- Εισαγωγή
Σε καιρό έντονης δημοσιονομικής κρίσης είναι επίμαχα δύο συναφή, αλλά διακριτά δογματικά ερωτήματα με ποικίλες πρακτικές προεκτάσεις: 1) Aν τα δυσχερή δημοσιονομικά ή οικονομικά δεδομένα ενός κράτους ή μιας δημόσιας υπηρεσίας επιτρέπουν παρεκκλίσεις από την αρχή της νομιμότητας. Τελεί η πραγματική εφαρμογή από το κράτος των (σύμφωνων με το Σύνταγμα, το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο) κανόνων δικαίου υπό την αίρεση του οικονομικά εφικτού; Η απάντηση είναι όχι [1] .
2) Αν και πώς [2] η δυσχερής οικονομική κατάσταση ενός κράτους [3] , μιας δημόσιας υπηρεσίας ή του ιδιωτικού τομέα [4] μπορεί να επηρεάζει, συνταγματικά θεμιτά, το επίπεδο της πραγματικής προστασίας της δημοκρατίας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων [5] .
Ως ειδική πρακτική αρτηρία των δύο αυτών πολιτειολογικών ερωτημάτων [6] , εξετάζεται το ζήτημα της συνταγματικής ή νομοθετικής πρόβλεψης δημοσιονομικών φρένων (στο έλλειμμα, στο χρέος, στις δημόσιες δαπάνες) [7] που προδιαγράφει ως βασικό αρμό του νέου «Συμφώνου για το Ευρώ» το έκτακτο Συμβούλιο των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης σε επίπεδο Αρχηγών Κρατών της 11ης Μαρτίου 2011 [8] . Ερευνάται δηλαδή η νομική κατοχύρωση «χρεoφρένου» υπό το πρίσμα της αναγκαίας όσμωσης α) δημοκρατίας και θεμελιωδών δικαιωμάτων με β) δυσχερή οικονομικά δεδομένα, δημοσιονομικά αδιέξοδα και κρίση.
- Αρχή της νομιμότητας και δυσχερή οικονομικά δεδομένα
Η μη τήρηση της νομιμότητας από την κρατική εκτελεστική εξουσία λόγω δυσχερών οικονομικών δεδομένων αντίκειται ευθέως και αδικαιολόγητα στην δημοκρατική αρχή αλλά και στην αρχή του κράτους δικαίου. Σύμφωνα με την δημοκρατική αρχή αρμόδιος για την θέσπιση και την τροποποίηση των νόμων είναι ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης. Η εκτελεστική εξουσία, δεν έχει, εκτός αν προβλέπεται ρητά στο Σύνταγμα ή βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης [9] , νομοθετική αρμοδιότητα [10] . Έχει μόνο εκτελεστική αρμοδιότητα, αρμοδιότητα υλοποίησης των θεσπισθέντων κανόνων δικαίου, καθόσον της την παρέχει ρητά το νομικό πλαίσιο. Για την εκτελεστική εξουσία [11] ό,τι δεν προβλέπεται (επιτρέπεται ή επιτάσσεται) ρητά από το ισχύον δίκαιο ως αρμοδιότητά της, απαγορεύεται [12] . Επομένως απαγορεύεται στην εκτελεστική εξουσία η δράση χωρίς νομικό έρεισμα στο δίκαιο, ακόμα κι αν αυτή είναι εξηγήσιμη οικονομικά, ακόμα κι αν υπαγορεύεται από τα δυσχερή οικονομικά δεδομένα. Εφόσον οι νόμοι που θεσπίζει η δημοκρατικά νομιμοποιημένη νομοθετική εξουσία δεν εφαρμόζονται στην πράξη ή δεν τηρούνται πλήρως ή τροποποιούνται και έτσι μετασχηματισμένοι εφαρμόζονται από την εκτελεστική εξουσία [13] , παραβιάζεται η αρχή της νομιμότητας. Η οικονομική αδυναμία, ή τα δυσχερή οικονομικά δεδομένα ενός δημόσιου οργανισμού, μιας δημόσιας επιχείρησης ή συνολικά του κρατικού ταμείου δεν συγχωρούν την αθέτηση των κρατικών οικονομικών υποχρεώσεων [14] .
Το παραθεσμικό, αντιδημοκρατικό και κυνικό αυτό φαινόμενο λαμβάνει χώρα όταν κάποιος κοινωνικοασφαλιστικός οργανισμός δεν χορηγεί εφάπαξ βοηθήματα [15] ή δεν εκδίδει συνταξιοδοτικές αποφάσεις ή έστω εσκεμμένα – οργανωμένα καθυστερεί στην έκδοσή τους επειδή δεν υφίστανται τα απαραίτητα κονδύλια ή όταν ένα κρατικό νοσοκομείο δεν παρέχει τις προβλεπόμενες από το νόμο ιατρικές υπηρεσίες επειδή δεν διαθέτει τα αναγκαία κονδύλια. Επίσης η ίδια δημοκρατική εκτροπή εξυφαίνεται όταν το δημόσιο καθυστερεί επί μήνες να πληρώσει τους εργαζόμενους συμβασιούχους του ή επί χρόνια τους προμηθευτές του. Εκδοχή της ίδιας παράκαμψης της αρχής της νομιμότητας διαπιστώνεται, όταν η διοίκηση με εγκύκλιο ή απλά έγγραφα τροποποιεί το ισχύον νομικό πλαίσιο επί τα χείρω για τους πολίτες (π.χ. ασφαλισμένους) χωρίς νομικό συνταγματικό-εξουσιοδοτικό έρεισμα (για παράδειγμα στην ελληνική έννομη τάξη κατά παρέκκλιση από το συγκεκριμένο πλέγμα ρυθμίσεων του άρθρου 43 Συντ .) με μόνο πρόσχημα την εξοικονόμηση χρημάτων, έστω απαραίτητων για την οικονομική βιωσιμότητα του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού [16] .
Το οικονομικό επιχείρημα, το άλλοθι των δυσχερών οικονομικών δεδομένων απορρυθμίζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Ο δημοκρατικά νομιμοποιημένος νομοθέτης βίαια περιπίπτει σε θεσμική και πρακτική ανυποληψία και το πολιτικό φαινόμενο κυριαρχείται από την χειραγωγημένη από την οικονομική θεολογία διοίκηση. Με αυτόν τον τρόπο διατρέπεται ο κρατικός συνταγματισμός σε θεσμική αυταρχία.
Η αρχή της νομιμότητας, ως το σημείο τομής και συναίρεσης της δημοκρατικής αρχής και της αρχής του κράτους δικαίου, ως κανόνας συνταγματικού δικαίου πλήρως δεσμευτικός, για την εκτελεστική εξουσία, δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη δυσχερών οικονομικών δεδομένων. Εφόσον η εκτελεστική εξουσία αδυνατεί να ανταποκριθεί λόγω δυσχερών οικονομικών συνθηκών στις απαιτήσεις του ισχύοντος δικαίου, είναι αρμοδιότητα της νομοθετικής εξουσίας να αλλάξει το ισχύον δίκαιο. Στο μεταξύ, ο Συνήγορος του Πολίτη [17] , τα ελεγκτικά σώματα της διοίκησης [18] , η Βουλή ασκώντας κοινοβουλευτικό έλεγχο και η δικαστική εξουσία έχουν αρμοδιότητα να πείθουν ή να υποχρεώνουν την εκτελεστική εξουσία να τηρεί την αρχή της νομιμότητας παρά τις αντίξοες οικονομικές συνθήκες.
- Δημοκρατία, θεμελιώδη δικαιώματα και δυσχερή οικονομικά δεδομένα
Το δεύτερο ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί γιατί συνάπτεται πρακτικά με πληθώρα ετερόκλητων ζητημάτων συνταγματικής, οικονομικής και πολιτικής θεωρίας. Στην καταθλιπτική εποχή της οικονομικής κρίσης και του «μνημονίου» [19] είναι πολύ εύκολος αλλά και επικίνδυνος ο διχασμός σε «μνημονιακό» και «αντιμνημονιακό» στρατόπεδο [20] . Δυστυχώς, πάντως, κομβικά σημεία της «μνημονιακής» νομοθεσίας είναι αντισυνταγματικά και αντίθετα στην ΕΣΔΑ και στη Συνθήκη της Λισαβόνας [21] . Το πραγματικό αδιέξοδο δανεισμού της Ελλάδας το 2010 προβληματίζει τον ανεξάρτητο πολίτη ως προς την πολιτική αξιολόγηση του «μνημονίου». Όμως από νομική άποψη, πολλές νέες ρυθμίσεις είναι αντίθετες στο συνταγματικό, ευρωπαϊκό και διεθνές δίκαιο των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Αντίθετα δυσχερές αλλά αναγκαίο ζητούμενο είναι η ψύχραιμη αναδίφηση επ’ αφορμή του μνημονίου της σχέσης θεμελιωδών δικαιωμάτων, δημοκρατίας και δυσχερούς οικονομικής κατάστασης. Αυτή η απόπειρα πολυπρισματικής θεσμικής προσέγγισης προκαλεί περισσότερο αμηχανία, προβληματισμό, αμφιβολίες και συνεχή θέση νέων ερωτημάτων και αποριών παρά οδηγεί σε βεβαιότητες [22] .
