Εμπνεόμενος από τη σκέψη των λεγόμενων «προοδευτικών» (progressive) δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (Oliver Wendell Holmes, Louis Debnitz Brandeis, Benjamin Cardozo) θα ήθελα με την παρούσα παρέμβαση να εκφράσω ορισμένες απόψεις για τη στάση του δικαστή όταν καλείται να ερμηνεύσει το Σύνταγμα και να κρίνει τη συνταγματικότητα νομοθετικών μέτρων όπως το λεγόμενο «Μνημόνιο». Η επιλογή των παραπάνω δικαστών εξηγείται από το γεγονός ότι η διαμόρφωση της έννοιας του δικαστικού αυτοπεριορισμού[1] και η επακόλουθη καθιέρωση του λεγόμενου «τεκμηρίου συνταγματικότητας των νόμων»[2] στην Αμερική οφείλεται κατά κύριο λόγο στις μειοψηφούσες γνώμες τους κατά την περίοδο 1900-1940. Εξετάζοντας συνοπτικά το περιεχόμενο της έννοιας του δικαστικού αυτοπεριορισμού στόχος μου είναι να καταδείξω ότι πρόκειται στην ουσία για μια μορφή ερμηνείας που τονίζει και σέβεται την ιδιαιτερότητα του Συντάγματος
Σε αυτό το πλαίσιο, θα προσπαθήσω μέσα από μια επιλεκτική ανάγνωση των γραπτών και των αποφάσεων των παραπάνω δικαστών να εξαγάγω ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τη στάση που πρέπει να τηρήσει το ΣτΕ ως προς τη συνταγματικότητα του «Μνημονίου», χωρίς όμως να υπεισέλθω απαραίτητα στις λεπτομέρειες του ζητήματος. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι ακριβώς να δείξω πώς ένας δικαστής εμφορούμενος από το ιδανικό του αυτοπεριορισμού θα μπορούσε να προσεγγίσει το ζήτημα και όχι κυρίως να προεξοφλήσω τη συνταγματικότητα ή όχι των μέτρων –αν και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, από την ανάλυση θα προκύψουν αναπόφευκτα ορισμένες απαντήσεις.
Μελετώντας την κρατούσα αντίληψη, διαπιστώνουμε ότι η έννοια του δικαστικού αυτοπεριορισμού επισκιάζεται από το νομοθέτη και συνεπώς ετεροπροσδιορίζεται, ορίζεται δηλαδή αρνητικά ως υποκατάσταση του νομοθέτη από το δικαστή[3]o δικαστικό αυτοπεριορισμό με τη «στενή ερμηνεία» (strictconstructionism) του Συντάγματος.. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η προσέγγιση, παρότι μπορεί να φανεί χρήσιμη για την καταγραφή των θεσμικών ισορροπιών εντός ενός συστήματος, δεν επαρκεί για να φωτίσει όλο το περιεχόμενο της έννοιας· γιατί, εστιάζοντας σχεδόν αποκλειστικά στο «σκιάχτρο» της «κυβέρνησης των δικαστών»,συγχέει τ
Η θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισμού, όπως διαμορφώθηκε από τη σκέψη των προοδευτικών δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα διαθέτει όμως εξίσου μια αυτόνομη και θετική διάσταση. Δε στρέφεται κυρίως εναντίον της ιδέας του «Κράτους των δικαστών», όσο επιδιώκει να διαψεύσει το γνωστό αφορισμό του μετέπειτα Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου Charles Evans Hughes, ο οποίος, ως Κυβερνήτης της πολιτείας της Νέας Υόρκης είχε δηλώσει: «το Σύνταγμα είναι αυτό που οι δκαστές λένε πως είναι»[4]James Bradley Thayer ο οποίος πρώτος διετύπωσε το κριτήριο της «λογικότητας» (reasonablenesstest) του νομοθετικού μέτρου ή του «προδήλου λάθους» (clearmistake) του νομοθέτη[5], κατόρθωσε όμως στη συνέχεια να την εμπλουτίσει και να την ξεπεράσει. Συνεπώς, δε συνιστά απαραίτητα εκδήλωση «δικαστικής ταπεινοφροσύνης»[6] ούτε προτροπή τυφλής υποταγής στην κρίση του νομοθέτη, αλλά κυρίως μέσο κατάφασης της ξεχωριστής φύσης του Συντάγματος. Αυτή λοιπόν τη γενικότερη θεώρηση σκοπεύουμε να αναδείξουμε στο βαθμό βέβαια που είναι συμβατή με τα δεδομένα του ελληνικού συστήματος. Προκρίνει συνεπώς ως αντίδοτο στον απόλυτο δικαστικό επικαθορισμό του Υπέρτατου Νόμου μια θεώρησή του ως ευρέως, ουδέτερου ιδεολογικά και ελαστικού κανονιστικού πλαισίου που εγγυάται το νομοθετικό πειραματισμό. Διατυπώθηκε αρχικά ως εφαρμογή της ανάλυσης του
Ι. Το Σύνταγμα ως ευρύ κανονιστικό πλαίσιο
