Προεδρεύων: Κ. Μενουδάκος, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Χρ. Ράμμος, Σύμβουλος
Παρουσίαση της απόφασης
Προβλήθηκε ότι ο χαρακτήρας του ενδίκου βοηθήματος ως αιτήσεως ακυρώσεως και η εκδίκαση της υποθέσεως αυτής από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ακυρωτικό δικαστή, δεν παρέχουν τα εχέγγυα της «δίκαιης δίκης», κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ακυρωτικό δικαστήριο, μπορεί να ελέγξει μόνο πλημμέλειες σχετικές με τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, όχι όμως και την ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την ορθότητα των πραγματικών παραδοχών, βάσει των οποίων η Α.Δ.Α.Ε. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να επιβληθεί το συγκεκριμένο πρόστιμο. Με τον ανωτέρω ισχυρισμό τίθεται το ζήτημα, το οποίο είναι εν πάση περιπτώσει και αυτεπαγγέλτως ερευνητέο από το Δικαστήριο, ως συνδεόμενο με τη δικαιοδοσία αυτού προς εκδίκαση της υποθέσεως, αν η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 3115/03, κατά το μέρος που με αυτήν προβλέπεται ότι αποφάσεις, όπως οι επίδικες, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως και όχι με προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, είναι σύμφωνη προς την υπερτέρου τυπικού κύρους διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Ερμηνεύοντας το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) έχει κρίνει τα εξής: Από την επίμαχη διάταξη προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι καθένας έχει το δικαίωμα, η υπόθεσή του να εξετασθεί από «δικαστήριο», το οποίο πρέπει να λειτουργεί με τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας της αμεροληψίας και της δημοσιότητας, όταν αυτό αποφαίνεται είτε επί των «επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως», είτε «επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Ως «δικαστήριο» δε, κατά την έννοια της επίμαχης διατάξεως, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί, με πλούσια νομολογία, νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο, αποφαίνεται, επί των υπαγομένων στην αρμοδιότητά του υποθέσεων, επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας παγίως και όχι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, η οποία πρέπει να τελεί υπό ορισμένες εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις αυτές συνίστανται, εκτός της αμεροληψίας που πρέπει να έχει με τρόπο θεσμικά κατοχυρωμένο έναντι των διαδίκων το εν λόγω όργανο (τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους), της ανεξαρτησίας του από τη Διοίκηση και τα άλλα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (εγγυήσεις σε ό,τι αφορά ιδίως τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους), του παγίου (και όχι περιστασιακού ή ad hoc χαρακτήρα του), στην εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, στην δεσμευτικότητα των αποφάσεών του και, τέλος, στην θεμελιώδη για την λειτουργία κάθε Δικαστηρίου αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεών του (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α., Β. and Ρ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 36337/97 και 35974/97 της 24.4.2001, σκέψεις 32-41, Μoser κατά Αυστρίας, 12643/02 της 21.9.2006, σκέψεις 89-98, Brugger κατά Αυστρίας, 76293/01, της 26.1.2006, Coorplan-Jenni Gmbh, Hascic κατά Αυστρίας, 10523/02, της 27.7.2006, Martinie κατά Γαλλίας, 58675/00, της 12.4.2000, Gautrin κλπ. κατά Γαλλίας, 38/97, 822/97, 1025-1028/97, της 20.5.1998, Werner κατά Αυστρίας, 138/96, 757/96, 956/96, της 24.11.1997, Diennet κατά Γαλλίας, 18160/91 της 26.9.1995, σκέψη 33, Alatulkkila κατά Φινλανδίας, 33538/96, της 28.7.1995, σκέψη 53, Le Compte, Van Leuven, De Meyere κατά Βελγίου, 6878/75, 7238/75, της 23.6.1981, σκέψη 59, κ.ά.). Η δημοσιότητα αυτή δεν επιτρέπεται να αποκλεισθεί εκ των προτέρων με τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία του «δικαστηρίου» αυτού, συλλήβδην για μία ολόκληρη κατηγορία υποθέσεων (πρβλ. ειδικότερα αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Μoser κατά Αυστρίας, 12643/02 της 21.9.2006, σκέψεις 95 και 97 και Martinie κατά Γαλλίας, 58675/00, της 12.4.2000, σκέψη 40). Τούτο δε, προκειμένου να διατηρείται πάντα η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να ζητήσουν την διεξαγωγή της όλης διαδικασίας δημοσίως, αν το επιθυμούν (πρβλ. ειδικότερα αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Werner κατά Αυστρίας, 138/96, 757/96, 956/96, της 24.11.1997, σκέψεις 48 και 50 και Diennet κατά Γαλλίας, 18160/91 της 26.9.1995, σκέψη 34). Οι διαδικαστικές αυτές εγγυήσεις αποτελούν, λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα αυτών, εφόσον με αυτές επιδιώκεται να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια, απέναντι στην κοινωνία, της Δικαιοσύνης, ουσιώδη στοιχεία της έννοιας της «δίκαιης δίκης» σε μία δημοκρατική κοινωνία, την οποία κατοχυρώνει υπέρ του ατόμου η διάταξη αυτή της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση Η κατά Βελγίου, 8950/80, της 30.11.1987). Περαιτέρω, από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. γίνεται δεκτό, ότι το δικαστήριο αυτό πρέπει να είναι δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, να αποφαίνεται δηλαδή, όχι μόνο επί του νομικού, αλλά και επί του ουσιαστικού μέρους των υποθέσεων, να μπορεί δε ιδίως να προβεί αυτό το ίδιο στην επιμέτρηση του ύψους επιβληθείσης κυρώσεως και να έχει την εξουσία να την μεταρρυθμίσει ή να την μειώσει το ίδιο, χωρίς να είναι υποχρεωμένο, αν διαπιστώσει παρανομία αυτής, να αναπέμψει την όλη υπόθεση, προς νέα σύννομη κρίση, στο επιβάλλον αυτήν όργανο (πρβλ. σχετικώς Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις: Le Compte, Van Leuven, De Meyere κατά Βελγίου, 6878/75, 7238/75, της 23.6.1981, Chevrol κατά Γαλλίας, 49636/99, της 13.2.2003, Silvester’s Horeca κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 25-30, Cosson κατά Γαλλίας, 38498/03, της 18.10.2006, ΕTΤL κατά Αυστρίας, 9273/81, της 23.4.1987, Gradinger κατά Αυστρίας, 33/1994/480/562, της 23.10.1995, Οbermeier κατά Αυστρίας, 11761/85, της 28.6.1990, Diennet κατά Γαλλίας, 18160/91 της 26.9.1995, σκέψη 34, Valico κατά Ιταλίας, 70074/01 της 21.3.2006, κ.ά. –πρβλ. και Σ.τ.Ε. Ολομέλεια 189/2007). Εξ άλλου, από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. γίνεται ακόμη δεκτό, ότι οι διαφορές, που προκύπτουν από την προσβολή, εκ μέρους συγκεκριμένου προσώπου, πράξεως, εκδοθείσης από όργανο, το οποίο, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, είναι διοικητική αρχή (και, επομένως, συνιστούν, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία διοικητικές διαφορές), θεωρούνται ως ισοδυναμούσες με τις δικαστικές διαφορές, αντικείμενο των οποίων είναι η εκδίκαση υποθέσεως ποινικής φύσεως εις βάρος του προσώπου αυτού, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και να πρέπει, συνακόλουθα, και αυτές να εκδικάζονται από «δικαστήριο», παρέχον τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», αν με τις προσβαλλόμενες αυτές διοικητικές πράξεις επιβάλλονται σοβαρές διοικητικές κυρώσεις (όπως είναι π.χ. πρόστιμα μεγάλου ύψους), θεσπισθείσες από την εν λόγω εσωτερική διοικητική νομοθεσία για αποτρεπτικό και κατασταλτικό σκοπό (πρβλ. συναφώς ως προς το ειδικότερο αυτό ζήτημα τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, 35533/04, της 11.1.2007, Γαρυφάλλου κατά Ελλάδας, 18996/01 της 24.9.1997, Lauko κατά Σλοβακίας, 26138/95, της 2.9.1998, Silvester’s Horeca Service κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 22-23, Belilos κατά Ελβετίας,10328/83, της 29.4.1998, Västberga Taxi Aktiebolag and Vulic κατά Σουηδίας, 36985/97, της 21.5.2003, κ.ά.). Επομένως, και στις περιπτώσεις αυτές (δηλ. των διαφορών που προκαλούνται από την προσβολή διοικητικών κυρώσεων) πρέπει το δικαστήριο, που εκδικάζει τις διαφορές αυτές, να παρέχει τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», και, συνεπώς, να είναι δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας. Μπορεί, ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., να κρίνει επί των τελευταίων αυτών διαφορών και δικαστήριο, που δεν εκδικάζει τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές ως δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, αλλά ως ακυρωτικό δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας και μόνο των ενώπιόν του προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, αν το διοικητικό (ή πάντως το μη δικαστικό) όργανο, που εξέδωσε την πράξη, η αμφισβήτηση της οποίας προκάλεσε την δικαστική διαφορά, παρέχει αυτό το ίδιο, ως εκ των όρων της λειτουργίας του, ορισμένες εγγυήσεις, τέτοιες που να επιτρέπουν να μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστήριο» για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Οι εγγυήσεις αυτές είναι ο πάγιος χαρακτήρας του οργάνου αυτού, η αμεροληψία και ανεξαρτησία των μελών του, η εκ μέρους του έκδοση δεσμευτικών για την οικεία έννομη τάξη αποφάσεων, και η δημοσιότητα της ενώπιόν του διαδικασίας, κατά τα, με τρόπο ειδικότερο, εκτεθέντα ανωτέρω (πρβλ. σχετικώς αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Belilos κατά Ελβετίας, 10328/83, της 29.4.1998, σκέψεις 64-67 και 71- 73, ΕTΤL κλπ. κατά Αυστρίας, 9273/81, της 23.4.1987, σκέψεις 42-43, Gradinger κατά Αυστρίας, 33/1994/480/562, της 23.10.1995, σκέψη 42, Silvester’s Horeca Service κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 25, 26 και 27, Βendenoun κατά Γαλλίας, 12547/86, της 24.2.1994, σκέψη 46, Schmautzer κατά Αυστρίας, 15523/89, της 23.10.1995, σκέψη 34, Öztürk κατά Γερμανίας, 8544/79, της 21.2.1984, σκέψη 56, Fischer κατά Aυστρίας, 16922/90, της 26.4.1995, σκέψη 28, Le Compte, Van Leuven και De Meyre κατά Βελγίου, 6878/75, 7238/75, της 23.6.1981, σκέψη 54, Αlbert και Le Compte κατά Βελγίου, 7299/75, 7496/76, της 10.2.1983, σκέψη 29, Αργυρού κλπ. κατά Ελλάδας, 10468/04, της 15.1.2009, σκέψη 24 κ.ά.). Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε αρχικά ότι ο ακυρωτικός έλεγχος δεν καλύπτει τις απαιτήσεις αυτές, που εξασφαλίζουν ότι μία δίκη υπήρξε «δίκαια», κατά την προδιαληφθείσα έννοια, διότι το εν λόγω Δικαστήριο, δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να προβεί αυτό το ίδιο στην επιμέτρηση της ενώπιόν του προσβληθείσης κυρώσεως και να την μεταρρυθμίσει. Ακολούθως, το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα, μήπως μπορεί να θεωρηθεί, ότι η Α.Δ.Α.Ε., παρέχει αυτή η ίδια, ως εκ του τρόπου λειτουργίας αυτής, τις εγγυήσεις «δικαστηρίου», κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Ε.Δ.Δ.Α., έτσι ώστε οι αποφάσεις αυτής, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις να μπορούν παραδεκτώς, από της απόψεως της παροχής των εγγυήσεων της διεξαγωγής μίας «δίκαιης δίκης», να προσβληθούν με ένδικο βοήθημα ενώπιον ακυρωτικού δικαστού, μη έχοντος πλήρη δικαιοδοσία. Για να απαντήσει στο ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο, διερεύνησε το συνταγματικό και νομοθετικό καθεστώς, που διέπει τη συγκρότηση και λειτουργία της Α.Δ.Α.Ε. και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η εν λόγω συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή παρέχει, σε αφηρημένο επίπεδο ισχυόντων κανόνων δικαίου, όλες αυτές τις σχετικές εγγυήσεις, δηλ. της ανεξαρτησίας, αμεροληψίας και της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της. Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, κρίθηκε ειδικότερα, ότι η Α.Δ.Α.Ε. οφείλει, ως εκ της συνταγματικής αρχής της φανεράς δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, να διεξάγει δημόσια τις συνεδριάσεις αυτής, που σχετίζονται με την εκ μέρους της επιβολή κυρώσεων. Μόνο δε τυπικός νόμος, ή ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση θα μπορούσε να επιτρέψει την, κατόπιν ειδικής αποφάσεως της εν λόγω Αρχής και για λόγους αναγόμενους στην προστασία της δημόσιας τάξης, της εθνικής ασφάλειας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής ή της παιδικής ηλικίας, διεξαγωγή της όλης διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών. Μη υπάρχοντος δε τέτοιου νόμου ή τέτοιας νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, μη νομίμως ορίστηκε με τον ισχύοντα Κανονισμό Εσωτερικής Λειτουργίας της Α.Δ.Α.Ε. ότι οι συνεδριάσεις αυτές δεν θα είναι δημόσιες, η δε σχετική αυτή διάταξη είναι, εκ του λόγου τούτου, μη εφαρμοστέα. Επομένως, το συννόμως τεθέν και ισχύον, ως προς το ζήτημα αυτό, δίκαιο, επιβάλλει τη δημόσια διεξαγωγή της ενώπιον της Α.Δ.Α.Ε. διαδικασίας, όταν αυτή αφορά την επιβολή κυρώσεων, και, συνεπώς, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν τηρήθηκε η δημοσιότητα αυτή, διότι εφαρμόστηκε ο μη συννόμως τεθείς, κατά το ζήτημα αυτό, Κανονισμός, οι εγγυήσεις, πάντως, οι οποίες θα επέτρεπαν στην Α.Δ.Α.Ε. να χαρακτηρισθεί ως «δικαστήριο», κατά την προαναφερθείσα ειδική έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., συντρέχουν, με περαιτέρω συνακόλουθη συνέπεια, οι αποφάσεις της ανεξάρτητης αυτής αρχής, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, να μπορούν παραδεκτώς, από της απόψεως της καλύψεως των απαιτήσεων του τελευταίου αυτού άρθρου, να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως. Κατόπιν αυτού, το Σ.τ.Ε. κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο ισχυρισμός ότι ο ακυρωτικός έλεγχος προσκρούει εν προκειμένω στο επίμαχο άρθρο της Ε.Σ.Δ.Α. και άρα το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να δικάσει την υπόθεση αυτή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως, το Δικαστήριο, εκδικάζοντας τις αιτήσεις ακυρώσεως και έχοντας ήδη, κατά τα προεκτεθέντα, διαπιστώσει, ότι η Α.Δ.Α.Ε., κατά τη διαδικασία που απέληξε στην έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων, δεν τήρησε τον ουσιώδη αυτό τύπο της δημοσιότητας της συνεδριάσεως, ακύρωσε, για το λόγο αυτό, τις εν λόγω αποφάσεις.
