Στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν αυξηθεί μαζικά τόσο οι υποσχέσεις όσο και οι προσδοκίες για ασφάλεια. Στις σχέσεις κράτους-πολίτη έχει επανέλθει η αρχή του πρώιμου συνταγματισμού που στόχευε στην ενίσχυση των εγγυήσεων ασφάλειας, και όχι τόσο στο σεβασμό των ελευθεριών. Η προτεραιότητα δίνεται πρωτίστως στην ασφάλεια, και δευτερευόντως στην ελευθερία1. Το δίκαιο είναι ένα από τα μέσα, και ίσως το σημαντικότερο, που καλείται να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση, ιδίως σήμερα που η ασφάλεια ως συλλογικό αγαθό, κρατικά επιβαλλόμενο, οδηγεί σε μια ανασφάλεια των δικαιωμάτων2. Εδώ όμως ελλοχεύει και η εγγενής αντίφαση: ο πολίτης εγείρει προς τη δημόσια διοίκηση αιτήματα για ασφάλεια και προστασία και εκφράζει ταυτόχρονα δυσπιστία ως προς τη δυνατότητα του κράτους να είναι αποτελεσματικό στην προστασία των θεμελιωδών εννόμων αγαθών του, δηλαδή της ζωής και της ασφάλειάς του3. Το κράτος, προκειμένου να είναι αποτελεσματικό, οδηγείται συχνά στην υιοθέτηση μέτρων που σχετικοποιούν την προστασία των δικαιωμάτων, και κατά περίπτωση νοθεύει τη νομιμότητα4. Αυτή η σχετικοποίηση της συνταγματικής νομιμότητας, νομιμοποιείται στην συνείδηση του πολίτη ως δικαιολογημένο μέτρο, προκειμένου να του παρασχεθεί ασφάλεια5. Με το πρόσχημα της προστασίας του κοινωνικού συνόλου από κινδύνους όπως η τρομοκρατία, οι δημόσιες αρχές στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν την τάση να βλέπουν σε κάθε πολίτη ένα δυνητικό παραβάτη. Ο λεγόμενος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έχει λειτουργήσει ως άλλοθι που ευνόησε την συγκέντρωση ενός ολόκληρου τεχνολογικού και νομικού οπλοστασίου που επιτρέπει την υλοποίηση αυτού που θα ονομάζαμε καθολικός κοινωνικός έλεγχος. Έχει λοιπόν συντελεσθεί μια βασική επανϊεράρχηση των προτεραιοτήτων του πολίτη σε σχέση με το κράτος6 ώστε να δίνεται προτεραιότητα στην ασφάλεια και να ωθείται το κράτος στην υιοθέτηση νέων μορφών. Σήμερα γίνεται λόγος για «προληπτική λειτουργία του κράτους», για «παιδαγωγικό κράτος», για «κράτος προστασίας», για «κράτος ασφάλειας», μορφές οι οποίες μεταβάλλουν τη σχέση κράτους πολίτη και την φωτίζουν από μια νέα οπτική γωνία. Αυτή είναι μια πρώτη γενική παρατήρηση. Η δεύτερη παρατήρηση που σχετίζεται άρρηκτα με το ειδικότερο θέμα που εξετάζουμε συνδέεται με την έννοια της βιοπολιτικής όπως την ορίζει η σύγχρονη κοινωνική θεωρία και ιδίως ο Τ. Αγκάμπεν7.
Σ’ ένα κόσμο όπου οι κυρίαρχες ταυτότητες που μας κληροδότησε η νεοτερικότητα κλονίζονται, η εθνική ταυτότητα αμφισβητείται και όπου οι επιμέρους ταυτίσεις που μας εντάσσουν σε ποικίλα υποσύνολα (επαγγελματικά, θρησκευτικά, πολιτιστικά) αδυνατούν να παράγουν ευρύτερες συναινέσεις, έρχεται η βιοπολιτική να εγγράψει στο σώμα μας, στο γενετικό μας κώδικα, ένα ανεξάλειπτο σημάδι ταυτοποίησης. Με τον τρόπο αυτό ασκείται μιας μορφής κυριαρχία που δεν ακολουθεί το δεσπόζον δικαιοπολιτικό πρότυπο της κυριαρχίας εντός του κράτους, το οποίο προϋποθέτει νομιμοποίηση, τήρηση της αρχής της νομιμότητας από τα κρατικά όργανα και τις αντίστοιχες δυνατότητες αντίδρασης από την πλευρά του πολίτη (αναγνώριση δικαιωμάτων, έννομη δικαστική προστασία, συλλογική δράση)8.
