1. Η ιστορική και πολιτική της σημασία: εγγύηση πολιτικής και ατομικής ελευθερίας και μέσο εξισορρόπησης εξουσιών και ανταγωνιστικών δυνάμεων
a) Κριτήριο, αρχικά, διάκρισης των μορφών διακυβέρνησης σε δεσποτικές και μη
Η διάκριση των εξουσιών αποτελεί[1] μία από τις πλέον θεμελιώδεις οργανωτικές αρχές του φιλελεύθερου συνταγματικού κράτους. Η συνταγματική θεωρία και ειδικά η ελληνική την αντιμετώπισε ως «οργανωτική βάση του κράτους», ως «ρυθμίζουσα συστηματικώς την άσκηση της εξουσίας του»[2]. Είχε άρα από τη γένεσή της πολιτική σημασία και λειτουργία και αντιμετωπίστηκε αρχικά ως «πολιτική αρχή», πρίν αποκτήσει κανονιστικό περιεχόμενο και σημασία νομική[3]. Προηγήθηκε, επομένως, λογικά και ιστορικά η θεσμική της πρόσληψη, δηλαδή η σύλληψή της ως μεθόδου οργάνωσης και συνάρθρωσης των εξουσιών και ακολούθησε η πρόσληψή της και ως κανόνα δικαίου ή ως συνταγματικής αρχής[4]. Διαμορφώθηκε, σταδιακά, μέσα από την ιστορία, αρχικά ως απόλυτη άρνηση της δεσποτικής εξουσίας, που ενσάρκωναν οι παλιές αυτοκρατορίες. Στη συνέχεια, έπλασε τη συνταγματική φυσιογνωμία της σε αντιπαράθεση προς την απολυταρχική και συγκεντρωτική εξουσίας της απόλυτης μοναρχίας, της πρώτης μορφής του σύγχρονου κράτους, πριν αξιοποιηθεί ως τεχνική οργάνωσης και διευθέτησης των σχέσεων μεταξύ των εξουσιών.
Η πολιτική ή θεσμική σημασία της αρχής αναφέρεται κυρίως, στην οργανική διάκριση των εξουσιών και τονίζει: α) την ανεξάρτητη της μίας από την άλλη συγκρότησή και άσκησή τους και β) την εξειδίκευση της κάθε εξουσίας στην επιτέλεση μιας κατά κανόνα λειτουργίας.
Η διάκριση των εξουσιών με την πολιτική της σημασία και άρα με την οργανική θεσμική έννοια του όρου είναι δημιούργημα της αστικής επανάστασης και άρα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Με την ουσιαστική ή λειτουργική όμως σημασία του όρου, η ιδέα είναι πολύ παλιά, και απαντάται στον Αριστοτέλη, ο οποίος διέκρινε τρία μόρια στην Πολιτεία, ένα που σκέφτεται και αποφασίζει για τα κοινά, ένα που ασχολείται με τις Αρχές της διοίκησης και ένα που δικάζει[5]. Βασίζεται στη στοιχειώδη διαπίστωση ότι το κράτος και κάθε κράτος εκδηλώνει την εξουσία του, και μεταφορικά τη βούλησή του, προς τρείς κατευθύνσεις τις οποίες ονομάζουμε λειτουργίες. Οι τρεις αυτές λειτουργίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το περιεχόμενο ή ως προς την ουσία των ενεργειών που επιτελούν, αφού η μία θεσπίζει τους νόμους, θετούς κανόνες δικαίου, επιτακτικούς και αφηρημένους, η άλλη τους εκτελεί και η τρίτη δικάζει σύμφωνα με αυτούς[6]. Έτσι, ρυθμίζοντας την κοινωνική και πολιτική συμβίωση, το κράτος αναπτύσσει δραστηριότητες, που μπορούν να συμπυκνωθούν στην άσκηση τριών διακεκριμένων λειτουργιών, που εκπληρώνουν με τη σειρά τους τρείς διαφορετικούς σκοπούς:με την πρώτη, που αποκαλείται νομοθετική, θεσμοθετούνται νόμοι, θετοί κανόνες συμπεριφοράς γενικοί και αφηρημένοι, με τη δεύτερη, την εκτελεστική, εκτελούνται ή εφαρμόζονται οι νόμοι σε συγκεκριμένη περίπτωση και εξειδικεύεται το περιεχόμενο τους και με την τρίτη, τη δικαστική, τέμνονται με βάση κάποιο νόμο και με τρόπο αυθεντικό και δύναμη δεδικασμένου έννομες διαφορές ή αμφισβητήσεις σχετικά με τα συμφέροντα και τα δικαιώματά του καθένα.
Για να εκπληρωθούν οι τρείς αυτές διαφορετικές, ποιοτικά, λειτουργίες του κράτους, με τρόπο που να αποτρέπεται ο δεσποτισμός και η κατάχρηση της εξουσίας με την συγκέντρωσή τους σε ένα πρόσωπο ή σε ένα κρατικό όργανο, θα πρέπει -κατά την φιλελεύθερη αντίληψη του κράτους και τη συνταγματική οργάνωση της εξουσίας του- κάθε λειτουργία να έχει ανατεθεί σε διαφορετική κρατική εξουσία και να ασκείται από διαφορετικό κρατικό όργανο. Στην ιδεατή της σύλληψη, η διάκριση των εξουσιών συμπίπτει με την οργανική διάκρισή τους, η οποία απαιτεί οι κατ’ ουσίαν νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαιοδοτικές πράξεις να εκτελούνται από τρείς, αντίστοιχες, και ανεξάρτητες μεταξύ τους εξουσίες ή από διαφορετικά κρατικά όργανα και να περιβάλλονται έναν διαφορετικό ή ιδιαίτερο τύπο: η νομοθέτηση, τον τύπο του νόμου, η εκτέλεση του νόμου τον τύπο του διατάγματος ή της διοικητικής πράξης και η απονομή δικαιοσύνης τον τύπο της δικαστικής απόφασης. Τρία είναι τα στοιχεία που συνθέτουν τη διάκριση των εξουσιών: μια κρατική εξουσία (νομοθετική, εκτελεστική ή δικαστική), ένα κρατικό όργανο που την ενσαρκώνει κάθε φορά γίνεται ο φορέας άσκησής της (π.χ. η Βουλή ή η Βουλή και ο αρχηγός του κράτους, ο αρχηγός του κράτους και η κυβέρνηση, τα δικαστήρια) και μια δραστηριότητα ή λειτουργία που εκδηλώνεται με τη λήψη μιας απόφασης ή μιας πράξης και παίρνει την τυπική μορφή, ανάλογα από το όργανο από το οποίο προέρχεται, είτε του τυπικού νόμου είτε του διατάγματος είτε της δικαστικής απόφασης.
Οι τρείς, επομένως, κρατικές εξουσίες θα πρέπει να είναι έτσι οργανωμένες ώστε το όργανο που θεσπίζει το νόμο ή τον κανόνα δικαίου να μην μπορεί να τον εκτελεί ούτε να μπορεί το ίδιο να δικάζει με βάση τον κανόνα που το ίδιο θέσπισε. Αυτό είναι βέβαια ένα ιδεατό σχήμα, μια ιδεατή αφετηρία οργάνωσης των εξουσιών, που, όπως όλα τα ιδεατά σχήματα, δεν ταυτίζονται με την πραγματικότητα, αν και φιλοδοξούν να τη ρυθμίσουν. Ενίοτε μάλιστα απέχουν πολύ από αυτήν. Το εντυπωσιακό όμως του ιδεατού αυτού σχήματος είναι ότι όχι μόνον άντεξε στο χρόνο και αποδείχθηκε λειτουργικό, αλλά ακόμη και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς, ακόμη και όταν απορρίπτεται ως ξεπερασμένο.
Έτσι, με κριτήριο την τεχνική της διάκρισης των εξουσιών, τα πολιτικά καθεστώτα διακρίθηκαν σε καθεστώτα που εφαρμόζουν τη διάκριση και σε καθεστώτα που την αγνοούν ή την αρνούνται. Την αγνοούσαν, κατ’ αρχήν, όλοι οι ιστορικοί τύποι κρατικής εξουσίας των προ-αστικών κοινωνιών, όπως ήταν το απολυταρχικό κράτος και κάθε μορφή διακυβέρνησης δεσποτική[7]. Δεσποτική χαρακτηρίζει ο Μοντεσκιέ κάθε διακυβέρνηση, που δεν γνωρίζει την κατάτμηση και εξισορρόπηση των εξουσιών, μέθοδος που διασφαλίζει την κοινωνική ισορροπία μεταξύ των τάξεων και επιβάλλει στον τρόπο διακυβέρνησης τη μετριοπάθεια[8]. Τέτοιες ήταν οι θεοκρατικές, οικουμενικές αυτοκρατορίες, της Δύσης και της Ανατολής, όπως η ρωμαϊκή, η βυζαντινή και η Οθωμανική ή παπική κ.ά. Την αρνούνταν ακόμη τα απολυταρχικά καθεστώτα καθώς και τα πρώην σοσιαλιστικά πολιτικά καθεστώτα, τα οποία οικοδομούσαν την κρατική εξουσία στην αρχή της ενότητάς της και όχι της διαίρεσης ή της κατάτμησής της σε διάφορες εξουσίες[9]. Την αρνούνται τέλος, μόνιμα ή περιστασιακά, τα αυταρχικά και τα δικτατορικά πολιτικά καθεστώτα, τα θεοκρατικά ή τα μονοκομματικά.
Όλες οι προηγούμενες μορφές διακυβέρνησης στηρίζονται σε μια ιεραρχική-μονολιθική διάρθρωση της κρατικής εξουσίας και έχουν ως οργανωτικό πρότυπό τους τη σχετική ή απόλυτη συγκέντρωσή της σε ένα πρόσωπο ή σε ένα κατά βάση κέντρο εξουσίας, κόμμα, κυβέρνηση, δυναστεία κλπ. Πρόκειται στην ουσία για καθεστώτα στα οποία επικρατεί η πλήρης σύγχυση των εξουσιών[10].
Την αντίθετη ακριβώς αρχή, δηλαδή τον επιμερισμό της μίας και ενιαίας κατά τα άλλα κρατικής εξουσίας σε τρία διαφορετικά κέντρα εξουσίας ή, με άλλες λέξεις, την τριχοτόμησή της έχει ως οργανωτικό πρότυπό του η ιστορική μορφή του φιλελεύθερου κράτους[11].
Η πρώτη, επομένως, ιστορική σημασία της διάκρισης των εξουσιών ως πολιτικής αρχής είναι αρνητική: άρνηση του δεσποτισμού και, γενικότερα, της απολυταρχίας και της αυθαιρεσίας.
b) Εγγύηση, έπειτα, συνταγματική, πολιτικής και ατομικής ελευθερίας
Ακριβό δημιούργημα του φιλελεύθερου συνταγματισμού, η αρχή του διαχωρισμού ή της διάκρισης των εξουσιών και η συνεχόμενη λειτουργική διαφοροποίησή τους έχουν ιστορικά ταυτιστεί, παράλληλα με την άρνηση του δεσποτισμού και της απολυταρχίας, με την έννοια του συντάγματος και της συνταγματικής εξουσίας. Καταγράφηκε άλλωστε η ιδέα αυτή ρητά στο άρθρο 16 της γαλλικής «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» του 1789, που όριζε ότι «κάθε κοινωνία, στην οποία δεν είναι εξασφαλισμένη η προστασία των δικαιωμάτων ούτε καθορισμένη η διάκριση των εξουσιών, δεν έχει διόλου Σύνταγμα». Κατά τη διακήρυξη, σύνταγμα και διάκριση των εξουσιών ταυτίζονται, δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο, δεν υπάρχει καν σύνταγμα όταν δεν υπάρχει διάκριση των εξουσιών. Δεν είναι το Σύνταγμα που δημιουργεί τη διάκριση των εξουσιών, είναι η διάκριση που δημιουργεί Σύνταγμα και το χαρακτηρίζει ως τέτοιο.
Η διαφοροποιημένη άσκηση της μίας και ενιαίας κρατικής εξουσίας προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, που αποκαλούνται κρατικές λειτουργίες, από τρία διαφορετικά κρατικά όργανα (ή κατ’ ιδίαν εξουσίες) θεωρήθηκε θεμελιώδους σημασίας θεσμική εγγύηση για τον περιορισμό της εξουσίας και την περιστολή της κρατικής αυθαιρεσίας[12]. Γι’ αυτό και αποτέλεσε και αποτελεί την ιδεολογική σημαία του πολιτικού φιλελευθερισμού, την πρωταρχική εγγύηση της ατομικής ελευθερίας.
Μόνον όταν οι τρείς επί μέρους κρατικές εξουσίες είναι η μία ανεξάρτητη από την άλλη, μπορεί η μία να εξισορροπεί και να ελέγχει την άλλη, μόνον όταν η εξουσία αναχαιτίζει την εξουσία, οι κυβερνώμενοι μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς και ελεύθεροι[13]. Και για να συμβεί αυτό χρειάζεται κάθε εξουσία να ασκείται από διαφορετικά κρατικά όργανα. Έτσι στο πλαίσιο του συνταγματισμού, η σημασία της διάκρισης των εξουσιών ταυτίστηκε με την οργανική διάκρισή τους.
Η διάκριση των εξουσιών δεν αποσκοπεί, πάντως, στη διάσπαση της μίας και ενιαίας εξουσίας σε πολλαπλές εξουσίες, εντελώς ανεξάρτητες και αυτόνομες μεταξύ τους, ούτε στον χωρισμό τους, αλλά στον επιμερισμό της άσκησης των τριών κρατικών δραστηριοτήτων (ή λειτουργιών) σε διαφορετικά κρατικά όργανα (ή διακριτά κέντρα κρατικής αρμοδιότητας και εξουσίας), έτσι ώστε το ένα να μπορεί να αναχαιτίζει ή να αντισταθμίζει ή ισοσταθμίζει την εξουσία του άλλου και όλα μαζί να μπορούν μεταξύ τους να αλληλο-ελέγχονται και να αλληλο-εξισορροπούνται[14]. Ο πραγματικός στόχος του μηχανισμού της διάκρισης των εξουσιών[15], είναι πολύ λιγώτερο ο διαχωρισμός των εξουσιών απ’ ό,τι η εξισορρόπησή τους και η αλληλοεξουδετέρωση της δύναμης της κάθε μιάς μέσω της αμοιβαίας αντιστάθμισης τους ή ακόμη και μέσω της αμοιβαίας παράλυσης των λειτουργιών τους. Ο Αραβαντινός είχε συνοψίσει αριστοτεχνικά την αξία και σημασία της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών, ως πολιτικής αρχής: «Ουχί εν τω εντελεί χωρισμώ των διαφόρων λειτουργιών της πολιτικής εξουσίας απ’ αλλήλων και εν τη ανυψώσει αυτών εις αυτοτελείς και ανεξαρτήτους εξουσίας κείται η εξασφάλισις της τάξεως εν τη πολιτεία και των δικαιωμάτων και ελευθεριών του λαού, αλλ’ εν τη καταλλήλω κατανομή των διαφόρων λειτουργιών εις τα διάφορα όργανα της πολιτικής εξουσίας και τη αρμονική συνεργασία των διαφόρων οργάνων τούτων εν τη λειτουργία του πολιτεύματος»[16].
c) Μηχανισμός, κατά βάση, εξισορρόπησης πολιτικο-κοινωνικών δυνάμεων
Το δόγμα, πάντως, της διάκρισης των εξουσιών αναδείχθηκε σταδιακά, σε κάτι παραπάνω από ένα απλό διαρθρωτικό στοιχείο του φιλελεύθερου κράτους και κάτι περισσότερο από ιδεολογικό λάβαρο του φιλελεύθερου συνταγματισμού. Έτσι, δεν αποτελεί απλώς ένα αποφασιστικό όπλο κατά του αυταρχισμού και της κρατικής αυθαιρεσίας ή του δεσποτισμού, αλλά και ένα μέσο, μια τεχνική ορθολογικής οργάνωσης και κατανομής των εξουσιών. Συνιστά ακόμη έναν μηχανισμό μέσω του οποίου μπορούν και εκφράζονται, θεσμικά, οι συσχετισμοί των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και να εξισορροπούνται οι πολιτικοί και κοινωνικοί ανταγωνισμοί και αντιθέσεις. Μέσα από την κατάτμηση και την παράλληλη συνεργασία των «εξουσιών» επιτυγχάνεται μια στοιχειώδης αντιστοίχηση της πολιτικής και κοινωνικής διαίρεσης με τους θεσμούς του κράτους, χωρίς να διαταράσσεται η ιεραρχημένη ενότητα της κρατικής εξουσίας και χωρίς να θίγονται οι πολιτικοί συσχετισμοί των κοινωνικών τάξεων. Έτσι π.χ. με τη θεσμική διάκριση της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία και την υπεροχή της πρώτης πάνω στη δεύτερη καθώς και με την κυριαρχία του νόμου πάνω σ’ οποιαδήποτε άλλη πράξη της εκτελεστικής εξουσίας δεν εξασφαλίζεται μόνο η υποταγή της εκτελεστικής εξουσίας στη νομοθετική ή η υποταγή, γενικότερα, όλων των εξουσιών, μηδέ της δικαστικής εξαιρουμένης, στις νομοθετικές αποφάσεις του αντιπροσωπευτικού σώματος, αλλά και η θεσμική πλαισίωση, αντιστάθμιση και τελικά εξισορρόπηση δοσμένων, ανταγωνιστικών σχέσεων πολιτικής και ταξικής κυριαρχίας, αφού πίσω από τις τρείς εξουσίες μπορούν να οχυρωθούν και να προβάλλουν τα αιτήματά τους, διαφορετικά πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα. Λειτουργώντας ως μέσο ορθολογικής οργάνωσης της κρατικής εξουσίας, ενεργεί παράλληλα και ως ένας μηχανισμός εξασφάλισης αέναης και ανανεούμενης πολιτικής ισορροπίας μέσα από τον διαρκή και συνεχή πολιτικό ανταγωνισμό και άρα ως ένας «τόπος» καταγραφής των πολιτικών συσχετισμών και ανταγωνισμών και, τελικά, ένα μέσο οργάνωσης της πολιτικής ηγεμονίας[17].
