Αυτεπάγγελτος έλεγχος της συμβατικότητας

ΣτΕ 1386/2010 Τμ. Α΄

Αυτεπάγγελτος έλεγχος της συμβατικότητας

Προεδρεύων: Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Σύμβουλος

Εισηγητής: Σπ. Μαρκάτης, Σύμβουλος

[…]
5. Επειδή, περαιτέρω, το π.δ. 341/1978 (Α΄ 71) ορίζει στο μεν άρθρο 53 ότι «1. Το δικαστήριον κρίνει περί του κύρους της διοικητικής πράξεως κατά τον νόμον και την ουσίαν. 2. Λόγοι ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως είναι: α) αναρμοδιότης της εκδούσης την πράξιν διοικητικής αρχής, β) παράβασις ουσιώδους τύπου διατεταγμένου περί την ενέργειαν της πράξεως, γ) παράβασις κατ’ ουσίαν διατάξεώς τινός του νόμου, δ) εσφαλμένη ουσιαστική εκτίμησις περί της συνδρομής ή μη πραγματικών περιστατικών, ε) κακή χρήσις της διακριτικής εξουσίας της διοικήσεως και στ) κατάχρησις εξουσίας, οσάκις πράξις τις της διοικήσεως φέρει μεν καθ’ εαυτήν πάντα τα στοιχεία της νομιμότητος, γίνεται όμως προς σκοπόν καταδήλως άλλον παρά τον δι’ ον ενομοθετήθη», στο δε άρθρο 54 ότι «1. Συντρέχοντος λόγου ακυρώσεως, το δικαστήριον επί μεν προσφυγής ακυροί ή τροποποιεί την διοικητικήν πράξιν επί δε αγωγής επιδικάζει εις τον ενάγοντα την εκ της παρανόμου πράξεως επελθούσαν εις αυτόν ζημίαν. 2. Το δικαστήριον ενεργεί μόνον κατ’ αίτησιν των διαδίκων και αποφαίνεται εντός των ορίων των υποβαλλομένων εις αυτό αιτήσεων». Εξ άλλου, κατά το άρθρο 30 παρ. 2 του ίδιου π.δ.: «Μετά την άσκηση της προσφυγής ή αγωγής η διεύρυνσις ή επέκτασις του αιτήματος είναι απαράδεκτος». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων και ιδίως αυτών της παραγράφου 2 του άρθρου 54, οι οποίες στοιχούν προς την γενική δικονομική αρχή ότι η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο κατά την έκταση που ζητείται, το διοικητικό δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει εισαχθεί προς εκδίκαση προσφυγή ουσίας: (α) υποχρεούται να περιορίσει την κρίση του εντός του πλαισίου που διαγράφεται από το αίτημα της προσφυγής, μη δυνάμενο να αποφανθεί πέραν των αιτηθέντων, και (β) δεν δύναται να κρίνει επί κεφαλαίου της πράξεως μη αμφισβητηθέντος με την ασκηθείσα προσφυγή, έστω και αν συντρέχει νομική πλημμέλεια της πράξεως ως προς το κεφάλαιο αυτό (πρβλ. ΣτΕ 1245/1980, 1240-1/1980, 794/1980, 792/1980, 4262-4/1977, 2286/1974). Εκ τούτων δε συνάγεται, περαιτέρω, ότι το διοικητικό δικαστήριο δύναται μεν να προβεί και αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο της συνταγματικότητας ή της συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο των διατάξεων, κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, υποχρεούται όμως να περιορίσει τον έλεγχο αυτό επί του κεφαλαίου της πράξεως που αμφισβητήθηκε με την προσφυγή και εντός των ορίων του αιτήματος της τελευταίας. Μειοψήφισε ο Σύμβουλος Ι. Ζόμπολας, ο οποίος διατύπωσε τη γνώμη ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας και της συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο των διατάξεων οι οποίες καλούνται σε εφαρμογή, επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση και χωρίς περιορισμούς.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα εταιρεία έχει ως αντικείμενο εργασιών τη βιομηχανική παραγωγή και την εμπορία χημικών, φαρμακευτικών και καλλυντικών παρασκευασμάτων και προϊόντων. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Ορκωτών Λογιστών στα τηρούμενα από την αναιρεσείουσα βιβλία και στοιχεία διαπιστώθηκε ότι αυτή πραγματοποίησε κατά τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο και Νοέμβριο του έτους 1991, πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων, με βάση τη χονδρική και τη νοσοκομειακή τιμή πωλήσεως, ύψους 27.417.873, 29.556.593, 15.241.659 και 29.822.321 δραχμών αντίστοιχα, χωρίς να καταβάλει στο Τ.Σ.Α.Υ. τις αναλογούσες εισφορές ιατροσήμου, οι οποίες ανέρχονταν, αντιστοίχως, στα ποσά των 1.782.162, 1.921.178, 990.708 και 1.938.451 δραχμών. Επί πλέον, από τον διενεργηθέντα έλεγχο προέκυψε ότι για τις πωλήσεις που πραγματοποίησε η αναιρεσείουσα κατά το μήνα Ιούλιο του ίδιου έτους και οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 56.142.046 δραχμών, κατέβαλε εισφορές ύψους 3.608.866 δραχμών αντί των οφειλόμενων 3.649.223 δραχμών. Κατόπιν αυτού, με την 417/1994 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Α.