Σημερα, δεν εχω σκοπο ουτε να ψαλλω το εγκωμιο του Δημητρη Τσατσου, ουτε να πενθησω για την απωλεια του. Ο φιλος μου ανηκει πια αλλοιμονο μονο στην ιστορια. Την ιστορια που, σαν γνησιος απογονος του πατερα του και του Εγελου, δεν επαψε σε καμμια στιγμη όχι μονο να σεβεται, αλλα και να υπηρετει. Με αυτόν ακριβως τον Τσατσο στο μυαλο μου, θα αρκεσθω στο να θεσω ένα ερωτημα που θα εθετε, πιστευω και ο ιδιος αν ζουσε. Το διαβημα ειναι βεβαια ματαιο και αναπαντητο. Και ετσι, προφανως το ερωτημα παραμενει ρητορικο. Είναι όμως υπερποτε επικαιρο. Σε μιαν εποχη οπου η ιστορια φαινεται να μας διαψευδει και να μας ειρωνευεται, σε μιαν εποχη οπου οι σταθερες βεβαιοτητες πανω στις οποιες μας ειχαμε στηριξει τις σκεψεις μας, τις πεποιθησεις μας και τις στασεις μας, σε μιαν εποχη οπου η κριση δεν αγγιζει μονο τις δομες, αλλα απειλει και τις εννοιες, τις σημασιες και τις αξιες, τι αραγε θα μπορουσε να λεει ενας ανθρωπος που βρισκονταν εμποτισμενος στην ιστορικοτητα όχι μονο του κοσμου αλλα και των ιδιων του των στοχασμων;
Ετσι, επελεξα να μιλησω όχι στο ονομα η στην παραδοση της σκεψης του Τσατσου, αλλα «από την πλευρα του», δηλαδη απο την πλευρα του πνευματικου ισκιου του. Του ισκιου ενός ακαματου στοχαστη που παντα πασχιζε να εκδιπλωνει αλλα ταυτοχρονα και να συγκαλυπτει τη σκεψη του, μεσα στα αδιορατα διακενα που χωριζουν το υπαρκτο από το ανυπαρκτο και το αδιανοητο, το ον από το δεον, τον Hegelαπό Kant, εκεινο-που-δεν-υπαρχει-ακομα από εκεινο που δεν θα υπαρξει ισως ποτε. Ενός στοχαστη που πιστευε και ηλπιζε στο λογο και στην ιστορια, διχως όμως να εμπιστευεται απολυτως ουτε τον πρωτο ουτε τη δευτερη. Ενός στοχαστη που και αν ακομα δεν μπορουσε να λυσει τις αντιφασεις, τις απολαμβανε. Η ανομολογητα ου-τοπικη και αντιφατικη αυτή διασταση του Τσατσου σφραγισε, πιστευω όχι μονο το εργο του, αλλα και τη ζωη του. Ισως μαλιστα αυτό να είναι και εκεινο που προσεδιδε στο λογο του την ακαταμαχητη «γοητεια» του. Ας θεωρηθουν λοιπον αυτά που θα ακολουθησουν σαν μια προσφορα στη μνημη μιας γοητειας από την οποια εχουμε πια στερηθει.
Θα αρχισω από μια παραδοχη. Πιστευω πως η αρρητη αφετηρια του εργου του Τσατσου βρισκεται στην αναγκη να ξεπερασει την προαιωνια αντιθεση αναμεσα στον νομικο θετικισμο και στο νομικο ιδεαλισμο. Ως ακραιφνης νομικος, ηταν βεβαια υποχρωμενος να αποφαινεται στο πλαισιο ενός δεδομενου ιστορικου κανονιστικου συστηματος. Αλλα ως εξ ισου ακραιφνης δημοκρατης, εννοιωθε απολυτα δεσμευμενος από τις δημοκρατικες αξιες και ιδεες που του επετρεπαν να αναζητα το υπερτατο αγαθο του δημοσιου συμφεροντος. Δεν είναι λοιπον καθολου τυχαιο ότι σε ολη τη ζωη του υπηρξε ταυτοχρονα νομικος, πολιτικος και δημοσιος διανοουμενος. Ουτε ότι παρεμενε παντα «ερασιτεχνης», με την ευγενεστερη σημσια της λεξης. Αρνηθηκε τοσο να εγκλωβισθει στους γυαλινους πυργους του νομικου ελεατισμου οσο και να οχυρωθει πισω από τον κυνικο πραγματισμο της εξουσιαστικης διαπραγματευσης. Ισως να το πληρωσε. Αλλα δεν μπορουσε διαφορετικα. Δεν απεστη ποτε από την πεποιθηση ότι όπως και η ιστορια, ετσι και οι αξιακες καταβολες, δεν μπορει ποτε να παρακαμπτονται.
Ετσι, δεν είναι τυχαιο ότι ο προβληματισμος γυρω από τις αξιες, τα εννομα αγαθα και τις λογικες και ιστορικες τους συμφυσεις δεν επαψε ποτε να βρισκεται στο επικεντρο της σκεψης του. Γραφει. «Αν το αγαθο είναι η οντολογικη μορφη του μεσου ικανοποιησης μιας αναγκης, η αξια είναι η δεοντολογικη μορφη του αγαθου. Το αγαθο της ελευθεριας είναι εννοια του πρακτικου λογου ενώ η αξια της ελευθεριας είναι η αντιστοιχη εννοια του καθαρου λογου.» Και συνεχιζει, «οταν η αξια (και το αξιακο συστημα) εισερχεται στο Δικαιο, γινεται νομικος κανονας που αναδεικυνομενος σε lexperfectaπροβλεπει κυρωσεις για την περιπτωση της παραβιασης του». Για να συμπληρωσει ότι «το δικαιο γινεται «επικαιρο», δηλαδη ιστορικα σημαινον όχι μονον όταν παραβιαζονται οι κανονες και οι αξιες που βρισκονται ενσωματωμενοι σε αυτους αλλα ηδη από τη στιγμη που γινεται επικληση της παραβιασης τους,» η ακομα, θα προσεθετα, του ενδεχομενου της παραβιασης τους. Και εδώ, καταληγει, «αναδεικνυεται ο βαθυτατα πολιτικος χαρακτηρας του δικαιικου φαινομενου.» Από τη στιγμη που οι κανονες εισερχονται στη ζωη και αναδεικνυνοται σε «εγκοσμια υποθεση», οφειλουν και να τιθενται υπο τον συνεχη ελεγχο της εννομης δημοκρατικης ταξης.
Η δημοκρατια δεν είναι λοιπον ποτε δεδομενη. Σε κάθε στιγμη ελλοχευουν κινδυνοι να διασαλευθουν οι ιδιες οι προυποθεσεις της. Αυτό όμως δεν γινεται μονον μεσα από την ατομικες παραβατικοτητες η την αυθαιρεσια των ισχυρων. Πολύ πιο επικινδυνες είναι οι απειλες που προκυπτουν μεσα στα ιδια «τα αδυτα της εξουσιας» ως αποτελεσμα μιας αμετρης και απρουποθετης προωθησης του ισχυοντος Νομου ως αυτονοητου εκφραστη των ισχυουσων αξιων. Ετσι, η δημοκρατια δεν συγκρουεται μονο με τους υπονομευτες και αρνητες της. Τα ιδια τα τεκνα της (γνησια η νοθα) μπορει να αποδειχθουν ακομα πιο απειλητικα και επικινδυνα.
Η δημοκρατικη και αξιακη εγρηγορση πρεπει λοιπον παντα να προτασσεται ολων των νομικιστικων ακριβολογιων και ολων των κανονιστικων αυτοματισμων. Θα επικαλεσθω και παλι τον Τσατσο όταν με ευκαιρια το ζητημα της τρομοκρατιας αναφερεται στη συγκρουση αναμεσα στα αγαθα της ελευθεριας και της ασφαλειας. Επισημαινει ότι η «τρομοκρατια δεν είναι μονον ευθεως απειλητικη για την ασφαλεια και ευρυθμια του κοινωνικου βιου». Είναι «απειλητικη επισης, και ισως κυριως, μεσα από τους απροβλεπτους τροπους «αξιοποιησης» του κινδυνου της τρομοκρατιας ως δικαιολογητικου λογου για τη συρρικνωση της δημοκρατιας».
Ετσι, πιστευω, ο Τσατσος θετει τον δακτυλο του επι των τυπων των ηλων. Η «αξιοποιηση» των κινδυνων για την οποια μιλα παραπεμπει κατ ευθειαν στην αξιοποιηση καταστασεων αναγκης. Και εδώ ακριβως εντοπιζεται η ιδιαιτεροτητα της σημερινης συγκυριας. Πραγματι, στις μερες μας, οι «καταστασεις αναγκης» δεν συνδεονται πια με την τρομοκρατια, αλλα με την οικονομια. Και ετσι μετατοπιζονται πληρως οι οροι υπο τους οποιους αναγνωριζονται και ονομαζονται. Αν οι ερπουσες απειλες της τρομοκρατιας ωφειλαν, τουλαχιστον κατ αρχην, να είναι δυνατον να στοιχειοθετουνται και να «προκυπτουν», στις ψυχαναγκαστικα μεγιστοποιητικες κοινωνιες, οι οικονομικες απειλες είναι δυνατον να αντιμετωπιζονται ως δεδομενες και μονιμες. Στο ερωτημα ποτε μπορει να απειλειται η οικονομια η απαντηση είναι μονον μια. Παντα. Οι νεες «καταστασεις αναγκης» που επικαλειται η αρχουσα γνωμη εμφανιζονται λοιπον ως εξ υποθεσεως «δομικες», ενδημικα συντρεχουσες και διαρκεις.
Στο σημειο αυτό ακριβως προκυπτουν οι εν δυναμει τρομακτικες προεκτασεις της χρησιμοποιησης της κρισης της οικονομιας ως δικαιολογιας για μια νεου τυπου συρρικνωση της δημοκρατιας. Δεν είναι τυχαιο ότι αρχιζει να θεωρειται αν όχι αυτονοητο, τουλαχιστον συζητησιμο οτι οι κινδυνοι της οικονομικης αρρυθμιας και αταξιας μπορει και πρεπει να αντιμετωπιζονται μονιμα και ριζικα μεσα από τη συνταγματικη κατοχυρωση μιας συγκεκριμενης οικονομικης πολιτικης. Η ιδεα είναι πρωτογνωρη. Η συνταγματοποιηση της οικονομικης πολιτικης σημαινει η πρωτογενης αξια του ελευθερου δημοκρατικου γιγνεσθαι οφειλει παντα να υποχωρει μπροστα στην «ανωτερη» αξια του οικονομικου ορθολογισμου. Σημαινει επισης ότι οι διαδικασιες ανακατανομης του κοινωνικου πλουτου υπερ των ηδη κατεχοντων και εις βαρος των αδυνατων πρεπει να αναγνωριζεται ως καταστατικη πλεον συνιστωσα της παραγωγιστικα προσανατολισμενης εννομης ταξης. Και σημαινει τελος οτι, στην αναγκη, δηλαδη παντα, η κυριαρχη χρηματοπιστωτικη ορθοδοξια δικαιουται και οφειλει όχι μονο να υποκαθιστα τη δημοκρατικη αυτοθεσπιση, αλλα και να νικα την ιστορια.
Είναι η πρωτη φορα που συμβαινει κατι τετοιο. Θυμιζω ότι ποτε η θριαμβευουσα σοσιαλδημοκρατια δεν αποτολμησε να «συνταγματοποιησει» την αυτοματη τιμαρθμικη αναπροσαρμογη, να εξειδικευσει καταστατικα τους ορους και τα ορια της ανακατανομης των κοινωνικων πορων υπερ των αδυνατων η να ποσοτικοποιησει την κοινωνικη αλληλεγγυη και δικαιοσυνη. Η συγκεκριμενοποιηση ολων αυτων των αξιακων παραδοχων παρεμενε παντα διαπραγματευσιμη, δηλαδη πολιτικη και δημοκρατικη. Το κοινωνικο Κρατος δεν επιχειρησε ποτε να φιμωσει τη δημοκρατια. Αντιθετα, στηριζε την ισχυ του και το ιστορικο του κυρος στην ενεργη λαικη κυριαρχια.