Ο Γάλλος φιλόσοφος Althusser εντρυφώντας στο έργο του Μοντεσκιέ και αναλύοντας τη θέση του για τη διάκριση των εξουσιών θα υπογραμμίσει δίκαια, ότι αυτό που ενδιαφέρει τον Γάλλο διαφωτιστή είναι το πολιτικό πρόβλημα του πολιτικού συσχετισμού των κοινωνικών τάξεων και όχι το νομικό πρόβλημα της νομιμότητας και του περιορισμού της κρατικής εξουσίας. Αυτό που προέχει είναι η ισορροπία των εξουσιών, δηλαδή η ζυγοσταθμισμένη κατανομή της πολιτικής εξουσίας ανάμεσα σε καθορισμένες δυνάμεις: τον βασιλιά, την αριστοκρατία και τον λαό, με τελικό στόχο την διαιώνιση της αριστοκρατίας, η οποία ως κοινωνική τάξη είχε αρχίσει να παρακμάζει Την πολιτική δύναμη της αριστοκρατίας ήθελε κυρίως να διαφυλάξει ο Μοντεσκιέ και αυτό που θαύμασε στο αγγλικό πολίτευμα του 17ου αιώνα ήταν η ισοσταθμισμένη συμμετοχή στην εξουσία και των τριών φορέων κοινωνικής δύναμης, του μονάρχη, της αριστοκρατίας και της αστικής τάξης[18]. Καμμία από τις τρείς αυτές κοινωνικές δυνάμεις δεν μπορεί να επιβάλει την θέλησή της στην άλλη, η μία εξισορροπεί την άλλη ή καλλίτερα εξουδετερώνει την άλλη.
Για αυτό και το ύπατο κριτήριο θετικής αξιολόγησης ενός πολιτεύματος ή κυβερνητικού συστήματος είναι η ικανότητά του να εξασφαλίζει ισορροπία στις ανταγωνιστικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Το συνταγματικό πολίτευμα εγκαθιστά τους μηχανισμούς και οργανώνει τις διαδικασίες εκείνες, που είναι σε θέση να συγκρατούν τους πολιτικούς και κοινωνικούς ανταγωνισμούς στο πλαίσιο του πολιτικού συστήματος και να επιτυγχάνουν μια έλλογη και συμβιβαστική επίλυση των πολιτικών διαφορών και των κοινωνικών συγκρούσεων, χάρη στην ενεργοποίηση μηχανισμών θεσμικής και πολιτικής εξισορρόπησης και ζυγοστάθμισης σχέσεων κυριαρχίας, χωρίς να παρεμποδίζεται ούτε να ακυρώνεται η επικράτηση και πολιτική ηγεμονία μιας ή περισσοτέρων πολιτικών δυνάμεων[19].
Η πολιτική ιδέα που βρίσκεται, τελικά, πίσω από τη διάκριση των εξουσιών και υπηρετείται με την εξισορρόπηση και αντιστάθμισή τους είναι η ιδέα της πολιτικής μετριοπάθειας. Την μετριοπάθεια ως ιδεώδη μέθοδο διακυβέρνησης μιας χώρας καλλιεργεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών[20].
d) Μέσο μετριασμού της λαϊκής κυριαρχίας
Η διάκριση των εξουσιών, είναι, όπως είδαμε, μια θεμελιώδης αρχή του φιλελεύθερου συνταγματισμού και του συνταγματικού κράτους. Η εφαρμογή της την φέρνει, ωστόσο συχνά αντιμέτωπη με τη λαϊκή κυριαρχία, βάθρο του δημοκρατικού συνταγματισμού. Αντιπαρατίθεται, πράγματι, στη λαϊκή κυριαρχία και στους θεσμούς που απορρέουν από αυτήν και νομιμοποιούνται από τη δημοκρατική αρχή, μετριάζοντας ή περιορίζοντας την παντοδυναμία της λαϊκής βούλησης και της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, χωρίς όμως να μπορεί να αναιρέσει ή να θίξει την ουσία της.
Η αντίθεση αυτή είναι ωστόσο φαινομενική, διότι η πηγή, η βάση της κυριαρχίας, στην αφηρημένη της πρόσληψη, ως αρμοδιότητα της αρμοδιότητας αλλά και ως κυριαρχία του λαού στην πολιτική ενότητά του δεν ανατρέπεται, όπως τονίσαμε ήδη, με την εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των εξουσιών. Η βούληση του λαού παραμένει ακλόνητη πηγή εκπόρευσης και μοναδικός τίτλος νομιμοποίησης της άσκησης όλων των εξουσιών καθώς και το ύπατο κέντρο ενοποίησής τους. Το πεδίο άλλωστε δράσης της αρχής κείται εκτός του πεδίου επιρροής της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και των αντιπροσωπευτικών θεσμών της. Η εμβέλειά της περιορίζεται στην κατανομή και άσκηση μόνον των εξουσιών που πηγάζουν από το λαό, και δεν εκτείνεται ούτε αγγίζει την πηγή τους, τον κυρίαρχο ή τις άμεσες απόρροιές του.
Ως μέθοδος οργάνωσης της κρατικής εξουσίας, αφορά μόλις συγκροτηθεί η ίδια, τις ‘συντεταγμένες εκφάνσεις’ της κυριαρχίας, τις οποίες διατάσσει σύμφωνα με το οργανωτικό σχήμα της διάκρισης-διασταύρωσής και συνεργασία τους και της αυστηρής εξειδίκευσης και οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων τους. Ενεργεί άρα έτσι ως ο διατάκτης της άσκησής τους. Δεν έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει ούτε να αναδιατάξει τη θεσμική και λογική υποταγή της άσκησης όλων των εξουσιών στη δημοκρατική αρχή και στη λαϊκή κυριαρχία, στην κανονιστική ακτινοβολία των οποίων υπόκεινται αναγκαστικά.
Η διάκριση των εξουσιών μπορεί να ιδωθεί από αυτή την οπτική γωνία ως συνθήκη ή εγγύηση πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας, αφού ο περιορισμός της παντοδυναμίας και ο έλεγχος της κρατικής αυθαιρεσίας επιτυγχάνεται μέσω ακριβώς της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και κυρίως δια μέσου της οριοθέτησης και υποταγής της δράσης τους στην αρχή της νομιμότητας και της υπεροχής του νόμου έναντι όλων των άλλων κρατικών πράξεων. Η αρχή της νομιμότητας διασφαλίζει την υπεροχή της βούλησης της λαϊκής αντιπροσωπείας απέναντι σε κάθε άλλη βούληση των οργάνων του κράτους.
Ο Μάνεσης τονίζει ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών «εντάσσεται σαφώς εις την ιεραρχικήν διάρθρωσιν της πραγματοποιούσης την λαϊκής κυριαρχίαν εννόμου τάξεως και πάντως διασφαλίζει κατά βάσιν την λαϊκήν κυριαρχίαν»[21].
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το ελληνικό συνταγματικό κράτος και τον ελληνικό συνταγματισμό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι από την εποχή των συνταγμάτων της Επανάστασης η αρχή της διάκρισης των εξουσιών διακηρύχθηκε ως αρχή υπαγόμενη και εκπορευόμενη από την κυριαρχία του Έθνους, η οποία λογικά προηγείται: «Η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρείς εξουσίας∙ Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν» (άρθρο 36 του Πολιτικού Συντάγματος της Τροιζήνος, του 1827). Ο Σαρίπολος βέβαια αρχίζει τον ορισμό της συνταγματικής πολιτείας με την οριοθέτηση της εξουσίας όλων των Αρχών πρίν καταλήξει και στην συμπερίληψη και της εθνικής κυριαρχίας: «ώστε γενικώς μεν ουδέν υπάρχει Κράτος μην έχον το ευτού σύνταγμα∙ ειδικώτερον όμως κατά σύνταγμα την πολιτείαν εκείνην λέγομεν συντεταγμένην εν ή εισί ρητώς διαγεγραμμένα τα όρια πάσης αρχής εν η οι του κράτους θεσμοί κρατούσι πάντων, εν ή πάντα τα μέλη χαίρουσι δίκαια, εν ή τέλος ανακηρύσσεται η του έθνους κυριαρχία…»[22]. Η πρόσληψη, επομένως, της αρχής είναι εδώ εναρμονισμένη με τη δημοκρατική αρχή και έπεται της εθνικής κυριαρχίας, η οποία τριχοτομείται και επιμερίζεται για να ασκηθεί σε τρεις επί μέρους εξουσίες.
Ο Αλέξανδρος Σβώλος προβαίνοντας, ωστόσο, σε σύγκριση της δημοκρατικής ιδέας με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την οποία θεωρούσε φιλελεύθερο θεσμό, θα φθάσει μέχρι του σημείου να διακηρύξει ότι «η διάκρισις των εξουσιών δεν είναι δημοκρατική ιδέα∙ ούτε συμβιβάζεται με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας∙ διότι έχει ως άμεσον συνέπειαν την εν τω συστήματι της πολιτικής εξουσίας υποτίμησιν του λαού εν τω προσώπω της αντιπροσωπείας του»[23].
Η δημοκρατική θεώρηση της αρχής καθιερώθηκε στη Γαλλική Επανάσταση και διακρίνεται από τη φιλελεύθερη-πλουραλιστική, που επικράτησε στις ΗΠΑ ως ιδεατό σχήμα οργάνωσης των κρατικών εξουσιών και στηρίζεται σε έναν αυτόματο και αυτοφυή μηχανισμό αντιβάρων και ανασχέσεων (checksandbalances). Με την τελευταία έννοια ο αρχή της διάκρισης των εξουσιών έχει τη δική της, θεσμική και νομιμοποιητική νομοτέλεια, είναι αυτόνομη και αυτόφωτη και δεν εξαρτάται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Νοείται μάλιστα ανεξάρτητα ή πριν από τη δημοκρατική αρχή και σε πολλά εγχειρίδια του Συνταγματικού Δικαίου η πραγμάτευσή της προηγείται της λαϊκής κυριαρχίας[24].
Στην Ελλάδα, πάντως, η εθνική κυριαρχία, διακηρύχθηκε, ως πηγή και θεμέλιο όλων των εξουσιών, ταυτόχρονα με τη δημιουργία του εθνικού κράτους. Έτσι η κυριαρχία, ως εξουσία πρωτογενής, ταυτισμένη με την συντακτική εξουσία, διακρίθηκε σαφώς από την κυβερνητική εξουσία. Καμία Αρχή δεν ταυτίστηκε με το Έθνος ούτε αναγνωρίστηκε ως φορέας του, όπως συνέβη στην Αγγλία με το Κοινοβούλιο ούτε με τη νομική προσωπικότητα του κράτους, όπως έγινε με τη Γερμανία. Καμία συντεταγμένη εξουσία δεν αναγνωρίστηκε κτήτορας της εθνικής κυριαρχίας ούτε ο μονάρχης, όπως συνέβη στα καθεστώτα με την απόλυτη μοναρχία: «Αλλ’ αι αρχαί ών η ενέργεια λαμβάνει χώραν κατά το σύνταγμα της πολιτείας ουδόλως δύνανται να συγχυθώσι μετά της κυριαρχίας ή ν’ αφομοιωθώσιν εκείνης»[25]. Διότι σε κάθε πολιτεία η «κυριαρχία ενεργεί εν τρισίν εξουσίας όλως διακεκριμένας και απ’ αλλήλων ανεξαρτήτοις αντιστοιχούσαις δε ταις τρισίν της ψυχής δυνάμεσιν∙ η γαρ νομοθετική εκποσωπεί την εν τω ανθρώπω βουλησιν, η δε δικαστική την κρίσιν και η εκτελεστική την βούλησιν. Εί δε εν τη πολιτική γλώσση λέγομεν ότι εκάστη των τριών τούτων του Κράτους εξουσιών ενεργεί μέχρι τινός βαθμού κυριάρχως, τούτο δηλοί μόνον, ότι ουδεμία των δύο άλλων εξουσιών έξεστιν ανατρέψαι τα εντός της εαυτής δικαιοδοσίας παρά της άλλης πεπραγμένα…»[26]. Στον δεύτερο τόμο της πραγματείας του ο πατέρας των Ελλήνων συνταγματολόγων, αναλύοντας το αντιπροσωπευτικό σύστημα επαναλαμβάνει αυτά που είπε, προηγουμένως: «Βάσις του αντιπροσωπευτικού συστήματος αυτή του έθνους εστίν κυριαρχία, … εν δε τω εσωτερικώ του Κράτους, τριχή διακρινομένη επί ταις τρισί της πολιτείας εξουσίαις δι’ ών ενεργεί και περ αδιαλείπτως, ως δύναμις υπερτάτη εν των λαώ ενοικούσα»[27]. Γι’ αυτό και χρειάζεται να διακριθεί πλήρως η βάσις, η έδρα της κυριαρχίας, από την τριχοτόμηση της ενάσκησής της σε τρείς επί μέρους εξουσίες: «ούχ ήττον μεγίστην χρειάζεται προσοχή ίνα μη συγχυθή η ειδική αύτη κυριαρχία μετά της περί ής πραγματευόμεθα μεγάλης και ειδικής, διότι εκείνη περιλαμβάνει εκάστη των ειδικών, πάσαι δε αύται απ’ αυτής απορρέσουσιν και εξαρτώνται και εκείνη μεν δημιουργεί αυτάς, δύναται να τας μεταβάλη, να εκτείνη ως και να περιστείλη τον της δικαιοδοσίας αυτών κύκλων, αύται δε ουδαμώς εκείνης κρατούσιν, εισίν δε απλώς δορυφόροι εκείνης, την τύχην εκείνης ακολουθούσαι, και την ύπαρξίν των από της υπάρξεως εκείνης λαμβάνουσαι» [28].
Δεν επιτρέπεται επομένως να συγχέονται στην Ελλάδα η «εθνική κυριαρχία του έθνους ή του λαού» με την «εξουσία άσκησης κυβέρνησης» –όπως συνέβη στις χώρες που γνώρισαν την απόλυτη ή τη συνταγματική μοναρχία ή την κυριαρχία του κοινοβουλίου[29]. Η επίκληση της εθνικής κυριαρχίας δικαιολογεί απλώς και θεμελιώνει, ως ύπατη πηγή προέλευσης και τίτλος νομιμοποίησης, ‘δικαίωμα’ ή ‘εξουσία’ διακυβέρνησης της χώρας, στο όνομα και για λογαριασμό του λαού από «αντιπροσώπους». Τη θεμελιώδη αυτή διάκριση της λαϊκής κυριαρχίας, ως πηγής και θεμελίου της συγκρότησης και άσκησης όλων των εξουσιών, από την τρόπο ή τη μορφή άσκησης κυβέρνησης τη συναντάμε σε όλα τα ελληνικά συντάγματα[30].
Σε κάθε χώρα η συνάρθρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, παρουσιάζει, πάντως, ιδιομορφίες και έχει την δική της ταυτότητα, γι’ αυτό και κάθε γενίκευση είναι αυθαίρετη και αντιεπιστημονική και δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πολιτική και συνταγματική ιστορία της χώρας. Η άκριτη μεταφορά εθνικών συνταγματικών προτύπων από τη μία χώρα στην άλλη δεν αποτελεί μόνο βιασμό της συνταγματικής ιστορίας της, αλλοιώνει παράλληλα ή παραμορφώνει την εικόνα του κανονιστικού της προτύπου.
e) …συναρθρωμένο, αρμονικά, με το αίτημα της ενότητας της κρατικής εξουσίας
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν αντιστρατεύεται, εξάλλου, αναγκαστικά, ούτε το αίτημα της πολιτικής και νομικής ενότητας του κράτους και την ανάγκη υπαγωγής όλων των εξουσιών σε ένα ενιαίο κέντρο εκπόρευσης[31]. Άλλωστε, στο δημοκρατικό πολίτευμα η πολιτική ενότητα της κρατικής εξουσίας διασφαλίζεται, όπως είδαμε, από τη στιγμή της συγκρότησής της με την υπαγωγή όλων των κρατικών εξουσιών στη λαϊκή κυριαρχία στην αναγωγή της σε μοναδική πηγή λογικής προέλευσης καθώς και σε ύπατη αρχή ενοποίησης και νομιμοποίησής τους.
