Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος
[…]
7. Επειδή, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Η΄ του ν. 3371/2005 «Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 178/14.7.2005) ρυθμίζονται θέματα ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, με το άρθρο 57 του αυτού Ν. 3371/2005 προβλέφθηκε η υπαγωγή του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) μέχρι 31.12.2005, εφόσον μέχρι την ημερομηνία αυτή τα ταμεία επικουρικής ασφαλίσεως του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων του ν. 2076/1992 θα έχουν ενταχθεί στην ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ). Η προθεσμία αυτή παρατάθηκε μέχρι της 31.3.2006 (άρθρο 21 του Ν.3429/2005 – ΦΕΚ Α΄ 314). Με το άρθρο 58 του ίδιου Ν. 3371/2005 προβλέφθηκε η υποχρεωτική και αυτοδίκαιη υπαγωγή των προσλαμβανομένων στα πιστωτικά ιδρύματα από 1.1.2005 στην επικουρική ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Προβλέφθηκε, επίσης, η υπαγωγή στην υποχρεωτική ασφάλιση του αυτού Ταμείου των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως των ανωτέρω πιστωτικών ιδρυμάτων μετά τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις και τα καταστατικά των ταμείων. Ο χρόνος ασφαλίσεως που πραγματοποιήθηκε στα ταμεία λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στο ΕΤΕΑΜ (παρ. 3). Ό,τι σχετίζεται με εισφορές, προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως, καθορισμό επικουρικών συντάξεων και ανακαθορισμό αυτών διέπονται από τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ (παρ. 2-7). Το άρθρο 59 του αυτού Ν. 3371/2005 ρυθμίζει την οικονομική κάλυψη της επιβαρύνσεως του ΕΤΕΑΜ μετά από ειδική οικονομική μελέτη. Με το άρθρο 60 του ίδιου Ν. 3371/2005 ιδρύεται το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΑΤ), το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έχει έδρα την Αθήνα. Κατά το άρθρο 61 του Ν. 3371/2005 σκοπός του ΕΤΑΤ είναι: α) η καταβολή της διαφοράς των ποσών των συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της συντάξεως με βάση τις καταστατικές διατάξεις του ΕΤΕΑΜ και τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για όσους έχουν ασφαλισθεί σε αυτά μέχρι 31.12.1992, β) η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδοτήσεως που χορηγούνται στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση από το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και το ΕΤΕΑΜ, γ) η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους στα εν λόγω ταμεία για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ, για το οποίο έχουν καταβάλει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από εκείνες που προβλέπονται για το ΕΤΕΑΜ, δ) η είσπραξη εισφορών εργαζομένων και εργοδότη, ε) η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ΕΤΑΤ, στ) η λειτουργία ως φορέα σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του ΕΤΑΤ, του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και του ΕΤΕΑΜ και ζ) (περίπτωση, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3455/2006 – ΦΕΚ Α΄ 84) η παροχή συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος ταμείου. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο ΕΤΑΤ για τη δευτερεύουσα αυτή επικουρική ασφάλιση και εξαιρείται από την ασφάλιση στο ΕΤΕΑΜ. Περαιτέρω, στο άρθρο 62 του ν. 3371/2005 ορίζονται τα εξής: «1. Στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση του προσωπικού τους μετά τη διάλυση τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από την επόμενη παράγραφο. 2. Η υπαγωγή στο ΕΤΑΤ πραγματοποιείται μετά από αίτημα των αρμόδιων οργάνων των ενδιαφερομένων μερών, εργοδότη ή εργαζομένων, που υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΕΤΑΤ μετά τη διάλυση των επικουρικών ταμείων …, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά των οικείων ταμείων. Σε περίπτωση που στην ασφάλιση των επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών υπάγεται το προσωπικό περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι δυνατή η αποχώρηση ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων από το ταμείο προκειμένου να ενταχθούν στο ΕΤΑΤ. Το ποσό της επιβάρυνσης του πιστωτικού ιδρύματος και του ταμείου προσδιορίζεται μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης. 3. Το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εντασσόμενων ταμείων ή των κλάδων επικουρικής ασφάλισης αυτών περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή άλλων προσώπων. 4. … 5. … 6. Εάν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ανωτέρω ταμείων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και προκύψουν δικαστικές αντιδικίες μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει, το ΕΤΑΤ, με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, που υποβάλλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη των δικαστικών διενέξεων, αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων. Σε καμία περίπτωση στο ΕΤΑΤ δεν ανατίθενται θέματα σχετικά με δικαστικές αντιδικίες, που προκύπτουν μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει. Στην περίπτωση αυτή το ταμείο δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει προς το ΕΤΑΤ το ποσό δαπάνης που του αναλογεί. Το ποσό της δαπάνης προσδιορίζεται μετά από ειδική οικονομική μελέτη, η οποία ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και εκπονείται μέσα σε έναν μήνα από την ανάθεση της. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.), καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις διαχείρισης και διεκπεραίωσης των θεμάτων, ο τρόπος κατανομής χρονικά του ποσού της δαπάνης που θα καταβάλλει ο εργοδότης και κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Έως την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος η διαχείριση και η διεκπεραίωση των υποθέσεων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, καθώς και η είσπραξη των εισφορών πραγματοποιούνται από το οικείο ταμείο ή ένωση προσώπων ή ειδικό λογαριασμό. 7. Εάν το αρμόδιο όργανο ενός από τα μέρη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει υποβάλει ή υποβάλει μονομερώς αίτημα για υπαγωγή του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος στο ΕΤΑΤ, το Ταμείο ζητά εγγράφως τη γνώμη του αρμόδιου οργάνου και του ετέρου μέρους. Σε περίπτωση υποβολής αρνητικής γνώμης ή γνώμης υπό επιφύλαξη, καθώς και μη υποβολής αυτής εντός μηνός από την κοινοποίηση του ανωτέρω εγγράφου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6. Στην περίπτωση αυτή ή της υποβολής σύμφωνης γνώμης και εφόσον το αίτημα υποβληθεί έως την 30.4.2006, πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 57, της άνω καταληκτικής ημερομηνίας λαμβανομένης υπόψη μόνο για την υποβολή του αιτήματος στο ΙΚΑ και στο ΕΤΑΤ. 8. Εφεξής για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι ειδικές οικονομικές μελέτες των παραγράφων 2 και 6 καταρτίζονται πριν από την εξέταση του κατά περίπτωση αιτήματος υπαγωγής στο ΕΤΑΤ. 9. Πιστωτικό ίδρυμα, του οποίου οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, μπορεί κατά παρέκκλιση των οικείων διατάξεων να αποτυπώσει στις τριμηνιαίες ή εξαμηνιαίες ή ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του έτους 2005 το εκτιμώμενο οικονομικό αποτέλεσμα της υπαγωγής του προσωπικού στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού. Η προθεσμία δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεων του πρώτου τριμήνου της οικονομικής χρήσης 2005 παρατείνεται μέχρι την 15.7.2005 για τα πιστωτικά ιδρύματα του προηγούμενου εδαφίου [οι παρ. 7 και 8 προστέθηκαν, με αναρίθμηση της παρ. 7 σε 9, με το άρθρο 26 παρ. 3 του ν. 3455/2006, ΦΕΚ Α΄ 84/18.4.2006]. Με το άρθρο 63 του Ν. 3371/2005 καθορίσθηκαν οι πόροι του ΕΤΑΤ και με το άρθρο 64 καθορίσθηκαν οι αρμοδιότητες αυτού. Ακολούθησε η έκδοση του προσβαλλόμενου προεδρικού διατάγματος κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005. Με το διάταγμα αυτό καθορίσθηκαν η διαδικασία διαχείρισης και διεκπεραίωσης των πάσης φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων από το ΕΤΑΤ (άρθρο 2) και η διαδικασία απονομής ασφαλιστικών παροχών από αυτό (άρθρο 3).