Αυτό ακριβως φαινεται να ανατρεπεται. Στο εξης, η αντιμετωπιση των κινδυνων, των προκλησεων και των καταστασεων αναγκης οφειλει να αποπολιτικοποιηθει. Ακομα και στο συμβολικο επιπεδο, το ιστορικο παραδοξο είναι εμφανες. Ειρωνικα, την ιδια στιγμη που οι επι πολλα χρονια υπο απαγορευσιν τελουσες ιδεες του Καρλ Μαρξ εμφανιζονται πλεον ανεκτες και συζητησιμες (ειτε ως παντελως ακινδυνες ειτε ως αδιαφορες, οι ιδεες και συνταγες του Κευνς και της σοσιαλδημοκρατιας εμφανιζονται όχι μονον ως απορριπτεες, αλλα και ως καταστατικα πλεον απαγορευμενες. Αντιθετα με την ακινδυνη εξαγγελια μιας αδυνατης και εξ ορισμου «παρανομης» επαναστατικης ανατροπης, η εξαγγελια της «νομιμης» αλλα και μεχρι τωρα εφικτης κοινωνικης ματαρρυθμισης πρεπει να τεθει υπο ρητη απαγορευσιν. Η πολιτικη φαινεται να παραιτειται ρητα από το προαιωνιο λογο υπαρξης της, που δεν ηταν άλλος από την ελευθερη δημοκρατικη σταθμιση των ορων προωθησης του δημοσιου συμφεροντος. Οι καιριες αποφασεις αφαιρουνται λοιπον καταστατικα από το πεδιο ελεγχου της δημοκρατικης ταξης. Η νομιμη πολιτικη εξουσια δεν δρα ως ενσαρκωση της λαικης βουλησης αλλα ως ετερονομη διαχειριση, δηλαδη ως απλη «εντος οριων» δια-κυβερνηση. Και δεν είναι βεβαια τυχαια η γενικη επικρατηση της νεας αυτης λεξης.
Ρωτω λοιπον τι θα μπορουσε να ελεγε ο Τσατσος μπροστα στην συστηματικη υποταγη των εννομων ταξεων στις επιταγες μιας σκοπιμοτητας που δεν ξεπερναει μονον αυτό που θεωρουσαμε ολοι πως αποτελει πολιτικη αλλα και αυτό που νομιζαμε πως εξεφραζε ο λαος και συνοψιζε η κοινωνια. Το προβλημα αυτό δεν ξεφυγε βεβαια από την προσοχη του. Δεν είναι βεβαια τυχαια η εμμονη ενασχοληση του με την προιουσα συρρικνωση της αυτονομιας του πολιτικου και της λαικης κυριαρχιας στο πλαισιο του Ευρωπαικου γιγνεσθαι. Το γιγαντιαιο αυτό πολιτειακο και πολιτικο πειραμα συνεπεφερε αυτό που, στο εργο ζωης του την «Πολιτεια», ονομαζε «μεταπολιτειακη κυριαρχια». Ο αρρητος συλλογισμος ειναι σαφης. Στη μακροχρονη ιστορικη πορεια προς μια «πολιτειολογικα πληρη» Ευρωπη, προς μια νεα διευρυμενη δημοκρατικη Πολιτεια, οι ιστορικες μορφες της παραδοσιακης κυριαρχιας μπορουν και ωφειλουν να σχετικοποιηθουν. Προσωρινα.
Αναρωτιεμαι όμως για τις ιστορικες προδιαγραφες αυτές της σχετικοποιησης. Ισως στο σημειο αυτό ο κατ εξοχην ριζικος Τσατσος να παρασυρθηκε από την αθεραπευτη επιστημονικη και πολιτικη αισιοδοξια του. Την συρρικνωση της κρατικης κυριαρχιας τη συνεδεε με την ελπιδα του για ένα νέο αναβαπτισμενο πολιτικο. Σε καμμια περιπτωση δεν την συναρτουσε με την ιδιωτικοποιηση, την εργαλειοποιηση η την αποπολιτικοποιηση της ληψης των σημαντικων αποφασεων. Οι εντεχνες εκλογικευτικες κατασκευες του, όπως η «μετακυριαρχια», κατετειναν στην ιστορικη διευρυνση της Πολιτειας, όχι στη συρρικνωση της. Τα φαντασματα της ιδιωτικοποιησης της πολιτικης, (τοσο με την εννοια της αθεμιτης διεισδυσης ιδιωτικων συμφεροντων στους τροπους ασκησης της πολιτικης εξουσιας, οσο και με την εννοια της αντικειμενικης εξυπηρετησης τους), της διαχυσης των οριων αναμεσα στο δημοσιο και στο ιδιωτικο και της αποδυναμωσης της πολιτικης και λαικης αυτονομιας τον κατετρεχαν εξ αλλου σε ολη του ζωη. Τα προφανη «ελλειμματα δημοκρατιας» που συνοδευουν το δημοκρατικο γιγνεσθαι είναι αποτοκα μιας προσωρινης ιστορικης καταστασης αναγκης.
Αν όμως ελπιζε ότι όλα θα κυλισουν ομαλα, διαψευστηκε. Και μαλιστα σε δυο επιπεδα. Είναι γεγονος ότι η μετακυριαρχια την οποια προσπαθησε να εννοιοποιησει εκ του μηδενος δεν εμφανιζεται πλεον ως «προσωρινη» ιστορικη παρενθεση, αναγκαια μεχρις οτου υπαρξουν οι κοινωνικες προυποθεσεις για να ολοκληρωθει η κατασκευη μιας νεας ενιαιας δημοκρατικης πολιτικης Ευρωπης που θα απαρτιζεται exaequoetbonoαπό ολες τις εξελίσσομενες ιστορικες του συνιστωσες στο πλαισιο της «Συμ-πολιτειας» την οποια ονειρευονταν ο Τσατσος. Δεν φαινεται να οδευουμε προς μια πρωτογνωρη, «παραδοξη» και προσωρινη ιστορικη συνθεση αναμεσα στις «σχετικοποιημενες» και «συρρικνωμενες» εθνικες κυριαρχιες και στην εκκολαπτομενη ευρωπαικη κυριαρχια εν οψει ενός υπερτερου πολιτικου στοχου. Συμβαινει εντελως το αντιθετο. Η μεταβολη των ιστορικων δεδομενων που προσδιοριζουν την εθνικη, λαικη και κρατικη κυριαρχια αναφερεται στην ριζικη αλλαγη στον τροπο προσληψης όχι της κλιμακας αλλα της ιδεας, της λειτουργιας και των οριων του πολιτικου. Με τις σημερινες μορφες της, η μετακυριαρχια δεν υπηρετει την προσεγγιση σε ενα νεο «ευρυτερο» πολιτικο μορφωμα με στοχο την εγγυηση και προωθηση του ευρωπαικου αξιακου συστηματος. Συμβαλλει, και ισως αποφασιστικα, στην καμψη των ιδεολογικων και νομικων αντιστασεων απεναντι στην απειλουμενη πληρη ετερονομια του πολιτικου. Και αυτό προβαλλεται στο αεναο μελλον.
Πραγματι, στις πονηρες αυτές μερες που όλα οσα λεγονται και γινονται τεινουν να υποκρυπτουν αλλα, οι λεξεις και οι ιδεες ταξιδευουν και μετασχηματιζονται με απιστευτη ταχυτητα. Την ιδια στιγμη που ονομαζαμε πολιτικο δεν είναι πια παρα διαχειριστικο, εκεινο που θεωρουσαμε ως κειμενο εξ υποθεσεως εξω από το δημοσιο χωρο οπου λαμβανονται αποφασεις για το κοινο μελλον εμφανιζεται προκλητικα αυτεξουσιο και παναρμοδιο. Με αυτην την εννοια, η ελευση και κατισχυση της ιδεας της μετακυριαρχιας δεν συντεινει σε μια πορεια που κατατεινει προς τον αεναο εμπλουτισμο της δημοκρατικης αυτοθεσπισης. Αντιθετα, υπηρετει την οριστικη προσδεση του αρματος της πολιτικης στο χωρο των ιδιωτικων συμφεροντων, Το λεγομενο συνδρομο ΤΙΝΑ («δεν υπαρχει άλλη εναλλακτικη λυση») δεν είναι πραγματολογικο, αλλα δεοντολογικο. Αν υπο τις παρουσες συνθηκες «δεν υπαρχει άλλη λυση», αυτό συμβαινει επειδη δεν μπορει πια να επιτρεπεται να υπαρξει λυση άλλη εκτος από εκεινη που υπαγορευεται από το υπερεθνικο κεφαλαιο. Με αυτην την εννοια, το προθεμα «μετα» εμφανιζεται πολυεπιπεδο. Σε πληρη αντιθεση με εκεινην του Τσατσου, η σημερινη μετα-κυριαρχια είναι συνωνυμη με την μετα-πολιτικη και ενδεχομενως με τη μετα-δημοκρατια.