Η βιομετρία9 είναι μια από τις πλέον διαδεδομένες μεθόδους της σύγχρονης βιοπολιτικής δηλαδή της πολιτικοποίησης της ζωής στο στενά βιολογικό της επίπεδο, εκεί όπου το σώμα και η «γυμνή ζωή» αποτελούν το αντικείμενο των μηχανισμών εξουσίας. Η βιοπολιτική όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται ο Τ. Αγκάμπεν δεν αντιδιαστέλλεται προς τις παραδοσιακές εξουσιαστικές σχέσεις που συνδέονται με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά συναρθρώνεται με αυτούς, προκειμένου να διατυπωθεί μια περισσότερη σύνθετη έννοια της εξουσίας10. Δεν θα παρουσιάσω τον τρόπο με τον οποίο ο Αγκάμπεν αναλύει την πολιτικοποίηση της γυμνής ζωής μέσα από σχήμα του Homo Sacer, τη φιγούρα του ρωμαϊκού δικαίου, που είναι ιερός και ταυτόχρονα έρμαιο στη βούληση του καθενός που μπορεί να τον φονεύσει. Με ενδιαφέρει να μεταφέρω την θεωρητική σύλληψη του ατόμου που βρίσκεται εκτός της επικράτειας του δικαίου, δηλαδή αυτού που στερείται της πολιτικής ιδιότητας και ότι αυτή συνεπάγεται, στις σημερινές συνθήκες11 και στο θέμα που μας απασχολεί.
Αφού η εξουσία έχει την ικανότητα να εγγράφεται στο ίδιο το σώμα, η βιομετρία δεν είναι παρά μια από τις μεθόδους για ολοκληρωτική κυριαρχία που να περιλαμβάνει τη γυμνή ζωή. Σήμερα είναι εμφανές ότι οι εξελίξεις στην βιοτεχνολογία, η αρχειοθέτηση πληροφοριών για την υγεία, τη διατροφή, τις προσωπικές συνήθειες, τις ερωτικές, πολιτικές, πολιτισμικές ή άλλες επιλογές, τα βιομετρικά δεδομένα των πολιτών12, συγκροτούν ένα πλήρες προσωπικό προφίλ πληροφοριών, συνήθως εν αγνοία του φορέα, που δημιουργεί σημαντικούς κινδύνους τόσο για την ιδιωτική ζωή όσο και για την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Είναι σαφές ότι μια διαφοροποιημένη ποιοτικά λειτουργία των πληροφοριών υπονομεύει ένα βασικό κανόνα της δημοκρατίας που είναι η ελεύθερη έκφραση της βούλησης των πολιτών και η επικοινωνία, και τούτο διότι η μετατροπή του πολίτη σε πληροφοριακό αντικείμενο, υπονομεύει τη συμμετοχή του σε όλο το φάσμα των δημοκρατικών θεσμών, ιδίως όταν γνωρίζει ότι η πολιτική και κοινωνική του δραστηριότητα καταγράφεται13. Μοιραία η συμπεριφορά μας αλλάζει όταν ζούμε επιτηρούμενοι. Η ανεξέλεγκτη συλλογή πληροφοριών καταλήγει σε χειραγώγηση καθώς δίχως την προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία.
Ωστόσο, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι απειλούν το άτομο στο πεδίο της προσωπικής του αυτονομίας και στην ίδια την ιδιωτικότητά του. Ο συσχετισμός πληροφοριών από διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής του ατόμου ως καταναλωτή, εργαζόμενου, ασφαλισμένου, η χρήση και η δημοσίευσή τους, διαταράσσουν την ηρεμία του ατόμου και παραβιάζουν την εύλογη επιθυμία του να διαχειρίζεται και να δημοσιοποιεί κατά βούληση προσωπικά του στοιχεία. Αυτή είναι μια πρωτογενής απειλή, οι κίνδυνοι της οποίας αφορούν την ιδιωτικότητα υπό την παραδοσιακή της έννοια14 ως έκφραση δηλαδή του δικαιώματος για μόνωση και περιχαράκωση στο χώρο του στενά ιδιωτικού βίου15.
