Στα σύγχρονα δημοκρατικά πολιτεύματα ανεξαρτήτως της μορφής διακυβέρνησής τους (κοινοβουλευτικά ή προεδρικά) η πολιτική και η ποινική ευθύνη είναι θεσμοί διακριτοί μεταξύ τους, τόσο ως προς το σκοπό που επιδιώκουν, όσο και ως την διαδικασία. Η πολιτική ευθύνη αφορά στις πράξεις και παραλείψεις των μελών της κυβέρνησης που ελέγχονται από την βουλή με τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου για βλάβη του δημοσίου συμφέροντος, ενώ αντίθετα στην ποινική ευθύνη διερευνάται η διάπραξη αξιόποινων πράξεων καταρχήν από τις δικαστικές αρχές και κατόπιν από την βουλή με την ειδική διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος περί ευθύνης υπουργών. Ωστόσο, ιστορικά μεταξύ των δύο μορφών ευθύνης υπάρχει μια άρρηκτη σχέση, καθώς στις συνθήκες της βρετανικής κοινοβουλευτικής πρακτικής όπου πρωτοεμφανίστηκε η νομική ευθύνη των υπουργών δεν υπήρχαν μηχανισμοί ανανέωσης της πολιτικής εντολής και συνεπώς λογοδοσίας του βασιλέα (κληρονομικός άρχοντας), παρά μόνο αναζήτηση ευθύνης των υπουργών έναντι του κοινοβουλίου με το θεσμό του impeachment[1]. Εξ αρχής λοιπόν η απόδοση ποινικής ευθύνης ήταν μια διαδικασία που περιελάμβανε την πολιτική αξιολόγηση του έργου των υπουργών είχε επομένως έκδηλα πολιτικά στοιχεία και ως εξαιρετική διαδικασία διαφοροποιούνταν σαφώς από την ποινική ευθύνη των απλών πολιτών. Κατά τούτο, η σύγχρονη έννοια της πολιτικής ευθύνης αποτελεί ως ένα βαθμό μετεξέλιξη της ενιαίας ευθύνης των υπουργών[2] της προδημοκρατικής περιόδου του αγγλικού στέμματος που είχε ταυτόχρονα στοιχεία ποινικής και αστικής ευθύνης. Αυτή η μορφή ευθύνης, όπου συνήθως την ποινική καταδίκη συνοδεύει μια πολιτική κύρωση, παρατηρείται στα προεδρικά συστήματα, όπου η διάκριση της νομοθετικής από την εκτελεστική λειτουργία είναι αυστηρή[3]. Ωστόσο η σταδιακή επικράτηση του κοινοβουλευτισμού και ιδίως της κοινοβουλευτικής αρχής[4] μολονότι έχει διασπάσει την ενιαία ευθύνη και έχει καταστήσει διακριτά τα δύο επίπεδα, αντιστοίχως έχει περιπλέξει τα όρια τους.
Όπως έχει επισημανθεί, είναι σαφές «…ότι η θεσμοποιημένη διαδικασία απόδοσης ποινικών ευθυνών στους κυβερνώντες δεν είναι δυνατόν να στεγανοποιηθεί από την πολιτική»[5]. Γι’ αυτό είναι απρόσφορο και επιστημονικά προβληματικό να εξετάζει κανείς την ποινική ευθύνη, αγνοώντας τις προφανείς πολιτικές συνιστώσες της αλλά και τις αλλοιώσεις που έχουν συντελεσθεί κυρίως στην αντίληψη των πολιτικών φορέων και των πολιτών για την πολιτική ευθύνη. Η εξέταση αυτή ξεκινάει από την συνταγματική έννοια της πολιτικής ευθύνης και περνάει στις μεταβολές της στην σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα της χώρας μας, ενώ ολοκληρώνεται με την διακεκριμένη πραγμάτευση της ποινικής ευθύνης όπως αυτή ρυθμίζεται στο Σύνταγμα και στον ισχύοντα περί ευθύνης υπουργών, νόμο.
Ι. Η αλλοίωση της πολιτικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης σε συνθήκες κρίσης του πολιτικού συστήματος.
Η πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης συλλογικά και των μελών της ατομικά αφορά στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής γενικότερα και των υπουργικών αρμοδιοτήτων ειδικότερα (άρθρο 82 παρ. 1)[6]. Η ευθύνη αυτή εξειδικεύεται αφενός με την αρμοδιότητα της βουλής να καλεί τους υπουργούς να λογοδοτήσουν ενώπιόν της για πράξεις ή παραλείψεις τους, ασκώντας κοινοβουλευτικό έλεγχο και αφετέρου με την έκφραση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της (άρθρο 84 παρ. 2 Σ)[7]. Η παροχή εμπιστοσύνης από την βουλή προς την κυβέρνηση συνεπάγεται και αντίστοιχη ανάληψη ευθύνης από την τελευταία για το κυβερνητικό έργο. Εμπιστοσύνη και ευθύνη πάνε μαζί και η μια εξαρτάται από την άλλη. Επιπρόσθετα, η υποχρέωση λογοδοσίας συνιστά τον πυρήνα του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης και αποτελεί τον θεσμό επί του οποίου διασταυρώνονται η δημοκρατική με την κοινοβουλευτική αρχή. Ενώ, λοιπόν η δημοκρατική αρχή κατοχυρώνει την δυνατότητα της κυβερνητικής πλειοψηφίας να νομοθετεί και να λαμβάνει αποφάσεις, η κοινοβουλευτική αρχή διασφαλίζει τον έλεγχο της κυβέρνησης από την βουλή.
Συνεπώς ο καταλογισμός της πολιτικής ευθύνης ακολουθεί τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και τον κανονισμό της βουλής κοινοβουλευτικές διαδικασίες[8], οι οποίες όμως για να είναι αποτελεσματικές πρέπει να επιτρέπουν στους βουλευτές της μειοψηφίας να ενεργοποιούν τις διαδικασίες ελέγχου χωρίς την συναίνεση της πλειοψηφίας[9]. Ωστόσο στην πράξη και εφόσον έχουμε συμπαγή μονοκομματική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως συμβαίνει συνήθως στη χώρα μας, τα περιθώρια έκφρασης δυσπιστίας[10] συρρικνώνονται και περιορίζονται στην δημιουργία πολιτικών εντυπώσεων και σπανιότερα στην εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας κυβερνητικών βουλευτών. Για αυτούς τους λόγους η πρόταση δυσπιστίας υποβάλλεται σπάνια και σχεδόν ποτέ δεν γίνεται δεκτή.