Υ. επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας εισφορές ιατροσήμου ύψους 6.672.866 δραχμών, καθώς και προσαυξήσεις λόγω υποβολής ανακριβών καταστάσεων, τόκοι και τέλη χαρτοσήμου συνολικού ύψους 11.065.435 δραχμών. Κατά της πράξεως αυτής και της 45705/4854 ατομικής ειδοποιήσεως περί καταβολής του καταλογισθέντος με την εν λόγω πράξη ποσού η αναιρεσείουσα εταιρεία άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία προέβαλε ότι το Τ.Σ.Α.Υ. υπολόγισε τις οφειλόμενες εισφορές ιατροσήμου και τις λοιπές επιβαρύνσεις επί της χονδρικής και όχι επί της νοσοκομειακής τιμής των πωληθέντων φαρμακευτικών προϊόντων. Προέβαλε επίσης ότι κατά τον υπολογισμό της εισφοράς δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι πωλήσεις του κοινοχρήστου παρασκευάσματος «serum». Με την 15772/1996 προδικαστική απόφασή του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της ατομικής ειδοποιήσεως, με την αιτιολογία ότι η τελευταία αυτή πράξη, ως εκδιδόμενη κατά το στάδιο της διοικητικής εκτελέσεως, μπορούσε να προσβληθεί μόνο με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 73 παρ. 1 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Με την ίδια απόφαση και λόγω του γεγονότος ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε προσδιορίσει τις ποσότητες και την αξία των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που είχε πωλήσει προς νοσηλευτικά ιδρύματα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υποχρέωσε την τελευταία να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει αναλυτικά η αξία των πωλήσεων των φαρμακευτικών προϊόντων που είχε πραγματοποιήσει κατά την ένδικη χρονική περίοδο. Σε εκτέλεση της ως άνω αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία (τιμολόγια πωλήσεως και δελτία αποστολής), από τα οποία προέκυπτε ότι είχε πραγματοποιήσει, μεταξύ άλλων, και πωλήσεις φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων προς νοσηλευτικά ιδρύματα, επί των οποίων αναλογούσαν εισφορές ύψους 1.735.351, 1.868.962, 8861.977, 3.512.354 και 1.886.776 δραχμών για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Ιούλιο και Νοέμβριο του έτους 1991, αντίστοιχα. Κατόπιν αυτού, με την 7291/1998 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου η προσφυγή της αναιρεσείουσας έγινε εν μέρει δεκτή. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι το Τ.Σ.Α.Υ. κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων υπολόγισε την εισφορά ιατροσήμου, που αντιστοιχούσε σε τμήμα των πωλήσεων που είχε πραγματοποιήσει η αναιρεσείουσα σε νοσηλευτικά ιδρύματα, επί της χονδρικής και όχι επί της νοσοκομειακής τιμής των πωλούμενων φαρμακευτικών προϊόντων. Με βάση τη διαπίστωση αυτής και το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε κατά τα λοιπά την εν γένει υποχρέωσή της προς καταβολή της εισφοράς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο τροποποίησε την προαναφερθείσα απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Α.Υ. και προσδιόρισε το κεφάλαιο της οφειλομένης από την αναιρεσείουσα εισφοράς στο ποσό των 6.453.066 δραχμών. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση, με την οποία προέβαλε ότι εσφαλμένως δεν αφαιρέθηκε πρωτοδίκως το ποσό της εισφοράς που αναλογούσε στις πωλήσεις του παρασκευάσματος «serum», καθώς και ότι οι προβλέπουσες την επιβολή της εισφοράς διατάξεις ήταν αντίθετες στο κοινοτικό δίκαιο. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η έφεση της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε ως απαραδέκτως ασκηθείσα. Ειδικότερα, το διοικητικό εφετείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωμα εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως μη πρωτοδίκως ηττηθείσα διάδικος, δεδομένου ότι με την τελευταία αυτή απόφαση έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματά της, η δε οφειλόμενη από αυτή εισφορά προσδιορίστηκε στο ποσό που η τελευταία επιδίωξε με την προσφυγή της. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, ο λόγος περί αντιθέσεως των εθνικών διατάξεων που προβλέπουν την επιβολή ιατροσήμου προς το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 92 παρ. 1 της Συνθ. ΕΚ) προβλήθηκε απαραδέκτως το πρώτον κατ’ έφεση, διότι αφορούσε κεφάλαιο το οποίο δεν είχε αμφισβητηθεί πρωτοδίκως.
