Εισαγωγή
Στη σύντομη αυτή παρέμβαση θα εξεταστεί το ζήτημα της συνταγματικότητας των μέτρων νομοθετικής πολιτικής όταν αυτά αντιβαίνουν σε ρυθμίσεις οι οποίες θεωρείται ότι διαμορφώνουν το επίπεδο προστασίας αυτού που αποκαλείται κοινωνικό κεκτημένο.
Εξ’ αρχής θα ήθελα να οριοθετήσω το αντικείμενο της συζήτησης και να διευκρινίσω ότι ασφαλώς και στα στενά πλαίσια μιας ολιγόλεπτης εισήγησης δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν όλες οι πτυχές του ζητήματος, ούτε να γίνει διεξοδική ανάλυση όλων των ζητημάτων που άπτονται του θέματος. Για το λόγο αυτό αφ’ ενός θα παραλείψω εσκεμμένα να αναφερθώ σε πολύ σημαντικά σχετικά θεωρητικά ζητήματα όπως η γέννηση και η εξέλιξη της θεωρίας των κοινωνικών δικαιωμάτων, η ιστορική μετάλλαξη του κράτους δικαίου σε κράτος πρόνοιας και η κεφαλαιώδους σημασίας συζήτηση για το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων και της υποκειμενικής ή αντικειμενικής τους διάστασης (επί του παρόντος ας μου επιτραπεί να θεωρήσω αποδεκτή την άποψη περί της ιδιότυπης κανονιστικότητας των κοινωνικών δικαιωμάτων). Αφ’ ετέρου θα εκλάβω ως κοινό κτήμα των παρισταμένων την γενική θεωρία των κοινωνικών δικαιωμάτων και τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε ειδικότερου κοινωνικού δικαιώματος.
Μέρος Πρώτο: Η έννοια του κοινωνικού κεκτημένου.
Αφού προηγουμένως συμπληρώσω ότι θα αποσιωπήσω επίσης τις υφιστάμενες εναλλακτικές προς τη θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου προσεγγίσεις που έχουν προταθεί και θα άξιζε να συζητηθούν, θα επιχειρήσω να διαγράψω εν συντομία τα βασικά χαρακτηριστικά και το περιεχόμενο της έννοιας του κοινωνικού κεκτημένου, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέχρι σήμερα.
Ως ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των κοινωνικών δικαιωμάτων προβάλλει η σταθεροποιητική λειτουργία τους λόγω της εγγενούς ελαστικότητάς τους που τα καθιστά πολιτικώς διαπραγματεύσιμα, κοινωνικώς διεκδικίσιμα και συνεχώς μεταβαλλόμενα από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν. Η σταθεροποιητική διάσταση των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου έχει θεμελιωθεί κατά βάση με τη θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου. Για την εν λόγω θεωρία έχουν υποστηριχθεί τέσσερις βασικές απόψεις:
Κατά πρώτον, σύμφωνα με την άποψη που υποστήριξε πρώτος ο Π.Παραράς εισάγοντας στην επιστήμη τον όρο «κοινωνικό κεκτημένο», η κοινωνική νομοθεσία με την οποία εξειδικεύονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι επιτρεπτό να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί κατά τρόπο που να αντιβαίνει στις κρίσιμες συνταγματικές διατάξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται το απρόσβλητο και απόλυτο κοινωνικό κεκτημένο που επιτρέπει τη νομοθετική μεταβολή μόνο στην κατεύθυνση της ενίσχυσης και της βελτίωσης της παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας.
Κατά πρώτον, σύμφωνα με την άποψη που υποστήριξε πρώτος ο Π.Παραράς εισάγοντας στην επιστήμη τον όρο «κοινωνικό κεκτημένο», η κοινωνική νομοθεσία με την οποία εξειδικεύονται συνταγματικώς κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα δεν είναι επιτρεπτό να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί κατά τρόπο που να αντιβαίνει στις κρίσιμες συνταγματικές διατάξεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται το απρόσβλητο και απόλυτο κοινωνικό κεκτημένο που επιτρέπει τη νομοθετική μεταβολή μόνο στην κατεύθυνση της ενίσχυσης και της βελτίωσης της παρεχόμενης κοινωνικής προστασίας.
Στον αντίποδα υποστηρίζεται ότι οι συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν τα κοινωνικά δικαιώματα δεν μπορούν να εγγυηθούν τις ήδη χορηγηθείσες παροχές, αφού ένας τέτοιος περιορισμός θα αφαιρούσε από τον κοινό νομοθέτη τη δυνατότητα να «ανακαλέσει » ή να μειώσει τις κοινωνικές παροχές ανάλογα με τα κοινωνικο- οικονομικά δεδομένα κάθε εποχής ή τις πιθανές νέες πολιτικές επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης.
Ενδιάμεση είναι η κατασκευή του «σχετικού κοινωνικού κεκτημένου» που διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Θεμιστοκλή Τσάτσο. Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη αυτή, ναι μεν, δεν είναι επιτρεπτό να αφαιρείται από τη νομοθετική λειτουργία η αρμοδιότητα να σταθμίζει κατά διαφορετικό τρόπο τις κοινωνικο-οικονομικές προτεραιότητες και ανάγκες και να τροποποιεί τις ρυθμίσεις του κοινωνικού δικαίου, ωστόσο, η ενδεχόμενη αυτή τροποποίηση δεν μπορεί να οδηγεί σε πλήρη κατάργηση των εγγυήσεων κοινωνικής προστασίας. Έτσι, η μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη, αλλά οφείλει να συναρτάται με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους των νομοθετικών ρυθμίσεων προς την ενίσχυση άλλων κοινωνικών δικαιωμάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι θεσπισμένες παροχές καθίστανται εν τέλει δεκτικές μερικής και αιτιολογημένης αναδιάρθρωσης, εφόσον η συνολική στάθμη προστασίας των διατάξεων κοινωνικού περιεχομένου δεν υποχωρεί.
Τέλος, επιγραμματικά αναφέρω πως έχει υποστηριχθεί και η άποψη που απορρίπτει εντελώς τη θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου και επιζητά εναλλακτικούς τρόπους κατοχύρωσης της σταθεροποιητικής λειτουργίας των κοινωνικών δικαιωμάτων με βάση τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη και του κοινωνικού κράτος δικαίου.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η νομολογία εμφανίστηκε διστακτική στην αναγνώριση ακόμα και του σχετικού κεκτημένου. Γίνεται έτσι δεκτό, ότι η μείωση συντάξιμων αποδοχών δεν προσβάλλει κεκτημένο δικαίωμα του συνταξιούχου (ΕΣ 236/1991) ή ότι δεν αποκλείεται ο δυσμενέστερος αναδρομικός μάλιστα καθορισμός νέων κανόνων για το ύψος της σύνταξης και η θέσπιση παραγραφής των σχετικών απαιτήσεων (ΣτΕ 2677/1992). Υπήρξε όμως και περίπτωση όπου η Ολομέλεια του ΣτΕ δικαιολόγησε την κρίση της περί μη αντισυνταγματικότητας διατάξεων τυπικού νόμου με τη σκέψη ότι «εκ των ανωτέρω ρυθμίσεων δεν θίγεται πάντως ο όλος θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης », υπαινισσόμενη έτσι την ύπαρξη σχετικού κοινωνικού κεκτημένου (ΣτΕ 1479/1997). Γενικά, μπορεί εύκολα κανείς να παρατηρήσει ότι η νομολογία απέφυγε να χρησιμοποιήσει τον όρο «κοινωνικό κεκτημένο» και τις διαβαθμίσεις του και μόνο κατ’ αποτέλεσμα μπορούμε να ανιχνεύουμε την ύπαρξή του στον δικανικό συλλογισμό, στον οποίο όμως αδιαμφισβήτητα υπολανθάνει.
Αξιοσημείωτη εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις των πολεοδομικών ρυθμίσεων, όπου η νομολογία ήδη από το 1988 (Ολ. ΣτΕ 10/1988) δέχεται την ύπαρξη απόλυτου κεκτημένου. Σύμφωνα με τη νομολογία που έχει διαμορφωθεί οι πολεοδομικές ρυθμίσεις δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να επιφέρουν επιδείνωση του υφιστάμενου φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος αλλά οφείλουν να κινούνται προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων και της διατήρησης των ελεύθερων χώρων και του πρασίνου στις πόλεις.
Μέρος Δεύτερο : Η επέμβαση του νομοθέτη στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων παρουσιάζεται η εξής ιδιομορφία (που αποτελεί και μία από τις χαρακτηριστικότερες διαφορές έναντι των ατομικών ελευθεριών) : για την υποστασιοποίηση του δικαιώματος απαιτείται προηγουμένως η επέμβαση του νομοθέτη, οποίος μορφοποιεί το δικαίωμα και θέτει σε ισχύ τους όρους λειτουργίας του. Έπειτα, η εξέλιξη του φιλελεύθερου κράτους και η μεταμόρφωσή του σ’ αυτό που ονομάζεται «κοινωνικό κράτος », έφερε στην επιφάνεια , ανήγαγε σε αξία πρωταρχική σημασίας με έννομες συνέπειες την έννοια «γενικότερο δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον». Η επιδίωξη ενός τέτοιου σκοπού απέκτησε ιδιαίτερη βαρύτητα για την αξιολόγηση της δράσης του σύγχρονου κράτους και προβλήθηκε ως μόνιμη δικαιολογία των πιο σημαντικών αποφάσεων της διοίκησης αλλά και της πιο πλατειάς διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη. Είναι προφανής η συγγένεια που υπάρχει ανάμεσα στην ανάπτυξη του κρατικού παρεμβατισμού και στη νομική καθιέρωση της έννοιας «γενικό συμφέρον», που έχει αναχθεί έτσι σε ύπατο θεμιτό σκοπό της σύγχρονης διοικήσεως και επιβλήθηκε τελικά ως αυτοτελές στοιχείο νομιμότητας και νομιμοποιήσεως των πράξεων γενικά της κρατικής εξουσίας.
Από τα παραπάνω φαίνεται πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος δύο εννοιών: της γενικής επιφύλαξης του νόμου και του δημοσίου συμφέροντος.
Χάριν συντομίας, για την επιφύλαξη θα αναφέρω μόνο ότι ενώ στην περίπτωση των ατομικών ελευθεριών συνήθως σχετικοποιεί την προστασία τους, στην περίπτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων εμφανίζεται ως δημιουργική- προστατευτική, με την έννοια που εξηγήσαμε παραπάνω. Επομένως , μέχρι τώρα τουλάχιστον, η επιφύλαξη του νόμου λειτουργούσε ως εντολή προστασίας ή ως μέσο ρύθμισης του δικαιώματος.
Από την άλλη, η έννοια του «δημοσίου συμφέροντος » (με τις διάφορες παραλλαγές που εμφανίζεται , είτε ως «υπέρτατο ή υπέρτερο συμφέρον», ή ως «γενικό κοινωνικό συμφέρον» κτλ) καλείται να επιτελέσει σήμερα διπλή λειτουργία : από τη μια συνεργεί στη διεύρυνση των εξουσιών του νομοθέτη ή της διοικήσεως, και από την άλλη συντείνει στον περιορισμό των εξουσιών αυτών, εφ’ όσον μεταβάλλεται σε μέτρο σταθμίσεως της νομιμότητας ή της συνταγματικότητας των πολιτειακών πράξεων. Συχνά άλλωστε ασκεί ταυτόχρονα και τις δύο λειτουργίες. Δεν κρίνεται σκόπιμο ούτε εφικτό να εξετάσουμε αναλυτικά τη νομολογιακή αντιμετώπιση του «δημοσίου συμφέροντος» στα στενά πλαίσια της παρούσης παρέμβασης. Ωστόσο θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι κατά τη νομολογία που διαμορφώθηκε επί της π.ν.π 18 Οκτ 1985 «Μέτρα προστασίας της εθνικής οικονομίας », προϋπόθεση της συνταγματικότητας τέτοιων περιορισμών είναι η ύπαρξη λόγου γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος που να συνδέεται με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας και να δικαιολογεί την επιβολή τους. Είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε ότι σταδιακά υπήρξε μετατόπιση της νομολογίας από έλεγχο μόνο των ακραίων λογικών ορίων σε περαιτέρω ουσιαστικό έλεγχο των μέτρων με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Συμπερασματικά πάντως θα μπορούσε κανείς να πει, χωρίς να απέχει πολύ από την πραγματικότητα, ότι έως τώρα στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων ο νομοθέτης επενέβαινε με όχημα είτε την επιφύλαξη του νόμου είτε το «δημόσιο συμφέρον» κυρίως για να ρυθμίσει την άσκηση των δικαιωμάτων. Για το λόγο αυτό η νομολογία, αν και ασκούσε έλεγχο στα μέτρα αυτά ζητώντας να εντοπίσει σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που να τα δικαιολογούν και αξιώνοντας την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας ,συνήθως κατέτεινε να τα θεωρεί συνταγματικά.
Το ερώτημα που γεννάται είναι τι πρόκειται να συμβεί όταν τα δικαστήρια κληθούν να ασκήσουν έλεγχο συνταγματικότητας σε μέτρα νομοθετικής πολιτικής που έχουν ληφθεί κατ’ επιταγή του αποκαλούμενου μνημονίου;
Μέρος Τρίτο : Οι αλλαγές που επιφέρει το μνημόνιο.
Οι προλαλήσαντες εξέτασαν επισταμένως τα ζητήματα που αφορούν το πλέγμα των συμβάσεων που συνήψε η χώρα μας και τα ζητήματα που προκύπτουν όσον αφορά την κύρωσή τους από τη Βουλή, τη δεσμευτικότητά τους κτλ. Στα θέματα αυτά θα αποφύγω να επανέλθω και για το λόγο αυτό θα ήθελα να διευκρινίσω ότι θα χρησιμοποιώ τον όρο «μνημόνιο» με την πολιτική, ας τη χαρακτηρίσουμε έτσι, σημασία που του έχει αποδοθεί καθώς χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
Ο ν. 3845/2010 που τιτλοφορείται «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη- μέλη της ζώνης του ευρώ και το ΔΝΤ», προβλέπει μια σειρά επεμβάσεων σε όλο το φάσμα των κοινωνικών διατάξεων. Δεν θα ήθελα να αναλωθώ στην αναλυτική περιγραφή των αλλαγών που έγιναν ή πρόκειται να επέλθουν, άλλωστε αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο της εισήγησης αυτής, αλλά θα αναφέρω ενδεικτικά κάποιες χαρακτηριστικές αλλαγές που θεωρούνται αμφίβολης συνταγματικότητας :
1. Η μείωση των αποδοχών όχι μόνο των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και του προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, καθώς υποστηρίζεται ότι έτσι περιορίζεται υπέρμετρα η συλλογική αυτονομία. (Άρθρο Τρίτο)
2. Η πρόβλεψη για δυνατότητα απόκλισης από τον ελάχιστο νόμιμο μισθό που προβλέπουν κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και η δυνατότητα κατίσχυσης δυσμενέστερων όρων που θα περιέχουν επιχειρησιακές συμβάσεις επί των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων, αφού κάτι τέτοιο ανατρέπει τα ισχύοντα στο χώρο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. (Άρθρο Δεύτερο)
3. Οι συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις που προβλέπουν περικοπή συντάξεων, περικοπή επιδομάτων, δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα κτλ . αλλά και αλλαγές στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (όρια ηλικίας, εισφορές, σύνταξη), εφόσον θίγουν κοινωνικο- ασφαλιστικά δικαιώματα. (Άρθρο Τρίτο)
Τα νομοθετικά αυτά μέτρα δικαιολογήθηκαν, ως συνήθως , ως μέτρα που επιβάλλονται για λόγους δημοσίου συμφέροντος λόγω και των έκτακτων οικονομικών συγκυριών. Μάλιστα, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3845/2010 αναφέρεται χαρακτηριστικά « εισάγονται αλλαγές στην εργατική νομοθεσία και σε άλλους τομείς που κρίνονται διεθνώς αναγκαίες, προκειμένου να σταλεί το μήνυμα ότι η χώρα έχει λάβει την αμετακίνητη απόφαση να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, να προσελκύσει επενδύσεις και με τον τρόπο αυτό να προωθήσει την απασχόληση και την αναπτυξιακή της προοπτική…». Ενώ γενικότερη είναι η αναφορά στην «ανάγκη διάσωσης της χώρας », έννοια που έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία και ταυτίζεται με το γενικό συμφέρον. Ακόμη όμως και όταν λείπουν τέτοιες εκφράσεις, είναι πολύ εύκολο να διακρίνει κανείς ότι οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος σε συνάρτηση με την αναφορά στην οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε , είναι ουσιαστικά λόγοι που έχουν να κάνουν με την διασφάλιση οικονομικών απαιτήσεων των δανειστών της χώρας ή την πραγμάτωση πολιτικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσει χρηματοδότηση των ελλειμματικών ταμείων του κράτους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν τα νομοθετικά αυτά μέτρα και η επίκληση τέτοιων λόγων δημοσίου συμφέροντος για τη θέσπισή τους ενόψει των εξαιρετικών συνθηκών και του επείγοντος χαρακτήρα των οικονομικών αναγκών του ελληνικού κράτους, θα αντέξουν σε ενδεχόμενο έλεγχο συνταγματικότητας. Και περαιτέρω, ποια θα είναι η ένταση αυτού του ελέγχου και ποιες συνέπειες μπορεί να έχει κάθε μία από τις πιθανές εκδοχές .
Μέρος Τέταρτο: Αναζητώντας τη λύση.
Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό ή καλύτερα για να προσεγγίσουμε τον τρόπο επίλυσής του, θα ήταν χρήσιμο να εντοπίσουμε κάποιους βασικούς άξονες του ελέγχου της συνταγματικότητας ώστε να αποκτήσουμε τις κατευθυντήριες γραμμές που θα μας οδηγούσαν προς την ορθή λύση.
Κατά πρώτον, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι, κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας ο δικαστής ασκεί έλεγχο νομιμότητας και σε καμία περίπτωση η δικαστική εξουσία δεν νομιμοποιείται να υποδείξει στο νομοθέτη την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει, ούτε να κρίνει την αποτελεσματικότητα των μέσων που τέθηκαν σε ενέργεια για την πραγματοποίηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Πολύ δε περισσότερο στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων που μας απασχολεί εδώ, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αξιολογήσεις για τον καθορισμό των κοινωνικών προτεραιοτήτων ανήκουν αποκλειστικά στο νομοθέτη, δεδομένου ότι συνάπτονται με τις υπάρχουσες οικονομικές δυνατότητες που μόνο αυτός είναι σε θέση σφαιρικά να γνωρίζει, αλλά και τις προτεραιότητες και τις επιλογές που συνδέονται με τη συγκεκριμένη πολιτική πρόταση που έχει νομιμοποιηθεί στις εκλογές. Ο νομοθέτης είναι αυτός που ιεραρχεί τις κοινωνικές προτεραιότητες και αποφασίζει πώς θα κατανείμει το σύνολο των πεπερασμένων μέσων που διαθέτει. Η ιεράρχηση αυτή των κοινωνικών παροχών είναι αναγκαία από το γεγονός και μόνο ότι οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους έχουν όρια από τα οποία και προκύπτει η έννοια των κοινωνικών προτεραιοτήτων.
Ωστόσο ο έλεγχος που ασκείται με βάση και την αρχή της αναλογικότητας προϋποθέτει αναγκαία σταθμίσεις από την πλευρά του δικαστή. Όμως προκύπτει και πάλι το πρόβλημα ότι όταν ο δικαστής θελήσει να ασκήσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της συνταγματικότητας ενός νόμου που αναφέρεται σε κοινωνικό δικαίωμα, δεν μπορεί να περιορισθεί σε μια απλή κρίση ως προς τι είναι θεμιτό και τι όχι, όπως παρατηρεί και ο κ.Στεργίου.. Επιπλέον, ωθείται σε πολιτικές σταθμίσεις αναδιανομής, επεμβαίνοντας έτσι σε κοινωνικές συγκρούσεις. Μια τέτοια παρέμβαση προσδίδει στη δικαστική εξουσία έναν έντονα πολιτικό χαρακτήρα, χωρίς να συνοδεύεται από επαρκείς εγγυήσεις δημοκρατικότητας.
Και σ’ αυτό ακριβώς το σημείο φαίνεται πόσο κοντά βρισκόμαστε στον κίνδυνο δικαστικοποίησης, όπως αναφέρει ο κ. Γέροντας, των πολιτικών αποφάσεων, δηλαδή στην προσφυγή στην δικαστική εξουσία για την επικύρωση ή την ανατροπή πολιτικών αποφάσεων που έχουν ληφθεί από τον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη, κάτι που παραγκωνίζει βασικές διαστάσεις τόσο της πολιτικής όσο και του συντάγματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η λειτουργία των συνταγματικών επιταγών συνίσταται στην καθοδήγηση της πολιτικής και δεν περιέχει συγκεκριμένα και λεπτομερή κριτήρια για την άσκησή της ούτε προκαθορίζει τις ενέργειες του νομοθέτη. Το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια ούτε ανεξάντλητη πηγή λύσεων όλων των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων.
Εν συνεχεία θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο δικαστικός έλεγχος μέτρων οικονομικής πολιτικής δεν είναι ανεξάρτητος από το οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου ασκείται και ,πιο συγκεκριμένα, δεν είναι ανεξάρτητος από τις κρατούσες σε κάθε εποχή οικονομικο- πολιτικές αντιλήψεις, όπως αυτές εκφράζονται πρωτίστως από τον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη.
Εν προκειμένω γνωρίζουμε όλοι τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν διεθνώς αλλά και ειδικότερα στη χώρα μας και επίσης γνωρίζουμε ότι η δικαστική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων για να είναι αποτελεσματική οφείλει να μην αγνοεί την οικονομική βιωσιμότητα των θεσμικών εγγυήσεών τους. Αντίθετες παραδοχές όχι μόνον επιδεινώνουν τα προβλήματα της εθνικής οικονομίας, αλλά επιπλέον θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την ακώλυτη άσκηση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Λόγω ακριβώς αυτών των οικονομικών συνθηκών έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι σε μια κατάσταση έκτακτης οικονομικής ανάγκης, θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί προσωρινά η συσταλτική ερμηνεία και εφαρμογή ορισμένων δικαιωμάτων. Άλλωστε, η ίδια η αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί το βασικό κριτήριο συνταγματικού ελέγχου, έχει την απαραίτητη ευελιξία για να προσαρμοστεί σε μη κανονικές καταστάσεις.
Όμως ο αντίλογος είναι πως υπάρχουν πάντοτε κάποια απαράβατα συνταγματικά όρια όπως τα συνταγματικά δικαιώματα και οι θεμελιώδεις αρχές του συντάγματος που μπορεί να αποτελέσουν ένα τελευταίο ίσως ανάχωμα μπροστά στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Άλλωστε το Σύνταγμα μιας δημοκρατικά και δικαιοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας δεν μπορεί παρά να αξιώνει την κανονιστική του πραγμάτωση τόσο σε περιόδους ευημερίας όσο και σε περιόδους κρίσεις. Μάλιστα, στις τελευταίες αναδεικνύεται η χρησιμότητα και η αξιοπιστία του. Επομένως η σύνδεση της οικονομικής ανασυγκρότησης με την ανάγκη σωτηρίας της χώρας και η επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος δεν μπορεί να οδηγεί σε υπονόμευση ή μη εφαρμογή θεμελιωδών αρχών του Συντάγματος ή σε μείωση της έντασης του δικαστικού ελέγχου.
Βέβαια από την άποψη της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών η ουσιαστική εκτίμηση του δημοσίου συμφέροντος δεν ανήκει στην αρμοδιότητα του δικαστή , άλλα μόνον η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας εμπίπτει στο πεδίο ελέγχου νομιμότητας που ασκεί ο ακυρωτικός δικαστής.
Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι το γενικό συμφέρον δεν διαθέτει υπερσυνταγματικές ιδιότητες αλλά είναι υποταγμένο στο συνολικό συνταγματικό πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι υπόκειται σε έναν διπλό περιορισμό, από τον πυρήνα του θιγόμενου δικαιώματος και από την αρχή της αναλογικότητας.
Τώρα, όσον αφορά στη διαδικασία στάθμισης και ενόψει της διαπίστωσης ότι το γενικό συμφέρον δεν αποτελεί μια έννοια με σταθερό και προκαθορισμένο περιεχόμενο, αλλά είναι μέγεθος μεταβλητό με δυναμικό περιεχόμενο , το οποίο συναρτάται άμεσα με τις ισχύουσες οικονομικές συνθήκες πιθανόν να κριθεί ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων δεν τελεί σε σχέση δυσαναλογίας με τον σκοπό διάσωσης της χώρας και ειδικότερα με τη φερεγγυότητα και την πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού δημοσίου καθώς και του γενικότερου συμφέροντος της εθνικής οικονομίας.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτός που εκτιμά την συνδρομή ή μη της οικονομικής κρίσης , η οποία επιβάλει τη θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων είναι ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης. Το δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει τους λόγους που επικαλείται ο νομοθέτης και η συνδρομή των οποίων διευρύνει σημαντικά την διαπλαστική του εξουσία κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του. Κάθε δε δικαστική απόφαση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στις ευρύτερες πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις.
Πάγια είναι εξάλλου η νομολογία σε υποθέσεις ελέγχου μέτρων οικονομικής πολιτικής , η οποία διαχρονικά υιοθετεί την αντίληψη ότι ο δικαστικός έλεγχος δεν μπορεί παρά να είναι έλεγχος οριακός. Μετά από επισκόπηση της νομολογίας μπορεί να γίνει η εξής διάκριση, την οποία δανείζομαι από τον κ. Καιδατζή: από τη μια οι υποθέσεις «υψηλής πολιτικής », δηλαδή κεντρικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και από την άλλη υποθέσεις «χαμηλής πολιτικής », δηλαδή ρυθμιστικές παρεμβάσεις της οικονομικής δραστηριότητας, με το δικαστήριο να εμφανίζεται γενικά πιο επιφυλακτικό κατά τον έλεγχο των πρώτων. Αυτό θα χρησίμευε ίσως για την πρόγνωση της στάσης του δικαστηρίου στο μέλλον.
Ένα ακόμη σημείο στο οποίο αξίζει κατά τη γνώμη μου να σταθούμε είναι ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν οι κρατικές αρχές απέναντι σε διεθνείς δανειστές «δεν μπορούν από μόνες τους να δικαιολογήσουν περιορισμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων», γιατί ακόμη και μετά το οριακό σημείο της προσφυγής μιας χώρας μέλους της ΕΕ στο ΔΝΤ, οι κεκτημένες εγγυήσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν μπορεί να εκποιούνται. Η δε τήρησή τους διασφαλίζεται, τελικώς, από τους δικαστές, η ανεξαρτησία και η συνταγματική νομιμοποίηση των οποίων αποδεσμεύουν τις αποφάσεις τους από τη στάθμιση του πολιτικού κόστους. Αναγνωρίζεται λοιπόν στον εθνικό δικαστή ένας κρίσιμος ρόλος ως προς την υλοποίηση των εξωτερικών δεσμεύσεων της χώρας, καθώς, την ίδια στιγμή που θέτει όρια στην αποδοχή των υποδείξεων του ΔΝΤ, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στον εξορθολογισμό και στη βελτίωση των σχετικών κρατικών επιλογών.
Παράδειγμα εφαρμογής της παραπάνω σκέψης παρατηρεί ό κ.Γιαννακόπουλος πως έχουμε στην περίπτωση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας την οποία θα παρουσιάσω πολύ περιληπτικά γιατί νομίζει ότι αξίζει της προσοχής μας: Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Λετονίας έκρινε στις 21 Δεκεμβρίου 2009 ότι οι δραστικές περικοπές συντάξεων, ένα από τα μέτρα αυστηρής λιτότητας που ψήφισε το κοινοβούλιο του μικρού αυτού κράτους της Βαλτικής προκειμένου να εξασφαλίσει δάνειο 7,5 δις € από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), παραβίαζαν το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση και την αρχή του κράτους δικαίου. Αν και έγινε δεκτό ότι σε περιόδους σοβαρής οικονομικής κρίσης ο νομοθέτης πρέπει να διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια επιλογών, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ανάγκη κάλυψης του δημοσιονομικού ελλείμματος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως γενική κατάσταση ανάγκης η οποία αναιρεί την προστασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο εθνικό Σύνταγμα και στις διεθνείς συνθήκες. Τα δε αναγκαία μέτρα λιτότητας πρέπει να είναι απόρροια αντικειμενικής και ισορροπημένης ανάλυσης των σχετικών δεδομένων, ώστε να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.
Είναι αξιοσημείωτο το σκεπτικό του δικαστηρίου καθώς και το θάρρος των δικαστών να λάβουν μια τέτοια απόφαση. Προτού βιαστούμε όμως να επιδοκιμάσουμε ή να αποδοκιμάσουμε μια τέτοια στάση θα πρέπει να σκεφτούμε πολύ σοβαρά τι συνέπειες έχει μια τέτοια απόφαση για την κοινωνία στο σύνολό της. Γιατί ποια χρησιμότητα θα έχει μια τέτοια αν απόφαση αν προκαλέσει παύση της πίστωσης που παρέχει το ΔΝΤ στη χώρα και άρα προκύψει αντικειμενική αδυναμία του κράτους να καταβάλει μισθούς και συντάξεις στο εξής και για άγνωστο χρονικό διάστημα;
Τελειώνοντας θα ήθελα να επισημάνω ακόμη ότι οι νομοθετικές ρυθμίσεις που επήλθαν λόγω του μνημονίου, επιδρούν ταυτόχρονα σε όλο το φάσμα των κοινωνικών διατάξεων. Αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, γιατί όπως είδαμε, η νομολογία πολλές φορές στο παρελθόν δέχθηκε περιοριστικές ενός κοινωνικού δικαιώματος ρυθμίσεις επειδή θεώρησε ότι πάντως δεν θίγεται συνολικά η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων αλλά μετατοπίζεται το βάρος προς άλλα κοινωνικά δικαιώματα, όμως υπό τα σημερινά δεδομένα δεν ξέρω κατά πόσο θα ευσταθούσε ένας τέτοιος ισχυρισμός.
Επίλογος.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να συνοψίσω σε αδρές γραμμές όλα τα παραπάνω ώστε να μπορεί κανείς να έχει μια συνολική εποπτεία των όσων ειπώθηκαν.
Από τη μία υπάρχει η θεωρία του κοινωνικού κεκτημένου από την οποία ξεχωρίζουμε την έννοια του σχετικού κοινωνικού κεκτημένου που δεν γίνεται μεν ρητώς αποδεκτή από τη νομολογία, στην πράξη όμως τυγχάνει εφαρμογής.
Από την άλλη διαγράψαμε τον τρόπο που επιλέγει να επέμβει ο νομοθέτης στο πεδίο των κοινωνικών διατάξεων, εκ των οποίων απορρέει το κοινωνικό κεκτημένο, επικαλούμενος λόγους δημοσίου συμφέροντος και τη μεταχείριση των λόγων αυτών από τη νομολογία που από τη στάση της κριτικής αποδοχής πλέον έχει περάσει σε έναν πιο εντατικό έλεγχο με βάση την αρχή της αναλογικότητας.
Έπειτα, παρατηρήσαμε τις αλλαγές που επήλθαν με το λεγόμενο μνημόνιο, με τη σημαντικότερη να είναι η απόδοση συγκεκριμένου περιεχομένου στην έννοια δημόσιο συμφέρον, που καθίσταται πλέον η διάσωση της χώρας μέσω της υλοποίησης των εξωτερικών οικονομικών δεσμεύσεων που έχει αναλάβει.
Τέλος, προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές που θα βοηθούσαν ώστε κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας τέτοιων νομοθετικών μέτρων, το δικαστήριο να διαφυλάξει την δικαιοδοτική του αρμοδιότητα αλλά και τα κοινωνικά δικαιώματα χωρίς να καταστεί ρυθμιστής πολιτικών εξελίξεων. Πιστεύω ακράδαντα ότι το επίπεδο του συνταγματικού πολιτισμού των δικαστηρίων της χώρας μας είναι ικανό να διασφαλίσει κάτι τέτοιο.