Πλήρες κείμενο της απόφασης
[…]
3. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, όπως αυτή συμπληρούται με το από 17-3-2008 δικόγραφο πρόσθετων λόγων η αιτούσα εταιρεία, η οποία είναι κάτοχος της υπ’ αριθ. 226/4/6.8.2001 ειδικής άδειας της Eθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) «για την εγκατάσταση, λειτουργία και εκμετάλλευση δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου κινητών επικοινωνιών 2ης γενιάς και την παροχή δημόσιων κινητών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 2ης γενιάς» ως και της υπ’ αρ. πρωτ. 226/2/6.8.2001 ειδικής άδειας της ΕΕΤΤ «για την εγκατάσταση, λειτουργία και εκμετάλλευση δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου κινητών επικοινωνιών 3ης γενιάς και την παροχή δημόσιων κινητών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών 3ης γενιάς», ζητεί την ακύρωση της υπ’ αριθ. 5/(αρ.πρωτ.67/συν 14-12-2006)/12.1.2007 αποφάσεως της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (εφεξής A.Δ.Α.Ε.) με τίτλο «Επιβολή κύρωσης εις βάρος της εταιρείας με την επωνυμία “… Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Τηλεπικοινωνιών”», με την οποία της επιβλήθηκε πρόστιμο συνολικού ύψους 76.000.000 ευρώ για παραβάσεις της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών, καθώς και κάθε άλλης σχετικής πράξης ή παράλειψης της Διοικήσεως. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκαν σε βάρος της αιτούσας οι εξής διοικητικές κυρώσεις: α) πρόστιμο 1.500.000 ευρώ, για «παράλειψη ενημερώσεως της Α.Δ.Α.Ε., κατά παράβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος και των άρθρων 1 και 6 παρ. 1 στοιχ. α΄ και β΄ του Ν. 3115/2003», β) πρόστιμο 1.500.000 ευρώ, για «διακοπή λειτουργίας του παράνομου λογισμικού, κατά παράβαση του Ν. 3115/2003 (άρθρ. 6 παρ. 1 στοιχ. α΄ και δ΄)», γ) πρόστιμο 500.000 ευρώ, για «παραβίαση του απορρήτου χωρίς την τήρηση της διαδικασίας, των όρων και των προϋποθέσεων άρσης αυτού, κατά παράβαση των διατάξεων Ν. 2225/1994, όπως ισχύει, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.7.2002, του άρθρου 370Α Ποιν.Κωδ., του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 2867/2000, καθώς και της γνωμοδότησης υπ’ αρ. 1/2005 της Α.Δ.Α.Ε.», δ) πρόστιμο 1.500.000 ευρώ, για μη «ενημέρωση των συνδρομητών σχετικά με τον υφιστάμενο κίνδυνο ασφαλείας κατά παράβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος, του Ν. 3115/2003 και του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 2867/2000», ε) πρόστιμο 500.000 ευρώ Χ 106 =53.000.000 ευρώ, για «παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών μέσω της παράνομης εισαγωγής παρείσακτου λογισμικού, κατά παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 19 του Συντάγματος, των άρθρων 1 και 11 του Ν. 3115/2003, της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.7.2002, του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν.2867/2000, του άρθρου 370Α ΠΚ , καθώς και της γνωμοδότησης υπ’ αρ. 1/2005 της Α.Δ.Α.Ε. με αριθμό πρωτοκόλλου 893/3.2.2005» και συγκεκριμένα για τις παρακολουθήσεις που φέρεται να έγιναν στα κινητά τηλέφωνα 106 συνδρομητών του δικτύου της αιτούσας, στ) πρόστιμο 1.500.000 ευρώ, για «παράλειψη διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών σε σχέση με το συμβάν της ύπαρξης συναγερμών στα ψηφιακά κέντρα Μ.Ε.Α.Κ.F. (σσ Κηφισός 1) και Μ.Ε.Α.Κ.S. (σσ Κηφισός 2) την 10.8.2004 κατά παράβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος και των άρθρων 9 παρ. 1 του Ν. 2867/2000 και 1 παρ. 1 και 11 του Ν. 3115/2003», ζ) πρόστιμο 1.500.000 ευρώ, για «έλλειψη επαρκών μέτρων ασφαλείας για τη διασφάλιση του απορρήτου της … κατά παράβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος και των άρθρων 9 παρ. 1 του Ν. 2867/2000 και 1 παρ. 1 και 11 του Ν. 3115/2003» και η) πρόστιμο 15.000.000 ευρώ, για «δυσχέρανση του έργου της Α.Δ.Α.Ε. κατά παράβαση του άρθρου 19 του Συντάγματος, 1 παρ. 1, 6 παρ. 1 α και β και 6 παρ. 2 του Ν. 3115/2003, 4στ και 25 παρ. 2 του Ν. 703/1977, 26 παρ. 5 του Ν. 3373/2005». Οι κυρώσεις αυτές επιβλήθηκαν στην αιτούσα για τις παραπάνω πράξεις και παραλείψεις, οι οποίες κρίθηκαν από την Α.Δ.Α.Ε. ότι συνιστούν παραβίαση των υποχρεώσεών της, των απορρεουσών από τη νομοθεσία περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών καθώς και από τη νομοθεσία, που διέπει τις υποχρεώσεις των παρόχων δικτύου κινητής τηλεφωνίας έναντι της Α.Δ.Α.Ε., και οι οποίες σχετίζονται με την υπόθεση της παρακολουθήσεως των συνδιαλέξεων των χρηστών της και της υποκλοπής του περιεχομένου τους κατά την χρονική περίοδο 2004-2005, που έγιναν δημοσίως γνωστές στις 2.2.2006.
[…]
6. Επειδή, στο μεν άρθρο 11 του ν. 3115/03 («Αρχή διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών» – Α΄ 47), με τον τίτλο «διοικητικές κυρώσεις» ορίζεται ότι «σε περίπτωση παραβάσεως της κείμενης νομοθεσίας, σε σχέση με το απόρρητο των επικοινωνιών ή τους όρους και τις διαδικασίες άρσης αυτού, η Α.Δ.Α.Ε. δύναται, με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της και ύστερα από προηγούμενη κλήση για παροχή εξηγήσεων των ενδιαφερομένων, να επιβάλει στο υπαίτιο νομικό ή φυσικό πρόσωπο μία ή περισσότερες από τις παρακάτω κυρώσεις: α. σύσταση για συμμόρφωση σε συγκεκριμένη διάταξη της νομοθεσίας με προειδοποίηση επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση υποτροπής, β. πρόστιμο από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες (1.500.000) ευρώ», στο δε άρθρο 6 παρ. 4 του ίδιου νόμου ότι «κατά των εκτελεστών αποφάσεων της Α.Δ.Α.Ε. μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα και τη νομοθεσία διοικητικές προσφυγές. Ένδικα βοηθήματα κατά των αποφάσεων της Α.Δ.Α.Ε. μπορεί να ασκεί και ο Υπουργός Δικαιοσύνης». Επί τη βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως της Α.Δ.Α.Ε. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.
7. Επειδή, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως στις 16.2.2007, δημοσιεύθηκε ο νόμος 3674/2008 («Ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και άλλες διατάξεις» – ΦΕΚ 136 Α΄/10.7.2008). Με τις διατάξεις του νόμου αυτού δεν τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του ν. 3115/2003, περί της Α.Δ.Α.Ε., με βάση τις οποίες επιβλήθηκε στην αιτούσα το επίδικο πρόστιμο, αλλά ελήφθησαν πρόσθετα μέτρα για τη διασφάλιση του απορρήτου της επικοινωνίας. Στο άρθρο 11 αυτού, με τίτλο «διοικητικές κυρώσεις» ορίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Όταν παραβιάζεται υποχρέωση που προβλέπεται στα άρθρα 2 έως 8 ή τελείται πράξη από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος νόμου από τον πάροχο υπηρεσιών τηλεφωνίας ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του, μέλος της διοίκησης, τον υπεύθυνο διασφάλισης του απορρήτου, εργαζόμενο ή συνεργάτη του παρόχου, επιβάλλεται για κάθε παράβαση στον πάροχο, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας και την περίπτωση υποτροπής, μία από τις παρακάτω κυρώσεις: α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια της τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης, β) πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ, γ) αναστολή από ένα μήνα έως ένα έτος ή οριστική ανάκληση του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών τηλεφωνίας. 2. Οι κυρώσεις της σύστασης και του προστίμου επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της ΑΔΑΕ ύστερα από προηγούμενη κλήση του ενδιαφερομένου για παροχή εξηγήσεων… 3. Οι αποφάσεις που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Για την άσκηση και εκδίκαση της προσφυγής εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου επιτρέπεται αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Τέλος, στο άρθρο 17 του εν λόγω νόμου ορίστηκε ότι η ισχύς του αρχίζει την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατά την έννοια της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του εν λόγω νόμου, μπορούν, σύμφωνα με τη ρητή, σαφή και αδιάστικτη διατύπωση της, να προσβληθούν ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών με προσφυγή (πλήρους δικαιοδοσίας) μόνο οι αποφάσεις της Α.Δ.Α.Ε., με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις οι προβλεπόμενες από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου κυρώσεις, δηλ. μόνον οι κυρώσεις οι οποίες επιβάλλονται σε παρόχους υπηρεσιών τηλεφωνίας (ή άλλα πρόσωπα που τους εκπροσωπούν ή είναι υπεύθυνα για την διασφάλιση του απορρήτου για λογαριασμό του) για τις παραβιάσεις των υποχρεώσεών τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συγκεκριμένες διατάξεις του νόμου αυτού, οι οποίες απαριθμούνται στην παρ. 1 του άρθρου 11. Για τον λόγο, άλλωστε, αυτό ο νόμος αυτός δεν περιέλαβε, ούτε και μπορούσε, εξ άλλου, να περιλάβει ρήτρα για τη δικονομική τύχη τυχόν εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν κυρώσεις επιβληθείσες κατ’ εφαρμογή του ν. 3115/2003, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η έναρξη ισχύος της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 3674/2008 περί της αρμοδιότητας του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών να δικάζει προσφυγές κατά των αποφάσεων περί επιβολής κυρώσεων συμπίπτει με την έναρξη ισχύος των ουσιαστικών διατάξεων του ίδιου νόμου, που επιβάλλουν τις σχετικές υποχρεώσεις και προβλέπουν τις αντίστοιχες κυρώσεις και, συνεπώς, εκκρεμείς υποθέσεις σε σχέση με την εφαρμογή του νεοτέρου αυτού νόμου δεν νοούνται. Επομένως, η δικονομική διάταξη της παρ. 3 του άρθρου αυτού δεν μπορεί να εφαρμοστεί επί εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων, που στρέφονται κατά αποφάσεων εκδοθεισών από την εν λόγω Αρχή, υπό το προϊσχύσαν του ν. 3674/2008 καθεστώς, δηλαδή κατά αποφάσεων, εκδοθεισών, όπως και η προσβαλλόμενη, επί τη βάσει των διατάξεων του ν. 3115/2003, οι οποίες παρατέθηκαν στην σκέψη 6, και οι οποίες αναφέρονται σε κυρώσεις επιβαλλόμενες γενικώς σε οποιονδήποτε (και όχι μόνο στους παρόχους υπηρεσιών τηλεφωνίας, όπως προβλέπει ο νεότερος νόμος 3674/2008) για παραβιάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας περί προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών. Ενόψει αυτών, το κρινόμενο ένδικο μέσο ορθώς ασκήθηκε ως αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας βάσει των ως άνω διατάξεων του ν. 3115/2003 και, συνεπώς, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής του στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 παρ. 3 του ν. 3674/2008. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας, και η Πάρεδρος Β. Πλαπούτα, οι οποίοι υποστήριξαν την γνώμη, η οποία παρατίθεται κατωτέρω στην σκέψη 18.
8. Επειδή, με το από 12.1.2009 υπόμνημα της αιτούσης εταιρείας, κατατεθέν εντός της προθεσμίας της δοθείσης από τον Προεδρεύσαντα Αντιπρόεδρο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, προβάλλεται, κατ’ ανάπτυξη ισχυρισμού ο οποίος είχε προβληθεί και προφορικά, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, από την αιτούσα ότι ο χαρακτήρας του υπό κρίση ενδίκου βοηθήματος ως αιτήσεως ακυρώσεως και η εκδίκαση της υποθέσεως αυτής από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ακυρωτικό δικαστή, δεν παρέχουν τα εχέγγυα της «δίκαιης δίκης», κατά το προαναφερθέν άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., διότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, ως ακυρωτικό δικαστήριο, μπορεί να ελέγξει μόνο πλημμέλειες σχετικές με τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, όχι όμως και την ουσιαστική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και την ορθότητα των πραγματικών παραδοχών, επί τη βάσει των οποίων η Α.Δ.Α.Ε. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να επιβληθεί το συγκεκριμένο πρόστιμο στην αιτούσα. Επί του ισχυρισμού αυτού και του ζητήματος, το οποίο τίθεται με αυτόν, έχει λάβει θέση και η καθ’ ης η παρούσα αίτηση Αρχή, διατυπώνοντας την άποψη, ότι η υπό κρίση διαφορά είναι ακυρωτική και εισήχθη αρμοδίως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. σελ. 6 του από 12.1.2009 υπομνήματος της Α.Δ.Α.Ε., ομοίως κατατεθέντος εντός της προθεσμίας της δοθείσης από τον Προεδρεύσαντα Αντιπρόεδρο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως). Με τον ανωτέρω ισχυρισμό τίθεται το ζήτημα, το οποίο είναι εν πάση περιπτώσει και αυτεπαγγέλτως ερευνητέο από το Δικαστήριο, ως συνδεόμενο με τη δικαιοδοσία αυτού προς εκδίκαση της υποθέσεως, αν η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 3115/03, κατά το μέρος που με αυτήν προβλέπεται ότι αποφάσεις, όπως η καθ’ ης η υπό κρίση αίτηση, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως και όχι με προσφυγή πλήρους δικαιοδοσίας, είναι σύμφωνη προς την υπερτέρου τυπικού κύρους διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.
9. Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α. – Ν.Δ. 53/1974 – «Σύμβαση της Ρώμης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων» – 256 Α΄) που θεσπίζει το ατομικό δικαίωμα σε δικαστική προστασία σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης («αρχή της δίκαιης δίκης»), ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημόσια, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και εις το κοινόν καθ’ όλην την διάρκειαν ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας, εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται εκ των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή, εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίω μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης». Ερμηνεύοντας την διάταξη αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Ε.Δ.Δ.Α.) έχει κρίνει τα εξής: Από την επίμαχη διάταξη προκύπτει, κατ’ αρχάς, ότι καθένας έχει το δικαίωμα, η υπόθεσή του να εξετασθεί από «δικαστήριο», το οποίο πρέπει να λειτουργεί με τις εγγυήσεις της ανεξαρτησίας της αμεροληψίας και της δημοσιότητας, όταν αυτό αποφαίνεται είτε επί των «επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως», είτε «επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως». Ως «δικαστήριο» δε, κατά την έννοια της επίμαχης διατάξεως, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί, με πλούσια νομολογία, νοείται το όργανο εκείνο, το οποίο, αποφαίνεται, επί των υπαγομένων στην αρμοδιότητά του υποθέσεων, επί τη βάσει της κειμένης νομοθεσίας παγίως και όχι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και μετά την τήρηση ορισμένης διαδικασίας, η οποία πρέπει να τελεί υπό ορισμένες εγγυήσεις. Οι εγγυήσεις αυτές συνίστανται, εκτός της αμεροληψίας που πρέπει να έχει με τρόπο θεσμικά κατοχυρωμένο έναντι των διαδίκων το εν λόγω όργανο (τήρηση ίσων αποστάσεων από τους διαδίκους), της ανεξαρτησίας του από τη Διοίκηση και τα άλλα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας (εγγυήσεις σε ό,τι αφορά ιδίως τη σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, τη διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους), του παγίου (και όχι περιστασιακού ή ad hoc χαρακτήρα του), στην εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή κανόνων δικαίου, στην δεσμευτικότητα των αποφάσεών του και, τέλος, στην θεμελιώδη για την λειτουργία κάθε Δικαστηρίου αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεών του (πρβλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α., Β. and Ρ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, 36337/97 και 35974/97 της 24.4.2001, σκέψεις 32-41, Μoser κατά Αυστρίας, 12643/02 της 21.9.2006, σκέψεις 89-98, Brugger κατά Αυστρίας, 76293/01, της 26.1.2006, Coorplan-Jenni Gmbh, Hascic κατά Αυστρίας, 10523/02, της 27.7.2006, Martinie κατά Γαλλίας, 58675/00, της 12.4.2000, Gautrin κλπ. κατά Γαλλίας, 38/97, 822/97, 1025-1028/97, της 20.5.1998, Werner κατά Αυστρίας, 138/96, 757/96, 956/96, της 24.11.1997, Diennet κατά Γαλλίας, 18160/91 της 26.9.1995, σκέψη 33, Alatulkkila κατά Φινλανδίας, 33538/96, της 28.7.1995, σκέψη 53, Le Compte, Van Leuven, De Meyere κατά Βελγίου, 6878/75, 7238/75, της 23.6.1981, σκέψη 59, κ.ά.). Η δημοσιότητα αυτή δεν επιτρέπεται να αποκλεισθεί εκ των προτέρων με τους κανόνες που διέπουν την λειτουργία του «δικαστηρίου» αυτού, συλλήβδην για μία ολόκληρη κατηγορία υποθέσεων (πρβλ. ειδικότερα αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Μoser κατά Αυστρίας, 12643/02 της 21.9.2006, σκέψεις 95 και 97 και Martinie κατά Γαλλίας, 58675/00, της 12.4.2000, σκέψη 40). Τούτο δε, προκειμένου να διατηρείται πάντα η δυνατότητα στους ενδιαφερόμενους να ζητήσουν την διεξαγωγή της όλης διαδικασίας δημοσίως, αν το επιθυμούν (πρβλ. ειδικότερα αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Werner κατά Αυστρίας, 138/96, 757/96, 956/96, της 24.11.1997, σκέψεις 48 και 50 και Diennet κατά Γαλλίας, 18160/91 της 26.9.1995, σκέψη 34). Οι διαδικαστικές αυτές εγγυήσεις αποτελούν, λόγω του θεμελιώδους χαρακτήρα αυτών, εφόσον με αυτές επιδιώκεται να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια, απέναντι στην κοινωνία, της Δικαιοσύνης, ουσιώδη στοιχεία της έννοιας της «δίκαιης δίκης» σε μία δημοκρατική κοινωνία, την οποία κατοχυρώνει υπέρ του ατόμου η διάταξη αυτή της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση Η κατά Βελγίου, 8950/80, της 30.11.1987). Περαιτέρω, από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. γίνεται δεκτό, ότι το δικαστήριο αυτό πρέπει να είναι δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, να αποφαίνεται δηλαδή, όχι μόνο επί του νομικού, αλλά και επί του ουσιαστικού μέρους των υποθέσεων, να μπορεί δε ιδίως να προβεί αυτό το ίδιο στην επιμέτρηση του ύψους επιβληθείσης κυρώσεως και να έχει την εξουσία να την μεταρρυθμίσει ή να την μειώσει το ίδιο, χωρίς να είναι υποχρεωμένο, αν διαπιστώσει παρανομία αυτής, να αναπέμψει την όλη υπόθεση, προς νέα σύννομη κρίση, στο επιβαλόν αυτήν όργανο. Πρβλ. σχετικώς Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις: Le Compte, Van Leuven, De Meyere κατά Βελγίου, 6878/75, 7238/75, της 23.6.1981, Chevrol κατά Γαλλίας, 49636/99, της 13.2.2003, Silvester’s Horeca κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 25-30, Cosson κατά Γαλλίας, 38498/03, της 18.10.2006, ΕTΤL κατά Αυστρίας, 9273/81, της 23.4.1987, Gradinger κατά Αυστρίας, 33/1994/480/562, της 23.10.1995, Οbermeier κατά Αυστρίας, 11761/85, της 28.6.1990, Diennet κατά Γαλλίας, 18160/91 της 26.9.1995, σκέψη 34, Valico κατά Ιταλίας, 70074/01 της 21.3.2006, κ.ά. –πρβλ. και ΣΕ Ολομέλεια 189/2007. Εξ άλλου, από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. γίνεται ακόμη δεκτό, ότι οι διαφορές, που προκύπτουν από την προσβολή, εκ μέρους συγκεκριμένου προσώπου, πράξεως, εκδοθείσης από όργανο, το οποίο, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, είναι διοικητική αρχή (και, επομένως, συνιστούν, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία διοικητικές διαφορές), θεωρούνται ως ισοδυναμούσες με τις δικαστικές διαφορές, αντικείμενο των οποίων είναι η εκδίκαση υποθέσεως ποινικής φύσεως εις βάρος του προσώπου αυτού, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και να πρέπει, συνακόλουθα, και αυτές να εκδικάζονται από «δικαστήριο», παρέχον τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», αν με τις προσβαλλόμενες αυτές διοικητικές πράξεις επιβάλλονται σοβαρές διοικητικές κυρώσεις (όπως είναι π.χ. πρόστιμα μεγάλου ύψους), θεσπισθείσες από την εν λόγω εσωτερική διοικητική νομοθεσία για αποτρεπτικό και κατασταλτικό σκοπό (πρβλ. συναφώς ως προς το ειδικότερο αυτό ζήτημα τις αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Μαμιδάκης κατά Ελλάδας, 35533/04, της 11.1.2007, Γαρυφάλλου κατά Ελλάδας, 18996/01 της 24.9.1997, Lauko κατά Σλοβακίας, 26138/95, της 2.9.1998, Silvester’s Horeca Service κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 22-23, Belilos κατά Ελβετίας,10328/83, της 29.4.1998, Västberga Taxi Aktiebolag and Vulic κατά Σουηδίας, 36985/97, της 21.5.2003, κ.ά.). Επομένως, και στις περιπτώσεις αυτές (δηλ. των διαφορών που προκαλούνται από την προσβολή διοικητικών κυρώσεων) πρέπει το δικαστήριο, που εκδικάζει τις διαφορές αυτές, να παρέχει τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», και, συνεπώς, να είναι δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας. Μπορεί, ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., να κρίνει επί των τελευταίων αυτών διαφορών και δικαστήριο, που δεν εκδικάζει τις ενώπιόν του αγόμενες διαφορές ως δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, αλλά ως ακυρωτικό δικαστήριο ελέγχου της νομιμότητας και μόνο των ενώπιόν του προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, αν το διοικητικό (ή πάντως το μη δικαστικό) όργανο, που εξέδωσε την πράξη, η αμφισβήτηση της οποίας προκάλεσε την δικαστική διαφορά, παρέχει αυτό το ίδιο, ως εκ των όρων της λειτουργίας του, ορισμένες εγγυήσεις, τέτοιες που να επιτρέπουν να μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστήριο» για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Οι εγγυήσεις αυτές είναι ο πάγιος χαρακτήρας του οργάνου αυτού, η αμεροληψία και ανεξαρτησία των μελών του, η εκ μέρους του έκδοση δεσμευτικών για την οικεία έννομη τάξη αποφάσεων, και η δημοσιότητα της ενώπιόν του διαδικασίας, κατά τα, με τρόπο ειδικότερο, εκτεθέντα ανωτέρω (πρβλ. σχετικώς αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. Belilos κατά Ελβετίας, 10328/83, της 29.4.1998, σκέψεις 64-67 και 71-73, ΕTΤL κλπ. κατά Αυστρίας, 9273/81, της 23.4.1987, σκέψεις 42-43, Gradinger κατά Αυστρίας, 33/1994/480/562, της 23.10.1995, σκέψη 42, Silvester’s Horeca Service κατά Βελγίου, 47650/99, της 4.3.2004, σκέψεις 25, 26 και 27, Βendenoun κατά Γαλλίας, 12547/86, της 24.2.1994, σκέψη 46, Schmautzer κατά Αυστρίας, 15523/89, της 23.10.1995, σκέψη 34, Öztürk κατά Γερμανίας, 8544/79, της 21.2.1984, σκέψη 56, Fischer κατά Aυστρίας, 16922/90, της 26.4.1995, σκέψη 28, Le Compte, Van Leuven και De Meyre κατά Βελγίου, 6878/75, 7238/75, της 23.6.1981, σκέψη 54, Αlbert και Le Compte κατά Βελγίου, 7299/75, 7496/76, της 10.2.1983, σκέψη 29, Αργυρού κλπ. κατά Ελλάδας, 10468/04, της 15.1.2009, σκέψη 24 κ.ά.).
10. Επειδή, η δικαστική αμφισβήτηση της προσβαλλόμενης πράξεως, που αφορά την επιβολή προστίμου ύψους 76.000.000 ευρώ στην αιτούσα, επί τη βάσει της προπαρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 11 του ν. 3115/2003, η οποία αποσκοπεί στην αποτροπή και στην καταστολή των παραβιάσεων των υποχρεώσεων των απορρεουσών από τη νομοθεσία την σχετική με την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, γεννά δίκη σχετική με «ποινική εις βάρος της κατηγορία», κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ. Εμπίπτει, συνεπώς, στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και, επομένως, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο ισχυρισμός της αιτούσας (περί παραβιάσεως των αρχών της «δίκαιης δίκης» που παρατίθεται στην σκέψη 8) είναι απαραίτητο να εξετασθεί προηγουμένως το νομικό ζήτημα, αν η παρούσα, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακυρωτική δίκη παρέχει τα εχέγγυα της «δίκαιης δίκης» και το οποίο, περαιτέρω, συνδέεται, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην σκέψη 9 με το ζήτημα αν η Α.Δ.Α.Ε. παρέχει, ως εκ του τρόπου συγκροτήσεως και λειτουργίας της, τις εγγυήσεις δικαστηρίου κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Επί της ανάγκης διερευνήσεως των ζητημάτων αυτών μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Ν. Σκλίας, Α. Συγγούνα, Α. Ράντος, Φ. Ντζίμας και Β. Καλατζή και ο Πάρεδρος Η. Μάζος, οι οποίοι διετύπωσαν επί του συγκεκριμένου αυτού ζητήματος την γνώμη, η οποία παρατίθεται, κατωτέρω, στα πλαίσια της σκέψεως 19.
11. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 και 3, 66 παρ. 1, 93 παρ. 2 του Συντάγματος, συνάγεται η γενικότερη αρχής της φανεράς δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, (πρβλ. ΣτΕ 2386/1970 Ολομ., 2683/1973 Ολομ., 2233/1999 Ολομ., κ.ά.).
12. Επειδή, στο άρθρο 19 του Συντάγματος ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, την λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1. 3…». Εξ άλλου, στο άρθρο 101Α του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Όπου από το Σύνταγμα προβλέπεται η συγκρότηση και η λειτουργία ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη της διορίζονται με ορισμένη θητεία και διέπονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, όπως νόμος ορίζει. 2. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την επιλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση του επιστημονικού και λοιπού προσωπικού της υπηρεσίας που οργανώνεται για την υποστήριξη της λειτουργίας κάθε ανεξάρτητης αρχής. Τα πρόσωπα που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές πρέπει να έχουν τα ανάλογα προσόντα, όπως νόμος ορίζει. Η επιλογή τους γίνεται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Τα σχετικά με την διαδικασία επιλογής ορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής. 3. Με τον Κανονισμό της Βουλής ρυθμίζονται όσα αφορούν την σχέση των ανεξαρτήτων αρχών με την Βουλή και ο τρόπος άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου».
13. Επειδή, με την προαναφερθείσα παρ. 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος προβλέφθηκε ως θεσμική εγγύηση για την διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών η σύσταση ειδικής ανεξάρτητης αρχής. Η θεσμική αυτή εγγύηση πρέπει να παρέχεται, κατά το Σύνταγμα, από ανεξάρτητη αρχή, η οποία οφείλει, λόγω, ακριβώς, του πρωταρχικού και σύμφυτου σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα χαρακτήρα των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών που καλείται να προστατεύσει, να έχει όλες τις απαραίτητες για τον σκοπό αυτό εγγυήσεις ανεξαρτησίας (προσωπικής και λειτουργικής) και αμεροληψίας των μελών της καθώς και της μέγιστης δυνατής διαφάνειας κατά την λειτουργία της [Πρβλ. συναφώς και εισήγηση του Γενικού Εισηγητή της Πλειοψηφίας κατά τη διάρκεια των συζητήσεων της Βουλής επί της συνταγματικής αναθεωρήσεως του έτους 2001, με την οποία εισήχθη στο Σύνταγμα η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 101 Α, στην οποία –εισήγηση– γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την ανάγκη να λειτουργήσουν οι αρχές αυτές με διαφάνεια, με πλήρη αιτιολόγηση των αποφάσεών τους και, άρα, με μια διαδικασία, η οποία θα είναι μία «οιονεί δικαστική διαδικασία» (Πρακτικά Βουλής, συνεδρίαση ΛΘ΄ 24-10-2000, σελ. 43)]. Για την εξασφάλιση δε της διαφάνειας αυτής η αναφερθείσα, σε προηγούμενη σκέψη, γενικότερη αρχή της φανεράς δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, εφαρμοζόμενη ειδικότερα στον τρόπο λειτουργίας των συνταγματικά προβλεπομένων και κατοχυρωμένων ανεξαρτήτων αρχών, οι οποίες κατέχουν μία ιδιότυπη θέση στο κλασικό τριμερές σχήμα της διακρίσεως των εξουσιών, με την έννοια ότι, αν και είναι, κατ’ αρχήν διοικητικές αρχές, εν ευρεία εννοία, και εκδίδουν διοικητικές πράξεις, πάντως δεν εντάσσονται στην δομή της εν στενή εννοία Δημοσίας Διοικήσεως, εφόσον δεν υπόκεινται σε διοικητικό έλεγχο (αλλά μόνο κοινοβουλευτικό και δικαστικό), επιβάλλει οι αποφάσεις αυτών, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις εις βάρος διοικουμένων, να εκδίδονται ύστερα από προηγηθείσα δημόσια συνεδρίαση, στην οποία θα είναι ελεύθερη η είσοδος στο κοινό, να είναι δε το κείμενό τους προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη. Απόκλιση από την αρχή αυτή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων επιτρέπεται από το Σύνταγμα μόνο επί τη βάσει ειδικής διατάξεως τυπικού νόμου, ή κανονιστικής πράξεως ερειδόμενης σε ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, με την οποία θα καθορίζονται οι περιπτώσεις, στις οποίες είναι επιτρεπτό, για συγκεκριμένους λόγους, αναγόμενους στην προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της εθνικής άμυνας του ιδιωτικού βίου και των συμφερόντων των ανηλίκων, όπως η προστασία αυτή νοείται σε μία σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, να διατάσσεται, με αιτιολογημένη απόφαση της οικείας αρχής, η διεξαγωγή σε συγκεκριμένη υπόθεση της όλης διαδικασία, ή και μέρους αυτής, κεκλεισμένων των θυρών. Από το γεγονός, εξ άλλου, ότι ειδικά η Α.Δ.Α.Ε., επί τη βάσει της προαναφερθείσης συνταγματικής επιταγής (άρθρο 19 παρ. 2 του Συντ.), έχει, μεταξύ άλλων, και την αρμοδιότητα να επιβάλλει κυρώσεις σε περιπτώσεις, που έχουν σχέση με την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, δεν συνάγεται βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να θεσπίσει ειδικώς για την Α.Δ.Α.Ε απόκλιση από τους ανωτέρω κανόνες λειτουργίας και να αποκλείσει σε κάθε περίπτωση την δημοσιότητα κατά την συζήτηση των σχετικών υποθέσεων. Και τούτο διότι οι υποθέσεις, οι οποίες ανήκουν στην αρμοδιότητα της Α.Δ.Α.Ε., δεν έχουν εξ ορισμού ούτε αυτοδικαίως τέτοια σχέση με την δημόσια ασφάλεια και εθνική άμυνα της χώρας, ή την ιδιωτική ζωή των προσώπων, ώστε οι συνεδριάσεις της να πρέπει όλες, εκ των προτέρων και εξ ορισμού να λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών, για την προστασία των εν λόγω αγαθών, ούτε εξ άλλου η διερεύνηση των υποθέσεων αυτών οδηγεί αναγκαίως σε δημόσια αποκάλυψη κρατικών απορρήτων πληροφοριών ή πληροφοριών αναφερομένων στην ιδιωτική ζωή συγκεκριμένων ατόμων. Εξ άλλου, αν, σε υπόθεση ενώπιον της ΑΔΑΕ, η οποία αφορά τον πειθαρχικό έλεγχο παραβάτου του απορρήτου των επικοινωνιών, συντρέχει λόγος που, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, επιβάλλει να αποκλεισθεί η δημοσιότητα, όπως στην περίπτωση, κατά την οποία καθίσταται αναγκαίο να αναγνωσθεί το περιεχόμενο ιδιωτικών συνομιλιών κρατικών λειτουργών ή απλών πολιτών, οι οποίες υπεκλάπησαν, ακόμη και αν ο λόγος αυτός ανακύψει μετά την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, η εν λόγω Αρχή πάντα διατηρεί την εξουσία να διατάξει συγκεκριμένη συνεδρίαση (ή συγκεκριμένες συνεδριάσεις) να λάβει (να λάβουν) χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Τέλος, ούτε το γεγονός ότι οι υποθέσεις, οι οποίες άγονται προς κρίση ενώπιον της Α.Δ.Α.Ε., σχετίζονται συχνά, λόγω των συγχρόνων ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, με ζητήματα τεχνικής φύσεως, μπορεί να θεωρηθεί ως λόγος που καθιστά επιτρεπτή κατά το Σύνταγμα την θέσπιση ως γενικού κανόνα της κεκλεισμένων των θυρών διεξαγωγής της όλης διαδικασίας.
14. Eπειδή, με τον ανωτέρω νόμο 3115/2003 συνεστήθη σύμφωνα με την προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του Συντάγματος ανεξάρτητη αρχή με την επωνυμία Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), που απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας, ορίστηκε δε, ότι σκοπός της είναι η προστασία του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (άρθρο 1). Στο άρθρο 2 ορίστηκαν τα της συγκρότησης της εν λόγω αρχής, και προβλέφθηκε ειδικότερα ότι τα πρόσωπα που επιλέγονται ως μέλη της πρέπει να τυγχάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στο νομικό τομέα ή στον τεχνικό τομέα των επικοινωνιών. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 καθορίσθηκαν τα κωλύματα και τα ασυμβίβαστα των μελών της Α.Δ.Α.Ε. Ακολούθως, στο άρθρο 6, με τίτλο «αρμοδιότητες της Α.Δ.Α.Ε.» ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι «1. Η Α.Δ.Α.Ε., για την εκπλήρωση της αποστολής της, έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α)…ια) Εκδίδει τον κανονισμό εσωτερικής λειτουργίας της, ο οποίος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας πρέπει να είναι σύμφωνος με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας». Τέλος, στο άρθρο 7 ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η δράση της Α.Δ.Α.Ε. διέπεται από τις αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας (παρ. 1) και ότι οι αποφάσεις της Α.Δ.Α.Ε. μπορούν να ανακοινώνονται δημοσίως, εκτός αν αφορούν την εθνική άμυνα ή τη δημόσια ασφάλεια (παρ. 3). Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 3115/2003 προκύπτει ότι, ούτε ο ίδιος ο νομοθέτης προέβλεψε, ούτε χορήγησε στην Α.Δ.Α.Ε. σχετική εξουσιοδότηση να θεσπίσει απαγόρευση της δημοσιότητας των συνεδριάσεών της, η οποία επιτάσσεται από το Σύνταγμα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην σκέψη 13.
15. Επειδή, κατ’ επίκληση της ως άνω διατάξεως, εκδόθηκε ο «Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.)» (απόφαση Α.Δ.Α.Ε. 44/29-6-2003/ ΦΕΚ Β΄ 1642, ως έχει τροποποιηθεί με την υπ΄ αριθμ. 886/29-6-2006/ΦΕΚ Β΄ 963 απόφαση της αυτής Αρχής). Στο άρθρο 6 αυτού, με τον τίτλο «συνεδριάσεις της Αρχής» ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι συνεδριάσεις δεν είναι δημόσιες. Η ρύθμιση, όμως, αυτή του εν λόγω Κανονισμού, ο οποίος αποτελεί διοικητική πράξη κανονιστικού χαρακτήρα, η οποία είναι ελεγκτή παρεμπιπτόντως, ως προς το κύρος αυτής, από τον ακυρωτικό δικαστή, κείται εκτός των ορίων της χορηγηθείσης από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 περ. ια΄ του ν. 3115/2003 εξουσιοδοτήσεως, διότι θεσπίζει απαγόρευση της δημοσιότητας των συνεδριάσεων της Α.Δ.Α.Ε., ενώ, κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, για ορισμένους μόνο λόγους, και ύστερα από ειδικά αιτιολογημένη κρίση της Αρχής μπορεί να αποφασίζεται η κεκλεισμένων των θυρών πραγματοποίηση των συνεδριάσεων. Επομένως, η διάταξη αυτή του Κανονισμού είναι ανίσχυρη και, συνεπώς, μη εφαρμοστέα.
16. Επειδή, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Α.Δ.Α.Ε., σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ν. 3115/2003, που αφορούν την συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία της, παρέχει όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις, έτσι ώστε ο ακυρωτικός έλεγχος των αποφάσεων αυτής από το Συμβούλιο της Επικρατείας να καλύπτει τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης» κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. Και τούτο ανεξάρτητα από το κατά πόσο ο ακυρωτικός έλεγχος, όπως ασκείται από το Συμβούλιο Επικρατείας, μπορεί ή όχι αυτοτελώς να χαρακτηρισθεί ως έλεγχος «πλήρους δικαιοδοσίας» για τις ανάγκες του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί σύμφωνα με την αναλυτικώς παρατεθείσα στην σκέψη 9 νομολογία του ΕΔΔΑ, ενόψει του ότι, στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου, το ΣτΕ δεν έχει την εξουσία να μεταρρυθμίσει πράξη, με την οποία έχει επιβληθεί διοικητική κύρωση, αλλά μόνο να την ακυρώσει. Τούτο δε για τους εξής λόγους: Η Α.Δ.Α.Ε. είναι ανεξάρτητη αρχή, προβλεπόμενη από το ίδιο το Σύνταγμα, τα μέλη της διορίζονται επί θητεία, με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και με επιδίωξη ομοφωνίας ή πάντως με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της Διάσκεψης αυτής και τελούν υπό ιδιαίτερες και αυξημένες εγγυήσεις αμεροληψίας και ανεξαρτησίας, επί τη βάσει των προπαρατεθεισών διατάξεων του ν. 3115/2003. Σε ό,τι, δε, αφορά την δημοσιότητα της ενώπιόν της διαδικασίας, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τον εκδοθέντα σε εκτέλεσή του ν. 3115/2003, η ελληνική έννομη τάξη επιτάσσει η Α.Δ.Α.Ε. (όταν επιβάλλει χρηματικά πρόστιμα εις βάρος διοικουμένων) να διεξάγει δημοσίως τις συνεδριάσεις της και να δημοσιοποιεί τις αποφάσεις της, υπό τους ειδικότερους όρους που έχουν ήδη εκτεθεί πιο πάνω. Εφόσον, επομένως, η Α.Δ.Α.Ε. παρέχει όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις, η υπαγωγή των αποφάσεών της σε ακυρωτικό μόνον δικαστικό έλεγχο δεν παραβιάζει την αρχή της «δίκαιης δίκης», και, κατ’ ακολουθίαν, είναι συμβατή με τις διατάξεις του οικείου άρθρου της Ε.Σ.Δ.Α. η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 4 του ν. 3115/03, που ορίζει, ότι, κατά των εκτελεστών αποφάσεων της Α.Δ.Α.Ε. μπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο παραπάνω ισχυρισμός της αιτούσης εταιρείας περί παραβιάσεως της αρχής της δίκαιης δίκης.
17. Επειδή, περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση, όπως εξετέθη στην προηγούμενη σκέψη, εφαρμόσθηκε ο καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως εκδοθείς Κανονισμός εσωτερικής λειτουργίας της ΑΔΑΕ, ο οποίος προβλέπει ότι οι συνεδριάσεις της Αρχής δεν είναι δημόσιες, με αποτέλεσμα σε όλες τις σχετικές με την υπό κρίση υπόθεση συνεδριάσεις να μην έχει τηρηθεί ο κανόνας της δημοσιότητας αυτών, και συνακόλουθα χωρίς εκ του λόγου τούτου και να έχει δοθεί έστω η δυνατότητα στην αιτούσα να ζητήσει να διεξαχθεί η όλη διαδικασία δημόσια. Με τον τρόπο όμως αυτό, δεν τηρήθηκε, κατά την διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η συνταγματικά επιτασσόμενη δημόσια διεξαγωγή των συνεδριάσεων της Α.Δ.Α.Ε., η οποία κατά τα εκτεθέντα στις σκέψεις 13 και 14, αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας κατά την εκ μέρους της εν λόγω Αρχής επιβολή κυρώσεων. Πρέπει, δε για τον λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, ως αναγόμενο στο κύρος του εφαρμοσθέντος κανόνος δικαίου, που ρυθμίζει τα της εφαρμοστέας ενώπιον της ΑΔΑΕ διαδικασίας, και ως συναρτώμενο επίσης με τον ανωτέρω ισχυρισμό της αιτούσης εταιρείας περί παραβάσεως του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και μη εξαρτώμενο από την εξέταση πραγματικού εφόσον το Δικαστήριο έχει ήδη διαπιστώσει, στο πλαίσιο του εκ μέρους του νομικού ελέγχου του κύρους του ισχύοντος κανόνος δικαίου του διέποντος την λειτουργία της Α.Δ.Α.Ε., ότι ο εφαρμοσθείς απ’ αυτήν Κανονισμός, κατά το μέρος που αποκλείει την δημοσιότητα της λειτουργίας της και στις υποθέσεις επιβολής κυρώσεων, έχει τεθεί μη νομίμως, να ακυρωθεί η, προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση απόφαση της Αρχής αυτής, δεκτής γενομένης της κρινομένης αιτήσεως, ενώ παρέλκει, περαιτέρω, ως αλυσιτελής η έρευνα των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως. Τέλος, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, δεν συντρέχει λόγος εκδόσεως προδικαστικής αναβλητικής αποφάσεως, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω αυτεπαγγέλτως εξετασθέντος λόγου, ο οποίος οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Και τούτο διότι, ανεξάρτητα από το αν η αρχή της αντιμωλίας επιβάλλει, όπως υπολαμβάνει η γνώμη της ελάσσονος μειοψηφίας, που παρατίθεται στην σκέψη 19, ή όχι την έκδοση αναβλητικών αποφάσεων σε κάθε περίπτωση που Δικαστήριο άγεται στην αυτεπάγγελτη υιοθέτηση ενός καθαρά νομικού συλλογισμού, έχοντος επίδραση στην λύση εκκρεμούς ενώπιόν του υποθέσεως και μη συναρτωμένου με προβολή πραγματικού, προκειμένου να λαμβάνουν θέση επ’ αυτού οι διάδικοι, στην προκειμένη πάντως περίπτωση, η κρίση επί του νομικού ζητήματος αν εκ του Συντάγματος επιβάλλεται οι συνεδριάσεις της Α.Δ.Α.Ε. να είναι δημόσιες, με συνέπεια, σε καταφατική περίπτωση ο εφαρμοσθείς Κανονισμός Λειτουργίας αυτής, ο ορίζων το αντίθετο να είναι ανίσχυρος, δεν συνιστά νέα αυτοτελή νομική κρίση, υιοθετηθείσα πρωτοτύπως και εξ υπαρχής από το Δικαστήριο, αλλά συνδέεται αρρήκτως με το ευρύτερο ζήτημα, αν η εν λόγω Αρχή παρέχει τις εγγυήσεις «δικαστηρίου», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο με την σειρά του συνδέεται, επίσης αρρήκτως, με το περαιτέρω ζήτημα αν η ακυρωτική δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου καλύπτει τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», δηλαδή, ζήτημα, για το οποίο υποβλήθηκε σχετικός ισχυρισμός από την αιτούσα και επί του οποίου, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω (σκέψη 8) οι διάδικοι διετύπωσαν τις απόψεις τους.
18. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Γκότσης, Ν. Μαρκουλάκης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας, και η Πάρεδρος Β. Πλαπούτα, οι οποίοι υποστήριξαν την εξής γνώμη: Ανεξαρτήτως του ακριβούς περιεχομένου της συνταγματικής αρχής της φανεράς δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας, πάντως ούτε από την αρχή αυτή ούτε από κάποια συνταγματική διάταξη μπορεί, καθ’ οιονδήποτε τρόπο να συναχθεί ότι οι διοικητικές αρχές ή τα συλλογικά διοικητικά όργανα, όπως είναι, σαφώς, κατά το Σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία και οι εντεταγμένες στην εκτελεστική λειτουργία του κράτους ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, πρέπει να συνεδριάζουν δημόσια πριν από την λήψη αποφάσεων, με τις οποίες επιβάλλουν κυρώσεις σε βάρος των διοικουμένων. Άλλωστε, όπου ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας να συνεδριάζουν δημόσια, το όρισε ρητά, όπως π.χ. στα άρθρα 66 παρ. 1 και 93 παρ. 2 του Συντάγματος για τις συνεδριάσεις της Βουλής και των δικαστηρίων αντιστοίχως, ενώ δεν όρισε κάτι τέτοιο για τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, παρόλο ότι διαλαμβάνει για ορισμένες από αυτές, μεταξύ των οποίων και για την Α.Δ.Α.Ε., ρητές διατάξεις (βλ. σχετ. άρθρα 9Α, 19 παρ. 2 κ.ά.). Ειδικότερα δε προκειμένου περί της κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος ανεξάρτητης διοικητικής αρχής για τη διασφάλιση του απορρήτου των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιοδήποτε άλλο τρόπο (Α.Δ.Α.Ε.), η οποία, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου, ερευνά κατά κανόνα ζητήματα που σχετίζονται με απόρρητες πληροφορίες και ανάγονται στην δημόσια τάξη και ασφάλεια ή στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, είναι κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διατάξεως επιτρεπτό οι αποφάσεις της, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στους διοικουμένους για παραβίαση του ανωτέρω απορρήτου να μην λαμβάνονται κατόπιν δημόσιας συνεδριάσεως των μελών της. Περαιτέρω, ούτε από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται –ή έχει γίνει δεκτό από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. την σχετική με το άρθρο αυτό– ότι οι διοικητικές αρχές ή τα συλλογικά όργανα οφείλουν οπωσδήποτε, να συνεδριάζουν δημόσια, αλλά απλώς έχει γίνει δεκτό ότι, αν το οικείο δημόσιο όργανο δεν συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά «δικαστηρίου», κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στα οποία περιλαμβάνεται, κατά τη σχετική νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και η δημοσιότητα των συνεδριάσεών του, πρέπει, για να είναι σύμφωνη η εθνική νομοθεσία με τις κατά το άρθρο αυτό εγγυήσεις «δίκαιης δίκης», να προβλέπεται κατά των πράξεων του εν λόγω οργάνου από το εσωτερικό δίκαιο ένδικο βοήθημα ενώπιον δικαστηρίου πλήρους δικαιοδοσίας (βλ. σχετικώς τα εκτιθέμενα στην 8η σκέψη). Τέλος, ούτε από την σχετική με τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και, ειδικότερα, με την Α.Δ.Α.Ε. νομοθεσία προκύπτει ή συνάγεται ότι η εν λόγω Αρχή πρέπει να συνεδριάζει δημόσια. Επομένως, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, δεν επιβάλλεται ούτε καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνάγεται από συνταγματική, υπερνομοθετικής ισχύος ή νομοθετική διάταξη ότι οι συνεδριάσεις της Α.Δ.Α.Ε. πρέπει να είναι δημόσιες (τούτο, άλλωστε, έχει, γίνει, σιωπηρά, παγίως δεκτό από τη μέχρι τώρα νομολογία για τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές –βλ. σχετ. ΣΕ 3154/08, 1367/08, 2251/05, 749/05 κ.ά.) είναι νόμιμη και συγκεκριμένα, κείται εντός των ορίων της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3115/2003, η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας της Α.Δ.Α.Ε., κατά την οποία οι συνεδριάσεις της εν λόγω αρχής δεν είναι δημόσιες, ενόψει και της γενικής διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 10 του κυρωθέντος με το ν. 2690/1999 Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Α΄ 45), κατά την οποία οι συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων της Διοικήσεως, αν στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, είναι μυστικές. Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον, ειδικότερα, η Α.Δ.Α.Ε. κατά την εξέταση των υπαγομένων στην αρμοδιότητά της υποθέσεων, νομίμως προβλέπεται ότι δεν συνεδριάζει δημόσια, η πιο πάνω διοικητική αρχή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του «δικαστηρίου» κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως το άρθρο αυτό έχει, κατά τα προεκτεθέντα ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. και, συνεπώς, τα ένδικα βοηθήματα κατά των αποφάσεων της Αρχής αυτής, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στους διοικουμένους, πρέπει, σύμφωνα με την ως άνω νομολογία, να εκδικάζονται από δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας. Ενόψει αυτού ο Έλληνας νομοθέτης, συμμορφούμενος με την προκύπτουσα από το επίμαχο άρθρο της ΕΣΔΑ υποχρέωσή του, να θεσπίζει διατάξεις, με τις οποίες θα τίθενται δικονομικοί κανόνες που διασφαλίζουν τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης», όπως ανεπτύχθησαν ανωτέρω, με τον (μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και της ασκήσεως της υπό κρίση αιτήσεως) νόμο 3674/2008 (με τίτλο «ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας κλπ.» – 136 Α΄/8.7.2008) όρισε, ότι οι αποφάσεις της ΑΔΑΕ, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στους παρόχους υπηρεσιών τηλεφωνίας, όπως η αιτούσα εταιρεία, υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, καθώς και ότι κατά των αποφάσεων του Δικαστηρίου αυτού επιτρέπεται η άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρ. 11 παρ. 3). Με την διάταξη, δηλαδή αυτή, ο Έλληνας νομοθέτης αναγνωρίζοντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η Α.Δ.Α.Ε. δεν συνιστά «δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., θέσπισε κατά των αποφάσεων αυτής, με τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις στους ως άνω παρόχους, ένδικο βοήθημα ενώπιον δικαστηρίου πλήρους δικαιοδοσίας, προκειμένου η συνολική διαδικασία να παρέχει τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης». Η διάταξη αυτή πρέπει, κατά την παρούσα γνώμη, να εφαρμοσθεί και στην περίπτωση του υπό κρίση ενδίκου βοηθήματος, το οποίο ασκήθηκε μεν πριν από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του τελευταίου αυτού νόμου (1.9.2008 –βλ. σχετικώς άρθρο 17), πλην όμως ήταν εκκρεμές, ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά την ως άνω ημερομηνία. Τούτο δε, προκειμένου η αιτούσα να τύχει «δίκαιης δίκης» σε ό,τι αφορά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης. Και, ναι μεν ορίζεται στο άρθρο 17 του τελευταίου αυτού νόμου, ότι η ισχύς του αρχίζει την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τουτέστιν την 1.9.2008), στην διάταξη όμως αυτή, η οποία είναι ερμηνευτέα κατά τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, και στην οποία δεν ορίζεται, εξ άλλου, ρητώς ότι εξαιρούνται της εφαρμογής της τα εκκρεμή ένδικα βοηθήματα, πρέπει να δοθεί η έννοια ότι, με αυτήν, δεν είναι δυνατόν να ηθελήθη, από τον νομοθέτη, η εξαίρεση από τον κανόνα της προσαρμογής του Ελληνικού εσωτερικού δικαίου προς τις απαιτήσεις της «δίκαιης δίκης», των περιπτώσεων των εκκρεμών κατά την θέση σε ισχύ του νέου αυτού νόμου υποθέσεων των σχετικών με ένδικα βοηθήματα κατά αποφάσεων της ΑΔΑΕ περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων για πράξεις ή παραλείψεις που συνιστούν παραβάσεις των ουσιαστικών ρυθμίσεων του νόμου 3115/2003. Συνεπώς, κατά την γνώμη αυτή, θα έπρεπε το υπό κρίση ένδικο βοήθημα να χαρακτηρισθεί ως προσφυγή ουσίας και να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στο αρμόδιο προς τούτο Δικαστήριο και συγκεκριμένα το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών.
19. Επειδή, οι Σύμβουλοι Ν. Σκλίας, Α. Συγγούνα, Α. Ράντος, Φ. Ντζίμας και Β. Καλαντζή και ο Πάρεδρος Η. Μάζος, επίσης μειοψηφώντας, διατύπωσαν την εξής γνώμη σε ό,τι αφορά το ζήτημα αν η ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου πληροί τις προϋποθέσεις της «δίκαιης δίκης»: Από την παρατεθείσα στην σκέψη 9 νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προκύπτει ότι το δικαστήριο αυτό, προκειμένου να αποφανθεί εάν η εξέταση μιάς υποθέσεως από ένα διοικητικό, κατά την εσωτερική διάρθρωση του οικείου Κράτους, όργανο και, εν συνεχεία, η εκδίκαση της εντεύθεν διαφοράς από ένα δικαστικό, κατά την αυτή διάρθρωση, όργανο πληροί τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., δεν περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος εάν καθένα από τα όργανα αυτά ή, έστω, το ένα εξ αυτών πληροί αυτοτελώς τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Αντιθέτως, έχοντας πάντοτε ως δεδομένο ότι σε όλες τις εν προκειμένω νομολογιακές περιπτώσεις υπάρχει, πάντως, ένα δικαστικό όργανο, το οποίο αποφαίνεται, τελικώς, επί της διαφοράς, χωρίς, όμως, για διάφορους εκάστοτε λόγους, αυτό να καλύπτει αυτοτελώς την συνδρομή όλων των κρίσιμων προϋποθέσεων, εξετάζει εν συνεχεία μήπως η ενώπιον του διοικητικού οργάνου διαδικασία, ως εκ των συνθηκών υπό τις οποίες εκτυλίσσεται, καλύπτει εκείνη τις ελλείπουσες από το δικαστικό όργανο προϋποθέσεις, κατά τρόπο ώστε το μεν διοικητικό αυτό όργανο να θεωρείται ως «δικαστήριο», κατά την έννοια της Ε.Σ.Δ.Α., η δε διαδικασία, τόσο ενώπιον του διοικητικού, όσο και ενώπιον του δικαστικού οργάνου, εν τω συνόλω λαμβανομένη, να καλύπτει τις σχετικές απαιτήσεις. Αντίθετη ανάγνωση της σχετικής νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. το μεν άγει στο άτοπο συμπέρασμα ότι, κατά την έννοια της νομολογίας του δικαστηρίου αυτού, μπορεί να υπάρχουν και διοικητικές πράξεις, οι οποίες (δεν χρειάζεται να) υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, εφ’ όσον είναι «αυτάρκεις» από την άποψη αυτή, το δε παραγνωρίζει τον περιπτωσιολογικό τρόπο, με τον οποίο το δικαστήριο αυτό προσεγγίζει τις ενώπιον αυτού αγόμενες υποθέσεις, εξετάζοντας αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανεξαρτήτως του είδους και των σταδίων των τηρουμένων εθνικών διαδικασιών, ικανοποιείται το ωφέλιμο αποτέλεσμα που εκάστοτε επιδιώκεται με τις διατάξεις της Συνθήκης, δηλαδή η τήρηση όλων των επί μέρους προϋποθέσεων της δίκαιης δίκης. Επομένως, εξεταστέο εν προκειμένω ζήτημα είναι εάν η τηρηθείσα ενώπιον της ΑΔΑΕ διαδικασία, σε συνδυασμό με την διαδικασία ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, πληροί τις προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 189/2007). Σε ό,τι, δε, αφορά το κατά πόσον η συγκεκριμένη αυτή διαδικασία ενώπιον της ΑΔΑΕ σε συνδυασμό με τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας πληροί τις ως άνω προϋποθέσεις της δίκαιης δίκης οι αυτοί ως άνω Σύμβουλοι και Πάρεδρος υπεστήριξαν, εν συνεχεία, την εξής γνώμη: Η αίτηση ακυρώσεως παραδεκτώς ασκείται, για τον λόγο ότι ο εν προκειμένω ασκούμενος από το Δικαστήριο έλεγχος, σε συνδυασμό με την ενώπιον της ΑΔΑΕ διαδικασία, καλύπτει τις, κατά την ΕΣΔΑ, απαιτήσεις της δίκαιης δίκης. Τούτο, διότι, ναι μεν η ακυρωτική διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν καλύπτει, μόνη της, τις ανωτέρω απαιτήσεις στην ειδική κατηγορία ελέγχου πράξεων επιβολής χρηματικού περιεχομένου διοικητικών κυρώσεων μεγάλου ύψους. Η διαδικασία, όμως, αυτή, όπως οργανώνεται στην ελληνική έννομη τάξη, περιλαμβάνει δίκη διεξαγόμενη κατ’ αντιμωλία ενώπιον ανωτάτου δικαστηρίου που συνεδριάζει δημόσια, στην οποία μπορεί να συμμετάσχουν, ως κύριοι διάδικοι ή ως παρεμβαίνοντες, ευρύς κύκλος προσώπων, ο δε ασκούμενος από το δικαστήριο έλεγχος περιλαμβάνει, εκτός από την εξέταση της εν στενή εννοία νομιμότητος της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, και έλεγχο της νομιμότητος της αιτιολογίας της και της συνδρομής περιπτώσεως πλάνης περί τα πράγματα, με εξέταση, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, του συνόλου των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως και επιβεβαίωση της ουσιαστικής βασιμότητος των κρίσεων, στις οποίες κατέληξε το διοικητικό όργανο. Περιλαμβάνει, επίσης, και έλεγχο καταχρήσεως εξουσίας, δηλαδή έλεγχο συνδρομής του σκοπού, για τον οποίο εξεδόθη η διοικητική πράξη. Το δικαστήριο, περαιτέρω, μπορεί να διατάξει και αποδείξεις ή προσκόμιση συμπληρωματικών στοιχείων, προκειμένου να είναι αποτελεσματικός ο κατά τα ανωτέρω ασκούμενος έλεγχος. Τέλος, το δικαστήριο δεν μπορεί μεν να μεταρρυθμίσει την ελεγχόμενη ως προς την νομιμότητά της χρηματική κύρωση, ανάγοντάς την στο προσήκον, κατά την εκτίμησή του, ύψος, μπορεί, όμως, σε περιπτώσεις όπου η χρηματική κύρωση αναλύεται, ως εν προκειμένω, σε επί μέρους ποσά ή σε περιπτώσεις όπου αυτή υπερβαίνει συγκεκριμένα επιτρεπτά από τον νόμο όρια, να την ακυρώσει εν μέρει, να απαγγείλει, δηλαδή, έννομη συνέπεια προσεγγίζουσα προς μεταρρύθμιση. Εξ άλλου, η ανεξάρτητη αρχή, της οποίας εν προκειμένω πράξη ελέγχεται, είναι αρχή κατοχυρωμένη από το ίδιο το Σύνταγμα, έχει υψηλού επιπέδου ανεξάρτητη συγκρότηση, εξετάζει πλήρως κάθε είδους ισχυρισμό των ενδιαφερομένων, οι οποίοι παρίστανται κατά την συνεδρίασή της και μετέχουν στην ενώπιόν της διαδικασία και κρίνει επί όλως ειδικών τεχνικών θεμάτων, αναγομένων σε ειδικούς τομείς του δικαίου (πρβλ. μεταξύ άλλων και μνημονευθείσα απόφαση ΕΔΑΔ Alatulkkila). Και ναι μεν η αρχή αυτή δεν συνεδριάζει δημοσία, όπως, άλλωστε, και όλες, κατ’ αρχήν, οι ανεξάρτητες αρχές στην Χώρα, τούτο, όμως, δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα αναγόμενα στην αρμοδιότητά της ζητήματα αφορούν προσωπικά δεδομένα, γεγονός, άλλωστε, που απετέλεσε και τον λόγο συστάσεώς της και συστηματικής εντάξεώς της στο άρθρο 19 του Συντάγματος, μπορεί δε και να αφορούν υψίστης εθνικής σημασίας ζητήματα, ως εν προκειμένω, όπου η υπόθεση αφορούσε ζήτημα παρακολουθήσεως, μεταξύ άλλων, των επικοινωνιών του Πρωθυπουργού και του Αρχηγού της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως της χώρας. Σε κάθε περίπτωση, τα αγόμενα ενώπιον της αρχής ζητήματα είναι, από την φύση τους, εξόχως τεχνικά, κατά τρόπο ώστε να αποβαίνει χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα για τους πολίτες η ενδεχόμενη δυνατότητα παρακολουθήσεως των συνεδριάσεών της. Ο συνδυασμός, επομένως, των δύο διαδικασιών, που περιλαμβάνει τόσο πλήρη ουσιαστικό έλεγχο της υποθέσεως, όσο και δημόσια εξέταση αυτής στο δικαστήριο, καλύπτει, εν όψει και της εκτεθείσης ιδιόμορφης φύσεως των σχετικών υποθέσεων, όλες τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 189/2007). Τέλος, σε ότι αφορά την γενομένη δεκτή από την πλειοψηφία άποψη ότι από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της φανεράς δράσεως προκύπτει ότι η ΑΔΑΕ πρέπει να διεξάγει δημοσίως τις συνεδριάσεις της, οι προαναφερθέντες Σύμβουλοι και Πάρεδρος υπεστήριξαν τα ακόλουθα. Από καμμία συνταγματική διάταξη ή αρχή, και, πάντως, όχι από την αρχή της φανεράς δράσεως των οργάνων της πολιτείας και την αρχή της διαφάνειας, προκύπτει ότι οι αποφάσεις των κατά το Σύνταγμα ανεξαρτήτων αρχών και, εν προκειμένω, της ΑΔΑΕ, πρέπει να λαμβάνονται σε δημόσια συνεδρίαση. Οι ανωτέρω αρχές έχουν ως περιεχόμενο την συμμετοχή των ενδιαφερομένων πολιτών, όπου αυτό απαιτείται, στην διαδικασία λήψεως διοικητικών αποφάσεων, με αιτήσεις και παραστάσεις, προηγούμενες ή και ταυτόχρονες, της λήψεως της αποφάσεως, την προηγούμενη ή επόμενη της ολοκληρώσεως της οικείας διοικητικής διαδικασίας πρόσβαση στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, την υποχρέωση πλήρους αιτιολογήσεως των διοικητικών αποφάσεων, προκειμένου να καθίστανται σαφείς στους πολίτες οι λόγοι, για τους οποίους εκδίδεται μία διοικητική πράξη, καθώς και την δημοσίευση, έκδοση και, εν γένει, την κατά τον προσήκοντα εκάστοτε τρόπο εξωτερίκευση της πράξεως. Αντιθέτως, κατά γενική αρχή, τα συλλογικά διοικητικά όργανα, σε αντίθεση προς τα δικαστήρια, τα οποία διέπονται από την αρχή της δημοσιότητος των συνεδριάσεων, δεν συνεδριάζουν, κατ’ αρχήν, δημόσια αλλά σε συμβούλιο. Μάλιστα, κατά κανόνα, η συμμετοχή τρίτων προσώπων στις συνεδριάσεις μπορεί να συνεπάγεται, αν δεν επιτρέπεται ρητά, την ακυρότητα των σχετικών αποφάσεων. Το αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, στις συνταγματικά κατοχυρούμενες ανεξάρτητες αρχές, όπου εξ ορισμού τα υπαγόμενα στην αρμοδιότητά τους θέματα είτε είναι ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος για την Πολιτεία, οπότε η δημοσιότητα μπορεί να παραβλάψει υπέρτερα δημόσια αγαθά, είτε άπτονται προσωπικών στοιχείων και δεδομένων, που δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται, είτε αφορούν ιδιαζόντως τεχνικά ζητήματα, για τα οποία η συμμετοχή του κοινού δεν μπορεί να συνεισφέρει στην αρτιότητα της διαδικασίας. Οι αρχές, επομένως, αυτές δεν συνεδριάζουν, κατ’ αρχήν, δημόσια, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου. Τούτο ισχύει κατ’ εξοχήν για την ΑΔΑΕ, οι αρμοδιότητες της οποίας έχουν, από την φύση τους, όλα τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Η υιοθετούμενη από την πλειοψηφία ερμηνευτική εκδοχή εξομοιώνει αδικαιολογήτως, από την άποψη αυτή, χωρίς καμία συνταγματική περί τούτου ένδειξη, τις ανεξάρτητες αρχές προς δικαστήρια, επιτείνοντας, έτσι, την ούτως ή άλλως δυσχερή κατάταξή τους στο όλο σύστημα διασταυρώσεως και αμοιβαίου ελέγχου των λειτουργιών της ελληνικής συνταγματικής τάξεως. Προσδίδει δε στις ανωτέρω γενικές αρχές του δικαίου εννοιολογικό περιεχόμενο, που ουδέποτε θεωρήθηκε ότι είχαν ή έχουν. Συνεπώς, κατά την αυτή μειοψηφήσασα γνώμη ο λόγος ακυρώσεως, ο οποίος πρέπει να γίνει δεκτός κατά την πλειοψηφία, ο οποίος άλλωστε ούτε προβάλλεται, ούτε είναι αυτεπαγγέλτως εξεταστέος, εφόσον συνάπτεται με πραγματικά στοιχεία, πρέπει να απορριφθεί, διότι ούτε από συνταγματική διάταξη, ούτε από το νόμο επιβάλλεται η υποχρεωτική δημοσιότητα των συνεδριάσεων της ΑΔΑΕ, το δε σύστημα εξετάσεως της υποθέσεως από την αρχή αυτή, με πράξη υποκειμένη στον δικαστικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, καλύπτει τις απαιτήσεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. Κατά την αυτή δε μειοψηφήσασα γνώμη αλυσιτελώς εξετάσθηκαν από την κρατήσασα γνώμη τα τεθέντα στις σκέψεις 8-10 ζητήματα, αφού θα αρκούσε για το ακυρωτικό συμπέρασμα της πλειοψηφησάσης γνώμης, η διαπίστωση ότι, πάντως, εν προκειμένω η ΑΔΑΕ δεν συνεδρίασε δημόσια. Τέλος, κατά την αυτή μειοψηφήσασα γνώμη, εφ’ όσον το Δικαστήριο άγεται τελικώς, σε ακύρωση για λόγο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, και, μάλιστα, ανεξαρτήτως του εάν αυτός στηρίζεται, όπως εν προκειμένω, ή όχι σε πραγματικό, το Δικαστήριο όφειλε, κατά γενική δικονομική αρχή, να μην εκδώσει ακυρωτική απόφαση, αλλά να αναβάλει, με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, την οριστική επίλυση της διαφοράς, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του λόγου αυτού (βλ. απόφαση ΔΕΚ, Τμήματος μείζονος συνθέσεως της 2.12.2009, υποθ. C-89/08, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας).
20. Επειδή, ύστερα από τα προεκτεθέντα, πρέπει, με βάση την πλειοψηφήσασα γνώμη, να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να απορριφθούν οι ασκηθείσες παρεμβάσεις, η δε υπόθεση να αναπεμφθεί στην Α.Δ.Α.Ε., προκειμένου να κριθεί εκ νέου και επί τη βάσει, πλέον, των προμνημονευθέντων κανόνων λειτουργίας.
——————————————————-
Αντιπαράθεση ακυρωτικού δικαστηρίου και Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών υπό το πρίσμα της δίκαιης δίκης. Μία παρουσίαση της ΣτΕ (Ολ.) 3319/2010.
Αναδημοσίευση σχολίου της απόφασης από ΔτΑ 53/2012, σελ.183 επ.
της Χριστίνας Φατούρου, Διδάκτορος Συνταγματικού Δικαίου Παν/μίου Αθηνών, Δικηγόρου
Κατά την κρίση της Ολομελείας του ΣτΕ στην υπ’ αριθ. 3319/2010, υπό τον όρο τήρησης της αρχής της δημόσιας διεξαγωγής των συνεδριάσεων, η ΑΔΑΕ παρέχει όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις, έτσι ώστε ο ακυρωτικός έλεγχος των αποφάσεων αυτής από το Συμβούλιο της Επικρατείας να καλύπτει τις εγγυήσεις της «δίκαιης δίκης» κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του ΕΔΔΑ, ανεξάρτητα από το κατά πόσο ο ακυρωτικός έλεγχος, όπως ασκείται από το Συμβούλιο Επικρατείας, μπορεί ή όχι αυτοτελώς να χαρακτηρισθεί ως έλεγχος «πλήρους δικαιοδοσίας» για τις ανάγκες του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, ενόψει του ότι, στο πλαίσιο του ακυρωτικού ελέγχου, το ΣτΕ δεν έχει την εξουσία να μεταρρυθμίσει πράξη, με την οποία έχει επιβληθεί διοικητική κύρωση, αλλά μόνο να την ακυρώσει.
Με την υπ’ αριθ. 3319/2010 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ ακυρώνονται αποφάσεις της ΑΔΑΕ, με τις οποίες επιβλήθηκαν πρόστιμα για παραβάσεις της νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών, λόγω παραβίασης της αρχής της δημόσιας διεξαγωγής των συνεδριάσεων, η οποία, κατά την απόφαση, απορρέει από τη συνταγματική αρχή της φανερής δράσεως των συντεταγμένων οργάνων της Πολιτείας. Με το δεδομένο ότι η αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων αποτελεί μία από τις απαιτούμενες εγγυήσεις για μια «δίκαιη δίκη» κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, η απόφαση αποφαίνεται παραπλεύρως σχετικά με δύο ζητήματα, αλληλοσυνδεόμενα κατά το ότι το δεύτερο αποτελεί πρόκριμα του πρώτου.
Πρώτο κατά σειρά εξετάζεται το ζήτημα, εάν ο ακυρωτικός έλεγχος ικανοποιεί την εκ του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ απαίτηση για μία δίκαιη δίκη κάθε φορά που πρόκειται για υποθέσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω άρθρου, όπως συμβαίνει, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, με υποθέσεις όπως η κρινόμενη, που αφορούν σε διοικητικές πράξεις με τις οποίες «επιβάλλονται σοβαρές διοικητικές κυρώσεις (όπως είναι π.χ. πρόστιμα μεγάλου ύψους), θεσπισθείσες από την εν λόγω εσωτερική διοικητική νομοθεσία για αποτρεπτικό και κατασταλτικό σκοπό». Οι διαφορές που αναφύονται από τέτοιες πράξεις ισοδυναμούν με δικαστικές διαφορές, αντικείμενο των οποίων είναι η εκδίκαση υποθέσεως ποινικής φύσεως εις βάρος του προσώπου κατά του οποίου επιβάλλονται. Στην περίπτωση τέτοιων διαφορών, η εκδίκασή τους από ακυρωτικό δικαστήριο προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ, κατά το μέρος που με την τελευταία απαιτείται κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ η εκδίκαση της διαφοράς να γίνεται από δικαστήριο πλήρους δικαιοδοσίας, δηλαδή δικαστήριο που αποφαίνεται όχι μόνο επί του νομικού, αλλά και επί του ουσιαστικού μέρους των υποθέσεων και, συγκεκριμένα, που «να μπορεί δε ιδίως να προβεί αυτό το ίδιο στην επιμέτρηση του ύψους επιβληθείσης κυρώσεως και να έχει την εξουσία να την μεταρρυθμίσει ή να την μειώσει το ίδιο, χωρίς να είναι υποχρεωμένο, αν διαπιστώσει παρανομία αυτής, να αναπέμψει την όλη υπόθεση, προς νέα σύννομη κρίση, στο επιβαλόν αυτήν όργανο». Το πρώτο συμπέρασμα που συνάγεται από την παρουσιαζόμενη απόφαση είναι ότι η εκδίκαση διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ από ακυρωτικό δικαστήριο, είτε πρόκειται για το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά τη γενική ακυρωτική του αρμοδιότητα (άρθ.95 παρ.1 περ.α Σ), είτε για τακτικό διοικητικό δικαστήριο κατόπιν ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης (άρθ. 95 παρ.3 Σ) δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις για μια «δίκαιη δίκη».
Η εν προκειμένω υπόθεση, ωστόσο, εμφανίζει μία ιδιαιτερότητα, κατά το ότι δεν αφορά στη γενική περίπτωση επιβολής μίας κύρωσης από μία οποιαδήποτε διοικητική αρχή, αλλά στην ειδική περίπτωση επιβολής κύρωσης από συνταγματικά προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή, την ΑΔΑΕ. Ενόψει τούτου, το Δικαστήριο εξετάζει ακολούθως μήπως εν προκειμένω χωρεί εφαρμογή της επίσης βασιζόμενης στη νομολογία του ΕΔΔΑ παρέκκλισης από τον ως άνω κανόνα απαίτησης δικαστηρίου πλήρους δικαιοδοσίας στην περίπτωση που «το διοικητικό (ή πάντως το μη δικαστικό) όργανο, που εξέδωσε την πράξη, η αμφισβήτηση της οποίας προκάλεσε την δικαστική διαφορά, παρέχει αυτό το ίδιο, ως εκ των όρων της λειτουργίας του, ορισμένες εγγυήσεις, τέτοιες που να επιτρέπουν να μπορεί να θεωρηθεί ως «δικαστήριο» για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6 παρ.1 της Ε.Σ.Δ.Α.». Σ’ αυτή την περίπτωση ένα δικαστήριο, καίτοι ακυρωτικό, θα πληροί τους όρους εξασφάλισης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Επομένως, για τις ανάγκες εξέτασης της δυνατότητας εφαρμογής του ως άνω δεύτερου νομολογιακού κανόνα, το δικαστήριο μεταφέρει την εστίασή του από το ακυρωτικό δικαστήριο σε μία ανεξάρτητη αρχή και συγκεκριμένα στην ΑΔΑΕ. Το επόμενο ζήτημα που τίθεται, επομένως, είναι αν η τελευταία πληροί τις εγγυήσεις του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ; Αυτές, σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, είναι «ο πάγιος χαρακτήρας του οργάνου αυτού, η αμεροληψία και ανεξαρτησία των μελών του, η εκ μέρους του έκδοση δεσμευτικών για την οικεία έννομη τάξη αποφάσεων, και η δημοσιότητα της ενώπιόν του διαδικασίας». Ο έλεγχος συνδρομής των εγγυήσεων αυτών μέσα από τη νομοθεσία που διέπει την οργάνωση και λειτουργία της ΑΔΑΕ εμφανίζει ως μοναδικό κώλυμα μία κανονιστική διάταξη που απαγορεύει τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων της αρχής. Σχετικά με αυτήν, όμως, το δικαστήριο κρίνει ότι κείται εκτός νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως και ότι, άρα, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, διότι, όπως συνάγεται τόσο από το νόμο, όσο κι από τη συνταγματική αρχή της φανερής δράσεως των πολιτειακών οργάνων, η κεκλεισμένων των θυρών πραγματοποίηση των συνεδριάσεων μπορεί να αποφασίζεται κατ’ εξαίρεση για ορισμένους μόνο λόγους, που αφορούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής ή τη διασφάλιση του κρατικού απορρήτου, και μόνο ύστερα από ειδικά αιτιολογημένη κρίση της Αρχής.
Εκ των ανωτέρω, δύο είναι τα κρίσιμα σημεία της παρουσιασθείσης απόφασης. Πρώτον, ότι η ΑΔΑΕ, ως εκ των όρων λειτουργίας της ως ανεξάρτητης αρχής πληροί όλες τις εγγυήσεις που της επιτρέπουν να θεωρηθεί ως «δικαστήριο» για τις ανάγκες εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ. Κατ’ αποτέλεσμα, βάσει της εφαρμοζόμενης νομολογίας του ΕΔΔΑ, η σώρευση αυτών των εγγυήσεων με τον καταρχήν ανεπαρκή από πλευράς διασφάλισης μίας δίκαιης δίκης ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο είναι που καθιστά τον τελευταίο επαρκή, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Η συνολική αυτή κρίση της απόφασης δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επισκιάζει τη σημασία του ενδιάμεσου συμπεράσματος που αυτή περικλείει και το οποίο στο πλαίσιο της οικείας αποφάσεως παραμένει θεωρητικό, δεδομένου ότι αυτό δεν αφορά την προκείμενη περίπτωση. Πρόκειται, ειδικότερα, για τη διαπίστωση ότι η εκδίκαση υποθέσεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων, πλην των επιβαλλόμενων από ανεξάρτητες αρχές, από τον ακυρωτικό δικαστή προσκρούει στο δικαίωμα για «δίκαιη δίκη» του άρθρου 6 παρ.1 ΕΣΔΑ. Υπό το ισχύον δικονομικό καθεστώς, τέτοιες περιπτώσεις δυνατόν να προκύψουν ως προς το μεν ΣτΕ, δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 5 υποπαρ. β’ του ν. 1406/1983, μέσα από πράξεις επιβολής προστίμου που εκδίδει η Τράπεζα της Ελλάδος, ως προς το δε Διοικητικό Εφετείο, κατ’ εφαρμογή των περιπτώσεων ε’, η’, ή ι’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977.
Αξιοπρόσεκτη, στο σημείο αυτό, είναι η αναντιστοιχία μεταξύ Συντάγματος και ΕΣΔΑ που συνάγεται μέσα από την σχολιαζόμενη απόφαση και η οποία συνίσταται στο ότι το ΣτΕ, ως ακυρωτικό δικαστήριο και, μάλιστα, ασκώντας την εκ του άρθρου 95 παρ.1 περ.α’ συνταγματική αρμοδιότητά του, δεν θεωρείται ως «δικαστήριο» από την οπτική γωνία του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, την ίδια στιγμή που ως τέτοιο θεωρούνται οι συνταγματικά αμφισβητούμενης νομικής φύσης ανεξάρτητες διοικητικές αρχές (εφεξής: ΑΔΑ). Όπως διατυπώνεται κι από τη μειοψηφούσα άποψη, «η υιοθετούμενη από την πλειοψηφία ερμηνευτική εκδοχή εξομοιώνει αδικαιολογήτως, από την άποψη αυτή, χωρίς καμία συνταγματική περί τούτου ένδειξη, τις ανεξάρτητες αρχές προς δικαστήρια, επιτείνοντας, έτσι, την ούτως ή άλλως δυσχερή κατάταξή τους στο όλο σύστημα διασταυρώσεως και αμοιβαίου ελέγχου των λειτουργιών της ελληνικής συνταγματικής τάξεως».
Αλλά και πέραν του Συντάγματος, η ορθότητα της εξομοίωσης μίας ΑΔΑ με δικαστήριο δοκιμάζεται και υπό το πρίσμα του δικαίου της ΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύεται από το ΔΕΕ. Το τελευταίο, συγκεκριμένα, με την απόφασή του της 31ης Μαΐου 2005 επί της υπόθεσης C-53/03 («Συνεταιρισμός Φαρμακοποιών Αιτωλίας & Ακαρνανίας (ΣΥΦΑΙΤ) κ.λπ. κατά GlaxoSmithKline plc») έκρινε για την Επιτροπή Ανταγωνισμού, λαμβάνοντας υπόψη – λίγο-πολύ – τα ίδια κριτήρια κατάφασης της δικαιοδοτικής φύσης ενός οργάνου (η ίδρυσή του με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλία χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου αυτού εφαρμογή των κανόνων δικαίου και η ανεξαρτησία του) με εκείνα που συναντώνται και στη νομολογία του ΕΔΔΑ, ότι αυτή δεν συνιστά δικαστήριο. Βαρύνουσα σημασία γι’ αυτή του την κρίση είχε το ότι «η Επιτροπή Ανταγωνισμού τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Ανάπτυξης», πράγμα που σημαίνει ότι «ο εν λόγω υπουργός έχει, εντός ορισμένων ορίων, εξουσία ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεών» της [σκ.30]. Επομένως, «μολονότι είναι γεγονός ότι τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού απολαύουν, κατά τις διατάξεις του νόμου 703/1977, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και ότι, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, δεσμεύονται μόνον από το νόμο και τη συνείδησή τους, ωστόσο δεν εξασφαλίζεται ότι η παύση τους ή η ανάκληση του διορισμού τους τυγχάνουν ιδιαιτέρων εγγυήσεων», διότι «το εν λόγω σύστημα δεν είναι, πάντως, ικανό να παρεμποδίσει τις μη προσήκουσες επεμβάσεις ή πιέσεις της εκτελεστικής εξουσίας προς τα μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού» [σκ.31]. Εξ αυτού συμπεραίνεται, σε σχέση με την σχολιαζόμενη απόφαση, ότι η δημοσιότητα των συνεδριάσεων δεν συνιστά το μοναδικό αποφασιστικό κριτήριο της δικαιοδοτικής φύσης των ΑΔΑ, διότι διαφορετικά θα παραλειπόταν το καίριο χαρακτηριστικό της «ανεξαρτησίας», η έλλειψη του οποίου στην προκείμενη περίπτωση κλίνει σαφώς υπέρ του διοικητικού χαρακτήρα τέτοιων αρχών.
Από την εξεταζόμενη άποψη, ενδιαφέρον παρουσιάζει η προγενέστερη νομολογία του ιδίου δικαστηρίου επί παρεμφερούς ζητήματος. Συγκεκριμένα, η υπ’ αριθ. 189/2007 απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ έκρινε σχετικά με την επάρκεια της δικαστικής προστασίας της ακυρωτικής δίκης επί υποθέσεων που ανακύπτουν από την προσβολή αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των δικηγόρων. Εν προκειμένω, αν και διατυπώνεται με σαφήνεια ότι «τα πειθαρχικά Συμβούλια Δικηγόρων, δεν συνιστούν δικαστήρια και δεν αποτελούν όργανα, εντεταγμένα εις την δικαστικήν οργάνωσιν του Κράτους […] αλλά αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως», κρίνεται ταυτόχρονα ότι «η […] διαγραφομένη, από τας προαναφερθείσας διατάξεις του Κώδικος περί Δικηγόρων, διαδικασία […] ανταποκρίνεται εις τας ως άνω απαιτήσεις, αι οποίαι τάσσονται από την προαναφερθείσα διάταξιν της παρ. 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και, ως εκ τούτου, τα Πειθαρχικά Συμβούλια των οικείων Δικηγορικών Συλλόγων και το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον Δικηγόρων, θεωρούνται ότι αποτελούν «δικαστήριον», κατά την έννοιαν της τελευταίας αυτής διατάξεως». Ως προς δε τη συμβατότητα της ακυρωτικής δίκης που προκαλείται από την προσβολή των συναφών πειθαρχικών αποφάσεων με το άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο κρίνει, αντιθέτως προς την παρουσιασθείσα απόφαση, ότι η αίτηση ακυρώσεως «αποτελεί, εν όψει της παρεχομένης, από το Σύνταγμα και τον νόμον, εις το Δικαστήριον, ευρυτάτης εξουσίας ελέγχου της νομιμότητος των προσβαλλομένων ενώπιόν του πράξεων –η οποία εξικνείται, εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν,- μέχρι του ελέγχου τόσον της αντικειμενικής ακριβείας των αιτιολογικών ερεισμάτων της προσβαλλομένης πράξεως (πλάνη περί τα πράγματα) όσον και του κατά πόσον, ο επιδιωκόμενος, από την Διοίκησιν, με την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως, σκοπός, είναι ή όχι άλλος από εκείνον, δια τον οποίον προβλέπεται η έκδοσις της από τον νόμον (κατάχρησις εξουσίας, βλ. και άρθρον 48 παρ.4 του π.δ. 18/1989) – σύστημα δικαστικού ελέγχου, πλήρως συμβατόν, προς τας απαιτήσεις της προαναφερθείσης διατάξεως της ΕΣΔΑ» [πρβλ. και την μειοψηφούσα άποψη στην ΟλΣτΕ 3319/2010].
Στη συνέχεια των νομολογιακών εξελίξεων επί του θέματος, το Δ’ Τμήμα του ΣτΕ με την υπ’ αριθ. 2033/2011 απόφασή του, παραπεμπτική της υποθέσεως στην επταμελή σύνθεση, απορρίπτει λόγο ακυρώσεως απόφασης της ΑΔΑΕ περί επιβολής προστίμου, με τον οποίο προβάλλεται, κατά τα γενόμενα δεκτά με την ως άνω απόφαση της Ολομέλειας, ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς να έχει τηρηθεί ο ουσιώδης τύπος της δημοσιότητας των συνεδριάσεων. Κι απορρίπτεται ο λόγος αυτός υπό το εξής σκεπτικό: «με την προσβαλλόμενη απόφαση της ΑΔΑΕ επιβλήθηκε πρόστιμο όχι ιδιαιτέρως σημαντικού ύψους (100.000 ευρώ) σε σχέση με τον κύκλο εργασιών επιχειρήσεως, που έχει ιδιαίτερη θέση στην τηλεπικοινωνιακή αγορά, όπου δραστηριοποιείται περιορισμένος κύκλος επιχειρήσεων, αλλά και σε σχέση με το ανώτατο κατά νόμο όριο προστίμου (1.500.000 ευρώ) και, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση να γίνει λόγος για διοικητική κύρωση που ισοδυναμεί με ποινή, κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και διότι εν πάση περιπτώσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση επρόκειτο για υπόθεση που αφορούσε την προσωπική ζωή συγκεκριμένων φυσικών προσώπων, συνεπώς δε η έλλειψη δημοσιότητας αποσκοπούσε στην προστασία των προσώπων αυτών από την τυχόν δημοσιοποίηση στοιχείων που αφορούσαν την προσωπική τους ζωή, και, επομένως, η έλλειψη αυτή δεν επάγεται, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ακυρότητα της προσβαλλομένης πράξεως». Με αυτό το συλλογισμό ανοίγεται ακόμη μία -ειδικότερη- εκδοχή εφαρμογής του άρθρου 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ σε σχέση με τα κριθέντα από την ΟλΣτΕ 3319/2010, για την οποία αναμένεται πλέον η κρίση της επταμελούς συνθέσεως του οικείου Τμήματος.