Αντιθέτως ο συνήθης κοινοβουλευτικός έλεγχος[11] δεν αποβλέπει στην άρση της εμπιστοσύνης της βουλής, αλλά λειτουργεί αφενός ως ένα θεσμικό αντίβαρο που ελέγχει την πλειοψηφία και αφετέρου ως το διαδικαστικό μέσο που επιβάλλει στην κυβέρνηση έγκυρη και ακριβή ενημέρωση.
Τρεις είναι οι βασικοί θεσμοί του κοινοβουλευτικού ελέγχου που επιτρέπουν στην αντιπολίτευση[12] να ασκήσει έντονη πίεση στην κυβέρνηση κυρίως προκαλώντας δημοσιότητα. α) Η σύσταση εξεταστικής επιτροπής[13] που παρέχει την δυνατότητα υποχρεωτικής ακρόασης εμπλεκόμενων προσώπων με απόφαση της μειοψηφίας β) ο επίκαιρος κοινοβουλευτικός έλεγχος και γ) η σύσταση κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Στην πράξη, η κυβέρνηση με την συμπαγή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία χειραγωγεί τις διαδικασίες του κοινοβουλευτικού ελέγχου, καθώς τα όργανα συγκροτούνται κατ’ αναλογία της κοινοβουλευτικής δύναμης των κομμάτων και οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Επιπλέον το γεγονός ότι οι διατάξεις του ΚτΒ για τον κοινοβουλευτικό έλεγχο είναι προσηλωμένες σε μια δικονομική αυστηρότητα που δυσχεραίνει την ανάδειξη της πολιτικής ουσίας[14], σε συνδυασμό με το έλλειμμα πληροφόρησης των βουλευτών και της αδυναμίας τους να έχουν πρόσβαση στα αρχεία των υπουργείων, καθιστά τον έλεγχο δυσχερή και αναποτελεσματικό. Εξαιτίας της αδυναμία αυτής, η αντιπολίτευση επιδιώκει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της δημόσιας σφαίρας και της πολιτικής ζωής από το κοινοβούλιο στα ΜΜΕ.
Όσο και αν η παραπάνω στοιχειώδης περιγραφή αποδίδει το θεσμικό περίγραμμα της κοινοβουλευτικής ευθύνης όπως αποτυπώνεται στο Σύνταγμα, απέχει πολύ από το να αποδώσει την αίσθηση που έχουν οι πολιτικοί φορείς για την δική τους πολιτική ευθύνη.
Στη χώρα μας έχει επέλθει μια έντονη αλλοίωση της πολιτικής ευθύνης. Η αλλοίωση αυτή οφείλεται σε γενικότερες εξελίξεις αλλά και σε ορισμένες ελληνικές ιδιαιτερότητες.
Κατά πρώτον οι σύγχρονες κοινωνίες είναι ιδιαίτερα περίπλοκες και κυριαρχεί η αβεβαιότητα και η αδυναμία κρατικού ελέγχου των βασικών οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων, λόγω του παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε[15]. Η πολιτική ευθύνη αλλοιώνεται όταν μια πολιτική απόφαση επιβάλλεται ως κοινωνική αναγκαιότητα νομοτελειακής ισχύος παρά ως επιλογή των κυβερνώντων, οι οποίοι άμοιροι παρακολουθούν γεγονότα που τους ξεπερνούν, (όπως συμβαίνει με την σοβούσα παγκόσμια οικονομική κρίση). Μολονότι πολύ συχνά η επίκληση εξωγενών παραγόντων λειτουργεί ως άλλοθι που συγκαλύπτει εσφαλμένες πολιτικές επιλογές, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παγκόσμιων εξελίξεων και των εθνικών πολιτικών αποφάσεων είναι δυσκαθόριστη. Στην περίπτωση αυτή το περιεχόμενο της πολιτικής ευθύνης που θα καταλογιστεί στο πολιτικό προσωπικό δεν είναι εύκολη υπόθεση. Αν το φαινόμενο αυτό συνδυαστεί με την γενικότερη κρίση αντιπροσώπευσης και τη διατήρηση στεγανών εντός του πολιτικού συστήματος (μυστικές υπηρεσίες, δημόσια τάξη, εθνική άμυνα) που υπάρχουν σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο απαιτητικό έργο είναι ο επιμερισμός πολιτικών ευθυνών σε πρόσωπα. Τα εγγενή αυτά προβλήματα έρχονται να επιβαρυνθούν με την νεοελληνική παθογένεια.
Στην χώρα μας οι υπουργοί αισθάνονται ότι έχουν ευθύνη μόνο έναντι αυτού που τους διόρισε δηλαδή του Πρωθυπουργού και όχι έναντι του κοινοβουλίου του οποίου απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη. Επίσης συχνά παραγνωρίζεται ότι η πολιτική ευθύνη συνεπάγεται πολιτική κύρωση. Δημόσια ανάληψη πολιτικής ευθύνης χωρίς παραίτηση ή αποπομπή, συνιστά πολιτική υποκρισία. Ομοίως, η θέση ότι «θα κριθούμε στις εκλογές», που διατυπώνεται συχνότατα και με ελαφρότητα, αποτελεί δυσφήμιση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος καθώς παραγνωρίζεται ότι οι κυβερνήσεις δεν κρίνονται μόνο στις εκλογές και δεν κρίνονται αποκλειστικά και μόνο από τους ψηφοφόρους[16].
Σε κάθε περίπτωση η κατάργηση στην πράξη της πολιτικής ευθύνης, αλλά και της πολιτικής τιμής και περηφάνιας που οδήγησε πολιτικούς άλλων κρατών ακόμα και στην αυτοκτονία -σε χώρες δηλαδή που δεν ενδημεί το παραδοσιακό ελληνικό φιλότιμο, αλλά ο αλλοτριωτικός ατομισμός, όπως θα έλεγαν οι θεωρητικοί της καθ’ ημάς ανατολής- ευνοεί ένα κλίμα δυσπιστίας που ενισχύεται από τα φαινόμενα διαφθοράς[17], εκτεταμένης κοινωνικής απαξίας της πολιτικής και διάχυτης ανομίας. Έτσι διαμορφώνεται ένας ισχυρός φαύλος κύκλος, κακοδιοίκησης, πολιτικής ανευθυνότητας, μειωμένης αντίληψης του καθήκοντος και επιλεκτικής τήρησης της νομιμότητας, όπου η μια παθογένεια τροφοδοτεί την άλλη και όπου οι πολίτες καθηλώνονται σε μια μοιρολατρική αποδοχή των τετελεσμένων. Επιπλέον όσοι υπουργοί υποβάλλουν την παραίτησή τους δεν εμμένουν σε αυτή, διότι κινούνται από μια λογική επικοινωνιακής εκτόνωσης της έντασης και όχι από μια ηθική της ευθύνης. Ήδη εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι παρατηρείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1980-1990 μια κρίση εμπιστοσύνης στους βασικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος, τάση που συνοδεύεται από μια διάχυτη πολιτική απάθεια και κυνισμό. Η λογοδοσία, ως συστατικό της πολιτικής ευθύνης πάσχει, όχι μόνο γιατί οι κυβερνώντες δεν λογοδοτούν, αλλά και γιατί οι κυβερνώμενοι δεν ενδιαφέρονται να τους ζητήσουν το λόγο[18].