8. Επειδή, οι ανωτέρω διατάξεις αφορούν στα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών, τα οποία είναι ασφαλιστικοί φορείς ιδιωτικού δικαίου ποικίλης μορφής (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ενώσεις προσώπων ή σύνολα περιουσιών), οι οποίοι συνεστήθησαν μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και του προσωπικού τους και οι οποίοι παρέχουν επικουρική ασφάλιση στους τραπεζοϋπαλλήλους κατόπιν συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συλλογικών ενοχικών συμφωνιών. Εξάλλου, ο νομοθέτης τα ταμεία, τα οποία στηρίζονται στην ιδιωτική βούληση, άλλοτε μεν τα ανήγαγε σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) (άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 1495/1938 – ΦΕΚ Α΄ 464), άλλοτε δε, χωρίς να τα αναγάγει σε ν.π.δ.δ. τα αντιμετώπισε ως ασφαλιστικούς οργανισμούς, ομολόγους προς τους φορείς της δημοσίας υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Ενδεικτικώς με το άρθρο 12 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ Α΄ 180), τα ταμεία αυτά εντάσσονται στο νομοθετικό καθεστώς της διαδοχικής ασφαλίσεως, εις το οποίο μετέχουν ισοτίμως με τους φορείς που είναι ν.π.δ.δ., με το άρθρο 10 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ Α΄ 138) καθιερώνονται ενιαίοι κανόνες, ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως και τον χρόνο θεμελιώσεως συντάξεως γήρατος των ασφαλιζομένων σε αυτά με το άρθρο 18 του ίδιου νόμου, τα πρόσωπα που ασφαλίζονται στα ταμεία αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΤΕΑΜ και με το άρθρο 2 παρ. 4 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α΄ 165), τα εν λόγω ταμεία θεωρούνται φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως. Με τους νόμους αυτούς, με τους οποίους επιχειρήθηκαν σημαντικές αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως της Χώρας, εισάγονται ενιαίοι κανόνες, οι οποίοι ισχύουν τόσον για τους ασφαλιστικούς φορείς που είναι ν.π.δ.δ., όσο και για τους ασφαλιστικούς φορείς που είναι ν.π.ι.δ., όπως είναι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία των τραπεζών.
9. Επειδή, εξάλλου, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου 3371/2005, με τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις ο νομοθέτης απέβλεψε στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικές ασφαλίσεως του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων. Την νομοθετική αυτή παρέμβαση υπαγόρευσε, κατά την εισηγητική έκθεση, η ανάγκη άρσεως της παθογένειας του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως των τραπεζοϋπαλλήλων, χαρακτηριστικότερη δε έκφραση της παθογένειας αυτής είναι ο κατακερματισμός του σε πολλούς φορείς, καθένας από τους οποίους διέπεται από δικό του καθεστώς, η αποκατάσταση της ίσης μεταχειρίσεως και κοινωνικής αλληλεγγύης των τραπεζοϋπαλλήλων και μεταξύ αυτών και μεταξύ των υπολοίπων μισθωτών, ο σεβασμός κεκτημένων δικαιωμάτων κοινωνικής ασφαλίσεως και η εγκαθίδρυση όρων ισοτιμίας μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και αποφυγής του μεταξύ αυτών αθέμιτου ανταγωνισμού. Εξ άλλου, κατά την ίδια εισηγητική έκθεση, ο λόγος ασφαλισμένων και συνταξιούχων των τραπεζών επιδεινώνεται σε βάρος των ασφαλισμένων, λόγω του περιορισμού των προσλήψεων που έχουν επιβάλλει, εν τοις πράγμασι, στα πιστωτικά ιδρύματα οι συνθήκες του διεθνούς εντόνου ανταγωνισμού. Η επιδείνωση αυτή, στο πλαίσιο του διανεμητικού συστήματος ασφάλισης, το οποίο ισχύει σε όλα τα ταμεία ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων της Χώρας, θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των ταμείων αυτών. Ο μόνος δε τρόπος αντιμετωπίσεως του προβλήματος αυτού είναι η συμμετοχή των τραπεζοϋπαλλήλων σε ευρύτερες ομάδες ασφαλισμένων. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αναφέρεται ως περαιτέρω λόγος δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος επέβαλε τις πιο πάνω ρυθμίσεις, ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν αναλάβει, σύμφωνα με τις συμφωνίες που έχουν συνάψει με το προσωπικό τους, να ασκούν συγχρόνως και κοινωνική πολιτική, καλύπτοντας τα ελλείμματα των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων, στις περιπτώσεις δε αυτές, οι ρόλοι επιχειρηματία και φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως συγχέονται. Τούτο δε διότι οι συνταξιοδοτικές παροχές των ταμείων αυτών στηρίζονται, ως επί το πλείστον, σε προγράμματα προκαθορισμένων παροχών, δηλαδή έχουν ως βάση ασφαλιστικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο οι υποχρεώσεις του εργοδότη, εν προκειμένω των τραπεζών, δεν περιορίζονται στην καταβολή της συμπεφωνημένης εργοδοτικής εισφοράς, όπως ισχύει στα προγράμματα προκαθορισμένων εισφορών, αλλ’ εκτείνονται και στην κάλυψη οποιουδήποτε ελλείμματος, προκειμένου οι εργαζόμενοι να λαμβάνουν τις συμφωνηθείσες ασφαλιστικές παροχές. Εξάλλου, κατά την εισηγητική έκθεση, η ρύθμιση των ανωτέρω παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 62 αποβλέπει στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων κατά την διάρκεια των δικαστικών αγώνων για την λύση ή μη των συμφωνιών εργοδοτών και εργαζομένων και την κατάργηση των επικουρικών ταμείων. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2992/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τον 1606/2002 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 19.7.2002 «Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» (E.E.E. L 243/1) και τον Κανονισμό 1725/2003 της Επιτροπής της 19.9.2003 «Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου» (E.E.E. L 261/1) των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ) του Οργανισμού Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις, όπως είναι και οι τράπεζες, υποχρεούνται από το έτος 2005 να εφαρμόζουν τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και ιδίως το Λογιστικό Πρότυπο 19, το οποίο επιβάλλει την ακριβή λογιστική αποτύπωση όλων των παροχών του εργοδότη προς το προσωπικό του (ημερομίσθια, μισθούς, εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων, μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση) και, τοιουτοτρόπως, τα πιστωτικά ιδρύματα που, με βάση ιδιωτικές συμφωνίες, καλύπτουν τα ελλείμματα των ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως του προσωπικού τους, υποχρεώνονται να καταγράφουν τις υποχρεώσεις τους αυτές ως υποχρεώσεις προς οποιαδήποτε ιδιωτική ασφάλιση, τούτο δε έχει ως ενδεχόμενο να εμφανίζουν μεγαλύτερο παθητικό και χαμηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Με τον τρόπο αυτό οι υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που ασφαλίζουν το προσωπικό τους στο ΕΤΕΑΜ αντιμετωπίζονται ως υποχρεώσεις του κοινωνικού συνόλου, στις περιπτώσεις, όμως, των πιστωτικών ιδρυμάτων που καλύπτουν αυτά τα ίδια τα ελλείμματα των επικουρικών ταμείων του προσωπικού τους, οι ίδιες υποχρεώσεις χρεώνονται στον εργοδότη – πιστωτικό ίδρυμα.
10. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι οι κλάδοι σύνταξης των ασφαλιστικών ταμείων κύριας ασφάλισης των πιστωτικών ιδρυμάτων εντάσσονται στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ εντός του προβλεπομένου σε αυτές χρόνου, εφόσον, εν τω μεταξύ, τα επικουρικά ταμεία του προσωπικού των εν λόγω ιδρυμάτων έχουν ενταχθεί στο ΕΤΑΤ, μετά τη διάλυση τους, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων αυτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΤΕΑΜ υπάγονται: α) οι τραπεζικοί υπάλληλοι, οι οποίοι προσλαμβάνονται στις τράπεζες από 1.1.2005 και β) οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των πιο πάνω ταμείων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα ταμεία αυτά θα έχουν διαλυθεί, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά τους. Η υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΕΑΜ δεν θίγει τους εξ αυτών ήδη συνταξιούχους και τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους, διότι αυτοί θα λαμβάνουν μεν την επικουρική σύνταξη του ΕΤΕΑΜ, η οποία θα υπολογίζεται, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις (άρθρο 58 παρ. 4), σύμφωνα με τη νομοθεσία του, πλην ο νέος ασφαλιστικός φορέας (ΕΤΑΤ) αναλαμβάνει να καταβάλει τη διαφορά των ποσών των συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό αυτών με βάση την νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ και τον υπολογισμό αυτών με βάση τις καταστατικές διατάξεις των επικουρικών ταμείων. Τούτο δεν ισχύει για τους ασφαλισμένους στα ταμεία τραπεζοϋπαλλήλων από 1.1.1993, οι οποίοι θα λαμβάνουν και αυτοί επικουρική σύνταξη από το ΕΤΕΑΜ, όμως, προβλέπεται απλώς η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ, εφόσον είχαν καταβάλει στα ταμεία τους εισφορές υψηλότερες από τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ. Στην περίπτωση της διαλύσεως του αλληλοβοηθητικού ταμείου και υπαγωγής του στο ΕΤΑΤ, το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας του περιέρχεται στο ΕΤΑΤ, χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλων προσώπων (άρθρο 62 παρ. 3). Εξ άλλου, κατά την έννοια, προεχόντως, των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 62 του Ν. 3371/2005, σε περίπτωση που τα μέρη, τράπεζες και τραπεζοϋπάλληλοι, δεν συμφωνήσουν στη λύση των συμβάσεων, από τις οποίες δεσμεύονται, ως και στην κατάργηση των επικουρικών ταμείων και προκύψει σχετική δικαστική διένεξη, το ΕΤΑΤ, μετά από αίτημα ενός των μερών ή του ίδιου του αλληλοβοηθητικού ταμείου, καθίσταται αρμόδιο για την είσπραξη των εισφορών, την χορήγηση και την απονομή των συντάξεων και, γενικότερα, την διεκπεραίωση και διαχείριση των υποθέσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ζητημάτων του αλληλοβοηθητικού ταμείου. Όπως ρητά αναφέρεται στην οικεία διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 62 του Ν. 3371/2005, στην περίπτωση αυτή το ταμείο ούτε διαλύεται, ούτε θίγεται η περιουσία του, ενώ ουδεμία ανάμειξη έχει το ΕΤΑΤ στις δικαστικές αντιδικίες. Τα ανωτέρω ισχύουν και για την περίπτωση που το ένα από τα μέρη υποβάλει μονομερώς αίτημα υπαγωγής του προσωπικού πιστωτικού ιδρύματος στο ΕΤΑΤ και το άλλο μέρος δεν διατυπώσει ανεπιφυλάκτως θετική γνώμη μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αιτήσεως. Προδήλως, στις περιπτώσεις των παρ. 6 και 7 του αυτού άρθρου 62 του Ν. 3371/2005 η ανάληψη από το ΕΤΑΤ της διαχειρίσεως των ασφαλιστικών υποθέσεων των ταμείων έχει προσωρινό χαρακτήρα και διαρκεί μέχρι την οριστική διευθέτηση της διαφοράς για την κατάργηση ή μη των ταμείων.
11. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι με την αναγκαστική διαχείριση των αλληλοβοηθητικών ασφαλιστικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων από το ΕΤΑΤ και μάλιστα για άγνωστο χρονικό διάστημα, καθώς είναι άγνωστος ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την επίλυση των δικαστικών διενέξεων μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, ως προς την διάλυση ή μη των ανωτέρω ταμείων, σε συνδυασμό με την υποχρεωτική ένταξή τους σε αυτό, παραβιάζεται το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος.