Τι θαλεγε λοιπον ο Τσατσος στη σημερινη πρωτογνωρη συγκυρια; Τι σχηματα θα μπορουσε να εχει επινοησει προκειμενου να εξηγησει και χαρακτηρισει το αν όχι εντελως χαμενο, τουλαχιστον διαρκως απομακρυνομενο ονειρο για μιαν ευρυτερη, δημοκρατικοτερη και αξιακα συνεπεστερη Ευρωπαικη Πολιτεια; Τι θα μπορουσε να προτεινει τη στιγμη που οι μυχιοι ποθοι και οι εμμονες προσδοκιες του εχουν γινει αντικειμενα «αρπαγης» η «υφαρπαγης» από δυναμεις και τασεις που φαινεται, όπως καποτε ο Ζευς, να διεκδικουν και να μπορουν να επιβαλλουν το αλαθητο της ολυμπιας ετυμηγοριας τους και την ανελεητη παντοδυναμια της αποφασιστικης τους βουλησης; Και πως υπο τους ορους αυτους θα μπορουσε να αναδιατυπωσει τον ορισμο του Καρλ Σμιτ για την κυριαρχια; Αν κυριαρχος είναι εκεινος που αποφασιζει για τις εκτακτες περιστασεις, και μαλιστα τοσο για το «ποτε» οι περιστασεις είναι εκτακτες, και για το «πως» πρεπει να αντιμετωπισθουν, είναι σαφες ότι κυριαρχοι σημερα δεν είναι ουτε οι ανημπορες κυβερνησεις ουτε οι ανισχυροι γραφειοκρατες της Κομισιον, ουτε καν η Κεντρικη Ευρωπαικη Τραπεζα, το Δ,Ν.Τ. και η Παγκοσμια Τραπεζα. Κυριαρχοι είναι μονον οι «αγορες», τα νομαδικα κεφαλαια, το χρηματοπιστωτικο συστημα, και σε ο,τι μας αφορα, στο βαθος, η ηγεμονευουσα Γερμανικη βιομηχανια.
Υπο τις συνθηκες αυτές λοιπον, η λαικη, εθνικη και κρατικη κυριαρχια μπορει να επιβιωνουν μονον ως ισχνες προσχηματικες εκλογικευσεις. Πολλω μαλλον που για πρωτη φορα, οι πραγματικοι κυριαρχοι ουτε χρειαζεται ουτε αρεσκονται να εκτιθενται στο απλετο φως μιας εξουσιας που καλειται να δρα με πληρη επιγνωση της ιστορικης μεγαλοπρεπειας του ρολου της. Κρυβονται απλως στη σκια των «μετα-ιστορικων» εντολοδοχων τους. Υπο καθεστως μονιμης «αναγκαστικης διαχειρισης», εκεινοι που αναλαμβανουν να παιξουν τον αχαρο ρολο των «συνδικων της πτωχευσεως», πραγματικης, εικαζομενης η φαντασιακης είναι απλως ψευδοκυριαρχοι η μετα-κυριαρχοι. Τι θαλεγε λοιπον ο Τσατσος για την μετα-κυριαρχια των επιτροπων, η στη δικη μας περιπτωση, των συνδικων πανω σε μια «πτωχευμενη χωρα και πανω σε μιαν υπο πτωχευση δημοκρατια»; Και πως θα απαντουσε στην απορια της Αλικης του Λιουις Καρρολλ οταν ρωτουσε «πως είναι δυνατον οι λεξεις να εχουν η να αποκτουν τοσο διαφορετικα νοηματα»; Μηπως θα συνυπεγραφε την αποκριση του Χαμπτυ Νταμπτυ ότι το μονο πραγματικο ερωτημα ειναι ποιος κανει κουμαντο; Όμως, ευτυχως ισως γιαυτον, δεν χρειαζεται πια να τεμνει ζητηματα, να δινει απαντησεις και να επινοει προσφορες εκλογικευσεις. Εσυ τουλαχιστον, Δημητρη, πεθανες νωρις.