Υπάρχουν τρία κορυφαία θέματα μεταξύ τους διασταυρούμενα:
1) Η ανάγκη σαρωτικών αλλαγών στην ελληνική πολιτική, κοινωνική, οικονομική και νομική πραγματικότητα προκειμένου α) να εκλείψουν οι αναξιοκρατικές, ανορθολογικές και ανήθικες «ζοφερές ελληνικές πραγματικότητες» β) να συγκροτηθεί μία βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική που θα απεγκλωβίζει την Ελλάδα από το αδιέξοδο διεθνούς δανεισμού και γ) η Ελλάδα να αναπτυχθεί οικονομικά. Η δέσμη αυτή των προοπτικών μπορεί να συμπυκνωθεί υπό τον τίτλο το «διαρθρωτικό – οικονομικό διακύβευμα».
2) Η προστασία των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Διεθνές Δίκαιο και η τήρηση της νομιμότητας σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με κύριο «πεδίο μάχης» την Ελλάδα [23] και
3) Η δημοκρατική νομιμοποίηση των σημαντικών πολιτικών αποφάσεων ακόμα και σε περίοδο κρίσης, έκτακτης ανάγκης, φόβου και κατήφειας. Τα τρία θέματα αυτά δηλαδή διαρθρωτικές αλλαγές – συνταγή ίασης, κοινωνικό κράτος δικαίου και δημοκρατία, είναι σήμερα αναπόσπαστα ενωμένα, συνθέτουν ένα τρίπτυχο διακύβευμα. Η εξέτασή τους δεν μπορεί να είναι αποσπασματική ούτε και ανισοβαρής. Συνιστούν ισοδύναμες συνιστώσες του «ελληνικού προβλήματος». Δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται διαζευκτικά, συγκρουσιακά, ούτε και με λογική ιεράρχησης. Πρέπει να αντιμετωπιστούν συνδυαστικά. Η δημόσια συζήτηση εστιάζει ορθώς στην πρώτη θεματική. Πρέπει να είμαστε ρεαλιστές και να αναζητούμε πρακτικές λύσεις στα προβλήματα που ανακύπτουν οσοδήποτε απροσπέλαστα κι αν φαντάζουν αυτά. Ο δημόσιος διάλογος δεν είναι όμως χρήσιμο να εξαντλείται στην συζήτηση μόνο του πρώτου θέματος. Οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει μεν να είναι στοχοπροσηλωμένες στην υλοποίηση του πρώτου διακυβεύματος, δηλαδή της αποτελεσματικής και δημιουργικής αντιμετώπισης των χρόνιων παθογενειών της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Σε αυτή την προοπτική η συζήτηση περί «χρεοφρένου» είναι χρήσιμη, καθώς το υψηλό δημόσιο χρέος είναι σοβαρή συνιστώσα της ελληνικής οικονομικής κρίσης.
Όμως, οι λύσεις που πολιτικά θα υιοθετηθούν μέσα από τον διάλογο θα πρέπει να μην οδηγούν σε παρεκκλίσεις από την αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας και από τον έμπρακτο σεβασμό των ισχυόντων θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, στο ευρωπαϊκό δίκαιο και στις διεθνείς συμβάσεις.
- Ισχυροποίηση του «Δημοσιονομικού Συνταγματισμού» και το ζήτημα του κρατικού «χρεοφρένου»
Διαπιστώνεται μία μεταστροφή εντός της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας δικαίου στην φύση, τη λειτουργία και τη δυναμική του λεγόμενου «Οικονομικού Συντάγματος» [24] . Αυτή η μετατόπιση – ισχυροποίηση του «Οικονομικού Συντάγματος» εκτείνεται σε κρατικό [25] , ευρωπαϊκό [26] , διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο [27] . Εκκολάπτεται ένας νέος, από στιβαρός ως βούλιμος, «οικονομικός συνταγματισμός» με αφορμή την πρόσφατη και σοβούσα διεθνή οικονομική κρίση και κυρίως σημείο αιχμής το επιχείρημα περί ελλείψεως αποτελεσματικών οικονομικών πολιτικών [28] . Από δικαιοπολιτειακή άποψη είναι κρίσιμο ο νέος αυτός οικονομικός-δημοσιονομικός Συνταγματισμός που κυοφορείται, να κείται εντός του ισχύοντος συνταγματικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου της δημοκρατικής πολιτείας δικαίου. Οφείλει να μη παραβιάζει τον πυρήνα και το βασικό περιεχόμενο των θεμελιωδών αρχών του σύγχρονου συνταγματισμού [29] . Πρέπει ιδίως να μην παραβιάζει τον πυρήνα της δημοκρατικής αρχής και των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών). Είναι αναγκαίο να ενσωματωθεί αρμονικά εντός του δημοκρατικού και δικαιοκρατικού συνταγματισμού και όχι να τον αποδομήσει.
Βασικό χαρακτηριστικό του αναδυόμενου δημοσιονομικού συνταγματισμού είναι η τάση για συνταγματοποίηση ή νομοθετική θέσπιση ορίων στο κρατικό έλλειμμα και φρένων στο κρατικό χρέος. Υπάρχουν διάφορα εναλλακτικά μοντέλα «χρεοφρένου». Έχουμε συνταγματικό χρεόφρενο σε Γερμανία, Ελβετία. Ανώτατο όριο στο έλλειμμα και υποχρέωση μείωσης του χρέους προβλέπεται στο ήδη ισχύον Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας [30] . Δημοσιονομικά φρένα εγκολπώνονται και στο εκκολαπτόμενο νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για το Ευρώ [31] , του οποίου βασική αρτηρία είναι η γενικευμένη θέσπιση «χρεοφρένου» σε όλα τα κράτη της ζώνης του Ευρώ αλλά και όλης της ΕΕ με συνταγματική ρήτρα ή με νόμο. Στις ΗΠΑ έχει ανοίξει ο δημόσιος διάλογος για μία συνταγματική ρήτρα στο έλλειμμα [32] , κάτι που προβληματίζει έντονα και την γαλλική πολιτική συζήτηση [33] . Το συζητούμενο κρατικό «χρεόφρενο», αν υιοθετηθεί ως αναγκαίο θεσμικό εργαλείο δημοσιονομικής εξυγίανσης, είναι κρίσιμο να περιβληθεί με τέτοια νομική ισχύ και να έχει τέτοιο περιεχόμενο, ώστε να πληροί τις υφιστάμενες δημοκρατικές και δικαιοκρατικές συνταγματικές προδιαγραφές.
- Το «χρεόφρενο» στο Ελβετικό Σύνταγμα
Το «χρεόφρενο» εισήχθη ήδη με συνταγματική αναθεώρηση το 2001 στην Ελβετία και ισχύει από το 2003. Προβλέπεται ως κανόνας στο άρθρο 126 του ελβετικού Συντάγματος που επιβάλει το ισοζύγιο εσόδων και εξόδων στον κρατικό προϋπολογισμό [34] . Εξαιρετικά θεσπίζεται για έκτακτους και σοβαρούς οικονομικούς λόγους (π.χ. οικονομική ύφεση, φυσικές καταστροφές, όπως εξειδικεύει ο σχετικός εκτελεστικός του Συντάγματος τυπικός νόμος [35] ) η δυνατότητα πολιτικής απόφασης η οποία θα λαμβάνεται με αυξημένη πλειοψηφία και από τα δύο νομοθετικά σώματα της Ελβετίας [36] για αυξημένα κρατικά έξοδα σε σχέση με τα έσοδα [37] . Αν σε κάποιο οικονομικό έτος μετά την εκτέλεση του προϋπολογισμού προκύψει πραγματική υπερχείλιση κρατικών εξόδων, αυτή θα πρέπει να καλυφθεί κατά τα επόμενα οικονομικά έτη [38] . Τα επιμέρους θέματα αυτού του πλαισίου για το «χρεόφρενο» ρυθμίζονται με τυπικό νόμο [39] .
- Η προϊσχύουσα συνταγματική ρήτρα για το ύψος του νέου δανεισμού στον Γερμανικό Θεμελιώδη Νόμο
Μέχρι τον Αύγουστο του 2009 στο γερμανικό ομοσπονδιακό Σύνταγμα δεν υπήρχε αυστηρό «χρεόφρενο» παρόμοιο με αυτό του ελβετικού Συντάγματος. Υπήρχε όμως μέριμνα εντός του γερμανικού «οικονονομικού Συντάγματος» για την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης των γερμανικών δημοσίων οικονομικών. Θεσπιζόταν η ρήτρα της απαγόρευσης ετήσιου κρατικού δανεισμού που να υπερβαίνει το ύψος των εξόδων που προβλέπονταν στον προϋπολογισμό του ομοσπονδιακού γερμανικού κράτους για δημόσιες επενδύσεις [40] . Με άλλα λόγια ο νέος κρατικός δανεισμός επιτρεπόταν μόνο για την πραγματοποίηση δημοσίων έργων και άλλων δημοσίων επενδύσεων. Από αυτόν τον κανόνα του «στοχευμένου ορίου στο χρέος» προβλέπονταν δυνατότητες περαιτέρω αποκλίσεων για λόγους αποτροπής σοβαρών προβλημάτων στην συνολική ισορροπία της γερμανικής οικονομίας [41] . Η αόριστη αξιολογική έννοια «της ισορροπίας – καλής κατάστασης της γερμανικής οικονομίας» δεν εξειδικεύεται από το Σύνταγμα. Στη γερμανική θεωρία γινόταν δεκτό [42] με αναφορά στον γερμανικό νόμο για τη σταθερότητα και την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας [43] ότι η ισορροπία της γερμανικής οικονομίας προσδιορίζεται από τέσσερις υποσυντελεστές: 1) τη σταθερότητα των τιμών, 2) τα υψηλά ποσοστά απασχόλησης, 3) την κοινωνική ισορροπία πέραν της οικονομίας και 4) τη σταθερή και επαρκή οικονομική ανάπτυξη. Η υλοποίηση των περιοριστικών για το χρέος προβλέψεων του προϊσχύοντος άρθρου 115 του γερμανικού ομοσπονδιακού Συντάγματος απόκειτο στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του γερμανού δημοσιονομικού νομοθέτη. Παρότι ο κανόνας αυτός πλείστες χρονιές δεν τηρήθηκε, ουδέποτε κρίθηκε αντισυνταγματική η παρέκκλιση αυτή από το ομοσπονδιακό συνταγματικό δικαστήριο.
Ασκήθηκε στην γερμανική επιστήμη έντονη κριτική στην αναποτελεσματικότητα των προϊσχυουσών συνταγματικών ρυθμίσεων να συγκρατήσουν το συνεχώς διογκούμενο ακόμα και σε περιόδους μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης γερμανικό δημόσιο χρέος [44] . Στα μειονεκτήματα του προϊσχύοντος «ηπίου και θεματικού χρεοφρένου» εγγράφονταν η απεύθυνσή του μόνο στο ομοσπονδιακό κράτος και όχι στα γερμανικά κρατίδια, η δυσχέρεια στον δικαστικό έλεγχο που το είχε απαξιώσει σε ατελή συνταγματικό κανόνα, αλλά και το μη δραστικό του περιεχόμενο. Η κριτική αυτή αποτέλεσε βασικό έναυσμα για την ενεργοποίηση μίας διαδικασίας αναθεώρησης του γερμανικού οικονομικού Συντάγματος από την Ομοσπονδιακή Βουλή και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο που ονομάστηκε Ομοσπονδιακή Μεταρρύθμιση 2 [45] .
- Το «χρεόφρενο» στο ισχύον Γερμανικό Σύνταγμα
Με την από 1.8.2009 συνταγματική αναθεώρηση το γερμανικό οικονομικό Σύνταγμα έγινε αυστηρότερο όσον αφορά στην συνταγματική ρήτρα για το έλλειμμα [46] . Στο πλέγμα των ρυθμίσεων των άρθρων 109, 115 και 143 του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συντάγματος εισήχθη ρητά το «χρεόφρενο» τόσο για το Γερμανικό Κράτος [47] όσο και για τα Γερμανικά Κρατίδια [48] . Ως βασική αλλά όχι χωρίς εξαιρέσεις αρχή θεσπίζεται η υποχρέωση τόσο του Γερμανικού Κράτους όσο και των Γερμανικών Κρατιδίων να μην έχουν περισσότερα έξοδα από ό,τι έσοδα στον προϋπολογισμό τους. Ως κανόνας τίθεται λοιπόν, όπως και στο ελβετικό Σύνταγμα, η εξισορρόπηση δημοσίων εσόδων και εξόδων και η απαγόρευση νέου δανεισμού για το Γερμανικό Κράτος και τα Γερμανικά Κρατίδια [49] . Στον κανόνα αυτό που αρθρώνεται ως κεντρικός συνταγματικός στόχος του Γερμανικού Κράτους [50] το Γερμανικό Σύνταγμα θέτει συγκεκριμένες εξαιρέσεις. Πρώτη σημαντική εξαίρεση από τον κανόνα της εξισορρόπησης κρατικών εσόδων και εξόδων θεσπίζεται για τις περιπτώσεις που συντρέχουν α) αποκλίσεις από την κανονική κατάσταση των αναπτυξιακών υποδομών, β) φυσικές καταστροφές ή γ) άλλες ασυνήθεις καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης οι οποίες επιβαρύνουν ιδιαίτερα την οικονομική κατάσταση του γερμανικού κράτους. Στις περιπτώσεις αυτές μπορούν τα γερμανικά νομοθετικά σώματα με νόμο να θεσπίσουν εξαιρέσεις στο «χρεόφρενο» [51] . Ειδικά και μόνο για το Κράτος επιτρέπεται ενιαύσιο έλλειμμα μέχρι 0,35% του γερμανικού Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος [52] .
Το νέο «χρεόφρενο» δεν ισχύει από 1.8.2009 που οριστικοποιήθηκε η συνταγματική αναθεώρηση. Στο άρθρο 143d ρυθμίζεται ότι ισχύει από το 2011 [53] . Για το Γερμανικό Κράτος ισχύει ουσιαστικά από το 2016 [54] και για τα γερμανικά κρατίδια από το 2020 [55] . Βέβαια μέχρι τότε πρέπει η δημοσιονομική πολιτική Κράτους και Κρατιδίων να είναι αποφασιστικά προσανατολισμένη προς την απαγόρευση νέου δημοσίου δανεισμού [56] . Το άρθρο 143d βρίθει περαιτέρω ειδικών ρυθμίσεων και ταυτόχρονα εξουσιοδοτεί το νομοθέτη να ρυθμίσει ειδικότερα τα ζητήματα του «χρεοφρένου» με εκτελεστικό νόμο [57] . Το νέο γερμανικό «χρεόφρενο», που εκτείνεται και στον έλεγχο της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, κάνει ρητή αναφορά και στις δημοσιονομικές δεσμεύσεις της Γερμανίας από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο [58] .
- Τα θέματα αρχής
Η συζήτηση για την συνταγματική ή νομοθετική πρόβλεψη ορίων ή απαγόρευσης στα κρατικά ελλείμματα συνάπτεται με ορισμένα θέματα αρχής. Η συνταγματοποίηση της απαγόρευσης των ελλειμμάτων και του κρατικού «χρεοφρένου» αποτελεί παραδοχή κατίσχυσης των οικονομικών δεδομένων έναντι της προστασίας των θεμελιωδών και ιδίως των κοινωνικών δικαιωμάτων [59] . Συνεπάγεται μία δικαιοπολιτική στροφή υπέρ της οικονομικότητας και εις βάρος της συνταγματικής νομιμότητας. Στον σύγχρονο δημοκρατικό συνταγματισμό, τα κράτη, ως οι κυρίως ψηφίδες της πολιτειακής οργάνωσης της κοινωνίας [60] , είναι α) δημοκρατικά κράτη, β) κράτη δικαίου και γ) κοινωνικά κράτη [61] . Και τα τρία βασικά συστατικά του σύγχρονου κράτους υφίστανται τριγμούς στην ουσία τους με την προσθήκη στο Σύνταγμα ειδικών περιοριστικών ρυθμίσεων ως προς την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
- «Χρεόφρενο» στο Σύνταγμα και
δημοκρατική αρχή
Η δημοκρατική αρχή είναι η κορυφαία οργανωτική αρχή του πολιτεύματος [62] . Με την προσθήκη ενός σταθερού συνταγματικού δημοσιονομικού φρένου, αντίστοιχου με αυτού του γερμανικού ή του ελβετικού Συντάγματος μεταλλάσσεται. Τίθεται όμως και το περαιτέρω ερώτημα: Μήπως το «χρεόφρενο» είναι μία ευπρόσωπη, υπό τεχνοκρατικό ένδυμα, μορφή αυταρχισμού που υποκαθιστά την ουσία της δημοκρατίας; Ή είναι ένας ακόμα θεμιτός περιορισμός [63] ή ακόμα και εκσυγχρονισμός του δημοκρατικού context του σύγχρονου συνταγματικού κράτους; Με ένα «χρεόφρενο» στο Σύνταγμα η δημοκρατική αρχή μετεξελίσσεται στη βασική οργανωτική αρχή του πολιτεύματος υπό την αίρεση του οικονομικά εφικτού. Όταν αυτή η οικονομική αίρεση θεσπίζεται με τυπικό νόμο, μπορεί να θεωρηθεί και ως θεμιτός συνταγματικός αυτοπεριορισμός της δημοκρατίας. Έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, ελέγχεται δικαστικά ως προς την συνταγματικότητά της με την δημοκρατική αρχή, δύναται να τροποποιηθεί ή και να καταργηθεί με νέο τυπικό νόμο όταν θα αλλάξει η γνώμη της νομοθετούσας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, και εμμέσως λοιπόν του ανώτατου οργάνου του κράτους, του εκλογικού σώματος. Όταν τίθεται με συνταγματικό κανόνα αυτή η αίρεση όμως, εκφεύγει του δημοκρατικού αυτοπεριορισμού και μεταλλάσσεται σε πραγματική αποδυνάμωση της δημοκρατικής αρχής. Αυτό συμβαίνει, γιατί η επιβολή εκ του Συντάγματος της απαγόρευσης νέου κρατικού δανεισμού δεσμεύει υπερβολικά τις δημοκρατικά νομιμοποιημένες μελλοντικές κυβερνήσεις [64] . Συρρικνώνει τα περιθώριά τους για την άσκηση οικονομικής πολιτικής. Από πού θα βρεθούν χρήματα για την υλοποίηση βασικών πολιτικών στοχεύσεων και την υλοποίηση κοστοβόρων πολιτικών προτεραιοτήτων είναι κεντρικό δημοκρατικό διακύβευμα. Το «χρεόφρενο» επηρεάζει και τα κεντρικά για κάθε πολιτική αναμέτρηση σε επίπεδο βουλευτικών αλλά και αυτοδιοικητικών εκλογών ερωτήματα: α) αν θα υπάρχουν χρήματα για τους νικητές των εκλογών για την υλοποίηση των πολιτικών τους επιλογών και β) από πού θα αντληθούν οι οικονομικοί πόροι για την υλοποίηση των πολιτικών αυτών. Αν απαγορεύεται ή περιορίζεται εκ του Συντάγματος δραστικά η δυνατότητα κρατικού δανεισμού για μια νεοεκλεγείσα κυβέρνηση, τότε αυτή τηρώντας την συνταγματική δέσμευση του «χρεοφρένου μπορεί είτε α) να μην έχει χρήματα να ασκήσει το πολιτικό πρόγραμμα λόγω του οποίου κέρδισε την δημοκρατική της νομιμοποίηση να κυβερνήσει από το εκλογικό σώμα [65] , είτε β) να χρειαστεί να αναζητήσει τα χρήματα από άλλες πηγές που δεν προβλέπονταν στο προεκλογικό πολιτικό της πρόγραμμα [66] . Και στις δύο περιπτώσεις θα έχουμε νόθευση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και αποσύνθεση της αντιπροσωπευτικής αρχής. Αυτό είναι πολύ δυστυχές για την σύγχρονη δημοκρατία, καθόσον δεν θα λειτουργεί ως γνήσια έμμεση αντιπροσωπευτική δημοκρατία αλλά θα χειραγωγείται από τα δυσχερή οικονομικά δεδομένα.
Βέβαια στο άνω επιχείρημα περί «αναχωρητισμού» της δημοκρατικής αρχής με την συνταγματική πρόβλεψη «χρεοφρένου» υφίσταται και εξεταστέος αντίλογος. Σύμφωνα με αυτόν τα κόμματα εξουσίας θα μπορούν και με το συνταγματικό «χρεόφρενο» να διεκδικούν ειλικρινώς την άσκηση με δημοκρατική νομιμοποίηση της εξουσίας. Απλώς θα πρέπει να έχουν προϋπολογίσει επακριβώς τα οικονομικά περιθώρια της μετά τις εκλογές οικονομικής τους διακυβέρνησης και να συγκροτούν το πολιτικό τους πρόγραμμα λαμβάνοντας αυστηρά υπόψιν τα δεδομένα αυτά οσοδήποτε δυσχερή κι αν είναι. Σύμφωνα με αυτή την θεώρηση η τυχόν «υποβάθμιση» της δημοκρατικής αρχής δεν θα οφείλεται στη συνταγματική ρύθμιση για το «χρεόφρενο» αλλά στην ανειλικρίνεια των πολιτικών κομμάτων εξουσίας που δεν τηρούν τις υποσχέσεις τους αλλά και στον ελλιπή προληπτικό έλεγχο από την πλευρά των εκλογέων αν τα πολιτικά προγράμματα των κομμάτων είναι ρεαλιστικά και εφαρμόσιμα και όχι παραπλανητικά και αιθεροβάμονα. Η προσέγγιση αυτή είναι εν μέρει πειστική. Όντως η δημοκρατική αρχή νοθεύεται από γενναιόδωρες και ανεδαφικές προεκλογικές πολιτικές υποσχέσεις των κομμάτων εξουσίας και από την ευπείθεια ή την αδιαφορία [67] του εκλογικού σώματος με την επικρότηση αυτών των λαϊκιστικών πρακτικών των κομμάτων εξουσίας.
Όμως, αυτή η συχνά διαπιστούμενη δυσλειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος δεν αποκλείει την παραδημοκρατική λειτουργία του «χρεοφρένου» που θα προβλέπεται στο Σύνταγμα. Το «χρεόφρενο» αποκλείει για κάθε υποψήφια κυβερνητική πλειοψηφία την άσκηση συγκεκριμένης κατεύθυνσης οικονομικής πολιτικής. Απαγορεύει ή περιορίζει την άσκηση πιο εντατικής κοινωνικής πολιτικής ή την άσκηση πολιτικής δημοσίων επενδύσεων, ειδικά εφόσον η οικονομική κατάσταση της χώρας σε μία δεδομένη στιγμή είναι δεινή.
Η συμπίεση από το ίδιο το Σύνταγμα των πολιτικών επιλογών μιας πιθανής κυβέρνησης με αποκλεισμό κορυφαίων προτεραιοτήτων αποτελεί ευθεία προσβολή της δημοκρατικής αρχής. Η αντιπροσωπευτική αρχή θα μπλοκάρει, καθώς τα κόμματα εξουσίας δεν θα μπορούν να εντάσσουν στο πολιτικό τους πρόγραμμα κοστοβόρες πολιτικές στοχεύσεις. Κυρίως όμως μεγάλα στρώματα της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος δεν θα έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν κομματικούς σχηματισμούς που θα εκπροσωπούν γνήσια τα συμφέροντά τους, την ιδεολογία τους και τα οράματά τους. Με άλλα λόγια μερίδα του εκλογικού σώματος δεν θα μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντά της και τις πολιτικές επιλογές της. Και μπορεί πλειοψηφικές ή και μειοψηφικές [68] θέσεις περί της οικονομικής πολιτικής να παραμένουν πολιτικά – κομματικά ανέστιες, αντιπροσωπευτικά ορφανές [69] . Η δημοκρατική λειτουργία βρίσκεται σε αδιέξοδο και δυστοκεί.
Παράλληλα αυτή η μη αμελητέα μεταλλαγή της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος θα συνδυάζεται και από μία τροποποίηση της φυσιογνωμίας των ευρωπαϊκών δημοκρατικών Συνταγμάτων που έχουν ως βασικό χαρακτηριστικό τους την σχετική ουδετερότητα του «οικονομικού τους Συντάγματος» [70] . Η σχετική ουδετερότητα του «οικονομικού Συντάγματος» αποτελεί πρόσφορο έδαφος και προωθητικό παράγοντα της πραγματικής δημοκρατίας. Οι κυβερνώσες πολιτικές παρατάξεις δύνανται μέσα σε αυτό το ευρύ πλαίσιο να συνδυάζουν οικονομικές πολιτικές ικανές να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ενός κράτους σε δεδομένη χρονική στιγμή αλλά και να εφαρμόζουν την οικονομική πολιτική λόγω της οποίας τις νομιμοποίησε να κυβερνούν η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Η ουδετερότητα αυτή τροποποιείται με την κατά συνταγματικό κανόνα απαγόρευση του νέου κρατικού δανεισμού.
- «Χρεόφρενο» και κράτος δικαίου
Το κράτος δικαίου [71] στηρίζεται στην πρωταρχία και την υπεροχή των θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι των κρατικών εξουσιών και των ιδιωτικών πηγών ισχύος [72] . Κράτος δικαίου σημαίνει ότι η πραγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι ο λόγος, η ratio της θέσπισης, οργάνωσης και άσκησης των τριών κρατικών εξουσιών. Σημαίνει ότι οι τρεις κρατικές εξουσίες είναι στην πράξη λειτουργίες- «υπηρεσίες», προορισμένες στην καλύτερη δυνατή πραγματική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Στον ιδεότυπο του σύγχρονου κράτους δικαίου το συνταγματικό δίκαιο των δικαιωμάτων προέχει, προτάσσεται του συνταγματικού δικαίου των εξουσιών – λειτουργιών [73] . Η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας είναι η κορυφαία οργανωτική αρχή του πολιτεύματος. Όμως η νομοθεσία ως δημοκρατική νομιμότητα πρέπει να ασκείται μέσα στα ευρέα είναι αλήθεια πλαίσια που θέτει η συνταγματική νομιμότητα. Παράλληλα, το συνταγματικό δίκαιο των δικαιωμάτων επηρεάζει καθοριστικά και κατευθύνει α) την συγκεκριμένη αρχική διαμόρφωση και β) τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις στο συνταγματικό δίκαιο των εξουσιών.
Η συνταγματική πρόβλεψη ενός οικονομικού ορίου στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων θέτει πρακτικά έναν γενικό και επιβλητικό περιορισμό στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε ορισμένα κράτη. Προσθέτει δίπλα στην γενική επιφύλαξη του νόμου και μία αυτόματη γενική επιφύλαξη των οικονομικού ισοζυγίου εσόδων – εξόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Οδηγεί στην θεμελιακή πολιτειολογική παραδοχή ότι η νομική κατοχύρωση των θεμελιωδών δικαιωμάτων διαμορφώνεται α) από τον δημοκρατικά νομιμοποιημένο νομοθέτη αλλά β) με βάση τις δεδομένες οικονομικές δυνατότητες, δηλαδή καθόσον το επιτρέπει η δημοσιονομική κατάσταση του κράτους.
Αυτός ο νέος γενικός περιορισμός στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, θα επηρέαζε αποφασιστικά το συνταγματικό δίκαιο των δικαιωμάτων. Είναι προς διερεύνηση αν είναι δικαιοπολιτικά ορθό να επισυμβεί μία τέτοιου τύπου δομική μετατροπή. Ειδικά όταν μιλάμε για χώρες όπως η Ελλάδα, που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν χωρίς νέο δανεισμό τα ήδη υπάρχοντα χρέη τους, ακόμα κι αν θα έχουν πρωτογενή πλεονάσματα στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς τους. Άσχετα με τη συγκεκριμένη της διαμόρφωση μία γενική συνταγματική ρήτρα περί αυστηρών ορίων στο έλλειμμα ή περί απαγόρευσης του νέου κρατικού δανεισμού, θέτει ρωγμές στην πρωταρχία των θεμελιωδών δικαιωμάτων έναντι της κρατικής εξουσίας. Αμφισβητεί την λειτουργικότητα του οργανωτικού συνταγματικού δικαίου σε σχέση με το συνταγματικό δίκαιο των εξουσιών.
Και σε συνάρτηση με το «δικαιοκρατικό διακύβευμα» κρίνεται συνεπώς προτιμητέα μία νομοθετική ή κυβερνητικά εφαρμοζόμενη αποφυγή αχρείαστου νέου κρατικού δανεισμού έναντι της εναλλακτικής της συνταγματικής ρήτρας. Το νομοθετικό ή το πολιτικό «χρεόφρενο» εντάσσεται αρμονικότερα στο ισχύον σύστημα του συνταγματικού δικαίου των δικαιωμάτων. Επιτρέπει συγκεκριμένα τον δικαστικό έλεγχο της νομοθετικής ρύθμισης περί «χρεοφρένου» όταν αυτή επιφέρει άμεσα ή έμμεσα υπέρμετρους περιορισμούς σε θεμελιώδη δικαιώματα. Θα μπορεί μία ρύθμιση περί «χρεοφρένου» να κρίνεται δικαστικά αντισυνταγματική ως παραβιάζουσα για παράδειγμα την αρχή της αναλογικότητας [74] .
- Ρήτρα σωφροσύνης ή ορθολογικότητας;
Μήπως όμως μια συνταγματική ρύθμιση του χρέους είναι παρά τα δογματικά και συνταγματικά της προβλήματα μία ρήτρα σωφροσύνης [75] και ορθολογικότητας; Μπορεί [76] να είναι για ένα κράτος, όπως η Γερμανία, που βρίσκεται σε αναπτυξιακή τροχιά παρά την οικονομική κρίση, είναι παγκόσμια εξαγωγική δύναμη, δεν έχει ανυπέρβλητο πρόβλημα κρατικού ελλείμματος και κρατικού χρέους, μπορεί να δανείζεται με ευνοϊκούς όρους, έχει χαμηλούς σχετικά δείκτες ανεργίας, χαμηλό πληθωρισμό, σχετικά υψηλούς μισθούς και σοβαρό επίπεδο κοινωνικών παροχών. Με άλλα λόγια το «χρεόφρενο» έχει σοβαρά οικονομικά πλεονεκτήματα για ένα κράτος με υγιή οικονομικά.
Θα μπορούσε να είναι και για το ελληνικό κράτος χρήσιμο, καθόσον θα κατηύθυνε σε πνεύμα οικονομικότητας και ορθολογικότητας τις δημόσιες δαπάνες, χωρίς να συρρικνώνει την πραγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών. Αν δεν οδηγούσε στην de facto ανατροπή δίκαιων κοινωνικών κεκτημένων, αλλά στην δικαιότερη αναδιανομή τους. Φοροδιαφυγή, αναξιοκρατία, παρεοκρατία, ανορθολογικές νησίδες προνομίων, υπερβολικές δαπάνες για πολυτελή και ανούσια ζητήματα όντως μπορούν να αντιμετωπιστούν με λογικές οικονομικής ανατροπής. Επιβαρύνουν τα δημόσια οικονομικά, δεν έχουν ηθική νομιμοποίηση και είναι συνταγματικά αθέμιτο να συνεχίζουν να χρηματοδοτούνται απερίσπαστα. Βέβαια ο κύριος λόγος που επιτάσσει την ανατροπή τους από ένα δεδομένο κράτος δεν είναι η δεδομένη δημοσιονομική ή αναπτυξιακή τους ασυμφορότητα, αλλά η κατάφωρη αντίθεσή τους στον πυρήνα του κράτους δικαίου.
Η εξισορρόπηση δημοσίων εσόδων και εξόδων είναι ως πολιτικός στόχος ορθός, χρήσιμος και αναγκαίος. Αποτελεί μέθοδο χρηστής διακυβέρνησης ενός κράτους. Δεν είναι πολυτελές και δευτερεύον πολιτικό διακύβευμα αλλά κορυφαίο. Η θέσπιση νομικών «χρεοφρένων» εισήχθη σε χώρες με οικονομική ανάπτυξη ως ένα φάρμακο στην μη διόγκωση των δημοσιονομικών αδιεξόδων και στην μη επιβάρυνση των επόμενων γενεών από τις υπέρογκες οφειλές της παρούσας γενιάς. Εκπέμφθηκε έτσι ένα μήνυμα διαγενεακής κοινωνικής δικαιοσύνης [77] . Αποτελεί προληπτικό σχέδιο για την αποφυγή ανυπέρβλητων οικονομικών κρίσεων που θα δυσχεράνουν την δημοκρατική και δικαιοκρατική διακυβέρνηση των υπερχρεωμένων κρατών.
Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι μια ορθολογική μέθοδος πολιτικής διακυβέρνησης. Το «χρεόφρενο» πρέπει να είναι πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων αλλά όχι μονόδρομος. Η νομικοποίησή του «χρεοφρένου» δεν είναι συνεπώς ασυζητητί απορριπτέα αλλά ενδελεχώς εξεταστέα προοπτική. Υπό την αίρεση όμως του μη περιορισμού του δημοκρατικού, του κοινωνικού και του δικαιοκρατικού status quo ενός δεδομένου κράτους. Καταρχάς απορριπτέα είναι αντίθετα για οικονομικούς και νομικούς λόγους η συνταγματοποίηση του «χρεοφρένου» στην Ελλάδα.
- «Χρεόφρενο» και άρθρο 110 παρ. 1 του Συντάγματος
Η εισαγωγή του «χρεοφρένου» στο ελληνικό Σύνταγμα είναι αμφίβολο αν είναι σύμφωνη με το ισχύον άρθρο 110 παρ. 1 του ελληνικού Συντάγματος που απαγορεύει συνταγματική αναθεώρηση συνεπαγόμενη ουσιαστική υποχώρηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας [78] . Τίθεται λοιπόν νομικό ζήτημα συνταγματικής νομιμοποίησης του Έλληνα, αναθεωρητικού του Συντάγματος νομοθέτη, να θεσπίσει το «χρεόφρενο». Άσχετα από την πραγματική κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας ενός κράτους που α) είναι συνταγματικά οργανωμένο με κορωνίδα την δημοκρατική αρχή και β) διαθέτει αυστηρό Σύνταγμα, όπως το ελληνικό, η συνταγματοποίηση κάποιας μορφής «χρεόφρενου» είναι επί της αρχής προβληματική.
Σωρευτικά τίθεται και το νομικό ερώτημα αν θα είναι σύμφωνο ένα συνταγματικό «χρεόφρενο» με την δικαιοκρατική πτυχή της ρήτρας του άρθρου 110 παρ. 1 του Συντάγματος [79] . Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα εξαρτάται από το συγκεκριμένο περιεχόμενο και ιδίως την ευελιξία της εκάστοτε προτεινόμενης συνταγματικής ρύθμισης περί «χρεοφρένου».
Απαγόρευση περιορισμού του πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων με συνταγματική αναθεώρηση προβλέπεται βέβαια και στο άρθρο 79 παρ. 3 του Γερμανικού Συντάγματος [80] , χωρίς αυτό να αποτέλεσε σοβαρό πρόσκομμα, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο, στην γερμανική συνταγματική αναθεώρηση του 2009, στην οποία υπήρξε συναίνεση της πλειοψηφίας των κοινοβουλευτικά εκπροσωπούμενων κομμάτων. Το γερμανικό όμως Σύνταγμα αναθεωρείται με τυπικό νόμο και λιγότερο αυστηρές διαδικασίες. H γερμανική οικονομία έχει εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία και δυναμική και ο γερμανικός λαός διαφορετικά συμφέροντα, ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης, από ό,τι ο ελληνικός λαός. Πάντως, εκκρεμεί ενώπιον του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου προσφυγή του κρατιδίου Schleswig – Holstein για την αναγνώριση της αντισυνταγματικότας της νέας συνταγματικής ρύθμισης για το «χρεόφρενο» στα Κρατίδια [81] . Κεντρικό επιχείρημα της προσφυγής είναι η κατά παράβαση του άρθρου 79 παρ. 3 του Γερμανικού Θεμελιώδους Νόμου συρρίκνωση της ομοσπονδιακής αρχής, και ιδίως της οικονομικής αυτονομίας των Κρατιδίων.
- Τελικές παρατηρήσεις
Η τήρηση της νομιμότητας δεν μπορεί να παρακάμπτεται από την εκτελεστική εξουσία με το πρόσχημα των δυσχερών δημοσιονομικών δεδομένων. Η πραγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων δυστυχώς επηρεάζεται από άσχημες οικονομικές συγκυρίες και κρατικά δημοσιονομικά προβλήματα. Η αναπότρεπτη μετατόπιση της φυσιογνωμίας και της σημασίας του «οικονομικού Συντάγματος» θα πρέπει να διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο που να τηρεί τις προδιαγραφές των θεμελιωδών αρχών του πολιτεύματος. Τα essentialia του σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους δικαίου είναι α) η δημοκρατία, β) η πρωταρχία της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων [82] και γ) η τάση βελτίωσης και όχι οπισθοδρόμησης στην πραγματική προστασία των θεμελιωδών (ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών) δικαιωμάτων. Το σύγχρονο ευρωπαϊκό συνταγματικό κράτος είναι ένα δημοκρατικό, κοινωνικό κράτος δικαίου που ρυθμίζει και αναμορφώνει το πολίτευμά του με γνώμονα την πληρέστερη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αναστοχάζεται δημοκρατικά αποφασίζοντας συνταγματικές αναθεωρήσεις και υλοποιώντας κορυφαίες πολιτικές μεταρρυθμίσεις με πυξίδα την βελτίωση της πραγματικής κατοχύρωσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών. Η οικονομική κρίση δεν είναι για το δημοκρατικό κοινωνικό κράτος δικαίου το σημείο μηδέν, δεν πρέπει να γίνει η αντίστροφη μέτρηση για την οικονομικοκεντρική αποδόμησή του. Είναι δυστυχής συγκυρία που θα πρέπει να συνδυαστεί με την αισιόδοξη σφυρηλάτηση της αντοχής των ανθρωποκεντρικών, δικαιικών και θεσμικών αρετών του. Είναι ένας ανηφορικός δρόμος που χρειάζεται περισσότερο ισχυρή δημοκρατική μηχανή, καλή «δικαιοκρατική οδήγηση» και λιγότερο νέα δημοσιονομικά φρένα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η θέσπιση ρήτρας «χρεοφρένου» θα είναι σύμφωνη με τα essentialia του πολιτεύματος, εφόσον σωρευτικά δεν θα συνεπάγεται δομική υποχώρηση της λαϊκής κυριαρχίας, ανάσχεση της θεσμικής ροπής συνεχούς βελτίωσης της πραγματικής προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους. Παράλληλα στην «πολιτειολογική» επιχειρηματολογία η συνταγματική πρόβλεψη «χρεοφρένου» μπορεί να μην είναι σύμφωνη με συγκεκριμένους μη αναθεωρήσιμους συνταγματικούς κανόνες ορισμένων αυστηρών κρατικών Συνταγμάτων.
Ο δημόσιος διάλογος για την νομικοποίηση ρητρών περιορισμών στο κρατικό έλλειμμα και στο κρατικό χρέος προβλέπεται έντονος, μακρύς και διεθνής. Θα έχει την οικονομική του διάσταση [83] , την πολιτική – ιδεολογική του εκφορά αλλά και την συνταγματική του προβληματική.
Υποσημειώσεις
[ 1 ]. Βλ. παράγραφο 2.
[ 2 ]. Ως ποιο σημείο, με ποιες προϋποθέσεις, για πόσο διάστημα.
[ 3 ]. Π.χ. αδυναμία διεθνούς δανεισμού ή δυσκολία αξιοπρεπούς και λογικού δανεισμού ενός κράτους, διόγκωση του δημόσιου ελλείμματος ενός κράτους, αδυναμία εξορθολογισμού του ύψους του δημοσίου χρέους, φυσική καταστροφή με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις σε ένα κράτος, οικονομικό εμπάργκο σε ένα κράτος από την διεθνή κοινότητα των κρατών, καλπάζουσα αύξηση του πληθωρισμού.
[ 4 ]. Π.χ. κραχ στον τραπεζικό ή στον κατασκευαστικό τομέα ενός κράτους ή στο χρηματιστήριο του.
[ 5 ]. Βλ. V. Tzemos, Das Unterma?verbot, 2004, σ. 71 επ.
[ 6 ]. Και ιδίως του δεύτερου.
[ 7 ]. «Χρεόφρενο» από εδώ και στο εξής για λόγους συντομίας.
[ 8 ]. http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/el/ec/119816.pdf ιδίως σελ. 10 : «Εθνικοί δημοσιονομικοί κανόνες: Τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ δεσμεύονται να μεταφέρουν στην εθνική νομοθεσία τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ ως έχουν στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Τα κράτη μέλη θα διατηρούν την ευχέρεια επιλογής του συγκεκριμένου εθνικού νομικού μέσου που θα χρησιμοποιείται, αλλά θα εξασφαλίζουν ότι αυτό έχει επαρκώς ισχυρό δεσμευτικό και μόνιμο χαρακτήρα (π.χ. Σύνταγμα ή νόμος πλαίσιο). Η ακριβής διατύπωση του κανόνα θα αποφασίζεται επίσης από κάθε χώρα (π.χ. θα μπορούσε να λάβει τη μορφή ενός «φρένου χρέους», κανόνα σχετιζόμενου με το πρωτογενές ισοζύγιο ή κανόνα περί δαπανών), αλλά θα πρέπει να εξασφαλίζει δημοσιονομική πειθαρχία τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο. Η Επιτροπή θα έχει την ευκαιρία, τηρουμένων πλήρως των προνομιών των εθνικών κοινοβουλίων, να δίνει τη γνώμη της για τον ακριβή δημοσιονομικό κανόνα πριν από τη θέσπισή του, ώστε να εξασφαλίζεται ότι είναι συμβατός και με τους ενωσιακούς κανόνες και ότι τους στηρίζει». Βλ. επίσης στα Συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης και της 25ης Μαρτίου 2011 σε: http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ec/120296.pdf ., το Παράρτημα Ι (σ. 14 επ.) ιδίως σ. 20.
[ 9 ]. Βλ. άρθρο 43 Συντ .
[ 10 ]. Βλ. άρθρο 50 Συντ ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 25 και 26 Συντ .
[ 11 ]. Η αρχή της νομιμότητας, ο κανόνας «ό,τι δεν προβλέπεται από το δίκαιο ως αρμοδιότητα απαγορεύεται» ισχύει για όλες τις κρατικές εξουσίες-λειτουργίες και όχι μόνο για την εκτελεστική εξουσία.
[ 12 ]. Αυτή είναι η βάση της λειτουργίας κάθε διοικητικού οργάνου και η «προπαίδεια» του γενικού διοικητικού δικαίου. Για την αρχή της νομιμότητας της κρατικής δράσης βλ. Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 2007, σ. 93 επ., Φ. Σπυρόπουλος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, σ. 49 επ.
[ 13 ]. Π.χ. με «ψευδοερμηνευτική» εγκύκλιο. Για τις εγκυκλίους βλ. Α. Γέροντας, Οι εγκύκλιοι, 1993, Ε. Πρεβεδούδου, Το νομικό καθεστώς των ερμηνευτικών εγκυκλίων, ΕφημΔΔ 2010, σ. 255 επ.
[ 14 ]. Την παραβίαση της αρχής της νομιμότητας δεν συγχωρούν νομικά ούτε οργανωτικές δυσχέρειες της εκτελεστικής εξουσίας.
[ 15 ]. Πόρισμα Συνηγόρου του Πολίτη με τίτλο: «Υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος από το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ) σε: www.synigoros.gr
( http://www.synigoros.gr/ygeia/docs/8428_1_PORISMA_TAMEIO_PRONOIAS_D.YPALLHLVN_12.01.2010.pdf ).
[ 16 ]. Βλ. εγκυκλίους 113/2009 και 80/2010 του ΟΑΕΕ. Αναλυτικά βλ. τα πορίσματα του Συνηγόρου του Πολίτη για την ανάγκη ανάκλησης-τροποποίησης και πάντως μη εφαρμογής των μη νόμιμων σημείων των εγκυκλίων αυτών σε: www.synigoros.gr . ( http://www.synigoros.gr/pdf_01/8563_1_Porisma113_2009_30._3_10.pdf ) και http://www.synigoros.gr/pdf_01/porisma-oaee.pdf .
[ 17 ]. Β. Τζέμος, Η διοικητική αναφορά ενώπιον του Συνηγόρου του Πολίτη και ο διαμεσολαβητικός του ρόλος, Ανεξάρτητη Αρχή 2006, σ. 9 επ.
[ 18 ]. Βλ. Ε. Φυτράκης, Τα ελεγκτικά σώματα της διοίκησης, 2010.
[ 19 ]. Για τη νομική ανάλυση του Μνημονίου βλ. Γ. Κασιμάτης, Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ, 2010, Π. Γκλαβίνης, Το Μνημόνιο της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή, τη διεθνή και την εθνική έννομη τάξη, 2010, Η Δίκη του «Μνημονίου», Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, 2011, Γ. Κατρούγκαλος, Memoranda sunt servanda? ΕφημΔΔ 2/2010, σ. 157 επ., Α. Γέροντας, Το Μνημόνιο και η δικαιοπαραγωγική διαδικασία, ΕφημΔΔ 2010, σ. 705 επ., Κ. Γιαννακόπουλος, To κράτος δικαίου και η εθνική κυριαρχία μπροστά στο ΔΝΤ, ΕφημΔΔ 1/2010, σ. 2 επ., Α. Μπρεδήμας, Η «συμφωνία» δανεισμού της Ελλάδας από το ΔΝΤ: Θεσμικά και νομικά ζητήματα, Η Αυγή της 9.5.2010. Βλ. επίσης τις μελέτες του Κ. Χρυσόγονου, Η χαμένη τιμή της Ελληνικής Δημοκρατίας (δημοσιευμένη και σε ΝοΒ, 2010 σ. 1353 επ.) και Π. Παυλόπουλου, Παρατηρήσεις ως προς τη νομική φύση και τις έννομες συνέπειες του «Μνημονίου», σε: www.kratosdikaioukaimnimonio.blogspot.com. Βλ. επίσης Ι. Δρόσος, Το πολίτευμα του Μνημονίου, Α. Καϊδατζής, «Μεγάλη πολιτική» και ασθενής δικαστικός έλεγχος. Ένα σχόλιο για τις στρατηγικές τήρησης του Συντάγματος στην εποχή του «Μνημονίου», Κ. Γιαννακόπουλος, Μεταξύ εθνικής και ενωσιακής έννομης τάξης: το «Μνημόνιο» ως αναπαραγωγή της κρίσης του κράτους δικαίου, Γ. Κατρούγκαλος, Το «παρασύνταγμα» του μνημονίου και ο άλλος δρόμος, σε: www.consitutionalism.gr .
Βλ. επίσης αίτηση ακυρώσεως και προσθέτους λόγους που υπέβαλε ο ΔΣΑ, η ΑΔΕΔΥ και άλλοι φορείς και φυσικά πρόσωπα ενώπιον του ΣτΕ σε: www.dsanet.gr/Epikairothta/mnimonio/aitisi_akyr/aitisi_akirosis.pdf.
