Μεταχείριση αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα και Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ

ΕΔΔΑ, απόφαση της 21.1.2011, M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδος (Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης) με σημείωμα Βασίλη Κερασιώτη

Μεταχείριση αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα και Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙ

Σημείωμα

Η απόφαση του ΕΔΔΑ, την οποία παρουσιάζουμε εδώ, αποτελεί σταθμό στο ζήτημα του ασύλου όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά συνολικώς για την Ευρώπη. Συγκεκριμένα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε συνοπτικώς ότι: πρώτον, οι απάνθρωπες συνθήκες κράτησης που επικρατούν σε όλα τα κέντρα κράτησης αλλοδαπών και αιτούντων άσυλο στην ελληνική επικράτεια συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση που απαγορεύεται από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Η μικρή διάρκεια της κράτησης (στην προκείμενη περίπτωση, συνολικώς 11 ημερών σε δύο περιόδους) δεν αποτελεί λόγο που αποκλείει την ευθύνη του ελληνικού κράτους για παραβίαση του άρθρου 3.

Δεύτερον, εξευτελιστική μεταχείριση συνιστούν και οι συνθήκες διαβίωσης των προσώπων που αιτούνται άσυλο μετά την απελευθέρωσή τους και την έναρξη της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής τους. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της «Οδηγίας Υποδοχής» (Οδηγία 2003/9), η οποία θέτει στα κράτη μέλη την υποχρέωση διασφάλισης των ελάχιστων ορίων αξιοπρεπούς διαβίωσης των αιτούντων άσυλο, συνιστά δέσμευση των ελληνικών αρχών να εξασφαλίζουν στέγη και δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας για τους αιτούντες άσυλο. Η «ροζ κάρτα» που λαμβάνουν οι αιτούτες άσυλο δεν συνιστά κατά το Δικαστήριο ουσιαστική διασφάλισή τους, καθώς από τη μία δεν τους παρέχεται καμία πληροφόρηση για τις δυνατότητες στέγασης, στο βαθμό που αυτές υπάρχουν, και από την άλλη τίθενται ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά εμπόδια στην πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας.

Τρίτον, οι διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, ιδίως όπως διαμορφώθηκαν μετά το πδ 81/2009 με το οποίο καταργήθηκε ο δεύτερος βαθμός εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, παραβιάζουν το αρ. 13 της ΕΣΔΑ για δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής σε δικαστήριο σε συνδυασμό με το άρ. 3, ιδίως αν ληφθούν υπόψη ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός αποφάσεων που κάνουν δεκτές τις σχετικές αιτήσεις, ο μακρύς χρόνος που μεσολαβεί ως την έκδοση απόφασης, η έλλειψη συστήματος παροχής νομικής βοήθειας προς τους αιτούντες και τα γενικότερα διαδικαστικά εμπόδια που τίθενται στους αιτούντες.

Τέταρτον, η απόφαση ενός άλλου κράτου μέλους να αποστείλει στην Ελλάδα κάποιον αιτούντα άσυλο κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ» (Κανονισμός 343/2003/EΚ), διότι η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα εισόδου του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί επίσης παραβίαση του άρ. 3 της ΕΣΔΑ. Οι σχετικές εκθέσεις διεθνών οργανισμών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ιδίως της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα υπήρξαν τόσο πολυπληθείς και έλαβαν τόση δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια που το κράτος μέλος (εν προκειμένω το Βέλγιο) γνώριζε ή σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει ότι οι διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων ασύλου και οι συνθήκες κράτησης και διαβίωσης των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα συνιστούν παραβιάσεις των αρ. 3 και 13 της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, έκρινε το Δικαστήριο, η απόφαση απέλασης του αιτούντος άσυλο προς την Ελλάδα συνιστά έκθεση του προσώπου αυτού στον κίνδυνο παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων του.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η απόφαση αυτή αποτελεί σοβαρό πλήγμα στο σύστημα που καθιέρωσε ο Κανονισμός «Δουβλίνο ΙΙ», ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα έχει καταστεί πλέον η κύρια πύλη εισόδου μεταναστών και προσφύγων στην Ευρώπη. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέστησε πλέον σαφές ότι, μέχρι τουλάχιστον να επέλθει κάποια θεαματική βελτίωση, η απάνθρωπη μεταχείριση των προσώπων που αιτούνται άσυλο στην Ελλάδα αποτελεί σοβαρό λόγο για τη μη προώθηση των αιτούντων άσυλο προς αυτήν κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ» και έθεσε και τα υπόλοιπα κράτη μέλη ενώπιον των ευθυνών τους σε σχέση με την ανθρωπιστική κρίση που λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα (βλ. δηλώσεις του εκπροσώπου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες την 21/9/2010 σε http://www.unhcr.org/4c98a0ac9.html, τελευταία επίσκεψη 22/1/2011) χωρίς να απαλλάξει ούτε στο ελάχιστο την ίδια από τις ευθύνες της για αυτή.

Αντί αναλυτικού σημειώματος ακολουθεί σύντομη παρουσίαση του ιστορικού της υπόθεσης και πρόχειρη δική μας μετάφραση των βασικών σημείων της απόφασης. Το πλήρες κείμενο της απόφασης παρατίθεται στην αγγλική γλώσσα και είναι επίσης προσβάσιμο στην ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (http://cmiskp.echr.coe.int/tkp197/portal.asp?sessionId=64525918&skin=hudoc-en&action=request, τελευταία επίσκεψη 22/1/2011).

Ι. Σύντομο ιστορικό της υπόθεσης

Ο αιτών, Αφγανός πολίτης, εγκατέλειψε την Καμπούλ στις αρχές του 2008 και, αφού διέσχισε το Ιράν και την Τουρκία, έφθασε στη Μυτιλήνη στις 7 Δεκεμβρίου 2008 όπου και συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές. Εκεί, αφού του έγινε δακτυλοσκόπηση, κρατήθηκε για μία εβδομάδα και στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος με εντολή απέλασης χωρίς να υποβάλει αίτηση ασύλου. Στη συνέχεια, μέσω Γαλλίας ο αιτών έφθασε (στις 10 Φεβρουαρίου 2009) στο Βέλγιο, όπου και υπέβαλε αίτηση ασύλου.

Μετά από έλεγχο των δακτυλικών αποτυπωμάτων του διαπιστώθηκε ότι πρώτη χώρα εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η Ελλάδα και, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ», εστάλη αίτημα στις ελληνικές αρχές για να αναλάβουν τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του για άσυλο. Ο αιτών ακολούθησε τις προβλεπόμενες από τη βελγική νομοθεσία διαδικασίες προκειμένου να μην απελαθεί στην Ελλάδα, επικαλούμενος το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό αποδοχής αιτήσεων ασύλου και τις άθλιες συνθήκες κράτησης των μεταναστών στη χώρα, ωστόσο, όλες οι αιτήσεις του απορρίφθηκαν. Εξίσου απορίφθηκε η αίτησή του προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για τη λήψη προσωρινών μέτρων κατά της απέλασης βάσει του Κανόνα 39 των Κανόνων του Δικαστηρίου.

Στις 15 Ιουνίου 2009 ο αιτών μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, κατέθεσε αμέσως αίτηση ασύλου και κρατήθηκε έως τις 18 Ιουνίου στο κρατητήριο του αεροδρομίου σε απάνθρωπες συνθήκες. Με την απελευθέρωσή του του χορηγήθηκε η κάρτα αιτούντος άσυλο («ροζ κάρτα») και διατάχθηκε να εμφανιστεί εντός δύο ημερών στη Διεύθυνση Αλλοδαπών στην οδό Πέτρου Ράλλη και να δηλώσει διεύθυνση κατοικίας στην Ελλάδα. Ο αιτών, μη διαθέτοντας χρήματα ή οποιαδήποτε μέσο βιοπορισμού, κατέληξε σε ένα πάρκο στο κέντρο της Αθήνας, όπου είχαν βρει καταφύγιο και άλλοι Αφγανοί αιτούντες άσυλο, και δεν παρουσιάστηκε στην Πέτρου Ράλλη, διότι δεν είχε διεύθυνση για να δηλώσει.

Ακολούθησε μια αποτυχημένη προσπάθειά του να περάσει στη Βουλγαρία με πλαστό διαβατήριο (πράξη για την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο μηνών με τριετή αναστολή) και τελικώς στις 21 Ιουνίου 2010 ο αιτών έλαβε μια ειδοποίηση γραμμένη στα ελληνικά, την οποία υπέγραψε παρουσία διερμηνέα, με την οποία καλούνταν να παραστεί σε συνέντευξη για την αίτηση ασύλου του στην αστυνομική διεύθυνση Αττικής στις 2 Ιουλίου 2010. Ο αιτών δεν εμφανίστηκε κατά τη συνέντευξη αυτή, διότι, όπως ο ίδιος ενημέρωσε αργότερα το δικηγόρο του, ο διερμηνέας δεν του είχε αναφέρει τίποτε για την ημερομηνία της συνέντευξης. Τέλος, ο αιτών επιχείρησε εκ νέου, τον Αύγουστο του 2009, να εγκαταλείψει την Ελλάδα, προς την Ιταλία αυτή τη φορά, συνελήφθη όμως στην Πάτρα και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στον Έβρο για απέλαση προς την Τουρκία. Η απέλασή του αυτή ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή, όπως ισχυρίστηκε, λόγω της παρουσίας της τουρκικής αστυνομίας από την άλλη πλευρά των συνόρων.

ΙΙ. Τα κύρια σημεία της απόφασης

[…]

«Β. Συνθήκες κράτησης (ΣτΜ: των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα)

161. Οι ανωτέρω αναφορές (ΣτΜ: στην παρ. 160 της απόφασης παρατίθεται αναλυτική λίστα αναφορών διεθνών οργανισμών και οργανώσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων για την κατάσταση των προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα) μαρτυρούν τη συστηματική πρακτική της κράτησης των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα από μερικές ημέρες μέχρι μερικούς μήνες μετά την άφιξή τους. Η πρακτική αυτή αφορά τόσο τους αιτούντες άσυλο που καταφθάνουν στην Ελλάδα για πρώτη φορά όσο και αυτούς που μεταφέρονται σε αυτή από κάποιο Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνως προς τον Κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ. Μάρτυρες αναφέρουν ότι δεν τους παρέχεται καμία πληροφόρηση ως προς τους λόγους της κράτησης.