12. Επειδή, στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Με τη διάταξη αυτή ο συντακτικός νομοθέτης περιέβαλε με συνταγματικό κύρος την αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου και ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της ανάλογα με τις περιστάσεις, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (2180/2004 Ολομ.). Η μόνη δέσμευση που επέβαλε η πιο πάνω συνταγματική διάταξη σχετικά με την μορφή του ασφαλιστικού φορέα εκεί όπου ο νόμος καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση και θεσπίζει την υποχρεωτική καταβολή εισφοράς είναι η παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως είτε από μόνο το Κράτος, είτε από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τέτοιοι πράγματι υπήρξαν οι φορείς αυτοί κατά την ιστορική διαδρομή της κοινωνικής ασφαλίσεως στην Ελλάδα (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.). Το Σύνταγμα όμως δεν επέβαλε στον κοινό νομοθέτη περιορισμό, ως προς τον τρόπο οργανώσεως και διοικήσεως των φορέων της κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέξει την παροχή της κοινωνικής ασφαλίσεως από το ίδιο το Κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Τέτοια δέσμευση του κοινού νομοθέτη δεν απορρέει ούτε από το πνεύμα του Συντάγματος, ούτε από τις γενικές αρχές που πηγάζουν από τις συνταγματικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται η αρχή του Κοινωνικού Κράτους (Σ.τ.Ε 3101/2001 Ολομ.). Εν προκειμένω, με τις προεκτεθείσες διατάξεις, με τις οποίες οι τραπεζοϋπάλληλοι υπήχθησαν στην ασφάλιση του ΕΤΑΤ, ο νομοθέτης, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 3371/2005, απέβλεψε «στην επέκταση του δημόσιου, καθολικού και υποχρεωτικού χαρακτήρα της κοινωνικής ασφαλίσεως στο προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τις επιταγές τόσον του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, όσον και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, ούτως ώστε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων να μην υπολείπεται της κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των λοιπών εργαζομένων». Επέλεξε δε για το σκοπό αυτό το προεκτεθέν οργανωτικό σχήμα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, το οποίο, ενόψει των εκτεθέντων, ήταν ελεύθερος να επιλέξει και, συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως ότι ο νομοθέτης, κατά παράβαση του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, καθιέρωσε την προεκτεθείσα υποχρεωτική επικουρική κοινωνική ασφάλιση για τους τραπεζοϋπαλλήλους είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, είναι δε, κατά το άρθρον 22 παρ. 5 του Συντάγματος αδιάφορον, αν η υπαγωγή των πιο πάνω εργαζομένων στο ΕΤΑΤ μπορεί να είναι και προσωρινή, να διαρκεί, δηλαδή, όσο διαρκούν οι προδιαληφθείσες δικαστικές διενέξεις (παρ. 6 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005). Εξάλλου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο περαιτέρω λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της πιο πάνω συνταγματικής διατάξεως, δοθέντος ότι με τις ανωτέρω ρυθμίσεις του νόμου οι τραπεζοϋπάλληλοι έχουν δύο επικουρικούς φορείς ασφαλίσεως, ένα δημοσίου δικαίου και ένα ιδιωτικού δικαίου. Τούτο δε διότι είναι αδιάφορο αν οι τραπεζοϋπάλληλοι ασφαλίζονται και σε δεύτερο ασφαλιστικό οργανισμό, στηριζόμενο μάλιστα στην ιδιωτική βούληση, διότι τέτοιοι οργανισμοί ναι μεν δεν έχουν ως έρεισμα το άρθρο 22 παρ 5 του Συντάγματος, δεν απαγορεύεται όμως από τη συνταγματική αυτή διάταξη η ύπαρξή τους.
13. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η, κατά το άρθρο 62 παρ. 6 του ν. 3371/2205, υπαγωγή των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ γίνεται χωρίς την πρόβλεψη αναλογιστικής μελέτης, αλλά, απλώς, μετά από οικονομική μελέτη και, τοιουτοτρόπως, παραβιάζεται η παραγρ. 5 του άρθρου 22 του Συντάγματος. Το Σύνταγμα εγγυάται, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, με το άρθρο 22 παρ. 5 το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων, Ο θεσμός αυτός διασφαλίζεται με τη λειτουργία βιώσιμων ασφαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι απαιτείται να είναι οικονομικά εύρωστοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται στην, κατά το Σύνταγμα, αποστολή τους. Για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας αυτής, κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, όταν επέρχονται νομοθετικές μεταβολές, με τις οποίες επιβαρύνονται οικονομικώς ασφαλιστικοί οργανισμοί, όπως μετά από συγχώνευση τέτοιων οργανισμών, την ένταξη νέων κατηγοριών ασφαλισμένων σε αυτούς ή μετά από αύξηση των χορηγουμένων από τους οργανισμούς αυτούς παροχών, απαιτείται η ύπαρξη ειδικών προβλέψεων στις διατάξεις των νόμων αυτών σχετικά με το πόθεν οι ανωτέρω οργανισμοί θα προσπορίζονται τους αναγκαίους πόρους. Εν προκειμένω, με το άρθρο 62 παρ. 6 εδ. ε΄ του ανωτέρω ν. 3371/2005 προβλέπεται ότι για την υπαγωγή των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ η σύνταξη «ειδικής οικονομικής μελέτης», η πρόβλεψη δε αυτή καλύπτει την προεκτεθείσα συνταγματική επιταγή. Συνεπώς, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο άλλωστε, δεν προβάλλονται ειδικότερες πλημμέλειες της ανωτέρω ρυθμίσεως του νόμου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η ανάληψη από το ΕΤΑΤ της διαχειρίσεως των υποθέσεων των αλληλοβοηθητικών ταμείων τραπεζοϋπαλλήλων, τα οποία έχουν σωματειακή μορφή ή αποτελούν ενώσεις, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005, καθώς και η, συνεπεία τούτου, έμμεση διάλυση, στην οποία οδηγούνται με την αποψίλωση από τα μέλη τους, παραβιάζει το άρθρο 12 του Συντάγματος και το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ.
15. Επειδή, στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 12 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Οι Έλληνες έχουν δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. 2. Το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. 3. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και σε ενώσεις προσώπων που δεν συνιστούν σωματείο». Περαιτέρω, με το άρθρο 11 της από 4.11.1950 Συμβάσεως της Ρώμης «Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α΄ 256) και έχει υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν του συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του. 2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό του νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημόσιαν ασφάλειαν, …». Σύμφωνα με το άρθρο 12 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα των Ελλήνων να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, αλλά και σύμφωνα με το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, η σύσταση αλληλοβοηθητικών ταμείων για την ασφαλιστική κάλυψη των μελών τους είναι ελεύθερη, η ελευθερία δε αυτή δεν περιορίζεται από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο, κατά τα πιο πάνω εκτεθέντα, αναφέρεται μόνο στην υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, την οποία και εξαιρεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, δεν απαγορεύει δε η τελευταία αυτή διάταξη του Συντάγματος τη συμμετοχή σε αλληλοβοηθητικά ταμεία και, γενικώς, την προαιρετική ασφάλιση, την οποία αφήνει στη διάθεση των ενδιαφερομένων (ΣτΕ 5024/1987 Ολομ.). Εξ άλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, με το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος περιεβλήθη με συνταγματικό κύρος η αρχή της κοινωνικής ασφαλίσεως και ανετέθη στον κοινό νομοθέτη η εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, η μόνη δε δέσμευση που επεβλήθη σχετικά με τη μορφή του ασφαλιστικού φορέα, εκεί που νομοθέτης καθιερώνει την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, είναι η παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως από το Κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που και αυτά είναι δημόσιες υπηρεσίες καθ’ ύλην αποκεντρωμένες. Εκ τούτων παρέπεται ότι ο νομοθέτης δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον, όμως, τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται με νόμο, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους και, ως εκ τούτου, καταλείπεται έδαφος να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα, κατ’ αρχήν, με τις ειδικότερες συμφωνίες των μερών. Με τα δεδομένα αυτά, με τις ανωτέρω διατάξεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 62 του πιο πάνω Ν. 3371/2005 δεν παραβιάζεται ούτε το άρθρο 12 του Συντάγματος, ούτε το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ, διότι υπάγονται μεν οι ασφαλισμένοι των ανωτέρω αλληλοβοηθητικών ταμείων υποχρεωτικώς στο ΕΤΑΤ, όσο διαρκούν οι δικαστικές διενέξεις μεταξύ των μερών, τα ταμεία όμως αυτά με τις ανωτέρω διατάξεις ούτε καταργούνται, ούτε αφαιρούνται τα περιουσιακά τους στοιχεία. Τα στοιχεία αυτά αφαιρούνται στην περίπτωση της εκούσιας διαλύσεως αυτών (άρθρο 62 παρ. 3). Τέλος δε δεν οδηγούνται σε έμμεση διάλυση, με την πιθανή αν όχι βεβαία αποψίλωσή τους από τα μέλη τους, λόγω της υποχρεωτικής υπαγωγής τους στο ΕΤΑΤ, όπως ειδικότερα ισχυρίζονται οι αιτούντες, διότι τα ταμεία αυτά δύνανται να εξακολουθήσουν να λειτουργούν συμπληρωματικώς προς την κύρια ή επικουρική υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση, εφόσον το επιθυμούν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, ούτε η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος). Ενόψει δε των εκτεθέντων στην εισηγητική έκθεση του Ν. 3371/2005 λόγων δημοσίου συμφέροντος, κυρίως δε ότι η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων κατά την διάρκεια των δικαστικών αγώνων για την λύση ή μη των συμφωνιών εργοδοτών και εργαζομένων και, εντεύθεν, την κατάργηση των επικουρικών ταμείων, πρέπει να είναι βέβαιον ποιος ασφαλιστικός φορέας θα διαχειρίζεται την όλη ασφαλιστική σχέση, δηλαδή θα εισπράττει εισφορές και θα απονέμει συντάξεις, δεν παραβιάζεται ούτε η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, ούτε η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος). Κατόπιν των ανωτέρω εκτεθέντων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, περί παραβάσεως των άρθρων 12 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, δεδομένου, άλλωστε, ότι ο επιδιωκόμενος από τα ανωτέρω ταμεία σκοπός προς παροχή ασφαλίσεως στα μέλη τους εμπίπτει στην κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος μέριμνα του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων (πρβλ. 5/2002 ΑΕΔ), καθώς, επίσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και οι λόγοι ακυρώσεως περί παραβιάσεως της αρχής της αναλογικότητας και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.
Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Ελ. Δανδουλάκη, Ιωαν. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου, Μαργ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκα, Σπ. Μαρκάτη, Β. Γρατσία, Ηρ. Τσακόπουλου και Μ. Σταματελάτου, προς της οποία προσχώρησε και ο Πάρεδρος Δημ. Μακρής ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005 και του άρθρου 9 του ν. 3554/2007 αντίκεινται στην, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας, είναι βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός. Ειδικότερα, κατά την γνώμη αυτή, η διασφάλιση των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των τραπεζοϋπαλλήλων κατά την διάρκεια των δικαστικών διενέξεων από την εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων καταγγελία των σχετικών συμφωνιών μπορούσε να επιτευχθεί με τους κανόνες του ουσιαστικού ιδιωτικού δικαίου και του αστικού δικονομικού δικαίου και την προσωρινή δικαστική προστασία που οι κανόνες αυτοί παρέχουν, σε περίπτωση εγέρσεως ιδιωτικών διαφορών και, επομένως, ο περιορισμός των, εκ των άρθρων 12 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαιωμάτων με την μορφή της επεμβάσεως του νόμου στην εξουσία διεκπεραιώσεως και διαχειρίσεως των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών υποθέσεων των επικουρικών ταμείων δεν ήταν αναγκαίος για το σκοπό στον οποίο, κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3371/2005, αποβλέπει η ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005. Περαιτέρω, ο περιορισμός αυτός, λόγω του προσωρινού χαρακτήρα του, δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από την ανάγκη εξαλείψεως, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3371/2005, των δυσμενών για τα πιστωτικά ιδρύματα συνεπειών από την εφαρμογή του Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου 19. Επομένως, η επίμαχη ρύθμιση, ως μη αναγκαία για το σκοπό, για τον οποίο θεσπίσθηκε, δηλαδή την εξασφάλιση των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μέχρι την έκβαση της σχετικής δικαστικής διενέξεως, δεν είναι ανεκτή, κατά την προαναφερόμενη διάταξη του Συντάγματος.
16. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι αφού με την ανωτέρω ρύθμιση των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 62 του Ν. 3371/2005 το ΕΤΑΤ αναλαμβάνει, έστω και προσωρινώς, μέχρις ότου, δηλαδή, επιλυθούν οι σχετικές δικαστικές διενέξεις, την αναγκαστική διαχείριση και διεκπεραίωση των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών υποθέσεων των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων, τα ταμεία αυτά καθίστανται ανενεργά, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των μερών, στην οποία στηρίζονται, τούτο δε συνιστά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικονομικής ελευθερίας. Στην, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 σε συνδυασμό με το άρθρο 106 του Συντάγματος, οικονομική ελευθερία του προσώπου είναι δυνατόν να τίθενται περιορισμοί, δικαιολογούμενοι από λόγους δημοσίου και κοινωνικού συμφέροντος (ΣτΕ 2614/1989 Ολομ.), νομοθετική δε επέμβαση στην εξέλιξη συμβατικής σχέσεως συνιστά εξαιρετικό μέτρο και πρέπει να δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1910/2001 Ολομ.). Οι ρυθμίσεις αυτές των παρ. 6 και 7 του άρθρου 62 του Ν. 3371/2005, οι οποίες αποβλέπουν, κατά την εισηγητική έκθεση του νόμου, στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων κατά την διάρκεια των δικαστικών αγώνων για την λύση ή μη των συμφωνιών εργοδοτών και εργαζομένων και, εντεύθεν, στην κατάργηση των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων, συνιστά επαρκή λόγο δημοσίου συμφέροντος για τις εν λόγω ρυθμίσεις. Εξάλλου, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ο νομοθέτης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δύναται να δημιουργεί ασφαλιστικούς φορείς, υπάγοντας υποχρεωτικώς σε αυτούς κατηγορίες εργαζομένων και συνταξιούχων, έστω και αν αυτοί καλύπτονται ασφαλιστικώς από ταμεία, στηριζόμενα στην ιδιωτική βούληση και, μάλιστα, ανεξαρτήτως των συμφωνιών των ενδιαφερομένων μερών, εφόσον τα ταμεία αυτά ούτε διαλύονται, ούτε αφαιρείται η περιουσία τους. Με τα δεδομένα αυτά, δεν παραβιάζονται οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, καθόσον οι ρυθμίσεις αυτές υπαγορεύονται από τους προεκτεθέντες σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, τα εν λόγω δε ταμεία δεν εμποδίζονται να λειτουργούν, παρέχοντα συμπληρωματική ασφάλιση, σύμφωνα με τις συμφωνίες των μερών. Τέλος, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι όποιες υποχρεώσεις επιβάλλονται στις τράπεζες από τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, και κυρίως το λογιστικό πρότυπο 19, ως προς την απεικόνιση στον ισολογισμό τους των δαπανών για το προσωπικό τους, μεταξύ των οποίων και αυτών που αφορούν στην ασφαλιστική κάλυψη αυτού, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο δημοσίου συμφέροντος για τις ανωτέρω ρυθμίσεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 62 του ν. 3371/2005. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι το ζήτημα της υπάρξεως ή μη λόγου δημοσίου συμφέροντος κρίνεται από τον νομοθέτη ή από την εκτελεστική λειτουργία και μόνο η υπέρβαση των ακραίων ορίων εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου νομιμότητας, τον οποίο ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής (Σ.τ.Ε. 3101/2001 Ολομ.). Εν πάση, όμως, περιπτώσει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως λόγο δημοσίου συμφέροντος για τις ρυθμίσεις των πιο πάνω παραγράφων, η εισηγητική έκθεση του Ν. 3371/2005 προβλέπει προεχόντως ότι οι ρυθμίσεις αυτές αποβλέπουν στην εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων κατά την διάρκεια των δικαστικών αγώνων για την λύση ή μη των συμφωνιών εργοδοτών και εργαζομένων και την κατάργηση των αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων, τούτο δε συνιστά λόγο δημοσίου συμφέροντος για τις ανωτέρω ρυθμίσεις και, επομένως, δεν συντρέχει εν προκειμένω ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της εννοίας του δημόσιου συμφέροντος, ούτε παράβαση της, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, αρχής της αναλογικότητας.
Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Επικρατείας Ελ. Δσνδουλάκη, Ιωαν. Μαντζουράνη, Αικ. Σακελλαροπούλου, Α.-Γ. Βώρου, Μαργ. Γκορτζολίδου, Γ. Τσιμέκα, Σπ. Μαρκάτη, Β. Γρατσία, Ηρ. Τσακόπουλου και Μ. Σταματελάτου, προς της οποία προσχώρησε και ο Πάρεδρος Δημ. Μακρής ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 62 παρ. 6 του ν. 3371/2005 και του άρθρου 9 του ν. 3554/2007 αντίκεινται στην, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της αναλογικότητας, είναι βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός, σύμφωνα με την εκτεθείσα ανωτέρω (14η σκέψη) γνώμη τους.
17. Επειδή, οι αιτούντες ισχυρίζονται περαιτέρω με το από 9.10.2008 υπόμνημα τους ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 61 του ν. 3371/2005 σκοπός του ΕΤΑΤ είναι, μεταξύ άλλων, η καταβολή της διαφοράς των ποσών των συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της συντάξεως με βάση τη νομοθεσία του ΕΤΕΑΜ και με βάση τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για όσους έχουν ασφαλισθεί σε αυτά μέχρι 31.12.1992, πλην για τους ασφαλισμένους στα εν λόγω ταμεία από 1.1.1993 και μέχρι την υπαγωγή τους στο ΕΤΑΤ προβλέπεται η καταβολή σε αυτούς πρόσθετης απλώς συνταξιοδοτικής παροχής, εφόσον έχουν καταβάλει πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές υψηλότερες από εκείνες που προβλέπονται για το ΕΤΕΑΜ, τούτο δε συνιστά, κατά τους αιτούντες, παράβαση της αρχής της ισότητας. Κατά την προεκτεθείσα εισηγητική έκθεση του Ν. 3371/2005, η ρύθμιση αυτή αποβλέπει, μεταξύ άλλων, στο σεβασμό των κεκτημένων ασφαλιστικών δικαιωμάτων και προσδοκιών των ασφαλισμένων. Και είναι μεν αληθές ότι διαφοροποιούνται οι δύο αυτές κατηγορίες ασφαλισμένων, ως προς την έκταση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, προβλεπομένης μείζονος προστασίας για τους ασφαλισμένους πριν από την 1.1.1993, οι οποίοι βρίσκονται, άλλωστε, πλησιέστερα στο χρόνο συνταξιοδοτήσεως, πλην ο χρόνος αποχωρήσεως από την υπηρεσία αποτελεί παράγοντα αρκούντως αντικειμενικό που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση. Συνεπώς, δεν ανακύπτει ζήτημα αντισυνταγματικότητας και μάλιστα παραβάσεως της αρχής της, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, ισότητας από την πιο πάνω διαφοροποίηση, ως προς το χρόνο ενάρξεως της ασφαλιστικής σχέσεως των ασφαλισμένων στα αλληλοβοηθητικά ταμεία των πιστωτικών ιδρυμάτων μέχρι 32.12.1992 και μετά την 1.1.1993 και, επομένως, ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
18. Επειδή, με τη κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, ότι με την αναγκαστική διαχείριση των ασφαλιστικών υποθέσεων των ανωτέρω ταμείων από το ΕΤΑΤ, για όσο χρόνο διαρκούν οι πιο πάνω δικαστικές διενέξεις, αποστερούνται τα τελευταία, τα οποία στηρίζονται, κατά τα εκτεθέντα, στην ιδιωτική βούληση, από το δικαίωμά τους να εκμεταλλεύονται την περιουσία τους, με όποιο τρόπο θεωρούν ότι εξυπηρετούνται καλύτερα τα συμφέροντά τους, ενώ η απαλλαγή των τραπεζών, μετά την υπαγωγή των πιο πάνω ταμείων στο ΕΤΑΤ, από την υποχρέωση καταβολής σε αυτά εισφορών και η αντίστοιχη υποχρέωση τους να καταβάλλουν εισφορές στο ΕΤΑΤ συνιστά αναγκαστική μεταφορά και στέρηση πόρων των εν λόγω ταμείων. Και υπό τις δυο αυτές εκδοχές παραβιάζεται, κατά τους αιτούντες, τόσο το άρθρο 17 του Συντάγματος, όσο και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
19. Επειδή, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Σύμβαση της Ρώμης (ΕΣΔΑ), τα οποία –Πρωτόκολλο και Σύμβαση– κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 και έχουν υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμιση της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με την τελευταία αυτή διάταξη θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Στην προστασία αυτή εντάσσεται, κατ’ αρχήν, και το δικαίωμα παντός ενδιαφερομένου προς λήψη ασφαλιστικών παροχών, εφόσον όμως συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις που τάσσονται εκάστοτε από το εσωτερικό δίκαιο κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Συνεπώς, ο, κατά τα ανωτέρω, προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει εκτεθεί σε προηγούμενη σκέψη, η περιέλευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του Ταμείου στο Ε.Τ.Α.Τ. πραγματοποιείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 3 του ν. 3371/2005, μόνο μετά την οικειοθελή διάλυση του, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις ή το καταστατικό του, ενώ επί υπαγωγής των ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων στο ΕΤΑΤ στην περίπτωση των παρ. 6 και 7 του εν λόγω άρθρου η περιουσία τους παραμένει στη διάθεση των ταμείων. Ομοίως και το προεκτεθέν ειδικότερο παράπονο της των αιτούντων ότι, δηλαδή, η απαλλαγή των τραπεζών από την υποχρέωση καταβολής των εισφορών στο οικείο αλληλοβοηθητικό Ταμείο και η υποχρέωση τους να καταβάλλουν εισφορές στο ΕΤΑΤ, αποτελεί έμμεση μεταφορά και στέρηση των πόρων του αλληλοβοηθητικού Ταμείου, με αποτέλεσμα να θίγεται η περιουσία του και να παραβιάζονται κατά τούτο, τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., είναι ομοίως απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι, εφόσον κάποιο αλληλοβοηθητικό Ταμείο έχει υπαχθεί στο ΕΤΑΤ για τους προεκτεθέντες λόγους δημοσίου συμφέροντος, η μεταφορά πόρων αυτού, οι οποίοι προέρχονται από τις εισφορές των Τραπεζών, στο Ε.Τ.Α.Τ., γίνεται προκειμένου τούτο να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του έναντι των υπαγομένων σε αυτό ασφαλισμένων και συνταξιούχων, για όσο χρόνο αυτοί υπάγονται στην ασφάλισή του. Εξάλλου, το περαιτέρω παράπονο των αιτούντων ότι η μεταφορά των εισφορών των Τραπεζών από τα αλληλοβοηθητικά ταμεία στο Ε.Τ.Α.Τ., θα έχει ως συνέπεια την απαξίωση των παροχών που χορηγούν τα εν λόγω ταμεία, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, δεδομένου ότι οι ασφαλισμένοι του Ταμείου δεν θα στερηθούν της συνταξιοδοτικής παροχής, εφόσον θα συνεχίσουν να την λαμβάνουν από το Ε.Τ.Α.Τ., το οποίο είναι μάλιστα ν.π.δ.δ., ενώ από τις προεκτεθείσες διατάξεις ουδόλως συνάγεται, κατά τα εκτεθέντα σε προηγούμενες σκέψεις, ότι τα ταμεία αυτά καταργούνται ή ότι παρακωλύεται ουσιωδώς η λειτουργία τους, δεδομένου ότι για όσο χρόνο οι τραπεζοϋπάλληλοι, έχουν υπαχθεί στο ΕΤΑΤ τα ταμεία των τραπεζών διατηρούν, κατά τα εκτεθέντα, την περιουσία τους. Τέλος, το ειδικότερο παράπονο των αιτούντων ότι οι παροχές που θα χορηγούνται από το Ε.Τ.Α.Τ. ενδέχεται να μην αυξηθούν, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, διότι, ανεξαρτήτως του ζητήματος ότι ο νομοθέτης λαμβάνει μέριμνα, ώστε να μην θιγεί το ύψος των καταβαλλομένων παροχών από τα αλληλοβοηθητικά ταμεία, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, πάντως, ως περιουσία προστατευμένη, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, θεωρείται το δικαίωμα που αποκτά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο εργαζόμενος για την κατ’ αρχήν χορήγηση ασφαλιστικής παροχής. Εκ τούτου έπεται ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, το οποίο εμπίπτει μεν στην έννοια του περιουσιακού δικαιώματος, δεν προστατεύεται όμως ούτε το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ποσού, ούτε η προσδοκία για την χορήγηση μελλοντικών αυξήσεων στις ήδη καταβαλλόμενες παροχές (Σ.τ.Ε. 3487/2008 Ολομ. –βλ. και αποφάσεις Ε.Δ.Α.Δ. Αζινάς κατά Κύπρου της 20.6.2002 και Guygusuz κατά Αυστρίας της 16.9.1998). Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως ούτε του άρθρου 17 του Συντάγματος, ούτε του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και, συνεπώς, όλα τα ανωτέρω παράπονα των αιτούντων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
20. Επειδή, εξάλλου, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η υποχρεωτική υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στο Ε.Τ.Α.Τ. καθόλο το χρονικό διάστημα των προδιαληφθεισών δικαστικών διενέξεων συνιστά παράβαση του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος περί συλλογικής αυτονομίας και των διατάξεων της Διεθνούς Συμβάσεως 98 «περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως», στις περιπτώσεις που το αλληλοβοηθητικό ταμείο έχει συσταθεί με συλλογική σύμβαση εργασίας.
21. Επειδή, με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ορίζεται ότι «Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία». Εξάλλου, στο άρθρο 4 της Διεθνούς Συμβάσεως 98 «περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως», που κυρώθηκε με το ν.δ. 4205/1961 (ΦΕΚ Α΄ 174) και τέθηκε σε ισχύ από 30.3.1963 με το β.δ. 449/1962 (ΦΕΚ Α΄ 107), ορίζεται ότι πρέπει να λαμβάνονται, εφόσον είναι αναγκαίο, μέτρα που να ανταποκρίνονται στις εθνικές συνθήκες και να ενισχύουν, σε ευρύτατη κλίμακα, τη χρησιμοποίηση διαδικασιών, με τις οποίες οι εργοδότες και εργοδοτικές οργανώσεις αφενός και οργανώσεις εργαζομένων αφετέρου να έρχονται σε διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση των όρων με συλλογικές συμβάσεις. Το πρώτο και καίριο θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων είναι η ρύθμιση των αποδοχών των μισθωτών, η οποία δεν μπορεί να γίνει από το νόμο κατά τρόπο αποκλειστικό, να αφαιρεθεί, δηλαδή, από την ύλη της συλλογικής συμβάσεως, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, συνδεόμενους με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2289/1987 Ολομ.). Εξάλλου, κατά την έννοια της προεκτεθείσης συνταγματικής διάταξης, στους «όρους εργασίας», που αποτελούν επίσης πρωταρχικό αντικείμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και, συνεκδοχικώς, των συλλογικών διαφορών, δεν περιλαμβάνονται και θέματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, όπως είναι η σύσταση ασφαλιστικού οργανισμού, η υπαγωγή στην ασφάλιση, ο καθορισμός πόρων, η είσπραξη ασφαλιστικών εισφορών, η καταβολή ασφαλιστικών παροχών κ.ά. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 5024/1987 Ολομ.). Προς την ερμηνευτική αυτή εκδοχή του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος είναι σύμφωνη και η σχετική νομοθεσία. Συγκεκριμένως, με το άρθρο 21 του ν. 3239/1955 (ΦΕΚ Α΄ 125) απαγορευόταν η δια συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή διαιτητικής αποφάσεως σύσταση οργανισμού κοινωνικής ασφαλίσεως ή ο καθορισμός ή η τροποποίηση πόρων ή εισφορών υπέρ τέτοιου οργανισμού (άρθρο 21). Με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ Α΄ 27), ο οποίος κατάργησε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 21 του ν. 3239/1955, ορίζεται ότι η συλλογική σύμβαση μπορεί να ρυθμίζει και ζητήματα κοινωνικής ασφαλίσεως, εκτός από τα συνταξιοδοτικά, εφόσον δεν έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική τάξη και την πολιτική των δημοσίων φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως. Με το άρθρο 43 παρ. 3 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ Α΄ 138) διευκρινίσθηκε ότι, στην έννοια των συνταξιοδοτικών θεμάτων που, κατά την ανωτέρω διάταξη, δεν μπορούν να αποτελέσουν περιεχόμενο συλλογικής συμβάσεως εργασίας περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η σύσταση ειδικών ταμείων ή λογαριασμών που χορηγούν περιοδικές παροχές ή εφάπαξ βοήθημα με επιβάρυνση του εργοδότη. Με τα ανωτέρω δεδομένα, κυρίως δε με την εκδοχή ότι, κατά την έννοια του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος, το αντικείμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και, συνεκδοχικώς, των συλλογικών διαφορών, δεν περιλαμβάνονται και θέματα υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως ότι η υποχρεωτική υπαγωγή των τραπεζοϋπαλλήλων στο Ε.Τ.Α.Τ. καθόλο το χρονικό διάστημα των προδιαληφθεισών δικαστικών διενέξεων συνιστά παράβαση του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος περί συλλογικής αυτονομίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εξάλλου, εφόσον οι πιο πάνω ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στην πιο πάνω συνταγματική διάταξη, δεν γεννάται ζήτημα αντιθέσεως αυτών προς την ανωτέρω διεθνή σύμβαση, η οποία έχει ήδη καταστεί μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει ανώτερη τυπική ισχύ από τον κοινό νόμο (ΣτΕ 2289/1987 Ολομ.).
22. Επειδή, τέλος, οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις των παρ. 6 και 7 του άρθρου 62 του νόμου 3371/2005 δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε προς το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο «Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου», ούτε προς τις συναφείς προς αυτό διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 8 παρ. 2 της Διεθνούς Συμβάσεως 87 «περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος», η οποία έχει ήδη καταστεί μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου, κυρωθείσα με το ν.δ. 4204/1961 (ΦΕΚ Α΄ 174) και, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει ανώτερη τυπική ισχύ από τον κοινό νόμο, και τέθηκε σε ισχύ από 30.3.1963 με το β.δ. 446/1962 (ΦΕΚ Α΄ 107). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, εφόσον μάλιστα με αυτόν δεν προβάλλονται ειδικότερες πλημμέλειες των πιο πάνω ρυθμίσεων που να είναι αντίθετοι με το άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 παρ. 1 και 8 παρ. 2 της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως.
23. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να γίνουν δεκτές οι ασκηθείσες παρεμβάσεις.
Σημείωμα
Για τις αλλαγές που επέφερε ο ν. 3371/2005 στην ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων και τα ζητήματα συνταγματικότητας που εγείρουν οι διατάξεις του και τα οποία επέλυσε η Ολομέλεια βλ. Άρτ. Αναγνώστου-Δεδούλη, Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ): Λύση ή απειλή ή, η ευκαιρία που χάθηκε;, ΕΔΚΑ 2006, σ. 1 επ., Άρ. Καζάκου/Αντ. Μανιτάκης/Δ. Τραυλού-Τζανετάτου, Η επικουρική ασφάλιση των τραπεζοϋπαλλήλων. Ζητήματα αντισυνταγματικότητας (Ν. 3371/2005), Εκδ. Αντ.Ν. Σάκκουλα 2006, Ανδρ. Ματθαίου, Περί της νομιμότητας της υπαγωγής του προσωπικού της Τράπεζας Αττικής Α.Ε. στο Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ) (γνμδ.), ΕΔΚΑ 2006, σ. 18 επ.
Α.Κ.