[…]
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται, η ακύρωση της με αριθμ. 10542/24.2.2006 κοινής απόφασης των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ 285 Β΄/2006), με την οποία έγινε η κατανομή της τακτικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς στα πολιτικά κόμματα, για το έτος 2006, βάσει των διατάξεων του Ν. 3023/2002. Η ακύρωση ζητείται κατά το μέρος που η απόφαση δεν περιέλαβε μεταξύ των δικαιούχων κομμάτων το αιτούν Κόμμα Φιλελευθέρων.
3. Επειδή, το αιτούν κόμμα έχει την ικανότητα να είναι διάδικος και νομιμοποιείται για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως (ΣτΕ 993/1989 Ολομ.). Εξάλλου, η αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον, εφόσον επιδιώκεται η ακύρωση πράξης δυσμενούς για το κόμμα και εν γένει παραδεκτώς (ΣτΕ 1862/1985 Ολομ., 993/1989 Ολομ.).
4. Επειδή, ο Ν. 3023/2002 “Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος …” (ΦΕΚ 146), κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, ορίζει στα άρθρα του 1 έως 4 (όπως ισχύουν) που περιλαμβάνονται στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο “ΚΡΑΤΙΚΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ”, μεταξύ άλλων, και τα εξής: “Άρθρο 1. Διακρίσεις και ύψος κρατικής χρηματοδότησης. 1. Τα πολιτικά κόμματα χρηματοδοτούνται από το Κράτος, προκειμένου να αντιμετωπίζουν μέρος των λειτουργικών και των εκλογικών δαπανών τους. 2. Η κρατική χρηματοδότηση διακρίνεται σε τακτική και εκλογική. 3. Η τακτική χρηματοδότηση καταβάλλεται κατ’ έτος και ανέρχεται σε ποσοστό ένα κόμμα μηδέν δύο τοις χιλίοις (1,02‰) των τακτικών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους. 4.α. Η εκλογική χρηματοδότηση καταβάλλεται κάθε φορά που διεξάγονται γενικές βουλευτικές εκλογές ή εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και ανέρχεται σε ποσοστό έως μηδέν κόμμα είκοσι δύο τοις χιλίοις (0,22‰) των τακτικών εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού του οικονομικού έτους κατά τη διάρκεια του οποίου διεξάγονται οι εκλογές … β. Το ποσοστό της χορηγούμενης κάθε φορά εκλογικής χρηματοδότησης καθορίζεται ύστερα από γνώμη της Διακομματικής Επιτροπής, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης … 5. … 6. … Άρθρο 2. Δικαιούχοι. 1. Τακτική χρηματοδότηση δικαιούνται: α. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, που εκπροσωπούνται στη Βουλή με βουλευτές εκλεγμένους στις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού. β. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, από τους συνδυασμούς των οποίων έχουν εκλεγεί αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. γ. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, τα οποία στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές είχαν καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς, τουλάχιστον, στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των εκλογικών περιφερειών της χώρας και συγκεντρώσει αριθμό ψήφων, τουλάχιστον, ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων της επικράτειας. Η τακτική χρηματοδότηση χορηγείται για τη χρονική περίοδο από το επόμενο έτος εκείνου, κατά το οποίο έλαβαν χώρα οι γενικές βουλευτικές εκλογές, προκειμένου για τα υπό στοιχεία α΄ και γ΄ κόμματα και συνασπισμούς ή οι εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου για τα υπό στοιχείο β΄ κόμματα και συνασπισμούς, έως και το έτος διεξαγωγής των επόμενων αντίστοιχων εκλογών. 2. Εκλογική χρηματοδότηση δικαιούνται: α. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, που εκπροσωπούνται στη Βουλή με βουλευτές εκλεγμένους στις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού. Για τη χρηματοδότηση λόγω συμμετοχής σε γενικές βουλευτικές εκλογές, η προϋπόθεση αυτή απαιτείται να συνέτρεχε κατά τη βουλευτική περίοδο που έληξε. β. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί, από τους συνδυασμούς των οποίων έχουν εκλεγεί αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για τη χρηματοδότηση λόγω συμμετοχής σε εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η προϋπόθεση αυτή απαιτείται να συνέτρεχε κατά την περίοδο που έληξε. γ. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων, τα οποία έχουν καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς, τουλάχιστον, στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των εκλογικών περιφερειών της χώρας και συγκεντρώσει αριθμό ψήφων, τουλάχιστον, ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων της επικράτειας στις γενικές βουλευτικές εκλογές τις οποίες αφορά η χρηματοδότηση. Για τη χρηματοδότηση λόγω συμμετοχής σε εκλογές για την ανάδειξη των Ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο απαιτείται το κόμμα ή ο συνασπισμός να έχει συγκεντρώσει αριθμό ψήφων, τουλάχιστον, ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων της επικράτειας στις εκλογές αυτές. Άρθρο 3. Κατανομή. 1. Το συνολικό ποσό της τακτικής χρηματοδότησης κατανέμεται στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς ως εξής: α. Ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) καταβάλλεται στα κόμματα και τους συνασπισμούς που εμπίπτουν στην περίπτωση α΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 και κατανέμεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 3 του παρόντος άρθρου. β. Ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) καταβάλλεται, ισόποσα, στα κόμματα και τους συνασπισμούς που εμπίπτουν στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 2. Στην κατανομή του ποσοστού αυτού μετέχουν τα κόμματα και οι συνασπισμοί που εμπίπτουν στην περίπτωση α΄ της παρούσας παραγράφου. γ. Ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) χορηγείται ισόποσα στα κόμματα και τους συνασπισμούς, που εμπίπτουν στην περίπτωση γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 2. Στην κατανομή του ποσοστού αυτού μετέχουν τα κόμματα και οι συνασπισμοί που εμπίπτουν και στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται το πρώτο τρίμηνο κάθε έτους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα κόμματα και οι συνασπισμοί που εμπίπτουν σε καθεμία από τις παραπάνω κατηγορίες και το ποσό τακτικής χρηματοδότησης που καταβάλλεται σε αυτά. 2. Το συνολικό ποσό της εκλογικής χρηματοδότησης κατανέμεται στα δικαιούχα πολιτικά κόμματα και συνασπισμούς ως εξής: α. … β. … 3. … 4. … Άρθρο 4. Οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς. 1. Τα πολιτικά κόμματα και οι συνασπισμοί που δικαιούνται κρατική χρηματοδότηση, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2, λαμβάνουν ετήσια οικονομική ενίσχυση από το Κράτος για την ίδρυση και λειτουργία κέντρων ερευνών και μελετών, καθώς και τη διοργάνωση προγραμμάτων επιμόρφωσης των στελεχών τους. … 2. … 3. Με την απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 3, καθορίζονται τα κόμματα και οι συνασπισμοί που δικαιούνται την παραπάνω ενίσχυση, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά. 4. …”.
5. Επειδή, το άρθρο 29 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως ίσχυε πριν από την αναθεώρηση του έτους 2001, όριζε τα εξής: “1. Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η οργάνωση και η δράση τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος … 2. Νόμος μπορεί να ορίζει την οικονομική ενίσχυση των κομμάτων από το Κράτος και τη δημοσιότητα των εκλογικών δαπανών των κομμάτων και των υποψηφίων βουλευτών.”