162. Όλα τα κέντρα, τα οποία επισκέφθηκαν οι οργανισμοί και οι οργανώσεις που συνέταξαν τις ανωτέρω αναφορές, παρουσιάζουν την ίδια κατάσταση σε διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας: συνωστισμός, βρωμιά, έλλειψη χώρου, έλλειψη εξαερισμού, ελάχιστη ή και καθόλου δυνατότητα προαυλισμού, κανένας χώρος χαλάρωσης, ανεπαρκή και βρώμικα στρώματα, όχι ελεύθερη πρόσβαση στις τουαλέτες, ανεπαρκείς εγκαταστάσεις υγιεινής, έλλειψη ιδιωτικού χώρου, περιορισμένη πρόσβαση σε υγειονομική ή άλλη φροντίδα. Πολλοί από τους ανθρώπους που ερωτήθηκαν παραπονέθηκαν επίσης για προσβολές, ιδίως ρατσιστικές προσβολές, και για τη χρήση λεκτικής βίας από την πλευρά των φρουρών.

[…]

 Γ. Συνθήκες διαβίωσης

168. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι δεν τους παρέχεται (ΣτΜ: στους αιτούντες άσυλο που λαμβάνουν τη ροζ κάρτα και αποφυλακίζονται) καμία πληροφορία για τις δυνατότητες στέγασης.[…]

169. Αυτοί οι οποίοι δεν έχουν οικογένεια ή γνωστούς στην Ελλάδα και δεν έχουν χρήματα για να πληρώνουν ενοίκιο κοιμούνται στους δρόμους. Ως αποτέλεσμα αυτού, πολλοί άστεγοι αιτούντες άσυλο, κυρίως ανύπαντροι άντρες αλλά και οικογένειες, έχουν καταλάβει παρανόμως δημόσιους χώρους, όπως ο πρόχειρος καταυλισμός στην Πάτρα που εκκενώθηκε και κατεδαφίστηκε τον Ιούλιο του 2009 ή το κτίριο του παλιού εφετείου και ορισμένα πάρκα στην Αθήνα.

170. Πολλοί από αυτούς που ερωτήθηκαν δήλωσαν ότι βρίσκονταν σε καθεστώς μόνιμου φόβου μήπως δεχθούν επίθεση και ληστευθούν και σε απόλυτη απόγνωση λόγω της κατάστασής τους (δυσκολία εύρεσης τροφής, καμία πρόσβαση σε εγκαταστάσεις υγιεινής κλπ).

171. Γενικώς, οι άνθρωποι αυτοί εξαρτώνται για την επιβίωσή τους από την κοινωνία των πολιτών, τον Ερυθρό Σταυρό και κάποια θρησκευτικά ιδρύματα.

172. Η κατοχή της ροζ κάρτας δεν φαίνεται να εξασφαλίζει κανένα πλεονέκτημα στον κάτοχό της για την πρόσβαση σε κρατική πρόνοια και υφίστανται σημαντικές γραφειοκρατικές δυσκολίες για την απόκτηση προσωρινής άδειας εργασίας. Για παράδειγμα, για να αποκτήσει αριθμό φορολογικού μητρώου ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει μόνιμη κατοικία, πράγμα που αυτομάτως αποκλείει τους άστεγους από την αγορά εργασίας. Επιπροσθέτως, οι υγειονομικές αρχές δεν φαίνεται να γνωρίζουν την υποχρέωσή τους να παρέχουν δωρεάν υγειονομιή περίθαλψη στους αιτούντες άσυλο ή να έχουν επίγνωση των επιπλέον κινδύνων υγείας που διατρέχουν αυτοί οι άνθρωποι.

[…]

ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

[…]

1. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΟΣ

[…]

2. Επί της ουσίας

(α) Ανακεφαλαίωση γενικών αρχών

[…]

222. Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κράτηση ενός αιτούντος άσυλο σε προκατασκευασμένη αίθουσα επί δύο μήνες χωρίς να του επιτρέπεται να βγει έξω ή να τηλεφωνήσει και χωρίς καθαρά σεντόνια και με ανεπαρκή είδη υγιεινής, συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του Άρθρου 3 της Συνθήκης (βλ. S.D. v. Greece, no. 53541/07, §§ 49 to 54, 11 Ιουνίου 2009). Ομοίως, περίοδος κράτησης έξι ημερών σε κλειστό χώρο, χωρίς δυνατότητα προαυλισμού, χωρίς χώρο ψυχαγωγίας, όπου ο κρατούμενος κοιμόταν σε βρώμικα στρώματα και χωρίς ελεύθερη πρόσβαση σε τουαλέτα είναι απαράδεκτη όσον αφορά το Άρθρο 3 (ibid., § 51). Η κράτηση ενός αιτούντος άσυλο για τρεις μήνες σε αστυνομικό κρατητήριο ενώ ήταν εκκρεμής η αίτηση για διοικητικά μέτρα, χωρίς πρόσβαση σε ψυχαγωγικές δραστηριότητες και χωρίς κανονικά γεύματα έχει εξίσου θεωρηθεί εξευτελιστική μεταχείριση (βλ. Tabesh v. Greece, no. 8256/07, §§ 38 to 44, 26 Νοεμβρίου 2009). Τέλος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η κράτηση του προσφεύγοντος για τρεις μήνες σε χώρο όπου επικρατούσαν συνθήκες συνωστισμού και φρικτές συνθήκες υγιεινής και καθαριότητας, χωρίς εγκαταστάσης ψυχαγωγίας ή εστίασης, όπου η κατάσταση ερείπωσης των εγκαταστάσεων υγιεινής τις καθιστούσαν πρακτικά μη προσβάσιμες και όπου οι κρατούμενοι κοιμούνταν σε συνθήκες εξαιρετικού συνωστισμού και έλλειψης καθαριότητας συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση που απαγορεύεται από το Άρθρο 3 (βλ. A.A. v. Greece, no. 12186/08, §§ 57 to 65, 22 Ιούλιος 2010).

(β) Η αίτηση στην παρούσα υπόθεση

[…]

231. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι έχει ήδη κρίνει ότι τέτοιες συνθήκες, οι οποίες συναντώνται και σε άλλα κέντρα κράτησης στην Ελλάδα, συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του Άρθρου 3 της Συνθήκης (βλ. ανωτέρω παρ. 222). Προκειμένου να φθάσει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες τελούσαν σε καθεστώς αιτούντος άσυλο.

232. Το Δικαστήριο δεν βλέπει κανένα λόγο να αποκλίνει από το συμπέρασμα αυτό επί τη βάσει του ισχυρισμού της Ελληνικής Κυβέρνησης ότι οι περίοδοι κράτησης του προσφεύγοντος ήταν βραχείες. Το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι η διάρκεια των δύο περιόδων κράτησης που επιβλήθηκαν στον προσφεύγοντα – τέσσερις ημέρες τον Ιούνιο του 2009 και μία εβδομάδα τον Αύγουστο του 2009 – ήταν ασήμαντη. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη ότι ο προσφεύγων, ως αιτών άσυλο, ήταν ιδιαιτέρως ευάλωτος (vulnerable) λόγω των όσων είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της μετανάστευσής του και τις τραυματικές εμπειρίες που πιθανώς είχε βιώσει προηγουμένως.

233. Αντιθέτως, υπό το φως των διαθέσιμων πληροφοριών για τις συνθήκες στο κέντρο κράτησης κοντά στο αεροδρόμιο Αθηνών, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι συνθήκες κράτησης που βίωσε ο προσφεύγων ήταν απαράδεκτες. Κρίνει επίσης ότι, εξεταζόμενα από κοινού, το αίσθημα αυθαιρεσίας και το αίσθημα κατωτερότητας και αγωνίας που συχνά συνδέονται με αυτό, καθώς και η σοβαρή επίδραση που τέτοιες συνθήκες κράτησης αναμφισβήτητα έχουν για την αξιοπρέπεια ενός προσώπου, συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση που απαγορεύεται από το Άρθρο 3 της Συνθήκης. Επιπροσθέτως, η απελπισία του προσφεύγοντος επιτάθηκε από την κατάστασή του ως αιτούντα άσυλο η οποία εγγενώς τον καθιστά περισσότερο ευάλωτο.

234. Συνεπώς υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Συνθήκης.

ΙΙ. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΟΣ

[…]

249. Το Δικαστήριο … κρίνει αναγκαίο να επισημάνει ότι το Άρθρο 3 δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να υποχρεώνει τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη να παρέχουν στον καθένα εντός της επικράτειάς τους στέγη (βλ. Chapman v. the United Kingdom [GC], no. 27238/95, § 99, ECHR 2001 I). Ούτε περιλαμβάνει το Άρθρο καμία γενική υποχρέωση παροχής οικονομικής βοήθειας στους αιτούντες άσυλο προκειμένου να καταστεί εφικτό αυτοί να διατηρούν ένα ορισμένο επίπεδο ζωής (βλ. Müslim v. Turkey, no. 53566/99, § 85, 26 Απριλίου 2005).

250. Το Δικαστήριο, ωστόσο, κρίνει ότι η επίδικη υπόθεση δεν μπορεί να κριθεί με τους ίδιους όρους. Αντιθέτως προς την ως άνω αναφερθείσα υπόθεση Müslim (§§ 83 και 84), η υποχρέωση παροχής στέγης και αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης σε αιτούντες άσυλο που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας συνιστά πλέον θετικό δίκαιο και οι Ελληνικές αρχές υποχρεούνται να εφαρμόζουν την ίδια τη νομοθεσία τους, η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το Κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα την Οδηγία 2003/9 η οποία θέτει ελάχιστα αποδεκτά όρια για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο από τα Κράτη Μέλη (η «Οδηγία Yποδοχής»).

[…]

263. Υπό το φως των ανωτέρω (ΣτΜ: των άθλιων συνθηκών διαβίωσης του προσφεύγοντος στους δρόμους της Αθήνας και των γραφειοκρατικών δυσκολιών που καθιστούν πρακτικά αδύνατη την πρόσβαση στην αγορά εργασίας) και ενόψει των υποχρεώσεων που έχουν επιβληθεί στις Ελληνικές αρχές υπό την Ευρωπαϊκή Οδηγία Υποδοχής, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Εληνικές αρχές δεν έδειξαν τη δέουσα προσοχή στην ευάλωτη κατάσταση του προσφεύγοντος ως αιτούντος άσυλο και πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνες λόγω της αδράνειάς τους, για την κατάσταση στην οποία αυτός βρέθηκε για αρκετούς μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων ζούσε στο δρόμο χωρίς πόρους ή πρόσβαση σε υγειονομικές εγκαταστάσεις και χωρίς μέσα για την κάλυψη των βασικών αναγκών του. […]

264. Κατ’ ακολουθίαν, λόγω των σφαλμάτων των αρχών, ο προσφεύγων βρέθηκε σε μία κατάσταση που δε συμβιβάζεται με το Άρθρο 3 της Συνθήκης. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση της διάταξης αυτής.

ΙΙΙ. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 13 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 2 ΚΑΙ 3 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΛΟΓΩ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΜΙΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

[…]

300. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι επί σειρά ετών η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και ο Ευρωπαίος Επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα καθώς και αρκετές διεθνείς μη κυβερνητικές οργάνωσεις έχουν αποκαλύψει επανειλημμένως και διαρκώς ότι η ελληνική νομοθεσία δεν εφαρμόζεται στην πράξη και ότι η διαδικασία ασύλου σημαδεύεται από τέτοια σημαντικά δομικά ελαττώματα που οι αιτούντες άσυλο έχουν πολύ μικρή πιθανότητα να τύχουν οι αιτήσεις τους και οι αιτιάσεις τους βάσει της Συνθήκης σοβαρής εξέτασης από τις ελληνικές αρχές και ότι ελλείψει αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος τελικώς δεν προστατεύονται έναντι της αυθαίρετης μεταφοράς πίσω στις χώρς καταγωγής τους (βλ. παραγράγους 160 και 173-195 ανωτέρω).

301. Το Δικαστήριο τονίζει, πρώτον, τις αδυναμίες στην πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου και στην εξέταση των αιτήσεων για άσυλο (βλ. παραγράφους 173-188 ανωτέρω): ανεπαρκή πληροφόρηση των αιτούντων άσυλο για τις ακολουθητέες διαδικασίες, κανένα αξιόπιστο σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των αρχών και των αιτούντων άσυλο, ανεπάρκεια διερμηνέων και έλλειψη εκπαίδευσης του προσωπικού στο οποίο έχει ανατεθεί η διενέργεια των ατομικών συνεντεύξεων, έλλειψη συστήματος νομικής βοήθειας που στην πράξη στερεί τους αιτούντες άσυλο από νομικές συμβουλές και υπερβολικά μακροχρόνιες καθυστερήσεις στην λήψη απόφασης. Αυτές οι αδυναμίες επηρεάζουν τόσο τους αιτούντες άσυλο που καταφθάνουν στην Ελλάδα για πρώτη φορά όσο και αυτούς που στέλνονται πίσω σε αυτή κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ.

302. Το Δικαστήριο εκφράζει επίσης την ανησυχία του για τα ευρήματα διαφόρων ερευνών που διεξήχθησαν από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, οι οποίες δείχνουν ότι σχεδόν όλες οι πρωτοβάθμιες αποφάσεις είναι αρνητικές και διατυπωμένες κατά στερεότυπο τρόπο χωρίς να περιλαμβάνουν λεπτομερή αιτιολογία της απόφασης που εκδόθηκε (βλ. παράγραφο 184 ανωτέρω). Επιπροσθέτως, ο ελεγκτικός ρόλος τον οποίο έπαιζαν οι συμβουλευτικές επιτροπές ασύλου σε δεύτερο βαθμό αφαιρέθηκε και η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δεν παίρνει πλέον μέρος στη διαδικασία ασύλου (βλ. παραγράφους 114 και 189 ανωτέρω).

[…]

319. Επιπροσθέτως, παρότι ο προσφεύγων εμφανώς στερείται των αναγκαίων μέσων για τη πληρωμή δικηγόρου, δεν έχει λάβει καμία πληροφόρηση σχετικά με την πρόσβαση σε οργανώσεις που προσφέρουν νομική βοήθεια και καθοδήγηση. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η ανεπάρκεια του αριθμού των δικηγόρων που έχουν εγγραφεί στη λίστα για το σύστημα νομικής βοήθειας (βλ. παραγράφους 191 και 281 ανωτέρω), που καθιστά το σύστημα αναποτελεσματικό στην πράξη. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή μπορεί επίσης να αποτελεί ένα εμπόδιο που δυσχεραίνει την πρόσβαση σε ένδικη προστασία και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 13, ιδίως σε ό,τι αφορά τους αιτούντες άσυλο.

[…]

 (γ) Συμπέρασμα

321. Υπό το φως των ανωτέρω, οι προκαταρκτικές αντιρρήσεις που διατύπωσε η Ελληνική Κυβέρνηση (βλ. παράγραφο 283 ανωτέρω) δεν μπορεί να γίνουν δεκτές και το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 13 της Συνθήκης σε συνδυασμό προς το Άρθρο 3 λόγω των ελλείψεων κατά την εξέταση του αιτήματος για άσυλο του προσφεύγοντος από τις Ελληνικές αρχές και του κινδύνου που αντιμετωπίζει να αποσταλεί άμεσα ή έμμεσα πίσω στη χώρα καταγωγής του χωρίς καμία σοβαρή εξέταση επί της ουσίας της αίτησής του για άσυλο και χωρίς να διαθέτει πρόσβαση σε αποτελεσματική ένδικη προστασία.

[…]

 IV. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 2 ΚΑΙ 3 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΑ ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

[…]

358. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι κατά το χρόνο της απέλασης του προσφεύγοντος, οι Βελγικές αρχές γνώριζαν ή θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι δεν είχε καμία εγγύηση ότι η αίτησή του για άσυλο θα τύγχανε σοβαρής εξέτασης από τις Ελληνικές αρχές. Είχαν επίσης τα μέσα να αρνηθούν τη μεταφορά του.

359. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι ο προσφεύγων δεν είχε επαρκώς εξατομικεύσει, ενώπιον των Βελγικών αρχών, τον κίνδυνο να μην έχει πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου και να σταλεί πίσω από τις Ελληνικές αρχές. Το Δικαστήριο κρίνει, ωστόσο, ότι στην πραγματικότητα ήταν οι Βελγικές αρχές αυτές που όφειλαν, ενόψει της ανωτέρω περιγραφείσας κατάστασης, όχι απλώς να υποθέσουν ότι ο προσφεύγων θα τύγχανε αντιμετώπισης σύμφωνης με τα ελάχιστα όρια της Συνθήκης, αλλά αντιθέτως, να διακριβώσουν πρώτα πως οι Ελληνικές αρχές εφάρμοζαν στην πράξη της νομοθεσία τους περί ασύλου. Εάν το είχαν κάνει αυτό, θα είχαν δει ότι οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζε ο προσφεύγων ήταν αληθινοί και επαρκώς εξατομικευμένοι για να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 3. Το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με τον προσφεύγοντα δεν καθιστά τον σχετικό κίνδυνο λιγότερο εξατομικευμένο, ενώ είναι επαρκώς πραγματικός και πιθανός (βλ. mutatis mutandis, Saadi v. Italy [GC], no. 37201/06, ECHR 2008, § 132).

(γ) Συμπέρασμα

360. Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η μεταφορά του προσφεύγοντος από το Βέλγιο στην Ελλάδα συνιστά παραβίαση του Άρθρου 3 της Συνθήκης.

[…]

V. ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΟΣ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3

[…]

367. Βάσει των ανωτέρω συμπερασμάτων και των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα Κράτη βάσει του Άρθρου 3 της Συνθήκης όσον αφορά την απέλαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι με τη μεταφορά του προσφεύγοντος στην Ελλάδα οι Βελγικές αρχές εν γνώσει τους εξέθεσαν αυτόν σε συνθήκες κράτησης και διαβίωσης που συνιστούν εξευτελιστική μεταχείριση.

368. Ενόψει αυτού, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Συνθήκης.

[…]».

[Στέργιος Κοφίνης, Υπ.ΔΝ]

Σημείωμα

Προς ένα Κοινό (;) Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου

Η υπόθεση Μ.S.S κατά Βελγίου και Ελλάδος

Η υπόθεση «M.S.S κατά Βελγίου και Ελλάδος» αφορά στην επιστροφή στην Ελλάδα ενός Αφγανού αιτούντος άσυλο, ο οποίος, αφού είχε εισέλθει στην Ελλάδα, κατάφερε να ταξιδέψει στο Βέλγιο και να υποβάλει το αίτημά του στις αρμόδιες αρχές. Εν συνεχεία, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, οι βελγικές αρχές ζήτησαν και πέτυχαν την επιστροφή του M.S.S στην ελληνική επικράτεια, προκειμένου να εξεταστεί το αίτημα, καθώς η Ελλάδα είχε αποτελέσει το πρώτο σημείο εισόδου του στην ΕΕ.

Στην ελληνική έννομη τάξη, η σύλληψη, η έκδοση απόφασης απέλασης με κράτηση που συνοδεύεται και με λήψη αποτυπωμάτων είναι μια αυτοματοποιημένη διαδικασία για όποιον εισέρχεται στον ελληνικό χώρο «χωρίς χαρτιά», πρόσφυγα ή μη, με δεδομένη την έλλειψη εξειδικευμένων Κέντρων Πρώτης Υποδοχής αιτούντων άσυλο, στα οποία, εξειδικευμένο και επιστημονικά καταρτισμένο προσωπικό, θα ξεχωρίζει τους πρόσφυγες που δικαιούνται διεθνή προστασία. Με άλλα λόγια, ακόμα και οι ελάχιστοι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες στην Ελλάδα υπήρξαν κάποια στιγμή υπό απέλαση ή κρατούμενοι, λόγω των δομικών δυσλειτουργιών του ελληνικού συστήματος ασύλου ως προς την πρόσβαση στη διαδικασία, την ουσιαστική εξέταση των αιτημάτων και την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

Τις ανωτέρω, χρόνιες αδυναμίες του ελληνικού συστήματος ασύλου που έχουν πολλάκις επισημανθεί σε πλείστες Αναφορές διεθνών οργάνων και οργανισμών, θέλησε να αποφύγει ο M.S.S, υποβάλλοντας το αίτημά του για χορήγηση διεθνούς προστασίας ενώπιον των βελγικών αρχών. Όταν οι βελγικές αρχές πληροφορήθηκαν μέσω του EURODAC ότι ο αιτών άσυλο M.S.S είχε συλληφθεί προηγουμένως σε ελληνικό έδαφος, αποφάσισαν να μην αναλάβουν την εξέταση της υπόθεσής του, αλλά να υλοποιήσουν την «επιστροφή» του στην πρώτη χώρα εισόδου, δηλ. την Ελλάδα.

Το ανωτέρω σύστημα για τον καθορισμό αρμοδιότητας εξέτασης αιτήματος ασύλου στην ΕΕ ορίζει ρητά ότι η πρώτη χώρα εισόδου του αιτούντος άσυλο αλλοδαπού είναι και αρμόδια να εξετάσει το αίτημά του. Η πολιτική αυτή βασίζεται στην αντίληψη ότι όλοι οι πόροι της ΕΕ για τους αιτούντες άσυλο είναι ουσιαστικά ισοδύναμοι. Η αντίληψη αυτή είναι, δυστυχώς, λανθασμένη. Στην πράξη και με δεδομένο ότι από τα τέλη της δεκαετίας του ‘90 οι μεταναστευτικές ροές κινούνται προς τις μεσογειακές χώρες, το σύστημα έχει δώσει στις πλουσιότερες χώρες της ΕΕ, ένα μηχανισμό για μετακύλιση των αιτούντων άσυλο στις φτωχότερες χώρες, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψή τους σε απαράδεκτες συνθήκες διαβίωσης.

Οι ελλείψεις του ελληνικού συστήματος, ειδικότερα, δεν είναι μυστικό. Η αβελτηρία των αρχών στην εξέταση αιτημάτων προσφύγων που εκκρεμούν ήδη από το 2000, η έλλειψη ουσιαστικής μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά και η αμφιλεγόμενη νομιμοποίηση του ν. 3386/2005 μέσω μετατροπής των αιτούντων άσυλο σε κατόχους άδειας παραμονής που έδωσε κίνητρο σε πολλές κατηγορίες αλλοδαπών να αναζητήσουν τακτοποίηση της παραμονής τους μέσω της νομοθεσίας του ασύλου, οδήγησε στο αποτέλεσμα να εκκρεμούν περίπου 47.000 περιπτώσεις σε β’ βαθμό. Το σύστημα παροχής νομικής αρωγής δε λειτουργεί και στους αιτούντες άσυλο επιφυλάσσονται συχνά απάνθρωπες συνθήκες κράτησης.

Με δεδομένη την ανωτέρω κατάσταση, o M.S.S ζήτησε από το Βέλγιο να εξετάσει το αίτημα ασύλου του και να τον αναγνωρίσει ως πρόσφυγα. Το Βέλγιο αρνήθηκε και τον έστειλε πίσω στην Ελλάδα. Στην Αθήνα, συνελήφθη αμέσως στο αεροδρόμιο και κρατήθηκε στο στενό χώρο ενός κελιού με 20 άλλους κρατουμένους, χωρίς φως και με πρόσβαση στις τουαλέτες μόνο κατά τη διακριτική ευχέρεια των φρουρών. Μετά από τρεις ημέρες αφέθηκε ελεύθερος, χωρίς πρόβλεψη για τη στέγασή του, την κοινωνική ή ιατρική περίθαλψη ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη ή μέσα διαβίωσης. Απλώς ενημερώθηκε ότι, για την εξέταση του αιτήματος ασύλου του, θα πρέπει να αναφέρει στην αστυνομία μια διεύθυνση διαμονής. Αλλά, χωρίς μέσα για να ζήσει, κοιμόταν σε ένα πάρκο στο κέντρο της Αθήνας μαζί με άλλους Αφγανούς αιτούντες άσυλο.

Οι αιτιάσεις του κατά της Ελλάδας αφορούσαν στη μεταχείρισή του, τόσο κατά τη διάρκεια της κράτησής του όσο και μετά την αποφυλάκισή του, καθώς και στον κίνδυνο να απελαθεί στο Αφγανιστάν χωρίς να ληφθούν δεόντως υπ’ όψιν οι ισχυρισμοί του για την αναγνώριση προσφυγικής ιδιότητας. Στην καταγγελία κατά του Βελγίου υποστήριξε ότι, με την επιστροφή του στην Ελλάδα, οι βελγικές αρχές τον εξέθεσαν σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση και επίσης ότι η διαδικασία που ακολούθησε το Βέλγιο, δεν του παρείχε μέσο άμυνας.

Καθώς για την υπόθεση είχε ήδη επιληφθεί το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης του ΕΔΑΔ, μια σειρά από κράτη-μέλη έκαναν παρέμβαση ενώπιον του ΕΔΑΔ για την υποστήριξη του Βελγίου και της Ελλάδας, προκειμένου να αποδείξουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η προστασία των προσφύγων είναι ίδια σε όλη την Ένωση, παρά τις αναφορές από διάφορες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων για άθλιες συνθήκες κράτησης και αθέμιτες διαδικασίες εξέτασης ασύλου.

Τελικά το ΕΔΑΔ εξέδωσε την απόφαση-ορόσημο υπέρ του M.S.S, που αποτελεί σημαντική ενίσχυση της προστασίας των προσφύγων στην Ευρώπη. Έκρινε ότι οι συνθήκες στις οποίες ο M.S.S υποβλήθηκε, κατά την αρχική κράτησή του καθώς και η επακόλουθη έλλειψη αρωγής για τη διαβίωση, την ιατρική φροντίδα και υποστήριξη, συνιστούν απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση. Υπογράμμισε ότι οι αιτούντες άσυλο είναι μια ιδιαίτερα μειονεκτική και ευάλωτη ομάδα του πληθυσμού, η οποία χρήζει ειδικής προστασίας από τις Αρχές.

Όσον αφορά στο Βέλγιο, το τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΕΔΑΔ έκρινε ότι ένα κράτος έχει πάντα την ευθύνη να ελέγξει τις συνθήκες, τη μεταχείριση και τις νομικές εγγυήσεις που υφίστανται κατά τη μεταφορά ενός αιτούντα άσυλο από ένα Κράτος ΕΕ σε έτερο. Δεν μπορεί πλέον να θεωρείται αυτομάτως ότι οι ελάχιστες εγγυήσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να γίνονται δεκτές σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ.

Το δικαστήριο έκρινε ότι το Βέλγιο ήταν επίσης υπεύθυνο για την κακομεταχείριση στην οποία ο M.S.S υποβλήθηκε στην Ελλάδα και ότι δεν είχε στη διάθεσή του ένα αποτελεσματικό μέσο για να την αμφισβητήσει τη μεταφορά του. Οι κυβερνήσεις και τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τις εκθέσεις και τις αιτιολογημένες γνώμες για την κατάσταση ανθρώπινων δικαιωμάτων από διεθνείς οργανώσεις. Κατ’ επέκταση, κατά την εφαρμογή της διαδικασίας επιστροφών αιτούντων άσυλο βάσει Δουβλίνου ΙΙ, θα πρέπει να εξασφαλίζεται από τα κράτη μέλη ότι δεν πρόκειται να παραβιαστεί το άρ. 3 της ΕΣΔΑ ή η αρχή της έμμεσης επαναπροώθησης (non refoulement). Στο μέτρο που δεν τεκμαίρεται ότι όλα τα κράτη μέλη είναι σε θέση να εφαρμόσουν την ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία για την προστασία των προσφύγων, οι επιστροφές Δουβλίνου δύνανται να «παγώνουν».

Σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, η ανωτέρω Απόφαση θα σταματήσει όλες τις μεταφορές στην Ελλάδα από άλλα μέλη της ΕΕ, γεγονός που ενδεχομένως να αυξήσει τις μεταναστευτικές ροές από το Ιόνιο προς την Ιταλία και το χώρο Σένγκεν. Θα τεθεί το ερώτημα αν τα Κράτη-Μέλη, στα πλαίσιο της ρήτρας κυριαρχίας του Κανονισμού Δουβλίνου ΙΙ, πέρα από το πάγωμα των επιστροφών, θα ενεργοποιήσουν τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος ασύλου στο έδαφος τους, όπου έχει καταφύγει ο πρόσφυγας. Με παρόμοιες υποθέσεις που εκκρεμούν για τις μεταφορές αιτούντων άσυλο στην Ιταλία και τη Μάλτα και ενώ ήδη εκκρεμεί από το 2008 για μερική μεταρρύθμιση του Κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ, μπορεί κανείς να ελπίζει αυτή είναι η αρχή για ένα πιο εξανθρωπισμένο καθεστώς χορήγησης και εξέτασης των αιτημάτων ασύλου στην ΕΕ.

Bασίλης Κερασιώτης

Δικηγόρος, Μέλος Νομικής Υπηρεσίας Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, ΜΔΕ Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιά