Το Μνημόνιο και ο λόγος περί κυριαρχίας

Γιώργος Καραβοκύρης, Δικηγόρος, Ειδικός Επιστήμονας Νομικής Δ.Π.Θ
Πέρα από αναπαραγωγή της κρίσης του Κράτους δικαίου[1], η απορρόφηση της εθνικής έννομης τάξης στη δίνη της ανολοκλήρωτης πολιτειακής στροφής[2] που αποκαλούμε «Μνημόνιο» συνιστά δοκιμασία και της ελληνικής συνταγματικής θεωρίας και ειδικότερα του λόγου τηςπάνω στο ζήτημα της κυριαρχίας. H μεταπολιτευτική νομική δογματική αποτύπωνε, μέχρι τώρα, το συναινετικό κοινοβουλευτικό κλίμα[3], αφού η ραγδαία υποχώρηση της πολιτικής κυριαρχίας, της αφηρημένης δηλαδή κατίσχυσης στο πεδίο του πολιτειακού αυτοκαθορισμού[4], δεν θεωρούνταν ότι άγγιζε την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας», με άλλα λόγια τη νομική κυριαρχία του ελληνικού Κράτους[5]. Ο θεμελιώδης νεωτερικός διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτόν που φέρει και σε εκείνον που ασκεί την κυριαρχία λειτούργησε ως ερμηνευτική προκατανόηση του 28 Σ., και η προσαρμογή της ελληνικής στην ενωσιακή τάξη αποδιδόταν συστηματικά στη βούληση του Κυρίαρχου ελληνικού λαού.
Το Μνημόνιο έρχεται να διαρρήξει, ωστόσο, μεταξύ άλλων και πολύ πιο σημαντικών ισορροπιών, και την ενότητα της συνταγματικής θεωρίας, καθώς η λήψη θέσης, ακόμη και αν πρόκειται για την πιο εκκωφαντική σιωπή, μοιάζει αναπόφευκτη. Η ανατομία, όμως, της σχετικής επιχειρηματολογίας δεν αναδεικνύει τελικά, όπως ίσως θα περίμενε κανείς, μόνο δύο διαφορετικές αντιλήψεις περί κυριαρχίας (§1), αλλά, επίσης, τη μοιραία έλξη του συνταγματικού μας λόγου από μια μεταφυσική-ουσιοκρατική εκδοχή της (§2), η οποία έγκειται στον αναγκαίο, είναι η αλήθεια, καταλογισμό[6] των εκφάνσεων της κυριαρχίας, όπως το Μνημόνιο, στη θολή φιγούρα ενός αλάθητου Κυρίαρχου.
1. Το Μνημόνιο μεταξύ ουσίας και σύμβασης
Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στα επιχειρήματα των «αντιμνημονιακών» για να διαπιστώσει κανείς τη μετατόπιση της εξέτασης της κυριαρχίας από τη νομική στην πολιτειολογική της διάσταση και κατά συνέπεια μια μετωπική και εύλογη αμφισβήτηση ακόμη και της «σχετικής», κατά Μάνεση[7], αυτονομίας του νομικού κανόνα λόγω της κανονιστικής δύναμης του πραγματικού γεγονότος[8]. Πέρα από τις γνωστές εξόφθαλμες αστοχίες ως προς τη νομοθετική του κύρωση[9], το Μνημόνιο καταγγέλλεται ως μια de factoπαραχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας γιατί ισοδυναμεί «με εκχώρηση της αρμοδιότητας χάραξης και εφαρμογής της οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής της χώρας» στην τρόικα[10]. Υπό το φως αυτής της ανάλυσης, η κυριαρχία δεν εκλαμβάνεται πια ως το δικαίωμα της απόφασης ή της αρμοδιότητας, εφόσον είναι σαφές ότι τούτο παραμένει στα χέρια του συμβαλλόμενου, ο οποίος «οικειοθελώς προσχώρησε» στη σύμβαση, αλλά ως καθαρή δύναμη, ως potestas με την πολιτική έννοια του όρου[11]. Παρότι η εξωτερική κυριαρχία διέπεται από το καθεστώς της συναίνεσης και η εσωτερική από αυτό της εξουσίασης[12], είναι προφανές, εάν υιοθετήσουμε αυτά τα εξωνομικά κριτήρια της πολιτειακής βούλησης, ότι δεν υφίσταται ούτε αυθεντική συναίνεση ούτε κατ’ επέκταση πραγματική εξουσίαση. Ενώ, όμως, η παραπάνω άποψη μένει πιστή στις κατηγορίες του (κοινωνιολογικού) θετικισμού, αναδεικνύοντας τη σημασία του ωμού συσχετισμού δυνάμεων στη διαμόρφωση του κανόνα, σημαίνουσα θέση διεκδικεί στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο και ο καθαρός φυσικοδικαιισμός. Ο Κασιμάτης, για παράδειγμα, παρακάμπτει εντελώς το δεδομένο της νομοθετικής βούλησης, το γεγονός ότι ο ν. 3845/2010 δεν εκχωρεί καμία απολύτως αρμοδιότητα σε αλλοδαπό όργανο, αλλά και το ξεκάθαρο δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, για να υποστηρίξει την απαλλοτρίωση νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρμοδιοτήτων προς όφελος της τρόικας και κατά συνέπεια την παραβίαση του 28 παρ.2 Σ.[13]. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι «είναι φανερό ότι οι προβλεπόμενες στις Συμφωνίες δανεισμού ή επιβαλλόμενες από αυτές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν είναι ούτε μπορεί να είναι προϊόν της νομοθετικής βούλησης της Βουλής των Ελλήνων, αλλά των κυβερνήσεων των Δανειστών και των οργάνων εφαρμογής των»[14]. Έτσι, αμφισβητείται ανοιχτά και η λογική δυνατότητα του Μνημονίου. Στην πραγματικότητα, το Μνημόνιο παραβιάζει εδώ όχι τη νόρμα, αλλά την ιδέα του συνταγματολόγου περί κυριαρχίας.
Σε προνομιακό στόχο του αντιμνημονιακού discours αναδεικνύεται η σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης της 8.5.2010, και πιο συγκεκριμένα η περίφημη παραίτηση του Κράτους από τους όρους της ασυλίας του. Από τη στιγμή που η κυριαρχία συνιστά «κριτήριο Κράτους», η επαχθής συμφωνία οδηγεί de jureστην οριστική απώλεια της «κρατικότητας»[15] της Ελλάδας. Η δυνατότητα εκτέλεσης κατά της δημόσιας και όχι μόνο της ιδιωτικής περιουσίας του δημοσίου, ο προσδιορισμός ως εφαρμοστέου του αγγλικού δικαίου και η εκχώρηση της τελευταίας λέξης στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στοιχειοθετούν μια παράλογη «νομική αυτοκτονία» του Κράτους, η οποία παραβιάζει τη συνταγματική κόκκινη γραμμή του 28 παρ.3 Σ., το διεθνές mandatory law αλλά και τον υπερσυνταγματικό ουσιαστικό πυρήνα του 110 παρ.1 Σ.. Eίναι, ως εκ τούτου, προφανές ότι η ελληνική Βουλή δεν θα μπορούσε να κυρώσει ποτέ την επίμαχη σύμβαση, ακόμη και αν φορούσε το μανδύα της αναθεωρητικής λειτουργίας. To αντίθετο ισοδυναμεί, για τους αντιμνημονιακούς, με πραγματική επανάσταση. Έτσι συγκροτείται, τελικά, μια ουσιοκρατική άμυνα του Συντάγματος, η οποία ταυτίζει το εθνικό συμφέρον με την εθνική κυριαρχία.
Στην άλλη όχθη, ο λόγος υπέρ του μνημονίου είναι κυρίως πολιτικός. Η επίκληση της «ανάγκης» ή της «ευκαιρίας» καθιστά από θεμιτό έως ευκταίο τον ελπιδοφόρο, για όλους, περιορισμό της κυριαρχίας[16]. Σε ό,τι αφορά τα καθαρά νομικά, η θετικιστική και συμβασιοκρατική θεώρηση απαλλάσσει αυτόματα τους φορείς της από τις προηγούμενες απορίες[17]. Αρκεί η περιγραφή της σύμβασης, όπως αυτή ακριβώς είναι, και η ομαλή της ένταξη στην πυραμίδα του δικαίου. Το Μνημόνιο συνιστά μια βολονταριστική εκδήλωση συμβολαιικής ελευθερίας με όλες τις συναφείς εγγυήσεις (δικαίωμα απόφασης, υπαναχώρησης κ.λπ). Η εγκυρότητά του δεν μπορεί να εξαρτηθεί από δικαιικά αδιάφορες νόρμες δικαιοσύνης ή ηθικής των διεθνών οικονομικών σχέσεων. Η αυτονομία της βούλησης δεν υπόκειται σε αξιολογήσεις της αλήθειάς της – φτάνει που το Κράτος μίλησε. Είναι, επίσης, σαφής η θέση του Μνημονίου στην ιεραρχία των κανόνων, παρά τον προγραμματικό πολιτικό του χαρακτήρα. Η νομική δέσμευση της χώρας να λάβει τα μέτρα εφαρμογής του ανάγεται, τελικά, σε ενωσιακή υποχρέωση[18]. Συνεπώς, ακόμη και αν δεχτούμε ότι πρόκειται για παραχώρηση φύσει κυριαρχικών αρμοδιοτήτων, με την έννοια του 28 παρ.3 Σ., είναι προφανές, όπως υπονοεί στην εισήγησή της η Σαρπ, ότι αυτή έχει ήδη και μάλιστα έγκυρα αποφασιστεί[19]. Η υπεράσπιση του Μνημονίου λειτουργεί τελείως αντίστροφα σε σχέση με τους αντιπάλους του: πρόκειται για μια ευρωκεντρική θέση η οποία υποδηλώνει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν ταυτίζεται με την εθνική κυριαρχία[20] (εν προκειμένω το ακριβώς αντίθετο) ενώ παράλληλα επικυρώνει την υπεροχή του κοινοτικού δικαίου έναντι του Συντάγματος. Το Μνημόνιο εγγράφεται στο ενωσιακό νομικό continuum, αφού αποτελεί, για άλλη μια φορά, μόνον άσκηση και όχι εκχώρηση της ιδιότητας του Κυρίαρχου.
2. Το Μνημόνιο και η μεταφυσική θεωρία της κυριαρχίας
«…εκείνο που παραχωρείται είναι η άσκηση της κυριαρχίας και όχι η κυριαρχία καθ’εαυτήν, η οποία παραμένει στην πληρότητά της στον ελληνικό λαό»[21]
Τόσο, όμως, αυτοί που επιμένουν στην ουσία του Μνημονίου όσο και εκείνοι που προτάσσουν τη συμβατική του αυτοτέλεια μοιάζει να μοιράζονται μιαν ακλόνητη πεποίθηση που μας αφήνει, το λιγότερο, σκεπτικούς. Και τούτο γιατί η συνταγματική θεωρία δεν επανεξετάζει, παρά το κάλεσμα των καιρών, την κλασική, από τον Sieyès και μετά, διάκριση ανάμεσα στον (ψιλό) κύριο και τον (επι)καρπωτή της κυριαρχίας. Αντιθέτως, η συλλογική πίστη στην πραγματική φιγούρα ενός ανώτερου κυρίαρχου λαού που εμφανίζεται σποραδικά, εκτός δικαίου[22], και μετά απουσιάζει πανηγυρικά[23], αλλά συνεχίζει να δεσμεύει, όπως όλοι σχεδόν[24] παραδέχονται, εντός δικαίου, το κατώτερό του συλλογικό υποκείμενο (δηλαδή τους αντιπροσώπους του), συνιστά την αξεπέραστη βάση του διαλόγου ως προς το Μνημόνιο, αλλά και ως προς κάθε περίπτωση εκχώρησης της εθνικής κυριαρχίας[25]. Η θεμελίωση, όμως, αυτή προσκρούει, θεωρητικά και πρακτικά, σε ένα σημαντικό πρόβλημα, διότι, στην πραγματικότητα, στερείται του ίδιου της του θεμελίου. Νομικά, και ίσως όχι μόνο, ο «κυρίαρχος λαός» αποδεικνύεται μάλλον μια ανεύρετη σύλληψη[26].
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένα «Μνημόνιο», σημερινό ή μελλοντικό, προβλέπει την αναμφισβήτητη κατάργηση της κυριαρχίας του ελληνικού Κράτους και την εκχώρηση της τελικής αρμοδιότητας στην τρόικα. Σε αυτήν την περίπτωση, η θεωρία θα ανέτρεχε αμέσως στο 28 παρ.3 Σ. ή στο 110 παρ.1 Σ., στην πρωτογενή δηλαδή συντακτική εξουσία, για να αποκλείσει λογικά (θετικισμός) ή αξιακά (φυσικοδικαιισμός) τη συνταγματική κατοχύρωση της αυτοκαταστροφικής σύμβασης. Αναπόφευκτη θα ήταν η θεωρητική σύγχυση: η «τρελή» αναθεωρητική λειτουργία θα εμφανιζόταν ταυτόχρονα ως συντακτική εξουσία – αφού θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει άλλες, λιγότερο σημαντικές αλλά, εντούτοις, αναντίρρητες επιλογές της πρωτογενούς – και ως συντεταγμένη, καθώς θα δεσμευόταν, ως προς τα καθ’ ύλην σπουδαία, από την ίδια και απαράλλακτη βούληση[27]. Η συμβατότητα του Μνημονίου και του κάθε Μνημονίου με έναν υπέρτερο του Συντάγματος συνταγματικό πυρήνα(φιλελεύθερη δημοκρατία), είτε αυτός λειτουργεί εσωστρεφώς[28] είτε εξωστρεφώς[29], προϋποθέτει μια εκτός απόφασης «ουσία» της κυριαρχίας, εθνική ή ευρωπαϊκή, η οποία αποδίδεται σε έναν απόντα λαό.