Ωστόσο, οι κίνδυνοι δεν αφορούν μόνο την αξιοποίηση σύγχρονων πληροφοριών: εξίσου απειλητική είναι η αξιοποίηση δεδομένων περί την δράση του ατόμου στο παρελθόν16. Τα δεδομένα αυτά, που μπορεί να αφορούν σε αρνητικά γεγονότα του παρελθόντος, (π.χ παράνομες πράξεις που έχουν παραγραφεί, έκτιση ποινής για ποινικά αδικήματα, καταδικαστικές αποφάσεις για χρέη που τελικά εξοφλήθηκαν, ποινικές κατηγορίες για τις οποίες ο κατηγορούμενος αθωώθηκε κλπ.) γίνονται αντικείμενο αρχειοθέτησης και ηλεκτρονικής επεξεργασίας και διατηρούνται σε τράπεζες πληροφοριών17. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να ανασυρθούν σε οποιαδήποτε στιγμή του βίου του ατόμου και να αποτελέσουν μεγάλο πρόσκομμα στην προσπάθεια του να αναπτύξει την προσωπικότητά του. Έτσι το άτομο εγκλωβίζεται σε μια εικόνα του παρελθόντος, από την οποία ενδέχεται να επιθυμεί να απομακρυνθεί και η οποία όμως, ακόμα τον καταδυναστεύει, στερώντας του κάθε αυθορμητισμό. Γι’ αυτό το λόγω οι ψηφιακές πληροφορίες πρέπει να έχουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ημερομηνία λήξης18. Το αρχείο βιομετρικών δεδομένων λόγω των μόνιμων χαρακτηριστικών ενός ατόμου που ενσωματώνει, ανήκει σε αυτές τις εξαιρέσεις και για αυτό το λόγω τα ζητήματα ασφάλειας που θέτει είναι και περισσότερο κρίσιμα19.
Επιπλέον, με την συνεχή επεξεργασία και δημοσιοποίηση γεγονότων από τα αρχεία, το άτομο (ιδίως, το θεωρούμενο ως δημόσιο πρόσωπο) έχει περιορισμένες δυνατότητες να μεταβάλει τις επιλογές του και να αξιοποιήσει ευκαιρίες που του παρουσιάζονται, καθώς ο φόβος της δημοσιογραφικής «υπενθύμισης» αρνητικών στιγμών του παρελθόντος20, τον καθηλώνει στην απομόνωση. Με τον τρόπο αυτό παραβλάπτεται η δυνατότητα του ατόμου να απομακρύνεται από σφάλματα του παρελθόντος, και να διεκδικεί την κοινωνική του επανένταξη21.
Ειδικά όταν τα αρχεία προσωπικών δεδομένων συλλέγονται για τις ανάγκες δημοσιογραφικής έρευνας, αποτελούν δηλαδή σύνθεση διάσπαρτων πληροφοριών από ποικίλες χρονικές στιγμές κατά την υποκειμενική κρίση του συλλέκτη τους, οδηγούν συχνά σε μια παραπλανητική συνολική εικόνα του ατόμου22, η οποία λόγω της δύναμης των ΜΜΕ, υποβάλλεται στο κοινό και προσδιορίζει καθοριστικά την κοινωνική του εικόνα. Έτσι, το άτομο χάνει την δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζεται κοινωνικά, να αναπτύσσει με το κοινωνικό του περιβάλλον σχέσεις που να εξαρτώνται από δικές του επιλογές, και να μην μετατρέπεται σε πληροφοριακό δεδομένο από τρίτα πρόσωπα.
Η σοβαρότητα των ανωτέρω απειλών γίνεται περισσότερο εμφανής και ο κίνδυνος μεγαλύτερος, όταν η αυτόματη καταγραφή και ταξινόμηση των πληροφοριών άγει στην κατηγοριοποίηση των ατόμων με βάση συγκεκριμένα πρότυπα. Η κατάταξη με βάση ένα συγκεκριμένο σύνολο χαρακτηριστικών, ενώ συχνά εξυπηρετεί ανάγκες άσκησης κοινωνικής πολιτικής (π.χ. η συμπεριφορά των ασθενών σε σχέση με το ασφαλιστικό σύστημα23), συνήθως αποβαίνει το μοναδικό στοιχείο που προσδιορίζει την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου, αναγκάζοντας έμμεσα το πληροφοριακά στιγματισμένο πρόσωπο να συμμορφωθεί σε ορισμένο πρότυπο.