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μιας αναιμικής και απονομιμοποιημένης πολιτικής ευθύνης πρέπει να αντιμετωπίσουμε την ποινική ευθύνη των υπουργών, διότι είναι σαφές ότι μεταξύ των δύο υπάρχει ένα ισοζύγιο, η ισορροπία του οποίου αποτυπώνει και την ποιότητα του κοινοβουλευτικού μας βίου.
ΙΙ. Η ποινική ευθύνη ως εκδήλωση της κρίσης εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα
Καταρχήν η συνταγματική πρόβλεψη ειδικού καθεστώτος για την ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης παρατηρείται στις περισσότερες σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες[19] κυρίως ως μορφή θεσμικής εγγύησης που προστατεύει τους κυβερνητικούς φορείς από άστοχες διώξεις που θα τους δυσχέραναν στην επιτέλεση των καθηκόντων τους. Από συστάσεως ελληνικού κράτους η βουλή έχει κληθεί 16 φορές να αποφασίσει αν πρέπει να παραπεμφθούν σε δίκη μέλη της κυβέρνησης[20]. Μεταπολιτευτικά είχαμε πέντε περιπτώσεις παραπομπής σε δίκες και συνολικά τρις καταδικαστικές αποφάσεις κατά υπουργών[21].
Η σύγχρονη συζήτηση για την ποινική ευθύνη των υπουργών στη χώρα μας καθώς και οι ρυθμίσεις που προτάθηκαν κατά την αναθεώρηση του άρθρου 86 Σ[22] (2001), ήταν σαφώς επηρεασμένες από το φορτισμένο κλίμα της περιόδου 1989-1995 και τις ποινικές διώξεις κατά μελών της κυβέρνησης των δύο μεγάλων κομμάτων της εποχής. Τα πολλά ερμηνευτικά προβλήματα που προέκυψαν κατά την εφαρμογή του ν.δ 802/1971[23] (ανάμεσα σε αυτά πρέπει να αναφέρουμε την πρόβλεψη ιδιώνυμων λευκών ποινικών διατάξεων[24], τα ερμηνευτικά ζητήματα για το αν το δικαίωμα της βουλής να ασκήσει δίωξη μέσα στην πρώτη βουλευτική σύνοδο συνιστά αποσβεστική προθεσμία ή παραγραφή, αν είναι νοητή η αναστολή της παραγραφής ή όχι[25] και τέλος αν ως προς την παραπομπή των συμμετόχων εφαρμόζεται ο ΚτΒ ή το ν.δ), οδήγησαν σε μια πρώτη μεταβολή του με το ν. 2509/1997 και σε νέα ρύθμιση με το ν. 3126/2003 προκειμένου ο τελευταίος να είναι συμβατός με την αναθεωρημένη συνταγματική διάταξη.
Αν υπάρχει μια δεσπόζουσα κεντρική ιδέα που να διατρέχει την κριτική που ασκήθηκε στο θεσμό, αυτή συνοψίζεται στην φράση «ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής». Με άλλα λόγια η ποινική ευθύνη των υπουργών κατέστη πεδίο της έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, όπου η αλλαγή των ρόλων οδηγούσε στην ποινική δίωξη της αντιπολίτευσης για ευθύνες της δικής της κυβερνητικής θητείας[26]. Θεωρήθηκε δηλαδή ότι ο θεσμός της ποινικής ευθύνης αποτελεί όπλο στα χέρια της κυβερνητικής εξουσίας, με το οποίο μπορεί να επιχειρήσει την πολιτική εξόντωση του αντιπάλου.
Η πρώτη διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε προσεγγίζοντας εγγύτερα το θεσμό είναι ότι η ποινική ευθύνη των υπουργών είναι ένας δικαιοκρατικός θεσμός, ο οποίος συνιστά απόκλιση από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, καθώς αναθέτει σε ένα πολιτικό όργανο, τη βουλή, την άσκηση αρμοδιοτήτων δικαστικής υφής. Η ιδιαιτερότητα αυτή διατρέχει και την όλη διαδικασία -αν και σε βαθμό μικρότερο από ότι στην προηγούμενη ρύθμιση- καθώς τα κριτήρια π.χ. της αναστολής της δίωξης είναι κοινοβουλευτικά, δηλαδή πολιτικής σκοπιμότητας, ενώ τα δικαιώματα του κατηγορουμένου τηρούνται κατά τις συναφείς δικονομικές εγγυήσεις.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα είναι η καθιέρωση της αρμοδιότητας ενός ειδικού ποινικού δικαστηρίου που επιλαμβάνεται των συναφών υποθέσεων. Οι δικαιοπολιτικοί λόγοι που συνηγορούν υπέρ των ειδικών ρυθμίσεων, συνδέονται με την αποτροπή χρησιμοποίησης της απειλής ποινικής δίωξης ως πολιτικό όπλο στα χέρια των αντιπάλων, με την γρήγορη εκκαθάριση των υποθέσεων προκειμένου να μην επιβαρύνεται ο δημόσιος βίος και με την μη μετατροπή μιας υπουργικής πράξης με διοικητικό συχνά χαρακτήρα σε ποινική υπόθεση με μια απλή μηνυτήρια αναφορά[27].
Ας εξετάσουμε τώρα τις ρυθμίσεις αναλυτικότερα προκειμένου να αναδειχθούν τα βασικά τους σημεία, πάντα σε σχέση με τις προγενέστερες ρυθμίσεις:
I. Απαγορεύθηκε η θέσπιση ιδιωνύμων υπουργικών αδικημάτων (86 παρ. 1 Σ), όπως στο προγενέστερο καθεστώς[28] που έθετε ζητήματα συνταγματικότητας των προβλέψεων σε σχέση με το άρθρο 7 παρ. 1 Σ (λευκοί ποινικοί νόμοι).