Ο Holmes υπήρξε ένας μεγάλος νομικός και δικαστής ο οποίος κατά τη διάρκεια της μακράς θητείας του στο Ανώτατο Δικαστήριο υπήρξε πιστός υπέρμαχος της έννοιας της δικαστικής ουδετερότητας και υποστηρικτής της συνταγματικότητας σχεδόν όλων των οικονομικών και κοινωνικών μέτρων που κλήθηκε να ελέγξει. Η σκέψη του Holmes έχει συγκεκριμένα ως αφετηρία μία παραδοχή σχετικά με τη φύση του Συντάγματος: το Σύνταγμα είναι ένα ιδιαίτερο νομικό κείμενο και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από το δικαστή[7]. Δε στοχεύει στη ρύθμιση συγκεκριμένων εννόμων σχέσεων κατά το τρόπο σαφή και συγκεκριμένο αλλά συνιστά ένα ελαστικό κανονιστικό πλαίσιο[8], πηγή και όριο της εξουσίας, το οποίο κατευθύνει και συνάμα ενισχύει τη δυναμική της κοινωνίας[9], όπως αυτή εκφράζεται κατεξοχήν από τη νομοθετική εξουσία. Προορισμένο να διαρκέσει στο πέρασμα του χρόνου χωρίς να καθίσταται ένα κείμενο στερούμενο συνάφειας, πρέπει αναγκαστικά να μπορεί να ενσωματώσει διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις. Ιδίως σε ότι αφορά στις εκάστοτε πολιτικές, ηθικές και οικονομικές θεωρίες, η παροδικότητά τους και η εξάρτησή τους από το συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη αποσύνδεσής τους από το Σύνταγμα.
Συνεπώς, o Holmes υποδεικνύει ότι κατά την ερμηνεία των αφηρημένων διατάξεων του Συντάγματος, ο δικαστής πρέπει να εξασφαλίζει στο νομοθέτη ένα ευρύ περιθώριο κινήσεων[10]Holmes στηλίτευε αδιάκοπα την τάση των συναδέλφων του να αντιμετωπίζουν το Σύνταγμα κατά τρόπο περιοριστικό της ευρύτητάς του., αποδεχόμενος τη δυνατοτήτα πολλαπλών θεμιτών συνταγματικών ερμηνειών/ κατασκευών. Άρα καθήκον του δεν είναι να εξακριβώσει ποιο είναι το ακριβές νόημα των διατάξεων που ερμηνεύει, αλλά απλά να ελέγξει αν η προτεινόμενη ερμηνεία/κατασκευή είναι συμβατή με αυτές[11]. Αυτή η παρατήρηση αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, όταν βρισκόμαστε ενώπιον γενικότερων και βαθύτερων αλλαγών στην κοινωνία, που προκαλούν την ανάδυση καινούριων ιδεών και αντιλήψεων. Ειδικά σε αυτήν την περίπτωση, οι δικαστές πρέπει να είναι ακόμα πιο προσεκτικοί στις κρίσεις τους, δηλαδή ακόμα πιο επιφυλακτικοί να αμφισβητήσουν την κρίση του νομοθέτη. Υπό αυτήν την έννοια, ο δικαστικός αυτοπεριορισμός δεν αρνείται τις προερμηνευτικές επιλογές των δικαστών, αλλά αντιτάσσεται στην απόπειρα μετάφρασης παροδικών θεωρητικών και νομολογιακών κατασκευών σε Συνταγματικές αρχές[12]. Για αυτό το λόγο εξάλλου ο
Στη διάσημη μειοψηφούσα άποψή του στην υπόθεση Lochner που αφορούσε στην καθιέρωση ενός ανωτάτου ωραρίου εργασίας στα παρακευαστήρια άρτου, στήριξε, μεταξύ άλλων, την απόφασή του να μην ελέγξει την σκοπιμότητα των νομοθετικών μέτρων στο αξίωμα της ιδεολογικής ουδετερότητας του Συντάγματος. Αξίζει συγκεκριμένα να παραθέσουμε τα λόγια του:
«Ένα Σύνταγμα δεν έχει ως σκοπό να ενσωματώσει μια συγκεκριμένη οικονομική θεωρία, είτε πρόκειται για τη θεωρία του πατερναλισμού και της οργανικής σχέσης του πολίτη με το Κράτος είτε για τη θεωρία του laissezfaire. Είναι σχεδιασμένο για ανθρώπους που διαθέτουν τελείως διαφορετικές ιδέες και αν συμβαίνει εμείς [οι δικαστές] να θεωρούμε ορισμένες απόψεις φυσικές και οικείες ή καινοφανείς και ενδεχομένως σκανδαλιστικές, αυτό δεν πρέπει να επηρεάζει την κρίση μας σχετικά με το αν οι νόμοι που τις εκφράζουν έρχονται σε αντίθεση με το Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών.»[13]
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρουμε ως γενική διαπίστωση ότι ο Holmes, παρότι προσωπικά αμφισβητούσε την ορθότητά τους, στήριξε στις αρχές του 20ου αιώνα όλα σχεδόν τα κοινωνικο-οικονομικά μέτρα ενίσχυσης της εργατικής τάξης που υιοθέτησαν οι νομοθέτες των διαφόρων Πολιτειών στηριζόμενοι στην εξουσία ρύθμισης της δημόσιας τάξης (policepower). Μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε βάσιμα ότι δε θα είχε πρόβλημα να αποδεχθεί και τον κρατικό παρεμβατισμό της πρώτης φάσης του New Deal και την καθοριστική διεύρυνση της έννοιας του δημόσιου συμφέροντος (business affecting the public interest)[14].
Όπως αναφέρει, «μια λέξη…μπορεί να αποκτά διάφορες αποχρώσεις και νοήματα ανάλογα με τις περιστάσεις και τη στιγμή που χρησιμοποιείται»[15]. Εφόσον το περιεχόμενο νομικών όρων, όπως «δημόσιο συμφέρον» ή «κοινωνικό κράτος», που είναι σε κάθε περίπτωση γενικοί και ασαφείς, γίνεται ακόμα πιο ρευστό σε περιόδους ανακατατάξεων, είναι λογικό να ζητά κανείς από το δικαστή να αμβλύνει ακόμα περισσότερο τον (ούτως ή άλλως) οριακό έλεγχο που ασκεί[16] και να εμφανίζεται πιο διστακτικός στις κρίσεις του. Πολλώ δε μάλλον όταν ένας νόμος συνιστά κεντρική επιλογή της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης, δεν πρόκειται δηλαδή για αποσπασματική ρύθμιση. Κατά αυτόν τον τρόπο, μέσω της αυτοσυγκράτησής του επιβεβαιώνει τον ευέλικτο χαρακτήρα του Συντάγματος.
ΙΙ. Το Σύνταγμα ως εγγυητής του νομοθετικού πειραματισμού
Ο δικαστής Holmes διακήρυξε επίσης στην υπόθεση Abrams ότι «το Σύνταγμα είναι ένα πείραμα, όπως και όλη η ζωή»[17]. Η ιδέα του πειραματισμού, κεντρική στην προοδευτική σκέψη της εποχής, εισάγει με τον πιο πανηγυρικό τρόπο το στοιχείο της αλλαγής στο συνταγματικό δίκαιο. Η αποδοχή ότι τα επιστημονικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα αλλάζουν με ραγδαίους ρυθμούς στην εποχή μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο δικαστής πρέπει να είναι αρκετά επιφυλακτικός όταν πρόκειται, αναπόφευκτα, να κρίνει τη σκοπιμότητα ενός μέτρου.
Εντούτοις ο δικαστής που συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγνώριση του Συντάγματος ως εγγυητή του νομοθετικού πειραματισμού ήταν ο δικαστής Brandeis. Από τη μία πλευρά, επηρεασμένος από την πραγματιστική φιλοσοφία του John Dewey, υπεράσπισε με τις μειοψηφούσες γνώμες του σθεναρά τη δυνατότητα του νομοθέτη να προβαίνει σε κοινωνικούς και οικονομικούς πειραματισμούς μέσα από την προγνωστική-διαπλαστική του ευχέρεια. Από την άλλη, διακήρυξε τη θεσμική υπεροχή του νομοθέτη ως προς τη δυνατότητα συλλογής, επεξεργασίας και αξιολόγησης των στοιχείων εκείνων που είναι απαραίτητα για τη λήψη αποφάσεων των οποίων οι συνέπειες δεν μπορούν να καταγραφούν παρά μόνο μετά την εφαρμογή τους[18].
Παράλληλα, αναγνώριζε πως η δυνατότητα πειραματισμού δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, καθώς πρέπει να κινείται μέσα στα όρια της «λογικότητας» (reasonableness). Πιο συγκεκριμένα, ο «λογικός» χαρακτήρας ενός μέτρου δεν είναι προϊόν αυθαίρετης κρίσης από το δικαστή ωσάν να ασκούσε ένα είδος «υπερνομοθετικής» εξουσίας, αλλά προκύπτει από την εξέταση δύο παραγόντων: είτε α) μετά από εξονυχιστικό έλεγχο των στοιχείων της υπόθεσης, ο δικαστής πείθεται ότι η νομοθετική πρωτοβουλία έχει εξαντλήσει τη δυνατότητα εκτίμησης των πιθανών αποτελεσμάτων του μέτρου[19], είτε β) μακρά νομοθετική πρακτική, επικυρωμένη και νομιμοποιημένη επανειλημμένα από το δικαστήριο, έχει κατοχυρώσει το δικαίωμα πειραματισμού στο παρόν ζήτημα[20].
Όπως γίνεται αντιληπτό, ο στόχος αυτού του ελέγχου δεν είναι η ακύρωση του μέτρου αλλά η διασφάλιση των προϋποθέσεων διεξαγωγής του πειράματος. Ο Brandeis δε δίστασε μάλιστε εν μέσω της οικονομικής κρίσης του 1929 να αποδεχθεί ένα μέτρο του οποίου όχι μόνο δε συμμεριζόταν τη σκοπιμότητα αλλά στη λογική του οποίου είχε αντιταχθεί σε όλη του τη ζωή. Στην υπόθεση NewStateIceC. v. Liebmann[285 U.S. 262 (1932)], η πολιτεία της Οκλαχόμα προσπάθησε να εφαρμόσει μονοπωλιακές πρακτικές στην αγορά πάγου –πολύ σημαντικού αγαθού εκείνη την εποχή. Ο Brandeis ως πολιτικός σύμβουλος του Woodrow Wilson στις Προεδρικές εκλογές του 1912 είχε αναγορεύσει σε κεντρικό πολιτικό ζήτημα την καταπολέμηση κάθε είδους μονοπωλίων και είχε ταχθεί αναφανδόν υπέρ του ελεύθερου ανταγωνισμού. Εντούτοις, αποδέχθηκε το εν λόγω νομοθετικό μέτρο ως εύλογη άσκηση της δυνατότητας πειραματισμού.
ΙΙΙ. Η δυναμική του Συντάγματος
Ο μεγάλος πολιτειολόγος EdwardCorwinείχε επισημάνει κατά την περίοδο των κοσμογονικών αλλαγών του NewDealτον κίνδυνο που προκύπτει από την επικράτηση του «συνταγματικού αρνητισμού»[21], της τάσης δηλαδή να θεωρείται κάθε σχεδόν μέτρο ως αντισυνταγματικό. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, σε περιόδους κρίσης ή μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, το Σύνταγμα χάνει «ως δια μαγείας» την (αναγνωρισμένη άλλοτε) ευρύτητά του και αντιμετωπίζεται ως ένα τεχνικό νομοθέτημα του οποίου οι διατάξεις υφαίνουν ένα πλέγμα συγκεκριμένων και σαφών απαγορεύσεων. Ασκώντας έντονη κριτική σε αυτή τη θεώρηση, οι προοδευτικοί δικαστές της εποχής πίστευαν πως ένα υγιές Σύνταγμα είναι «ζωντανό» και αποτελεί ένα σύστημα ορίων ικανό για μια δυναμική διεύρυνση σε συνάρτηση με τις νέες εμπειρίες. Το Σύνταγμα δηλαδή δεν εγγυάται απλά το παρόν αλλά προωθεί και οριοθετεί τη μεταμόρφωσή του[22].
Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι, σύμφωνα με μια προσφιλή έκφραση της αμερικανικής συνταγματικής σκέψης, το Σύνταγμα δεν είναι ένα σύμφωνο αυτοκτονίας (suicidepact)[23]CommonwealthClub του Σαν Φρανσίσκο στις 23 Σεπτεμβρίου 1932, η βασική αρετή του αμερικανικού Συντάγματος συνίσταται στη λειτουργικότητά του, που του επιτρέπει την προσαρμογή του ακόμα και σε εξαιρετικές, απρόβλεπτες περιστάσεις[25]. Με βάση τα παραπάνω τεκμαίρεται λοιπόν ότι η νομοθετική μαζί με την εκτελεστική εξουσία διαθέτουν καταρχήν την αναγκαία εκείνη ευχέρεια ώστε να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις των καιρών. , δεν καταδικάζει δηλαδή τα πολιτικά όργανα σε απραξία[24]. Όπως ο Πρόεδρος Ρούζβελτ διακήρυξε στον περίφημο λόγο του στο
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι φυσικό να απαιτείται από το δικαστή ο αυτοπεριορισμός του. Η έννοια του αυτοπεριορισμού αναγνωρίζει καταρχήν τον κίνδυνο ο δικαστής να ακυρώσει μέτρα ζωτικής σημασίας για την κοινωνία στηριζόμενος σε μια «συντηρητική» και συνάμα μηχανιστική ερμηνεία του Συντάγματος, που αγνοεί τη ζώσα πραγματικότητα και κρίνει το ζήτημα της συνταγματικότητάς invacuo, επί τη βάσει αφηρημένων αρχών μιας ιδεατής ή παρελθούσας κοινωνίας. Αποτελούσε εξάλλου κοινή παραδοχή όλων των προοδευτικών δικαστών των αρχών του 20ου αιώνα πως τα δικαστήρια αγνοούσαν την πραγματική διάσταση αξιών και αρχών, που ήταν ωστόσο «κατοχυρωμένες» στη θεωρία. Τις συνελάμβαναν ως ήδη ιστορικά πραγματωμένες παρά τα αντίθετα διδάγματα της κοινής πείρας. Και αυτό είχε ως συνέπεια νομοθετικά μέτρα που στόχευαν στην αντιμετώπιση υπαρκτών προβλημάτων και έκτακτων καταστάσεων να κρίνεται ότι προσβάλλουν αφηρημένες και ανεδαφικές αντιλήψεις περί ελευθερίας.