Ακόμη, όμως, και αν παρακάμψουμε τα σύνθετα θεωρητικά προβλήματα, θα διαπιστώσουμε ότι και οι νομικές συνέπειες της δημοφιλούς διάκρισης ουσίας – άσκησης της κυριαρχίας είναι μάλλον ασήμαντες. Εάν διατρέξουμε τη συνταγματική μας ιστορία, θα ανακαλύψουμε ότι όλες ανεξαιρέτως οι ολοκληρωμένες συνταγματικές μας μεταβολές, «παράνομες» και νόμιμες, ανέπτυξαν πλήρως τα κανονιστικά τους αποτελέσματα[30]. Επίσης, κανένα δικαστήριο δεν περιφρούρησε ποτέ την περίφημη συντακτική εξουσία, δηλαδή τον «κυρίαρχο» λαό, αποδοκιμάζοντας την αναθεωρητική[31]. Ακόμη, και όμως, αν το έκανε, αυτό δεν θα σήμαινε την επιβλητική (επαν)εμφάνιση του εν υπνώσει κυρίαρχου λαού, αλλά και πάλι, όπως συνεχώς συμβαίνει στο Κοινοβούλιο, την επικαιροποίησή του στο πρόσωπο του οργάνου που τον ερμηνεύει αυθεντικά. Άλλωστε, όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη και όταν ο λαός παρουσιάζεται ως κατεξοχήν πρωτογενής και αυτεξούσιος, όπως για παράδειγμα στο δημοψήφισμα του 1974, δεν αποτελεί παρά την απόλυτα συντεταγμένη και όχι τη συντακτική εκδήλωση μιας προσδιορισμένης, βάσει νόμου και ερωτήματος, βούλησης[32]. Σε ό,τι αφορά δε την ευρωπαϊκή ενοποίηση, η επιμονή στο κριτήριο μιας πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας (ευρωπαϊκός λαός/δήμος), όχι μόνον δεν έχει αποτρέψει μέχρι τώρα την εκχώρηση από τα Κράτη στην Ε.Ε. παραδοσιακών κυριαρχικών αρμοδιοτήτων (π.χ. κοπή νομίσματος), αλλά μάλλον αποκλείει και τη δυνατότητα ανάδυσης ενός νομιμοποιημένου, με την έννοια του παντοδύναμου δημιουργού, «Ευρωπαίου Κυρίαρχου», διότι και αυτός μόνο παράγωγος μπορεί να είναι[33]. Επιγραμματικά, η σύλληψη του «κυρίαρχου λαού» φαίνεται να δεσπόζει κυρίως στο φαντασιακό της νομικής θεωρίας.
Γιατί, λοιπόν, παραμένουμε αθεράπευτα δέσμιοι της θεολογικής πεποίθησης στην ύπαρξη μιας ενσαρκωμένης οντότητας που μας κληροδοτεί τα θελήματά της, ενώ πράττουμε συχνά, και όχι βέβαια μόνον εμείς[34], το ακριβώς αντίθετο; Πώς είναι δυνατόν να διερευνούμε τη συμβατότητα του Μνημονίου και του κάθε Μνημονίου με τη βούληση του αυθεντικού λαού του 1975, ο οποίος παραπέμπει σε αυτόν του 1911/1864, αν όχι πιο πίσω; Ίσως γιατί μόνον έτσι μπορούμε αφενός να διαφυλάξουμε επιστημολογικά την ιδιότητά μας ως συνταγματολόγοι και αφετέρου, ως πολιτικά υποκείμενα, να διατηρήσουμε τη (ψευδή) συνείδηση της ιδανικής δημοκρατικής νομιμοποίησης του αυτοκαθορισμού μας. Ωστόσο, στην παρούσα (μνημονιακή) συγκυρία, ακόμα και τα πιο βαριά ιδεολογικά ονόματα που συστηματοποιούν την έννομη τάξη και θεμελιώνουν την υπακοή μας σε αυτήν, όπως αυτό της κυριαρχίας[35], μοιάζει να έχουν χάσει τη διαπλαστική[36] τους δύναμη.


[1] Βλ. Κ. Θ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟ, Μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης : το «Μνημόνιο» ως αναπαραγωγή της κρίσης του κράτους δικαίου, σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/914/ent.1914.asp.
[2] Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική διατύπωση του Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟΥ, Το «Μνημόνιο» ως σημείο στροφής του πολιτεύματος, σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/807/ent.1807.asp.
[3] Αν εξαιρέσουμε, ίσως, την περίπτωση του Ευρωσυντάγματος, η σχέση κοινοτικού και εθνικού δικαίου δεν αποτέλεσε ποτέ σημείο βρασμού της πολιτικής και της θεωρητικής συναίνεσης. Βλ. για τις δεκαετίες ’80-’90 τις δύο σχετικές μονογραφίες των ΤΖ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΤΡΑΓΓΑ, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο και ευρωπαϊκή ενοποίηση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996 και Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟΥ, Ελληνική συνταγματική τάξη και Ευρωπαϊκές Κοινότητες στις διεθνείς σχέσεις, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1987. Επίσης, σημαντική θέση κατέχει η προβληματική αυτή στο έργο του Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Eλληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2004. Βλ. επίσης Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Τα όρια της κοινοτικής αρμοδιότητας και η συνταγματική θεώρησή τους, ΤοΣ, 1984, σελ.472 επ. Για μια σύγχρονη και περιεκτική εξέταση του θέματος, με έμφαση και στη συγκριτική του διάσταση βλ. Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: το ζήτημα της «υπεροχής», εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009.
[4] Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, To «Σύνταγμα» της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2004, σελ.41 επ.
[5] Ή, αλλιώς, την ελευθερία εκφοράς της «τελευταίας λέξης» από το Κράτος και πιο συγκεκριμένα «την εξουσία απόφανσης περί της έκτασης και του περιεχομένου του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου». Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ.378.