II. Αποσαφηνίστηκε ότι η βουλή είναι η αποκλειστικά αρμόδια να ασκεί ποινική δίωξη[29] (86 παρ. 2 Σ) και απαγορεύεται οποιαδήποτε συναφής ανακριτική ή προανακριτική πράξη εφόσον στρέφονται κατά υπουργών χωρίς άδεια της βουλής. Η δε διαβίβαση του φακέλου με τα στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής μελών της κυβέρνησης κατά την διενέργεια προανακρίσεων ή ανακρίσεων κατά άλλων προσώπων πρέπει να γίνει αμελλητί[30].
III. Οι βουλευτές δεν μπορεί να έχουν τη θέση κατηγόρων ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου, όπως προβλεπόταν παλιότερα. Την θέση αυτή αναλαμβάνει μέλος της εισαγγελίας του ΑΠ (άρθρο 86 παρ. 4).
IV. Με την νέα ρύθμιση (σε αντίθεση με ότι ίσχυε προ του 2001, όπου η προδικασία μετά την παραπεμπτική απόφαση της βουλής δεν μπορούσε να καταλήξει σε απαλλαγή του κατηγορουμένου)[31] είναι δυνατή η έκδοση απαλλακτικού βουλεύματος (άρθρο 86 παρ. 4 εδ. ζ) το οποίο και τερματίζει αμετάκλητα την διαδικασία εφόσον δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο (άρθρο 11 παρ. 3 ν. 3126/2003).
V. Ο ισχύον νόμος 3126/2003 είναι οργανικός[32] (που σημαίνει ότι δεν νοείται η κατάργησή τους χωρίς την αντικατάστασή του) και περιορίζει την εφαρμογή του σε πλημμελήματα και κακουργήματα και όχι σε κάθε είδους ποινικό αδίκημα όπως στο προγενέστερο καθεστώς.
VI. Η κοινοβουλευτική διαδικασία οργανώνεται σε δύο στάδια: στο πρώτο μετά από πρόταση τριάντα βουλευτών αποφασίζεται η συγκρότηση ειδικής επιτροπής για την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης. Σε ένα δεύτερο στάδιο μετά την υποβολή του πορίσματος της επιτροπής στην ολομέλεια της βουλής, η τελευταία αποφασίζει για την άσκηση η μη ποινικής διώξεως. Και οι δύο αποφάσεις λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών με μυστική ψηφοφορία (άρθρο 155 παρ. 5 ΚτΒ)[33]. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται ως εύλογη δεδομένου ότι απόλυτη πλειοψηφία προβλέπεται για τον καταλογισμό πολιτικής ευθύνης με την αποδοχή πρότασης δυσπιστίας (άρθρο 82 παρ. 2 εδ. α) που είναι το έλασσον σε σχέση με την ποινική ευθύνη.
VII. Η βουλή μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της μόνο μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος[34]. Εδώ πρόκειται για αποσβεστική προθεσμία που αποβλέπει στην αποτροπή της διαιώνισης μιας ποινικής εκκρεμότητας και μέχρι τις μεθεπόμενες, από το χρόνο τέλεσης του αδικήματος, εκλογές. Η παρέλευσή της ή η διάλυση της βουλής πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης τακτικής συνόδου συνεπάγεται την παύση κάθε ποινικού ενδιαφέροντος της πολιτείας για τα συγκεκριμένα πρόσωπα ως προς τα συγκεκριμένα αδικήματα. Είναι διαφορετικό το ζήτημα της παραγραφής των αδικημάτων που ορίζεται από το ν. 3126/2003 ως πενταετής, ακόμα και για κακουργήματα[35].
VIII. Η βουλή με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της (οπότε παύει οριστικά η δίωξη) ή να αναστέλλει την δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία. Πριν την αναθεώρηση, η δυνατότητα της βουλής περιοριζότανε στο στάδιο της δίωξης[36], ενώ τώρα δίνεται έμφαση στην πολιτική διάσταση της ποινικής ευθύνης οπότε και τερματίζεται η διαδικασία ακόμα και είναι σε προχωρημένο στάδιο εκδίκασης ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου.
IX. Τροποποιήθηκε η σύνθεση του ειδικού δικαστηρίου που ήταν ένα σημείο διαφωνίας κατά τις συζητήσεις για την αναθεώρηση μεταξύ πλειοψηφίας και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ειδικό δικαστήριο συγκροτείται μετά από κλήρωση για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του ΣτΕ και επτά μέλη του ΑΠ[37]. Η συμμετοχή των δικαστών από το ΣτΕ δικαιολογείται λόγω της εμπειρίας τους από τα πειθαρχικά συμβούλια των δημοσίων υπαλλήλων και της γνώσης τους του δημοσίου δικαίου, αφού συνηθέστερα η ποινική δίωξη θα αφορά σε διοικητικές πράξεις.
X. Ως προς τους συμμετέχοντες η συνταγματική διάταξη ορίζει ότι συμπαραπέμπονται[38]. Η συγκεκριμένη ρύθμιση σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 7 παρ. 1 ) αφορά και την άσκηση της ποινικής δίωξης και όχι μόνο την παραπομπή με βούλευμα. Επιπλέον συμμετέχοντες θεωρούνται όσοι μνημονεύονται ρητά στην απόφαση της βουλής για άσκηση δίωξης (7 παρ. 2). Αν δεν ασκηθεί καθόλου δίωξη από την βουλή μετά το πόρισμα της επιτροπής, τότε οι συμμέτοχοι υπόκεινται στην τακτική ποινική δικαιοσύνη (άρθρο 7 παρ. 3). Ωστόσο πρόβλημα συνταγματικότητας μπορεί να τεθεί ως προς την ανάκληση της δίωξης με απόφαση της βουλής για τους συμμετέχοντες στο βαθμό που ουσιαστικά αμνηστεύονται (παραβίαση άρθρου 47 παρ. 3 και 4 Σ) χωρίς αυτό να δικαιολογείται από πολιτικούς λόγους όπως το Σύνταγμα προβλέπει για τους υπουργούς[39].
Επιπλέον η συμπαραπομπή των συμμετασχόντων μπορεί να δυσχεράνει την διαδικασία αν ο αριθμός τους είναι μεγάλος (π.χ. υπόθεση Βατοπεδίου), ενώ σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η συνεκδίκαση πολιτών με πολιτικά πρόσωπα παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ[40]. Γι αυτούς τους λόγους θα ήταν σκοπιμότερο να αναγνωρίζεται στην βουλή απλώς η δυνατότητα της συμπαραπομπής με την άσκηση της δίωξης και όχι η υποχρεωτική συμπαραπομπή[41].