Η ενότητα της κρατικής εξουσίας συναρτάται εξάλλου με την ιεραρχική διαβάθμιση της άσκησης της κρατικής εξουσίας και των λειτουργιών της και αυτή με τη σειρά της με την ιεραρχική διάρθρωση των πηγών του δικαίου[32]. Και είναι γεγονός ότι η διάκριση των λειτουργιών δεν θίγει την ιεραρχική διαβάθμιση ή διάρθρωση των πηγών του δικαίου, αφού με τη διάκριση νόμου, διοικητικής πράξης και δικαστικής απόφασης καθώς και με την συναρτώμενη μαζί της υποταγή της διοίκησης (εκτελεστικής εξουσίας) και των δικαστηρίων στον νόμο και στην αρχή της νομιμότητας όχι μόνον δεν θίγεται αλλά αναπαράγεται και επιβεβαιώνεται η ιεράρχηση των πηγών του Δικαίου.
Τέλος, και ο κανόνας της εξειδίκευσης των εξουσιών συνεπάγεται, όπως είδαμε, την εξειδίκευση των κρατικών λειτουργιών, η οποία, ούτε αυτή νοείται χωρίς την ιεραρχική διάρθρωσή τους. Διότι, υποδηλώνει και αυτή, μαζί με την αρχή της νομιμότητας, την υποταγή του διατάγματος και της υπουργικής απόφασης στο νόμο. Υποταγή, που είναι λογική συνέπεια της πρωταρχικότητας της νομοθετικής εξουσίας έναντι όλων των άλλων εξουσιών, αφού πρόκειται για όργανο που αντιπροσωπεύει το λαό και εκφράζει κατά τον πλέον αυθεντικό τρόπο τη βούλησή του[33]. Ο Σαρίπολος το είχε διατυπώσει από το 1874: «Επειδή δ’ εκ των τριών εξουσιών η των άλλων υπερέχουσα η νομοθετική εστί, τούτου ένεκα εις εαυτόν κρατεί αυτήν ο λαός»[34].
Από καθαρά τυπική, ωστόσο, άποψη, όλες οι συντεταγμένες εξουσίες είναι νομικά ίσες ή ισότιμες. Οι «λειτουργίες που επιτελούν έχουν ίση, τυπικά, αξία»[35]. Το Σύνταγμα επιτάσσοντας την κατανομή των τριών κατά βάση λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής) σε τρείς διαφορετικές εξουσίες ή διαφορετικά κρατικά όργανα δεν προδικάζει, όπως είδαμε, ούτε τον αριθμό ούτε το είδος των κρατικών λειτουργιών, που μπορεί να είναι πολλαπλές και ποικίλες, αλλά ούτε και αποφαίνεται για τις σχέσεις που πρέπει να διατηρούν μεταξύ τους. Αυτές μπορεί να είναι σχέσεις διασταύρωσης, ισορροπίας, συνεργασίας, σύμπραξης, ελέγχου ή και ιεραρχίας και υποταγής.
Η επιδιωκόμενη θεσμική ισορροπία των εξουσιών δεν συνεπάγεται, επομένως, όπως εσφαλμένα έχει νομολογήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας, και τη νομική ισοτιμία των τριών εξουσιών, της νομοθετικής, της εκτελεστικής και της δικαστικής[36]. Ισορροπία δεν σημαίνει αναγκαστικά και ισοτιμία ούτε βέβαια ισοδυναμία. Θα ήταν άλλωστε παράλογη η ενδεχόμενη αποδοχή της ισοδυναμίας των εξουσιών, διότι θα είχε ως αποτέλεσμα η εξουσία που κατασκευάζει τους νόμους να θεωρείται «ισότιμη» αξιολογικά με αυτήν που τους εκτελεί ή τους εφαρμόζει. Η εκτέλεση είναι εξ ορισμού μια ενέργεια που έπεται της δημιουργίας και κατασκευής του νόμου και υπόκειται σε αυτήν. «Η υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας καταφαίνεται εκ του αυξημένου κύρους, το οποίον έχουν αι πράξεις της -οι νόμοι- εν σχέσει προς τας πράξεις των δύο άλλων εξουσιών, των οποίων περιορίζουν την δράσιν»[37].
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι κάθε πράξη των τριών διακριτών κρατικών εξουσιών έχει το δικό της, αυτοτελές, κύρος και δεν μπορούν να θιγούν οι έννομες συνέπειές της από πράξη της άλλης εξουσίας, λόγω της αρχής της διάκρισής τους. Είναι αλήθεια ακόμη ότι τα άμεσα όργανα του κράτους είναι μεταξύ τους «συνταγματικά» ισότιμα, με την έννοια ότι η συγκρότησή τους προβλέπεται και οργανώνεται άμεσα από το ίδιο το Σύνταγμα, με διατάξεις που έχουν άρα μεταξύ τους την ίδια τυπική ισχύ. Είναι επομένως η αυθυπαρξία τους συνταγματικά κατοχυρωμένη και βέβαια και η ανεξαρτησία τους, η οποία στηρίζεται και προϋποθέτει τη συνταγματική ή τυπική ισοτιμία τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι και θεσμικά ισοδύναμες, όχι μόνον διότι οι αρμοδιότητές τους δεν έχουν το ίδιο θεσμικό βάρος, αφού εκτελεστική και δικαστική εξουσία υπόκεινται, όπως είδαμε, στους νόμους και οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με αυτούς, αλλά και διότι η νομοθετική εξουσία διαθέτει λόγω της προέλευσής της αυξημένη νομιμοποιητική δύναμη και είναι εξοπλισμένη με εξουσία πρωτογενή και γενική ως προς την αρμοδιότητα θέσπισης θετών κανόνων δικαίου με σκοπό τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων. Για τον λόγο αυτό, σε αντιδιαστολή με τις άλλες δύο, συντρέχει υπέρ της το τεκμήριο της αρμοδιότητας[38]. Η νομοθετική αρμοδιότητα προσδιορίζεται εξάλλου μόνον αρνητικά και είναι γενική και καθολική (plénitudedepouvoirs), δεν γνωρίζει θεματικό περιορισμό ως προς την έκτασή της, αρκεί να μην θίγει συνταγματικά δικαιώματα, την αρχή του κράτους δικαίου και να μην παρεμβαίνει ή να μην αντιστρατεύεται τις αρμοδιότητες των δύο άλλων εξουσιών, οι οποίες προσδιορίζονται, αντίθετα, θετικά και είναι ειδικά και αυστηρά προσδιορισμένες και οριοθετημένες.
Τόσο η νομολογία μας όσο και τη κρατούσα ελληνική θεωρία με πρωτεργάτη τον Α. Παπαλάμπρου δέχονται ότι η νομοθετική εξουσία είναι εξοπλισμένη -μόνη αυτή- με γενική νομοθετική αρμοδιότητα και μπορεί να θεσπίζει κανόνες δικαίου, είτε γενικούς είτε ατομικούς. Οι άλλες δύο εξουσίες διαθέτουν μόνον ειδικές και αυστηρά οριοθετημένες αρμοδιότητες, οι οποίες έχουν ανατεθεί σε αυτές είτε ευθέως από το Σύνταγμα είτε δυνάμει του Συντάγματος από το νόμο. Τη γενική νομοθετική αρμοδιότητα την έχει άρα αποκλειστικά η Βουλή. Η τελευταία ασκεί κατά το άρθρο 26 Σ τη νομοθετική λειτουργία (ονομαστικά, μόνον, μαζί με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αφού ο αρχηγός του κράτους δεν έχει πλέον μετά την Αναθεώρηση του 1986 την εξουσία κύρωσης των νόμων), χωρίς να προσδιορίζεται βέβαια τι νοείται ως νομοθετική λειτουργία. Ο όρος θα πρέπει να νοηθεί ενόψει των νέων αποστολών του κράτους και των δημόσιων υπηρεσιών με την πλέον ευρεία σημασία ώστε να μπορεί να συμπεριλάβει και να καλύψει κάθε είδους «ρυθμιστική ή δικαιοθετική λειτουργία ή αποστολή του κράτους και όχι μόνον τη θέσπιση κανόνων δικαίου γενικών και αφηρημένων, όπως συνήθως λέγεται. Άλλωστε η Βουλή δεν έχει μόνο νομοθετικές αρμοδιότητες αλλά επιτελεί εκ του Συντάγματος και άλλες λειτουργίες είτε κυβερνητικού χαρακτήρα είτε διοικητικού είτε κυρωτικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό άλλωστε και η διάκριση τυπικού και ουσιαστικού νόμου. Ο πρώτο όρος συμπεριλαμβάνει κάθε πράξη της Βουλής είτε περιέχει είτε όχι κανόνες δικαίου, γενικούς κα αφηρημένους.
Η θεσμική αυτή πρωταρχικότητα και καθολικότητα της νομοθετικής εξουσίας δεν δικαιολογεί την τυπική εξίσωσή της με τις άλλες δύο εξουσίες, οι οποίες λογικά και θεσμικά έπονται της νομοθετικής, αφού οφείλουν να ενεργούν πάντα είτε εις εκτέλεση ενός νόμου είτε κατά τον νόμο. Εξάλλου, αν το πολιτικό αίτημα της ισόρροπης άσκησης των εξουσιών ερμηνευόταν και ως κανόνας θεσμικής ισοτιμίας, τότε θα οδηγούμασταν σε μια ανατροπή της ιεραρχημένης διαβάθμισης των κρατικών λειτουργιών, που θέλει ιεραρχικά πρώτη τη νομοθετική λειτουργία, αφού λογικά, τουλάχιστον, προϋποτίθεται, όπως τονίσαμε, και προηγείται όλων των άλλων.
Ο Σαρίπολος συνοψίζει το ζήτημα που μας απασχολεί εξ εξής: «Μία άρα και μόνη εις πάν κράτος δύναται κυρίως να υπάρξη κυριαρχία, αι δ’ άλλαι καταχρηστικώς πως ομωνυμίας τινός μετ’ εκείνης έλαχον, αλλ’ ουχί και ομοτιμίας, διότι η απόλυτος του έθνους κυριαρχία ουδεμίαν αντίζηλον ανέχεται»[39].
Επομένως η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αντλεί την ισχύ και δύναμή της από την κυρίαρχή θέληση του έθνους, την οποία οφείλει να υπηρετεί. Και οι τρείς εξουσίες υπόκεινται σε αυτήν.
Από την άλλη, αποτελεί γεγονός ότι, όπως δεν είναι δυνατόν να πληγεί η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με την επίκληση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, για τον ίδιο λόγο δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί ούτε η τελευταία στο όνομα της πρώτης. Διότι, αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι και οι δύο συνταγματικά κατοχυρωμένες και άρα η ύπαρξη τους στηρίζεται, όπως μόλις τονίσαμε, σε ισοδύναμες τυπικά (συνταγματικά) διατάξεις. Κυρίως, όμως, διότι, ναι μεν όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τη λαϊκή θέληση, μηδέ της νομοθετικής εξαιρουμένης, ασκούνται όμως «καθ’ όν τρόπον ορίζει το Σύνταγμα» και ένας από τους βασικούς τρόπους που ορίζει το Σύνταγμα, είναι η άσκησή τους να γίνεται σύμφωνα με την «αρχή της διάκρισης των εξουσιών», δηλαδή μέσα σε ένα κανονιστικό πλαίσιο αυστηρά και ειδικά προσδιορισμένων και οριοθετημένων αρμοδιοτήτων. Η διάκριση των εξουσιών περιορίζει άρα τη λαϊκή κυριαρχία και οριοθετεί τις εξουσίες του λαού και των αντιπροσώπων του, δεν την ανταγωνίζεται ούτε την αντιμάχεται.
Επομένως, η διάκριση των εξουσιών, είτε ως ανεξαρτησία των εξουσιών νοηθεί είτε ως εξειδίκευση των λειτουργιών εκληφθεί, τόσο δηλαδή με την οργανική όσο και με την ουσιαστική του όρου έννοια, εντάσσεται και λειτουργεί μέσα στο θεσμικό και κανονιστικό οργανόγραμμα ‘συντεταγμένων και οριοθετημένων’ εξουσιών, που διέπεται από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Κάθε ερμηνεία και εφαρμογή της που θα αντιστρατευόταν την τελευταία θα έπληττε τόσο την ενότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος όσο και του κράτους.
2. Η σύγχρονη σημασία της ως τεχνική οργάνωσης της κρατικής εξουσίας
a) Μέθοδος, πρωταρχική, οργάνωσης τόσο της μορφής του κράτους, ως φιλελεύθερου, όσο και των μορφών κυβέρνησης
Σε αντιδιαστολή με την κανονιστική πρόσληψή της[40], η πολιτική ή θεσμική σημασία της αρχής παραμένει προσανατολισμένη στην οργάνωση του κράτους και των μορφών κυβέρνησης και όχι στις λειτουργίες που επιτελούνται με βάση την νομοπαραγωγική και νομο-εκτελεστική κυρίως διαδικασία. Αποτελεί μία ‘μέθοδο οργανώσεως της ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, δηλαδή μια οργανωτική βάση του κράτους’ και όχι του πολιτεύματος, όπως συχνά λέγεται[41].
Η διάκριση των εξουσιών ως πολιτική αρχή ή ως τεχνική οργάνωσης της κρατικής εξουσίας επιτελεί, ακόμη και σήμερα, αναμορφωμένη και προσαρμοσμένη, δύο βασικές θεσμικές λειτουργίες και γνωρίζει δύο αντίστοιχες χρήσεις: α) με την πρώτη, και πρωταρχική, αναφέρεται και προσδιορίζει τη μορφή του κράτους, ως φιλελεύθερου[42]∙ β) με τη δεύτερη, και επιγενόμενη προσδιορίζει κατά βάση τη μορφή κυβέρνησης του κράτους αυτού.
Η πρώτη, που αφορά και προσδιορίζει τη μορφή του κράτους, αναφέρεται στον τρόπο με βάση τον οποίο συναρθρώνονται με πρωτότυπο τρόπο μεταξύ τους τα τρία στοιχεία του κράτους, ο λαός, η επικράτεια και η εξουσία. Καθορίζει δια αυτών τις σχέσεις της κρατικής εξουσίας με την οικονομία και την κοινωνία, της κυριαρχίας με την ιδιωτική-αστική κοινωνία, την πρωταρχικότητα της ιδιωτικής-αστικής κοινωνίας και της ατομικής ιδιοκτησίας, την οποία θέτει υπό την προστασία του νόμου και την προστατεύει συνάμα απέναντι στο νόμο, αποκλείοντας την κρατική εξουσία από το χώρο της ιδιωτικής αυτονομίας. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή λειτουργεί ως κατ’ εξοχήν οργανωτική βάση του κράτους και ειδικά του φιλελεύθερου.
Στο φιλελεύθερο κράτος δικαίου η κρατική εξουσία κατανέμεται σε κέντρα εξουσίας, που απαρτίζουν ένα σύστημα αρμοδιοτήτων, οι οποίες προσδιορίζονται ειδικά, περιοριστικά και με αυστηρότητα. Κανένα κρατικό όργανο δεν δικαιούται να δρα, παρά μόνον στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων, που του έχουν ανατεθεί, ούτε νομιμοποιείται να επεμβαίνει στην δικαιοδοσία άλλου οργάνου. Αυτό που επιτυγχάνεται, τελικά, με την οργανωτική κατάτμηση της κρατικής εξουσίας είναι κατά πρώτο λόγο, η περιχαράκωση της εξουσίας σε ένα αυστηρό σύστημα προδιαγεγραμμένων διαδικασιών και προκαθορισμένων αρμοδιοτήτων, οι οποίες εξαντλούν κάθε επιτρεπτή μορφή δράσης. Η κρατική εξουσία αδυνατεί να δραστηριοποιείται ελεύθερα και να επεμβαίνει στην οικονομική και κοινωνική ζωή των ατόμων και των ομάδων, να οργανώνει και ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις, αν προηγουμένως δεν έχει εξοπλιστεί με την κατάλληλη εξουσία ή αρμοδιότητα και αν δεν προϋπάρξει νόμος που να της το επιτρέπει ειδικά. Η εκτελεστική εξουσία είναι υποταγμένη στη βούληση της νομοθετικής εξουσίας, στο Νόμο.
Απώτερος στόχος της διάκρισης των εξουσιών είναι, τελικά, ο ασφαλής διαχωρισμός του πεδίου άσκησης των ελευθεριών από παρεμβάσεις προερχόμενες κυρίως από την εκτελεστική εξουσία, της οποίας η δράση δεσμεύεται και οριοθετείται από το Νόμο. Με τη διάκριση των εξουσιών διασφαλίζεται η πρωταρχικότητα και η ανεξαρτησία της σφαίρας της ελευθερίας από την σφαίρα της πολιτικής και του κράτους. Με αυτήν την έννοια έχει δίκαιο ο Κ. Σμιτ, που αντιμετωπίζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ως αρχή της ελευθερίας, γνώρισμα κυρίως του φιλελεύθερου κράτους δίκαιου και όχι ως πολιτική αρχή, με βάση την οποία προσδιορίζεται η οργανωτική μορφή της πολιτική εξουσίας ή η μορφή διακυβέρνησης ενός κράτους[43].
