
Τι σχέση έχουν μεταξύ τους ο Κ. Δ. Τσάτσος και ο Α. Ι. Μάνεσης; Όσο κι αν είναι ευρέως γνωστό ότι και οι δύο σπούδασαν νομικά, υπήρξαν Καθηγητές της Νομικής Σχολής, ο πρώτος της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο δεύτερος του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αργότερα της Αθήνας κι έγιναν και οι δύο τακτικά μέλη της Ακαδημίας Αθηνών – ο πρώτος μάλιστα διατέλεσε όχι μόνο Πρόεδρός της αλλά και Πρόεδρος της Δημοκρατίας – δεν είναι, στις λεπτομέρειές τους, ευρέως γνωστές οι σχέσεις των δύο ανδρών. Πότε και πώς ο Κ. Δ. Τσάτσος και ο Α. Ι . Μάνεσης άνοιξαν μεταξύ τους διάλογο; Με ποια αφορμή; Πώς και για ποιο λόγο αυτό το διάλογο αξίζει και πρέπει να συνεχίσουμε; Πότε, πώς και από ποιους οι ιδέες του Καντ και του Μαρξ αναπτύχθηκαν στον ελληνικό νομικό χώρο και γιατί ζητείται η διαλεκτική σύνθεσή τους; Ποια είναι η πρόταση για μια συνταγματική οργάνωση του Κράτους με βάση τους κανόνες της διαλεκτικής σύνθεσης;
Με τη νέα αυτή μελέτη του ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει διεξοδικά στα πιο πάνω πέντε ερωτήματα. Πέντε είναι οι κεντρικές θέσεις των αναλύσεων του έργου:
Η πρώτη είναι ότι ο Κ. Τσάτσος και ο Α. Μάνεσης ανήκαν σε δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους σχολές σκέψης και προσέγγισης του Δικαίου και της Πολιτείας. Ο Κ. Τσάτσος ήταν εκείνος που ξεκίνησε από τον Καντ για να καταλήξει στο νεοκαντιανισμό και σε μια ιδεαλιστική θεώρηση του Δικαίου, της οποίας οι καταβολές βρίσκονται στη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνος, όπως η τελευταία αναπτύχθηκε από διαπρεπείς Νεοκαντιανούς. Μια θεωρία που, μεταξύ άλλων, κολάκευε στο έπακρο, λόγω της ελληνικής προέλευσής της, τους νεαρούς Έλληνες αστούς οι οποίοι είχαν καταφύγει κατά το μεσοπόλεμο στη Χαϊδελβέργη για να διδαχθούν και να μεταδιδάξουν στον τόπο μας, τη φιλοσοφία γενικότερα (Ι. Θεοδωρακόπουλος) και τη φιλοσοφία του δικαίου ειδικότερα (Κ. Τσάτσος). Ο Α. Μάνεσης ήταν εκείνος που ξεκίνησε από τον Α. Σβώλο και διά μέσου κυρίως του Ν. Πουλαντζά γνώρισε τον Μαρξ και τη σύγχρονη μαρξιστική φιλολογία, από την οποία επηρεάστηκε για να καταλήξει σε μια «κοινωνιολογική διαλεκτική μέθοδο προσέγγισης».
Η δεύτερη είναι ότι, αντίθετα απ’ ότι συνήθως πιστεύεται, η διαλεκτική σύνθεση των θέσεων του Ι. Καντ και του Μαρξ δεν είναι αδύνατη. Και τούτο όχι μόνο διότι οι δύο άνδρες ήσαν δύο έξοχα τέκνα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού αλλά και διότι η θέση και η αντίθεση μεταξύ τους κρύβει μέσα της μια πλούσια διαλεκτική δυναμική την οποία εμείς οι επίγονοι πρέπει να αποκαλύψουμε και να συνεχίσουμε.
Η τρίτη είναι ότι, αντίθετα απ’ ό,τι επίσης πιστεύεται, η διαλεκτική σύνθεση της θέσης του Κ. Τσάτσου και της αντίθεσης του Α. Μάνεση δεν ήταν αδύνατη. Στάθηκε αδύνατη. Τούτο γιατί οι δύο άνδρες δεν ήταν σε θέση να υψωθούν σε ένα υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με εκείνο στο οποίο στάθηκαν για να διαλεχθούν, να συμφωνήσουν αλλά και να διαφωνήσουν. Αυτό το επίπεδο δεν ήταν άλλο από εκείνο στο οποίο βρίσκεται κανείς, ευθύς ως μετατρέψει τις κατ’ αρχήν ετερώνυμες θέσεις του σε ομώνυμες, πράγμα το οποίο θα ήταν δυνατό στους δύο άνδρες, μόνο αν ήσαν σε θέση να αναχθούν προηγουμένως στις πρωτογενείς θέσεις του Καντ και του Μαρξ, από τους οποίους άντλησαν την κοσμοθεωρία τους, ώστε στη συνέχεια να συνθέσουν διαλεκτικά πρώτα τις απόψεις των δύο τελευταίων κι ύστερα τις δικές τους.
Η τέταρτη είναι ότι βάρος της συνέχισης του διαλόγου του Κ. Τσάτσου και του Α. Μάνεση πέφτει σε όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται την πλούσια δυναμική που κρύβει αυτός ο διάλογος που άρχισε αλλά, για τον πιο πάνω λόγο, δεν κατέστη δυνατό να συνεχιστεί από τους αρχικούς διαλεγόμενους.
Και η πέμπτη είναι ότι μπορούμε, από σήμερα κιόλας, να αρχίσουμε να οραματιζόμαστε τον τρόπο με τον οποίο οι επίγονοί μας θα οργανώσουν συνταγματικά το Κράτος, αν τους αναθέσουμε τα καθήκοντα μιας οιονεί συντακτικής εξουσίας που άλλο σκοπό δεν θα έχει παρά μόνο, πώς να ασκήσει τα καθήκοντά της με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές μιας ιδανικής διαλεκτικής σύνθεσης η οποία θα αναδείξει την, εν ελευθερία και δημοκρατία, ανάγκη ριζικού μετασχηματισμού του Κράτους και όχι την κατάργησή του.