Έτσι, για παράδειγμα, το ασφαλιστικό ή το συνδικαλιστικό προφίλ του ατόμου αποβαίνει κυρίαρχο στοιχείο της συνολικής του προσωπικότητας τα δε επιμέρους στοιχεία(αρνητικά ή θετικά) αυτού του πορτραίτου, επικαθορίζουν την σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του.
Επιπλέον, οι ανάγκες άσκησης προληπτικής πολιτικής σε τομείς όπως η πάταξη της εγκληματικότητας, συνδέονται με τη αξιοποίηση και συσχέτιση αρχείων προσωπικών δεδομένων των ατόμων που, σύμφωνα με το πρόγραμμα του υπολογιστή, παρουσιάζουν την κοινωνική του συμπεριφορά, ως αποκλίνουσα. Τα άτομα αυτά παρακολουθούνται, εν αγνοία τους, ως πιθανοί υποψήφιοι τέλεσης αξιόποινων πράξεων και εν αγνοία τους επίσης, τα δεδομένα της δραστηριότητάς τους καταχωρούνται σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και συσχετίζονται ενδεχομένως με άλλα αρχεία που αφορούν καταναλωτικές συνήθειες, επιλογές ψυχαγωγίας, συναναστροφές κλπ24.
Έτσι κάθε πτυχή της ιδιωτικής του ζωής και κάθε εμφάνιση του ατόμου στον κοινωνικό χώρο, καταγράφεται και υπόκειται σε επεξεργασία, κατά τρόπο που καταργείται η ανωνυμία και αντικαθίσταται από μιας μορφής διαφάνεια που ουσιαστικά επιφέρει κατάργηση των ορίων ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο25. Η πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες πριν από 20 χρόνια αφορούσε κυρίως τις κρατικές υπηρεσίες. Σήμερα έχουμε όλοι πρόσβαση σε πληροφορίες που μπορεί να είναι ευαίσθητες. Όλοι μπορούμε με το κινητό τηλέφωνό μας να τραβήξουμε σε βίντεο το γείτονά μας και να ανεβάσουμε τη λήψη στο YouTube.
Με βάση τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική η διαπίστωση του Αγκάμπεν ότι στις σημερινές κοινωνίες είμαστε όλοι ανεξαιρέτως, δυνάμει, homines sacri δηλαδή πρόσωπα στα οποία οι τεχνικές του κοινωνικού στιγματισμού που παλαιότερα αφορούσαν τις εξαιρέσεις σήμερα μπορούν να αφορούν στο σύνολο των πολιτών. Η διαρκής βιοτεχνολογική παρέμβαση, η αύξουσα τεχνικοποίηση της ζωής, οι ευγονικοί σχεδιασμοί, η καταγραφή των βιομετρικών δεδομένων μετατρέπει τους ανθρώπους σε πειραματόζωα και από πολίτες του κράτους μετατρέπονται σε αιχμαλώτους του, ώστε να ζουν σε ένα καθεστώς διαρκούς εξαίρεσης 26.
Ενώ τα βιομετρικά δεδομένα έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι σήμερα σε περιορισμένη κλίμακα και για συγκεκριμένες ανάγκες, η ενσωμάτωσή τους στα ηλεκτρονικά διαβατήρια γίνεται για πρώτη φορά σε μαζική κλίμακα. Θεωρητικώς η βιομετρία απαντάει σε δύο ανάγκες: Σ’ ένα διάχυτο αίτημα για παροχή ασφάλειας για όσους κινούνται εντός και εκτός της χώρας και ευλόγως επιθυμούν να διασφαλίζεται ότι τα προσωπικά τους στοιχεία ταυτοποιούν μόνο τους φορείς τους και σε ένα αίτημα αντεγκληματικής πολιτικής προκειμένου να εντοπίζεται με ταχύτητα και ακρίβεια το πρόσωπο που έχει διαπράξει ορισμένο έγκλημα27. Με άλλα λόγια διαθέτουν αξιοπιστία για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο των ατόμων που μπαίνουν στη χώρα και διευκολύνουν την αναζήτηση καταζητούμενων προσώπων. Επιπλέον με την επεξεργασία των βιομετρικών δεδομένων επιδιώκεται ο έλεγχος όσων εισέρχονται σε χώρους με ιδιαίτερες απαιτήσεις ασφαλείας (αεροδρόμια, μετρό, κρατικές υπηρεσίες, τράπεζες) ή χρησιμοποιούν συστήματα λογισμικού που είναι σημαντικά για την προστασία ζωτικών κοινωνικών θεσμών (δημόσια τάξη, εθνική άμυνα, χρηματοπιστωτικό σύστημα). Άρα, συμβάλουν στην δημόσια ασφάλεια αλλά και στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Ωστόσο το αίτημα της ασφάλειας ικανοποιείται ανεπαρκώς, δεδομένου ότι οι κώδικες των βιομετρικών δεδομένων που ενσωματώνονται σε chip έχουν ήδη παραβιαστεί στην περίπτωση των βιομετρικών διαβατηρίων νέου τύπου28. Συνεπώς αποτελούν σύστημα αμφίβολης ασφάλειας29, το οποίο ακόμα και αν ήταν ασφαλές θα εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους λόγω διασύνδεσης των αρχείων, αυθαίρετων κατηγοριοποιήσεων, έμμεσων διακρίσεων30, αποκλεισμών, εμπορικής εκμετάλλευσης των αρχείων. Δεν θα ασχοληθώ με τα ειδικότερα ζητήματα που θέτει η διαδικασία εισαγωγής των βιομετρικών δεδομένων στα ηλεκτρονικά διαβατήρια, ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι πρέπει να αποτρέπεται η διασύνδεση των αρχείων των βιομετρικών δεδομένων με κεντρικές βάσεις δεδομένων31 μοιάζει με ευσεβή πόθο και ουσιαστικά διαψεύδεται από το έλληνα νομοθέτη32.
Ως προς την προληπτική αντεγκληματική πολιτική33 πέραν των αμφίβολων αποτελεσμάτων της, η ιστορία διδάσκει ότι οι πρακτικές ελέγχου που επιφυλάσσονταν αρχικά για τους παράνομους κατέληγαν στην πορεία να αφορούν το σύνολο των πολιτών34. Είναι συνεπώς προφανές ότι τα εντεινόμενα μέτρα ασφαλείας απαιτούν την διαρκή επίκληση μιας έκτακτης κατάστασης που μακροπρόσθεσμα είναι ασύμβατη με την δημοκρατία35.
Ο Τ. Αγκάμπεν επεκτείνει το συλλογισμό του και υποστηρίζει «…ότι στους μηχανισμούς των μέσων μαζικής επικοινωνίας που ελέγχουν και χειραγωγούν το δημόσιο λόγο, αντιστοιχούν έτσι οι τεχνολογικοί μηχανισμοί που αποτυπώνουν και ταυτοποιούν την γυμνή ζωή. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα ενός λόγου χωρίς σώμα και ενός σώματος δίχως λόγο, ο χώρος αυτού που αποκαλούσαμε άλλοτε το “το πολιτικό” είναι όλο και πιο περιορισμένος και πιο στενός» και καταλήγει «Το βιοπολιτικό τατουάζ που μας επιβάλλουν τώρα οι ΗΠΑ36 (έκτοτε και η ΕΕ με τα νέα διαβατήρια) προκειμένου να μπούμε στο έδαφός τους, θα μπορούσε να είναι το προδρομικό σημάδι αυτού που θα ζητήσουν αργότερα να αποδεχθούμε ως την φυσιολογική εγγραφή της ταυτότητας του καλού πολίτη στους μηχανισμούς και στα γρανάζια του κράτους. Γι’ αυτό χρειάζεται να αντιταχθούμε»37.
Σε κάθε περίπτωση ο κίνδυνος είναι προφανής και γενικότερος και συνοψίζεται επιγραμματικά από τον Ιταλό στοχαστή: «Μπορεί εν τέλει να οδηγηθούμε σε μια κατάσταση πραγμάτων κατά την οποία η ασφάλεια και η τρομοκρατία θα συναποτελούν ένα ενιαίο θανάσιμο σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου η μια θα δικαιολογεί και θα νομιμοποιεί τις ενέργειες της άλλης»38.