Στη δεύτερη περίπτωση, η διάκριση των εξουσιών, αφού έχει προσδιορίσει τη μορφή του κράτους ως φιλελεύθερου, εισβάλλει και καθορίζει ειδικότερα τη μορφή της κυβέρνησής του, δηλαδή, τον ειδικότερο τρόπο άσκησης της κρατικής εξουσίας και διακυβέρνησης του λαού, λειτουργώντας εδώ ως κριτήριο διάκρισης των κυβερνητικών συστημάτων με βάση τον τρόπο κατανομής και συνάρθρωσης των επί μέρους εξουσιών μεταξύ τους.
Ως κριτήριο διάκρισης των κυβερνητικών συστημάτων, καθορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο, με βάση τον οποίο η συνταγματικά συγκροτημένη «κυριαρχία» κατανέμεται και επιμερίζεται στα διάφορα κρατικά όργανα και ασκείται από αυτά, ως κρατική εξουσία με τρόπο «συντεταγμένο» προς διάφορες κατευθύνσεις. Πρόσθετη, καθοριστική σημασία αποκτά και η συγκεκριμένη συνάρθρωσή τους με την πολιτική εξουσία, δηλαδή η διαπλοκή τους με τα πραγματικά κέντρα ή όργανα εξουσίας, αυτά στα οποία ανήκει, πραγματικά, η πολιτική ευθύνη και η εξουσία καθορισμού της κυβερνητικής πολιτικής, δηλαδή της πολιτικής διεύθυνσης μιας χώρας[44].
Δεν σχετίζεται άρα ο προηγούμενος ορισμός της διάκρισης των εξουσιών με το πολίτευμα, διότι αυτό αναφέρεται, όπως θα δούμε, αποκλειστικά στην οργάνωση της πρωταρχικής, της υπέρτατης σε ένα κράτος εξουσίας, στον τρόπο συγκρότησης της κυριαρχίας και προσδιορισμού της βάσης του πολιτεύματος. Ενώ, η διάκριση των εξουσιών λειτουργεί, αντίθετα, είτε ως οργανωτική αρχή του κράτους, καθορίζοντας τη μορφή του ως φιλελεύθερου είτε ως κριτήριο διάκρισης των μορφών κυβέρνησης σε κοινοβουλευτική, προεδρική και της κυβερνώσας Βουλής.
Δεν είναι για το λόγο αυτό λογικά αναγκαία η επίκληση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών για τον ορισμό και τον προσδιορισμό της Δημοκρατίας. Η διάκριση των εξουσιών είναι με αυτήν την έννοια μια προ-δημοκρατική αρχή[45]. Υπάρχει ανεξάρτητα από και πρίν από τη λαϊκή κυριαρχία, δεν συμμετέχει, οργανωτικά, στην αυτονομία και στον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό του λαού. Είναι όμως απολύτως αναγκαία για τον προσδιορισμό της δικαιο-κρατικής μορφής του φιλελεύθερου κράτους, καθώς και για τον προσδιορισμό του κυβερνητικού συστήματος.
Η μελέτη της αρχής δεν εντάσσεται άρα στο κεφάλαιο του πολιτεύματος, αφού δεν συναρθρώνεται με την λαϊκή κυριαρχία ούτε με την πολιτική αντιπροσώπευση. Συνδέεται όμως με τη μελέτη των κυβερνητικών συστημάτων, αφού ως τεχνική επιμερισμού αναλαμβάνει να κατανείμει την άσκηση της κυριαρχίας στις επί μέρους συντεταγμένες εξουσίας του κράτους, δηλαδή στα κρατικά όργανα. Ενώ, αντίθετα, ως οργανωτική βάση του κράτους, συμπλέει η ανάλυσή της με την «αρχή της ελευθερίας», που διέπει τις σχέσεις κρατικής εξουσίας και ατόμου, κράτους και κοινωνίας και ορίζει τα όρια της κρατικής δικαιοδοσίας απέναντι στην σφαίρα την ατομικής αυτονομίας.
Εν κατακλείδι, η πλέον καθοριστική και εμφανής λειτουργία της, ως πολιτικής αρχής είναι εκείνη που την κάνει να ενεργεί ως τεχνική οργάνωσης του τρόπου άσκησης και διαχείρισης της εξουσίας και όχι ως θεμέλιο ή ως βάση του πολιτεύματος ούτε βέβαια ως μέθοδος νομιμοποίησης της κύριας εξουσίας.
b) Τεχνική με την οποία επιτυγχάνεται αντιστάθμιση και εξισορρόπηση των εξουσιών και ανόρθωση αντι-εξουσιών
Όπως έχει ήδη τονιστεί, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν δηλώνει, σε αντίθεση με ό,τι ο όρος «χωρισμός» (separation – séparation) αφήνει να εννοηθεί, το διαχωρισμό και ακόμη λιγότερο τη διάσπαση ή αποξένωση των εξουσιών, αλλά την «τακτοποίηση» ή «διευθέτηση» και «ορθολογική κατανομή» τους ή ακόμη την ορθολογική διάταξη των κρατικών λειτουργιών γενικά, και όχι αναγκαστικά των τριών. Αυτό που επιδιώκεται δεν είναι η διαίρεση ή ο κατακερματισμός της κρατικής εξουσίας, αλλά μια ορθολογική κατά το δυνατόν οργάνωση της άσκησης των εξουσιών, που βασίζεται στη συνεργασία τους έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η εξισορρόπησή τους και γενικά η ισόρροπη και μετριοπαθής λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο πνευματικός πατέρας της αρχής, ο Μοντεσκιέ, δεν χρησιμοποίησε ποτέ τον όρο ‘διαχωρισμό’, προτιμώντας τους όρους ‘κατανομή’, ‘συνδυασμό’, ‘συνεργασία’[46]. Στόχος του ήταν άλλωστε ο περιορισμός της εξουσίας του Μονάρχη και έμμεσα η ενίσχυση της θέσης της αριστοκρατίας. Ο απώτερος στόχος της θεωρίας της διάκρισης των εξουσιών ήταν η ελάχιστη δυνατή εξάρτηση της μίας εξουσίας από την άλλη, έτσι ώστε η μία εξουσία να μπορεί να αναχαιτίζει την άλλη, να αντισταθμίζει με την παρουσία της τη δύναμη της άλλης και να την αποτρέπει από καταχρήσεις (: ‘Pour qu’on ne puisse pas abuser du pouvoir ; il faut que par la disposition des choses le pouvoir arrête le pouvoir’)[47].
O διαφορισμός των λειτουργιών και η ανεξαρτησία των εξουσιών δεν είναι, επομένως, παρά το μέσον για την πραγματοποίηση του αντικειμενικού, πολιτικού, σκοπού της αρχής, που είναι ο περιορισμός και η οριοθέτηση της κρατικής εξουσίας μέσω διαδικαστικών αντισταθμίσεων και αμοιβαίων ελέγχων και η εξασφάλιση δι’ αυτού της ελευθερίας των πολιτών. Η διάκριση των εξουσιών είναι, συνεπώς, μια πολιτική θεωρία ισορροπημένης και ορθολογικής διάταξης των κρατικών εξουσιών και λειτουργιών έτσι ώστε να αποφεύγεται η συγκέντρωση ή η σώρευση εξουσιών ή αρμοδιοτήτων -και άρα δύναμης- στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο όργανο και να αποτρέπεται η καταχρηστική και αυθαίρετη άσκησή τους, χάρη στην εγκαθίδρυση ενός μηχανισμού αμοιβαίων ελέγχων και αναχαιτίσεων.
Η αποτελεσματική λειτουργία του εξισορροπητικού και αντισταθμιστικού αυτού μηχανισμού επιτυγχάνεται, όπως τονίσαμε ήδη, όχι με την αμοιβαία αποξένωσή τους αλλά με την αμοιβαία συνεργασία τους, με την αλληλεξάρτησή τους και βέβαια με τον αμοιβαίο έλεγχό τους[48].
Με την κατανομή της άσκησης της κρατικής εξουσίας και των λειτουργιών της σε διακεκριμένα και διαφορετικά κρατικά όργανα, οι εξουσίες δεν αποξενώνονται. Μπορούν να συνεργάζονται, να ενεργούν από κοινού ή και να ελέγχονται αμοιβαία[49]. Η διάκριση και ανεξαρτησία των εξουσιών και η διαφοροποίηση των λειτουργιών δεν αποκλείει, αντίθετα συχνά εμπερικλείει, τη διασταύρωση και τον αμοιβαίο έλεγχό τους. Ο αμοιβαίος μάλιστα έλεγχος την δημόσιων αρχών συμβάλλει στην καλλίτερη και ορθολογικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους, ενώ η συνεργασία τους συντείνει στην καλή λειτουργία του κράτους. Γι’ αυτό και οι συνταγματικές εξουσίες πρέπει να διαθέτουν την «ευχέρεια της αμοιβαίας συνεργασίας και ανάσχεσης»[50].
Στο πλαίσιο του ίδιου συλλογισμού, ο Αλέξανδρος Σβώλος συμπυκνώνει στην ακόλουθη φράση τη σημασία της διάκρισης των εξουσιών: «η αρχή αύτη του πολιτεύματος εν τη εφαρμογή δεν σημαίνει απλώς ότι τα ασκούντα τας λειτουργίας του κράτους όργανα -αι εξουσίαι- είναι μεν διακεκριμένα απ’ αλλήλων, μη συγχεόμενα εντός του αυτού προσωπικού φορέως, αλλά ότι αλληλοεπηρεάζονται και συνεργάζονται απαραιτήτως επί τω σκοπώ να ισορροπούται αμοιβαίως η δύναμή τους»[51]. Ο ίδιος συγγραφέας επικαλούμενος τον Μοντεσκιέ, τον Λοκ και άλλους συγγραφείς του 18 αιώνα, γράφει ότι όλοι τους «ηθέλησαν απλώς να εξάρουν ότι δια την αλληλεπίδρασιν των εξουσιών και την αμοιβαίαν ισορρόπησιν ήτο απαραίτητος η μεταξύ αυτών διάκρισις και η κατανομή εις πλείονας προσωπικούς φορείς»[52].
Για τον λόγο αυτόν, ακριβώς, και η διασταύρωση και αλληλεξάρτηση των εξουσιών, όπως κυρίως αποτυπώνεται στο κοινοβουλευτικό σύστημα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως άρνηση της αρχής ούτε ως αναίρεσή της αλλά ως μια ειδική μορφή πραγμάτωσής της και ίσως η καλλίτερη. Ο αλληλο-έλεγχος και η αλληλεξάρτηση των εξουσιών δεν αντιτίθεται στο πνεύμα και στον σκοπό της διάκρισης των λειτουργιών, ενισχύουν αντίθετα και στερεώνουν, επιβεβαιώνοντας, έστω και ως απόκλιση, τον γενικό κανόνα της διάκρισης των εξουσιών[53].
Η μακροβιότητα εξάλλου της αρχής και η επικαιρότητά της σήμερα, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στο μηχανισμό των θεσμικών ανασχέσεων ή πολιτικών αντιβάρων ή αντισταθμίσεων, που εγκαθίστανται μεταξύ των κρατικών εξουσιών[54].
Από τον μεσοπόλεμο και μετά η ιδέα αυτή των αντιβάρων έχει αποκτήσει τεράστια σημασία λόγω της κομματικής ομογενοποίησης της εκτελεστικής με τη νομοθετική εξουσία και τη δημιουργία συμπαγών, μονολιθικών, κυβερνητικών πλειοψηφιών, οι οποίες εξ αιτίας της πολιτικής τους δύναμης και της δημοκρατικής, διαδικαστικής νομιμοποίησής τους ρέπουν προς την αυθαιρεσία αγνοώντας ή περιφρονώντας τα δικαιώματα της μειοψηφίας ή των μειονοτήτων και τις ελευθερίες των πολιτών. Απέναντι στην πολιτική παντοδυναμία μιας αλαζονικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που τείνει να γίνει τυραννική, ανακύπτει η πολιτική ανάγκη εγκαθίδρυσης μηχανισμών ανάσχεσης, αντιστάθμισης και μετριασμού της πολιτικής της δύναμης.
Η φαρέτρα της διάκρισης των εξουσιών προσφέρει μια μεγάλη γκάμα τέτοιων όπλων θεσμικής αντιστάθμισης κατά «της τυραννίας της πλειοψηφίας»[55]. Επιτρέπει και νομιμοποιεί συνταγματικά είτε τη δημιουργία νέων είτε την ανόρθωση, ενεργοποίηση και ενίσχυση της ισχύος παλαιών αντιβάρων κατά της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας[56].
Στην κατηγορία των νέων μπορούμε να κατατάξουμε τις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, αφού πρόκειται για θεσμούς ελέγχου της κρατικής εξουσίας και εν μέρει λειτουργικής υποκατάστασης της δικαστικής εξουσίας στις ελεγκτικές της κυρίως αρμοδιότητες αλλά και προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών ατόμων και ομάδων. Στις παλαιές κατατάσσονται η δικαστική εξουσία με προεξάρχοντα το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων και κάθε είδους δικαιοκρατική εγγύηση, διαδικαστική ή ουσιαστική.
Αν αναζητούσαμε το σύγχρονο νόημα της αρχής χρησιμοποιώντας πάντα τη γλώσσα του Μοντεσκιέ θα μπορούσαμε διχοτομώντας την τριχοτόμηση των λειτουργιών να διακρίνουμε: τη λειτουργία της «κυβέρνησης», στην οποία μπορούν να ενταχθούν η νομοθετική η εκτελεστική και η κυβερνητική από τη λειτουργία «ελέγχου» ή ανάσχεσης των αποφάσεων της πρώτης, στην οποία μπορεί να ενταχθεί κυρίως η δικαιοδοτική λειτουργία[57]. Το Σύνταγμα κατανέμοντας την άσκησή των τριών βασικών λειτουργιών σε τρεις κατά βάση διακριτές και ανεξάρτητες εξουσίες δεν προκαθορίζει ούτε περιορίζει τον αριθμό των κρατικών λειτουργιών ούτε ορίζει το είδος των σχέσεων μεταξύ τους ούτε τον τρόπο συνεργασίας τους, συνέργειας ή αμοιβαίου ελέγχου και αντιστάθμισής τους. Η συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι, ως οργανωτική αρχή του κράτους, ανοικτή σε κάθε είδους συνεργασία ή αλληλεπίδραση ή και έλεγχο των εξουσιών, που πραγματοποιείται με νομοθετικά μέσα, όταν δεν ανατρέπεται ούτε θίγεται με τον τρόπο αυτό η αρχική, οργανική, τριχοτόμησή τους και η συνεπαγόμενη διάκριση και διαφοροποίηση των αντίστοιχων τριών, βασικών, κρατικών λειτουργιών. Και δεν θίγονται ειδικές συνταγματικές διατάξεις που προβλέπουν και οργανώνουν σχέσεις ελέγχου ή συνεργασίας κρατικών αρχών.
Το βαθύτερο θεσμικό νόημα της αρχής δεν εξαντλείται, πάντως, στην κατανομή των κρατικών λειτουργιών σε διακριτά και ανεξάρτητα μεταξύ τους όργανα, και μάλιστα σε τρία μόνον, όσα δηλαδή προβλέπει, ειδικά και πάντως όχι αποκλειστικά, η συνταγματική αρχή της διάκρισης. Το νόημα της δεν αποκλείει τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης και δημιουργίας νέων, πρόσθετων, ανεξάρτητων αρχών ή κέντρων εξουσίας, ούτε τη δυνατότητα εγκατάστασης μεταξύ των συνταγματικών εξουσιών πρωτότυπων σχέσεων είτε αμοιβαίας «συνεργασίας» είτε αμοιβαίου «ελέγχου» και «ανάσχεσης». Δεν αποκλείει, ακόμη, νέες κρατικές λειτουργίες και εξουσίες που δεν αναιρούν το βασικό νόημα της τριχοτόμησής της. Το κανονιστικό περιεχόμενο της αρχής και ιδίως αυτό που δεν είναι αναθεωρήσιμο, εντοπίζεται σε έναν πυρήνα, που αποκλείει κυρίως την μη προβλεπόμενη ή μη ανεχόμενη από το Σύνταγμα επέμβαση της μιας εξουσίας στην λειτουργία και στις αποφάσεις της άλλης με αποτέλεσμα την ακύρωση ή αναίρεση των πράξεών της. Και η απαγόρευση επέμβασης αφορά πρωτίστως τις σχέσεις νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας[58]. Αν και το τι συνιστά επέμβαση είναι σχετικό και δεν κρίνεται μόνον σε αναφορά στη διάκριση των εξουσιών, όπως δείχνει η βιβλιογραφία και θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο.
3. Ανάγκη ανα-νοηματοδότησης και επαναπροσδιορισμού του νοήματος της αρχής
Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι είναι πολλαπλές οι χρήσεις και λειτουργίες της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και άρα πολλαπλές και οι πολιτικές και νομικές σημασίες της: κανόνας ή αρχή, γνώμονας ή τεχνική, κριτήριο ή κανόνας συνταγματικότητας των νόμων∙ μέσο ή τεχνική ορθολογικής οργάνωσης της κρατικής εξουσίας και ορθολογικού καταμερισμού των έργων μεταξύ των κρατικών οργάνων και εξουσιών, μέσο ή τόπος καταγραφής και εξισορρόπησης ανταγωνιστικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, κ.ά.