Οι παραπάνω ρυθμίσεις επιτρέπουν ορισμένα γενικά σχόλια, όπως και ορισμένες ειδικές επισημάνσεις.
Καταρχήν πρέπει να επισημανθεί ότι οι επικρίσεις κατά της συνταγματικής διάταξης[42] έχουν ως βασικό επιχείρημα ότι τόσο οι πλειοψηφίες στη βουλή όσο και η σύντομη παραγραφή καθιστούν αδύνατη την παραπομπή αν ο εγκαλούμενος υπουργός ανήκει στο κόμμα που διαθέτει την πλειοψηφία της βουλής[43]. Πρακτικά αν ένα κόμμα κερδίσει δύο συνεχόμενες εκλογές, είναι πολύ δύσκολο να παραπέμψει υπουργό του για αδικήματα που έχουν διαπραχθεί εντός της πρώτης κυβερνητικής περιόδου μέχρι τις επόμενες εκλογές. Περιθώρια άσκησης δίωξης υπάρχουν μόνο σε περίπτωση ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων στις βουλευτικές εκλογές και κυβερνητικής αλλαγής. Δικαιοπολιτικής υφής είναι και οι επικρίσεις που διατυπώθηκαν από κορυφαία στελέχη της δικαιοσύνης: τόσο ο Πρόεδρος του ΑΠ κ. Νικόπουλος, όσο και ο εισαγγελέας Κ. Σανιδάς, υποστήριξαν ότι με την συνταγματική ρύθμιση περί ευθύνης υπουργών, η περίπλοκη διαδικασία με τις σύντομες προθεσμίες η οποία δύσκολα θα καταλήξει σε παραπομπή σε δίκη, εισάγει ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των πολιτικών προσώπων και εις βάρος των απλών πολιτών που κατηγορούνται για τις ίδιες εγκληματικές πράξεις[44]. Οι παραπάνω επικρίσεις υπονοούν ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρχει ένα ειδικό καθεστώς για τους υπουργούς. Μια τρίτη κατηγορία επικρίσεων καταφάσκει για ιστορικούς λόγους αλλά και για λόγους που συνδέονται με τα σύγχρονα πολιτικά μας ήθη (δικομανία, συχνή μετατροπή πολιτικών διαφωνιών σε δικαστικές αντιδικίες και σπίλωση πολιτικών αντιπάλων με την σκανδαλολογία) υπέρ του ειδικού καθεστώτος, διαφωνεί όμως ως προς τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις. Συγκεκριμένα προτάθηκε[45] η πλήρης απεμπλοκή της Βουλής από τη σχετική προανακριτική διαδικασία με την ανάθεση άσκησης δίωξης στην Ολομέλεια Εφετών Αθηνών και η κατάργηση της σημερινής αποσβεστικής προθεσμίας καθώς και η χρονική επέκταση της ισχύουσας παραγραφής κατά 5 χρόνια[46].
Άλλη πρόταση[47] υποστηρίζει ότι πρέπει να δοθεί προηγούμενη άδεια από την βουλή για την ποινική δίωξη των υπουργών, η δίωξη όμως πρέπει να ασκηθεί από τις εισαγγελικές αρχές όπως ισχύει για τους κοινούς πολίτες. Άλλωστε, η ίδια άποψη υποστηρίζει ότι η έναρξη της διαδικασίας με παρέμβαση πολιτικού οργάνου αποτελεί αρχαϊκό στοιχείο του κοινοβουλευτισμού που πλέον είναι ξεπερασμένο στις σύγχρονες ρυθμίσεις για την ποινική ευθύνη στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη[48].
Επίσης κριτική[49] έχει ασκηθεί και στην σύντομη αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος στη βουλή να ασκεί την δίωξη. Έχει προταθεί ότι η προθεσμία αυτή πρέπει να επεκτείνεται σε δύο βουλευτικές περιόδους δηλαδή να καλύπτει δύο εκλογικές αναμετρήσεις και να λήγει στο τέλος της πρώτης συνόδου της δεύτερης βουλευτικής περιόδου έπειτα από εκείνη εντός της οποίας τελέστηκε η αξιόποινη πράξη του υπουργού. Κατά την άποψη αυτή δεν εξυπηρετείται καμία σκοπιμότητα με την πρόβλεψη απόκλισης από τις κοινές ποινικές διατάξεις ως προς το θέμα της παραγραφής. Τέλος, πρόταση για συνταγματική αλλαγή του σχετικού άρθρου 86 έχει διατυπωθεί και από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ κ. Ευ. Βενιζέλο ο οποίος προτείνει να κρατήσει η βουλή την απόφαση, με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (200 βουλευτές), επιλογής ενός πενταμελούς δικαστικού οργάνου υψηλού κύρους το οποίο να αποφασίζει για τις προκαταρκτικές εξετάσεις και τις ποινικές διώξεις[50]. Επιδιωκόμενος στόχος με την συγκεκριμένη πρόταση είναι η ενίσχυση του ρόλου της τακτικής δικαιοσύνης και ο ανάλογος περιορισμός των σχετικών αρμοδιοτήτων του κοινοβουλίου[51].
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η οποιαδήποτε συνταγματική ή νομοθετική αλλαγή δεν συνεπάγεται ότι θα επιφέρει αυτόματα αποκατάσταση του διαταραγμένου κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και πολιτικού συστήματος, ούτε βέβαια ότι θα λύσει όλα τα συναφή προβλήματα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η εμπεδωμένη εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς, η βαθιά αίσθηση του καθήκοντος και η συνειδητοποίηση της ευρύτητας της πολιτικής ευθύνης αφήνει περιορισμένα περιθώρια ανάδειξης των ποινικών πλευρών ενός θέματος. Η τυποποίηση της πολιτικής ευθύνης ως έκφραση της κοινοβουλευτικής αρχής καθιστά την ποινική ευθύνη οριακό θεσμό[52]. Με άλλα λόγια η πολιτική ευθύνη απορροφά την ποινική.