[6] Σύμφωνα με τον M. TROPER, η κυριαρχία αποτελεί μια αρχή καταλογισμού, απαραίτητη για τη συστηματοποίηση και τη δεσμευτικότητα των κανόνων δικαίου. Βλ. ΙΔΙΟΥ, La souveraineté comme principe d’imputation, σε D. MAILLARD DESGRÉES DU LOÛ (επιμ.), Les évolutions de la souveraineté, Collection Grands Colloques, Montchrestien, Paris, 2006, σελ.69 επ. Ο TROPER, ωστόσο, επισημαίνει ότι αυτή η αναγκαία αρχή για να θεμελιωθεί η έννομη τάξη είναι σήμερα σε κρίση. Στην περίπτωση δε της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι αποσυντίθενται όλα τα στοιχεία της fictio της κυριαρχίας.
[7] Α. ΜΑΝΕΣΗΣ, Συνταγματικό Δίκαιο, τ.Ι, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.55 επ. Σύμφωνα με τον ΜΑΝΕΣΗ, «η νομικοπολιτική υπερδομή – δίκαιο και κράτος – δεν είναι παθητικός δέκτης των επιδράσεων της κοινωνικοοικονομικής υποδομής, αλλά αντενεργεί και αυτή λειτουργώντας αναδραστικά. Ακόμη περισσότερο: δεν υπάρχει, ειδικότερα, ούτε χρονική ούτε λογική προτεραιότητα μεταξύ οικονομίας και δικαίου. Διότι υποδομή και υπερδομή («βάση» και «εποικοδόμημα») συναρθρώνονται σε μια ολότητα: την όλη δομή του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού, η οποία «αυτοϊσορροπείται» με την αέναη λειτουργία διαλεκτικών σχέσεων αμοιβαίας ανάδρασης – αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης – σε όλα τα επίπεδα των στοιχείων που τη συνθέτουν, επειδή ακριβώς αυτά διαθέτουν μία σχετική αυτονομία, όπως συμβαίνει και με το δίκαιο». (σελ.70)
[8] Κλασική παραμένει η σχετική μελέτη του ΦΙΛ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Η κανονιστική δύναμη του πραγματικού, ΤοΣ, 1983, σελ.105 επ.
[9] Βλ. τις εμβριθείς αναλύσεις των Κ. Θ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., και Α. ΓΕΡΟΝΤΑ, Το Μνημόνιο και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία, ΕφημΔΔ, 5/2010, σελ.705 επ.
[10] Κ. Χ. ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ, Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός «στήριξης» της ελληνικής οικονομίας από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής», σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/809/ent.1809.asp. O συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι «από νομική άποψη δεν φαίνεται να ανακύπτει δέσμευση και πολύ περισσότερο περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ.3 Σ.» και ακόμη ότι «πρόκειται για de facto όχι όμως και de jure εκχώρηση της εξωτερικής οικονομικής κυριαρχίας». Έτσι, η «ελληνική κυβέρνηση και το κοινοβούλιο τίθενται υπό τον άμεσο έλεγχό της στα θέματα αυτά, αφού κάθε σοβαρή άρνηση συμμόρφωσης στις υποδείξεις της θα συνεπάγεται τη μη εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου» Σε πιο ήπιους τόνους, ο Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ επισημαίνει «ότι η εφαρμογή στην πράξη του όλου καθεστώτος του μηχανισμού στήριξης και, κυρίως, των δύο Μνημονίων επιφέρει, de facto, περιορισμούς στην χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής από τα αρμόδια όργανα του Ελληνικού Κράτους. Τούτο, όμως ουδόλως ισοδυναμεί με de jure αναγνώριση αρμοδιοτήτων, που προβλέπονται από το Σύνταγμα, σε αλλοδαπό όργανο. Απλώς συνιστά πολιτική επίπτωση – και μάλιστα βαρύτατη από πλευράς συνεπειών για το κοινωνικό σύνολο και την οικονομία – την οποία επωμίζεται, επίσης πολιτικώς και μάλιστα εξ’ολοκλήρου, η Κυβέρνηση η οποία προέβη οικειοθελώς στην επιλογή υπαγωγής της Χώρας στο μηχανισμό στήριξης». Βλ. ΙΔΙΟΥ, Παρατηρήσεις ως προς τη νομική φύση και τις έννομες συνέπειες του «Μνημονίου», σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/786/ent.1786.asp.
[11] Για μια πολιτειολογική ανάλυση της κυριαρχίας βλ. O. BEAUD, Souveraineté, σε P. RAYNAUD – S. RIALS (επιμ.), Dictionnaire de la philosophie politique, PUF, Paris, 2001, σελ.625 επ.
[12] Βλ., επίσης, για τη διάκριση εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας Π. Δ. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Περί κυριαρχίας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1986, σελ.55 επ. Για την προφανή αυτή ασυμμετρία ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική κυριαρχία βλ. O. BEAUD, La puissance de l’Etat, ό.π., σελ.16-17.
[13] Γ. Ι. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ, Οι συμφωνίες δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ, ΔΣΑ, Αθήνα, 2010, σελ.17.
[14] Ibidem, σελ.19 (η υπογράμμιση δική μας).