Η ένδοξη ιστορία της και η ποικιλία των νοημάτων της δεν αρκεί βέβαια για να δικαιολογήσει την σημερινή ενασχόληση μαζί της. Κυρίως όταν αντιμετωπίζεται από μερίδα της ελληνικής και αλλοδαπής θεωρίας ως ξεπερασμένο θεωρητικό δόγμα[59], ως αρχή που δεν εφαρμόστηκε έτσι όπως εξαγγέλθηκε, ως «φιλελεύθερο μύθο», που ποτέ δεν βρήκε ανταπόκριση στην πράξη ή ως αρχή που εν πάση περιπτώσει έχει παρακμάσει και έχει χάσει τη θεωρητική της αίγλη. Ειδικά στη Γαλλία, κλασσικοί συνταγματολόγοι, των αρχών και του τέλους του 20 αιώνα, όπως ο RaymondCarré de Malberg, oRené Capitant ή ο GeorgeVedel[60], γράφοντας ειδικά για το κοινοβουλευτικό σύστημα και διαπιστώνοντας από τότε και εξ αιτίας του κομματικού συστήματος τη σύγχυση της εκτελεστικής με τη νομοθετική εξουσία και την υποκατάσταση της διάκρισης τους από την αντιπαράθεση ή από τον διάλογο κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, κατέληγαν σε κρίσεις αρνητικές για τη διάκριση των εξουσιών ή απλώς σε διαπιστώσεις υπέρβασής της. Αν υπάρχει κάποια διάκριση, έλεγαν, αυτή συμπυκνώνεται στη διάκριση κυβερνητικής λειτουργίας και δικαιοδοτικής λειτουργίας ή στην παρα-πληρωματικότητα της εκτελεστικής εξουσίας με τη νομοθετική, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η πολιτική ενότητά τους[61], χωρίς παράλληλα να διαταράσσεται το αίτημα της ενότητας της κρατικής εξουσίας.
Οι προηγούμενες αρνητικές κρίσεις αφορούν αποκλειστικά τη διάκριση των εξουσιών ως πολιτικής αρχής, που μπορεί να προσλαμβάνει, πράγματι, διάφορες μορφές και να μεταμορφώνεται. Κρίνεται από τη θεσμική λειτουργικότητά της ή την πρακτική της εφαρμογή, και όχι από τα πάγια δεσμευτικά νοήματα ή νομικά αποτελέσματα που τυχόν παράγει ως κανόνας δικαίου. Η πολιτική αυτή ευελιξία ή πλαστικότητα θα πρέπει να καταλογιστεί στο ενεργητικό και όχι στο παθητικό της. Η συνολική απόρριψη της αρχής παρουσιάζει, άλλωστε, δύο σοβαρές αδυναμίες: οδηγεί την οργανωτική λειτουργία της αρχής καθώς την χρησιμοποίησή της ως γνώμονα σύγκρισης και αξιολόγησης των κυβερνητικών συστημάτων σε αδιέξοδο, ενώ καθιστά, επί πλέον, αδύνατη και την αξιολόγηση ή τον χαρακτηρισμό διαφόρων μορφών του κράτους μεταξύ τους, όπως του φιλελεύθερου και ολοκληρωτικού, του αυταρχικού ή της πλουραλιστικής δημοκρατίας ή ακόμη του κοινωνικού κράτους ή κράτους πρόνοιας. Το χειρότερο είναι ότι οδηγούν σε ένα μηδενισμό της σημασίας και της αξίας της αρχής και σε αδυναμία αξιοποίησης του βαθύτερου και διαχρονικού νοήματός της, είτε πολιτικού ή θεσμικού είτε νομικού.
Όσοι πάντως σπεύδουν να αναγγείλουν το τέλος της ή να διαπιστώσουν την παρακμή της στηριζόμενοι σε νομικές αξιολογήσεις και στην έμμεση και όχι άμεση κανονιστική δεσμευτικότητά της, παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η αξία της εν λόγω αρχής, ως κανόνα δικαίου -και όχι ως πολιτικής αρχής-, δεν εξαρτάται, πάντως, από την εμπειρική ή όχι επαλήθευσή της ή από την πρακτική εφαρμογή της με βάση το νόημα που της αποδίδεται κάθε φορά, αλλά από την ικανότητά της να συντελεί η επίκλησή της στην συνταγματική αξιολόγηση πρακτικών, λειτουργίας θεσμών ή λήψης αποφάσεων, δηλαδή από την αντοχή της στο χρόνο ως κανόνα αναφοράς και αξιολόγησης κρατικών πράξεων και διαδικασιών. Η ισχύς εξάλλου ενός κανόνα και μάλιστα μιας αρχής που δεν επιβάλλει συγκεκριμένες συμπεριφορές αλλά καθορίζει, με τρόπο πολύ γενικό όρια αρμοδιότητας με βάση μια λειτουργία, δεν εξαρτάται από κοινωνιολογικές ή ηθικές διαπιστώσεις ούτε από εμπειρικές καταστάσεις. Ένας κανόνας δικαίου μπορεί να είναι καλός ή κακός, πρακτικά ανεφάρμοστος ή ανεδαφικός, οι κρίσεις όμως αυτές δεν επηρεάζουν άμεσα ούτε την ισχύ του ούτε ακυρώνουν την υποχρέωση συμμόρφωσης των κρατικών οργάνων προς αυτόν έως ότου καταργηθεί[62]. Στην προκειμένη περίπτωση, επειδή πρόκειται για μια θεμελιώδη αρχή τους Συντάγματος, η νομική σημασία της έγκειται κυρίως στην ερμηνευτική της λειτουργία: λειτουργεί ως δεξαμενή, ως απόθεμα άντλησης επιχειρημάτων για την στήριξη ερμηνευτικών προτάσεων άρσης ή επίλυσης συνταγματικών διαφορών ή αμφισβητήσεων, καθώς και για την ενίσχυση ή αποσαφήνιση αμφίβολων νοημάτων ή ερμηνευτικών κενών.
Άλλωστε η σημασία και ο τρόπος εφαρμογής μιας συνταγματικής αρχής, τόσο γενικής και αόριστης όσο της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, με εύπλαστο πολιτικό και θεσμικό περιεχόμενο, μπορεί να παραλλάσει ή και να μεταμορφώνεται ή να αναπροσαρμόζεται σε νέες αντιλήψεις και πραγματικές καταστάσεις. Στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται για προσαρμογή ή μετεξέλιξη του αρχικού θεσμικού νοήματός της και όχι για κατασκευή ενός νέου κανόνα, που να αντικαθιστά ή να υποκαθιστά τον παλαιό. Η γενικότητα του κανονιστικού περιεχομένου της είναι ένας από τους λόγους που στρέφει την προσοχή των μελετητών της περισσότερο στο θεσμικό-πολιτικό νόημά της παρά στο κανονιστικό περιεχόμενό της, ως κανόνα δικαίου[63]. Ο Βέλγος συνταγματολόγος FrancisDélperée υπερασπιζόμενος την ηθικο-πολιτική αξία της αρχής απορρίπτει τις κριτικές θεωρήσεις όλων όσοι στηρίζονται στην ασθενή νομική της υπόσταση τονίζοντας ότι, «Η κριτική που ασκείται στο ‘Πνεύμα των Νόμων’ στο όνομα αρχών που συνάγονται από τη θεωρία του Κράτους ή από διατάξεις σύγχρονων συνταγμάτων δεν φαίνεται να είναι εύστοχη. O στόχος που έθεσε στον εαυτό του ο Montesquieu καθώς και η μέθοδος που χρησιμοποιεί τον οδηγούν λιγώτερο στο να παρουσιάσει ένα σχήμα οργάνωσης του κράτους ή ένα σχέδιο Συντάγματος με την απαιτούμενη νομική μορφή, και περισσότερο στο να διατυπώσει προτάγματα πολιτικής ηθικής»[64].
Η μη ανταπόκριση επομένως του αρχικού ιδεοτύπου -ή αυτού που καθιερώθηκε με τον χρόνο ως ιδεότυπος- της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, στην πραγματικότητα της διάρθρωσης και άσκησης των εξουσιών την εποχή ύστερου φιλελεύθερου κράτους και του ριζικού μετασχηματισμού των μορφών κυβέρνησης λόγω του κομματικού φαινομένου, υπερκεράζεται με μια νέα πρόσληψη της αρχής και την απόκτηση μιας νέας, αναμορφωμένης θεσμικής σημασίας, που να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα. Η ανάγκη επανα-νοηματοδότησης της αρχής και η απαίτηση για μια νέα εφαρμογή της στο πλαίσιο του κράτους της πλουραλιστικής δημοκρατίας και ενός μεταμορφωμένου κοινοβουλευτισμού -‘συγκρατημένου κοινοβουλευτισμού’, όπως τον αποκάλεσε ο αμερικανός συνταγματολόγος Ackerman- ή ενός νεότευκτου ‘ημιπροεδρισμού, δεν ισοδυναμεί με παρακμή ούτε με εγκατάλειψη της αρχής, αλλά με αναπροσαρμογής της[65].
Άλλωστε, οι εξουσίες ουδέποτε υπήρξαν τόσο διαχωρισμένες ούτε τόσο ανεξάρτητες η μία από την άλλη, όπως νομίζουν ορισμένοι ή αφήνει να νοηθεί η εξαγγελία της. Η αρχή νοήθηκε πάντα ως σχετική και υποδήλωνε, πάντα, τη διασταύρωση, την αλληλεξάρτηση και την συνεργασία των εξουσιών. Ούτε έπαψε ποτέ να αποτελεί κανόνα αναφοράς για την αξιολόγηση πολιτευμάτων και κυβερνητικών συστημάτων ούτε σταμάτησε να αποτελεί γνώμονα-κανόνα για τον χαρακτηρισμό κανονιστικών πρακτικών ή πράξεων, κυρίως της νομοθετικής εξουσίας, ως συνταγματικών ή αντισυνταγματικών.
Έτσι, μέσα από τις σχετικοποιήσεις, τις διασταυρώσεις και τις μεταλλαγές της η αρχή της διάκρισης των εξουσιών επιβίωσε και επιβιώνει στο αναμορφωμένο φιλελεύθερο κράτος αποσταγμένη στους εξής τέσσερεις, τουλάχιστον, επί μέρους ηθικο-πολιτικούς κανόνες[66]:
α) στην ηθικο-πολιτική αξίωση κατανομής των πολλαπλών δημόσιων λειτουργιών σε περισσότερες και διαφορετικές Δημόσιες Αρχές έτσι ώστε η διάκριση των λειτουργιών να αντιστοιχεί κατά βάση και σε διάκριση των κρατικών οργάνων, που τις ασκούν. Ακόμη και όταν δρούν από κοινού με άλλο όργανο ή εξουσία ή συντρέχουν στην εκπλήρωση μιας και της αυτής κρατικής λειτουργίας, διαφορετικής από αυτήν που έχει και ασκεί από τη φύση της το ένα από τα δύο όργανα, και άρα ακόμη και όταν διασταυρώνονται[67] οι εξουσίες, δεν παύουν να ενεργούν, πάντα, ως όργανα κρατικά, φορείς διακριτής εξουσίας και λειτουργίας∙ β) στην απαίτηση σαφούς διάκρισης από τη μία μεριά των εξουσιών που έχουν αποφασιστικές ή κυβερνητικές αρμοδιότητες από τις εξουσίες που ελέγχουν ή εγγυώνται δικαιώματα ή συνταγματικά αγαθά, δηλαδή στη σαφή διάκριση των κυβερνητικών λειτουργιών από τις ελεγκτικές, και άρα την αποφυγή γενικότερα της σώρευσης στο ίδιο φυσικό πρόσωπο ή κρατικό όργανο αρμοδιοτήτων, που αποτελούν έκφανση απόφασης και ελέγχου. Το όργανο που αποφασίζει δεν μπορεί ταυτόχρονα και να ελέγχει, διότι τότε είναι σαν ελέγχει τον εαυτό του∙ γ) στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των οργάνων που ασκούν έλεγχο και κυρίως της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, αλλά και κάθε δημόσιας εξουσίας που ασκεί δικαιοδοτικό έργο, όπως είναι τα πειθαρχικά συμβούλια∙ δ) στην ηθικο-πολιτικό απαίτηση δημιουργίας, απέναντι σε κάθε εξουσία, και κυρίως απέναντι στην εξουσία που είναι εξοπλισμένη με αποφασιστικές αρμοδιότητες ή αρμοδιότητες διεύθυνσης, όπως είναι ιδίως οι εξουσίες κυβέρνησης, θεσμικών αντίβαρων ή αντι-εξουσιών, που να αντισταθμίζουν και να εξισορροπούν τη δύναμη του αποφασίζοντος οργάνου[68], όπως συμβαίνει κατ’ εξοχήν με τις εξουσίες ανάσχεσης και ελέγχου, που έχει η αντιπολίτευση απέναντι στη κυβέρνησης[69] ή με τις ελεγκτικές και ρυθμιστικές λειτουργίες που ασκούν οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές[70].
Με βάση το οργανωτικό αυτό σχήμα τα διάφορα κρατικά όργανα, αποκεντρωμένα ή αυτοδιοίκητα, οι διάφορες υπηρεσίες, δημόσιες ή ιδιωτικές, με μία λέξη κάθε κέντρο εξουσίας θα πρέπει να οργανώνεται έτσι ώστε να μην υπάρχει σώρευση στο ίδιο κανονιστικών ή διοικητικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων. Η αρχή που αποφασίζει δεν μπορεί να είναι και η ίδια που ελέγχει. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών λειτουργεί πλέον μεταμορφωμένη και στο εσωτερικό των θεσμών ως μέθοδος οργάνωσης και λειτουργίας τους, που επιτάσσει αφ’ ενός τη συμμόρφωση των πράξεών τους προς ένα προδιαγεγραμμένο κανονιστικό σχήμα, και αφετέρου τον έλεγχο της συμμόρφωσης αυτής από μια ανεξάρτητη αρχή[71]. Δεν θα πρέπει η ίδια εξουσία που θέτει τον κανόνα, να τον ενεργοποιεί ή εκτελεί και παράλληλα να ελέγχει την ακρίβεια της εφαρμογής του. Μόνο που αυτό το «πρέπει» εκλαμβάνεται εδώ ως ηθικο-πολιτική αρχή παρά ως νομικός κανόνας, χωρίς αυτό να μειώνει την δεσμευτικότητά του ούτε την αποτελεσματικότητά του. Η ηθικοπολιτικοί κανόνες, επειδή απευθύνονται στη συνείδηση των υποκειμένων αποδεικνύονται συχνά πιο πειθω-καταναγκαστικοί[72].
Παράλληλα με αυτή την κάθετη διάκριση των εξουσιών, που απαντάται κυρίως στο επίπεδο του κράτους, υπάρχει και η οριζόντια διάκριση των εξουσιών που συνδέεται με την ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους και την αποκέντρωση των δημόσιων υπηρεσιών ή την τοπική και τομεακή αυτοδιοίκηση.
Η διάκριση των εξουσιών είναι επίκαιρη σήμερα όσο ποτέ, όχι μόνον εξαιτίας του πάντα καυτού αιτήματος της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, αλλά και λόγω του κομματικού και πλειοψηφικού φαινομένου και της κρίσιμης διάκρισης κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης, πολιτικής εξουσίας και ομάδων πίεσης, κυβερνητικής λειτουργίας και ελεγκτικής λειτουργίας κλπ.[73].
Έγινε εξαιρετικά επίκαιρη με την θεσμοθέτηση των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, οι οποίες μόνο στο πλαίσιο της διάκρισης των εξουσιών μπορούν να νοηθούν και αξιολογηθούν ως μια μορφή προέκτασης ή ειδικότερης πραγμάτωσης της αρχής[74].
a) Η κατάταξη των εξουσιών, βασικά, σε δύο: σε εξουσίες «θέσμισης ή κυβέρνησης» και σε εξουσίες «ανάσχεσης ή ελέγχου». Το παράδειγμα των Ανεξάρτητων Αρχών ως εξουσιών ρύθμισης ή/και εγγύησης.
Η συμπύκνωση των κρατικών εξουσιών σε δύο κατηγορίες ανταποκρίνεται στη διάκριση που είχε κάνει ο Μοντεσκιέ μεταξύ faculté destatuerκαι faculté d’empêcher[75]. Με όρους σημερινούς, οι αρμοδιότητες που ασκούν κατά πρώτο λόγο η κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη από τη νομοθετούσα εξουσία αλλά και από τη διοίκηση, μπορούν να χαρακτηριστούν, όλες, εξουσίες «θέσμισης»: αφού διαμορφώνουν κρατικές πολιτικές, σχεδιάζοντας, προγραμματίζοντας και τελικά θεσμοθετώντας ή εκτελώντας νομοθετικού, κανονιστικού ή διοικητικού χαρακτήρα πράξεις, που εκδίδονται ακριβώς προς υλοποίηση των ‘κυβερνητικών’ αποφάσεων και των προγραμματισμένων πολιτικών. Ενώ οι αρμοδιότητες που ασκούν η δικαστική εξουσία και κάθε άλλη ελεγκτική αρχή της Διοίκησης ή ακόμη και η Αντιπολίτευση ή οι Ανεξάρτητες αρχές, μπορούν να καταταχθούν στις «ελεγκτικές» αρμοδιότητες. Έτσι έχουμε εξουσίες ή λειτουργίες «θέσμισης» από την μία μεριά, και εξουσίες «ελέγχου ή ανάσχεσης» από την άλλη. Μέσα από τη διαλεκτική σχέση των δύο αυτών λειτουργιών ανανεώνεται η τεχνική της διάκρισης των εξουσιών διαιωνίζοντας και δικαιώνοντας έτσι την βασική αποστολή της: τη διασφάλιση μιας διαρκούς ισορροπίας στο δίπολο «εξουσία – αντι-εξουσία»[76].
Η διάκριση αυτή αποβαίνει εξαιρετικά επίκαιρη και κρίσιμη ενόψει των μεταμορφώσεων του σύγχρονου κράτους και κυρίως ενόψει των μεταλλαγών που υφίστανται τόσο τα κυβερνητικά όσο και τα πολιτικά συστήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, οι οποίες δεν μπορούν να καταταγούν με βάση το λειτουργικό κριτήριο, αποκλειστικά, σε καμία από τις τρείς παραδοσιακές κρατικές λειτουργίες. Τούτο, διότι από οργανική άποψη, ανήκουν στην κατηγορία των διοικητικών αρχών και εκδίδουν πράξεις, διοικητικού χαρακτήρα, ενώ από λειτουργική σκοπιά επιτελούν, ορισμένες από αυτές λειτουργία δικαιοδοτική, όταν διαπιστώνουν παραβάσεις του νόμου και ρυθμιστική όταν εκδίδουν οδηγίες, κανονισμούς, κανόνες δεοντολογίας ή κανόνες αυτορρύθμισης. Στην ουσία πρόκειται για ανεξάρτητες δημόσιες αρχές, που επιτελούν είτε λειτουργίες «ρύθμισης» (regulation) και ειδικά στην περίπτωση αυτή λειτουργίες ήπιας, ευέλικτης, προνοητικής και αποτελεσματικής διοίκησης με στόχο τη διαφύλαξη της νομιμότητας και νόμιμης άσκησης δικαιωμάτων και ελευθεριών, είτε λειτουργίες «ελέγχου» της κρατικής εξουσίας και προστασίας έτσι έμμεσα των ατομικών ελευθεριών. Η ρύθμιση εδώ είναι κάτι πολύ λιγώτερο από τη θέσπιση κανόνων δικαίου γενικής ισχύος ή τη νομοθέτηση και κάτι διαφορετικό από την άσκηση «κυβέρνησης», αφού οι ρυθμιστικές αρχές δεν ασκούν στην Ελλάδα, τουλάχιστον, ούτε δικαιούνται να διαμορφώσουν δημόσιες πολιτικές ούτε συμπράττουν με την ένα ή τον άλλο τρόπο στη διαμόρφωσή τέτοιων πολιτικών. Ενεργούν στο πλαίσιο πάντα της ισχύουσας νομιμότητας την οποία αναλαμβάνουν να εφαρμόζουν και να τηρούν ή να διασφαλίζουν την τήρησή της με τρόπο ήπιο, ευέλικτο και αποτελεσματικό και κυρίως δημιουργικό και υπόκεινται στους στόχους και στις επιδιώξεις της κυβερνητικής πολιτικής που έχει διαμορφωθεί.
Εξουσίες «ρύθμισης» και «ελέγχου» συνενώνονται, πάντως, στην εκπλήρωση, τελικά, ενός κοινού σκοπού: στη διασφάλιση ή εγγύηση της εύρυθμης άσκησης και απόλαυσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών στο πλαίσιο πάντα της ισχύουσας νομιμότητας, μιας ουσιαστικής, ήπιας και αποτελεσματικής νομιμότητας. Ενεργώντας άλλοτε προληπτικά και άλλοτε κατασταλτικά, άλλοτε διοικητικά χορηγώντας άδειες ή παροτρύνοντας συμπεριφορές με κανόνες αυτορρύθμισης, και άλλοτε δικαιοδοτικά επιβάλλοντας κυρώσεις και πρόστιμα, οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές βρίσκονται πέραν του σχήματος της τριπλής διάκρισης των εξουσιών, χωρίς όμως να το αρνούνται ή να το αντιστρατεύονται[77]. Επιτελώντας εν μέρει διοίκηση, εν μέρει δικαιοσύνη και εν μέρει ρύθμιση δεν μπορούν, είναι αλήθεια, να υπαχθούν, αποκλειστικά σε καμμία από τις τρείς κρατικές λειτουργίες. Λειτουργούν, πρωτίστως, ως εξουσίες ανεξάρτητες από την κυβέρνηση και γενικά από την πολιτική εξουσία καθώς και από τα ιδιωτικά συμφέροντα, χωρίς δυνατότητες παρέμβασης σε θέματα κυβερνητικής ή νομοθετικής πολιτικής[78].
Οι Ανεξάρτητες Αρχές έχουν εξοπλιστεί με αρμοδιότητες συνταγματικά αναγνωρισμένες, είτε για την καλλίτερη και αποτελεσματικότερη προστασία ορισμένων νέων δικαιωμάτων, που απειλούνται από την χρήση των νέων τεχνολογιών, είτε για την ορθολογικότερη ρύθμιση της άσκησης ελευθεριών, που συνδέονται με την οικονομία της αγοράς, η οποία απειλεί, αν μείνει ανεξέλεγκτη, ατομικά δικαιώματα και συλλογικά αγαθά μεγάλης σημασίας. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει η δικαστική εξουσία, δηλαδή να προλάβει, να προνοήσει, να πειθαναγκάσει, να εξαναγκάσει ή να ρυθμίσει, και αυτό που θα μπορούσε να κάνει μια διοίκηση ευέλικτη, αποτελεσματική, αμερόληπτη και πραγματικά ανεξάρτητη, τόσο από την πολιτική εξουσία όσο και από ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, αλλά δεν το κάνει, έχουν αναλάβει να επιτελέσουν και επιτελούν με επιτυχία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές. Τους έχει ανατεθεί έργο εγγυητικό, εγγύησης νέων δικαιωμάτων και ελευθεριών, καθώς και εγγύησης μιας ορθολογικής και αμερόληπτης διοικητικής ρύθμισης και εποπτείας.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι το βαθύτερο νόημα που εκπέμπει η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, είναι η θεσμική ισορροπία μεταξύ των εξουσιών, η σταθμισμένη σχέση τους και η αρμονική συνεργασία τους και όχι η αντιπαλότητα ή η ανταγωνιστικότητά τους. Δικαστική εξουσία και ανεξάρτητες αρχές αναλαμβάνουν και επιτελούν βασικά λειτουργίες εγγύησης συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών σε αντιδιαστολή και ενίοτε σε αντιπαράθεση με τις εξουσίες άσκησης κυβερνητικής πολιτικής. Οι δύο διακριτές μορφές εξουσίας, της πολιτικής διακυβέρνησης από την μία και της εγγύησης δικαιωμάτων από την άλλη, θα πρέπει να συνυπάρχουν, αρμονικά, σε ένα ισορροπημένο συνταγματικό πολίτευμα. Το τελευταίο θα πρέπει να έχει την ικανότητα να αντιτάσσει απέναντι στην πολιτική κυριαρχία της πλειοψηφίας ένα σύστημα ορίων και δικαιοκρατικών εγγυήσεων και να προσφέρει, παράλληλα, στη σφαίρα της πολιτικής έναν άνετο χώρο έκφρασης και διαμόρφωσης κυβερνητικών πολιτικών στο όνομα της δημοκρατικής αρχής.
Ενδιαφέρον είναι να αναζητήσει κανείς ουσιαστικό συνταγματικό θεμέλιο των ΑΔΑ και δια αυτού την τυπική και ουσιαστική νομιμοποίηση της εξουσίας που ασκούν. Από πού αντλούν και πως δικαιολογούν συνταγματικά τις εξουσίες ή αρμοδιότητες με τις οποίες έχουν εξοπλιστεί και ειδικά τις ρυθμιστικές και ελεγκτικές λειτουργίες που επιτελούν
b) H διάκριση των εξουσιών και η πλουραλιστική πρόσληψη της δημοκρατίας
Τέλος, η ιδέα της δημιουργίας αντιβάρων στην κυβερνητική εξουσία και γενικότερα στην πολιτική εξουσία αναζωογονήθηκε με την συνάντηση της διάκρισης των εξουσιών με την πλουραλιστική σύλληψη της δημοκρατίας που καλλιέργησαν οι νεοφιλελεύθερες κυρίως πολιτικές θεωρίες[79]. Η κεντρική θέση που κατέλαβε στις θεωρίες αυτές η ιδέα της αμοιβαίας εξισορρόπησης των εξουσιών και της αντιστάθμισης της μονολιθικής και συγκεντρωτικής εξουσίας του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού με την ανάδυση μιας πλειάδας αντι-εξουσιών και αντιβάρων, χάρισαν στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών μια νέα νεότητα και της προσέδωσαν ένα νέο νόημα.
Εξάλλου η ανάδυση στις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού μιας πλειάδας οργανωμένων ομάδων συμφερόντων και η διαμόρφωση ποικίλων «κέντρων» εξουσίας και εξουσίασης, ιδιωτικών και δημόσιων, υπέταξαν το άτομο σε ένα πυκνό πλέγμα εξαρτήσεων και καταπιέσεων, μέσα και έξω από τα τείχη του κράτους και απείλησαν την ελευθερία και αυτονομία του από τα γύρω του. Η επίκληση της διάκρισης των εξουσιών έχει υπό αυτές τις συνθήκες νόημα, εφ’ όσον μπορεί να λειτουργήσει ως τεχνική ή μέθοδος ορθολογικής οργάνωσης των «κέντρων εξουσίας» απαιτώντας μια εξισορροπημένη και αντισταθμιζόμενη άσκηση της δύναμής τους έτσι ώστε να εξουδετερώνεται η δύναμη του ενός από τη δύναμη του άλλου. Το θεσμικό αίτημα της διάχυσης της εξουσίας μέσω της πολλαπλής κατανομής της ή του επιμερισμού της σε μια πλειάδα κέντρων ή θεσμών, έτσι ώστε ή μία να αναχαιτίζει την άλλη γίνεται ξανά επίκαιρο[80].
Η προσαρμογή της αρχής στα σύγχρονα δεδομένα επιβάλλει, επομένως την εγγύηση της ελευθερίας του ατόμου και των ομάδων απέναντι και στις «μικροεξουσίες», που εκπορεύονται από «θεσμούς» της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Η υπεράσπιση, άρα, της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας έχει μετατοπιστεί από την κεντρική σκηνή του κράτους, στο μικρόκοσμο των ποικίλων ιδιωτικών και δημοσίων εξουσιαστικών σχέσεων, όπως αυτές συμπυκνώνονται σε κρατικούς και κοινωνικούς θεσμούς, σε ιδρύματα και σε κέντρα ιδιωτικής εξουσίασης, όπως είναι τα ΜΜΕ.
Τη σύγχρονη θεσμική σημασία της διάκρισης των εξουσιών έχει επιγραμματικά συνοψίσει ο ιταλός πολιτειολόγος Silvestri, ο οποίος την εννοεί ως «αρχή που οργανώνει τις σχέσεις μιας πλειάδας θεσμικών ενοτήτων μεταξύ των οποίων είναι κατανεμημένες οι τρεις βασικές λειτουργίες της έννομης τάξης. Με βάση αυτή την αρχή, οι διάφορες σχέσεις θεσμών και εξουσιών μεταξύ τους αλλά και η εσωτερική λειτουργία τους θα πρέπει πάντοτε να εξασφαλίζουν τη μη σώρευση των κανονιστικών, των εκτελεστικών και των ελεγκτικών λειτουργιών έτσι, ώστε να καθίσταται αδύνατο η ίδια εξουσία που θέτει ένα κανόνα να τον ενεργοποιεί και παράλληλα να ελέγχει την ακρίβεια της ενεργοποίησης ή εφαρμογής του»[81].
Η διάκριση των εξουσιών διατηρεί, λοιπόν, τη θεσμική και πολιτική επικαιρότητά της, διότι ευνοεί και νομιμοποιεί την κατάτμηση και κατανομή της εξουσίας σε διάφορα κέντρα, προωθώντας και δικαιολογώντας τον αλληλοέλεγχό τους, την αντιστάθμιση της εξουσίας τους και την αμοιβαία εξισορρόπησή τους, συμβάλλοντας στην «αποκέντρωση» και στην «πολυαρχία»[82], στο πλαίσιο μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται ούτως ή άλλως από έναν πολιτικό και κοινωνικό πλουραλισμό[83]. Αντιστέκεται έτσι σήμερα στις παρενέργειες του πλειοψηφικού κοινοβουλευτισμού και της μαζικής δημοκρατίας, διότι όπως προφητικά είχε υπογραμμίσει ο Αλ. Σβώλος, «όσον περισσότερον δημοκρατικόν είναι το πολίτευμα, τόσον περισσότερον επικίνδυνος δια την ελευθερίαν είναι η συγκέντρωσις της εξουσίας εις χείρας αιρετών οργάνων, όπως τα αντιπροσωπευτικά του λαού Σώματα». Η φιλελεύθερη θεώρηση της Δημοκρατίας μεριάζει ή αντισταθμίζει τις ολοκληρωτικές τάσεις της σύγχρονης πλειοψηφικής δημοκρατίας και προς αυτήν την κατεύθυνση ενεργεί η φιλελεύθερη αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
[1] Για τη διάκριση των εξουσιών, πριν από o,τιδήποτε άλλο, τα κλασσικά έργα των Αλ. Σβώλου, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, 1934 σ. 292, του ιδιου, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Αθήναι, 1928, σ. 278 επ.. και Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, Αφοί Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1965, σ. 350-390. Επίσης από τα νεώτερα ελληνικά συγγράμματα, Δ. Τάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, τομ. Β΄, 1992, Αντ. Σάκκουλας, 1992, σ. 128 επ.
[2] Αρ. Μάνεση, ό.π., σ. 368 και 358. O Αλέξανδρος Σβώλος αρχίζει το κεφάλαιο για τη διάκριση των εξουσιών γράφοντας «Εκ της ιστορίας του αγγλικού πολιτεύματος είναι γνωστόν ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, συδυασμένη προς την τάσιν την αμοιβαίας ισοσταθμίσεως, απετέλεσεν, ενωρίς, σύστημα οργανώσεως του κράτους», Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σ. 278.
[3] Η διάκριση της πολιτικής από την νομική σημασία της διάκρισης των εξουσιών είναι απαραίτητη για την κατανόηση της αρχής και των ποικίλων λειτουργιών της. Η πρώτη και κύρια σημασία της είναι πάντως η πολιτική, αυτή της οργάνωσης του κράτους και των εξουσιών του, ενώ η νομική σημασία της είναι μεταγενέστερη και συμπίπτει με την ανάπτυξη του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και με τη λειτουργία της ως κανόνα συνταγματικού. Τις δύο διαστάσεις της αρχής, την πολιτική και τη νομική, δεν διακρίνει, ωστόσο, με σαφήνεια στο έργο του ο Μάνεσης, αντιμετωπίζοντας την αρχή ταυτόχρονα τόσο ως οργανωτική βάση του κράτους ή ως μέθοδο οργάνωσης της εξουσίας, η οποία ‘λειτουργεί καθ’ ό μέτρον θεσπίζεται υπό του ισχύοντος θετού συνταγματικού δικαίου’ και συνιστά έτσι νομικό βάθρον επί του οποίου έχει εγκαθιδρυθεί το όλον σύστημα των εγγυήσεων του Συντάγματος», όσο και ως κανόνα δικαίου (σ. 351, 358). Παραθέτει πάντως αναλυτικά τις περιπτώσεις εκείνες, που αποδεικνύουν ότι η αρχή λειτουργεί ως κανόνας, από τον οποίο συνάγονται έννομες συνέπειες, που καταγιγνώσκει η συνταγματική νομολογία μας. Σε ό,τι αφορά τη νομική σημασία της αρχής και την λειτουργία της ως κανόνα βλέπε τη μελέτη του Δ. Δημούλη, Η διάκριση των λειτουργιών ως συνταγματικός κανόνας, Αντ. Σάκκουλας, 2002. Για τη σημασία της ως οργανωτικής βάσης του φιλελεύθερου κράτους βλ. Αντ. Μανιτάκη, ΕλλΣυντΔίκ, 2004, σ. 102 επ., του ίδιου, Τι είναι Σύνταγμα. Σαββάλας, 2007, σ. 20 επ.
[4] Επ’ αυτού, στο οικείο μέρος.
[5] «Έστι δε τρία μόρια των πολιτειών πασών … έν μεν τι το βουλεύομενον περί των κοινών, δεύτερον δε το περί τας αρχάς … τρίτον δε τι το δικάζον. Κύριον δ’ εστί το βουλευόμενον περί πολέμου και ειρήνης και συμμαχίας και διαλύσεως, και περί νόμων και περί θανάτου και φυγής και δημεύσεως των ευθυνών» (Πολιτικά, IV, 13. 1297b). Για την ιστορική καταγωγή του θεσμού, βλ. Δ. Τσάτσος ‘Για την καταγωγή των θεσμών. Μεθοδολογική αναζήτηση με αφορμή την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ανάτυπο, ‘Ο Πολίτης’, 1978, του ίδιου, ΣυντΔίκ, τ. Β΄. σ. 131 και Γ. Βλάχου, Η πολιτική του Μοντεσκιέ, Αντ. Σάκκουλας, 1980.
[6] Το Σύνταγμα της Τροιζήνος, της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως, όριζε στα άρθρα 37, 38 και 39: «η νομοθετική κατασκευάζει του νόμους ∙ η νομοτελεστική επικυρόνει αυτούς και τους εκτελεί ∙ και η δικαστική τους προσαρμόζει». Το Σύνταγμα της Ε’ Εθνικής Συνελεύσεως, ακριβέστερον των προηγουμένων όριζε στα άρθρα 55, 56, 57: «η νομοθετική εξουσία θέτει τους νόμους ∙ η νομοθετική τους επικυρόνει, τους δημοσιεύει και τους εκτελεί ∙ η δικαστική τους εφαρμόζει ιδίως εις εκάστου τας πράξεις και τα δικαία».
[7] Βλέπεσχετικά M. Maille, L’Etat du droit, Presses Universitaires de Grenoble, 1978, σ. 36 επ., και 212 επ., και D. Turpin, Droit constitutionnel, P.U.F., 1994, σ. 176.
[8] Χαρακτηριστικά είναι τα αποσπάσματα από το μνημειώδες έργο του «Το πνεύμα των Νόμων, (μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης και Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, 2006, ενδέκατο βιβλίο, κεφ. VI. “Όταν στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο σώμα η νομοθετική εξουσία έχει ενωθεί με την εκτελεστική εξουσία, τότε δεν υπάρχει καμιά ελευθερία∙ …(όπως) δεν υπάρχει ελευθερία αν η δικαστική εξουσία δεν έχει διαχωριστεί από τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία … το παν θα χανόταν αν ο ίδιος άνθρωπος ή το ίδιο σώμα … ασκούσε αυτές τις τρείς εξουσίες… Στα περισσότερα βασίλεια της Ευρώπης, η κυβέρνηση είναι μετριοπαθής, επειδή ο ηγεμόνας κατέχει τις δύο πρώτες εξουσίες και αφήνει στους υπηκόους την ενάσκηση της τρίτης. Στους Τούρκους όπου οι τρείς εξουσίες ενώνονται στο πρόσωπο του Σουλτάνου, βασιλεύει ένας τρομερός δεσποτισμός». Σχολιάζοντας τις θέσεις για τον Μοντεσκιέ ο Κονδύλης παρατηρεί στην Εισαγωγή του ότι «Φαίνεται ότι η εξ αρχής εδραία πίστη του Μοντεσκιέ στον επιμερισμό της εξουσίας ως προϋπόθεση της κοινωνικής ισορροπίας και μαζί της ελευθερίας … επέτρεπε την μεταφορά της βασικής αυτής ιδέας σε όλα τα πολιτεύματα, όσα είναι επιδεκτικά μετριοπάθειας –σε όλα δηλαδή πλην της δεσποτείας» (βλ. Εισαγωγή της ελληνικής μετάφρασης, σ. 65). Κλασσική παραμένει και η ανάλυση του ίδιου έργου του Μοντεσκιέ από τον Γ. Βλάχο, Η πολιτική του Μοντεσκιέ, Αντ. Σάκκουλας, 1980, σ. 49 επ. και 123 επ.
[9] Ο Αλ. Σβώλος κατατάσσει στα καθεστώτα που αρνούνται τη διάκριση των εξουσιών τα σοβιετικό και το φασιστικό, Αλ. Σβώλοσ, Συνταγματικόν Δίκαιον, 1934, σ. 306, του ίδιου, Το Νέον Σύνταγμα, 1928, σ. 352 επ.. Βλέπε σχετικά και τις επισημάνσεις του Δ. Δημούλη, Η διάκριση των λειτουργιών ως συνταγματικός κανόνας, Αντ. Σάκκουλας, 2002, σ. 20 επ. Και από την αλλοδαπή βιβλιογραφία, αντί άλλων, Andras Sajo, Limiting Government, Budapest, Central European University Press, 1999, σ. 70 και D. Turpin, Droit constitutionnel P.U.F., 1994, σ. 190.
[10] Επ΄αυτού αναλυτικότερα με αναφορές σε συγκεκριμένα καθεστώτα αυταρχικά ή ολοκληρωτικά της εποχής J. Cadart, Institutions politiques et droit constitutionnel, t. I, 2e éd., L.G.D.J., 1979, σ. 387 επ.
[11] Για την ιστορική καταγωγή του θεσμού της διάκρισης των εξουσιών και τη θεσμική σημασία του βλέπε τις περιεκτικές αναλύσεις τόσο του Αλ. Σβώλου, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, 1928, σ. 278-293 όσο και του Ιωάννου Αραβαντινού, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, Εν Αθήναις 1897, σ. 36-206.
[12] Βλέπε τις κλασσικές αναλύσεις του Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, Αφοί Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1965, σ. 351, 366.
[13]Bλ. Αρ. Μάνεση, Συνταγματικό Δίκαιο, Ι., Θεσσαλονίκη, Σάκκουλα, 1980, 145.
[14] Ο Αρ. Μάνεσης γράφει χαρακτηριστικά ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, «απέβλεψεν εις την κατανομήν της κρατικής εξουσίας μεταξύ πλειόνων διακεκριμένων αλλήλων και, εν τίνι μέτρω, ανεξαρτήτων απ’ αλλήλων κρατικών οργάνων, εις τρόπον ώστε ταύτα να ασκούν, εν ισοτιμία μεταξύ των, μέρος μόνον της κρατικής εξουσίας, ελεγχόμενα και περιοριζόμενα αμοιβαίως δια ποικίλης φύσεως θεσμών ‘ανασχέσεων και εξισορροπήσεων’ (checksandbalances)». Εγγυήσεις, Ι., σ. 354. Τα ίδια τονίζει και ο Γ. Βλάχος, ό.π., σ. 90-97 επ. υπογραμμίζοντας την «αμοιβαία ικανότητα παρεμποδίσεως των εξουσιών», την faculté d’ empêcher. Τα ίδια επισημαίνει και ο Αλ. Σβώλος, τονίζοντας τη σημασία που έχει για το κοινοβουλευτικό σύστημα η αμοιβαία ισοστάθμιση των εξουσιών, θα υπογραμμίσει ότι ο Μοντεσκιέ και οι άλλοι κλασσικοί του 18ου αιώνα «δεν εκύρηξαν ότι αι ανεξάρτηται εξουσίαι του κράτους πρέπει να είναι απολύτως ξέναι προς αλλήλας….». Ο Montesquieu γράφει ο Σβώλος «δεν ομιλεί περί χωρισμού (séparation) των εξουσιών», Το νέον Σύνταγμα, σ. 282 και υποσημ.
[15] Αλ. Σβώλου, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, 1928, σ. 281-282.
[16] Ι. Αραβαντινού, ΕλλΣυντΔίκ., σ. 39.
[17] Βλέπε Αντ. Μανιτάκη, Συνταγματικό Δίκαιο: Ο λόγος της εξουσίας και ο αντίλογός του, Αρμενόπουλος, 1985, σ. 1-10.
[18] L. Althusser, Montesquieu, la politique et l’histoire, P.U.F., 1974, σ. 104. Βλ. από ελληνική βιβλιογραφία Αντ. Μανιτάκη, Συνταγματικό Δίκαιο: Ο λόγος της εξουσίας και ο αντίλογός του, Αρμενόπουλος, 1985, σ. 4, υποσ. 12 και από γαλλόφωνη, μεταξύ πολλών, κυρίως τα εγχειρίδια του D. Turpin, DroitConstitutionnel, PUF, 1994, σ. 177 και B. Chantebout,Droitconstitutionneletsciencepolitique, ArminColin, 1986, σ. 100 και 105. Ακόμη την Εισαγωγή του Π. Κονδύλη στην ελληνική μετάφραση του έργου του Μοντεσκιέ, «Το Πνεύμα των Νόμων», Γνώση, 2006, σ. 65.
[19] Βλ. τις κριτικές αναλύσεις των C. Grewe και H. Droits constitutionnels européens, PUF, 1995, σ. 380 επ. και B. Chantebout, ό.π., σ. 106, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «Αυτό που ήθελε η αστική τάξη τη στιγμή που κατακτούσε την εξουσία είναι ένα κράτος περιορισμένο στο ρόλο της διατήρησης της δημόσιας τάξης, που δεν ασχολείται ούτε με τις κοινωνικές υποθέσεις ούτε με τα οικονομικά ζητήματα, τα οποία η ίδια επιφύλασσε ως domaineréservé στον εαυτό της. Ένα κράτος ισχυρό, υπήρχε ο κίνδυνος, να αναμειχθεί σε όλα αυτά. Για να το εμποδίσει κανείς να κάνει κάτι τέτοιο, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών προσέφερε μια ιδανική λύση, αφού οδηγούσε στην πράξη σε ομαλούς καιρούς το κράτος, σε παραλυσία και δεν το καθιστούσε αποτελεσματικό παρά μόνον σε στιγμές κρίσης όταν έπρεπε οπωσδήποτε να δράσει και όλα τα όργανα συμφωνούσαν να κάνει κάτι τέτοιο» (σ. 106).
[20] Αντί άλλων, συνοπτικά, C. Grewe – H. RuizFabri, ό.π., σ. 364.
[21] Αρ. Μάνεσης, Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ., 1965, σ. 366. Τη δικαιολόγηση της βασικής αυτής θέσης του Μάνεση, δηλαδή την ένταξη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και την ερμηνεία της σε αρμονία με τη δημοκρατική αρχή υποστηρίζει πειστικά η Ιφ. Καμτσίδου στη μελέτη της, Η Διάκριση και η διασταύρωση των εξουσιών ως εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος, ό.π., σ. 309.
[22] Ν.Ι. Σαριπόλου, 1874, σ. 145
[23] Αλ. Σβώλου, Το νέον Σύνταγμα, σ. 294.
[24] Σε ρήξη με τη θεωρητική αυτή παράδοση του αμερικάνικου συνταγματισμού φαίνεται πως έρχεται ο συνταγματολόγος Bruce Ackerman, The New Separation of Powers, 113 Harv. L. Rev. 633 1999-2000, o οποίος επανεξετάζοντας την σημασία της διάκρισης των εξουσιών ως κριτήριο διάκρισης των κυβερνητικών συστημάτων, κρίνει και αξιολογεί το προεδρικό κυβερνητικό σύστημα σε σύγκριση με το κοινοβουλευτικό χρησιμοποιώντας ως πρώτο, ιδεατό νομιμοποιητικό κριτήριο (legitimatingideals) τη δημοκρατία: “The first idealis democracy. In one way or another, separation of powers may serve (or hinder) the project of popular self-government)” (σ. 640).
[25] Ν.Ι. Σαριπόλου, 1851, ό.π., σ. 65. και ο πατέρας των Ελλήνων συνταγματολόγων συνεχίζει: «Εκ τούτων πρόδηλον πόσον αντιβαίνει εις το δίκαιον και τον ορθόν λόγον λόγον η γνώμη των αναγνωριζόντων την των αρχών παντοδυναμίαν. Η γνώμη αύτη επικρατεί εν Αγγλία ένθα δοξάζεται ότι το κοινοβούλιο έχει απερίοριστον εξουσίαν εις το να μεταβάλλη το πολίτευμα, την θρησκείαν, του νόμους του κράτους κλπ.».
[26] Ν.Ι. Σαριπόλου, τόμος πρώτος, 1874, σ. 94.
[27] Ν.Ι. Σαριπόλου, τόμος δεύτερος, 1874, σ. 141.
[28] Ν.Ι. Σαριπόλου, 1851, σ. 66, παραπέμπουμε εδώ στην έκδοση του 1851 για να φανεί η διαφορά της γλώσσας μεταξύ της έκδοσης του 1874 και εκείνης του 1851. Η γλώσσα της δεύτερης είναι πιο απλή από την πρώτη.
[29] Τις διαφορετικές σχέσεις που ανέπτυξαν η κυριαρχία με τη διάκριση των εξουσιών σε κάθε μία από τις χώρες της Αμερικής, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Γερμανίας παρουσιάζει σε ένα περιεκτικό άρθρο του ο γερμανός συνταγματολόγος D. Grimm, Souveraineté et checks and balances, σε ‘1789 et l’invention de la constitution’,(sous la dir. de M. Troper), L.G.D.J., 1994, σ. 226-231, τονίζοντας τις ιστορικές, συνταγματικές ιδιαιτερότητες της κάθε μίας. Για τη διαφορετική σημασία που είχε η διάκριση των εξουσιών στις Η.Π.Α. -στις οποίες οι εξουσίες θεωρούνται ίσες και χωριστές- και στη Γαλλία βλ J.-L. Quermonne, Les régimes politiques occidentaux, Editions du Seuil, 2000, σ. 129-142, ο οποίος υποστηρίζει ότι με το γκωλικό Σύνταγμα του 1958 βρισκόμαστε μπροστά σε ένα είδος παλινόρθωσης της αρχής, κάτι που όπως γράφει δεν παρατηρείται στα κοινοβουλευτικά συστήματα της Ευρώπης.
[30] Βλ. αναλυτικότερα Αλ. Σβώλο, Το Σύνταγμα, σ. 375, και του ίδιου, ΣυντΔικ, σ. 308.
[31] Ειδικά για το αίτημα της ενότητας της κρατικής εξουσίας σε σχέση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών βλέπε κυρίως Δ. Τσάτσο, ΣυντΔίκ, τ. Β’, Αντ. Σάκκουλας, 1992, σ. 133-134 και 142, Γ. Βλάχο, Η πολιτική του Μοντεσκιέ, σ. 31, καθώς και τις κριτικές αναλύσεις για το ίδιο ζήτημα του Δ. Δημούλη, Η διάκριση των λειτουργιών ως συνταγματικός κανόνας, Τετράδια Συνταγματικού Δικαίου, Αντ. Σάκκουλας, 2002, σ. 25-36.
[32] Αρ. Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως, ΙΙ, σ. 370 : «Η ως άνω αρχή δεν αναιρεί την ιεραρχικήν διαβάθμισιν της ασκήσεως της κρατικής εξουσίας και των οργάνων της εντός της ισχυούσης εννόμου τάξεως», Δ. Τσάτσο, ΣυντΔίκ, τ. Β’, σ. 142, και Δ. Δημούλης, ό.π., σ. 34, 37, 76 και 150, 158.
[33] Δ. Τσάτσος, ό.π., σ. 142.
[34] Ν. Ι. Σαρίπολος, Πραγματεία Συνταγματικού Δικαίου, τόμος δεύτερο, 1874, σ. 141.
[35] Francis Délperée, Le droit constitutionnel de la Belgique, Bruylant, 2000, σ. 751.
[36] Βλέπε αναλυτικότερα Αντ. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, 1994, σ. 324.
[37] Αρ. Μάνεσης, ό.π., σ. 371.
[38] Βλ. σχετικά, Αντ. Μανιτάκη, ΕλλΣυντΔίκ, 2004, σ. 409.
[39] Ν.Ι. Σαριπόλου, 1874, σ. 66.
[40] Την οποία θα εξετάσουμε αναλυτικά στο οικείο μέρος. Για την κανονιστική σημασία της αρχής βλ. κυρίως Αρ. Μάνεση, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, 1965, σ. 358 και μεταξύ άλλων Αντ. Μανιτάκη, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 124 και 311 επ.
[41] Αρ. Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, 1965, σ. 358.
[42] Βλ. Αντ. Μανιτάκη, Συνταγματική Οργάνωση του κράτους, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2007, σ. 143.
[43] Για την διάκριση των εξουσιών, κλασσικές παραμένουν οι διεισδυτικές αναλύσεις του Carl Schmitt, Théorie de la Constitution, coll. Léviathan,PUF, 1993 (γαλλική μετάφραση του Verfassungslehre), σ. 321 επ. και 337 επ.
[44]Αναλυτικάπιοκάτω.
[45]Βλέπεσχετικά P. Avril, La séparation des pouvoirs est-il un concept opératoire?, στονιστότοπο, http://droitconstitutionnel.org/congresParis/Association française des constitutionnalistes, τουίδιου La séparation des pouvoirs aujourd’hui, σε 1789 et l’invention de la constitution (sous la dir. de M. Troper et L. Jaume), Paris, Bruylant, LGDJ, 1994, σ. 295-301, όπουδιακρίνεταιηπολιτικήκαινομικήσημασίατηςαρχής.
[46] Έτσι ο Γ. Κ. Βλάχος, Η πολιτική του Μοντεσκιέ, Αντ. Σάκκουλας, 1980, σ. 95, και C. Greweκαι H. RuizFabri, ό.π., σ. 363.
[47] «Η πολιτική ελευθερία απαντάται μόνο στις μετριοπαθείς διακυβερνήσεις. Αλλά δεν απαντάται πάντοτε σε αυτές. Απαντάται σε αυτές μόνον όταν δεν γίνεται κατάχρηση της εξουσίας∙ αλλά είναι πανάρχαια αλήθεια ότι κάθε άνθρωπος, όταν έχει εξουσία, ωθείται στο να την καταχραστεί, προχωρά μέχρις ότου συναντήσει φραγμούς…. Για να μην είναι δυνατή η κατάχρηση της εξουσίας πρέπει να διαταχθούν έτσι τα πράγματα ώστε η εξουσία να αναχαιτίζει την εξουσία» (Το Πνεύμα των Νόμων, Ενδέκατο βιβλίο, IV).
[48] «Παρά την αγάπη των ανθρώπων για την ελευθερία, παρά το μίσος τους για τη βία, οι περισσότεροι λαοί υποτάσσονται σ’ αυτήν. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το γιατί. Για να στήσουμε μια μετριοπαθή διακυβέρνηση χρειάζεται να συνδυάσουμε τις εξουσίες, να τις διακανονίσουμε, να τις θέσουμε σε κίνηση∙ να τις μετριάσουμε∙ να προσδώσουμε, θα λέγαμε, ένα έρμα στη μία για να την καταστήσουμε ικανή να αντισταθεί σε μιαν άλλη∙ αυτό είναι ένα νομοθετικό αριστούργημα που τύχη σπάνια το κατορθώνει και σπάνια αφήνεται η φρόνηση ελεύθερη να το φτιάξει» (Το Πνεύμα των Νόμων, βιβλίο πέμπτο, XIV).
[49] Βλ. από τα γαλλικά εγχειρίδια, Fr. Hamon – M. Troper, Droit Constitutionnel, 29e éd., L.G.D.J., σ. 97, D. Turpin, Droit constitutionnel, P.U.F., 1994, σ. 175, Con. Grewe – H. Ruiz Fabri, Droits constitutionnels européens, PUF, σ. 362. Και από ελληνική βιβλιογραφία, ειδικά για τη διάκριση δεσποτικής εξουσίας και συνταγματικού πολιτεύματος τις γλαφυρές σελίδες, Ν.Ι. Σαρίπολου, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, 1851, σ. 89 και 93, καθώς και τις αντίστοιχες αναλύσεις του σ. Γ. Βλάχου, ό.π., σ. 123 επ. Κυρίως όμως Αλ. Σβώλο, Το νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, σ. 278, όπου διαβάζουμε ότι αυτό που διατρέχει και συνέχει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι: «η συνείδησις ότι την ελευθερίαν του λαού και την κυριαρχίαν του νόμου ηγγυάτο μόνον η διάκρισις των εξουσιών και η δια της αμοιβαίας αντιστάσεως και της τιμωρίας παρεμπόδισις οποιουδήποτε απολυταρχισμού». Και για τη σημασία και τα είδη του αμοιβαίου ελέγχου μέσω της διάκρισης και διασταύρωσης των εξουσιών, Αρ. Μάνεση, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, σ. 387 και σ. 390: «Ο αμοιβαίος έλεγχος των κρατικών οργάνων θεσπίζεται και υπό την μορφή της αλληλοεξαρτήσεως και αλληλοεπιδράσεως» ή ακόμη μέσω της σύμπραξής τους για την έκφραση ορισμένης κρατικής θελήσεως.
[50] Francis Délperée, Le Droit constitutionnel de la Belgique, Bruylant, 2000, σ. 731.
[51] Αλ. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα, σ. 291.
[52] Αλ. Σβώλος, Το νέον Σύνταγμα, σ. 281.
[53] Έτσι ο Δ. Δημούλης, ό.π, σ. 120-122. Τη θέση αυτή φαίνεται να ασπάζεται και η Ι. Καμτσίδου, Η διάκριση και η διασταύρωση των εξουσιών ως εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος, Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση, Ι., Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 303 και 309, χαρακτηρίζοντας την διασταύρωση, ερμηνεύοντας τον Μάνεση, ‘συνταγματικά θεμιτή τεχνική άσκησης της κρατικής εξουσίας’.
[54] Για τη σημασία και αναγκαιότητα των «αντιβάρων» στο πολιτικό μας σύστημα βλ. Ν. Αλιβιζάτου, Ο αβέβαιος εκσυγχρονισμός, Πόλις, 2001, σ. 219 επ.
[55] Την ιδέα αυτή έχει διεξοδικά και διεισδυτικά αναλύσει σε μας ο Αλ. Σβώλος, ΣυντΔικ, 1934, σ. 313 και 315, του ίδιου, Το νέον Σύνταγμα, 1928, σ. 293 επ.
[56] Τη θεσμική σημασία και χρησιμότητα των «αντιβάρων» έχει αναδείξει σε μας με αφορμή τόσο την αναθεώρηση του 1986 όσο και εκείνη του 2001 ο Ν. Αλιβιζάτος στα έργα του.
[57] Βλέπε και πιο κάτω.
[58] Επ’ αυτού εκτενέστερα το κεφάλαιο της διάκρισης των εξουσιών, ως συνταγματικής αρχής, και από τη βιβλιογραφία ως αφετηρία την κλασσική μελέτη του Απόστολου Παπαλάμπρου, Η έννοια της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, MélangesAl. Svolos, Αθήναι, 1960, σ. 333-370.
[59] Ο Μάνεσης είχε και αυτός προσχωρήσει στην άποψη της πολιτικής παρακμής της διάκρισης των εξουσιών, γράφοντας ότι «η αρχή της διάκρισης των εξουσιών έχει αποβάλει την παλαιάν αίγλην της ως πολιτικού δόγματος απολύτου αξίας. Ως μέθοδος όμως περιορισμού και ελέγχου των ασκούντων την κρατικήν εξουσίαν είναι αναμφιβόλως χρήσιμος» (Συνταγματικόν Δίκαιον, Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, 1967, Σάκκουλας, σ. 360), του ίδιου, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, σ. 363, όπου η κριτική που ασκείται είναι οξύτερη: «Πρόκειται αληθώς περί ‘εγγενών’ αδυναμιών, αι οποίαι αποκαλύπτουν τον πλασματικόν χαρακτήρα της κλασσικής αρχής της τριαδικής εν αντιστοιχία ουσιαστικής και οργανικής διακρίσεως των εξουσιών και μαρτυρούν, άπαξ έτι, περί της σχετικότητος της σημασίας της ως οργανωτικής βάσεως του κράτους και ως μεθόδου περιορισμού των ασκούντων την κρατικήν εξουσίαν». Τη σύνθετη, τελικά, θέση του Μάνεση σχετικά με την πολιτική και συνταγματική σημασία της διάκρισης των εξουσιών, αναλύει η Ιφ. Καμτσίδου, Η διάκριση και διασταύρωση των εξουσιών, ως εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος, ‘Χαρμόσυνο Αριστόβουλου Μάνεση’, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 1994, σ. 303-313.
[60] Συνοπτική παρουσίαση των απόψεων αυτών βρίσκει κανείς στην πρόσφατη μελέτη του J. Ph. Feldman, La séparation des pouvoirs et le constitutionnalisme. Mythes et réalités d’une doctrine et de ses critiques, στονιστότοπο: http://www.droitconstitutionnel.org, καθώς και στην πιο πρόσφατη μελέτη, της Marie-Laure Gély, La séparation des pouvoirs: Discussion autour d’un dogme constitutionnel, σε ‘Le Droit figure du droit politique’, Etudes offertes au professeur M. Miaille, Faculté de droit de Montpellier, Montpellier, 2008, v. Ι, σ. 821-841.
[61]Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η γαλλίδα συνταγματολόγος Armel Le Divellec, Le gouvernement parlementaire en Allemagne. Contribution à une théorie générale, Paris, L.G.D.J, 2004, στη μονογραφία της για το κυβερνητικό σύστημα στη Γερμανία.
[62] Βλέπε σχετικά την οξυδερκή κριτική που άσκησε με αφορμή τον κανόνα της διάκρισης των εξουσιών σε όλες αυτές τις θεωρήσεις που συγχέουν τον νομικό κανόνα με την κοινωνική πραγματικότητα και προσπαθούν να ερμηνεύσουν ισχύοντες κανόνες δικαίου με επιχειρήματα και παρατηρήσεις κοινωνιολογικού χαρακτήρα ο Δ. Δημούλης, ό.π., σ. 85-104, 180-181. Για τη διάκριση των εξουσιών ως κανόνα δικαίου θα ασχοληθούμε στο δεύτερο μέρος
[63] Έτσι τελικά, oΓιάννης Τασόπουλος, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, ‘Δίκαιο και Κοινωνία τον 21ο αιώνα’, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, passim.
[64] Fr. Delpérée, Le Droit Constitutionnel de la Belgique, Bruylant , 2000, σ. 728.
[65] Ειδικά για την ανάγκη ‘νέας ερμηνείας’ της αρχής, μαζί με ενδιαφέρουσες ερμηνευτικές προτάσεις, βλ. Sophievan Bijsterveld, The Empty Throne, Democracy and the Rule of Law in Transition, Lemma, Utrecht, 2002, σ. 138, 141, 156, 181 και 185. Για την επικαιρότητας της αρχής και για τη σημασία της σήμερα D. Turpin, Droitconstitutionnel, P.U.F., 1994, σ. 178 και 192.
[66] Fr. Delpérée, Le Droit Constitutionnel de la Belgique, σ. 728 επ.
[67] Για τη διασταύρωση των λειτουργιών βλέπε κυρίως, Αρ. Μάνεση, Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, ΙΙ, 1965, σ. 380 επ.
[68] Από την σχετικά πρόσφατη βιβλιογραφία τις μελέτες στο συλλογικό τόμο, Laséparationdespouvoirs. Théorie contestée et pratique renouvelée, (sous la dir. de Alain Pariente), Dalloz, 2007 καιειδικάτημελέτητου Slobodan Milacic, De la séparation des pouvoirs à l’idée des contre- pouvoirs, σ. 31-57 (36).
[69]Βλέπε για παράδειγμα από την πρόσφατη γαλλόφωνη βιβλιογραφία P. Avril, La séparation des pouvoirs est-elle un concept opératoire, Congrés Association Française de Droit Constitutionnel, 25-27 septembre 2008, http://www.droitconstitutionnel.οrg. Και ειδικά για την ανάγκη ανανοηματοδότησης της αρχής κυρίως μέσα από τη δημιουργία αντιβάρωνή αντιεξουσιών με παράδειγμα την Γαλλία, τημελέτητης Marie-Laure Gély, La séparation des pouvoirs: Discussion autour d’un dogme constitutionnel, ό.π., σ. 832. Από ελληνική βιβλιογραφία την εκτενή μελέτη, με επίκεντρο την αναθεώρηση του Συντάγματος που είχε ξεκινήσει το 2006 αλλά διακόπηκε πρόωρα, του Γιάννη Τασόπουλου, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, ‘Δίκαιο και Κοινωνία τον 21ο αιώνα’, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007.
[70] Βλέπε πιο κάτω.
[71] Αντ. Μανιτάκης, Κράτος δικαίου και έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, σ. 339.
[72] Τη σημασία αυτού του θεσμικού ‘έθους’ ή ‘ήθους’ που αναδύεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, πιστεύω, ότι υποτίμησε ο Γιάννης Τασόπουλος στην εκτενή μελέτη του για τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας, τα οποία ενώ εντόπισε και υπέδειξε στο δικαιο-πολιτικό επίπεδο και παρόλο που στην αρχή της μελέτης του υπογράμμισε την κανονιστική δεσμευτικότητα των αντιβάρων (σ. 16), («νομικοί φραγμοί που υπακούουν σε συγκεκριμένες ηθικοπολιτικές αρχές και αξίες»), στη συνέχεια δεν αξιοποίησε όσο θα περίμενε κανείς την θέση του αυτή, παρασυρόμενος προφανώς από τις απαιτήσεις και τη λογική μιας μελέτης που στόχο της είχε να κάνει υποδείξεις συνταγματικής πολιτικής και όχι να δείξει τους ‘συνταγματικούς ή ηθικοπολιτικούς κανόνες που απορρέουν από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Τα θεσμικά αντίβαρα, υπάρχοντα ή μελλοντικά, έμειναν έτσι χωρίς σαφή και χωρίς στέρεα κανονιστική θεμελίωση.
[73] D. Durpin, Droit constitutionnel, σ. 192.
[74] Βλέπε πιο πάνω σ. …
[75] Με τον όρο faculté destatuer ο Μοντεσκιέ εννοεί ‘το δικαίωμα να αποφασίζει (θεσπίζει) κανείς από μόνος του ή να διορθώνει αυτό που έχει διαταχθεί από άλλον’, και faculté d’empêcher ‘το δικαίωμα να ακυρώνει (εμποδίζει) κανείς τις αποφάσεις που έχουν παρθεί από άλλον’, Το Πνεύμα των Νόμων, βιβλίο ΧΙ, κεφ. VI (ελληνική μετάφραση, Π. Κονδύλη, Κ. Παπαγιώργη, Γνώση, 2006, σ. 292).
[76]VladConstantinesko – StéphanePierré-Caps, Droitconstitutionnel, 2e éd., PUF, 2006, σ. 195. Είναι χαρακτηριστικό της δυνατότητας της μετάλλαξης της αρχής, πάντα όμως στο πλαίσιο του αρχικού νοήματός της, που είναι ο αμοιβαίος έλεγχος και η ανάσχεση της μιας εξουσίας από την άλλη, οι διπλές ή τριπλές εξουσίες/λειτουργίες που ασκεί η Βουλή, η οποία ενώ στο άρθρο 26 περιγράφεται ως νομοθετικό όργανο, και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει κατά τρόπο αποκλειστικό, σε άλλες όμως συνταγματικές διατάξεις ορίζεται ως όργανο ‘ελεγκτικό’. Έτσι η Βουλή ασκώντας κοινοβουλευτικό έλεγχο ελέγχει την κυβέρνηση με ερωτήσεις και επερωτήσεις ή αναφορές. Ασκεί όμως κοινοβουλευτικό έλεγχο μέσω των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών και στις ανεξάρτητες αρχές βάσει του άρθρου 101Α Σ.
[77] Βλέπε σχετικά, Ιφιγένεια Καμτσίδου, Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και οι Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, ΤοΣ 1999, σ. 543 και ειδικά για την φύση της ασκούμενης από τις ΑΔΑ κρατικής λειτουργίας και την ένταξή τους στην αρχής της διάκρισης των εξουσιών με υπέρβαση αλλά όχι άρνηση του βασικού λειτουργικού νοήματός τους που είναι ο αμοιβαίος έλεγχος των εξουσιών βλ. Τάκη Βιδάλη, Τυπική και ουσιαστική διάκριση των λειτουργιών; Το θεμέλιο των ανεξάρτητων αρχών στο πολίτευμα, ΤοΣ 2003, σ. 783 επ. (792).
[78] Για τα ζητήματα που ανακύπτουν από τη «συναρμογή» των ανεξάρτητων αρχών με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών βλέπε Ξ. Κοντιάδη, Η σχέση πολιτικών κομμμάτων και Ανεξάρτητων Αρχών μεταξύ έντασης και συμπληρωματικότητας’ σε Δημοκρατία, κοινωνικό κράτος και Σύνταγμα στην ύστερη νεωτερικότητα, Παπαζήση, 2006, σ. 69-108 (90).
[79] Βλ. κυρίως την κλασσική στο είδος της μονογραφία του R. Dahl, Dilemas of Pluralistre Democracy, Yale University Press, 1982 σ. 31-54 Από την σχετικά πρόσφατη βιβλιογραφία τη μελέτη του Slobodan Milacic, De la séparation des pouvoirs à l’idée des contre- pouvoirs, σ. 31-57, (38) σε ‘La séparation des pouvoirs. Théorie contestée et pratique renouvelée’, (sous la dir. de Alain Pariente), Dalloz, 2007, Sophie van Bijsterveld, The Empty Throne, Democracy and the Rule of Law in Transition, Lemma, Utrecht, 2002, σ. 178 και 182. και G.H.Flantz,La signification de la séparation des pouvoirs dans le développement du constutionnalisme et dans les constitutions contemporaines, στο συλλογικό τόμο «Le constitutionnalisme aujourd’hui», Paris, Economica, 1984, σ. 91-107.
[80]. Τη σύγχρονη σημασία της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και το μετασχηματισμό του νοήματός της αναπτύσσει διεξοδικά ο ιταλός πολιτειολόγος G. Silvestri, PoteridelloStato (divisionedei), EnciclopediadelDiritto, t. XXXIV, Milano, 1985, σ. 710-713, στον οποίο βασίζονται ορισμένες από τις ιδέες που ακολουθούν. Γιατοίδιοθέμαπρβλ. Aug. Cerri,Poteri (divisione dei), Enciclopedia Giuridica, 1991, Istituto della Enciclopedia Italiana, Roma, σ. 5.
[81].G. Silvestri,ό.π., σ. 713.
[82]. Για τα ζητήματα αυτά και ειδικότερα για τη σύγχρονη σημασία του κράτους δίκαιου, βλ. Αντ. Μανιτάκη, Η πολυσήμαντη επιστροφή του κράτους δικαίου, σε «Όψεις του κράτους δικαίου», Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1990, σ. 27-68 και από την αλλοδαπή βιβλιογραφία, M. Landau, La théorie constitutionnelle et l’organisation des pouvoirs aux Etats-Unis, στο «Le constitutionnalisme aujourd’hui» στο συλλογικό τόμο «Le constitutionnalisme aujourd’hui», Paris, Economica, 1984, ιδίως σ. 75 επ., και G. Flantz, ό.π., στον ίδιο τόμο, σ. 91-107.
[83]. Βλέπε αμέσως πιο κάτω και αναλυτικά στο δεύτερο μέρος.