[ 20 ]. Βέβαια είναι υπαρκτή η διάκριση στις θεωρήσεις του «μνημονίου» α) ως αναγκαίου κακού ή και αναγκαίου καλού και β) ως κακής, απρόσφορης ή μη αναγκαίας πολιτικής επιλογής. Πειστικά επιχειρήματα ανταλλάσσονται εκατέρωθεν ως προς το αν το «Μνημόνιο» ήταν μονόδρομος και ως προς το αν χρειαζόταν και αναδιάρθρωση του ήδη υπάρχοντος χρέους. Επίσης διίστανται οι απόψεις ως προς το νομικό χαρακτήρα του μνημονίου, ως προς το αν ο Ν 3845/2010 έπρεπε να ψηφιστεί από την πλειοψηφία των 3/5 της Βουλής και κυρίως ως προς την συνταγματικότητα, την συμβατότητα με το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ουσιαστικών ρυθμίσεων της «μνημονιακής νομοθεσίας».
[ 21 ]. Για τη Συνθήκη της Λισαβόνας βλ. Β. Τζέμος, Οι Πολιτικοί Θεσμοί της ΕΕ. Συνθήκη της Λισαβόνας, 2009.
[ 22 ]. Βλ. και Ι. Δρόσος, Το πολίτευμα του Μνημονίου, σε www.consitutionalism.gr . Γλαφυρά και εύστοχα ο Ι. Δρόσος επισημαίνει: «Θα μπορούσα να συνόψιζα την ουσία της αντιδικίας πάνω-κάτω ως εξής: στην αγωνία για τον συνταξιούχο που δεν μπορεί να ζήσει με 350 ευρώ το μήνα αντιτάχθηκε η αγωνία για την Ελλάδα που δεν μπορεί να ζήσει με 350 δις ευρώ χρέος».
[ 23 ]. Αλλά και την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία.
[ 24 ]. Μ. Σταθόπουλος, Οικονομική Ελευθερία, οικονομικό σύστημα και Σύνταγμα, ΤοΣ 1981,517, Α. Μάνεσης / Α. Μανιτάκης / Γ. Παπαδημητρίου, Η υπόθεση Ανδρεάδη και το «Οικονομικό Σύνταγμα», 1991, Δ. Καββαδά / Μ. Οικονόμου, Οικονομική κρίση: Μια νέα θεώρηση του ρόλου του Κράτους και του Οικονομικού Συντάγματος; σε: www.constitutionalism.gr ., Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2004, σ. 346, Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2008, σ. 54 επ., G. Beaucamp, Grundzuge der Finanzverfassung, JA 1998, σ. 774 επ., R. Zippelius, M. Wurtenberger, Deutsches Staatsrecht, 2005, σ. 467 επ.
[ 25 ]. Βλ. για παράδειγμα παρ. 5,6,7 για τις συνταγματικές εξελίξεις σε Ελβετία και Γερμανία.
[ 26 ]. Οι περισσότερες από τις Συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τα τελευταία 2 χρόνια ασχολούνται κυρίως με την αναμόρφωση του «Οικονομικού Συντάγματος της ΕΕ».
[ 27 ]. Χαρακτηριστική είναι η αύξηση της σημασίας των συναντήσεων των G8 και G20 για τις βασικές διεθνείς εξελίξεις.
[ 28 ]. Αν και το επιχείρημα αυτό μπορεί να εκφέρεται και να τεκμηριώνεται από εντελώς διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αφετηρίες.
[ 29 ]. Για τις θεμελιώδεις αρχές του σύγχρονου συνταγματισμού (άλλως οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος) βλ. ενδεικτικά Γ. Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, Οι λειτουργίες του κράτους, 1982, σ. 31 επ., Φ. Σπυρόπουλος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, σ. 37 επ., Χ. Χρυσανθάκης, Εισηγήσεις Συνταγματικού Δικαίου, 2007, σ. 53 επ., Α. Παντελής, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, 2007, σ. 68 επ., Ε. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2008, σ. 335 επ., Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2004, σ. 323 επ.
[ 30 ]. Άρθρο 126 της ΣυνθΛΕΕ. Βλ. ενδεκτικά W. Schroeder, Grundkurs Europarecht, 2009, σ. 407 επ., M. Herdegen, Europarecht, 2008, σ. 354 επ.
[ 31 ]. http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_data/docs/pressdata/el/ec/119816.pdf ιδίως σελ. 10 . Βλ. επίσης τα Συμπεράσματα της Συνόδους Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24 και της 25 Μαρτίου 2011 σε: http://www.consilium.europa.eu/uedocs/cms_Data/docs/pressdata/en/ec/120296.pdf .
[ 32 ]. D. M. Primo, Constitution Is Only Way to Cut U.S. Deficit, σε: http://www.bloomberg.com/news/2011-02-25/constitution-is-only-way-to-cut-u-s-deficit-commentary-by-david-m-primo.html .
[ 33 ]. Βλ. ενδεικτικά http://www.lemonde.fr/idees/article/2010/05/21/deficits-la-formule-magique-n-existe-pas_1361029_3232 , l http://www.rp-online.de/wirtschaft/eurokrise/Schuldenbremse-nach-deutschem-Vorbild_aid_960300.html .
[ 34 ]. Άρθρο 126 παρ. 1 του Ελβετικού Συντάγματος. Βλ. http://www.admin.ch/ch/d/sr/101/a126.html . Danninger, Stephan, A New Rule: «The Swiss Debt Brake» (January 2002). IMF Working Paper, Vol. , pp. 1-27, 2002. Available at SSRN: http://ssrn.com/abstract=879354 ., Hartwig, Jochen; Kobel Rohr, Rita: Ware die schweizerische «Schuldenbremse» ein geeignetes Instrument zur Disziplinierung der Fiskalpolitik in der EU?, in: Vierteljahreshefte zur Wirtschaftsforschung, Vol. 73, No. 3, S.481-490 .
[ 35 ]. Ο ελβετικός νόμος για τον κρατικό προϋπολογισμό της 7 Οκτωβρίου 2005. Βλ. http://www.admin.ch/ch/d/sr/611_0/index.html .
[ 36 ]. Σύμφωνα με το άρθρο 159 παρ. 3 εδ. γ. του Ελβετικού Συντάγματος.
[ 37 ]. Άρθρο 126 παρ. 3 του Ελβετικού Συντάγματος.
[ 38 ]. Άρθρο 126 παρ. 4 του Ελβετικού Συντάγματος.
[ 39 ]. Άρθρο 126 παρ. 5 του Ελβετικού Συντάγματος.
[ 40 ]. Προϊσχύον άρθρο 115 παρ. 1 εδ. 2 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 41 ]. Προϊσχύον άρθρο 115 παρ. 1 εδ. 3 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 42 ]. C. Gramm, S.U. Pieper, Grundgesetz. Burgerkommentar, 2008, σ. 307-308.
[ 43 ]. Άρθρο 1 παρ. 2 του Γερμανικού νόμου για την σταθερότητα και την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας της 8 Ιουνίου του 1967.
[ 44 ]. F. Kirchhof, Der notwendige Ausstieg aus der Staatsverschuldung, DVBl 2002, σ. 1539 επ., Sachverstandiganrat zur Begutachtung der gersamtwirtschaftlichen Entwicklung, Staatsverschuldung wirksam begrenzen, 2007.
[ 45 ]. Foderalismus Reform II. E. Buschert, Foderalismus Reform II, DOV 2007, σ. 89 επ., C. Gramm, S.U. Pieper, Grundgesetz. Burgerkommentar, 2008, σ. 309.
[ 46 ]. Βλ. R. Westerhoff, Schuldenbremse, aber wie?, ZRP 21010, σ. 73 επ., C. Lenz, E. Burghaber, Die neue Schuldenbremse im Grundgesetz, NJW 2009, σ. 2561 επ., C. Seiler, Consolidierung der Staatsfinanzen mithilfe der neuen Schuldenregel, JZ 2009, σ. 721 επ., J. Christ, Neue Schuldenregel fur den Gesamtstaat: zur mittelfristigen Konsolidierung der Staatsfinanzen, NVwZ 2009, σ. 1333 επ.
[ 47 ]. Bund.
[ 48 ]. Bundeslander. Για την εφαρμογή του νέου «χρεόφρενου» από τα Κρατίδια βλ. C. Gropl, Die Schuldenbremse in Hessen, Rheinland – Pfalz und im Saarland, LKRZ 2010, σ. 401 επ.
[ 49 ]. Άρθρο 109 παρ. 3 υποπ. 1. του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 50 ]. Staatszielbestimmung.
[ 51 ]. Άρθρο 109 παρ. 3 υποπ. 2 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 52 ]. Άρθρο 109 παρ. 3 υποπ. 3 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 53 ]. Άρθρο 143d παρ. 1 εδ. 2 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 54 ]. Άρθρο 143d παρ. 1 εδ. 5 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 55 ]. Άρθρο 143d παρ. 1 εδ. 3 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 56 ]. Άρθρο 143d παρ. 1 εδ. 4, 6 και 7 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 57 ]. Άρθρο 143d παρ. 1 εδ. 8 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 58 ]. Άρθρο 109 παρ. 2 του Γερμανικού Συντάγματος.
[ 59 ]. Βλ. ενδεικτικά Β. Τζέμος, Η δεσμευτικότητα και η αγωγιμότητα των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων, Άρθρο υπό δημοσίευση (2011) στο βιβλίο του 3ου Συνεδρίου Διοικητικών Επιστημόνων «Διοίκηση και Δημοκρατία: Ποιότητα, Αποτελεσματικότητα, Νομιμοποίηση» που έλαβε χώρα 8-10 Οκτωβρίου 2009 στην Κρήτη, ο ίδιος, The social function of human rights, 2007 (Άρθρο δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του Παγκοσμίου Συνεδρίου Συνταγματικού Δικαίου (www.enelsyn.gr )., Ξ. Κοντιάδης, Το κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων κατά τη νομολογία του ΣτΕ, σε: Τιμητικό Τόμο του ΣτΕ, 75 χρόνια ΣτΕ, 2004, σ. 267 επ. Βλ. επίσης τις μελέτες σε: J. Iliopoulos-Strangas (επιμ.), La protection des droits sociaux fondamentaux dans les Έtats de l’ Union Europeenne, 2000, σε: Γ. Σωτηρέλης, Χ. Τσαϊτουρίδης, (επιμ.), Τα Κοινωνικά Δικαιώματα, 2007, σε: N. Αλιμπραντής (επιμ.), Τα κοινωνικά δικαιώματα σε υπερεθνικό επίπεδο ανά τον κόσμο. Προκλήσεις και προοπτικές, 2008 και σε: Σ. Βλαχόπουλος (επιμ.)., Η κοινωνική προστασία στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, 2009. Βλ. επίσης R. Arango. Der Begriff der sozialen Grundrechte, 2001, Γ. Κατρούγκαλος, Tα Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, J. Lucke, Soziale Grundrechte als Staatszielbestimmungen und Gesetzgebungsauftrage, AoR 1982, σ. 15 επ., E. Bockenforde (επιμ.), Soziale Grundrechte, 1981, J. Isensee, Verfassung ohne Soziale Grundrechte, Der Staat 1980, σ. 382 επ., Γ. Λεβέντης, Τα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ΤοΣ 1976, σ. 121 επ., D. Feldman, Civil Liberties and Human Rights in England and Wales, 2002, σ. 113 επ., R. Ergec, Introduction au Droit Public, Tome II, Les droits et libertes, 2003, σ. 217 επ.
[ 60 ]. Σε αυτό εστιάζει και επιμένει και η πολύ σημαντική απόφαση «Λισαβόνα» του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου ελέγχοντας την συμβατότητα της Συνθήκης της Λισαβόνας με το γερμανικό συνταγματικό πλαίσιο και ιδίως με την δημοκρατική αρχή. Βλ. σχετικά Β. Τζέμος, H απόφαση «Λισαβόνα» του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου: Μια νέα ευρωπαϊκή πολιτειολογία, Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου, ΙΙΙ/2009.
[ 61 ]. Γ. Κασιμάτης, Μελέτες ΙΙΙ, 1974 -1999, σ. 2000, σ. 213 επ., Α. Παπακωνσταντίνου, Κοινωνική Δημοκρατία και Κοινωνικό Κράτος Δικαίου, 2006.
[ 62 ]. Έτσι και Γ. Κασιμάτης, Μελέτες ΙΙΙ, 1974-1999, σ. 2000, σ. 343, Δ. Τσάτσος, ό.π., σ. 58, Φ. Σπυρόπουλος, ό.π. σ. 35 επ.
[ 63 ]. Για τους θεμιτούς περιορισμούς της δημοκρατικής αρχής βλ. Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β, 1993, σ. 77 επ., Α. Μάνεσης, Εγγυήσεις ΙΙ, σ. 93.
[ 64 ]. Βλ. Γ. Κασιμάτης, ό.π. σ. 40, Δ. Τσάτσος, ό.π. σ. 71 για την χρονικά περιορισμένη ισχύ της θεσμικής έκφρασης του εκλογικού σώματος ως δομικού στοιχείου της δημοκρατικής αρχής.
[ 65 ]. Οπότε και δεν θα υλοποιήσει τις πολιτικές της δεσμεύσεις π.χ. για αύξηση του ποσοστού του ΑΕΠ που θα χρησιμοποιηθεί από τον προϋπολογισμό για την παιδεία.
[ 66 ]. Π.χ. υπέρμετρη φορολόγηση, μειώσεις μισθών. Για τις σοβαρές μειώσεις μισθών που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα ενόψει της κρατικής κρίσης δανεισμού βλ. Β. Τζέμος, Μονομερής μείωση μισθών: Αντίθετη στο Σύνταγμα και στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Ελευθεροτυπία της 3.3.2010.
[ 67 ]. Υπάρχει σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος που υποστηρίζει με την ψήφο του σταθερά κάποιο κόμμα εξουσίας ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των πολιτικών του προτάσεων, ή την συνέπειά του κόμματος (αν αυτό είναι κόμμα εξουσίας) μετά τις εκλογές.
[ 68 ]. Για τη δημοκρατία ως πλειοψηφική αρχή σε διαρκή σχέση με την προστασία της μειοψηφίας και τη διαρκή κατοχύρωση πραγματικών ευκαιριών να γίνει στο μέλλον πλειοψηφία βλ. Δ. Τσάτσος, ό.π., σ. 58, K. Hesse, Grundzuge des Verfassungsrechts, 1992, σ. 61.
[ 69 ]. Για την ασυμβατότητα με την ουσία της δημοκρατικής αρχής της «επιβολής δημοκρατίας εκ των άνω» και της λειτουργίας του σχήματος «παραγωγής πολιτικής βούλησης εκ των κάτω προς τα άνω από την λαϊκή βούληση, προς το νομοθετικό σώμα και από το νομοθετικό σώμα προς την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας» βλ. Γ. Κασιμάτης, ό.π., σ. 36 και Δ. Τσάτσο, ό.π. σ. 64.
[ 70 ]. Βλ. Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2006, σ. 192, απόφαση 50, 296/300 του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
[ 71 ]. Βλ. ενδεικτικά Α. Μανιτάκης, Κράτος Δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας, 1994, Π. Παραράς, Το Σύνταγμα του 1975, Corpus I, 1985, σ. 8, ο ίδιος, Σύνταγμα και ΕΣΔΑ, 2001, σ. 11, Κ. Δεσποτόπουλος, Η έννοια του κράτους δικαίου ΝοΒ 1975, σ. 577 επ.
[ 72 ]. Για τις ιδιωτικές εξουσίες βλ. Β. Τζέμος, Ο «Βασικός Μέτοχος», 2006, σ. 208 επ.
[ 73 ]. Α. Μανιτάκης, Συνταγματικό δίκαιο: O λόγος της εξουσίας και ο αντίλογός του, Αρμ. 1985, σ. 10 επ., Φ. Σπυρόπουλος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, σ. 28.
[ 74 ]. Για την αρχή της αναλογικότητας βλ. V. Tzemos, Das Unterma?verbot, 2004, ο ίδιος, Modern legal battles and their referee: The principle of proportionality, Βιβλίο του Διεθνούς Συνεδρίου E – Democracy, (που έλαβε χώρα στην Αθήνα 23-25 Σεπτεμβρίου 2009), 2010, σ. 54 επ., ο ίδιος, Η αρχή της αναλογικότητας στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, σε: Γ. Καλλιμόπολος, Ν. Κλαμαρής (επιμ.) 2ο Συνέδριο Ευρωπαίων Νομικών που έγινε στην Αθήνα το 2003, 2009, σ. 402 επ., G. Gerapetritis, Proportionality in administrative law, 1997, S. Tsakyrakis, Proportionality: An Assault on Human Rights, σε: www.constitutionalism.gr . και Σ. Ορφανουδάκης, Η αρχή της αναλογικότητας, 2003.
[ 75 ]. Μ. Παπαδημητρίου, Συνταγματική ρήτρα σωφροσύνης, Καθημερινή της 27.2.2011, D. M. Primo, Constitution Is Only Way to Cut U.S. Deficit: David M. Primo, σε: http://www.bloomberg.com/news/2011-02-25/constitution-is-only-way-to-cut-u-s-deficit-commentary-by-david-m-primo.html .
[ 76 ]. Υπήρξε και στην Γερμανία αντίλογος ειδικά από το κόμματα της Αριστεράς (Die Linke) και των Πρασίνων. Σε ορισμένα κρατίδια υπάρχει ακόμα σθεναρή αντίδραση για την υιοθέτηση του «χρεοφρένου» σε επίπεδο Συνταγμάτων του Κρατιδίου.
[ 77 ]. C. Gropl, Die Schuldembremse in Hessen, Rheinland- Pfalz und im Saarland, LKRZ 2010, σ. 401 επ. (402).
[ 78 ]. «Oι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Kοινοβουλευτικής Δημοκρατίας…».
[ 79 ]. «Oι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός … από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 4 και 7, 5 παρ. 1 και 3, 13 παρ. 1 και 26.»
[ 80 ]. Άρθρο 79 παρ. 3 του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συντάγματος. Βλ. Zippelius, Wurtenberger, Deutsches Staatsrecht, 2005, σ.48 επ., J. Ipsen, Staatsrecht I, 2009, σ. 23.
[ 81 ]. Από 27.1.2010 προσφυγή. Βλ. C. Gropl, Die Schuldembremse in Hessen, Rheinland- Pfalz und im Saarland, LKRZ 2010, σ. 401 επ. (403).
[ 82 ]. Ο δεύτερος πυλώνας «πρωταρχία των θεμελιωδών δικαιωμάτων» συμπυκνώνει νοηματικά φιλελεύθερο κράτος δικαίου και κοινωνικό κράτος. Συγκροτεί αυτό που ονομάζεται κοινωνικό κράτος δικαίου.
[ 83 ]. Απαραίτητη είναι η σαφής γνώση της οικονομικής κατάστασης και των οικονομικών προοπτικών κάθε κράτους πριν την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης μορφής κρατικού (συνταγματικού, νομοθετικού, πολιτικού) δημοσιονομικού (στο χρέος, στο έλλειμμα, στις δημόσιες δαπάνες ή συνδυαστικού) φρένου.