. Ερμηνεύοντας την ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του Συντάγματος, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει παγίως δεχθεί ότι τόσο από τη διάταξη αυτή, που προβλέπει την κρατική οικονομική ενίσχυση των κομμάτων, όσο και από την αρχή της ισότητας και ειδικότερα την αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σ’ αυτά ίσων ευκαιριών, η οποία αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, απορρέει δε και από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 29, προκύπτει ότι η οικονομική ενίσχυση πρέπει να παρέχεται από το Κράτος σε όλα, κατ’ αρχήν, τα κόμματα που προβλέπει η ανωτέρω διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 29 και οι νόμοι που τελούν σε αρμονία προς αυτήν. Δεν αποκλείουν όμως οι συνταγματικές αυτές διατάξεις την θέσπιση από το νόμο προϋποθέσεων για την παροχή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, εφ’ όσον οι προϋποθέσεις αυτές στηρίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνάπτεται με την ύπαρξη κομμάτων που αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις, των οποίων η παρουσία στην πολιτική σκηνή είναι έκδηλη (ΣτΕ 993/1989 Ολομ., 1862/1985 Ολομ., 1116/1990 7μ., 2285/1994). Εν όψει δε της έννοιας αυτής του Συντάγματος, το Δικαστήριο έκρινε συνταγματικές τις διατάξεις των Ν. 1443/1984 και 1599/1986, 1731/1987 και 1775/1988, σύμφωνα με τις οποίες, προκειμένου να περιληφθεί ένα πολιτικό κόμμα μεταξύ των δικαιούχων κρατικής οικονομικής ενίσχυσης, πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες συνάπτονται είτε με την κατάρτιση εκλογικών συνδυασμών κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές στα δύο τρίτα (2/3) των εκλογικών περιφερειών της Χώρας και σωρευτικώς τη λήψη αριθμού ψήφων ίσου τουλάχιστον με το τρία τοις εκατό (3%), αν πρόκειται για αυτοτελές κόμμα ή με το πέντε τοις εκατό (5%), αν πρόκειται για συνασπισμό δύο κομμάτων ή έξι τοις εκατό (6%), αν πρόκειται για συνασπισμό τριών ή περισσοτέρων κομμάτων, του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων είτε με την εκπροσώπησή του στη Βουλή, έστω και με έναν βουλευτή. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις δεν προσκρούουν στο άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των κομμάτων, με τη σκέψη ότι οι θεσπιζόμενες με αυτές προϋποθέσεις στηρίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνάπτεται με την ύπαρξη κομμάτων που εκπροσωπούν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις, των οποίων η παρουσία στην πολιτική σκηνή είναι έκδηλη. Συνεπώς, επιτρεπτώς, κατά το Σύνταγμα, αποκλείονται από την κρατική οικονομική ενίσχυση κόμματα, τα οποία αποτελούν εκλογικούς σχηματισμούς χωρίς πολιτική υπόσταση και δεν αντιπροσωπεύουν πολιτικές δυνάμεις με ενεργό πολιτική παρουσία, όπως αποδεικνύεται από τους περιορισμένους τοπικά εκλογικούς τους συνδυασμούς ή από την μη υπολογίσιμη απήχησή τους στο εκλογικό σώμα ή από τη μη εκπροσώπησή τους στη Βουλή (ΣτΕ 1862/1985 Ολομ., 993/1989 Ολομ., 1116/1990 7μ.). Την πάγια αυτή νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επιβεβαίωσε και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), το οποίο έκρινε σύμφωνες με το Σύνταγμα τις, ταυτόσημες, κατά περιεχόμενο, με εκείνες των κρίσιμων, εν προκειμένω, διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 3023/2002, ρυθμίσεις του άρθρου 2 του Ν. 2429/1996, κατά τις οποίες κρατική οικονομική ενίσχυση (τακτική και εκλογική) δικαιούνται τα πολιτικά κόμματα και συνασπισμοί, τα οποία είτε εκπροσωπούνται στη Βουλή, είτε από τους συνδυασμούς των οποίων έχουν εκλεγεί αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και είτε είχαν καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς τουλάχιστον στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των εκλογικών περιφερειών της Χώρας και συγκεντρώσει αριθμό ψήφων τουλάχιστον ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των εγκύρων ψηφοδελτίων όλης της Επικράτειας στις γενικές βουλευτικές εκλογές ή έχουν συγκεντρώσει αριθμό ψήφων τουλάχιστον ίσο με το ένα κόμμα πέντε (1,5%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων όλης της επικράτειας στις εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου για την χρηματοδότηση λόγω συμμετοχής τους στις εν λόγω εκλογές (ΑΕΔ 35 και 34/1999, 74/1997).
6. Επειδή, κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, η παρ. 2 του άρθρου 29 του Συντάγματος τροποποιήθηκε ως εξής : «2. Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει…». Με τη νέα αυτή διάταξη, όπως προκύπτει από τη γραμματική της διατύπωση καθώς και από τα Πρακτικά συζητήσεων της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, (Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΡΚΑ`, 21.2.2001, απόγευμα, σελ. 437-438) ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέβλεψε, σε σχέση με την αναθεωρηθείσα διάταξη, όσον αφορά την οικονομική ενίσχυση των κομμάτων, μόνον στην συνταγματική αναγνώριση του δικαιώματος των πολιτικών κομμάτων στην οικονομικής τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και τις λειτουργικές τους δαπάνες. Η κρατική οικονομική ενίσχυση των πολιτικών κομμάτων, η οποία, σύμφωνα με την αναθεωρηθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του Συντάγματος, ανήκε στην ευχέρεια του κοινού νομοθέτη, πλέον με τη νέα διάταξη συνιστά, κατ’ αρχήν, δικαίωμα των κομμάτων και αντιστοίχως υποχρέωση του νομοθέτη, ο οποίος ρητώς πάντως εξουσιοδοτείται να καθορίσει τις, κατά την εκτίμησή του, αναγκαίες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες παρέχεται η κρατική χρηματοδότηση καθώς και τον τρόπο κατανομής της μεταξύ των δικαιούχων κομμάτων. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, έχοντας υπ’ όψη του την πάγια ερμηνεία του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και την τότε ισχύουσα σχετική νομοθεσία (Ν. 2429/1996), προφανώς δεν επεδίωξε, με την νέα αναθεωρημένη διάταξη, την αναγνώριση συνταγματικού δικαιώματος κρατικής οικονομικής ενίσχυσης ακόμη και σε μη υποστατά πολιτικά κόμματα, δηλαδή σε εκλογικούς σχηματισμούς χωρίς υπολογίσιμη απήχηση στο εκλογικό σώμα. Συνεπώς, κατά την έννοια και της νέας διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 29, δεν αποκλείεται η θέσπιση από το νόμο προϋποθέσεων για την παροχή της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης στα πολιτικά κόμματα, εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές στηρίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνάπτεται με την ύπαρξη κομμάτων που αντιπροσωπεύουν εν ενεργεία πολιτικές δυνάμεις, των οποίων η παρουσία στην πολιτική σκηνή είναι έκδηλη. Τέτοιες προϋποθέσεις συνταγματικώς επιτρεπτές είναι και οι θεσπιζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του, εκτελεστικού του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος, Ν. 3023/2002, σύμφωνα με τις οποίες τακτική χρηματοδότηση δικαιούνται τα πολιτικά κόμματα (και οι συνασπισμοί) τα οποία είτε εκπροσωπούνται στη Βουλή με βουλευτές εκλεγμένους στις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους συνδυασμούς του ίδιου κόμματος ή συνασπισμού, είτε από τους συνδυασμούς των οποίων έχουν εκλεγεί αντιπρόσωποι στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και είτε στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές είχαν καταρτίσει πλήρεις συνδυασμούς, τουλάχιστον, στο εβδομήντα τοις εκατό (70%) των εκλογικών περιφερειών της Χώρας και συγκεντρώσει αριθμό ψήφων, τουλάχιστον, ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων της επικράτειας. Και τούτο διότι οι προϋποθέσεις αυτές στηρίζονται σε κριτήρια αντικειμενικά και πρόσφορα, υπό την εκτεθείσα έννοια, των οποίων η εφαρμογή οδηγεί σε συνταγματικώς επιτρεπτό αποκλεισμό της χρηματοδότησης είτε κομμάτων που αποτελούν κατ’ ουσίαν εκλογικούς σχηματισμούς χωρίς πολιτική υπόσταση, είτε κομμάτων τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν πολιτικές δυνάμεις με ενεργό παρουσία, όπως αποδεικνύεται από τους περιορισμένους τοπικά εκλογικούς τους συνδυασμούς ή από την μη υπολογίσιμη απήχησή τους στο εκλογικό σώμα ή από την μη εκπροσώπησή τους στη Βουλή ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η εκτίμηση δε του κοινού νομοθέτη ότι πολιτικά κόμματα, τα οποία δεν έχουν συγκεντρώσει αριθμό ψήφων τουλάχιστο ίσο με το ένα κόμμα πέντε τοις εκατό (1,5%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων, αποτελούν εκλογικούς σχηματισμούς χωρίς πολιτική υπόσταση, λόγω της μη υπολογίσιμης απήχησής τους στο εκλογικό σώμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί εσφαλμένη και μάλιστα καταδήλως, όπως απαιτείται κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, όταν μάλιστα για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση πολιτικού κόμματος απαιτείται η συγκέντρωση στην επικράτεια ποσοστού έγκυρων ψηφοδελτίων τουλάχιστον ίσο με το τρία τοις εκατό (3%) του συνόλου των έγκυρων ψηφοδελτίων που έλαβαν στην επικράτεια όλοι οι εκλογικοί σχηματισμοί (άρθρο 5 του Ν. 3231/2004). Άλλωστε, όπως έχει ήδη εκτεθεί, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει δεχθεί ότι δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ο καθορισμός, σύμφωνα με την προϊσχύσασα νομοθεσία και διπλάσιου ποσοστού ψήφων, δηλαδή ποσοστού 3%, ως ελάχιστου ποσοστού για την κρατική οικονομική χρηματοδότηση των κομμάτων (ΣτΕ 1862/1985 Ολομ., 993/1989 Ολομ., 1116/1990 επτ.). Ενώ, το ΑΕΔ έχει ήδη κρίνει σύμφωνες με το Σύνταγμα τις ταυτόσημες, κατά περιεχόμενο, με εκείνες των κρίσιμων, εν προκειμένω διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 3023/2002, ρυθμίσεις του άρθρου 2 του Ν. 2429/1996 (ΑΕΔ 74/1997, 34 και 35/1999). Επομένως, οι θεσπιζόμενες, με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3023/2002, προϋποθέσεις δεν προσκρούουν σε καμία συνταγματική διάταξη και συγκεκριμένα, ούτε στο άρθρο 29 παρ. 2, ούτε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των κομμάτων, καθ’ όσον τα κόμματα, για τα οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές και εκείνα, για τα οποία δεν συντρέχουν, δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες (πρβλ. ΣτΕ 1862/1985 Ολομ., 993/1989 Ολομ., 1116/1990 7μ., ΑΕΔ 35 και 34/1999 και 74/1997). Ως εκ τούτου, οι αντίθετοι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3023/2002, βάσει των οποίων καθορίσθηκαν, με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση, τα πολιτικά κόμματα που δικαιούνται τακτική χρηματοδότηση και οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς, για το έτος 2006, αντίκεινται στο άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτικών κομμάτων και της παροχής σ’ αυτά ίσων ευκαιριών, καθώς και την αρχή της ισότητας της ψήφου, που, κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος Κόμματος, επιβάλλουν την κρατική οικονομική ενίσχυση όλων, χωρίς διάκριση, των πολιτικών κομμάτων, τα οποία λειτουργούν νόμιμα, ανάλογα με τον αριθμό των έγκυρων ψηφοδελτίων που έλαβε κάθε κόμμα κατά τις διενεργούμενες εκλογές, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Δ. Γρατσίας ο οποίος υπεστήριξε την εξής γνώμη, με την οποία συντάχθηκαν και οι Πάρεδροι Ηρ. Τσακόπουλος και Α.Μ. Παπαδημητρίου : Από την αδιάστικτη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος (: «Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος …»), ερμηνευόμενης υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης των κομμάτων και της παροχής σ’ αυτά ίσων ευκαιριών για την ανάπτυξη της πολιτικής τους δράσης, που αποτελεί θεμελιώδη κανόνα του δημοκρατικού πολιτεύματος, προκύπτει ότι δικαίωμα στην κρατική χρηματοδότηση έχουν όλα τα πολιτικώς υποστατά κόμματα. Ο νομοθέτης μπορεί να θέσει ως κριτήριο της πολιτικής υπόστασης κάθε κόμματος το ποσοστό ψήφων που το κόμμα αυτό έλαβε κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές ή τις εκλογές για την ανάδειξη των ελλήνων αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το ποσοστό, όμως, αυτό δεν μπορεί να είναι τόσο υψηλό, ώστε να αποκλείονται από την κρατική οικονομική ενίσχυση κόμματα, τα οποία έχουν λάβει αριθμό ψήφων, που κατά κοινή πείρα υποδηλώνει, στοιχειώδη έστω, πολιτική υπόσταση. Το ποσοστό δε του 1,5% το οποίο θέτει, κατά τα ανωτέρω το άρθρο 2 του ν. 3023/2002 και αντιστοιχεί, εν όψει του αριθμού των εκλογέων, σε πολλές δεκάδες χιλιάδες ψήφους, ενίοτε δε μπορεί να υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες, είναι, κατά κοινή πείρα, πολύ υψηλότερο του ποσοστού, το οποίο αρκεί για να υποδηλώσει την πολιτική υπόσταση ενός κόμματος. Υπό την έννοια αυτή, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, η επίμαχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 3023/2002 είναι αντίθετη προς την διάταξη του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος.
7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το αιτούν πολιτικό Κόμμα Φιλελευθέρων νομίμως αποκλείσθηκε από την τακτική χρηματοδότηση για το έτος 2006, με την προσβαλλόμενη πράξη, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την, αναφερόμενη στο προοίμιό της, απόφαση 1/2004 της Ανώτατης Εφορευτικής Επιτροπής, με την οποία καταρτίσθηκε ο γενικός οριστικός πίνακας των αποτελεσμάτων των γενικών βουλευτικών εκλογών της 7ης Μαρτίου 2004 και κατανεμήθηκαν οι βουλευτικές έδρες, το εν λόγω Κόμμα στις ανωτέρω βουλευτικές εκλογές έλαβε 2.619 ψήφους, δηλαδή ποσοστό 0,035% των έγκυρων ψηφοδελτίων όλης της Επικράτειας και συνεπώς δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 3023/2002 για τη χορήγηση τακτικής χρηματοδότησης.
8. Επειδή, εν όψει των όσων έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, θα ήταν, σύμφωνα με την κρατήσασα γνώμη, απορριπτέα. Λόγω όμως, της σπουδαιότητας και της γενικότερης σημασίας του ζητήματος της έννοιας του άρθρου 29 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει, και, κατά συνεκδοχή, της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του Ν. 3023/2002, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β` του Π.Δ. 18/1989, ορίζει δε εισηγητή τον Σύμβουλο Δημοσθένη Π. Πετρούλια.
[…]
Σημείωμα
Με τα αρ. 1 έως 4 του ν. 3023/2002 διαμορφώθηκε το κανονιστικό πλαίσιο για την κατανομή της εκλογικής και της τακτικής ετήσιας χρηματοδότησης στα πολιτικά κόμματα. Σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο αρ. 10 του ίδιου νόμου για τη δωρεάν ραδιοτηλεοπτική προβολή μηνυμάτων των πολιτικών κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο, ως προς το ζήτημα της χρηματοδότησης των κομμάτων ο νομοθέτης προχώρησε ο ίδιος στην κατηγοριοποίηση των δικαιούμενων κρατικής ενίσχυσης και στον λεπτομερή προσδιορισμό του ύψους αυτής και των κριτηρίων βάσει των οποίων παρέχεται. Ειδικότερα, η κρατική χρηματοδότηση διακρίνεται σε τακτική, η οποία καταβάλλεται ετησίως και σε εκλογική, η οποία χορηγείται κάθε φορά που γίνονται εθνικές ή ευρωεκλογές. Την τακτική χρηματοδότηση δικαιούνται τα κόμματα και οι συνασπισμοί κομμάτων που είτε α) εκπροσωπούνται στο εθνικό κοινοβούλιο είτε β) εκπροσωπούνται στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο είτε γ) συμμετείχαν στις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές έχοντας καταρτίσει συνδυασμούς τουλάχιστον στο 70% των εκλογικών περιφερειών και έλαβαν τουλάχιστον 1,5% του συνόλου των ψήφων. Η κατανομή της χρηματοδότησης αυτής γίνεται ως εξής: τα κόμματα της πρώτης κατηγορίας μοιράζονται το 80% της κρατικής χρηματοδότησης σε ποσοστό ευθέως ανάλογο προς το εκλογικό ποσοστό τους κατά τις τελευταίες γενικές βουλευτικές εκλογές. Το 10% κατανέμεται ισόποσα στα κόμματα που εκπροσωπούνται στο ευρωκοινοβούλιο, συμπεριλαμβανομένων και των κομμάτων που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία. Το δε τελευταίο 10% κατανέμεται ισόποσα στα κόμματα της τρίτης κατηγορίας, αλλά και αυτά της πρώτης και της δεύτερης κατηγορίας. Οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν για την τακτική χρηματοδότηση εφαρμόζονται και ως προς την ετήσια κρατική οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς.
Είναι φανερό ότι η μερίδα του λέοντος της κρατικής χρηματοδότησης επιφυλάσσεται στα μεγαλύτερα σε εκλογική επιρροή κόμματα (ποσοστό περίπου 95% βάσει των αποτελεσμάτων των εθνικών εκλογών και των ευρωεκλογών του 2004, ενώ τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μοιράζονται άνω του 76% του συνολικού ποσού), ενώ αρκετά άλλα πολιτικά κόμματα με σταθερή και μακροχρόνια πορεία αλλά με μικρή απήχηση στο εκλογικό σώμα αποκλείονται πλήρως από αυτήν. Καταρχήν παρίσταται ως εύλογη η νομοθετική και νομολογιακή επιλογή να αποκλείονται της εκλογικής και της ετήσιας τακτικής χρηματοδότησης, κόμματα που δημιουργούνται ευκαιριακά ενόψει συγκεκριμένης εκλογικής αναμέτρησης, προκειμένου να αποφευχθεί ο άμεσος και υπαρκτός κίνδυνος σχηματισμού πολιτικών κομμάτων με μοναδικό σκοπό την είσπραξη κρατικών επιδοτήσεων. Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα της συμβατότητας του πλήρους αποκλεισμού των «μικρών» κομμάτων από τη χρηματοδότηση και της τόσο μεγάλης ψαλίδας υπέρ των μεγαλύτερων κομμάτων με τη συνταγματική αρχή της δημοκρατικής πολυφωνίας που επιβάλλει την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις να διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών.
Ο νόμος 3023/2002 εκδόθηκε μετά την αντικατάσταση της διάταξης του αρ. 29 παρ. 2 Συντάγματος, κατά την αναθεώρηση του 2001, που πλέον ορίζει στο πρώτο εδάφιο ότι «Τα κόμματα έχουν δικαίωμα στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες, όπως νόμος ορίζει». Υπό την προϊσχύσασα μορφή της διάταξης της παρ. 2 του αρ. 29 Σ., σύμφωνα με την οποία «Νόμος μπορεί να ορίζει την οικονομική ενίσχυση των κομμάτων από το Κράτος…», είχε κριθεί τόσο από το Συμβούλιο της Επικρατείας, όσο και από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ότι οι σχετικές ρυθμίσεις των νόμων 1443/1984, 1599/1986, 1731/1987, 1775/1988, 2429/1996, που προέβλεπαν δυσμενέστερες ή στην καλύτερη περίπτωση παρόμοιες με το ν. 3023/2002 προϋποθέσεις για τη χορήγηση κρατικής χρηματοδότησης, δεν προσέκρουαν στην ως άνω συνταγματική διάταξη ούτε στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και της παροχής ίσων ευκαιριών στα πολιτικά κόμματα (βλ. ΟλΣτΕ 1862/1985, ΤοΣ 1986.493, ΣτΕ 1116/1990, ΤοΣ 1990.289 και ΑΕΔ 34/1990, ΔΔίκη 2000.1269).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Κόμμα Φιλελευθέρων, το οποίο στις βουλευτικές εκλογές του 2004 είχε συγκεντρώσει μόλις το 0,035% του συνόλου των έγκυρων ψήφων στην Επικράτεια, ήτοι 2.619 ψήφους, προσέβαλε την κοινή υπουργική απόφαση καθορισμού των δικαιούχων και του ποσού της ετήσιας κρατικής τακτικής χρηματοδότησης και οικονομικής ενίσχυσης για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς για το έτος 2006 κατά το μέρος που δεν περιλαμβάνεται το ίδιο μεταξύ των δικαιούχων. Τα βασικά ζητήματα που κλήθηκε να εξετάσει το δικαστήριο ήταν, πρώτον, κατά πόσο βάσει της νέας διατύπωσης της παρ. 2 του αρ. 29 Σ. προκύπτει υποχρέωση του Κράτους να χρηματοδοτεί το σύνολο των πολιτικών κομμάτων και, δεύτερον, κατά πόσο μία διαφοροποίηση με βάση τον αριθμό των ψήφων που συγκέντρωσε κάθε κόμμα στις τελευταίες εκλογές είναι συνταγματικά ανεκτή ενόψει των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της παροχής ίσων ευκαιριών στα πολιτικά κόμματα.
Η πάγια έως τώρα νομολογία τόσο του ΣτΕ όσο και του ΑΕΔ για τα ζητήματα αυτά είναι αλήθεια πως δεν άφηνε πολλά περιθώρια αμφιβολίας ως προς την τύχη της κρινόμενης αίτησης ακύρωσης και καθιστούσε ακόμη και την παραπομπή στην Ολομέλεια «πολυτελή» διαδικασία (βλ. Παρατηρήσεις Θ.Γ.Ξηρού στην ΣτΕ 3157/2009, ΘΠΔΔ 2010,907 επ.), καθόσον και η μεσολαβείσασα αναθεώρηση της διάταξης του αρ. 29 παρ. 2 Σ. δείχνει να έχει μάλλον επιβεβαιωτικό της μέχρι τότε νομολογίας χαρακτήρα. Η υπόθεση φαίνεται να αποκτά, ωστόσο, νέο ενδιαφέρον μετά την έκδοση της ΟλΣτΕ 3427/2010 (δημοσιευμένη σε www.constitutionalism.gr, ιστότοπος του Ομίλου ‘Αρ. Μάνεσης’ με παρατηρήσεις Σ.Κοφίνη) για το ζήτημα της ραδιοτηλεοπτικής προβολής των κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο. Η αναλογία μεταξύ των δύο υποθέσεων εντείνεται από το γεγονός ότι δύο από τους τρεις δικαστές που συγκροτούν τη μειοψηφία της σχολιαζόμενης απόφασης διατύπωσαν τη μειοψηφούσα γνώμη (η οποία τελικώς επικράτησε στην Ολομέλεια) και στην παραπεμπτική απόφαση του Δ΄ Τμήματος (ΣτΕ 1784/2009, ΘΠΔΔ 2009.974=ΕφημΔΔ 2009.291).
Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το αποτέλεσμα της ΟλΣτΕ 3427/2010 προδικάζει την κρίση της Ολομέλειας στην περίπτωση αυτή, καθώς οι δύο υποθέσεις παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Πρώτον, στην περίπτωση της ραδιοτηλεοπτικής προβολής υπήρχε η νέα ρύθμιση του αρ. 11 του ν. 3023/2002 περί απόλυτης απαγόρευσης προβολής διαφημίσεων κατά την προεκλογική περίοδο, η οποία διαφοροποιούσε το κανονιστικό πλαίσιο από το αντίστοιχο που είχε ήδη κριθεί με προηγούμενες αποφάσεις ως συνταγματικά ανεκτό. Και δεύτερον, δοθείσης της ιδιάζουσας φύσης της κρατικής επιχορήγησης που αφήνει μεγάλα περιθώρια καταχρήσεων, η μειοψηφία εδώ δεν ακολούθησε τη δογματική θέση (την οποία τελικώς υιοθέτησε και η ολομέλεια στην 3427/2010) περί ύπαρξης μιας συνταγματικής αρχής (αριθμητικής) ισότητας που διέπει την κανονιστική ύλη του επίμαχου δικαιώματος και η οποία απαιτεί ένα ελάχιστο κοινό σημείο αφετηρίας για όλα τα κόμματα. Αντιθέτως, παρότι επισήμανε την αδιάστικτη διατύπωση του αρ. 29 παρ. 2 Σ., αναγνώρισε στο νομοθέτη τη δυνατότητα να περιορίσει το δικαίωμα λήψης κρατικής χρηματοδότησης μόνο στα πολιτικώς υποστατά κόμματα και επικέντρωσε την αποκλίνουσα γνώμη της στην παραβίαση των συνταγματικά ανεκτών ορίων ως προς το ύψος του απαιτούμενου ποσοστού ψήφων για την ένταξη ενός κόμματος στην κατηγορία των δικαιούμενων χρηματοδότησης.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί κανείς να διακρίνει και στη σχολιαζόμενη απόφαση τη διάθεση του ανώτατου ακυρωτικού μας δικαστηρίου να επανεξετάσει τους όρους με τους όποιους διεξάγεται ο πολιτικός ανταγωνισμός και να θέσει όρια στην ευχέρεια του νομοθέτη να ρυθμίζει το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, στο βαθμό που με τις ρυθμίσεις αυτές τίθενται ανυπέρβλητα εμπόδια στην ισότιμη πολιτική συμμετοχή των νεοπαγών και μικρότερων κομμάτων.
Στέργιος Κοφίνης
Υπ.ΔΝ, Υπότροφος Κοινωφελούς Ιδρύματος “Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης”