Οι μεταπολιτευτικές πολιτικές διαστάσεις της επιλογής ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων

Θεμιστοκλής Παπαθεοδώρου - Δικηγόρος, Ειδικός Επιστήμονας Περιφερειακής Οικονομικής Ανάπτυξης
Η σημερινή κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι μόνο δημοσιονομική, αλλά και βαθύτατα θεσμική. Η διαφθορά, πολιτική και κοινωνική, το έλλειμμα κράτους δικαίου, η ηθελημένη ή λόγω ανικανότητας κακοδιαχείριση των δημοσίων πόρων, αιτιακοί παράγοντες που οδήγησαν την ελληνική κοινωνία στην εποχή του «Μνημονίου», ανέδειξαν και συνεχίζουν να αναδεικνύουν την αδυναμία της δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα παραπάνω φαινόμενα.
Το ζήτημα της επιλογής Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων από το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο, όπως ρητά κατοχυρώνεται από την παράγραφο 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, παρόλο που αποτελεί μία μόνο πτυχή της γενικότερης ιδέας περί δικαστικής ανεξαρτησίας, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη γιατί καταδεικνύει ξεκάθαρα την γενικότερη πολιτική νοοτροπία και βούληση της μεταπολιτευτικής περιόδου (από το 1975 έως σήμερα) απέναντι στη δικαστική λειτουργία και γενικότερα απέναντι στο κοινό περί δικαίου αίσθημα των πολιτών.
Από το 1975 έως τις ημέρες μας δεν παρατηρήθηκε καμία ουσιαστική εξέλιξη ως προς τη δυνατότητα αλλαγής, τροποποίησης, βελτίωσης ή εξειδίκευσης της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης. Πρόκειται για μία από τις διασταυρώσεις εκτελεστικής και δικαιοδοτικής λειτουργίας που δεν έχει προσφέρει επιτυχή αποτελέσματα. Ο πολιτικός χαρακτήρας επιλογής ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων είναι άμεσα συνυφασμένος με το προβλεπόμενο από το συνταγματικό κείμενο σύστημα διορισμού. Είναι τόσο αυστηρώς και λεπτομερώς διατυπωμένο ώστε η γραμματική ερμηνεία της διάταξης να μην αφήνει πολλά περιθώρια εξειδίκευσης από τον κοινό νομοθέτη[1]. Ο πολιτικός χαρακτήρας δε διαφαίνεται μόνο από τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει η κυβερνητική εξουσία, αλλά και από την αδυναμία δικαστικού ελέγχου που σιωπηρά παραπέμπει στη θεωρία των κυβερνητικών πράξεων[2], ζητημάτων, στα οποία λαμβάνεται υπόψη η σημασία των πολιτικών κινήτρων, και που εκ φύσεως δεν αποτελούν αντικείμενο δικαστικής προσέγγισης. Δίδεται η εντύπωση ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια ή, όπως χαρακτηρίζεται[3], η σχεδόν απεριόριστη αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στο Υπουργικό Συμβούλιο μετατρέπεται σε απόλυτη ελευθερία επιλογής.
Παρόλο που το Σύνταγμα διάκειται ευνοϊκά υπέρ της διαφάνειας των πολιτειακών διαδικασιών και ειδικότερα της διαδικασίας έκδοσης δικαστικής απόφασης (αιτιολόγηση απόφασης, υποχρεωτική δημοσίευση μειοψηφούσας γνώμης), δεν τηρεί την ίδια στάση απέναντι στην επιλογή της δικαστικής ηγεσίας. Για την ατελή[4] κατοχύρωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, που προκύπτει και από την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών[5], ευθύνονται όσοι είχαν την πρωτοβουλία των εκάστοτε συνταγματικών αναθεωρήσεων και συγκεκριμένα οι κυβερνήσεις των δύο κομμάτων εξουσίας που απέρριπταν κάθε ιδέα αναθεώρησης της σχετικής διάταξης. Με εξαίρεση τη θέσπιση ανώτατης θητείας για τους Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και τους Γενικούς Επιτρόπους Ελεγκτικού Συνεδρίου και διοικητικών δικαστηρίων κατά τη διάρκεια της συνταγματικής αναθεώρησης του 2001[6] και την κατάθεση προς συζήτηση διαφόρων προτάσεων[7] ανεξαρτήτως βασιμότητας και τεκμηρίωσης που αφορούσαν περισσότερο στη διαδικασία προεπιλογής των υποψηφίων και λιγότερο στην κρίσιμη αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου, το σύστημα που εισήχθη με το Σύνταγμα του 1975 παραμένει άθικτο[8]. Η ένταξη της θητείας στο συνταγματικό κείμενο μπορεί να αποτρέπει τις ανατροπές της επετηρίδας[9] που σημειώνονταν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν κατοχυρώνει σε μεγάλο βαθμό την προσωπική δικαστική ανεξαρτησία των Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, στοιχείο πολύ χαρακτηριστικό για να εκτιμηθεί η φύση του δεσμού[10] μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Άλλωστε, η συνήθης τακτική των εκάστοτε κυβερνήσεων ως προς την επιλογή της δικαστικής ηγεσίας δεν εστιαζόταν τόσο στην σειρά αρχαιότητας ούτε στην αντικειμενική αξία και εμπειρία των υποψηφίων, αλλά στην φιλοκυβερνητική δικαστική συμπεριφορά. Στην αναθεώρηση του 2008, προτάθηκε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς ωστόσο θετική κατάληξη[11], η δυνατότητα επιλογής Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου από τους Αντιπροέδρους. Δεν κατεβλήθη καμία προσπάθεια ποιοτικής τουλάχιστον μείωσης της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης (ν. 3841/2010), με την οποία τροποποιήθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 49 του Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προβλέπει για πρώτη φορά στο πλαίσιο επιλογής της δικαστικής ηγεσίας τη συμμετοχή της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής των Ελλήνων (ΔτΠ), η οποία όμως, πέρα από το γεγονός ότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο να προσαρμοστεί στο πνεύμα της αυστηρά διατυπωμένης συνταγματικής διάταξης, περιθωριοποιείται και υποβαθμίζεται θεσμικά καθώς προβαίνει σε μη νομικά δεσμευτική γνωμοδότηση. Η απλή γνώμη δε διαθέτει εκτελεστό χαρακτήρα. Επιπλέον καθιερώνει και τη διαδικασία της ακρόασης των υποψηφίων ενώπιον της ΔτΠ, η οποία ενδέχεται να προκαλέσει αμφιλεγόμενα αποτελέσματα ως προς τη θεσμική έννοια της δικαιοσύνης (ένδειξη ιεραρχικής υποταγής των δικαστικών οργάνων σε άλλα άμεσα όργανα[12], αντίθεση ως προς την κατοχυρωμένη έννοια της ισοβιότητας) και την αξιοπρέπεια των δικαστικών λειτουργών. Η νομοθετική κατοχύρωση της διαδικασίας ακροάσεως καταδεικνύει την απουσία έμπρακτου σεβασμού προς το θεσμό της δικαιοσύνης και προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των υποψηφίων δικαστών. Δεν αντιμετωπίζονται ως δικαστικοί λειτουργοί, ως άμεσα όργανα του κράτους που αντλούν τις αρμοδιότητές τους απευθείας από το συνταγματικό κείμενο, αλλά ως απλοί δημόσιοι υπάλληλοι, έρμαια μικροκομματικών διενέξεων. Δεν αποσαφηνίζεται ο τρόπος διεξαγωγής της ακρόασης των υποψηφίων. Τι είδους προσόντα θα ελεγχθούν; Θα κρίνονται για την επαγγελματική τους ικανότητα, τη νομική τους εμπειρία ή η εν λόγω διαδικασία θα αποτελέσει πεδίο στείρων κομματικών αντιπαραθέσεων; Αντικείμενο κρίσης θα είναι η νομική κατάρτιση ή οι φιλοκυβερνητικές συμπεριφορές; Όργανο συλλογικό και αντιπροσωπευτικό της πολιτικής σύνθεσης, η Διάσκεψη των Προέδρων γίνεται έρμαιο κομματικής εκμετάλλευσης και χρησιμεύει ως πρόσχημα για τη νομιμοποίηση της ωμής και συνεχούς παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στο πεδίο της δικαιοδοτικής λειτουργίας.
Με μία πρώτη ματιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το αποκορύφωμα της μεταπολιτευτικής πολιτικής υποκρισίας απέναντι στη θεσμική εγγύηση της δικαιοσύνης. Το συγκεκριμένο νομοθέτημα εντείνει το έλλειμμα δικαστικής ανεξαρτησίας και ενισχύει τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος. Η νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης αγνοεί τη βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη[13] ή, αναγνωρίζοντας τη δυνατότητα παρέμβασης και της νομοθετικής λειτουργίας στην επιλογή Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, συγκαλύπτει εξαιρετικά μία προσπάθεια προετοιμασίας νομικού και επιχειρηματολογικού υποστρώματος για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση?
Κατά τη διάρκεια των εργασιών της Βουλής για τη σύνταξη του Συντάγματος του 1975, ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιτάχτηκε στην επαναφορά της διάταξης του Συντάγματος του 1911, η οποία ανέθετε την επιλογή της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στην εκάστοτε κυβέρνηση. Διακήρυττε ότι η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης απαιτεί τη διάρρηξη της οποιαδήποτε σχέσης ανάμεσα σε αυτήν και την εκτελεστική εξουσία. Στην συνταγματική αναθεώρηση του 1986, η παραπάνω τοποθέτηση παρέμεινε ανεκπλήρωτη. Επιπροσθέτως, ο Γεώργιος Ράλλης σε άρθρο[14] του το 1996, ανατρέχοντας στην περίοδο 1975-1981, σημείωνε χαρακτηριστικά τα εξής : « … ο κ. Καραμανλής, κατά τις πρωθυπουργικές θητείες του της περιόδου εκείνης, είχε δριμύτατα επιτιμήσει, σε δύο περιπτώσεις, τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος είχε αιτιολογήσει την εισήγησή του για την επιλογή ανώτατου δικαστή με τον ισχυρισμό ότι ο προτεινόμενος ανήκει στην παράταξή μας». Σύμφωνα με την περιγραφή του Γεωργίου Ράλλη, ο Κ. Καραμανλής επέμενε να επιλεγεί Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δικαστής, ο οποίος δεν ανήκε πολιτικά στη Νέα Δημοκρατία, επικαλούμενος την άριστη νομική κατάρτιση του υποψηφίου και το γεγονός ότι «αν παραλειφθεί, δικαίως η κοινή γνώμη και οι δικαστές θα υποθέσουν ότι η παράλειψή του … έγινε για λόγους κομματικούς». Παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις που διατύπωνε ο τότε Πρωθυπουργός, η Νέα Δημοκρατία, που ψήφισε το σχέδιο του νέου Συντάγματος, δεν απεμπόλησε την εξουσία απόλυτης επιλογής για τις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης.
Η γενικότερη επικοινωνιακή τακτική στα πλαίσια του γραπτού και ηλεκτρονικού τύπου έγκειται στο γεγονός – πέρα της υποτιθέμενης καταγγελίας της συγκεκριμένης διαδικασίας επιλογής από εκπροσώπους της εκάστοτε αξιωματικής αντιπολίτευσης – ότι κάθε πολιτικό κόμμα, όταν βρίσκεται στην εξουσία, υποστηρίζει ότι οι δικές του επιλογές Προέδρων και Αντιπροέδρων στηρίχτηκαν σε αξιοκρατικά κριτήρια, ενώ, όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση, επικρίνει την «μεροληπτική» στάση της κυβερνητικής εξουσίας. Κανείς από τους υποστηρικτές της εκάστοτε συνταγματικής αναθεώρησης δεν πραγματοποίησε το καθοριστικό βήμα της τροποποίησης της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης, ώστε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η κακοδαιμονία του παρελθόντος, όπως τουλάχιστον υποστηριζόταν με τη μορφή δημοσίων τοποθετήσεων και εξαγγελιών. Ο λόγος ; Δε θεωρώ ότι ήταν η έλλειψη ιδεών ή η νομική τους θεμελίωση, αλλά η απροθυμία των δύο μεγαλύτερων κομμάτων να συναινέσουν στην ουσιαστική αλλαγή ανάδειξης των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Από μία γενικότερη ανασκόπηση της μεταπολιτευτικής περιόδου είναι προφανές ότι καταβάλλεται τουλάχιστον θεωρητικά προσπάθεια να επιλεγούν πρόσωπα πολιτικώς «οικεία», που συμμερίζονται εξολοκλήρου ή μερικώς τις κομματικές πεποιθήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Σε όλη αυτή την περίοδο, σε κάθε χρονική στιγμή επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο, δημιουργούνταν και εξακολουθούν να δημιουργούνται υπόνοιες[15] για περιπτώσεις εύνοιας, άνισης μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων, χειραγώγησης και πολιτικής σκοπιμότητας[16], δηλαδή επιλεκτικής κυβερνητικής δράσης και εξάρτησης των δικαστικών λειτουργών που στελεχώνουν τα Προεδρεία των Ανωτάτων Δικαστηρίων από την εκτελεστική εξουσία. Είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι οι συγκεκριμένες υπόνοιες προκύπτουν και από τη δομή και γραμματική διατύπωση του ίδιου του κειμένου της σχετικής συνταγματικής διάταξης. Όταν η παράγραφος 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος είναι αυστηρά και λεπτομερώς διατυπωμένη, χορηγεί στο εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο ευρύτατη διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης και αφήνει ελάχιστα περιθώρια στον κοινό νομοθέτη για την επιβολή κριτηρίων ή περιορισμών (πρόκειται στην ουσία για οργανικό ή οργανωτικό νόμο), τότε οικοδομείται αναπόφευκτα ένα σύστημα εύνοιας, το οποίο παραδόξως κατοχυρώνεται συνταγματικά και μπορεί να αποδειχθεί πρακτικώς πολύ επικίνδυνο για την ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών απέναντι στην εκτελεστική εξουσία[17].
Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της εύνοιας συμπίπτει με το συμφέρον εκείνου που λαμβάνει την απόφαση και αναμένει θετική ανταπόκριση ως επακόλουθο της επιλογής. Θεμελιώνεται, με άλλα λόγια, σιωπηρή εξάρτηση μεταξύ επωφελούντος και επωφελούμενου[18] και καλλιεργείται μία διάθεση «ανταπόδοσης». Τα όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας δε θέτουν εμφανώς και άμεσα δεσμευτικά για τον δικαστή κριτήρια διαμόρφωσης της δικανικής πεποίθησης. Ωστόσο, με την κυβερνητική επιλογή Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων δίδεται η εντύπωση σιωπηρούς χάραξης συγκεκριμένης δικανικής κατεύθυνσης για πολιτικά ζητήματα[19] που απασχολούν ευρέως την ελληνική κοινωνία και κλονίζεται η εμπιστοσύνη τόσο της κοινής γνώμης[20] όσο και του νομικού κόσμου.
Δεν έχει γίνει αντιληπτό έως σήμερα στα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας ότι η ευρεία διακριτική ευχέρεια που αναγνωρίζεται συνταγματικά στο Υπουργικό Συμβούλιο (μέλη συγκεκριμένης κομματικής κατεύθυνσης) δεν αφορά στην αναζήτηση του κομματικά αρεστού που θα εξυπηρετήσει την κυβερνητική πολιτική ή από την άλλη πλευρά του απόλυτα «καλού» δικαστή, εφόσον αποδεχτούμε τις αντικειμενικές και ανιδιοτελείς προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Σχετίζεται άμεσα με την ομαλή απονομή της δικαιοσύνης, η οποία ξεκινά από τη κορυφή της ιεραρχίας και επηρεάζει αναντίρρητα τα κατώτερα στρώματα της δικαιοσύνης (βλ. κρίσιμες αρμοδιότητες ως προς την οργάνωση και άσκηση του δικαιοδοτικού έργου και ως προς τη διοίκηση της δικαιοσύνης. Πχ. καθορισμός συνθέσεων και εισηγητών, άσκηση δικονομικά ευαίσθητων αρμοδιοτήτων)[21].
Το ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου έχει υπενθυμίσει σε αρκετές περιπτώσεις[22] ότι για να θεμελιωθεί ο ανεξάρτητος χαρακτήρας ενός δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, πρέπει να ληφθούν υπόψη ο τρόπος επιλογής και η διάρκεια θητείας των μελών του δικαστηρίου, ο βαθμός προστασίας απέναντι στις εξωγενείς πιέσεις και το γεγονός εάν διαφαίνεται ξεκάθαρα η υφιστάμενη κατάσταση ανεξαρτησίας. Προκύπτει συνεπώς η ανάγκη διασφάλισης της δικαστικής ανεξαρτησίας απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική και κοινωνική πίεση ή κομματικό καταναγκασμό που ενδέχεται να επηρεάσουν την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού[23]. Βέβαια, οι δικαστές δεν είναι δυνατό να μην έχουν πολιτικές απόψεις, ιδία κρίση για τα πολιτικά δρώμενα. Είναι αναπόφευκτο ότι η προβλεπόμενη κρίση των υποψηφίων για την ηγεσία της δικαιοσύνης αφορά και στο προσωπικό στοιχείο. Είναι επίσης φυσιολογικό ο Πρόεδρος Ανωτάτου Δικαστηρίου να μετακυλύει στους υφισταμένους του μέρος των πεποιθήσεων ή της νομικής του φιλοσοφίας στο πλαίσιο των προσδιορισμένων καθηκόντων του. Επειδή είναι περισσότερο θέμα προσώπων (επιλεγόντων και επιλεγομένων)[24], εξαρτάται από την προσωπικότητα του κάθε δικαστικού λειτουργού εάν θα ενδώσει ή όχι σε πολιτικές και κομματικές πιέσεις ή θα επιδείξει αμιγή δικαστική συμπεριφορά και από την πολιτική συνείδηση των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσουν τον θεσμικό τους ρόλο ακολουθώντας αξιοκρατικά κριτήρια. Η προσωπική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού εναπόκειται αναμφισβήτητα στην ιδιοσυγκρασία και στην προσωπικότητά του. Πρέπει να αποδείξει εμπράκτως ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητές του εκπληρώνονται υπό καθεστώς ανεξαρτησίας και αμεροληψίας ιδίως όταν το υπόβαθρο χαρακτηρίζεται ως πολιτικό. Είναι στη διακριτική του ευχέρεια να απέχει ή όχι από την ανάληψη δημόσιας τοποθέτησης συναφούς με συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα. Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι ένας απόλυτα ανεξάρτητος δικαστικός λειτουργός δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα είναι αμερόληπτος[25]. Γι αυτό και η ανεξαρτησία θεωρείται καθεστώς, που αφορά στις σχέσεις του δικαστή με άλλους παράγοντες[26], ενώ η αμεροληψία συνιστά αρετή[27], η οποία εκδηλώνεται με την κοινωνική και πολιτική ουδετερότητα[28].
Πρόκειται λοιπόν περισσότερο για ανεξαρτησία πνεύματος ή, όπως υποστηρίζεται[29] χαρακτηριστικά, για «καθήκον αγνωμοσύνης» απέναντι στην κυβερνητική εξουσία που έχει την αρμοδιότητα να επιλέγει. Ένα σημαντικό στοιχείο που μπορεί να καταδείξει εάν υφίσταται πολιτική επιρροή είναι είτε τα διοικητικά καθήκοντα (ανάθεση κρίσιμων υποθέσεων σε κομματικά αρεστούς) είτε η χάραξη συγκεκριμένης γραμμής που μπορεί να διαφανεί και από την ποιότητα της «νομικής» επιχειρηματολογίας συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης. Ο πολιτικός χρωματισμός συνδέεται αυτόματα με την αρχή της αμεροληψίας του δικαστικού λειτουργού. Όταν το συγκεκριμένο φαινόμενο παρατηρείται στα ανώτατα κλιμάκια της δικαιοσύνης και λαμβάνοντας υπόψη τις αρμοδιότητες των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, το ζήτημα γίνεται ιδιαίτερα ευαίσθητο.
Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν έγκειται τόσο στην πολιτικοποίηση, συνταγματικά προβλεπόμενη, της επιλογής ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκάστοτε κυβέρνηση ή στον αριθμό των θεσμικών παραγόντων που παρεμβαίνουν σε ένα νομικά ευαίσθητο τομέα της δικαιοσύνης όσο στο βαθμό πολιτικοποίησης, στην πιθανότητα επηρεασμού της δικανικής βούλησης και στην ολοκληρωτική απουσία αντικειμενικών και αιτιολογημένων κριτηρίων[30]. Η εν λόγω διαδικασία επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αιτιολογείται με έκθεση των στοιχείων και κριτηρίων που ελήφθησαν υπόψη ούτε υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, όπως περιγράφεται και από το Πρακτικό 2/2010 του Συμβουλίου της Επικρατείας[31]. Η έλλειψη κριτηρίων ενισχύει φυσιολογικά τα επιχειρήματα περί αυθαίρετων και εξολοκλήρου πολιτικών επιλογών. Βέβαια, ορισμένοι[32] δικαιολογούν την παραπάνω κατάσταση επικαλούμενοι τη δημοκρατική νομιμοποίηση που παρέχει το εκάστοτε Υπουργικό Συμβούλιο στους διορισμούς Προέδρων και Αντιπροέδρων και αιωρείται, συνεπώς, η εντύπωση περί εγγυητή της συγκεκριμένης διαδικασίας. Με άλλα λόγια, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναλάβει την πλήρη πολιτική ευθύνη μιας ιδιαίτερα κρίσιμης επιλογής.
Τίθενται, ωστόσο, ορισμένα ερωτήματα. Η δικαστική ανεξαρτησία έχει ανάγκη από εγγυητή; Εγγυητής δεν είναι το κείμενο του Συντάγματος, αποτέλεσμα της σύνθεσης όλων των πολιτικών δυνάμεων της κοινωνίας; Η διάταξη του άρθρου 87 δε διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο; Η άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, που παρέχεται από το κείμενο του Συντάγματος στον δικαστικό λειτουργό, δεν ισοδυναμεί με δημοκρατική νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας;
Η κύρια πηγή νομιμοποίησης στα πλαίσια μίας δημοκρατικής κοινωνίας είναι φυσικά η εκλογή. Αναμφισβήτητα, το Υπουργικό Συμβούλιο ως όργανο, του οποίου η σύνθεση έχει προκύψει από τη εκφρασθείσα με διεξαγωγή εκλογών λαϊκή βούληση, είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο να προβεί στη στελέχωση των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση το επιχείρημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης ή της πολιτικής ευθύνης δεν είναι απόλυτα πειστικό διότι η εκφρασθείσα από το εκλογικό σώμα βούληση παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό αλλοιωμένη και αδρανοποιημένη από τις πιο προσωπικές προθέσεις και πολιτικές φιλοδοξίες (των εκλεγμένων) που θεμελιώνουν τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης. Στην πράξη, η έννοια της πολιτικής ευθύνης παρουσιάζεται πλέον εννοιολογικά διαβρωμένη και παραπέμπει τουλάχιστον έμμεσα στο κομματικό ή πολιτικό κόστος. Ενέχει επιπλέον τον κίνδυνο να αιωρείται το εξής ερώτημα : εφόσον επικαλούμαστε πολιτική ευθύνη στη διαδικασία στελέχωσης των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, μπορεί να γίνει λόγος για πολιτική ερμηνεία της σχετικής συνταγματικής διάταξης (άρ. 90 § 5 Σ); Εξάλλου, η έννοια της δημοκρατικής νομιμοποίησης δεν εξαρτάται μόνο από το όργανο που επιχειρεί την εν λόγω επιλογή, αλλά και από την ίδια τη νομική φύση των δικαστικών λειτουργών ως άμεσων οργάνων του κράτους.
Πώς θα μπορούσαμε επομένως να αποφύγουμε ή τουλάχιστον να περιορίσουμε περιπτώσεις αυθαιρεσίας και κομματικής εύνοιας;Πολλές και ποικίλες προτάσεις (βλ. μεταξύ άλλων υπ’αριθμ. 14/1998 απόφαση[33] της Διοικητικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου στην οποία γίνεται λόγος για επιλογή Αντιπροέδρων από την οικεία Ολομέλεια και επιλογή Προέδρου ΑΠ από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διευρυμένο εκλεκτορικό σώμα[34] ως ενίσχυση της διαφάνειας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης, Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο[35], ευθεία ανάδειξη από την Ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου[36]) έχουν κατατεθεί ως προς τη δυνατότητα αλλαγής της διαδικασίας επιλογής Προέδρων και Αντιπροέδρων. Ως συλλογικό όργανο πολιτικά διευρυμένο και αντιπροσωπευτικό της πολιτικής σύνθεσης, η Διάσκεψη των Προέδρων θα μπορούσε να νομιμοποιηθεί περισσότερο από το Υπουργικό Συμβούλιο ως προς τη στελέχωση της κορυφής της δικαιοσύνης με τη σύνταξη νομικά δεσμευτικών γνωμοδοτήσεων. Ως όργανο ευρείας σύνθεσης, θα επρόκειτο για διακομματική αποδοχή Προέδρων και Αντιπροέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιλογή των ανωτάτων δικαστικών δε θα συνιστούσε τουλάχιστον άμεση έκφραση κρατικής ή αμιγώς μονοκομματικής βούλησης.
Σε περίπτωση που δεν καταστεί δυνατή η συνταγματική αναγνώριση του ρόλου της Διάσκεψης των Προέδρων στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσω της διαδικασίας της αναθεώρησης της παραγράφου 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος, θα ήταν δυνατό να υποστηριχτεί μία εναλλακτική πρόταση : στη θέση του Υπουργού Δικαιοσύνης-εισηγητή στο Υπουργικό Συμβούλιο θα μπορούσε να είναι κάλλιστα πρόσωπο εξωκοινοβουλευτικό με νομική εμπειρία και γνώση της πολιτικής και θεσμικής πρακτικής, το οποίο να μην είναι τουλάχιστον κομματικά ενταγμένο. Αυτό βέβαια επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε Πρωθυπουργού και στην αντίληψη που φέρει για τους θεσμούς της δικαιοσύνης και γενικότερα της διαφάνειας.
Η στελέχωση των κορυφαίων θέσεων της δικαιοσύνης δεν είναι πρόβλημα πολιτικής και κοινωνικής αφομοίωσης ούτε ζήτημα δημοκρατικής νομιμοποίησης, όπως θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για την πρόταση εισαγωγής του θεσμού του Συνταγματικού Δικαστηρίου[37] στη συνταγματική έννομη τάξη[38]. Αποτελεί θέμα αμιγώς πολιτικής βούλησης. Σε κάθε περίπτωση και υπό την οπτική της δημοκρατικής αρχής, η ανεξάρτητη δικαστική λειτουργία πρέπει να αποτελεί θεσμικό αντίβαρο απέναντι στο κέντρο εξουσίας συναποτελούμενο από την κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, η δικαστική ανεξαρτησία πρέπει να φαίνεται στα μάτια του κάθε πολίτη ως μία εγγύηση της ελευθερίας, του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και της ανιδιοτελούς απονομής της δικαιοσύνης.


[1] Ο Α. Μανιτάκης («Η ατυχής νομοθετική τροποποίηση της διαδικασίας επιλογής των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων» in
[8] Βλ. Πρακτικά της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, Συνεδριάσεις ΡΛΒ’/07.03.2001 και ΡΛΓ’/07.03.2001, σελ. 577.

[9] Π. Παυλόπουλος, Η αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπό το πρίσμα της κοινοβουλευτικής εμπειρίας, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, 2010, σελ. 306.

[10] J.-L. Autin / F. Sudre, «L’impartialité structurelle du Conseil d’Etat hors de cause ?», RFDA 2007, σελ. 344.

[11] Τον Φεβρουάριο του 2007 το ΠΑΣΟΚ αποχώρησε από τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, καταθέτοντας μάλιστα πρόταση μομφής και ζητώντας την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Το αποτέλεσμα ήταν το Μάιο του 2008 να περάσουν από την αναγκαία πλειοψηφία των 180 ψήφων και να εγκριθούν μόνον 3 από τις 38 προτάσεις της ΝΔ, με πιο βασική αυτή για τα δάση.

[12] Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β’, Οργάνωση και Λειτουργία της Πολιτείας, Έκδοση Β’ Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993, σελ. 137.

[13] Α. Μανιτάκης, «Η ατυχής νομοθετική τροποποίηση της διαδικασίας επιλογής των Προεδρείων των Ανωτάτων Δικαστηρίων» inwww.constitutionalism.gr.

[14] Γ. Ράλλης, «Οι επιλογές στη Δικαιοσύνη», ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 25 Αυγούστου 1996.

[15] Πολλές φορές δεν ευσταθούν, αλλά η όλη διαδικασία αποβαίνει σε βάρος της δικαιοσύνης. Βλ. Δ. Κυριτσάκη, «Επιλογή ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων», inΣΥΜΒΟΛΕΣ ΙΙ, Εταιρία Δικαστικών Μελετών, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σελ. 20.

[16] Βλ. Πρακτικά Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Η’ Αναθεωρητική Βουλή, ΙΒ’ Περίοδος, Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση Η’, Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008, σελ. 150. Ο Χ. Μαρκογιαννάκης σημειώνει χαρακτηριστικά : «Η εμπειρία του παρελθόντος μας έχει διδάξει ότι η εκτελεστική εξουσία έκανε συνήθως κατάχρηση της ευχέρειας, η οποία της εδίδετο από το Σύνταγμα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τεράστια προβλήματα γύρω από την επιλογή της ηγεσίας».

[17] Α. Ράικου, όπ. π., Αθήνα-Κομοτηνή, 1991, σελ. 127.

[18] G. Guglielmi, La faveur et le droit, PUF, 2009, σελ. 404.

[19] Κ. Χρυσόγονος, Η Ιδιωτική Δημοκρατία. Από τις πολιτικές δυναστείες στην κλεπτοκρατία, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 199. Ο συγγραφέας αναφέρεται συγκεκριμένα στην περίπτωση παρέμβασης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών στην εισαγγελική έρευνα για το σκάνδαλο της Μονής Βατοπεδίου με αποτέλεσμα την παραίτηση των δύο εισαγγελέων-χειριστών της υπόθεσης από το σώμα.

[20] Χ. Χρυσανθάκης, «Η δικαιοσύνη στο αναθεωρημένο Σύνταγμα 1975/1986/2001», ΝοΒ 2002, σελ. 69 επ. Ο συγγραφέας προτείνει την αποκοπή οποιουδήποτε δεσμού μεταξύ των δύο λειτουργιών, προκειμένου να εξαλειφθεί η δυσπιστία του κάθε πολίτη απέναντι σε φαινόμενα παρέμβασης ή ανάμειξης πολιτικών παραγόντων στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας.

[21] Ευ. Βενιζέλος, όπ. π., Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 328.

[22] ΕΔΔΑ, 28 Ιουνίου 1984, CampbelletFell˙ 25 Φεβρουαρίου 1997, Findlayc/ RoyaumeUni και 4 Σεπτεμβρίου 2001, Sahinerc/ Turquie.

[23] Δ. Ράικος, Δικαστική ανεξαρτησία και αμεροληψία. Πειθαρχικός έλεγχος των δικαστικών λειτουργών για «σφάλματα» της δικανικής κρίσης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 24.

[24] Μ. Σταθόπουλος, «Επιλογή της ηγεσίας και ανεξαρτησία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 5 Ιουλίου 2009.

[25] S. Guinchard, G. Montagnier, A. Varinard, T. Debard, όπ. π., Dalloz, 2009, σελ. 213.

[26] Δ. Ράικος, όπ. π., Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 121.

[27] T. Renoux, «La justice dans la Constitution», Les Cahiers du Conseil constitutionnel, no 14/2003, σελ. 99.

[28] Κ. Μπέης, Τα συνταγματικά θεμέλια της δικαστικής προστασίας. Το ελληνικό έλλειμμα κράτους δικαίου, Αθήνα, 1998, σελ. 225.

[29] G. Drago, Contentieux constitutionnel français, PUF, 1998, σελ. 166.

[30] Ν. Κλαμαρής, «Η ανεξαρτησία της δικαιοδοτικής λειτουργίας έναντι επεμβάσεων της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας», Ελλ.Δικ. 1986, σελ. 23.

[31] ΘΠΔΔ 2010, αρ. τεύχους 24, σελ. 281 επ.

[32] Κ. Γώγος, «Η εφαρμογή των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος για τους δικαστικούς λειτουργούς και την απονομή της δικαιοσύνης. Ένας απολογισμός», in5 χρόνια μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, Επιστημονική επιμέλεια Ξ. Κοντιάδης, Τόμος Β’, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, σελ. 742.

[33] Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2002, σελ. 681.

[34] Μ. Σταθόπουλος, «Επιλογή της ηγεσίας και ανεξαρτησία», ΤΟ ΒΗΜΑ, 5 Ιουλίου 2009.

[35] Είναι η διαδικασία που υφίσταται στην ισπανική έννομη τάξη. Βλ. P. Bon, «Indépendants et responsables ? Note sur la situation constitutionnelle des juges espagnols», Les Cahiers du Conseil constitutionnel, no 14/2003, σελ. 126.

[36] Δ. Κυριτσάκη, όπ. π., Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1998, σελ. 23.

[37] Βλ. Πρακτικά Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, Η’ Αναθεωρητική Βουλή, ΙΒ’ Περίοδος, Σύνοδος Α’, Συνεδρίαση Η’, Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008, σελ. 151.

[38] Δ. Τσάτσος, Η αναθεώρηση του Συντάγματος, Τέσσερα Κείμενα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ, Αθήνα, 2006, σελ. 46. Ο συγγραφέας σημειώνει την ανάγκη δημοκρατικής εκλογής των συνταγματικών δικαστών, καθώς και τη δυσχέρεια εύρεσης προσώπων «κοινής αποδοχής». Σε ό,τι αφορά τη στελέχωση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, καίριας σημασίας δεν είναι μόνο τα κριτήρια, πολιτικά ή προσωπικά, που υιοθετούνται για το διορισμό των μελών, αλλά και τα όργανα στα οποία ανατίθεται η κρίσιμη αρμοδιότητα της επιλογής. Ο Ευ. Βενιζέλος συστήνει την Ολομέλεια της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του όλου αριθμού των βουλευτών. Η δυσκολία επιλογής προσώπων «εγνωσμένου κύρους και ανεξαρτησίας» είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νομική φύση, τις αρμοδιότητες ενός μελλοντικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και με το γεγονός εάν η ελληνική συνταγματική έννομη τάξη χρειάζεται πράγματι ένα νέο θεσμό ή επαρκεί το υφιστάμενο σύστημα του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων. Βλ. Α. Μανιτάκης, Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 9, Κ. Χρυσόγονος, «Η νέα συνταγματική αναθεώρηση και το ζήτημα της συνταγματικής δικαιοσύνης» in Το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα σύστημα παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, Επιμέλεια : Α. Μανιτάκης, Α. Φωτιάδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 63, Ευ. Βενιζέλος, «Η οργάνωση της συνταγματικής δικαιοσύνης» inwww.evenizelosdialogues.gr. Ο Ι. Βαρβιτσιώτης (Η αναγκαία αναθεώρηση. Για ένα Σύγχρονο Σύνταγμα, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006, σελ. 85 επ.) κάνει λόγο για έντεκα μέλη, από τα οποία τέσσερα ορίζονται από την Κυβέρνηση, τέσσερα από το Κοινοβούλιο, με πλειοψηφία 3/5 του συνολικού αριθμού των Βουλευτών, και ανά ένας από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου.