Στο Σύνταγμα καθιερώνεται ο ενιαίος ( μη ομοσπονδιακός χαρακτήρας) χαρακτήρας του ελληνικού κράτους. Η γενική πολιτική της χώρας καθο-ρίζεται και κατευθύνεται από την κυβέρνηση η οποία διαθέτει την εμπι-στοσύνη της βουλής. Το υπουργικό συμβούλιο, ως συλλογικό όργανο απαρτιζόμενο από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς, έχει την αρμοδιότητα χάραξης της δημόσιας πολιτικής σε όλους τους τομείς κρατικής δράσης για ολόκληρη την επικράτεια, ενώ ο πρωθυπουργός εξασφαλίζει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις ενέργειες της καθώς και των δημοσίων υπηρεσιών για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής.
Η κατοχύρωση του ενιαίου της κρατικής οντότητας συνδυάζεται με την πρόβλεψη από το συντακτικό νομοθέτη των συστημάτων της διοικητικής αποκέντρωσης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Σκοπός της συνταγμα-τικής κατοχύρωσης αυτών των συστημάτων είναι το ενιαίο της κρατικής οντότητας να μην ταυτίζεται με το συγκεντρωτικό κράτος αλλά να είναι δυνατή η μεταφορά αρμοδιοτήτων από το κέντρο στην περιφέρεια. Το σύστημα της αυτοδιοίκησης, όπως και αυτό της αποκέντρωσης, δεν σημαίνει αυτονομία για τους αυτοδιοικούμενους οργανισμούς. Δηλαδή οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί δεν έχουν από το Σύνταγμα τη δυνατότητα να θέτουν πρωτεύοντες κανόνες δικαίου αλλά μόνο να ρυθμίζουν ειδικότερα θέματα ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό εντός των ορίων της κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος νομοθετικής εξουσιοδότησης.
Ειδική περίπτωση αποτελεί η συνταγματική πρόβλεψη της πανεπιστημιακής αυτοδιοίκησης, ως μορφή καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης, η οποία εξυπηρετεί πρωτίστως την ακαδημαϊκή ελευθερία. Δεν αποκλείεται όμως από το Σύνταγμα η σύσταση με πρωτοβουλία του κοινού νομοθέτη και άλλων καθ’ ύλην αυτοδιοικούμενων οργανισμών σε διάφορους τομείς χωρίς να υφίστανται δεσμεύσεις ως προς την μορφή της διοίκησης ή την έκταση της αυτοδιοίκησής τους.
Στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας έχουν συσταθεί είτε από το Σύνταγμα είτε από τον κοινό νομοθέτη οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που αποτελούν μια νέα εξέλιξη στην οργάνωση του διοικητικού μας συ-στήματος. Δεν διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά ενός αυτοδιοικούμενου οργανισμού, εφόσον δεν έχουν δική τους νομική προσωπικότητα και περιουσιακή αυτοτέλεια, αλλά τα όργανα διοίκησής τους απολαμβάνουν εγγυήσεων ανεξαρτησίας και στελεχώνονται με δικό τους προσωπικό. Οι αρχές αυτές έχουν κατά βάση ελεγκτικές αρμοδιότητες επί ορισμένης κρατικής ύλης. Δεν συνιστούν έκφραση της αρχής της αποκέντρωσης, υπό την έννοια της μεταφοράς αρμοδιοτήτων από το κέντρο στην περι-φέρεια, αλλά της αρχής της εξειδίκευσης της κρατικής δράσης εφόσον ο δικαιολογητικός σκοπός τους είναι η αντικειμενική και αξιόπιστη διεκπεραίωση σοβαρών κρατικών υποθέσεων με ιδιαίτερα χαρακτηρι-στικά.
Με βάση το ανωτέρω σχήμα του διοικητικού συστήματος έχει δημιουρ-γηθεί ένας κορμός κεντρικών και περιφερειακών κρατικών υπηρεσιών που υπάγονται στο νομικό πρόσωπο του κράτους και θεραπεύουν κρατικές υποθέσεις. Στο άρθρο 101 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνεται το αποκεντρωτικό σύστημα οργάνωσης του κράτους, η πρόβλεψη δε αυτή εξειδικεύεται με την παρ.3 του ίδιου άρθρου σύμφωνα με την οποία τα περιφερειακά κρατικά όργανα διαθέτουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα για τις υποθέσεις της περιφέρειάς τους ενώ τα κεντρικά όργανα, εκτός από ειδικές αρμοδιότητες, έχουν τη γενική κατεύθυνση, το συντονισμό και τον έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των περιφερειακών οργάνων. Με τις ρυθμίσεις αυτές γίνεται διάκριση μεταξύ υποθέσεων κεντρικής αφενός και περιφερειακής αφετέρου κρατικής αρμοδιότητας. Ζήτημα ανακύπτει ως προς τα όρια της κατανομής των κρατικών αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών οργάνων. Κρίσιμη για την επίλυση του ζητήματος είναι η διατύπωση του ανωτέρω δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 101 του Συντάγματος που, κατά την ορθότερη άποψη, καθιερώνει τεκμήριο υπέρ των περιφερειακών κρατικών οργάνων ως προς τις εκτελεστικές αρμοδιότητες, ήτοι εκείνες που συνιστούν εφαρμογή της κρατικής πολιτικής, ενώ τα κεντρικά κρατικά όργανα διατηρούν αρμοδιότητες γενικής κατεύθυνσης και συντονισμού, δηλαδή τις επιτελικού χαρακτήρα αρμοδιότητες, στο πλαίσιο δε αυτό περιορίζονται σε έλεγχο νομιμότητας των πράξεων των περιφερειακών οργάνων. Έτσι, οι «ειδικές αρμοδιότητες» που παραμένουν στα κεντρικά όργανα του κράτους αφορούν πρωτίστως ζητήματα που είτε από τη φύση τους είναι γενικότερης σημασίας είτε έχουν έναν διαπεριφερειακό χαρακτήρα και συνεπώς εκφεύγουν από τα όρια της κρατικής περιφέρειας.
Με βάση τα προεκτεθέντα παρατηρούνται τα εξής: α) κατοχυρώνεται ως υποχρεωτική η κρατική παρουσία τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια, β) τα κεντρικά κρατικά όργανα έχουν κατά κανόνα επιτελικές αρμοδιότητες και τα περιφερειακά κρατικά όργανα εκτελεστικές αρμοδιότητες. Επομένως το ισχύον Σύνταγμα δεν επιτρέπει την κατάργηση των περιφερειακών κρατικών οργάνων και την μεταφορά των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που αυτά ασκούν σε άλλα όργανα εκτός του νομικού προσώπου του κράτους. Τούτο σημαίνει ότι το κράτος υπό το ισχύον Σύνταγμα δεν μπορεί να αναλάβει αμιγώς επιτελικό ρόλο και να ενισχυθεί ο εκτελεστικός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αυτή η ανελαστικότητα των ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων του άρθρου 101 παρ. 1 και 3 αποτελεί σοβαρό εμπόδιο για την αναδιοργάνωση της Διοίκησης προς αντιμετώπιση των διαρκώς μεταβαλλόμενων κοινωνι-κών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών.
Ως εκ τούτου επιβάλλεται η αναθεώρηση των ανωτέρω διατάξεων προκειμένου να παρασχεθεί η ευχέρεια στον κοινό νομοθέτη να διαμορφώνει το διοικητικό σχήμα ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Ειδικότερα, στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι τα κεντρικά όργανα έχουν επιτελικές αρμοδιότητες που συνίστανται στη γενική κατεύθυνση και το συντονισμό των γενικών κρατικών υποθέσεων, κατ’ εξαίρεση δε ασκούν ειδικές αρμοδιότητες όταν επιβάλλεται από τη φύση των υποθέσεων που αφορούν τον σκληρό πυρήνα του κράτους ή έχουν διαπεριφερειακό χαρακτήρα, ενώ η σύσταση περιφερειακών κρατικών οργάνων επαφίεται στον κοινό νομοθέτη ο οποίος μπορεί να αναθέτει σ’ αυτά εκτελεστικές αρμοδιότητες, που ασκούν στη χωρική τους έκταση, οι οποίες λόγω της φύσης και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους δεν μπορούν να ανατεθούν στην τοπική αυτοδιοίκηση. Με την προτεινόμενη ρύθμιση κατοχυρώνεται ο επιτελικός ρόλος της κεντρικής διοίκησης, ενισχύεται ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης και ταυτόχρονα παρέχεται η δυνατότητα στο νομοθέτη να συστήνει αποκεντρωμένα κρατικά όργανα όταν κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται προς θεραπεία των υφιστάμενων αναγκών. Παράλληλα τα κεντρικά όργανα, δια των περιφερειακών τους υπηρεσιών, θα εξακολουθούν να ασκούν αρμοδιότητες που συνδέονται με τον σκληρό πυρήνα του κράτους (φορολογία, δημόσια τάξη, εθνική άμυνα, δικαιοσύνη). Είναι αυτονόητο ότι η αναβάθμιση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκηση επιτάσσει την ύπαρξη της κρατικής εποπτείας η οποία ασκείται είτε από τα κεντρικά είτε από τα αποκεντρωμένα όργανα του κράτους κατά τρόπο που να διασφαλίζεται σοβαρός και αξιόπιστος έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθ-μιων ο.τ.α. Η προτεινόμενη μεταβολή επιβάλλεται, ιδίως, μετά την καθιέρωση από το ν. 3852/2010 των Περιφερειών οι οποίες αποτελούν μεγάλους και ισχυρούς οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ευρείας χωρικής αρμοδιότητας που φιλοδοξούν να αναδειχθούν σε βασικούς πόλους ανάπτυξης κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, μορφή διοικητικής οργάνωσης, μη κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα, είναι η σύσταση καθ’ ύλην αυτοδιοικούμενων οργανισμών που αποτελούν νομικά πρόσωπα είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου με αποστολή τη θεραπεία τομέων της κρατικής δράσης μεταξύ των οποίων και η παροχή υπηρεσιών ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό σύνολο. Αυτή η μορφή αυτοδιοίκησης αποτελεί τεχνική μεταφοράς αρμοδιοτήτων από το νομικό πρόσωπο του κράτους σε άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία διαθέτουν μεν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια πλην δεν διαθέτουν άλλες εγγυήσεις, όπως οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ως προς την έκταση της ασκούμενης επ’ αυτών κρατικής εποπτείας ή ως προς τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας των οργάνων διοίκησής τους έναντι της κρατικής εξουσίας. Στην πραγματικότητα τα όργανα διοίκησης αυτών των οργανισμών συγκροτούνται από πρόσωπα που έχουν σχέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης με την εκάστοτε κυβέρνηση, πολλές φορές μάλιστα είναι κομματικοί παράγοντες του κυβερνώντος κόμματος ή αποτυχόντες υποψήφιοι βουλευτές, που αναλαμβάνουν να εφαρμόσουν την κυβερνητική πολιτική στον τομέα ευθύνης τους. Περαιτέρω η εποπτεία του κράτους επ’ αυτών δεν οριοθετείται σε επίπεδο νομιμότητας αλλά εκτείνεται και επί της σκοπιμότητας της δράσης τους, δίδοντας έτσι τη δυνατότητα στον εποπτεύοντα υπουργό να επεμβαίνει αποφασιστικά στην οργάνωση και λειτουργία τους. Να σημειωθεί ότι στους καθ’ ύλην αυτοδιοικούμενους οργανισμούς περι-λαμβάνεται ποικιλία νομικών προσώπων με ιδιαίτερη σημασία για την καθημερινή ζωή του πολίτη, όπως είναι τα νοσοκομεία, οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, οι δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας κλπ.
Η εμπειρία των τελευταίων ετών απέδειξε ότι οι καθ’ ύλην αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί δεν μπόρεσαν, σε γενικές γραμμές, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις εκτεταμένης κακοδιαχείρισης και σπατάλης του δημοσίου χρήματος. Οι αιτίες της αποτυχίας αυτού του μοντέλου διοίκησης είναι πολλές. Μια από τις σοβαρότερες αιτίες είναι άμεση εξάρτηση των οργάνων διοίκησης των καθ’ ύλην αυτοδιοικούμενων οργανισμών με το εκάστοτε κυβερνών κόμμα Η τοποθέτηση προσώπων ως επικεφαλής αυτών των οργανισμών με κριτήρια προεχόντως κομματικά έχει ως συνέπεια η διοίκηση να ασκείται, συχνά, με ερασιτεχνικό τρόπο ή οι διοικούντες να επιδιώκουν σκοπούς μη σχετιζόμενους με το δημόσιο συμφέρον. Με τα δεδομένα αυτά καθίσταται σαφές ότι το σύστημα της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης χρειάζεται διορθωτικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση της διασφάλισης εγγυήσεων για την εύρυθμη και χρηστή διοίκηση των οργανισμών που υπάγονται στο πεδίο της.
Είναι προφανές ότι στο πολυδιάστατο τοπίο της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης δεν φαίνεται ορθό να θεσπίζονται σε συνταγματικό επίπεδο πολλαπλές δεσμεύσεις ως προς την οργάνωση και λειτουργία αυτών των οργανισμών διότι ο κοινός νομοθέτης πρέπει να έχει ευχέρεια κατά την επιλογή των καταλληλότερων σχημάτων προς θεραπεία του δημοσίου συμφέροντος. Από την άλλη πλευρά διαπιστώνεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης «αναγνωρίζει» την ύπαρξη της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης σε ορισμένες διατάξεις που δεν υπάγονται στο κρίσιμο κεφάλαιο για την οργάνωση της Διοίκησης, όπως είναι το άρθρο 23 παρ. 2 που ορίζει τα του δικαιώματος απεργίας των υπαλλήλων κάθε μορφής επιχειρήσεων δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου καθώς και το άρθρο 106 παρ. 3 όπου επίσης γίνεται λόγος για επιχειρήσεις με ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο οι οποίες μπορεί να περιέλθουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στο Δημόσιο. Ρύθμιση που «αναγνωρίζει» την καθ’ ύλην αυτοδιοίκηση επισημαίνεται και στο άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο για τη Διοίκηση και προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα υπόκειται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω στο ευρύτατο τοπίο των καθ’ ύλην αυτοδιοικούμενων οργανισμών εμπίπτουν, μεταξύ των άλλων, δημόσιες επιχειρήσεις που επιδιώκουν το δημόσιο σκοπό της διασφάλισης στο κοινωνικό σύνολο εκείνων των ζωτικών αγαθών χωρίς τα οποία δεν υφίστανται οι ομαλοί όροι για την κατά τα σύγχρονα κριτήρια αξιοπρεπή διαβίωση του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και δραστηριότητάς του κατά τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ.1 του Συντάγ-ματος. Οι σύγχρονες εξελίξεις έχουν οδηγήσει πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις σε προχωρημένες μορφές ιδιωτικοποίησης, με περαιτέρω συνέπεια το κράτος να μεταβάλλεται από ιδιοκτήτη σε επόπτη, προς όφελος του ρόλου των ιδιωτών που καθορίζουν εν πολλοίς τις τύχες τους. Αυτή η νέα πραγματικότητα, που έχει προκύψει λόγω των νέων αντιλήψεων στο διεθνές και ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον, δεν αποτυπώνεται στο ισχύον Σύνταγμα.
Έχοντας υπόψη τις νέες συνθήκες που έχουν επικρατήσει στο διοικητικό σύστημα της χώρας στο επίπεδο της καθ’ ύλην αυτοδιοίκησης κρίνεται αναγκαίο να διατυπωθούν λιτοί συνταγματικοί ορισμοί που θα περιέχουν δέσμη ελάχιστων εγγυήσεων της οργάνωσης και λειτουργίας τους. Υπό το πρίσμα αυτό θα μπορούσε να ορισθεί ότι: α) Ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια να αναθέτει τομείς της κρατικής δράσης καθώς και την παροχή ζωτικών αγαθών για το κοινωνικό σύνολο σε δημόσια νομικά πρόσωπα τα οποία διαθέτουν διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. β) Όταν το κράτος διορίζει τα όργανα διοίκησης των δημοσίων νομικών προσώπων οφείλει να τηρεί ειδική διαδικασία επιλογής που διασφαλίζει τις αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας. γ) Το κράτος ασκεί εποπτεία στα δημόσια νομικά πρόσωπα με σκοπό τη διασφάλιση της χρηστής και εύρυθμης λειτουργίας τους προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. δ) Με νόμο ορίζονται ειδικές διαδικασίες ελέγχου των οικονομικών των δημοσίων νομικών προσώπων.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι αυτοδιοικούμενοι οργανισμοί δεν διαθέτουν αυτονομία ακόμα και όταν έχουν θεσπιστεί γι’ αυτούς εγγυήσεις ανεξαρτησίας όπως για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και για τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η εισαγωγή στη συνταγματική μας τάξη της αρχής της αυτονομίας για τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης προϋποθέτει ριζική αναθεώρηση δέσμης διατάξεων με σοβαρές επιπτώσεις στη γενικότερη λειτουργία του κράτους. Δεν φαίνεται να είναι λύση η οποία ταιριάζει, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής επικράτειας.
Η αυτονομία θα μπορούσε πάντως να δοκιμασθεί στο πεδίο των πανεπιστημίων, έστω για ορισμένο κύκλο θεμάτων, που θα τους έδινε τη δυνατότητα να απελευθερωθούν από την ισοπεδωτική ομοιομορφία και να καταστεί έτσι πιο ευλύγιστη η οργάνωση και λειτουργία τους, προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Υπό το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο οι οργανισμοί των πανεπιστημίων λαμβάνουν την μορφή του προεδρικού διατάγματος ενώ τα προσόντα των μελών Δ.Ε.Π., η διαδικασία εκλογής, η οργάνωση των ακαδημαϊκών μονάδων, η συμμετοχή εξωτερικών μελών σε διοικητικές ή άλλες διαδικασίες ανήκουν αποκλειστικά στην εξουσία του κοινού νομοθέτη χωρίς οποιαδήποτε ευχέρεια παρεμβολής του πανεπιστημίου. Εδώ απαιτείται μια προσεκτική παρέμβαση του συνταγματικού νομοθέτη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μεταβολής του άρθρου 16 του Συντάγματος προς την κατεύθυνση του περιορισμού των δεσμεύσεων για την οργάνωση των δημόσιων α.ε.ι.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει ομαλά το διοικητικό σύστημα της χώρας είναι η διαμόρφωση αξιόπιστης δημόσιας διοίκησης που να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αποστολή της. Τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις αγκυλώσεις που προκαλεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και έχει προβληθεί ως λύση των προβλημάτων που ταλανίζουν τη χώρα η κατάργησή της. Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο θεσμός της μονιμότητας είναι αυτός που παρεμποδίζει τον εκσυγχρονισμό και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και εν γένει του κράτους διότι τα προβλήματα γεννώνται πρωτίστως από τον ανορθολογικό τρόπο κατανομής του προσωπικού και τη γραφειοκρατική οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών. Άλλωστε η μονιμότητα δεν εμποδίζει ούτε την κατάργηση θέσεων ή υπηρεσιών ούτε την μεταφορά υπαλλήλων από υπηρεσίες με υπεράριθμο προσωπικό σε άλλες με ιδιαίτερες ανάγκες.
Μια μελλοντική συνταγματική μεταρρύθμιση του άρθρου 103 πρέπει να κατοχυρώσει, κατά τρόπο σαφή και ορθολογικό, τις κατηγορίες υπαλλήλων που στελεχώνουν τη δημόσια διοίκηση σε σχέση με τις υπηρεσίες στις οποίες υπηρετούν. Έτσι, οι τακτικοί δημόσιοι υπάλληλοι που διέπονται από το θεσμό της μονιμότητας, καταλαμβάνουν, κατά κανόνα, τις θέσεις των κεντρικών υπηρεσιών του κράτους οι οποίες επωμίζονται, κατά τα προεκτεθέντα, τις επιτελικές κρατικές αρμοδιότητες. Οι υπάλληλοι αυτοί αποτελούν τη βάση της δημόσιας διοίκησης και διασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους υπό την έννοια ότι έχουν γνώση των δημοσίων πολιτικών που εφαρμόζονται διαχρονικά στη χώρα και μπορούν να αντιμετωπίσουν καταστάσεις κρίσεων ή ακόμα και να συμβάλλουν, ιδίως σε τεχνικό επίπεδο, κατά την επεξεργασία νέων πολιτικών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Στην υπόλοιπη δημόσια διοίκηση οι θέσεις καλύπτονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ο νομοθέτης μπορεί επίσης να προβλέπει το διορισμό επί θητεία υπαλλήλων, που περιβάλλονται από τις εγγυήσεις μονιμότητας κατά το διάστημα που υπηρετούν, σε θέσεις με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά οι οποίες απαιτούν ειδικά προσόντα και ικανότητες καθώς και μετακλητών υπαλλήλων σε θέσεις πολιτικής εμπιστοσύνης.
Από την παρουσίαση που προηγήθηκε, καθίσταται σαφές ότι ανακύπτει σοβαρή ανάγκη αναδιάρθρωσης του διοικητικού συστήματος της χώρας προς την κατεύθυνση της δημιουργίας νέων δομών προσαρμοσμένων στις σύγχρονες συνθήκες. Με τις προτεινόμενες μεταβολές αίρονται ή αμβλύνονται ισχυρές συνταγματικές δεσμεύσεις που κωλύουν τον κοινό νομοθέτη να κινηθεί με ευχέρεια κατά την επιλογή περισσότερων λύσεων.