‘Μεγάλη πολιτική’ και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Ένα σχόλιο για τις στρατηγικές τήρησης του Συντάγματος στην εποχή του ‘Μνημονίου’

Ακρίτας Καϊδατζής - Λέκτορας Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Η κεντρική ιδέα της παρέμβασής μου είναι ότι, όποτε έχουμε άσκηση ‘μεγάλης πολιτικής’, τείνει να μειώνεται η ένταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων που υλοποιούν την πολιτική αυτή. Τα δικαστήρια αναγνωρίζουν ευρύτερη διαπλαστική εξουσία, δηλαδή λιγότερα συνταγματικά προσκόμματα, στην πολιτική εξουσία –κυβέρνηση και νομοθέτη– για τη διαμόρφωση και υιοθέτηση των σχετικών δημόσιων πολιτικών. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το Σύνταγμα χάνει τη σημασία του γι’ αυτές. Σημαίνει όμως ότι η συμμόρφωση της πολιτικής εξουσίας προς το Σύνταγμα, δηλαδή η τήρηση του Συντάγματος, δεν διασφαλίζεται τόσο στις δικαστικές αίθουσες όσο μάλλον στο πεδίο της πολιτικής[1].
Όπως την αντιλαμβάνομαι, ‘μεγάλη πολιτική’ ασκείται όταν η πολιτική εξουσία αναλαμβάνει ρόλο κοινωνικού, με ευρεία έννοια, μετασχηματισμού. Σε αντίθεση με αυτό που, κάπως συμβατικά, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ‘τρέχουσα’ ή ‘συνήθη’ πολιτική, η οποία κινείται εντός ενός λίγο ή πολύ δεδομένου πλαισίου –το οποίο και αναπαράγει–, η μεγάλη πολιτική αμφισβητεί το πλαίσιο αυτό και επιδιώκει την επαναοριοθέτησή του. Στις περιπτώσεις αυτές, η πολιτική εξουσία υπερβαίνει τη διαχείριση του statusquo και θέτει επί τάπητος τα μεγάλα ζητήματα που μάς απασχολούν ως κοινωνία: ποιοι είμαστε και προς τα πού πηγαίνουμε[2]. Ευκαιρία για την άσκηση μεγάλης πολιτικής προσφέρουν ιδίως, αλλά όχι μόνον, οι πολιτικά μεταβατικές περίοδοι και προπαντός οι περίοδοι κρίσης. Γενικότερα, εάν με τη συνήθη πολιτική εξυπηρετούνται επιμέρους συμφέροντα ως πτυχές του δημόσιου συμφέροντος, με τη μεγάλη πολιτική αναδύεται το γενικό ή υπέρτερο δημόσιο συμφέρον ως τέτοιο, το ‘καθαρό’ δημόσιο συμφέρον μεγάλης κλίμακας, που συνδέεται με μεγάλους εθνικούς στόχους ή, σε περιόδους κρίσης, με εθνικές ανάγκες.
ΙΙ.
Ξεκινώ με μια διαπίστωση, που νομίζω ότι, ως γενική τάση τουλάχιστον, επιβεβαιώνεται διαχρονικά στη νομολογία[3]: Όταν καλούνται να κρίνουν υποθέσεις όπου τίθενται ζητήματα μεγάλης πολιτικής, τα δικαστήρια τείνουν να αποφεύγουν τη διαπίστωση αντισυνταγματικότητας. Σε πολιτικά και κοινωνικά ομαλές συνθήκες, σε περιόδους ‘κανονικότητας’, και αναφορικά με ζητήματα τρέχουσας διαχείρισης, τα δικαστήρια ελέγχουν εντατικότερα τη συμφωνία του νόμου με το Σύνταγμα. Αντιθέτως, σε συνθήκες ασυνήθιστες ή εξαιρετικές, σε περιόδους μεγάλων αλλαγών ή κρίσεων, άρα σε συνθήκες αβεβαιότητας[4], τα δικαστήρια είναι πιο επιφυλακτικά και υποβάλλουν σε ασθενή ή οριακό μόνον έλεγχο συνταγματικότητας τον νόμο, ιδίως όταν αυτός αποτελεί έκφραση μεγάλης πολιτικής.
Εάν η διαπίστωση αυτή είναι ορθή, τίθεται αμέσως το ερώτημα: η μειωμένη ένταση του δικαστικού ελέγχου συνεπάγεται άραγε και αντίστοιχο έλλειμμα στην τήρηση του Συντάγματος; Ναι, εάν θεωρούμε ότι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλίσουμε τη συμμόρφωση του νομοθέτη, που υλοποιεί ορισμένη δημόσια πολιτική, προς το Σύνταγμα. Όχι, εάν δεχθούμε –όπως θέλω να υποστηρίξω– ότι ο δικαστικός έλεγχος, αν και βεβαίως μείζων, δεν είναι ο αποκλειστικός μηχανισμός εφαρμογής του Συντάγματος απέναντι στον νόμο, αλλά συμπληρώνεται από εναλλακτικούς μηχανισμούς που προσφέρει η πολιτική διαδικασία. Όταν ο δικαστικός έλεγχος υποχωρεί, διότι ασκείται με μειωμένη ένταση, η προσφυγή στους μηχανισμούς αυτούς ενδέχεται να συνιστά προσφορότερη και αποτελεσματικότερη από την προσφυγή στα δικαστήρια στρατηγική για την τήρηση του Συντάγματος[5].
Με άλλα λόγια, οι διακυμάνσεις στηνένταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας[6] δεν συνιστούν απαραιτήτως έκφραση συνταγματικού σχετικισμού, δεν σημαίνουν δηλαδή ότι, σε σχέση με τον νόμο, το Σύνταγμα μπορεί κατά περίπτωση να τηρείται περισσότερο ή λιγότερο (ή καθόλου). Σημαίνουν απλώς ότι, ανάλογα με τις συνθήκες, μπορεί να διαφοροποιείται ο τρόπος εφαρμογής του Συντάγματος απέναντι στον νόμο, άλλοτε με περισσότερο νομικά και άλλοτε με περισσότερο πολιτικά μέσα[7].
ΙΙΙ.
Θα ήθελα να επιμείνω στη θέση αυτή: ότι δηλαδή, σε σχέση με τον νόμο που υλοποιεί ορισμένη πολιτική, η τήρηση του Συντάγματος διασφαλίζεται με ένα συνδυασμό νομικών και πολιτικών μέσων –σε διαφορετική, κατά περίπτωση, αναλογία[8]. Μάλιστα, ακόμη και ο ίδιος ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, ως θεσμός που εγγυάται την τήρηση του Συντάγματος απέναντι στον νόμο, ενεργεί όχι μόνο με νομικό, αλλά και με πολιτικό τρόπο.
Ας σκεφτούμε με ποιους τρόπους μπορεί γενικά ο δικαστικός έλεγχος να συμβάλλει στη συμμόρφωση του νομοθέτη προς το Σύνταγμα. Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον τρεις[9]. Ο πρώτος είναι προληπτικός, με την έννοια μιας γενικής πρόληψης. Η πολιτική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση που διαμορφώνει τις δημόσιες πολιτικές και ο νομοθέτης που τις υλοποιεί μετατρέποντάς τις σε νόμους, γνωρίζοντας ότι το προϊόν της πολιτικής διαδικασίας, ο νόμος, ενδέχεται κατά την εφαρμογή του στο μέλλον να τεθεί υπό τον έλεγχο του δικαστή, προσπαθούν όσο γίνεται να αποφεύγουν πρόδηλες αντισυνταγματικότητες. Ο δεύτερος και πιο προφανής τρόπος είναι κατασταλτικός. Όταν, κατά την εφαρμογή του νόμου και στο πλαίσιο ορισμένης αντιδικίας που προέκυψε από αυτή, κάποιο δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο νόμος είναι αντισυνταγματικός, τότε δεν τον εφαρμόζει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ο τρίτος τρόπος είναι παραδειγματικός. Παρόλο που οι έννομες συνέπειες της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας περιορίζονται στη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ κατά τα λοιπά ο νόμος παραμένει τυπικά ισχυρός και εν δυνάμει εφαρμοστέος σε άλλες υποθέσεις, η κρίση αυτή, ιδίως αν προέρχεται από ανώτατο δικαστήριο, αναπτύσσει και πολιτικές συνέπειες. Μπορεί δηλαδή να οδηγήσει την πολιτική εξουσία στο να καταργήσει ή να τροποποιήσει αυτοβούλως τον νόμο, είτε γιατί πείστηκε για την ορθότητα της δικαστικής κρίσης είτε, το πιθανότερο, με μιαν έννοια ειδικής πρόληψης, προκειμένου να αποφύγει παρόμοιες κρίσεις αντισυνταγματικότητας κατά τη μελλοντική εφαρμογή του νόμου[10].
Από τα παραπάνω μπορούμε να συνάγουμε δύο, ενδεχομένως ενδιαφέρουσες, διαπιστώσεις. Πρώτον, η σημασία του δικαστικού ελέγχου δεν εξαντλείται στην κρίση ορισμένου δικαστηρίου ότι κάποιος νόμος είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικός. Δεύτερον, η υπεροχή του Συντάγματος απέναντι στον νόμο δεν διασφαλίζεται αποκλειστικά με νομικά, αλλά και με πολιτικά μέσα. Από τους τρεις προαναφερθέντες τρόπους ενέργειας του δικαστικού ελέγχου, μόνον ο δεύτερος είναι αμιγώς νομικός: διενεργείται και ολοκληρώνεται με την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης. Αντιθέτως, στην πρώτη και στην τρίτη περίπτωση η τήρηση του Συντάγματος διασφαλίζεται με πολιτικά μέσα, στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας και με αποφάσεις που τελικά λαμβάνονται από την πολιτική εξουσία. Ωστόσο, οι σχετικές αποφάσεις –κι αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο– δεν λαμβάνονται αποκλειστικά βάσει πολιτικών εκτιμήσεων, δεν αποτελούν απλώς έκφραση της πλειοψηφικής αρχής ούτε ‘γυμνών’ συμφερόντων, αλλά ενσωματώνουν και νομικές εκτιμήσεις, με τις οποίες αλληλεπιδρούν και, ιδίως στην τρίτη περίπτωση, ‘διαλέγονται’. Σ’ αυτό το ‘διαλογικό’ στοιχείο της εφαρμογής του Συντάγματος φαίνεται και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του συνταγματικού δικαίου ως πολιτικού δικαίου, δηλαδή ως ενός ιδιότυπου δικαιικού κλάδου που μετέχει τόσο του δικαίου όσο και της πολιτικής, που εφαρμόζεται τόσο με νομικά όσο και με πολιτικά μέσα, χωρίς παρόλα αυτά το Σύνταγμα να χάνει τον θεμελιώδη χαρακτήρα του ως νόμου[11].
Η ευρύτερη θέση που υποστηρίζω είναι ότι, ανάλογα με την πολιτική και ευρύτερα την κοινωνικο-οικονομική συγκυρία, τα δικαστήρια μπορεί να ασκούν τον έλεγχο συνταγματικότητας περισσότερο ή λιγότερο εντατικά. Αντιστοίχως, η τήρηση του Συντάγματος διασφαλίζεται με περισσότερο νομικά (στον εντατικό δικαστικό έλεγχο) ή πολιτικά μέσα (στον ασθενή ή οριακό δικαστικό έλεγχο). Σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας και κανονικότητας, το Σύνταγμα είναι σε σημαντικό βαθμό εγγεγραμμένο στο δικαιικό πλαίσιο, έτσι ώστε η εφαρμογή του απέναντι στον νόμο να αποτελεί εν πολλοίς ένα νομικό ζήτημα, που επαφίεται κατά κύριο λόγο στα δικαστήρια. Αντιθέτως, σε περιόδους όπου η πολιτική κανονικότητα ανατρέπεται, το δίκαιο τείνει να υποχωρεί έναντι της πολιτικής, με αποτέλεσμα η εφαρμογή του Συντάγματος απέναντι στον νόμο να επαφίεται, περισσότερο απ’ ό,τι πριν, στην πολιτική διαδικασία. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, ακόμη και όταν εξασθενεί ο δικαστικός έλεγχος, το Σύνταγμα δεν ‘υποχωρεί’, απλώς αλλάζει ο τρόπος ενέργειάς του, καθώς η τήρησή του μετατίθεται από το δικαιικό στο πολιτικό πεδίο. Ακόμη, επομένως, και σε περιόδους κρίσης, το Σύνταγμα δεν χάνει τη σημασία του. Όμως η ‘πολιτικοποίησή’ του συνεπάγεται ότι, προκειμένου να εφαρμοστεί αποτελεσματικά, χρειάζεται να υιοθετήσουμε εναλλακτικές στρατηγικές –πέραν της προσφυγής στον, κατά πάσα πιθανότητα απρόσφορο, δικαστικό έλεγχο.
IV.
Αυτό που σχηματικά και συνοπτικά ονομάζουμε ‘Μνημόνιο’ και τα μέτρα που λαμβάνονται σε εφαρμογή του σηματοδοτούν μια πολιτικά μεταβατική περίοδο, που επικαθορίζεται από την ανάγκη αντιμετώπισης της τρέχουσας δημοσιονομικής και ευρύτερα οικονομικής κρίσης[12]. Οι πολιτικές του Μνημονίου, όπως αποτυπώνονται σε μια σειρά νομοθετημάτων που επιφέρουν τομές και ανατροπές στη λειτουργία του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας, θέτουν κρίσιμα συνταγματικά ζητήματα. Αυτά θα μπορούσαν να κωδικοποιηθούν –με την επισήμανση ότι δεν πρόκειται παρά για μιαν αδρή σχηματοποίηση[13]– ως εξής:
Καταρχάς, το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης, ενόψει του ότι οι πολιτικές του Μνημονίου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ουσιαστικής πολιτικής απόφασης, αλλά υιοθετήθηκαν enbloc, σε ένα δεδομένο και προαποφασισμένο –και, άρα, εκτός δημοκρατικής επιρροής– πακέτο (takeitorleaveit), που τέθηκε εξωγενώς ως όρος για τη λήψη βοήθειας από τους διεθνείς δανειστές της χώρας.
Περαιτέρω, στο πεδίο εφαρμογής των πολιτικών του Μνημονίου φαίνεται να μεταβάλλεται η συνταγματική ισορροπία που είχε διαμορφωθεί στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, ως προς τέσσερα ειδικότερα σημεία:
– πρώτον, μεταβάλλεται η θεσμική ισορροπία μεταξύ των κλάδων της πολιτικής εξουσίας (Κυβέρνηση και Βουλή), με την εκτελεστική εξουσία να ενισχύεται ακόμη περισσότερο, λόγω των ευρύτατων εξουσιοδοτήσεων, σε βάρος της νομοθετικής.
– δεύτερον, μεταβάλλεται η θεσμική και πολιτική ισορροπία μεταξύ της εθνικής και τη διεθνούς/υπερεθνικής εξουσίας, στον βαθμό που η (πραγματική ή και νομική) αποφασιστική αρμοδιότητα για σημαντικά ζητήματα μετατίθεται σε όργανα της ΕΕ ή διεθνών οργανισμών, κάτι που επιτείνει την αποκρατικοποίηση δημόσιων πολιτικών και, άρα, την απομείωση της εθνικής κυριαρχίας.
– τρίτον, μεταβάλλεται η ισορροπία μεταξύ της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας, στον βαθμό που η πραγματική (αν και όχι νομική) αποφασιστική αρμοδιότητα για σημαντικά ζητήματα μετατίθεται στους διεθνείς δανειστές της χώρας, υπό την ιδιότητά τους ως οικονομικών υποκειμένων που ενεργούν βάσει αμιγώς οικονομικών κριτηρίων, κάτι που επιτείνει την απο-πολιτικοποίηση δημόσιων πολιτικών και, άρα, τη σχετικοποίηση της λαϊκής κυραρχίας.
– τέλος, τέταρτον, περιορίζονται συλλογικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Ένα ερώτημα είναι εάν και κατά πόσον οι παραπάνω μεταβολές, όλες ή κάποιες εξ αυτών, υπερβαίνουν το συνταγματικά ανεκτό μέτρο, με άλλα λόγια εάν και κατά πόσον οι νόμοι που υλοποιούν τις πολιτικές του Μνημονίου είναι αντισυνταγματικοί. Ένα διαφορετικό ερώτημα, αν και βεβαίως άμεσα συνδεδεμένο με το προηγούμενο, είναι ποιός και πώς μπορεί να διαπιστώσει την ενδεχόμενη αντισυνταγματικότητα.
V.
Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι τα παραπάνω συνταγματικά ζητήματα δεν μπορούν να αχθούν στο σύνολό τους σε δικαστική κρίση. Δικαστικά μπορεί βεβαίως να ελεγχθεί η συνταγματικότητα των εξουσιοδοτήσεων και, ιδίως, του περιορισμού των δικαιωμάτων, είναι όμως αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να διατυπωθεί δικαστική κρίση για τα υπόλοιπα ζητήματα –που ενδεχομένως είναι και τα σημαντικότερα. Ακόμη, ωστόσο, και στα πεδία όπου είναι νοητός ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, αυτός θα είναι έλεγχος μειωμένης έντασης, ασθενής ή οριακός μόνο.
Στο δεδομένο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, εάν η αρχική μου υπόθεση είναι σωστή, μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων θα τεθεί το ζήτημα της συνταγματικότητας των νόμων που υλοποιούν τις πολιτικές του Μνημονίου, πρωτίστως δηλαδή το Συμβούλιο της Επικρατείας, θα τείνουν είτε να το παρακάμψουν, δηλαδή να αποφύγουν να το απαντήσουν για δικονομικούς λόγους του παραδεκτού, είτε να το απαντήσουν αρνητικά, δηλαδή να αποφύγουν να διαπιστώσουν αντισυνταγματικότητα. Βεβαίως, καθόλου δεν αποκλείεται η διάγνωση της αντισυνταγματικότητας επιμέρους νομοθετικών μέτρων ή διατάξεων. Αυτό, ωστόσο, που φαίνεται ελάχιστα πιθανό είναι να υπάρξει δικαστική κρίση που να θέτει εν αμφιβόλω τη συνταγματικότητα των κεντρικών επιλογών που διατρέχουν τις πολιτικές του Μνημονίου. Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να αναμένουμε δικαστικές αμφισβητήσεις της ‘μεγάλης πολιτικής’ –παρά μόνον, ενδεχομένως, επιμέρους μέτρων για την εφαρμογή της.