Αντιθέτως, όπου υπάρχει διάχυτη δυσπιστία, κρίση εμπιστοσύνης, αδυναμία ή αβουλία επιβολής της νομιμότητας τότε η ποινική ευθύνη λειτουργεί εις βάρος της πολιτικής και την απομυζά. Όπου δεν υπάρχει κλίμα συναίνεσης ακόμα και για τους βασικούς κανόνες του πολιτικού παιγνιδιού, τα πεδία της διαβούλευσης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων συρρικνώνονται και μοιραία οι πολιτικές διαφορές μεταβάλλονται σε νομικές αντιδικίες στις οποίες εμπλέκεται η δικαιοσύνη και της οποίας ο ρόλος και τα όρια της παρέμβασης επίσης αμφισβητούνται. Υπό αυτή την έννοια, συνιστά άλλοθι να αποδίδεται η αδυναμία εξιχνίασης χτυπητών περιπτώσεων παρανομίας στο (δήθεν) ελλιπές συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο[53].
Σε κάθε περίπτωση η διάπραξη αξιόποινων πράξεων από υπουργό συνιστά μια ακραία περίπτωση κατάχρηση της κυβερνητικής εξουσίας την οποία συνοδεύει πάντα ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό στίγμα -συνεργούντων και των ΜΜΕ- με το οποίο θα συμβιώσει ο πολιτικός, ανεξαρτήτως καταδίκης. Το πολιτικά προβληματικό στοιχείο είναι ότι το πολιτικό μας σύστημα και τα κόμματά μας θέτουν τον κομματικό πατριωτισμό υπεράνω του δημοσίου συμφέροντος και δεν έχουν την δύναμη να επιβάλλουν εξυγίανση του δημοσίου βίου και αυτοκάθαρση. Απουσιάζει επομένως η πολιτική θέληση και υπερτερεί η κομματική σκοπιμότητα και η λογική της συγκάλυψης.
Συμπερασματικά θα έλεγα ότι ανεξαρτήτως των βελτιώσεων που επιδέχεται το θεσμικό πλαίσιο της ευθύνης των υπουργών, το κρισιμότερο είναι να συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές δυνάμεις ότι η προσφυγή στο θεσμό της ποινικής ευθύνης προϋποθέτει υψηλότερο αίσθημα ευθύνης και λιγότερη πολιτική εκμετάλλευση από ότι στο παρελθόν.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ‘Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου’ 4/2009, σ. 452 επ.
[1] Βλ. Ε. Μπεσίλα-Βήκα, Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των υπουργών στο ελληνικό και συγκριτικό συνταγματικό δίκαιο, Αθήνα, 1985, σ. 11 επ., Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, Αντ. Σάκκουλα, 1995, σ. 50 επ.
[2] Βλ. Α. Λοβέρδου, Κυβέρνηση, συλλογική λειτουργία και πολιτική ευθύνη, Αντ. Σάκκουλας, 1991, σ. 77 επ., Ι. Αραβαντινού, Πραγματεία περί ευθύνης των ηγεμόνων και των Υπουργών, Αθήνα, 1880, σ. 2 επ., Χ. Σγουρίτσα, Η οργάνωσις της Κυβέρνησεως και η κοινοβουλευτική ευθύνη των Υπουργών, Αθήνα, 1931, σ. 110, Ν. Καλογήρου, Η ποινική και αστική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και η αστική ευθύνη του δημοσίου στην Ελλάδα, Αντ. Σάκκουλας, 1993, σ. 18.
[3] Για την εφαρμογή της ποινικής ευθύνης των υπουργών στις ΗΠΑ Βλ. Γ .Τασόπουλου, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, Σάκκουλας, 2007, σ. 137 επ.
[4] Για την σχέση της ποινικής ευθύνης με την κοινοβουλευτική αρχή από τους κλασσικούς έλληνες συνταγματολόγους Βλ. Ν.Ν. Σαρίπολου, Ελληνικόν Συνταγματικό Δίκαιον, τ. Α’, 1915, επανέκδοση Αντ. Σάκκουλας, 1987, σ. 215 επ.
[5] Βλ. Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, ό.π., σ. 124.
[6] Βλ. Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο, Αντ.Σάκκουλας, 2000, σ. 541 επ.
[7] Βλ. Κ. Μπακογιάννη, Η κοινοβουλευτική πρακτική των προτάσεων μομφής και εμπιστοσύνης, ΤοΣ, 1997, σ. 681 επ.
[8] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, Αντ. Σάκκουλας, 2003, σ. 554.
[9] Βλ. Π. Φουντεδάκη, Τα δικαιώματα των βουλευτών, Αντ. Σάκκουλας, 1993, σ. 137, Γ. Τασόπουλου, ό.π., σ. 117-118.
[10] Βλ. Δ. Φιλίππου, Η πρόταση δυσπιστίας ως μέσον άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου, Αφοί Σάκκουλα, 1990, σ. 68 επ.
[11] Βλ. γενικότερα Σ. Μηναΐδη, Ο επίκαιρος κοινοβουλευτικός έλεγχος, Αντ. Σάκκουλας, 1990.
[12] Βλ. Π. Φουντεδάκη, Ο θεσμός της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, 23-24, 1995, σ. 117 επ.
[13] Βλ. Π. Φουντεδάκη, Οι προϋποθέσεις σύστασης εξεταστικής επιτροπής, Αρμ., 1987, σ. 641 επ.
[14] Βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Η βουλή στην περίοδο της δημοκρατικής σταθεροποίησης, Κοινοβουλευτική Επιθεώρηση, 23-24, 1995, σ. 44 επ.
[15] Βλ. εντελώς ενδεικτικά, Z. Bauman, Παγκοσμιοποίηση, οι συνέπειες για τον άνθρωπο, Πολύτροπον, 2004, ιδίως σ. 81 επ.
[16] Βλ. Γ. Μοσχονά, Οι αντοχές του συστήματος διαφθοράς, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 28/12/2008.
[17] Για την συζήτηση περί διαφθοράς στη χώρα μας βλ. το συλλογικό τόμο, Κράτος και Διαφθορά, Πώς θα κόψουμε τον ομφάλιο ρόλο;, Ιανός, 2008.
[18] Βλ. Δ. Σωτηρόπουλου, Υλικό από νάϋλον που εύκολα ξεχειλώνει, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 28/12/2008.
[19] Βλ. Ε. Μπεσίλα-Βήκα, ό.π., σ. 65 επ.
[20] Βλ. την ιστορική μονογραφία του Ν. Σοϊλεντάκη, Υπουργοί στο Ειδικό Δικαστήριο (1821-2000), Αθήνα (ιδιωτική έκδοση), 2005, όπου εκτίθενται αναλυτικά όλες οι περιπτώσεις ποινικής δίωξης κατά υπουργών από την επανάσταση του 1821 μέχρι σήμερα, διανθισμένες με σημαντικές ιστορικές λεπτομέρειες της εκάστοτε περιόδου όπου εκδηλώθηκαν οι διώξεις.