[15] Ας μας επιτραπεί να μεταφράσουμε εδώ, ίσως αδόκιμα, τον γαλλικό όρο «étaticité», τον οποίο χρησιμοποιεί στις σχετικές αναλύσεις του ο O. BEAUD για να υπογραμμίσει τη νεωτερική ταύτιση ανάμεσα στο Κράτος και την κυριαρχία. Βλ. ΙΔΙΟΥ, La puissance de l’État, ό.π., σελ.151.
[16] Βλ. ΣΤ. ΤΣΑΚΥΡΑΚΗ, Ζήτω το Μνημόνιο. Μία δυνατότητα είχαμε: να σταματήσουμε τα δανεικά, Τα Νέα, 21.9.2010. Για τη σημασιοδότηση του Μνημονίου ως ευκαιρία μεταρρυθμίσεων που δεν θα απειλήσουν, ωστόσο, τα κεκτημένα του συνταγματισμού βλ. Ν. Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟ, Μεταρρυθμίσεις χωρίς αλαζονεία, Καθημερινή, 14.11.2010. Για μια αναστοχαστική εκτίμηση της νέας πολιτειακής κατάστασης, η οποία εκφράζει την απολογητική, καταγγελτική, ελπιδοφόρα και ταυτόχρονα αμήχανη αντίδραση ενώπιον της αλλαγής παραδείγματος που επιφέρει το Μνημόνιο βλ. Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟ, Το Μνημόνιο ως στροφή του πολιτεύματος, ό.π.
[17] Τη συμβασιοκρατική αυτή θέση, η οποία δίνει έμφαση στη συμβολαιική ελευθερία του Κράτους ακολουθεί ο Π. ΓΚΛΑΒΙΝΗΣ, Το Μνημόνιο της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή, τη διεθνή και την εθνική έννομη τάξη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ.111 επ. Θετικιστική είναι και η ανάλυση του Κ. Θ. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, ο οποίος σημειώνει ότι «σε αντίθεση με τους κανόνες και τις αρχές της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής του ΔΝΤ δεν διεκδικούν από μόνα τους άμεση εφαρμογή στο εσωτερικό της εθνικής έννομης τάξης ούτε φυσικά την υπεροχή τους έναντι των διαφόρων εθνικών κανόνων και αρχών». Βλ. ΙΔΙΟΥ, Το κράτος δικαίου και η εθνική κυριαρχία μπροστά στο ΔΝΤ, ΕφημΔΔ, τ.1/2010, σελ.2-3.
[18] Δηλαδή στην 2010/320/ΕΕ απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 126 και 136 της ΣΛΕΕ. Βλ. σχετικά την εισήγηση της Ε. ΣΑΡΠ στην υπόθεση του Μνημονίου σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/865/ent.1865.asp
[19] Καθώς, σύμφωνα με την ΣΑΡΠ, «αρμοδιότητες σχετικές με την άσκηση της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας έχουν παραχωρηθεί σε όργανα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, στην οποία η Ελλάδα έχει προσχωρήσει με πράξεις κυρωθείσες μετά την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 28 Σ.» Βλ. ΙΔΙΑΣ, ό.π.
[20] Σύμφωνα με τον Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟ, τη διάσπαση της ταυτότητας εθνικού συμφέροντος και εθνικής κυριαρχίας αποτυπώνει ακριβώς το 28 παρ. 3 Σ. Βλ. ΙΔΙΟΥ, Δοκίμιο ελληνικής συνταγματικής θεωρίας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –Κομοτηνή, 1996, σελ.655.
[21] Π. ΔΑΓΤΟΓΛΟΥ, Το νέο Σύνταγμα και οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, σελ. 499 (υποσημ.19). Δανειζόμαστε την παραπομπή από την TΖ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΤΡΑΓΓΑ, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο και ευρωπαϊκή ενοποίηση, ό.π., σελ.48 (η υπογράμμιση δική μας).
[22] Το ίδιο υποστηρίζει και ο Α. ΜΑΝΕΣΗΣ, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, Ι, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, Κλασική Νομική Βιβλιοθήκη, 1991, σελ.79 επ. Για κάθε συνεπή θετικιστή, όπως ο H. KELSEN ή ο R. CARRÉ DE MALBERG, η συντακτική εξουσία δρα εκτός δικαίου. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για ένα θρύλο ή για ένα παιδικό παραμύθι, σύμφωνα με τη γλαφυρή διατύπωση του CL. KLEIN, Théorie et pratique du pouvoir constituant, PUF, Les voies du droit, Paris, 1996, σελ.187 επ. (Chapitre X : De la légende du pouvoir constituant (originaire) à la limitation du pouvoir de révision).
[23]Β. ΑCKERMANN, We the people, Belknap Press, Cambridge Mass., 1991, σελ.6 επ. Έτσι, ο «αληθινός λαός», ο αυθεντικός δηλαδή κυρίαρχος, εμφανίζεται σπάνια και κατά την περίοδο της ιστορικής του ανάπαυσης αναλαμβάνει ο «αντιπρόσωπός» του. Βλ. M. GAUCHET, La révolution des pouvoirs. La souveraineté, le peuple et la représentation (1789-1799), Gallimard, Paris, 1995, σελ.45 επ.
[24] Μια διάσημη εξαίρεση στη διεθνή βιβλιογραφία αποτελεί ο G. VEDEL λόγω της αντίθεσής του στους ουσιαστικούς περιορισμούς της αναθεωρητικής εξουσίας. Ο VEDEL τάσσεται υπέρ της δυνατότητας αναθεώρησης της συνταγματικής διάταξης περί αναθεώρησης. Βλ. ΙΔΙΟΥ, Schengen et Maastricht, RFDA, 1992, σελ.173 επ. Για το λογικό παράδοξο της θέσης αυτής, σύμφωνα με τον Α. ROSS, αλλά και για μια οπτική που σωστά κατά τη γνώμη μας αποσυνδέει το δίκαιο από την τυπική λογική βλ. P. SUBER, The Paradox of Self-Amendment : a Study of Logic, Law, Omnipotence and Change, New York, Peter Lang, 1990.
[25] Η νομική μετάφραση αυτής της θεωρητικής θέσης είναι η τεκμηρίωση της αδυναμίας του Συντάγματος να καταργήσει τον εαυτό του. Η ΤΖ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΤΡΑΓΓΑ παρατηρεί ότι «η συντακτική εξουσία δεν είναι προϊόν αλλά το θεμέλιο του Συντάγματος και επομένως δεν είναι στη διάθεσή του. Σύμφωνα με την άποψη αυτή κανένα σύνταγμα δεν μπορεί να προβλέψει και να ρυθμίσει την κατάλυσή του και επομένως κανένας συνταγματικός περιορισμός δεν μπορεί να είναι ολοκληρωτικός και αμετάκλητος». Σύμφωνα με τον Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, «η παράγραφος 3, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 28, εγκαθιδρύει μια συνταγματική επιταγή που απευθύνεται σε όλες τις συντεταγμένες εξουσίες και στην αναθεωρητική, δηλώνοντας ότι το εθνικό κράτος διατηρεί ακέραια την εξουσία του να ορίζει και να προστατεύει μέσω των κρατικών λειτουργιών του τη συνταγματική του ταυτότητα, τις θεμελιακές του εκείνες δομές, αρχές ή αξίες που το χαρακτηρίζουν ως ανεξάρτητο κράτος και ως πολίτευμα συνταγματικό, δημοκρατικό και δικαιοκρατικό (…) (Έ)τσι, η παράγραφος 3 του άρθρου 28, ορίζοντας ότι οι περιορισμοί στην εθνική κυριαρχία δεν δύνανται να θίγουν τις «βάσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος και τα δικαιώματα του ανθρώπου», εγκαθιδρύει συνταγματική επιφύλαξη κυριαρχίας, η οποία δεν απευθύνεται βέβαια και δεν αφορά το διεθνή οργανισμό ούτε το αντισυμβαλλόμενο κράτος, αποτελεί ωστόσο θεμελιώδη δέσμευση των εθνικών κρατικών οργάνων, της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας», βλ. Το «Σύνταγμα» της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, ό.π., σελ.64-65 (η υπογράμμιση του συγγραφέα). Για μια κριτική της παραπάνω άποψης περί «επιφύλαξης κυριαρχίας» βλ. Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ.429 επ.
[26] Σύμφωνα με τον O. CAYLA, είναι αδύνατον να εντοπίσουμε νομικά την έννοια του κυρίαρχου λαού και κατά συνέπεια την πρωτογενή συντακτική εξουσία. Βλ. ΙΔΙΟΥ, La théorie obscure du pouvoir constituant originaire, σε Mélanges Troper, Εconomica, Paris, 2006, σελ.249 επ. Όμως και σε λιγότερο νορματιβιστικές, αλλά πιο πολιτειολογικές-κοινωνιολογικές αναλύσεις, πάλι η λαϊκή κυριαρχία αναδεικνύεται σε ανεύρετη έννοια. Για παράδειγμα, στο έργο του P. ROSANVALLON, Le peuple introuvable, Gallimard, Paris, 1998, αναλύεται η ένταση ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνιολογική διάσταση του λαού.
[27] Έτσι, όπως εύστοχα αναφέρει ο O. CAYLA, η αναθεωρητική συντακτική εξουσία έχει μια «μικτή φύση», η οποία παραπέμπει στη θεολογική σύλληψη της ενσάρκωσης, της θαυματουργής ένωσης δηλαδή του υιού με τον πατέρα, όπου ο πρώτος είναι την ίδια στιγμή ίσος και άνισος με το δεύτερο. Στην πραγματικότητα, η αναθεωρητική λειτουργία είναι μια «συντακτική συντεταγμένη εξουσία». Βλ. ΙΔΙΟΥ, ό.π., σελ.253. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι και η ίδια η πρωτογενής συντακτική εξουσία χάνει τον κυρίαρχο χαρακτήρα της, αφού εμφανίζεται παραδόξως να είναι ταυτόχρονα κυρίαρχη και υποταγμένη.
[28] Όπως, για παράδειγμα, στο έργο του Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗ, Το «Σύνταγμα» της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, ό.π.
[29] Εξωστρεφώς λειτουργούν οι παραπάνω ρήτρες για τον Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟ, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, αναθ. έκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2008, σελ.204. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και στην πρόσφατη μονογραφία της η Λ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σελ. 385 επ.
[30] Σύμφωνα με τον Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟ, η πρωτογενής συντακτική εξουσία προσφεύγει συχνά σε «νομικές διαδικασίες, κρατικά όργανα και νομικές πράξεις που είναι λίγο ή πολύ γνωστά στην έννομη τάξη, ακόμη κι αν οι σχετικοί κανόνες δεν τηρούνται, ή δεν τηρούνται πλήρως. Αυτό εξηγεί γιατί πολλές φορές και στην ελληνική συνταγματική ιστορία η πρωτογενής συντακτική εξουσία επιχείρησε να εμφανιστεί ως απλή αναθεωρητική διαδικασία, που σέβεται τα όρια και τις προδιαγραφές του ισχύοντος Συντάγματος. Αυτό συνέβη και όταν οι αναθεωρήσεις αυτές ήταν μερικές αναθεωρήσεις, εντοπισμένες σε συγκεκριμένα κεφάλαια και περιορισμένο αριθμό διατάξεων του Συντάγματος (όπως το 1910-11), αλλά και όταν επρόκειτο για ολικές αναθεωρήσεις, δηλαδή διαδικασίες οι οποίες οδηγούσαν σε εξαρχής κατάστρωση νέου συνταγματικού κειμένου, που διατηρούσε βεβαίως πολλά στοιχεία από το προηγούμενο Σύνταγμα (όπως το 1946-52)». Βλ. ΙΔΙΟΥ, ό.π., σελ.66 (η υπογράμμιση του συγγραφέα).
[31] Έτσι, ο Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ αναφέρει ότι «στην ελληνική συνταγματική ιστορία η δικαιοσύνη δέχτηκε, είτε ρητά είτε σιωπηρά, το κύρος όλων των συνταγματικών μεταβολών, είτε αυτές έγιναν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος είτε είχαν πρωτογενή χαρακτήρα, όπως το 1946-1952 και το 1974-75». Βλ. ΙΔΙΟΥ, ό.π., σελ.68.
[32] Και αυτό γιατί στο δημοψήφισμα δεν λαμβάνει μέρος ο «λαός», αλλά το «εκλογικό σώμα», ενώ η νομική και πραγματολογική του μορφή υπαγορεύεται από έναν προηγούμενο νόμο περί δημοψηφίσματος. Έτσι, είναι σαφές ότι στο δίκαιο δεν υπάρχει καμία εκδήλωση του πρωταρχικού, του ολότελα δηλαδή νέου ή για να το πούμε διαφορετικά της παρθενογένεσης, αφού πριν από κάθε κανόνα δικαίου υπάρχει πάντα κάποιος άλλος. Βλ. την ανάλυση του HART για την αξιολόγηση της εντολής του εκλογικού σώματος με βάση κανόνες που προσδιορίζουν εκ των προτέρων την εγκυρότητά της σε H. L. Α. HART, The concept of law, Ofxord University Press, 1961, σελ.74 επ.
[33] Για παράδειγμα, η «νέα» συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τροποποίηση των «παλαιών» συνθηκών ενώ διατηρεί τις επιλογές της απορριφθείσας «Συνταγματικής». Ακόμη, όμως, και η περίφημη Χάρτα των Δικαιωμάτων δεν συνιστά κάτι το πρωτοφανές, αφού αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό το κείμενο της ΕΣΔΑ, τις επιλογές δηλαδή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Για μια σύντομη παρουσίαση της συνθήκης της Λισαβόνας βλ. Κ. ΜΠΟΤΟΠΟΥΛΟ, Οδηγός για τη Λισαβόνα. Ταξίδι στο νέο θεσμικό τοπίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2010.
[34] Χαρακτηριστικές είναι οι αναλύσεις των O. CAYLA και C. KLEIN για τα συνταγματικά παράδοξα της 4ης και της 5ης γαλλικής Δημοκρατίας και τις νομικά έγκυρες αναθεωρήσεις, παρά τις προφανείς παραβιάσεις της βούλησης της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας.
[35] Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η θέση του H. ΚELSEN για την κυριαρχία. Βλ. περισσότερασε O. BEAUD, La puissance de l’État, ό.π., σελ.19-20. Η κυριαρχία είναι, λοιπόν, μια αρχή νομιμοποίησης της έννομης τάξης που ανάγεται στη σφαίρα της πολιτικής φιλοσοφίας και όχι σε αυτήν του δικαίου.
[36] Βλ. για τη δύναμη της ιδεολογίας τη μελέτη του Γ. Ζ. ΔΡΟΣΟΥ, Μία διάλεξη στο Χάρβαρντ κι ένα δείπνο στο Μπουένος Άϊρες ή Φαντασία και νομική ιδεολογία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, εκδ. Το Πέρασμα, Αθήνα, 2009.