Θεωρώ κατά τούτο ότι η τακτική της προσφυγής στα δικαστήρια για την αμφισβήτηση της συνταγματικότητας των πολιτικών του Μνημονίου είναι όχι μόνον απρόσφορη (καθόσον με εξαιρετικά περιορισμένες πιθανότητες ευδοκίμησης), αλλά και, από την άποψη της τήρησης του Συντάγματος, στρατηγικά λανθασμένη. Στις δεδομένες συνθήκες της κρίσης και με αντικειμενικά αναγκαία τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της, οι μηχανισμοί τήρησης του Συντάγματος απαιτείται να ενεργούν όχι τόσο κατασταλτικά (να αναιρεθούν τα ληφθέντα μέτρα ως αντισυνταγματικά), με κίνδυνο να βρεθούμε σε ένα κενό πολιτικής, αλλά πρωτίστως δημιουργικά: Να σχεδιάσουμε, με οδηγό το Σύνταγμα, εκείνα τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης που θα εναρμονίζονται κατά τον βέλτιστο στις δεδομένες συνθήκες τρόπο με τις συνταγματικές αξίες και επιταγές. Με άλλα λόγια, ο μόνος πρόσφορος τρόπος να αμφισβητήσει κάποιος τη συνταγματικότητα των πολιτικών του Μνημονίου είναι να προτείνει, θετικά, εναλλακτικές λύσεις που θα είναι συμβατές –ή θα είναι περισσότερο συμβατές– με το Σύνταγμα, έτσι ώστε, εξ αντιδιαστολής, να προκύπτει το συνταγματικό ‘έλλειμμα’ των λύσεων που επιλέγηκαν. Αυτό φυσικά είναι δουλειά της πολιτικής και όχι των δικαστηρίων, τα οποία περιορίζονται σε αρνητικές κρίσεις, αν δηλαδή ένα νομοθετικό μέτρο είναι ή δεν είναι αντισυνταγματικό. Οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θεωρούν αντισυνταγματικές τις πολιτικές του Μνημονίου βαρύνονται, επομένως, με το εξαιρετικά δυσχερές και κοπιώδες έργο να διατυπώσουν και να προτείνουν πολιτικές που θα ήταν σύμφωνες προς αυτό.
Όσοι επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους στις δίκες του Μνημονίου και δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες από την έκβασή τους, μεταθέτουν στους ώμους των δικαστών το βάρος μιας ευθύνης που δεν τούς αναλογεί, αλλά ανήκει στους ίδιους, δηλαδή στο πολιτικό σύστημα και ευρύτερα στην κοινωνία. Η λογική τού: ‘Θα τα πούμε στα δικαστήρια!’[14] όχι μόνον ενθαρρύνει τον εφησυχασμό και την πολιτική απάθεια, καθόσον δημιουργεί την εντύπωση ότι πρέπει να αφήσουμε στους ‘ειδικούς’, δικαστές και δικηγόρους, την επίλυση ενός μείζονος πολιτικού ζητήματα, αλλά εν τέλει περιορίζει και υποβαθμίζει τις συνταγματικές πτυχές του ζητήματος, καθόσον τις εγκλωβίζει στα στενά περιθώρια ελέγχου που έχει ο δικαστής της συνταγματικότητας. Με άλλα λόγια, η προσφυγή στα δικαστήρια είναι, κατά κάποιο τρόπο, η εύκολη λύση και ένα ανέξοδο άλλοθι για το έλλειμμα πολιτικής, που είναι το βαθύτερο πρόβλημα.
Αν και διατυπωμένα με διαφορετική αφορμή, είναι διδακτικά όσα έγραψε προσφάτως ένας δικαστής: «Οταν σε μια πολιτεία μόνη ελπίδα για ευνομία είναι οι δικαστές και οι εισαγγελείς, τότε στην πολιτεία αυτή πολλά έχουν φύγει εντελώς από τη θέση τους … Πού και πότε με δικαστικές αποφάσεις σώθηκαν παρηκμασμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί από τον αφανισμό και παραπαίουσες δημοκρατίες από την κατάρρευση; … Πού και πότε δικαστές και εισαγγελείς αφύπνισαν χειμαζόμενους λαούς και αναστήλωσαν κατεστραμμένες οικονομίες; … Όπου και όποτε οι δικαστικοί θεσμοί συνέβαλαν στην αποτροπή «του κακού» ή στην προαγωγή «του καλού», ποτέ δεν ήταν μόνοι και, πάντως, ποτέ δεν ήταν η τελευταία και μόνη ελπίδα για τα πάντα …»[15].
***
Σε όλη τη διάρκεια της πολιτικής ιστορίας της χώρας μας, όσο εμποδιζόταν η εδραίωση της δημοκρατίας και μαζί μ’ αυτή η πολιτική ομαλότητα και κανονικότητα, ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων ήταν είτε άγνωστος είτε περιορισμένης σημασίας. Σε όλο αυτό το διάστημα, η τήρηση του Συντάγματος θεωρούνταν ότι ανήκει πρωτίστως στην ευθύνη της πολιτικής και διασφαλίζεται μέσω της πολιτικής διαδικασίας. Ενίοτε μάλιστα με την άμεση συμμετοχή του ίδιου του λαού, που έφτασε να κάνει το Σύνταγμα πολιτικό σύνθημα που ονομάτισε ένα κίνημα και μιαν ολόκληρη γενιά. Η πολιτική ομαλότητα και κανονικότητα που επιτεύχθηκε μετά το 1975 έφεραν μαζί τους την εδραίωση και τη διάχυση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας[16]. Αυτό είχε όμως και μια παράπλευρη απώλεια: ‘έδιωξε’ το Σύνταγμα από την πολιτική.
Μέσα σ’ όλες τις ανατροπές που επιφέρει, το ‘Μνημόνιο’ είναι και μια ευκαιρία να φέρουμε το Σύνταγμα πίσω στην πολιτική και πιο κοντά στους πολίτες. Το Σύνταγμα στην εποχή του ‘Μνημονίου’ μπορεί να (ξανα)γίνει ένα κείμενο έμπνευσης για τους πολίτες και εφαλτήριο και επιχείρημα πολιτικών αγώνων. Όσοι αμφισβητούν τη συνταγματικότητα των πολιτικών του Μνημονίου οφείλουν να το αποδείξουν στο πεδίο της πολιτικής –όχι στα δικαστήρια.


[1] Πρβλ. M. Tushnet, The political constitution of emergency powers: Some lessons from Hamdan, Minn. L. Rev. 91 (2007), σ. 1451 επ., όπου διατυπώνει τη θέση ότι «το συνταγματικό δίκαιο των έκτακτων εξουσιών είναι (πρωτίστως) πολιτικό μάλλον παρά νομικό» (σ. 1452).
[2] Πρβλ. τη συγκριτική μελέτη του R. Hirschl, The new constitutionalism and the judicialization of pure politics worldwide, Fordham L. Rev. 75 (2006), σ. 721 επ., ο οποίος χρησιμοποιεί, αν και με ευρύτερο περιεχόμενο, τους όρους ‘pure politics’ και ‘mega-politics’.
[3] Έχω προσπαθήσει να διερευνήσω την υπόθεση αυτή ειδικά στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής, βλ. Ακρ. Καϊδατζή, Δικαστικός έλεγχος των μέτρων οικονομικής πολιτικής. Νομολογιακές τάσεις και προσαρμογές στο μεταβαλλόμενο οικονομικο-πολιτικό περιβάλλον, σε: Τιμ. Τόμο Π. Παραρά (υπό έκδοση), και σε: www.constitutionalism.gr.
[4] Πρβλ. Τ. Poole, Courts and conditions of uncertainty in ‘times of crisis’, Public Law 2008, σ. 234 επ.
[5] Σπεύδω να διευκρινίσω ότι ο προβληματισμός μου περιορίζεται αποκλειστικά στο ζήτημα της τήρησης του Συντάγματος σε σχέση με τις πολιτικές του Μνημονίου. Δεν πραγματεύομαι καθόλου ζητήματα εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ και του διεθνούς δικαίου. Ο διαχωρισμός αυτός είναι εν πολλοίς τεχνητός, δεδομένου ότι και τα τρία αυτά πεδία συνθέτουν ένα ενιαίο μπλοκ ‘υπερκείμενης’ νομιμότητας ενόψει του οποίου ελέγχονται (ή εφαρμόζονται) οι πολιτικές του Μνημονίου (βλ. συνθετικά Π. Γκλαβίνη, Το Μνημόνιο της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή, τη διεθνή και την εθνική έννομη τάξη,Εκδ. Σάκκουλα 2010). Πρόθεσή μου δεν είναι να καταλήξω σε οποιαδήποτε ουσιαστική κρίση για τις πολιτικές του Μνημονίου και τη συμφωνία τους με το Σύνταγμα, παρά μόνο τούτο: να επισημάνω ότι, πέραν του δικαστικού ελέγχου, υπάρχουν και άλλες στρατηγικές για την εφαρμογή του Συντάγματος απέναντι στον νόμο, οι οποίες, στις δεδομένες συνθήκες, είναι ενδεχομένως προσφορότερες και προτιμότερες από την προσφυγή στα δικαστήρια.
[6] Για την έννοια αυτή και τη σημασία της για την κατανόηση της συνταγματικής νομολογίας παραπέμπω στη δουλειά του Ν. Παπασπύρου, Το ζήτημα της έντασης του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας, σε: Τιμ. Τόμο Συμβουλίου της Επικρατείας – 75 χρόνια, Εκδ. Σάκκουλα 2004, σ. 399 επ., του ίδιου, Θεμιτός και αθέμιτος δυναμισμός. Η ένταση του δικαστικού ελέγχου πράξεων που εξειδικεύουν συνταγματικούς σκοπούς, ΤοΣ 1999, σ. 807 επ.
[7] Αυτό είναι μια παράμετρος που αξίζει να συνεκτιμηθεί κατά τη μελέτη του λεγόμενου δικαστικού (αυτο)περιορισμού. Βλ., αντί άλλων, ιδίως τη συνθετική συγκριτική μελέτη του Ν. Αλιβιζάτου, Μεταξύ ακτιβισμού και αυτοσυγκράτησης. Ο πολιτικός ρόλος των δικαστών στη Δυτική Ευρώπη, ΔτΑ 2003, σ. 697 επ.
[8] Ο (κοινός) νόμος, καθώς βρίσκεται στη διάθεση της πολιτικής εξουσίας (κυβέρνηση και κοινοβουλευτική πλειοψηφία), αποτελεί το κύριο εργαλείο για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής. Από την άλλη, κάθε υπερνομοθετικό δίκαιο, το οποίο βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του κοινού νομοθέτη, θέτει πλαίσια τα οποία περιορίζουν τις επιλογές της πολιτικής εξουσίας. Ο συνδυασμός νομικών, ιδίως δικαστικών, και πολιτικών μέσων μπορεί να διαπιστωθεί, αν και με διαφορετικό κατά περίπτωση τρόπο, αναφορικά με την τήρηση κάθε υπερνομοθετικού δικαίου απέναντι στον νόμο –επομένως, όχι μόνο του Συντάγματος, αλλά και του διεθνούς δικαίου και ιδίως του δικαίου της ΕΕ. Για ένα χαρακτηριστικό, και με ενδιαφέρον για το εδώ εξεταζόμενο θέμα, παράδειγμα της διαπλοκής δικαίου και πολιτικής στην τήρηση του δικαίου της ΕΕ βλ. τη διεισδυτική ανάλυση του Κ. Γώγου, ‘Έγκλημα’ και τιμωρία: Η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση μεταξύ δικαίου και πολιτικής, ΕφημΔΔ 2010, σ. 426 επ.
[9] Όσα ακολουθούν αναφέρονται στο σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, όπως ισχύει στην Ελλάδα. Καταρχήν, πάντως, ισχύουν εξίσου τόσο για τον διάχυτο και παρεμπίπτοντα έλεγχο της συμφωνίας του νόμου με το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της ΕΕ που διενεργούν τα ελληνικά δικαστήρια όσο και, ως ένα βαθμό, για τον ιδιότυπο έλεγχο του (εθνικού) νόμου που διενεργούν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
[10] Στο σύστημά μας υπάρχει και ένας τέταρτος, πολύ πιο ριζικός, αν και στην πράξη σπάνιος, τρόπος ενέργειας του δικαστικού ελέγχου. Πρόκειται για την εξουσία που έχει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παρ. 1 στοιχ. ε΄ Συντ. να αίρει την αμφισβήτηση ως προς την αντισυνταγματικότητα διάταξης τυπικού νόμου, εάν εκδόθηκαν αντίθετες αποφάσεις από ανώτατα δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση του ΑΕΔ έχει ισχύ erga omnes, εάν δηλαδή κρίνει (και όχι απλώς διαπιστώσει) αντισυνταγματικότητα, τότε η διάταξη καταργείται. Η εξουσία αυτή του ΑΕΔ συνιστά παρέκκλιση από τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα του δικαστικού ελέγχου στο ελληνικό σύστημα, καθόσον το ΑΕΔ, ενεργώντας ως αρνητικός νομοθέτης (καταργεί νόμους), μετέχει, κατά μιαν έννοια, της πολιτικής εξουσίας.
[11] Ο διττός χαρακτήρας, νομικός όσο και πολιτικός, του Συντάγματος αποτελεί κοινό τόπο στην ελληνική θεωρία του συνταγματικού δικαίου –βλ., αντί άλλων, ιδίως Αντ. Μανιτάκη, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, Ι. Θεμελιώδεις έννοιες, Εκδ. Σάκκουλα 2004. Αποτελεί όμως ένα ιδιαίτερο, και εν πολλοίς ανεπεξέργαστο, ζήτημα η συσχέτιση των δύο όψεων του Συντάγματος και η πρόσληψη του συνταγματικού δικαίου ως πολιτικού δικαίου, νομικού και ταυτόχρονα πολιτικού, ειδικά σε σχέση με τον νόμο και την τήρηση του Συντάγματος απέναντί του. Επ’ αυτού πρβλ. ιδίως, από την αμερικανική θεωρία, M. Tushnet, Popular constitutionalism as political law, Chicago-Kent L. Rev. 81 (2006), σ. 991 επ., όπου εκθέτει τη βασική θέση του για το συνταγματικό δίκαιο ως «ένα διακριτό ή ιδιαίτερο είδος δικαίου», «πολιτικό δίκαιο» (σ. 991), το οποίο είναι «σε σημαντικό βαθμό δίκαιο» και «σε σημαντικό βαθμό πολιτικό», «συνδυάζει την πολιτική με το δίκαιο» (σ. 992), και όπου παρουσιάζει διάφορες ‘διαλογικές’ αντιλήψεις για το συνταγματικό δίκαιο (σ. 997 επ.). Πρβλ. επίσης, για μια παρεμφερή διαλογική αντίληψη στη βρετανική θεωρία, D. Nicol, Law and politics after the Human Rights Act, Public Law 2006, σ. 722 επ., και κριτικά T. Hickmanσ. 84 επ., του ίδιου, Constitutional dialogue, constitutional theories and the HRA 1998, Public Law 2005, σ. 306 επ., The courts and politics after the Human Rights Act: A comment, Public Law 2008,
[12] Βλ. και Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου/Λ. Θεοχαρόπουλου, Στο ‘αστερισμό’ των κρίσεων: Δημοσίας διοικήσεως και δημοσιονομικής διαχειρίσεως, ΕφημΔΔ 2010, σ. 274 επ., πρβλ. επίσης Απ. Καραγκουνίδη, Το οικονομικό δίκαιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης – Μία εισαγωγική θεώρηση, ΕφημΔΔ 2008, σ. 606 επ.
[13] Για τα συνταγματικά ζητήματα που θέτει το Μνημόνιο βλ. εκτενώς Απ. Γέροντα, Το Μνημόνιο και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία, ΕφημΔΔ 2010, σ. 705 επ., Γ. Κασιμάτη, Οι συμφωνίες δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ, Αθήνα 2010, Γ. Κατρούγκαλου, Memoranda sunt servanda? H συνταγματικότητα του νόμου 3845/2010 και του Μνημονίου για τα μέτρα εφαρμογής των συμφωνιών με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ, ΕφημΔΔ 2010, σ. 157 επ., Πρ. Παυλόπουλου, Παρατηρήσεις ως προς τη νομική φύση και τις έννομες συνέπειες του ‘Μνημονίου’, σε: Τιμ. Τόμο Π. Παραρά (υπό έκδοση), και σε: www.constitutionalism.gr, Κ. Χρυσόγονου, Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός ‘στήριξης της ελληνικής οικονομίας’ από την οπτική της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατικής αρχής, ΝοΒ 2010, σ. 1353 επ.
[14] Πρβλ., για ένα πολύ χαρακτηριστικό και εξαιρετικά διδακτικό παράδειγμα, Χ. Κουταλάκη, «Θα τα πούμε στα δικαστήρια». Δημοκρατική λογοδοσία και έλεγχος των περιβαλλοντικών πολιτικών στην Ελλάδα, ΕφημΔΔ 2009, σ. 686 επ.
[15] Π. Τσούκας, Υπερβολικές προσδοκίες – μάταιες ελπίδες, εφημ. Καθημερινή, 27.6.2010.
[16] Για την εξέλιξη αυτή βλ. χαρακτηριστικά Αντ. Μανιτάκη, Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, Εκδ. Σάκκουλα 2008, σ. 97 επ.