[21] Βλ. Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη…, ό.π., σ. 42 (παραπομπή 20).
[22] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Το αναθεωρητική κεκτημένο, Αντ. Σάκκουλας, 2002, σ. 285 επ., Κ. Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος, Ποιν.Χρ. 2001, σ. 781 επ.
[23] Βλ. Α. Μάνεση – Δ. Τσάτσου, (γνωμοδότηση) εφ. ΤΟ ΕΘΝΟΣ, 30-3-1989, Ι. Σταμούλη, Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης, Λιβάνης, 1990, σ. 26 επ., 62 επ., 91 επ., Ε. Βενιζέλου, Η ποινική ευθύνη των στο πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στα αρχαϊκά και στα εξελιγμένα χαρακτηριστικά ενός κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, Υ, 1993, σ. 451 επ., του ίδιου, Σχεδίασμα για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος 1975/1986 και τη ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, Υ, 1993, σ. 461 επ., Ι. Μανωλεδάκη, Προβλήματα από τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών, Υ,1993, σ. 437 επ., Ι. Μανωλεδάκη – Ε.Βενιζέλου, Η ποινική ευθύνη των υπουργών-μειονεκτήματα της ισχύουσας ρύθμισης-προτάσεις για την τροποποίησή της, Αντ. Σάκκουλας, 1993, Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικές διαστάσεις της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, Υ, 1997, σ. 451 επ.
[24] Βλ. Γ. Σανιδά, Ποινική ευθύνη Υπουργών και Υφυπουργών, Ποιν.Χρ., 1985, σ. 195-196, Ι. Μανωλεδάκη, Προβλήματα από τις ουσιαστικές διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών , ό.π., σ. 439 επ., Α. Καρρά, Ασυλία βουλευτών και νόμος περί ευθύνης υπουργών, Ποιν.Χρ. 1994, σ. 580-581.
[25] Βλ. Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη, ό.π., σ. 98 επ., Κ. Μαυριά, Συνταγματικό δίκαιο, ό.π., σ. 547 επ., και τις εκεί παραπομπές στο τύπο της εποχής όπου και δημοσιεύτηκαν οι περισσότερες απόψεις για την ερμηνεία διατάξεων του ν.δ 807/1971.
[26] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 287.
[27] Βλ. Ε. Βενιζέλου, εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 22/6/2008.
[28] Για την καταγωγή της συγκεκριμένης ρύθμισης βλ. Ι. Αραβαντινού, ό.π., σ. 197, Ι. Σταμούλη, ό.π., σ. 38, και Κ. Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης…, ό.π., σ. 783.
[29] Το στοιχείο αυτό θεωρήθηκε ως «εκδήλωση δυσπιστίας απέναντι στην πολιτική αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας» σε Ε. Βενιζέλου, Η ποινική ευθύνη των υπουργών…, ό.π., σ. 456, καθώς και το σχόλιο του Κ. Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών…, ό.π., σ. 781.
[30] Για την εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης προέκυψε ζήτημα κατά την προανάκριση στην υπόθεση του Βατοπεδίου. Μολονότι εντοπίστηκαν από τους δύο εισαγγελείς που ερευνούσαν την υπόθεση ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει εμπλοκή πρώην υπουργών και υφυπουργών, αποφασίστηκε από τον εισαγγελέα του ΑΠ κ. Σανιδά ότι δεν προκύπτουν ευθύνες υπουργών και ζήτησε την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Ωστόσο η πράξη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος που απαιτεί άμεση παραπομπή στην βουλή, η οποία είναι και η μόνη αρμόδια τόσο για την διερεύνηση του θέματος όσο και για την άσκηση της ποινικής δίωξης. Η εμμονή των δύο εισαγγελέων (κ. Ηλ. Κολιούση και κα Ελ. Σωτηροπούλου) να διαβιβάσουν το φάκελο στη βουλή και η αντίθεσή τους με τον εισαγγελέα του ΑΠ, τους οδήγησε σε παραίτηση, η οποία δεν έγινε δεκτή. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, στην στήλη «Γνώμη», ΠοινΔικ 2008, 1137. Την αποδοκιμασία τους για την στάση του εισαγγελέα του ΑΠ κ. Σανιδά εξέφρασαν με δηλώσεις τους οι κ. Σ. Μπάγιας (Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων), Δ. Παξινός (Πρόεδρος του δικηγορικού συλλόγου Αθηνών) και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές Γ. Σωτηρέλης, Κ. Χρυσόγονος και Σ. Τσακυράκης σε εφ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» 24-4-2009. Παρόμοιο ζήτημα ετέθη και με αφορμή την υπόθεση του βουλευτή Α. Παυλίδη, ο οποίος φερόταν ως εμπλεκόμενος σε υπόθεση δωροδοκίας την περίοδο που ήταν Υπουργός Αιγαίου, και του οποίου ο φάκελος διαβιβάστηκε στην βουλή με μεγάλη καθυστέρηση την άνοιξη του 2009. Γενικότερα σε όλες τις υποθέσεις που εμφανίζονται από τα ΜΜΕ ως σκάνδαλα και που ανακύπτουν υπόνοιες για την συμμετοχή υπουργών σε διάπραξη ποινικών αδικημάτων κατά την συγκρότηση των σχετικών δικογραφιών λανθάνει σχεδόν αυτόματα ένα θέμα ολιγωρίας των δικαστικών λειτουργών να αποστείλουν το σχετικό φάκελο στην βουλή προς περαιτέρω διερεύνηση. Για την έννοια του συνταγματικού όρου «αμελλητί» βλ. και τις σχετικές τοποθετήσεις του κ. Δ. Γλυνού (πρώην εισαγγελέα του ΑΠ) ο οποίος είχε εκδώσει και σχετική εγκύκλιο για το θέμα, όπως και του Αντιπροέδρου του ΑΠ κ. Δ. Κυριτσάκη σε εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 26-4-2009.
[31] Αυτό συνέβαινε διότι η Βουλή ήταν κατηγορούσα αρχή και ενώπιον του δικαστηρίου και όχι μόνο στον ανακριτή ή το συμβούλιο. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Γύρω από την ποινική ευθύνη των υπουργών, Αντ. Σάκκουλας, 1989, σ. 61.
[32] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 560.
[33] Βλ. Κ. Χρυσόγονου Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών…, ό.π., σ. 783-784.
[34] Βλ. τις συζητήσεις στην Επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος (2001) ιδίως ως προς το αν απαιτείται άδεια της νέας βουλής που θα προκύψει από τις εκλογές, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος υπουργός έχει εκλεγεί εκ νέου βουλευτής. Βλ. Ε. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 290, Κ. Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των Υπουργών…,ό.π., σ. 784-785.
[35] Βλ. Ε. Βενιζέλου, Το αναθεωρητικό κεκτημένο, ό.π., σ. 295, ο οποίος διατυπώνει την άποψη «ότι δεν μπορούν να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αδικημάτων όταν αυτά τελούνται από υπουργούς» με την θέση αυτή φαίνεται να συμφωνεί και ο Ι. Μανωλεδάκης εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 19/10/2008. Δικαιοπολιτικά δικαιολογημένη την βραχύτερη παραγραφή θεωρεί ο Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 563.
[36] Βλ. Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη…,ό.π., σ. 94, Κ. Μαυριά, Συνταγματικό Δίκαιο Αντ. Σάκκουλας, 2000, σ. 564-565.
[37] Η κλήρωση π.χ. εισαγγελέα και αναπληρωτή μεταξύ όλων των μελών του ΑΠ μπορεί να οδηγήσει στο παράδοξο να κληρωθεί ως τακτικός εισαγγελέας ένας αντιεισαγγελέας του ΑΠ και ως αναπληρωτής του, ο εισαγγελέας του ΑΠ. Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σ. 563-564.
[38] Η προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 86 δεν αναφερόταν σε συμμετόχους. Τόσο το ν.δ 802/1971 (άρθρο 9), όσο και ο ν. 2509/1997 (άρθρο 2 παρ. 2) προέβλεπαν ότι οι συμμετέχοντες συμπαραπέμπονται στο ειδικό δικαστήριο. Η νομολογία έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή ήταν συνταγματική (βλ. ΑΠ 409/1991, (βουλ.), ΝοΒ 1991, 1131 επ., ΑΠ 1579/1992 (βουλ.), ΝοΒ 1993, 916 επ., ΑΠ Ολ., 573/1993, Υ, 1993874 επ., ΑΠ 596/1995 (βουλ.), Υ 1995, 964 επ.) αν και η θεωρία είχε διατυπώσει αντίθετη άποψη, κυρίως διότι υπάρχει αντίθεση στο άρθρο 96 παρ. 1 Σ, όπου τα τακτικά ποινικά δικαστήρια είναι αρμόδια να εκδικάζουν τις αξιόποινες πράξεις των πολιτών. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 596/1995, Υ 1995, 964 επ., και Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικές διαστάσεις…, ό.π., σ. 471 επ.
[39] Βλ. ΑΠ Ολ. 8/2008, ΠοινΔικ 10/2008, 1140 επ.
[40] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικό δίκαιο, σ. 564-565, Γ. Τασόπουλου, ό.π., σ. 135.
[41] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης …, ό.π., σ. 782.
[42] Η συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 86 συγκέντρωσε το 2001 την ευρύτατη πλειοψηφία των 268 βουλευτών, ενώ οκτώ βουλευτές αρνήθηκαν την αναθεώρησή του και τέσσερις ψήφισαν λευκό. Επιπλέον στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση του 2008 η πρόταση για τροποποίηση του άρθρου 86 συγκέντρωσε μόνο εννέα υποστηρικτές, αντί των προβλεπόμενων πενήντα (βλ. άρθρο του βουλευτή Κ. Μητσοτάκη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009). Στην παρούσα συγκυρία όλοι σπεύδουν να καταδικάσουν την συνταγματική ρύθμιση, γνωρίζοντας ότι ακόμα και να υπάρξει διακομματική συναίνεση η αναθεώρηση του άρθρου τοποθετείται το 2013 με πιθανή ολοκλήρωσή της διαδικασίας το 2017 ή ακόμα παραπέρα…
[43] Βλ. Ι. Βαρβιτσιώτη, Η αναγκαία αναθεώρηση, Αντ. Σάκκουλας, 2006, σ. 65-66, καθώς και το άρθρο του στην εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 22/6/2008.
[44] Βλ. ρεπορτάζ των εφημερίδων με δηλώσεις των δικαστικών λειτουργών που διατυπώθηκαν στην ετήσια γενική συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», 26/1/2009.
[45] Βλ. Γ. Σωτηρέλη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 19/10/2008.
[46] Υπέρ της επιμήκυνσης του χρόνου παραγραφής των υπουργικών αδικημάτων και σχετική αλλαγή του νόμου προανήγγειλε ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Ν. Δένδιας με σχετικές δηλώσεις του, «Ελευθεροτυπία», 6-3-2009.
[47] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Η ρύθμιση της ποινικής ευθύνης των υπουργών…, ό.π., σ. 782.
[48] Βλ. Κ. Χρυσόγονου, Συνταγματικές διαστάσεις της ποινικής ευθύνης των μελών της κυβέρνησης και των υφυπουργών, ό.π., σ. 452 επ. και Γ. Κατρούγκαλου, Η σχέση πολιτικής και ποινικής ευθύνης των και ο νέος εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, 1996, σ. 54 επ.
[49] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 19/10/2008.
[50] Βλ. εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 10-5-2009. Την αλλαγή του συνταγματικού πλαισίου ζητά και ο κ. Σ. Μπάγιας, Πρόεδρος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος σε εφ. «ΤΑ ΝΕΑ», 8-4-2009 όπως και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κ. Α. Αλαβάνος, εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009.
[51] Βλ. και την άποψη των καθηγητών κ. Ν. Αλιβιζάτου, εφ. «Κυριακάτικη ελευθεροτυπία», 12-4-2009 και Μ. Σταθόπουλου εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ», 10-5-2009. Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Δένδιας, προανήγγειλε εκτεταμένες αλλαγές στο νόμο περί ευθύνης υπουργών προς την ίδια κατεύθυνση (δηλαδή εφαρμογή του δικαίου που ισχύει για τους κοινούς πολίτες και μόνο δημιουργία ειδικής δωσιδικίας για τα μέλη της κυβέρνησης) δηλώνοντας επιπλέον ότι η συγκεκριμενοποίηση των προτάσεών του θα προκύψει μέσα από διάλογο. Βλ. εφ. «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 24-5-2009.
[52] Όπως έχει επισημανθεί εύστοχα από το Γ. Τασόπουλο, (ό.π., σ. 142) «…το ζήτημα της ατομικής ποινικής ευθύνης και τιμωρίας είναι δευτερεύον από συνταγματική άποψη».
[53] Βλ. άρθρο Ι. Μανωλεδάκη εφ. «ΤΟ ΒΗΜΑ» 10-5-2009.