταν δηλαδή εκδηλωθεί πράγματι από πιστούς γνωστής θρησκείας προσβολή των χρηστών ηθών ή της δημόσιας τάξης με συγκεκριμένες κολάσιμες ενέργειες, ή διαπιστωθεί η διάπραξη (ατομικώς) του ποινικού αδικήματος του προσηλυτισμού (Ολ. Α.Π. 20/2001). Αντιθέτως, κατά τη γνώμη αυτή, η εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του Β.Δ. της 20.5/2.6.1939, κατά το μέρος που εξαρτά τη χορήγηση της αδείας από την κρίση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ότι συντρέχουν «ουσιαστικοί λόγοι» που επιβάλλουν την ίδρυση ευκτηρίου οίκου, εισάγει ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελευθερίας της λατρείας, αφού θεσπίζει μία πρόσθετη προϋπόθεση, μη προβλεπόμενη στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, αναγνωρίζοντας μάλιστα στον αρμόδιο Υπουργό τη διακριτική ευχέρεια ν’ αρνηθεί τη χορήγηση της αδείας (ίδ. και την παράγραφο 1 εδ. γ΄, στην οποία παραπέμπει η ανωτέρω παράγραφος 3), εάν εκτιμά ότι η ίδρυση του ευκτηρίου οίκου δεν εξυπηρετεί πραγματική ανάγκη των μελών της θρησκείας που υπέβαλαν την αίτηση, είτε λόγω του περιορισμένου αριθμού αυτών, είτε λόγω της, κατά την εκτίμησή του, δυνατότητάς τους ν’ ασκούν κατ’ άλλον τρόπο ή σε άλλον ευκτήριο οίκο τα λατρευτικά τους καθήκοντα. Εν όψει αυτών, η προαναφερόμενη ρύθμιση του Β.Δ/τος της 20.5/2.6.1939, η οποία εφαρμόζεται αποκλειστικώς επί αδειών για την ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίων οίκων (μη έχουσα πεδίον εφαρμογής επί ναών, για τους οποίους ισχύουν ειδικές διατάξεις), αντίκειται τόσο στο άρθρο 13 του Συντάγματος, όσο και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και είναι, συνεπώς, ανίσχυρη (Ολ. Α.Π. 20/2001). Δεδομένου δε ότι η ρύθμιση της εν λόγω ανίσχυρης διάταξης παρουσιάζει αυτοτέλεια και είναι σαφώς διακριτή ως προς τους στόχους της και το περιεχόμενό της εν σχέσει με τις λοιπές ρυθμίσεις δια των οποίων καθιερώνεται κατ’ αρχήν από το νομοθέτη καθεστώς διοικητικής άδειας για την ίδρυση και λειτουργία ευκτηρίων οίκων, το γεγονός ότι κρίνεται ανίσχυρη ως αντισυνταγματική η ανωτέρω ρύθμιση του Β.Δ/τος δεν ασκεί επιρροή επί του κύρους των λοιπών νομοθετικών ρυθμίσεων δια των οποίων οργανώθηκε κατά τρόπον σύμφωνο προς το Σύνταγμα το ρηθέν σύστημα διοικητικής αδείας.
9. Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στις προηγούμενες σκέψεις, κατά μεν την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που αναφέρονται σε ανυπαρξία πραγματικής ανάγκης για την ίδρυση του επίμαχου ευκτηρίου οίκου, καθώς και στην έλλειψη νομιμότητας των συναφών προς το θέμα αυτό διατυπώσεων, είναι απορριπτέοι, σε κάθε περίπτωση διότι προβάλλονται υπό την εκδοχή της μη ορθής εφαρμογής διατάξεων που όμως είναι ανίσχυρες, ως αντίθετες στο άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ. Κατά δε την κρατήσασα στο Τμήμα άποψη, η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα προεχόντως, διότι θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι για την ίδρυση ευκτηρίου οίκου απαιτείται προηγούμενη διοικητική άδεια και ότι η χορηγηθείσα άδεια δεν είναι σύμφωνη με την κειμένη νομοθεσία, ενώ το σύστημα ρυθμίσεως εν γένει της νομοθεσίας που επιβάλλει τη χορήγηση διοικητικής αδείας συγκροτείται από ανίσχυρες διατάξεις ως αντικείμενες στο Σύνταγμα.
10. Επειδή, εν όψει των προεκτεθέντων, πρέπει κατά το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος, ως ισχύει μετά την αναθεώρηση με το ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, να παραπεμφθή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας προς κρίση το ζήτημα της συνταγματικότητος της διατάξεως του άρθρου 1 του Α.Ν. 1363/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1672/1939. Στην περίπτωση δε που η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας αποδεχθεί την επί του ζητήματος τούτου θέση του Τμήματος περί αντισυνταγματικότητος της ανωτέρω διατάξεως, καθ’ όσον αφορά τη θέσπιση καθεστώτος προηγουμένης διοικητικής αδείας, λόγω αντιθέσεώς της προς το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος, θα συντρέξει περαιτέρω περίπτωση παραπομπής του ζητήματος τούτου προς επίλυση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν. 345/1976 Κώδικος περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, εν όψει των διαφόρως κριθέντων ως προς την συνταγματικότητα της ανωτέρω διατάξεως με την απόφαση 20/2001 της Ολομελείας του Αρείου Πάγου. Ορίζεται δε ως εισηγητής ενώπιον της Ολομελείας η Σύμβουλος Αικατερίνη Χριστοφορίδου.
Σημείωμα
Πρόκειται για μια μείζονος σημασίας νομολογιακή μεταστροφή που ας ελπίσουμε ότι θα επιβεβαιωθεί από την Ολομέλεια. Για πρώτη φορά μετά από επτά δεκαετίες εφαρμογής κρίνεται αντισυνταγματικό το μεταξικό καθεστώς για την αδειοδότηση ναών και ευκτηρίων οίκων των λοιπών, πλην της κατά το άρθρο 3 Συντ. επικρατούσας, θρησκειών. Μέχρι τότε το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν είχε αμφισβητήσει την επί της αρχής συνταγματικότητα της νομοθετικής ρύθμισης. Βλ. ΣτΕ (Ολ.) 1444/1991, ΤοΣ 1991, σ. 381 επ., με σημείωμα Δ. Γρατσία.
Η θεωρία έχει από καιρό επισημάνει ότι το καθεστώς αυτό προσβάλλει την ελευθερία της λατρείας. Βλ. αντί πολλών Πρ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό δίκαιο, Ατομικά δικαιώματα, τόμ. Α΄, 2η έκδ., 2005, αρ. περ. 574, Ι. Μανωλεδάκη / Γ. Πουλή, Ανέγερση ναού ή ευκτηρίου οίκου χωρίς άδεια (Με αφορμή την ΑΠ Ολ. 20/2001), ΠοινΔικ 2002, σ. 409 επ., Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 3η έκδ., 2006, σ. 284 επ.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, την άποψη της οποίας υιοθετεί η μειοψηφία ενός μέλους του Δικαστηρίου στη σχολιαζόμενη απόφαση, είχε κρίνει ότι αντισυνταγματική είναι μόνον η διάταξη που παρέχει διακριτική ευχέρεια στον Υπουργό Παιδείας για την έκδοση της άδειας, ενώ κατά τα λοιπά η νομοθετική ρύθμιση δεν πάσχει. Βλ. ΑΠ (Ολ.) 20/2001 (ποιν.), ΝοΒ 2002, σ. 1143 επ., με σχόλιο Γ. Κτιστάκι).
Με την απόφαση ΣτΕ 2188/2010 το Δ΄ Τμήμα δέχθηκε κατά πλειοψηφία ότι η υπαγωγή της ανέγερσης και λειτουργίας ναών και ευκτηρίων οίκων σε καθεστώς προηγούμενης διοικητικής άδειας αντίκειται στην ελευθερία της λατρείας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 παρ. 2 Συντ. Το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, το οποίο, αν κάνει δεκτή την άποψη του Τμήματος, θα πρέπει ακολούθως να παραπέμψει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ενόψει της αντίθετης νομολογίας του Αρείου Πάγου.
Α.Κ.