Ωστόσο, χρέος του δικαστή είναι σε κάθε περίπτωση να εξετάζει την υπόθεση υπό το φως των συνθηκών που την περιβάλλουν[26]. Σε περίπτωση που δεν μπορεί να αντιληφθεί την πλήρη εικόνα του προβλήματος, είτε λόγω προσωπικής του αδυναμίας είτε λόγω της συνθετότητάς του, τότε συντρέχει το λεγόμενο τεκμήριο συνταγματικότητας των νόμων[27]Brandeis, ο δικαστής πρέπει να προσπαθεί να επανασυνθέσει στο βαθμό του δυνατού τις συνθήκες που οδήγησαν το νομοθέτη στη λήψη του ελεγχόμενου μέτρου, προκειμένου να μπορεί να εντοπίσει το στόχο που θέτει και να εκτιμήσει στη συνέχεια τη συμβατότητά του με τη συνταγματική τάξη. . Μόνο κατά αυτόν τον τρόπο ο αυτοπεριορισμός από ευσεβής πόθος μεταφράζεται σε αποτελεσματική ερμηνευτική αρχή ή καλύτερα σε ουσιαστικό κανόνα προτεραιότητας μεταξύ των διαθέσιμων ερμηνευτικών επιλογών. Ακολουθώντας την προτροπή του δικαστή
Ενδεικτική αυτής της προσπάθειας είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Blaisdell[28]. Εν μέσω του κραχ του 1929, η πολιτεία της Μινεσότα ψήφισε ένα νόμο που επέτρεπε στους υπερχρεωμένους πολίτες της να ζητήσουν από τα δικαστήρια την επιμήκυνση των χρεών τους ώστε να αποφύγουν έτσι τον πλειστηριασμό των υποθηκευμένων σπιτιών τους. Εντούτοις, το άρθρο Ι ενότητα 10 παρ. 1 του Αμερικανικού Συντάγματος προβλέπει μεταξύ άλλων ότι καμία πολιτεία δε θα ψηφίσει νόμο που «παραβιάζει τη δεσμευτικότητα των συμβατικών υποχρεώσεων» («lawimpairingtheobligationofcontracts»). Το δικαστήριο υποστήριξε ότι μια στενή γραμματική ή ιστορική ερμηνεία αυτής της διάταξης θα οδηγούσε σε ανεπίτρεπτα αποτελέσματα δεδομένων των συνθηκών, καθόσον θα επέβαλλε έναν ασφυκτικό περιορισμό στο νομοθέτη και θα του στερούσε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ένα ζωτικής σημασίας πρόβλημα. Επομένως, ενδεδειγμένη ήταν μια ερμηνεία σύμφωνη με το σκοπό και το πνεύμα της διάταξης. Εδώ λοιπόν βλέπουμε πως η έννοια του δικαστικού αυτοπεριορισμού δεν αποκλείει καταρχήν μια δυναμική ερμηνεία που στόχο έχει την απορρόφηση των κραδασμών του πραγματικού και την δημιουργική ενσωμάτωσή τους στην κανονιστικότητα του Συντάγματος.
Συμπερασματικά, η έννοια του δικαστικού αυτοπεριορισμού βρίσκει εφαρμογή όταν πρόκειται για τον έλεγχο νόμων οι οποίοι: α) εξειδικεύοντας αφηρημένες αξίες αποτελούν συνταγματικές κατασκευές (constitutionalconstructions) που κινούνται εντός του πνεύματος του κειμένου, β) μπορούν να χαρακτηριστούν ως «λογικοί» πειραματισμοί επί οικονομικών θεμάτων είτε ύστερα από εξέταση των στοιχείων που τους συνοδεύουν ή σε περίπτωση που συνιστούν άσκηση παγιωμένης νομολογιακά εξουσίας, γ) στοχεύουν στη δραστική αντιμετώπιση οξέων προβλημάτων χωρίς ωστόσο να παραβιάζουν τον κανονιστικό πυρήνα θεμελιωδών συνταγματικών διατάξεων.
Κατά τη γνώμη μου τα υπό κρίση μέτρα του «Μνημονίου» ανταποκρίνονται, ως προς την ουσία τους, πλήρως σε αυτή την περιγραφή: α) έχουν ορθώς κατά τη γνώμη μου χαρακτηριστεί ως επιφέροντα μια μεταβολή οικονομικού παραδείγματος που όμως, όσο επώδυνη ενδεχομένως, δε φαίνεται να κινείται εκτός της λογικής του Συντάγματος, β) μπορούν να θεωρηθούν ως μέτρα τεκμηριωμένα επιστημονικά, παρότι τίποτε φυσικά δεν μπορεί να εγγυηθεί την τελική επιτυχία τους, και κυρίως κατοχυρωμένα νομολογιακά[29] και τέλος γ) ανταποκρίνονται σε μια εξαιρετικά έκτακτη κατάσταση χωρίς εκ πρώτης όψεως να παραβιάζουν ευθέως κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα. Επιπλέον, πιστεύω ότι η εισηγητική έκθεση της Συμβούλου Σαρπ, παρά τις όποιες κριτικές για μη νομική επιχειρηματολογία, επιτυγχάνει να αναδείξει το διακύβευμα της υπόθεσης μέσω της αναφοράς της στο ιστορικό της κρίσης και της μέχρι τώρα προσπάθεια αντιμετώπισής της.
Δεν μπορώ παρά να επισημάνω πόση εντύπωση μου προκαλεί η ευκολία με την οποία μια κεντρική πολιτική επιλογή που αφορά σε ένα τόσο πολύπλοκο ζήτημα τείνει να ερμηνεύεται με χαρακτηριστική άνεση από πολλούς συνταγματολόγους ως απλό νομικό ζήτημα το οποίο μπορεί και πρέπει να επιλυθεί από τα δικαστήρια κατά (μη;) πολιτικό τρόπο. Άποψή μου είναι ότι το ζήτημα είναι πιο σύνθετο απ’ό,τι παρουσιάζεται και ότι το ΣτΕ θα δεχθεί πολιτικές κριτικές όποια και να είναι η απόφασή του. Η ουσία όμως είναι αν μπορεί, παραμένοντας πιστό στη θεωρία του δικαστικού αυτοπεριορισμού και κατά συνέπεια στην ιδιαίτερη φύση του Συντάγματος, όπως σκιαγραφείται παραπάνω, να ασκήσει ένα είδος έμμεσου ελέγχου των μέτρων, χωρίς όμως απαραίτητα να κρίνει τον πυρήνα των επιλογών.
Θεωρώ εξάλλου ότι αυτό θα αποτρέψει την υπέρμετρη συνταγματοποίηση της πολιτικής ειδικά σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές καθώς και την ενδεχόμενη στοχοποίηση της δικαστικής παρέμβασης. Με άλλα λόγια θα επιτρέψει στο ΣτΕ να μην εξαντλήσει άσκοπα τα αποθέματα «αποφασιστικότητας» που διαθέτει. Αρωγός του σε αυτή την προσπάθεια υιοθέτησης ενός προσεκτικού θεσμικού ρόλου πρέπει να είναι και η έννοια του δικονομικού αυτοπεριορισμού, την οποία διαλέξαμε να μην εξετάσουμε, χωρίς να αγνοούμε ωστόσο την καίρια σημασία της σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου και το συμπληρωματικό χαρακτήρα της ως προς τη θεωρία του ουσιαστικού αυτοπεριορισμού.
Το κυριότερο, ο δικαστής πρέπει να έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ο έλεγχος συνταγματικότητας δεν αποσκοπεί αναγκαστικά στην κήρυξη νόμων ως αντισυνταγματικών προκειμένου να επιβεβαιωθεί ο ρωμαλέος χαρακτήρας του. Όπως ο δικαστής Cardozo υπενθυμίζει, η βασική αποστολή της άσκησης αυτής της εξουσίας συνίσταται στο να εκφράζει ιδανικά που θα ήταν ειδάλλως καταδικασμένα στη σιωπή και στο να τους προσδίδει κατόπιν ιστορική συνέχεια[30]. Κατά τη γνώμη μου, αυτός πρέπει να είναι και οδηγός της γενικότερης νομολογίας του ΣτΕ σε αυτή την τόσο κρίσιμη για τη χώρα περίοδο: πώς θα θέσει σε προοπτική τα παρόντα και επερχόμενα κυβερνητικά μέτρα και πώς θα εγγυηθεί την όσο το δυνατόν πιο ομαλή (δικαιοκρατικά) μετάβαση στη νέα πραγματικότητα της ουσιαστικής οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας.
Με άλλα λόγια, το ζητούμενο δεν είναι να αποτραπεί η επέλευση του καινούριου, κάτι το οποίο συμβαίνει πάντα με τρόπο βίαιο, αλλά πώς αυτό θα συμβιβαστεί με το παλαιό· πώς δηλαδή οι διαχρονικές και θεμελιώδεις αξίες που προστατεύει το Σύνταγμα θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στις νέες καταστάσεις και στα δεδομένα της κρίσης που δείχνει ότι θα μας απασχολήσει για καιρό. Εδώ βέβαια πρέπει να τονίσουμε πως αυτή η προσαρμογή προϋποθέτει λογικά αλλά και χρονικά την εξοικείωση με τη νέα κατάσταση και την αποκρυστάλλωσή της, κυρίως μέσα από νομοθετικές κατασκευές που υπό το φως του σήμερα κινούνται στα όρια της συνταγματικότητας. Αυτό πιστεύω είναι και το μάθημα που μπορούμε να αποκομίσουμε από την αμερικανική εμπειρία της «συνταγματικής επανάστασης» του NewDeal και της μετέπειτα προσαρμογής της νομολογίας στα νέα δεδομένα. Μένει λοιπόν να δούμε πιο ξεκάθαρα ποιοι θα είναι οι νέοι θεσμοί και πολιτικές που θα αναδειχθούν από τις στάχτες της παρούσας φάσης της κρίσης και πώς αυτοί θα μπορέσουν να ενταχθούν ομαλά στο υπάρχον συνταγματικό πλαίσιο. Μέχρι τότε είναι πιστεύω σώφρον και συνταγματικά ορθό οι δικαστές μας να επιδείξουν μια διάθεση αυτοπεριορισμού.
[1] Ως «δικαστικό αυτοπεριορισμό» μεταφράζουμε την έκφραση «judicialself–restraint». Θα ήταν ενδεχομένως πιο σωστό να μιλάμε για «δικαστική αυτοσυγκράτηση» (βλ. N. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, «Μεταξύ Ακτιβισμού και αυτοσυγκράτησης: Ο πολιτικός ρόλος των δικαστών στη Δυτική Ευρώπη», ΔτΑ 2003, σ. 697-728).
[2]United States v. Carolene Products Co., 304 U.S. 144 (1938). Σύμφωνα με αυτή την απόφαση και την περίφημη υποσημείωση 4, κάθε ρύθμιση οικονομικού χαρακτήρα τεκμαίρεται (κατά σχεδόν αμάχητο τρόπο) συνταγματική εφόσον διαθέτει λογική βάση (rationalbasistest). Από την άλλη, αυτό το τεκήριο δεν ισχύει για νόμους που παραβιάζουν τις συγκεκριμένες απαγορεύσεις των δέκα πρώτων τροποποιήσεων του BillofRights, ή εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος ή τέλος στρέφονται εναντίον «διακριτών και απομoνωμένων μειονοτήτων» (discreteandinsularminorities), όπως κατεξοχήν οι φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες.
[3]Γιααυτήτη «ρητορική» χρήσητουόρουβλέπε M. TROPER – O. PFERSMANN, « Existe-t-il un concept de gouvernement des juges ? », in S. BRONDEL – N. FOULQUIER – L. HEUSCHLING, Gouvernement des juges et démocratie, Paris, Publications de la Sorbonne, 2001.
[4]«…we are under a Constitution, but the Constitution is what the judges say it is. » (Λόγος που εκφωνήθηκε στις 3 Μαϊου 1907 ενώπιον του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Νέας Υόρκης, βλ. KAMMEN Michael, A Machine That Would Go of Itself. The Constitution in American Culture, New York, Random House Inc., 1987, σ.194).
[5]J. B. THAYER., «The Origin and Scope of the American Doctrine of Constitutional Law », 7 Harvard Law Review (1893), σ. 129-156.
[6] « attitude of judicial humility » [West Virginia Sate Board of Education v. Barnette, 319 U.S. 624 (1943) (Frankfurter dissenting)].
[7] Όπως διακήρυξε ο μέχρι τώρα σημαντικότερος Πρόεδρος του Δικαστηρίου John Marshall: « A Constitution, to contain an accurate detail of all the subdivisions of which its great powers will admit, and of all the means by which they may be carried into execution, would partake of the prolixity of a legal code, and could scarcely be embraced by the human mind. It would probably never be understood by the public. Its nature, therefore, requires that only its great outlines should be marked, its important objects designated, and the minor ingredients which compose those objects be deduced from the nature of the objects themselves. That this idea was entertained by the framers of the American Constitution is not only to be inferred from the nature of the instrument, but from the language… In considering this question, then, we must never forget that it is a Constitution we are expounding. » [McCulloch v. Maryland, 17 U.S. 316, 407 (1819),
[8] Η έννοια του Συντάγματος ως ελαστικού κανονιστικού πλαισίου (flexiblefrαmeworkofgovernment) αποτελεί κοινό τόπο της σκέψης των «προοδευτικών» αμερικανών συνταγματολόγων των αρχών του 20ου αιώνα που με αυτό τον τρόπο επεδίωκαν να απαγκιστρωθούν από τη μηχανιστική αντίληψη των συντακτών του. ΣτηνΕυρώπη, οόροςκανονιστικόπλαίσιο (Rahmenordnung)χρησιμοποιείταιαπότον Böckenförde (« Les méthodes d’interprétation de la Constitution : un bilan critique », in Le droit, l’Etat et la constitution démocratique, Essais de théorie juridique, politique et constitutionnelle réunis, traduits et présentés par Olivier Jouanjan avec la collaboration de Willy Zimmer et Olivier Beaud, Paris, Editions Bruylant/LGDJ, 2000, σ. 249-50). Εξίσου, ο Armel le Divellec προτείνειτονόρο «κανονιστικήτάξη-πλαίσιο» (ordre-cadre normatif) στοάρθροτου «L’ordre-cadre normatif. Esquisse de quelques thèses sur la notion de constitution », Jus Politicum No 4, http://www.juspoliticum.com/L-ordre-cadre-normatif-Esquisse-de.html.
[9] F. FRANKFURTER, Mr. Justice Holmes and the Supreme Court, Cambridge, The Belknap Press of Harvard University Press, 1961, σ. 23.
[10] «Great Constitutional provisions must be administered with caution. Some play must be allowed for the joints of the machine, and it must be remembered that legislatures are ultimate guardians of the liberty and welfare of the people in quite as great a degree as the courts. » Missouri, Texas & Kansas Railway. v. May, 194 U.S. 267, 270 (1904).
[11] J. B. THAYER., «The Origin and Scope of the American Doctrine of Constitutional Law », 7 Harvard Law Review (1893), σ. 150.
[12]«While the courts must exercise a judgment of their own, it by no means is true that every law is void which may seem to the judges who pass upon it excessive, unsuited to its ostensible end, or based upon conceptions of morality with which they disagree. Considerable latitude must be allowed for differences of view as well as for possible peculiar conditions which this court can know but imperfectly, if at all. Otherwise a constitution, instead of embodying only relatively fundamental rules of right, as generally understood by all English-speaking communities, would become the partisan of a particular set of ethical or economical opinions, which by no means are held semper ubique et ad omnibus. » (Otis v. Parker, 187 U.S. 606, 608-9 (1903).
[13]«[A] constitution is not intended to embody a particular economic theory, whether of paternalism and the organic relation of the citizen to the State or laissez faire. It is made for people of fundamentally differing views, and the accident of our finding certain opinions natural and familiar or novel and even shocking ought not to conclude our judgment upon the question whether statutes embodying them conflict with the Constitution of the United States. » [(Lochner v. New York, 198 U.S. 45 (1905)(Holmes dissenting)].
[14] Nebbia v. New York, 291 U.S. 502, 523, 524-25 (1934).
[15]«A word is not a crystal, transparent and unchanged; it is the skin of a living thought and may vary greatly in color and content according to the circumstances and the time in which it is used…» Towne v. Eisner, 245 U.S. 418, 425 (1918).
[16] ΣτΕ (Ολ.) 1094/1987, σκέψη 11.
[17] «[The Constitution] is an experiment, as all life is an experiment. Every year if not every day we have to wager our salvation upon some prophecy based upon imperfect knowledge.» (Abrams v. United States, 250 U.S. 616, 630 (1919) (Holmes dissenting).
[18] International News Service v. Associated Press, 248 U.S. 215, 267 (1918) (Brandeis dissenting).
[19] Jay Burns Baking Co. v. Bryan, 264 U.S. 504 (1924) (Brandeis dissenting), Truax v. Corrigan, 257 U.S. 312 (1921) (Brandeis dissenting), Adams v. Tanner, 244 U.S. 590 (1917) (Brandeis dissenting).
[20]Untermyerv. Anderson, 276 U.S. 440, 447 (1928) (Brandeis dissenting).
[21]Ε. CORWIN, «TheConstitutionasInstrumentand as Symbol », 30 American Political Science Review (1936), σ. 1078.
[22]Α. ΜΑΝΙΤΑΚΗΣ, «Η νομική φύση και ο πολιτικός χαρακτήρας της ερμηνείας του Συντάγματος», Το Σ 1985, σ. 496.
[24] Carterv. CarterCoalCo., 298 U.S. 238, 327 (1936) (Cardozo dissenting).
[25]«Our Constitution is so simple and practical that it is possible always to meet extraordinary needs by changes in emphasis and arrangement without loss of essential form. That is why our constitutional system has proved itself the most superbly enduring political mechanism the modern world has produced. It has met every stress of vast expansion of territory, of foreign wars, of bitter internal strife, of world relations. » (βλ. HOFSTADTER Richard, Great Issues in American History. From Reconstruction to the Present Day, 1864-1969, New York, Vintage Books, 1969, σ. 356).
[26] Β. CARDOZO, The Nature of the Judicial Process, in Selected Writings of Benjamin Nathan Cardozo. The Choice of Tycho Brahe, Falcon Publications, 1947, σ. 139.
[27] Β. CARDOZO, The Paradoxes of Legal Science, in Selected Writings of Benjamin Nathan Cardozo. The Choice of Tycho Brahe, Falcon Publications, 1947, σ. 329.
[28] Home Building and Loan Association v. Blaisdell, 290 U.S. 398 (1934).
[29] Βλ ΣτΕ (Ολομ.) 2289/1987, ΝοΒ 1987, σ. 1097.
[30]Β. CARDOZO, The Nature of the Judicial Process, in Selected Writings of Benjamin Nathan Cardozo. The Choice of Tycho Brahe, Falcon Publications, 1947, σ. 143-4.