7. Επειδή, με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδίωξε την ακύρωση της 417/9.6.1994 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Α.Υ., προβάλλοντας ότι μη νομίμως το ποσό της επιβληθείσας σε βάρος της εισφοράς είχε υπολογιστεί επί της χονδρικής τιμής πωλήσεως των φαρμακευτικών προϊόντων και όχι επί της ειδικής νοσοκομειακής τιμής. Περαιτέρω, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε, επιπροσθέτως, προβάλει ότι κατά τον υπολογισμό του ποσού της εισφοράς δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι πωλήσεις του κοινόχρηστου παρασκευάσματος «serum». Από την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν προκύπτει αν έγινε δεκτό το αίτημα, που η αναιρεσείουσα είχε προβάλει, περί αφαιρέσεως των ποσών που αντιστοιχούσαν στις πωλήσεις του παρασκευάσματος «serum», δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν αντιμετωπίσθηκε ειδικώς. Λόγω δε αυτού και δεδομένου ότι με το δικόγραφο της εφέσεώς της η αναιρεσείουσα είχε προβάλει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα δεν αφαίρεσε το ποσό που αντιστοιχούσε στις πωλήσεις του ως άνω παρασκευάσματος, η κρίση του διοικητικού εφετείου ότι με την πρωτόδικη απόφαση έγιναν δεκτά όλα τα αιτήματα που η αναιρεσείουσα είχε προβάλει, η δε οφειλόμενη από αυτήν εισφορά προσδιορίστηκε στο ποσό που αυτή είχε επιδιώξει με την προσφυγή της και ότι, ως εκ τούτου, η αναιρεσείουσα δεν ηττήθηκε στη δίκη του πρώτου βαθμού είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο σχετικό λόγο αναιρέσεως. Καθ’ όσον όμως αφορά την επιβολή της ένδικης εισφοράς επί των πωλήσεων των λοιπών πλην του «serum», παρασκευασμάτων, ορθώς κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι ο λόγος περί αντιθέσεως των εθνικών διατάξεων που προβλέπουν την επιβολή ιατροσήμου προς το άρθρο 92 παρ. 1 της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 87 παρ. 1 Συνθ. ΕΚ) δεν μπορούσε να εξετασθεί το πρώτον κατ’ έφεση και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι αβάσιμα. Τούτο δε, διότι ο λόγος αυτός οδηγούσε στην ακύρωση συνολικώς της πράξεως ελλείψει της κατ’ αρχήν υποχρεώσεως της εταιρείας για την καταβολή της εισφοράς, με τη δε προσφυγή δεν αμφισβητήθηκε η κατ’ αρχήν υποχρέωση της εταιρείας για την καταβολή της ένδικης εισφοράς, αλλά μόνο ο τρόπος υπολογισμού αυτής, και, επομένως, το αντικείμενο της δίκης επί της προσφυγής είχε περιορισθεί στο τελευταίο αυτό ζήτημα και δεν μπορούσε να διευρυνθεί στην κατ’ έφεση δίκη. Αν και κατά τη γνώμη του Συμβούλου Ι. Ζόμπολα, ο προβαλλόμενος λόγος θα έπρεπε να θεωρηθεί βάσιμος, διότι ο δικαστικός έλεγχος της συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο των διατάξεων που προβλέπουν την επιβολή της ένδικης εισφοράς είναι επιβεβλημένος σε κάθε περίπτωση και χωρίς περιορισμούς.
8. Επειδή, κατά τα ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτή και η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί κατά μέρος που αφορά την επιβολή της εισφοράς επί των πωλήσεων του παρασκευάσματος «serum». Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ζητήματος των ορίων ελέγχου από το διοικητικό εφετείο της συμφωνίας προς το κοινοτικό δίκαιο των διατάξεων κατ’ επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβληθείσα με την προσφυγή πράξη, το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, να παραπεμφθεί στην επταμελή σύνθεση αυτού με εισηγητή τον Σύμβουλο Σπ. Μαρκάτη.
Σημείωμα
Για το ζήτημα που τίθεται βλ. αντί άλλων Κ. Γιαννακόπουλου, Ο αυτεπάγγελτος έλεγχος της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων. Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 3195/2000, ΔτΑ 2002, σ. 1175 επ., Αντ. Μανιτάκη, Οι (αυτο)δεσμεύσεις του δικαστή από τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της (αντι)συνταγματικότητας των νόμων, ΤοΣ 2006, σ. 403 επ., με τις εκεί παραπομπές.
Το ενδιαφέρον της απόφασης έγκειται στο ότι εξομοιώνει, ως προς τις δικονομικές προϋποθέσεις του παραδεκτού, τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου και τον έλεγχο της συμβατότητάς του με το κοινοτικό δίκαιο.

Α.Κ.