Συμβατότητα με το ενωσιακό δίκαιο του αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών

ΣτΕ (Ολ.) 231/2011
Προεδρεύων: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Π. Κοτσώνης, Σύμβουλος
[…]
3. Επειδή, η αιτούσα στην πρώτη αίτηση ακυρώσεως υπέβαλε, στις 30.6.2004, αίτηση προς τους υπουργούς Πολιτισμού και Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και τον Υφυπουργό Πολιτισμού αρμόδιο για θέματα πολιτισμού, στην οποία ανέφερε (α) ότι είναι θυγατρική της εταιρείας “S.” (που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Λονδίνου), (β) ότι διαθέτει άδεια παρόχου υπηρεσιών στοιχημάτων (bookmaker) δυνάμει του σχετικού αγγλικού νόμου, (γ) ότι προτίθεται να αναπτύξει δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης στην Ελλάδα με δικό της δίκτυο πρακτόρων, αντίστοιχο με εκείνο του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (Ο.Π.Α.Π.) προκειμένου να παρέχει στους πελάτες της, μέσω των πρακτόρων της και μέσω διαδικτύου, σχετικές υπηρεσίες επί εθνικών ή διεθνών γεγονότων ή αγώνων αθλητικού ή μη χαρακτήρα και (δ) ότι προτίθεται να λειτουργεί ως πράκτορας για την συλλογή, αποδοχή, πιστοποίηση, μετάδοση και εξόφληση στοιχημάτων και κερδών και να επιχειρεί κάθε συναλλαγή σχετική με την πρακτόρευση και την είσπραξη προμήθειας. Για τον λόγο αυτό η αιτούσα ζήτησε, με την ίδια αίτηση, να της επιτραπεί από τις ελληνικές αρχές η άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας ή να αναγνωρισθεί η νομιμότητα της έναρξης της δραστηριότητας αυτής ή να συναφθεί σχετική σύμβαση με το ελληνικό δημόσιο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 του ν. 2843/2000 ή να της χορηγηθεί το δικαίωμα αυτό με όποιο τρόπο κρίνει δόκιμο η Διοίκηση. Στην ανωτέρω αίτηση η αιτούσα ανέφερε ότι η ελληνική νομοθεσία που διέπει τη δραστηριότητα αυτή στοιχημάτων και η οποία απονέμει αποκλειστικό δικαίωμα στον Ο.Π.Α.Π. προσκρούει, ιδίως, στις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (όπως διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2691/1999, Α΄ 47), που κατοχυρώνουν την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών, όπως οι διατάξεις αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών και ότι, συνεπώς, η Διοίκηση οφείλει, ερμηνεύοντας τις εσωτερικές διατάξεις υπό το φως των διατάξεων αυτών της Συνθήκης, να ικανοποιήσει την αίτησή της παρά το μονοπωλιακό καθεστώς του Ο.Π.Α.Π. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τη Διοίκηση σιωπηρώς, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου. Κατά της σιωπηράς αυτής απορρίψεως ασκείται η πρώτη αίτηση ακυρώσεως (κατάθεση στις 25.11.2004). Παρόμοια αίτηση προς τις ίδιες αρχές υπέβαλαν, στις 12.4.2007, οι αιτούσες στη δεύτερη αίτηση ακυρώσεως. Στην αίτηση αυτή προς τη Διοίκηση οι εν λόγω αιτούσες ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη εξ αυτών διαθέτει άδεια παρόχου υπηρεσιών στοιχημάτων δυνάμει του σχετικού αγγλικού νόμου και ότι το σύνολο του μετοχικού της κεφαλαίου ανήκει στη δεύτερη εξ αυτών, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των στοιχημάτων μέσω των θυγατρικών της εταιρειών και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Και η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από τη Διοίκηση σιωπηρώς, με την άπρακτη πάροδο τριμήνου. Κατά της σιωπηράς αυτής απορρίψεως ασκείται η δεύτερη αίτηση ακυρώσεως (κατάθεση στις 19.7.2007). Οι αιτήσεις αυτές είναι, ως εκ του αντικειμένου τους, συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν.
4. Επειδή, με πρόδηλο έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς, παρεμβαίνει, και στις δύο υποθέσεις, η εταιρεία «Ο. Α.Ε.».
5. Επειδή, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 2, οι αιτούσες εταιρείες ζήτησαν από τη Διοίκηση, κατ’ επίκληση δικαιωμάτων που, κατά την άποψή τους, αντλούν από διατάξεις του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, τη χορήγηση αδείας ασκήσεως στην Ελλάδα δραστηριότητας αναγομένης στη διοργάνωση τυχερών παιγνιδιών, η οποία, κατά το εσωτερικό δίκαιο (ιδίως ν. 2843/2000), ασκείται αποκλειστικά από την παρεμβαίνουσα εταιρεία, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια. Ενόψει αυτού, το ζήτημα, αν η επί τρίμηνο σιωπή της Διοικήσεως στοιχειοθετεί παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), συνιστάμενη, ειδικότερα, σε παράλειψη αποφάνσεως επί των υποβληθεισών αιτήσεων, εξαρτάται από το κατά πόσον το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο έχει τυπική ισχύ υπέρτερη του εθνικού δικαίου, απονέμει πράγματι στις αιτούσες τα δικαιώματα αυτά. Σε καταφατική περίπτωση, οι αιτήσεις ακυρώσεως ασκούνται παραδεκτώς και βασίμως, διότι η Διοίκηση θα όφειλε να αποφανθεί επί των υποβληθεισών αιτήσεων κατά παραμερισμό των εθνικών διατάξεων οι οποίες απαγορεύουν την άσκηση της επίδικης δραστηριότητας από εταιρείες άλλες πλην του Ο.Π.Α.Π. (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 22.6.1989, 103/88, Fratelli Costanzo, σκέψεις 28 έως 33 και της 29.4.1999, C-224/97, Ciola, σκέψεις 29 και 30), ενώ σε αποφατική περίπτωση δεν υφίσταται παράλειψη και οι αιτήσεις είναι απορριπτέες. Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του Δημοσίου και της παρεμβαίνουσας, με τους οποίους προβάλλεται ότι οι αιτήσεις είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι με αυτές πλήττεται ευθέως το κύρος του ν. 2843/2000, ο οποίος απαγορεύει την άσκηση της επίδικης δραστηριότητας στην Ελλάδα από εταιρείες άλλες πλην του Ο.Π.Α.Π., καθώς και ότι δεν υφίσταται παράλειψη οφειλομένης νόμιμης ενέργειας, αφού η Διοίκηση ορθώς, έστω και σιωπηρώς, απέρριψε τα σχετικά αιτήματα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
6. Επειδή, οι διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες κατοχυρώνονται η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελευθερία παροχής υπηρεσιών, αντιστοίχως, και οι οποίες, κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, είναι δεκτικές αμέσου επικλήσεως από ιδιώτες ενώπιον των εθνικών αρχών, έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΚ, ειδικά σε σχέση με δραστηριότητες αναγόμενες στον επίδικο τομέα των τυχερών παιχνιδιών, σε σειρά αποφάσεων (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 24.3.1994, C-275/92, Schindler, της 21.9.1999, C-124/97, Läärä κ.λπ., της 21.10.1999, C-67/98, Zenatti, της 6.11.2003, C-243/01, Gambelli κ.λπ. και της 6.3.2007, C-338, 359 και 360/04, Placanica κ.λπ.), από τις οποίες συνάγονται τα εξής: (α) Δραστηριότητες, όπως οι επίδικες, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω άρθρων της Συνθήκης ΕΚ. (β) Εθνική ρύθμιση, η οποία παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών ή, κατά μείζονα λόγο, τις απαγορεύει, συνιστά περιορισμό, ο οποίος είναι ανεκτός, κατά τα οικεία άρθρα της Συνθήκης ΕΚ, μόνον αν πληροί, σωρευτικά, τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) Δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος· ως τέτοιοι λόγοι, θεωρούνται η προστασία των καταναλωτών, η πρόληψη της απάτης, η μη ενθάρρυνση της εκ μέρους των πολιτών σπατάλης χρημάτων που συνδέεται με τα τυχερά παιγνίδια, και, γενικώς, η αποτροπή κάθε διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως, όχι όμως και η αποτροπή του περιορισμού ή της μείωσης των φορολογικών εσόδων ούτε, αυτοτελώς, η χρηματοδότηση αφιλοκερδών δραστηριοτήτων ή δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, όπως έργων κοινής ωφελείας, φιλανθρωπικών, αθλητικών ή πολιτιστικών. (ii) Εισάγει μέτρο πρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. (iii) Δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού ορίου και (iv) Εφαρμόζεται κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις. (γ) Ειδικά στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών, οι ηθικής, θρησκευτικής ή πολιτιστικής φύσεως ιδιαιτερότητες, καθώς και οι ηθικώς και οικονομικώς επιζήμιες, για το άτομο και την κοινωνία, συνέπειες των παιχνιδιών και των στοιχημάτων μπορούν να δικαιολογήσουν την αναγνώριση, υπέρ των εθνικών αρχών, επαρκούς εξουσίας εκτιμήσεως, προκειμένου οι αρχές να καθορίζουν τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των καταναλωτών και της κοινωνικής τάξεως. Συναφώς, καίτοι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα αυτό και, ενδεχομένως, να προσδιορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας, οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί πρέπει πάντως να τηρούν την απορρέουσα από την νομολογία του ΔΕΚ αρχή της αναλογικότητας. (δ) Επομένως, πρέπει να εξετάζεται χωριστά, για καθέναν από τους επιβαλλόμενους με την εθνική νομοθεσία περιορισμούς, ιδίως το κατά πόσον είναι πρόσφοροι για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού ή των σκοπών που επιδιώκει το κάθε κράτος μέλος και το κατά πόσον βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους. Εν πάση όμως περιπτώσει, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις. (ε) Δύο είναι οι σκοποί της ακολουθουμένης από κράτος μέλος πολιτικής, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν, αυτοτελώς, εθνικά μέτρα που θεσπίζουν περιορισμούς στον επίδικο τομέα: (i) Η μείωση της προσφοράς τυχερών παιχνιδιών ή (ii) Η καταπολέμηση της συναφούς εγκληματικότητας, μέσω της ασκήσεως ελέγχου επί των δραστηριοποιούμενων στον τομέα αυτόν επιχειρήσεων, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται μόνον εντός των ελεγχομένων κυκλωμάτων. (στ) Ως προς τους περιορισμούς που επιβάλλονται για την επίτευξη του πρώτου από τους ανωτέρω δύο σκοπούς, η οικεία εθνική ρύθμιση πρέπει, για να θεωρηθεί πρόσφορη, να συμβάλλει στην προσπάθεια πραγματικής μειώσεως της προσφοράς παιχνιδιών και περιορισμού των συναφών δραστηριοτήτων κατά τρόπο συνεπή και αποτελεσματικό. (ζ) Ως προς τους περιορισμούς που επιβάλλονται για την επίτευξη του δεύτερου σκοπού, η οικεία εθνική ρύθμιση μπορεί να συνδυάζεται με πολιτική ελεγχόμενης ανάπτυξης του τομέα των τυχερών παιχνιδιών, με ειδικότερο σκοπό την προσέλκυση προς τις νομίμως ασκούμενες συναφείς δραστηριότητες όσων επιδίδονται σε απαγορευμένες δραστηριότητες παράνομων παιχνιδιών και στοιχημάτων (βλ., ιδίως, απόφαση Placanica κ.λπ., σκέψεις 40 έως 57).
7. Επειδή, στο ν.δ. 3769/1957 (Α΄ 202) ορίζεται, στο άρθρο 1 ότι «Επί σκοπώ προαγωγής, ενισχύσεως και συντονισμού του Εξωσχολικού Αθλητισμού, συνιστάται … ιδία Δημοσία Υπηρεσία υπό τον τίτλον «Γενική Γραμματεία Εξωσχολικού Αθλητισμού» …» (μετονομασθείσα, με το άρθρο 1 του ν.δ. 3865/1958, Α΄ 178, σε «Γενική Γραμματεία Αθλητισμού») και στο άρθρο 12 παρ. 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 1 του ν.δ. 3865/1958, ότι «Πόροι προς εκπλήρωσιν της αποστολής της Γενικής Γραμματείας Εξωσχολικού Αθλητισμού ορίζονται: α) … στ) Το εκ της λειτουργίας δελτίου προγνωστικών επί των ποδοσφαιρικών αγώνων προκύπτον έσοδον. Β. Διάταγμα … θέλει ορίσει τον τρόπον οργανώσεως και λειτουργίας του δελτίου τούτου. Αι ειδικώτεραι λεπτομέρειαι λειτουργίας του δελτίου προγνωστικών ως και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πρακτόρων διαθέσεως τούτου, ρυθμίζονται διά κανονισμών συντασσομένων υπό του Γενικού Γραμματέως Αθλητισμού και εγκρινομένων δι’ αποφάσεων του Προέδρου της Κυβερνήσεως, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι κανονισμοί ούτοι τροποποιούνται κατά τον αυτόν ως άνω τρόπον». Στο άρθρο 1 του από 20/29.12.1958 β. δ/τος (Α΄ 228), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ανωτέρω άρθρου 12 παρ. 1 περίπτ. στ’ του ν.δ. 3769/1957, ορίζεται ότι «1. Συνιστάται νομικόν πρόσωπον ιδιωτικού δικαίου υπό την επωνυμίαν «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου» (Ο.Π.Α.Π.), έδραν έχον τας Αθήνας. 2. Ο Οργανισμός αναλαμβάνει την οργάνωσιν και λειτουργίαν του δελτίου προγνωστικών επί των ποδοσφαιρικών αγώνων. 3. …» και στο άρθρο 6 ότι «1. Ο Οργανισμός θέλει παρακρατεί εκ των ακαθαρίστων εισπράξεων αυτού τα εξής ποσοστά: α) 45 % ως κέρδος υπέρ των συμμετεχόντων εις το δελτίον προγνωστικών. β) … 2. Ο Οργανισμός θέλει ομοίως παρακρατεί εκ των ακαθαρίστων εισπράξεών του άπαντα ανεξαιρέτως τα έξοδα διοικήσεως και λειτουργίας του … 3. Το απομένον υπόλοιπον ποσόν … εισαγόμενον εις τον προϋπολογισμόν του Κράτους, αποτελεί έσοδον της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού. 4. …». Στον ν. 2414/1996 (Α΄ 135) ορίσθηκε, στο άρθρο 1 παρ. 1 ότι «Στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται οι κάτωθι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί, που ονομάζονται και για τους σκοπούς του παρόντος νόμου δημόσιες επιχειρήσεις: … ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ (Ο.Π.Α.Π.) …» και στο άρθρο 2, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 2733/1999 (Α΄ 155), ότι «1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και του Υπουργού που εποπτεύει τη δημόσια επιχείρηση … δύνανται να μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρείες οι δημόσιες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη μορφή αυτή και να καταρτίζονται τα καταστατικά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του κ.ν. 2190/1920. Με κοινές αποφάσεις των ίδιων Υπουργών προσαρμόζονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου τα καταστατικά των δημοσίων επιχειρήσεων που έχουν ήδη τη μορφή ανώνυμης εταιρείας. … 3. Με τα προεδρικά διατάγματα και τις κοινές υπουργικές αποφάσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους ως εταιριών που ασκούν δραστηριότητα κοινής ωφέλειας». Στον ν. 2433/1996 (Α΄ 180) ορίζεται, στο άρθρο 2 ότι «1. Με προεδρικό διάταγμα … επιτρέπεται η έκδοση δελτίου στοιχημάτων «προκαθορισμένης ή μη απόδοσης» στα πάσης φύσεως ατομικά ή ομαδικά παιχνίδια, όπως και σε γεγονότα, η φύση των οποίων προσφέρεται για διεξαγωγή στοιχήματος. … Διαχειριστής του σχετικού δελτίου ορίζεται ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου. … 2. Όποιος χωρίς δικαίωμα διεξάγει … στοίχημα … τιμωρείται με ποινή φυλάκισης …» και στο άρθρο 3 ότι «1. Η ετήσια δαπάνη διαφήμισης των παιχνιδιών … που διοργανώνει ο Ο.Π.Α.Π. ή όσων πρόκειται να διοργανώσει στο μέλλον, επιμερίζεται αναλογικά μεταξύ του Ο.Π.Α.Π. και των άλλων φορέων που συμμετέχουν στα δικαιώματα από κάθε παιχνίδι του Ο.Π.Α.Π. … 2. … 5. Ο Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (Ο.Π.Α.Π.) μπορεί να χρησιμοποιεί έως και 10% των χώρων των εθνικών, δημοτικών και κοινοτικών σταδίων και γυμναστηρίων, που είναι προορισμένοι για διαφήμιση, προκειμένου να αναρτά πινακίδες για τη διαφήμιση των προϊόντων του, χωρίς υποχρέωση καταβολής αμοιβής. …». Στη σχετική εισηγητική έκθεση, αναγράφονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Προτείνεται η καθιέρωση του παιχνιδιού «στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης», που είναι σήμερα επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε και επιβάλλεται τόσο από την ανάγκη αύξησης των εσόδων για τον αθλητισμό, όσο, κυρίως και της πάταξης των παράνομων στοιχημάτων, που έχουν λάβει τη μορφή επιδημίας τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. … Κρίνεται ακόμη αναγκαίο να καθιερωθεί δελτίο για όλες τις μορφές παιχνιδιών … έτσι ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική η πάταξη των παράνομων παιχνιδιών στη χώρα μας, τα οποία, εκτός όλων των άλλων, έχουν σαν άμεση συνέπεια την εξαγωγή συναλλάγματος, αφού οι εταιρείες που διεξάγουν σήμερα παράνομα παιχνίδια στην Ελλάδα συνεργάζονται με ξένες εταιρείες και δέχονται και τέτοια στοιχήματα για λογαριασμό τους. Η διεξαγωγή από τον Ο.Π.Α.Π. των παιχνιδιών ΠΡΟ-ΠΟ – ΛΟΤΤΟ – ΠΡΟΤΟ με απόλυτη επιτυχία και με τεράστια έσοδα για τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, το Υπουργείο Πολιτισμού και το Υπουργείο Οικονομικών (Δημόσιο), είναι η καλύτερη εγγύηση για την επιτυχία και του προτεινόμενου νέου παιχνιδιού των στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης … Προτείνεται ο επιμερισμός της διαφημιστικής δαπάνης των παιχνιδιών του Ο.Π.Α.Π. μεταξύ των φορέων του Δημοσίου που λαμβάνουν και τα μεγαλύτερα ποσοστά … Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία, αφού ο Ο.Π.Α.Π. δαπανά κάθε χρόνο τεράστια ποσά για τη διαφήμιση των παιχνιδιών του, προκειμένου να αντιμετωπίσει με επιτυχία ανταγωνιστικά παιχνίδια και να ανεβάσει συνολικά τις πωλήσεις του. … Προτείνεται η απαλλαγή του Ο.Π.Α.Π. από το φόρο τηλεόρασης, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα της διαφημιστικής προβολής των παιχνιδιών του από την τηλεόραση και έτσι να αυξήσει τις πωλήσεις του, προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου. … Προτείνεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης εκ μέρους του Ο.Π.Α.Π. χώρων που είναι προορισμένοι για διαφήμιση στα εθνικά, δημοτικά και κοινοτικά γυμναστήρια, χωρίς καμία αμοιβή, αφού στην πράξη η λειτουργία των σταδίων αυτών επιτυγχάνεται από τις εισπράξεις των παιχνιδιών του Ο.Π.Α.Π. …». Με βάση την ανωτέρω εξουσιοδότηση του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2433/1996, εκδόθηκε το π.δ. 250/1997 (Α΄ 181), με το οποίο ρυθμίσθηκαν τα σχετικά με τη διαχείριση, οργάνωση, λειτουργία και διάθεση των εσόδων του δελτίου στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης και ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η συμμετοχή στα πάσης φύσεως στοιχήματα προκαθορισμένης ή μη απόδοσης που διαχειρίζεται ο Ο.Π.Α.Π. είναι ελεύθερη στον καθένα, υπό τον όρο καταβολής αντιτίμου (άρθρο 3) και ότι τα έσοδα από τα στοιχήματα προκαθορισμένης απόδοσης, μετά την αφαίρεση των κερδών των παικτών και ορισμένων άλλων κονδυλίων, κατανέμονται κατά 70% στη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και κατά 30% στο Υπουργείο Πολιτισμού (άρθρο 8). Με βάση το ανωτέρω άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 2414/1996 εκδόθηκε, εξ άλλου, το π.δ. 228/1999 (Α΄ 193), στο οποίο ορίζεται, στο άρθρο 1 ότι «Συνιστάται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε.» και σε συντομογραφία και διακριτικό τίτλο «Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.» … Η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996 … και του Κ.Ν. 2190/1920 …», στο άρθρο 2 ότι «1. Σκοπός της εταιρείας είναι: α) Η οργάνωση, η λειτουργία και η διεξαγωγή από την εταιρεία ή σε συνεργασία με τρίτους των παιχνιδιών ΠΡΟ-ΠΟ … καθώς και κάθε άλλου τυχερού παιχνιδιού που στο μέλλον ήθελε αποφασίσει το Δ.Σ. σε ολόκληρη τη χώρα και εκτός αυτής για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου … β) Η διαχείριση των ανωτέρω παιχνιδιών, αλλά και όσων πρόκειται να διεξαχθούν στο μέλλον, ασκείται κατ’ αποκλειστικότητα από την εταιρεία Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου … 2. Για την επίτευξη των σκοπών της ασκούνται από την ΟΠΑΠ Α.Ε. και οι ακόλουθες δραστηριότητες. α) … δ) Η σύσταση σε όλη τη χώρα πρακτορείων που πρακτορεύονται εν γένει παιχνίδια της εταιρείας κατ’ αποκλειστικότητα και η χορήγηση αδειών λειτουργίας πρακτορείων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για ένα ή περισσότερα από τα παιχνίδια της, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που κάθε φορά θέτει το Δ.Σ. της εταιρείας. ε) …», στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι «Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ΟΠΑΠ ΑΕ ανέρχεται σε … δραχμές. Το μετοχικό κεφάλαιο διαιρείται σε … ονομαστικές και αδιαίρετες μετοχές … οι οποίες θα εκδοθούν στο όνομα του Ελληνικού Δημοσίου» και στο άρθρο 34 ότι «1. Κατόπιν μετατροπής του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου σε Ανώνυμη Εταιρεία, η με το παρόν ιδρυόμενη εταιρεία υπεισέρχεται, ως οιονεί καθολικός διάδοχος, στη θέση του μέχρι σήμερα υφιστάμενου Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου. 2. Από τη δημοσίευση του παρόντος η ιδρυόμενη με αυτό ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε.» υπεισέρχεται αυτοδικαίως στο σύνολο των δικαιωμάτων, υποχρεώσεων, και λοιπών εννόμων σχέσεων του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου. 3. …». Στο άρθρο 27 του ν. 2843/2000 (Α΄ 219), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 παρ. 2 του ν. 2912/2001 (Α΄ 94) και ίσχυε κατά τον κρίσιμο, για την πρώτη υπόθεση, χρόνο (προ δηλαδή της τροποποιήσεώς του με το άρθρο 14 του ν. 3336/2005, Α΄ 96), ορίζεται ότι «1. Το Δημόσιο δύναται να διαθέτει σε επενδυτές μέσω του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών ποσοστό έως σαράντα εννέα τοις εκατό (49%) του εκάστοτε μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε. (Ο.Π.Α.Π.). 2. α. Με σύμβαση, που συνάπτεται μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού, αρμόδιο για θέματα αθλητισμού … και του Ο.Π.Α.Π., παραχωρείται για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών το αποκλειστικό δικαίωμα της διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας από τον Ο.Π.Α.Π. των παιγνιδιών που διεξάγονται σήμερα από αυτόν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, καθώς και των παιγνιδιών «ΜΠΙΝΓΚΟ ΛΟΤΤΟ», «ΚΙΝΟ» … β. Με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Π.Α.Π. που εγκρίνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού, αρμόδιου για θέματα αθλητισμού, εκδίδεται Κανονισμός Διεξαγωγής για κάθε παιχνίδι του Ο.Π.Α.Π., με τον οποίο ρυθμίζονται θέματα σχετικά με το αντικείμενο των παιγνιδιών, την εν γένει οργάνωση και λειτουργία τους, τους οικονομικούς όρους διεξαγωγής των παιγνιδιών και, ιδίως, τα ποσοστά που αποδίδονται ως κέρδος στους παίκτες, τα ποσοστά κερδών κατά κατηγορία νικητών, την τιμή της στήλης και τα ποσοστά προμήθειας των πρακτόρων … γ. Στη σύμβαση της παραγράφου 2α ορίζονται οι όροι άσκησης από τον Ο.Π.Α.Π. και της τυχόν ανανέωσης του δικαιώματος που προβλέπεται στην παράγραφο αυτή, το αντάλλαγμα για την παραχώρηση του δικαιώματος αυτού, ο τρόπος καταβολής του, οι ειδικότερες υποχρεώσεις του Ο.Π.Α.Π. και, ιδιαίτερα, οι σχετικές με τις αρχές της διαφάνειας των ακολουθούμενων διαδικασιών διεξαγωγής των παιγνιδιών και της προστασίας της κοινωνικής τάξεως και των παικτών … 3. … 4. Από 1.1.2001 παύει η καταβολή κάθε επιχορήγησης, άμεσης ή έμμεσης, του Ο.Π.Α.Π. προς οποιονδήποτε φορέα δημόσιο ή ιδιωτικό πλην της προβλεπόμενης … υπέρ του Ενιαίου Συνδέσμου Ανωνύμων Ποδοσφαιρικών Εταιρειών … και των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών…. Το ποσό του μερίσματος που δικαιούται το Ελληνικό Δημόσιο από τη συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Π.Α.Π. κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό … Τα ποσά αυτά θα διατίθενται για την ενίσχυση αθλητικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων. … 5. α. Η παρακολούθηση της τήρησης της διαδικασίας διεξαγωγής όλων των παιγνιδιών που διεξάγονται από τον Ο.Π.Α.Π., η ανακήρυξη των νικητών για κάθε παιγνίδι και η εκδίκαση των ενστάσεων των παικτών ανατίθενται στην Επιτροπή της επόμενης υποπαραγράφου. … β. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αθλητισμού … συγκροτείται Επιτροπή Ελέγχου, Ανακήρυξης Νικητών και Εκδίκασης Ενστάσεων … Ως μέλη της Επιτροπής ορίζονται κρατικοί λειτουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι. … 6. α. … β. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 2733/1999 … εφαρμόζεται στον Ο.Π.Α.Π. από της εισαγωγής του στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ανεξαρτήτως του μετοχικού του κεφαλαίου που διατίθεται σε επενδυτές. γ. … 9.α. Σε περίπτωση που επιτραπεί από το νόμο η διεξαγωγή οποιουδήποτε νέου παιγνιδιού, εκτός από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2α, συγκροτείται … ειδική Επιτροπή, με έργο τη διαμόρφωση των όρων και προϋποθέσεων και του καθορισμού του ανταλλάγματος για την παραχώρηση διεξαγωγής του παιγνιδιού στον Ο.Π.Α.Π. … Εάν ο Ο.Π.Α.Π. αρνηθεί να αναλάβει τη διεξαγωγή του παιγνιδιού … το Δημόσιο μπορεί να αναλάβει το ίδιο τη διεξαγωγή του. Εάν η διεξαγωγή του συγκεκριμένου παιγνιδιού επιτραπεί να ανατεθεί σε τρίτο, το αντάλλαγμα δεν μπορεί να είναι κατώτερο από αυτό που προτάθηκε στον Ο.Π.Α.Π. Ειδικά για κάθε μελλοντικό παιγνίδι που αφορά αθλητικά γεγονότα, η διεξαγωγή τους μπορεί να γίνει αποκλειστικά και μόνο από τον Ο.Π.Α.Π. β. …». Στη διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 2733/1999, στην οποία παραπέμπει το άρθρο 27 παρ. 6 περ. β΄ του ν. 2843/2000, ορίζεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις, μετοχές των οποίων, αντιπροσωπεύουσες ποσοστό από είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) έως και σαράντα εννέα τοις εκατό (49%) του μετοχικού τους κεφαλαίου, διατίθενται σε επενδυτές, δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2414/1996, με εξαίρεση τα άρθρα 9 και 10. Δυνάμει του αυτού άρθρου 27 του ν. 2843/2000 υπεγράφη η από 15.12.2000 σύμβαση του Ελληνικού Δημοσίου με τον Ο.Π.Α.Π, με την οποία του παραχωρήθηκε, έναντι καταβολής ανταλλάγματος, το αποκλειστικό δικαίωμα της διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας παιχνιδιών για χρονικό διάστημα είκοσι ετών. Με το άρθρο 36 του ν. 3057/2002 (Α΄ 239) προστέθηκε, στο εν λόγω άρθρο 27 του ν. 2843/2000, παράγραφος 10, ως εξής: «Το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας του παιχνιδιού Προγνωστικά Αγώνων Μπάσκετ παραχωρείται στην Ο.Π.Α.Π. Α.Ε., με τροποποίηση της σύμβασης που έχει συναφθεί μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. για χρόνο ίσο με τον απομένοντα για τη συμπλήρωση είκοσι (20) ετών από τη δημοσίευση του Ν. 2843/2000. Τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο ισχύουν και για το παιχνίδι Προγνωστικά Αγώνων Μπάσκετ. … Το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας του παιχνιδιού Προγνωστικά Αγώνων Ομαδικών Αθλημάτων παραχωρείται στην Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. με τροποποίηση της σύμβασης … Η διεξαγωγή, οργάνωση και λειτουργία όλων των παιχνιδιών της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. είναι δυνατή και χωρίς την έκδοση δελτίου. Ο προσφορότερος τρόπος και το προσφορότερο μέσο διεξαγωγής, οργάνωσης και λειτουργίας ορίζονται για το σκοπό αυτό στους κανονισμούς των παιχνιδιών». Εξάλλου, με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 3336/2005 (που δεν καταλαμβάνει, ως εκ του χρόνου ισχύος του, την πρώτη υπόθεση), η ανωτέρω παράγραφος 1 του ίδιου άρθρου 27 του ν. 2843/2000 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Το Δημόσιο δύναται να διαθέτει σε επενδυτές μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών ποσοστό έως εξήντα έξι τοις εκατό (66%) του εκάστοτε μετοχικού κεφαλαίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε.» (Ο.Π.Α.Π.). Το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου στο εκάστοτε μετοχικό κεφάλαιο του Ο.Π.Α.Π. δεν δύναται να είναι κατώτερο του τριάντα τέσσερα τοις εκατό (34%)». Το ίδιο άρθρο 14 του ν. 3336/2005 ορίζει, περαιτέρω, τα εξής: «2. Το Δημόσιο διορίζει το ήμισυ πλέον ενός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Π.Α.Π. για το χρονικό διάστημα παραχώρησης από το Ελληνικό Δημόσιο του αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας των παιχνιδιών που προβλέπονται στην από 15.12.2000 σύμβαση αποκλειστικότητας … ή των τυχόν ανανεώσεών της, κατά τους όρους της σύμβασης αυτής. 3. Ο κατά τα άνω διορισμός γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού αρμόδιου για θέματα αθλητισμού. 4. Τα λοιπά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Π.Α.Π. για το ως άνω χρονικό διάστημα εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων του, κατά τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών, όπως ισχύει». Κατά τη συζήτηση επί των διατάξεων του εν λόγω νόμου 3336/2005 στη Βουλή (συνεδρίαση ΡΜΖ΄ της 7.4.2005), ο τότε Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών δήλωσε τα εξής: «Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο θέμα, στο θέμα που αφορά την περαιτέρω μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ΟΠΑΠ είναι μονοπώλιο και θα διατηρήσει τη μονοπωλιακή του θέση για πολλά χρόνια ακόμα, διότι δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε τον τζόγο, δεν μπορούμε να αφήσουμε τον τζόγο να αναπτυχθεί. Διότι απελευθέρωση σημαίνει ανάπτυξη. Αν απελευθερώσουμε τον τζόγο, θα έχουμε πολύ περισσότερες αρνητικές παρενέργειες. Η Κυβέρνηση, με τη ρύθμιση που έχει καταθέσει, όχι μόνο διασφαλίζει το μονοπώλιο του ΟΠΑΠ αλλά το θωρακίζει πιο αποτελεσματικά …». Περαιτέρω, στο κεφάλαιο Β΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), που δεν καταλαμβάνει, ως εκ του χρόνου ισχύος του, την πρώτη υπόθεση, ορίζεται ότι οι ανώνυμες εταιρείες που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου αυτού (στις οποίες, δυνάμει του άρθρου 1 παρ. 5, περιλαμβάνεται και ο Ο.Π.Α.Π.) ευρίσκονται εκτός του, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, ευρύτερου δημόσιου τομέα (άρθρο 15 παρ. 1), ότι στις εταιρείες αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, του ν. 3016/2002 και οι λοιπές διατάξεις που εφαρμόζονται σε κάθε άλλη εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά ανώνυμη εταιρεία (άρθρο 16 παρ. 1), ότι η κρατική εποπτεία, όπου προβλέπεται, ασκείται επί της λειτουργίας και των δραστηριοτήτων των εταιρειών αυτών, όπως και σε κάθε άλλη ανώνυμη εταιρεία, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σε ειδικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 2) και ότι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις υποχρεώνονται να προσαρμόσουν, ανάλογα, το καταστατικό τους μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου (άρθρο 16 παρ. 3). Με το άρθρο 20 του ίδιου νόμου καταργήθηκαν, ρητώς, τα ανωτέρω άρθρα 1 και 2 του ν. 2414/1996, καθώς και κάθε άλλη διάταξη αντίθετη στις διατάξεις αυτού.
8. Επειδή, περαιτέρω, στο καταστατικό του Ο.Π.Α.Π. (που κωδικοποιήθηκε με την 442/9/16.1.2001 κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του Υφυπουργού Πολιτισμού, Β΄ 23, και τροποποιήθηκε έκτοτε κατ’ επανάληψη) ορίζεται ότι η εταιρεία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, ότι τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Πολιτισμού αρμόδιου για θέματα αθλητισμού και ότι σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, η οργάνωση, λειτουργία και διεξαγωγή διαφόρων παιχνιδιών, η διαφήμιση των παιχνιδιών αυτών και η διεξαγωγή τους και σε χώρες του εξωτερικού, καθώς και η ίδρυση πρακτορείων. Εξ άλλου, με βάση τις σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις, έχουν εγκριθεί τόσον ο «γενικός κανονισμός λειτουργίας παιχνιδιών στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης της ΟΠΑΠ Α.Ε.» (κοινή απόφαση Υπουργού Οικονομικών και Υφυπουργού Πολιτισμού 29159/3/ 27.11.2000, Β΄ 1427, όπως τροποποιήθηκε με τις 6375/15/26.3.2001, Β΄ 316, και 6879/10/13.2.2006, Β΄ 176, όμοιες αποφάσεις) όσο και επιμέρους κανονισμοί διεξαγωγής των παιχνιδιών, η λειτουργία των οποίων εμπίπτει στις διατάξεις του γενικού κανονισμού. Στον γενικό αυτό κανονισμό, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η συμμετοχή των παικτών στα παιχνίδια είναι ελεύθερη (άρθρο 1 παρ. 3) και ότι το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ανά δελτίο ανέρχεται, αντιστοίχως, σε 30.000 και 733.675 (από το 2006 1.000.000) ευρώ (άρθρα 4 παρ. 2 και 10 παρ. 1). Από τον ίδιο, εξάλλου, γενικό κανονισμό, συνάγεται ότι οι παίκτες συμμετέχουν στα παιχνίδια χωρίς να καταγράφονται τα στοιχεία ταυτότητάς τους, η δε καταβολή των κερδών γίνεται από τον οργανισμό στον κομιστή του κερδοφόρου δελτίου. Μετά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, εκδόθηκε η 37336/6/11.8.2008 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υφυπουργού Πολιτισμού (Β΄ 1590) περί εγκρίσεως του «κανονισμού οργάνωσης, λειτουργίας και διεξαγωγής των παιχνιδιών στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.», με τις διατάξεις του οποίου ρυθμίσθηκαν όλα τα σχετικά θέματα και καταργήθηκαν οι προγενέστερες διατάξεις. Στο άρθρο 3 παρ. 1 του τελευταίου τούτου κανονισμού ορίσθηκε ότι, για τη συμμετοχή στα παιχνίδια στοιχημάτων προκαθορισμένης απόδοσης, απαιτείται η συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας, χωρίς όμως περαιτέρω ρύθμιση του τρόπου εφαρμογής του μέτρου αυτού. Τέλος, με την 2167/22.1.2009 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 78), εγκρίθηκε ο «γενικός κανονισμός οργάνωσης, λειτουργίας και διεξαγωγής των παιχνιδιών της Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.».
9. Επειδή, από το σύνολο της νομοθεσίας που μνημονεύθηκε στις δύο προηγούμενες σκέψεις συνάγονται τα εξής: Με το άρθρο 27 του ν. 2843/2000, ο Ο.Π.Α.Π. (ο οποίος από το 1999 λειτουργούσε με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με μοναδικό μέτοχο το Δημόσιο) εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), με το Δημόσιο να διατηρεί την απόλυτη πλειοψηφία (51%) των μετοχών του. Από την έναρξη ισχύος του ν. 3336/2005, το Δημόσιο περιορίσθηκε μεν σε μειοψηφικό ποσοστό των μετοχών (34%), διόριζε όμως την πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του οργανισμού. Όπως ευθέως συνάγεται από το άρθρο 20 του μεταγενέστερου ν. 3429/2005, το δικαίωμα αυτό του Δημοσίου να διορίζει την πλειοψηφία των μελών του Δ.Σ. καταργήθηκε, λόγω της αντιθέσεώς του προς τη διάταξη του άρθρου 34 παρ. 1 περ. β΄ του κωδικοποιημένου νόμου (κ.ν.) 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών (Α΄ 37), σύμφωνα με την οποία τα μέλη του Δ.Σ. των ανωνύμων εταιρειών εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση και μόνο (βλ. και άρθρο 12 του καταστατικού του Ο.Π.Α.Π, το οποίο, μετά σχετική τροποποίησή του το έτος 2008, ορίζει ήδη τούτο και ρητώς). Εξακολουθεί, όμως, το Δημόσιο να ασκεί εποπτεία επί του Ο.Π.Α.Π., ιδίως με την έγκριση των σχετικών με τις δραστηριότητές του κανονισμών και την παρακολούθηση της διαδικασίας διεξαγωγής των παιχνιδιών. Εξάλλου, με την ανωτέρω, από 15.12.2000, σύμβαση, παραχωρήθηκε στον Ο.Π.Α.Π. αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διοργάνωσης και λειτουργίας των τυχερών παιχνιδιών και όχι (όπως υπό το κράτος ισχύος του π.δ. 228/1999) απλής διαχείρισής τους για λογαριασμό του Δημοσίου. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ο Ο.Π.Α.Π. έχει επεκτείνει τη δραστηριότητά του στο εξωτερικό. Πράγματι, όπως αναφέρεται στην από 28.2.2008 αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που απευθύνθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία (την οποία κατέθεσαν οι αιτούσες στο Δικαστήριο και δεν αμφισβήτησε ούτε το Δημόσιο ούτε η παρεμβαίνουσα), ο Ο.Π.Α.Π., στις 31.3.2005, είχε ήδη ιδρύσει 206 πρακτορεία στην Κύπρο, βάσει σχετικής ελληνοκυπριακής συμφωνίας. Από άλλα, εξ άλλου, στοιχεία που προσκομίζουν οι αιτούσες (τα οποία, ομοίως, δεν αμφισβητήθηκαν), προκύπτει ότι ο Ο.Π.Α.Π. ίδρυσε το 2003 την εταιρεία «ΟΠΑΠ Κύπρου Ltd» και το 2004 την εταιρεία «ΟΠΑΠ International Ltd», κατέχει, από το 2003, το 90% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας «ΟΠΑΠ Glory Ltd» και το 20% της εταιρείας «Glory Technology Ltd», ενώ το 2004 ίδρυσε, στην Ελλάδα, την εταιρεία «ΟΠΑΠ Παροχής Υπηρεσιών Α.Ε.».
10. Επειδή, από τα ανωτέρω (βλ. και τα εκτιθέμενα σχετικώς στις παρεμβάσεις) συνάγεται ότι η παραχώρηση στον Ο.Π.Α.Π., με τις μνημονευθείσες εθνικές ρυθμίσεις, αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, διοργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών, με αποτέλεσμα να αποκλείεται αντίστοιχο δικαίωμα άλλων επιχειρήσεων, έχει χωρήσει κατ’ επίκληση, μεταξύ άλλων, της ανάγκης δημιουργίας εσόδων για τη χρηματοδότηση αθλητικών, κοινωφελών ή γενικού συμφέροντος δραστηριοτήτων, και γενικώς άντλησης οφέλους για το δημόσιο ταμείο. Ο σκοπός όμως αυτός, όπως έχει ήδη κριθεί από το ΔΕΚ, δεν μπορεί, αυτοτελώς, όπως βασίμως προβάλλεται με τις κρινόμενες αιτήσεις, να δικαιολογήσει τον επίδικο περιορισμό των κατοχυρουμένων στα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ ελευθεριών (βλ., ιδίως, τη μνημονευθείσα στη σκέψη 6 απόφαση Gambelli κ.λπ., σκέψη 61). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Πετρούλιας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς και Ι. Ζόμπολας, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής άποψη: όπως προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική έκθεση, αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται στη σκέψη 7, του ν. 2433/1966, ο οποίος θέσπισε το κρατικό μονοπώλιο στον επίδικο τομέα των τυχερών παιγνίων των στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης, κύριος σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η συναφής με τα τυχερά παίγνια πάταξη της εγκληματικότητας, με την προσέκλυση όσων επιδίδονται σε απαγορευόμενες δραστηριότητες παράνομων παιγνίων και στοιχημάτων προς τις νομίμως ασκούμενες δραστηριότητες στον τομέα αυτό. Δευτερευόντως δε επιδιώκεται με την επίμαχη ρύθμιση, όπως ρητώς δηλώνεται στην εν λόγω αιτιολογική έκθεση, η αύξηση εσόδων για τον αθλητισμό. Συνεπώς, η εξέταση της συμφωνίας με το κοινοτικό δίκαιο των εφαρμοστέων διατάξεων πρέπει να γίνει ενόψει του επιδιωκόμενου με αυτές κύριου σκοπού της πάταξης της εγκληματικότητας και όχι του σκοπού της αύξησης των εσόδων για τον αθλητισμό, που δεν αποτελεί ούτε κύριο ούτε αυτοτελή αλλά δευτερεύοντα σκοπό.
11. Επειδή, περαιτέρω, η θέσπιση των αυτών εθνικών ρυθμίσεων έχει χωρήσει και κατ’ επίκληση της ανάγκης μειώσεως της προσφοράς των τυχερών παιχνιδιών, η οποία, κατά τις μνημονευθείσες στη σκέψη 6 αποφάσεις του ΔΕΚ, μπορεί να δικαιολογήσει, αυτοτελώς, περιοριστικά εθνικά μέτρα στον τομέα αυτό. Όπως, όμως, προκύπτει: α) Από τα εκτεθέντα στη σκέψη 9 ως προς τη νομική μορφή του Ο.Π.Α.Π. ως ανώνυμης εταιρείας και την εισαγωγή του στο Χ.Α.Α., γεγονός που έχει, ως αναγκαία συνέπεια, την επιδίωξη του μέγιστου, για τους μετόχους, κέρδους (μέγιστου κέρδους, στο οποίο αποβλέπει, εξ ορισμού, κάθε εισηγμένη στο χρηματιστήριο εταιρεία) και β) Από τις εκτεθείσες στις σκέψεις 8 και 9 συνθήκες υπό τις οποίες ασκεί τις δραστηριότητές του ο Ο.Π.Α.Π. (ιδίως: διαφήμιση των παιχνιδιών, επέκταση σε χώρες του εξωτερικού, ελεύθερη συμμετοχή παικτών, μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ανά δελτίο και όχι ανά παίκτη), ο περιορισμός που εισάγεται με τις επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιολογείται κατά την έννοια των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ. Και τούτο, διότι, εν όψει της ανωτέρω νομικής μορφής του Ο.Π.Α.Π. και των ως άνω χαρακτηριστικών της λειτουργίας του, δεν επιδιώκεται, όπως βασίμως προβάλλεται, κατά τρόπο συνεπή και αποτελεσματικό, η πραγματική μείωση της σχετικής προσφοράς και ο περιορισμός των συναφών δραστηριοτήτων και, επομένως, οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις δεν μπορούν, κατά κοινή αντίληψη, να θεωρηθούν πρόσφορες για την επίτευξη του τελευταίου αυτού σκοπού. Ο Σύμβουλος Φ. Αρναούτογλου διετύπωσε, επί πλέον, την άποψη ότι, ενόψει των άρθρων 5 και 21 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, είναι αμφίβολη η συνταγματικότητα παραχωρήσεως μονοπωλίου, και μάλιστα διοργανώσεως τυχερών παιχνιδιών, σε ανώνυμη εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο, στην οποία το Δημόσιο είναι απλός μέτοχος, και μάλιστα με ποσοστό έως 34%, με ψήγματα μόνον κρατικής εποπτείας, όπως εξελίχθηκε ο Ο.Π.Α.Π. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Δ. Πετρούλιας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς και Ι. Ζόμπολας καθώς και η Πάρεδρος Ο. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διετύπωσαν την εξής άποψη: Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 2433/1996, με τις διατάξεις του οποίου ιδρύθηκε κρατικό μονοπώλιο στον τομέα των τυχερών παιγνίων στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης, η ανάγκη μείωσης της προσφοράς των τυχερών παιγνίων δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των επιδιωκόμενων με τον περιορισμό αυτό σκοπών. Όπως σαφώς προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται στη σκέψη 7, κύριος σκοπός της επίμαχης ρύθμισης είναι η πάταξη της συναφούς με τα τυχερά παίγνια εγκληματικότητας, δευτερευόντως δε σκοπείται η αίτηση εσόδων για αθλητικές δραστηριότητες. Η πραγματοποίηση του κύριου αυτού σκοπού επιδιώκεται μέσω μιας πολιτικής ελεγχόμενης ανάπτυξης του τομέα των τυχερών παιγνίων, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τόσο την διεξαγωγή των τυχερών παιγνίων όσο και τον ΟΠΑΠ, ο οποίος ασκεί, κατά κρατική παραχώρηση, την αποκλειστική εκμετάλλευση των τυχερών παιγνίων στην ελληνική επικράτεια, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην επόμενη σκέψη. Η παρατιθέμενη δε στη σκέψη 7, δήλωση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών στη Βουλή, κατά την ψήφιση του ν. 3336/2005, σύμφωνα με την οποία ο «…ΟΠΑΠ… θα διατηρήσει τη μονοπωλιακή του θέση… διότι δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε τον τζόγο, δεν μπορούμε να αφήσουμε τον τζόγο να αναπτυχθεί. Διότι απελευθέρωση σημαίνει ανάπτυξη. Αν απελευθερώσουμε τον τζόγο, θα έχουμε πολύ περισσότερες παρενέργειες», έχει βεβαίως την έννοια ότι με την διατήρηση της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των τυχερών παιγνίων από έναν φορέα, αποτρέπεται το ενδεχόμενο δημιουργίας μεταξύ πλειόνων κατόχων αδειών αυξημένου ανταγωνισμού που θα επέτεινε την εξάρτηση από τα παίγνια και, κατά συνεκδοχή, τις εξαιτίας αυτής αρνητικές επιπτώσεις. Συνεπώς, η εξέταση της συμφωνίας των επίμαχων διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο, πρέπει να γίνει εν όψει του κύριου σκοπού αυτών, δηλαδή της πάταξης της εγκληματικότητας και όχι της ανάγκης μείωσης της προσφοράς των τυχερών παιγνίων, που σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί επιδιωκόμενο, εν προκειμένω, σκοπό. Ενόψει, όμως, του ότι η ανωτέρω, υιοθετηθείσα από την πλειοψηφία, ερμηνεία των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ δεν είναι απηλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της ίδιας Συνθήκης, να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ εθνική ρύθμιση, η οποία, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του περιορισμού της προσφοράς τυχερών παιχνιδιών, παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών σε μία μόνον επιχείρηση, η οποία έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, όταν, μάλιστα, επιπλέον, η επιχείρηση αυτή διαφημίζει τα τυχερά παιχνίδια που οργανώνει, επεκτείνεται σε χώρες του εξωτερικού, οι παίκτες συμμετέχουν ελεύθερα και το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ορίζεται ανά δελτίο και όχι ανά παίκτη;».
12. Επειδή, από τα εκτεθέντα στη σκέψη 7 συνάγεται, επίσης, ότι η παραχώρηση στον Ο.Π.Α.Π., με τις μνημονευθείσες εθνικές ρυθμίσεις, του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος έχει χωρήσει και κατ’ αυτοτελή επίκληση της ανάγκης καταπολεμήσεως της συναφούς με τη δραστηριότητα των τυχερών παιχνιδιών εγκληματικότητας, μέσω της ασκήσεως ελέγχου των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται μόνον εντός των ελεγχόμενων από το κράτος κυκλωμάτων. Ο σκοπός αυτός, όπως έχει ήδη κριθεί από το ΔΕΚ, μπορεί, αυτοτελώς, να δικαιολογήσει τον επίδικο περιορισμό των κατοχυρουμένων στα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ ελευθεριών (βλ. την μνημονευθείσα στη σκέψη 6 απόφαση Placanica κ.λπ., ιδίως σκέψεις 40 έως 57). Κατά την έννοια, όμως, των τελευταίων αυτών διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ, προκειμένου ο εν λόγω περιορισμός να θεωρηθεί ότι επιβάλλεται με μέτρα πρόσφορα για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού, όπως απαιτείται για να θεωρηθεί ο περιορισμός αυτός ανεκτός, θα πρέπει, σε περίπτωση που η επίδικη παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος έχει ως αποτέλεσμα όχι την μείωση αλλά, αντιθέτως, την ανάπτυξη της προσφοράς τυχερών παιχνιδιών, η ανάπτυξη αυτή να είναι, πάντως, ελεγχόμενη, δηλαδή τόση και μόνον όση απαιτείται για την εξυπηρέτηση του εν λόγω σκοπού. Συνεπώς, σε περίπτωση που η παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος έχει ως αποτέλεσμα την μη ελεγχόμενη ανάπτυξη των τυχερών παιχνιδιών, ο εν λόγω περιορισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσφορο μέτρο προς επιδίωξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της συναφούς με τα τυχερά παιχνίδια εγκληματικότητας και η αντίστοιχη εθνική ρύθμιση παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 Συνθήκης ΕΚ, όπως βασίμως προβάλλεται με τις κρινόμενες αιτήσεις. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Δ. Πετρούλια και Ι. Ζόμπολα, καθώς και της Παρέδρου Ο. Παπαδοπούλου, ως ελεγχόμενη ανάπτυξη του τομέα των τυχερών παιγνίων, στα πλαίσια του σκοπού της πάταξης της συναφούς με τα τυχερά παίγνια εγκληματικότητας, νοείται, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, όχι αναγκαίως η περιορισμένη ανάπτυξη, εφ’ όσον επιδιωκόμενος σκοπός δεν είναι, στην περίπτωση αυτή, η μείωση της προσφοράς των τυχερών παιγνίων, αλλά η οργάνωση και διεξαγωγή των τυχερών παιγνίων από έναν φορέα ή από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων ύστερα από άδεια, υπό τον ουσιαστικό και αυστηρό έλεγχο των δημόσιων αρχών, ώστε να διασφαλίζεται η λειτουργία ενός συστήματος ελεγχόμενου και ασφαλούς. Άλλωστε, όπως έχει κρίνει το ΔΕΚ, στο πλαίσιο του σκοπού αυτού της πάταξης της εγκληματικότητας με την προσέλκυση όσων επιδίδονται σε απαγορευόμενες δραστηριότητες παράνομων παιγνίων και στοιχημάτων προς τις δραστηριότητες που ασκούνται κατόπιν αδείας και βάσει των προβλεπόμενων από το νόμο κανόνων, οι επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αυτές, κατόπιν αδείας, «πρέπει να προσφέρουν μια αξιόπιστη και ταυτοχρόνως, ελκυστική εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τα παράνομα παίγνια, τούτο δε συνεπάγεται την προσφορά ευρέος φάσματος παιγνίων, την εκτεταμένη προβολή των δραστηριοτήτων τους μέσω της διαφήμισης και τη χρησιμοποίηση συγχρόνων μεθόδων διανομής (βλ. την απόφαση Platanica, σκ. 55). Πάντως δε, η αποκλειστική εκμετάλλευση των τυχερών παιγνίων από έναν φορέα, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, αποτρέπει το ενδεχόμενο δημιουργίας μεταξύ περισσοτέρων κατόχων αδειών αυξημένου ανταγωνισμού, ο οποίος θα επέτεινε την εξάρτηση από τα παίγνια.
13. Επειδή, υπό την εκδοχή, ότι η ανάπτυξη της προσφοράς των τυχερών παιχνιδιών πρέπει οπωσδήποτε να είναι ελεγχόμενη, προκειμένου η παραχώρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος να θεωρηθεί ως πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, όπως κατά πλειοψηφία κρίθηκε στην προηγούμενη σκέψη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελεγχόμενη, από της απόψεως αυτής, η ανάπτυξη, αν η παραχώρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος γίνεται στον Ο.Π.Α.Π., δηλαδή σε οργανισμό με τα χαρακτηριστικά που εκτέθηκαν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως βασίμως προβάλλεται με τις κρινόμενες αιτήσεις. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Ποταμιάς και Ι. Ζόμπολας, καθώς και η Πάρεδρος Ο. Παπαδοπούλου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Με τις παρατιθέμενες στη σκέψη 7 διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του Ν. 2433/1996 ιδρύθηκε κρατικό μονοπώλιο στον τομέα των τυχερών παιγνίων και συγκεκριμένα των στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης, με διαχειριστή, για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 2433/1996 και των π.δ/των 250/1997 και 228/1999, την δημόσια επιχείρηση του ΟΠΑΠ. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 2433/1996, αποσπάσματα της οποίας παρατίθενται στη σκέψη 7, σαφώς προκύπτει ότι κύριος σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η πάταξη των παράνομων στοιχημάτων, τα οποία, όπως επισημαίνεται, «έχουν λάβει τη μορφή επιδημίας τα τελευταία χρόνια στη Χώρα μας», δευτερεύων δε σκοπός είναι η ανάγκη αύξησης των εσόδων για τον αθλητισμό. Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση τονίζεται ότι «κρίνεται αναγκαίο να καθιερωθεί δελτίο για όλες τις μορφές παιχνιδιών… ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική η πάταξη των παράνομων παιχνιδιών στη χώρα μας, τα οποία, εκτός των άλλων, έχουν σαν άμεση συνέπεια την εξαγωγή συναλλάγματος, αφού οι εταιρείες που διεξάγουν σήμερα παράνομα παιχνίδια στην Ελλάδα συνεργάζονται με ξένες εταιρείες και δέχονται και τέτοια στοιχήματα για λογαριασμό τους». Κατά τη συζήτηση δε του νομοσχεδίου στη Βουλή, ο εισηγητής της πλειοψηφίας υπεστήριξε ότι «η εφαρμογή και η υλοποίηση των διατάξεων του νόμου, μαζί με την ένταξη των αθλητικών στοιχημάτων υπό κρατικό έλεγχο, θα είναι δύο παράγοντες που θα εκμηδενίσουν την δραστηριότητα του παράνομου στοιχήματος, γιατί από τη στιγμή που όλοι θα ξέρουν ότι υπάρχει πλήρης αξιοπιστία, διαφάνεια, οργάνωση και άμεση πληρωμή των οποιωνδήποτε ποσών που θα κερδίζουν οι παίκτες και επιπλέον θα προσφέρονται ανταγωνιστικές τιμές, η φορολογία θα είναι χαμηλή και η σύνθεση των δελτίων ελκυστική, τότε δε θα υπάρχει κανένας λόγος για στροφή στο παράνομο στοίχημα» [βλ. Πρακτικά Συζητήσεων της Βουλής, (Τμήμα Διακοπής Εργασιών Βουλής) Συνεδρίαση Α΄ – 9 Ιουλίου 1996, σελ. 7]. Όπως έχει εκτεθεί και στις σκέψεις 6 και 12, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, μπορεί να συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, ικανό να δικαιολογήσει την θέσπιση περιορισμών στον τομέα των τυχερών παιγνίων, η καταπολέμηση της συναφούς με τα τυχερά παίγνια εγκληματικότητας με την άσκηση ελέγχου επί των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα και με την διασφάλιση της άσκησης των δραστηριοτήτων τυχερών παιγνίων εντός ελεγχόμενων κυκλωμάτων. Περαιτέρω, το ΔΕΚ έχει κρίνει ότι, υπό το πρίσμα αυτό, μία πολιτική ελεγχόμενης ανάπτυξης του τομέα των τυχερών παιγνίων «μπορεί κάλλιστα να συνάδει με τον σκοπό της προσέλκυσης όσων επιδίδονται σε απαγορευόμενες δραστηριότητες παράνομων παιγνίων και στοιχημάτων προς τις δραστηριότητες που ασκούνται κατόπιν αδείας και βάσει των προβλεπόμενων από το νόμο κανόνων». Στο πλαίσιο δε του ειδικότερου αυτού σκοπού, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες κατόπιν αδείας «πρέπει να προσφέρουν μια αξιόπιστη και, ταυτοχρόνως, ελκυστική εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τα παράνομα παίγνια, τούτο δε συνεπάγεται την προσφορά ευρέος φάσματος παιγνίων, την εκτεταμένη προβολή των δραστηριοτήτων τους μέσω της διαφήμισης και τη χρησιμοποίηση σύγχρονων μεθόδων διανομής (βλ. την απόφαση Placanica, σκέψεις 52 και 55). Εν όψει συνεπώς του, κατά τα προεκτεθέντα, επιδιωκόμενου, εν προκειμένω, κύριου αυτού σκοπού της πάταξης της εγκληματικότητας και της προστασίας των καταναλωτών, πρέπει να αξιολογηθούν οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις, με τις οποίες θεσπίσθηκε κρατικό μονοπώλιο στον τομέα των στοιχημάτων προκαθορισμένης ή μη απόδοσης. Η διαχείριση του κρατικού αυτού μονοπωλίου, είχε αρχικά ανατεθεί, για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου, στον ΟΠΑΠ, δυνάμει των διατάξεων του ν. 2433/1996 και των π.δ/των 250/1997 και 228/1999. Και με την από 15.12.2000 σύμβαση, η οποία συνήφθη, βάσει των διατάξεων του άρθρου 27 του ν. 2843/2000, μεταξύ του Δημοσίου και του ΟΠΑΠ, παραχωρήθηκε στον Οργανισμό, έναντι καταβολής ανταλλάγματος, το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής διαχείρισης οργάνωσης και λειτουργίας των τυχερών παιγνίων, που ήδη διεξάγονταν από αυτόν. Η εκ μέρους δε του Δημοσίου παραχώρηση στον ΟΠΑΠ, δυνάμει της σύμβασης αυτής, της αποκλειστικής εκμετάλλευσης των τυχερών παιγνίων που αποτελούσαν ήδη κρατικό μονοπώλιο, (την διαχείριση του οποίου είχε κατά το παρελθόν ο ΟΠΑΠ δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων) δεν μπορεί να θεωρηθεί ως χορήγηση μοναδικής άδειας, αφού η παραχώρηση στον ΟΠΑΠ του αποκλειστικού δικαιώματος της εκμετάλλευσης των τυχερών παιγνίων, δεν γίνεται με μονομερή διοικητική πράξη, αλλά δυνάμει σύμβασης. Η σύμβαση αυτή παραχώρησης του αποκλειστικού δικαιώματος άσκησης μιας δραστηριότητας, που αποτελεί κρατικό μονοπώλιο, πρέπει να θεωρηθεί, εν όψει του περιεχομένου και των όρων της, βάσει των οποίων ο ΟΠΑΠ αναλαμβάνει τον κίνδυνο της εκμετάλλευσης των τυχερών παιγνίων, ότι συνιστά σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών. Εν πάση δε περιπτώσει, ανεξαρτήτως δηλαδή του νομικού χαρακτήρα αυτής της σύμβασης, η παραχώρηση στον ΟΠΑΠ του αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων, διασφαλίζει, εν όψει των διατάξεων που τη διέπουν, τη λειτουργία ενός συστήματος ελεγχόμενου και ασφαλούς. Πράγματι, σύμφωνα με τις διατάξεις που έχουν παρατεθεί στις προηγούμενες σκέψεις, το πλαίσιο οργάνωσης και διεξαγωγής των τυχερών παιγνίων καθορίζεται με νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις και διασφαλίζεται πλήρως η εκ μέρους των δημόσιων αρχών, άσκηση αυστηρού και ουσιαστικού ελέγχου τόσο στα διεξαγόμενα τυχερά παίγνια, όσο και στον ΟΠΑΠ. Συγκεκριμένα, όπως έχει εκτεθεί στη σκέψη 7, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 2843/2000, που επέτρεψαν τη σύναψη μεταξύ του Δημοσίου και του ΟΠΑΠ της επίμαχης σύμβασης παραχώρησης αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων, η διεξαγωγή κάθε τυχερού παιγνίου του ΟΠΑΠ διέπεται από ειδικό Κανονισμό Διεξαγωγής που εγκρίνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Πολιτισμού. Με τον Κανονισμό αυτό ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, θέματα σχετικά με το αντικείμενο των παιγνίων, την εν γένει οργάνωση και λειτουργία τους, τους οικονομικούς όρους διεξαγωγής τους και ιδίως τα ποσοστά που αποδίδονται ως κέρδος στους παίκτες, τα ποσοστά κερδών κατά κατηγορία νικητών, την τιμή της στήλης και τα ποσοστά των πρακτόρων. Εξ άλλου, με την συναπτόμενη μεταξύ του Δημοσίου και του ΟΠΑΠ ανωτέρω σύμβαση παραχώρησης ορίζονται, μεταξύ άλλων, οι όροι άσκησης από τον ΟΠΑΠ του δικαιώματος αυτού, «οι ειδικότερες υποχρεώσεις του ΟΠΑΠ και, ιδιαίτερα, οι σχετικές με τις αρχές της διαφάνειας των ακολουθούμενων διαδικασιών διεξαγωγής των παιχνιδιών και της προστασίας της κοινωνικής τάξεως και των παικτών». Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 27 του ν. 2843/2000, «η παρακολούθηση της τήρησης της διαδικασίας διεξαγωγής όλων των παιχνιδιών που διεξάγονται από τον ΟΠΑΠ, η ανακήρυξη των νικητών για κάθε παιχνίδι και η εκδίκαση των ενστάσεων ανατίθενται στην Επιτροπή ελέγχου ανακήρυξης νικητών και εκδίκασης ενστάσεων, η οποία συγκροτείται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αθλητισμού, αποτελούμενη από κρατικούς λειτουργούς και δημόσιους υπαλλήλους. Όσον δε αφορά τον ασκούμενο από το Κράτος έλεγχο επί του ΟΠΑΠ, αυτός δεν περιορίζεται σε μία απλή εποπτεία, αλλά πρόκειται για έναν ουσιαστικό κρατικό έλεγχο της διοίκησης του Οργανισμού. Πράγματι, μετά την εισαγωγή του ΟΠΑΠ στο Χρηματιστήριο, δυνάμει του άρθρου 27 του ν. 2843/2000 (άρθρο 41 παρ. 2 του ν. 2912/2001), και έως την έναρξη ισχύος του ν. 3336/2005, δηλαδή κατά τον κρίσιμο για την πρώτη υπόθεση χρόνο, το Δημόσιο διατήρησε την απόλυτη πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου του Οργανισμού. Με τις διατάξεις του ν. 3336/2005 επετράπη μεν η διάθεση σε ιδιώτες του 66% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΠΑΠ, το Δημόσιο όμως, όπως ρητώς προβλέπεται στο άρθρο 14 παρ. 2 του εν λόγω νόμου, διορίζει την πλειοψηφία των μελών του διοικητικού συμβουλίου του ΟΠΑΠ, καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της από 15.12.2000 εικοσαετούς σύμβασης. Και προβλέφθηκε με το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 3429/2005 ότι εφεξής η κρατική επί του ΟΠΑΠ εποπτεία ασκείται, όπως σε κάθε άλλη ανώνυμη εταιρεία, με ρητή πάντως επιφύλαξη της εφαρμογής ειδικών διατάξεων που ορίζουν διαφορετικά. Σύμφωνα, πάντως, με το άρθρο 12 του καταστατικού του ΟΠΑΠ, όπως αυτό ίσχυε, κατά τον κρίσιμο για την δεύτερη συνεκδικαζόμενη υπόθεση χρόνο (Ιούλιος 2007), μετά την τροποποίησή του με την από 14.11.2005 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας, το ελληνικό Δημόσιο διορίζει, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού, «το ήμισυ πλέον ενός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας…» και τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται από τη γενική συνέλευση των μετόχων κατά τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 (βλ. ΦΕΚ – Τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αριθ. 1266/15.12.2005). Τον Δεκέμβριο δε του έτους 2007, δηλαδή μετά τον κρίσιμο και για τη δεύτερη συνεκδικαζόμενη υπόθεση χρόνο, τροποποιήθηκε το άρθρο 12 του καταστατικού του ΟΠΑΠ και ορίσθηκε στην παρ. 2 ότι «Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέγονται στο σύνολό τους από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920» (βλ. ΦΕΚ, τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε., αριθ. 14048/14.12.2007). Επί πλέον, μετά την ισχύ του Ν. 3336/2005, το ελληνικό Δημόσιο διαθέτει μεν, κατά νόμον, μειοψηφικό ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου (34%), το ποσοστό όμως αυτό του επιτρέπει να αντιταχθεί σε σημαντικές για τον Οργανισμό αποφάσεις της πλειοψηφίας. Εν όψει των προεκτεθέντων, ο επίμαχος περιορισμός της παραχώρησης αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων σε έναν φορέα, τον ΟΠΑΠ, ο οποίος υπόκειται στον ουσιαστικό έλεγχο των δημόσιων αρχών κατά τον κρίσιμο και για τις δύο συνεκδικαζόμενες υποθέσεις χρόνο, είναι πρόσφορος να εξυπηρετήσει τον επιδιωκόμενο κύριο σκοπό της πάταξης της συναφούς με τα τυχερά παίγνια εγκληματικότητας. Το ΔΕΚ έχει, άλλωστε, αναγνωρίσει ότι μια περιορισμένη άδεια διεξαγωγής παιγνίων εντός ενός αποκλειστικού πλαισίου, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι κατευθύνει την εκμετάλλευσή τους προς ένα ελεγχόμενο κύκλωμα και αποτρέπει τους κινδύνους να αποτελέσει η εκμετάλλευση αυτή μέσο για τη διάπραξη απάτης και για εγκληματικούς σκοπούς (βλ. τις αποφάσεις Läärä κλπ., σκέψη 37, και Zenatti, σκέψη 35). Εξ άλλου, ο ανωτέρω επίμαχος περιορισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογος, ούτε εφαρμόζεται κατά τρόπο που δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις. Και τούτο διότι το γεγονός ότι παραχωρείται το αποκλειστικό δικαίωμα εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων σε έναν φορέα, όχι μόνον απλοποιεί τον έλεγχό του, ούτως ώστε να μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική η επίβλεψη της τήρησης των κανόνων διεξαγωγής των παιγνίων, αλλά και αποτρέπει το ενδεχόμενο δημιουργίας, μεταξύ πλειόνων κατόχων αδειών, αυξημένου ανταγωνισμού που θα επέτεινε την εξάρτηση από τα παίγνια. Αυτή δε την έννοια είχε η δήλωση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών κατά τη συζήτηση επί των διατάξεων του ν. 3336/2005, που παρατίθεται στη σκέψη 7. Η απαγόρευση δε σε κάθε άλλον, εκτός από τον ΟΠΑΠ, να διεξάγει τυχερά παίγνια ισχύει αδιακρίτως για τις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στην ελληνική επικράτεια και για εκείνες που εδρεύουν σε άλλα κράτη μέλη. Η ασκούμενη, βάσει των επίμαχων ρυθμίσεων της εθνικής νομοθεσίας, πολιτική ελεγχόμενης ανάπτυξης στον τομέα αυτό των τυχερών παιγνίων για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου κύριου σκοπού της πάταξης της εγκληματικότητας, με την προσέλκυση όσων επιδίδονται σε απαγορευόμενες δραστηριότητες παράνομων παιγνίων και στοιχημάτων προς τις δραστηριότητες που ασκούνται κατά κρατική παραχώρηση από τον ΟΠΑΠ, βάσει των προβλεπόμενων από τον νόμο κανόνων και υπό στενό ουσιαστικό κρατικό έλεγχο, δεν αναιρείται, αντιθέτως προς όσα δέχεται η πλειοψηφία, από το γεγονός ότι ο ΟΠΑΠ: α) έχει τη νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας, εισηγμένης στο Χρηματιστήριο, β) έχει επεκτείνει τη δραστηριότητά του στον τομέα των τυχερών παιγνίων και σε άλλη Χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γ) ακολουθεί πολιτική διαφήμισης των στοιχημάτων στα οποία είναι, μάλιστα, ελεύθερη η συμμετοχή παικτών και το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους προβλέπεται ανά δελτίο και όχι ανά παίκτη. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο ΟΠΑΠ έχει συσταθεί υπό τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο προφανώς δεν ασκεί καμία από την εξεταζόμενη άποψη επιρροή, δηλαδή δεν είναι καθ’ εαυτό στοιχείο ικανό να ανατρέψει την ακολουθούμενη πολιτική της ελεγχόμενης ανάπτυξης στον επίμαχο τομέα των τυχερών παιγνίων. Άλλωστε, το ΔΕΚ έχει, μάλιστα, ήδη κρίνει ότι αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο και συγκεκριμένα στα άρθρα 43 και 49 ΕΚ, εθνική ρύθμιση η οποία, καθιερώνοντας στον τομέα των τυχερών παιγνίων, ένα σύστημα παραχώρησης περιορισμένου αριθμού αδειών, με σκοπό τη διασφάλιση της άσκησης των δραστηριοτήτων των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς εντός ελεγχόμενων κυκλωμάτων, προς αποτροπή της εκμετάλλευσής τους για εγκληματικούς σκοπούς, αποκλείει από τις επιχειρήσεις που μπορούν να ασκήσουν δραστηριότητα στον εν λόγω τομέα, τις επιχειρήσεις εκείνες οι οποίες έχουν συσταθεί υπό τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας, της οποίας οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο (βλ. απόφαση Placanica, σκ. 59 έως 64). Άρα, εμμέσως πλην σαφώς, η νομολογία του ΔΕΚ δέχεται ότι η άσκηση δραστηριότητας στον τομέα των τυχερών παιγνίων από επιχείρηση, η οποία έχει τη νομική μορφή της ανώνυμης εταιρείας εισηγμένης στο Χρηματιστήριο, δεν είναι καθ’ εαυτήν, εξ ορισμού, ασύμβατη προς τον ανωτέρω επιδιωκόμενο σκοπό της πάταξης της εγκληματικότητας, μέσω μίας πολιτικής ελεγχόμενης ανάπτυξης στον τομέα των τυχερών παιγνίων. Κατά μείζονα δε λόγο αυτό ισχύει όταν, τόσο η επιχείρηση στην οποία έχει, δυνάμει σύμβασης, αποκλειστικά ανατεθεί, κατά κρατική παραχώρηση, η διεξαγωγή των τυχερών παιγνίων που αποτελούν κρατικό μονοπώλιο, όσο και η διεξαγωγή των παιγνίων, υπόκεινται σε αυστηρό και συστηματικό κρατικό έλεγχο. Περαιτέρω δε, ούτε η επέκταση της δραστηριότητας του ΟΠΑΠ στην Κύπρο, βάσει διακρατικής συμφωνίας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας της Δημοκρατίας της Κύπρου, ασκεί από την εξεταζόμενη άποψη επιρροή. Και τούτο διότι η συμφωνία της εθνικής ρύθμισης προς το κοινοτικό δίκαιο κρίνεται, εν όψει του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού, βάσει της ακολουθούμενης εντός της ελληνικής επικράτειας πολιτικής στον επίμαχο τομέα. Τέλος, όπως έχει ήδη εκτεθεί σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, για την επίτευξη του σκοπού της προσέλκυσης όσων επιδίδονται σε απαγορευόμενες δραστηριότητες παράνομων παιγνίων και στοιχημάτων προς τις δραστηριότητες που ασκούνται νομίμως στον τομέα αυτό, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, αποτελεί τον κύριο σκοπό των επίμαχων εθνικών ρυθμίσεων, πρέπει, από την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται νομίμως στον τομέα των τυχερών παιγνίων, να προσφέρεται μία αξιόπιστη και ταυτοχρόνως ελκυστική εναλλακτική επιλογή σε σχέση με τα παράνομα παίγνια, «τούτο δε συνεπάγεται την προσφορά ευρέος φάσματος παιγνίων, την εκτεταμένη προβολή των δραστηριοτήτων τους μέσω της διαφήμισης και τη χρησιμοποίηση σύγχρονων μεθόδων διανομής» (βλ. την απόφαση Placanica, σκέψη 55). Συνεπώς, εν όψει της νομολογίας αυτής του ΔΕΚ, η ακολουθούμενη από τον ΟΠΑΠ πολιτική εκτεταμένης προβολής των στοιχημάτων μέσω της διαφήμισης και το γεγονός ότι η συμμετοχή παικτών στα στοιχήματα είναι ελεύθερη, το δε μέγιστο ποσοστό στοιχηματισμού και κέρδους καθορίζεται ανά δελτίο και όχι ανά παίκτη, δεν μπορεί να θεωρηθούν ασυμβίβαστα με την ακολουθούμενη πολιτική της ελεγχόμενης ανάπτυξης στον επίμαχο τομέα· αντιθέτως μάλιστα είναι στοιχεία πρόσφορα για την προσέλκυση των παικτών από τα παράνομα στα νόμιμα τυχερά παίγνια. Εν όψει των προεκτεθέντων, ο περιορισμός της παραχώρησης του αποκλειστικού δικαιώματος εκμετάλλευσης τυχερών παιγνίων στον ΟΠΑΠ είναι, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, και πρόσφορος και αναγκαίος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτόν κύριου σκοπού των επίμαχων ρυθμίσεων, δηλαδή της πάταξης της συναφούς με τα τυχερά παίγνια εγκληματικότητας.
14. Επειδή, υπό την εκδοχή: (α) Ότι, όπως κατά πλειοψηφία κρίθηκε στη σκέψη 12, η ανάπτυξη της προσφοράς των τυχερών παιχνιδιών πρέπει οπωσδήποτε να είναι ελεγχόμενη, προκειμένου η παραχώρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος να θεωρηθεί ως πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας και (β) ότι, αντιθέτως προς όσα έγιναν κατά πλειοψηφία δεκτά στη σκέψη 13, η παραχώρηση του επίδικου αποκλειστικού δικαιώματος στον Ο.Π.Α.Π. οδηγεί, πράγματι, σε ελεγχόμενη ανάπτυξη της προσφοράς των τυχερών παιγνιδιών, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η παραχώρηση αυτή δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου, για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, μέτρου, και ότι, συνεπώς, ο εν λόγω περιορισμός δεν παραβιάζει, από της απόψεως αυτής, τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ. Οι περί του αντιθέτου λόγοι θα έπρεπε, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
15. Επειδή, ενόψει του ότι η ερμηνεία των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ, η οποία υιοθετήθηκε κατά πλειοψηφία στις σκέψεις 12 και 13 και ομοφώνως στη σκέψη 14 δεν είναι απηλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών και, ενόψει, επίσης, του ότι, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 6, η καταπολέμηση της συναφούς με τα τυχερά παιγνίδια εγκληματικότητας μπορεί αυτοτελώς, κατά τα κριθέντα με την απόφαση Placanica (ιδίως σκέψεις 52 έως 58), να δικαιολογήσει τον επίδικο περιορισμό, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παρ. 3 της ίδιας Συνθήκης, να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ εθνική ρύθμιση, η οποία, επιδιώκοντας, αυτοτελώς, την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, μέσω της ασκήσεως ελέγχου επί των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται μόνον εντός ελεγχομένων κυκλωμάτων, παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών σε μία μόνον επιχείρηση, ακόμη και όταν η παραχώρηση αυτή έχει ως παράλληλο αποτέλεσμα την χωρίς περιορισμό ανάπτυξη της σχετικής προσφοράς; Ή θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, και προκειμένου ο εν λόγω περιορισμός να θεωρηθεί πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, η ανάπτυξη της προσφοράς να είναι, πάντως, ελεγχόμενη, δηλαδή τόση και μόνον όση απαιτείται για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού; Σε περίπτωση δε που η ανάπτυξη αυτή πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι ελεγχόμενη, μπορεί να θεωρηθεί ως ελεγχόμενη, από της απόψεως αυτής, η ανάπτυξη, αν η παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος στον εν λόγω τομέα γίνεται σε έναν οργανισμό, με τα χαρακτηριστικά που εκτέθηκαν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα; Τέλος, σε περίπτωση, κατά την οποία η παραχώρηση του εν λόγω αποκλειστικού δικαιώματος θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ελεγχόμενη ανάπτυξη της προσφοράς των τυχερών παιγνιδιών, η εν λόγω παραχώρηση σε μία και μόνη επιχείρηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, υπό την έννοια ότι ο ίδιος σκοπός μπορεί να εξυπηρετηθεί, λυσιτελώς, και με την παραχώρηση του δικαιώματος αυτού σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις;».
16. Επειδή, περαιτέρω, αν, κατόπιν των ανωτέρω προδικαστικών ερωτημάτων, κριθεί από το ΔΕΚ ότι οι επίδικες εθνικές ρυθμίσεις παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ, τίθεται το ζήτημα των συνεπειών της κρίσεως αυτής του ΔΕΚ. Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι, λόγω της ιδιορρυθμίας του τομέα των τυχερών παιχνιδιών και του ευρέος φάσματος επιλογών που διαθέτει ο νομοθέτης για να καταστήσει το σύστημα των εθνικών διατάξεων συμβατό με τις κρίσιμες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ (πλήρης απαγόρευση διεξαγωγής τυχερών παιχνιδιών, διατήρηση του μονοπωλίου ενός οργανισμού όπως ο Ο.Π.Α.Π. αλλά με αναμόρφωσή του, ώστε να είναι συμβατό με τη Συνθήκη ΕΚ, κατάργηση του μονοπωλίου, αδειοδότηση περιορισμένου αριθμού εταιρειών κλπ), είναι ανεκτό, κατά την ορθή έννοια των διατάξεων των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ, και για εύλογη μόνο μεταβατική περίοδο, να μην αποφαίνονται οι εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής επί αιτήσεων δραστηριοποίησης στον επίδικο τομέα, τις οποίες υποβάλλουν πρόσωπα νομίμως εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη, μέχρις ότου ο εθνικός νομοθέτης επιλέξει ποια λύση θα ακολουθήσει και θεσπίσει τους σχετικούς κανόνες. Υπό την αντίθετη εκδοχή, ότι, δηλαδή, δεν είναι, κατά την έννοια των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ, ανεκτή τέτοια μεταβατική περίοδος, ανακύπτει το ζήτημα βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να κρίνονται οι ως άνω αιτήσεις δραστηριοποίησης στον επίδικο τομέα. Τίθεται, ειδικότερα, το ζήτημα αν οι εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής οφείλουν, κατά την έννοια των ως άνω κρισίμων διατάξεων της Συνθήκης, να επιτρέπουν τη δραστηριοποίηση στον επίδικο τομέα όλων των προσώπων, τα οποία διαθέτουν άδεια ασκήσεως της αυτής δραστηριότητας σε άλλο κράτος μέλος ή αν, μετά τον παραμερισμό, ως αντικειμένων προς τη Συνθήκη ΕΚ, των εθνικών διατάξεων περί χορηγήσεως αποκλειστικού δικαιώματος στον τομέα των τυχερών παιγνιδιών, οι εθνικές αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να επιτρέπουν την άσκηση συναφούς δραστηριότητας σε περιορισμένο μόνον αριθμό προσώπων, κατόπιν επιβολής στα πρόσωπα αυτά, είτε με σύμβαση είτε με άδεια, όρων ανάλογων με αυτούς, υπό τους οποίους ησκείτο το ανωτέρω αποκλειστικό δικαίωμα. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθεί προς το ΔΕΚ και το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Αν, κατόπιν των ανωτέρω δύο προδικαστικών ερωτημάτων, κριθεί ότι η παραχώρηση, με τις κρίσιμες εν προκειμένω εθνικές διατάξεις, αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ: (α) Είναι ανεκτό, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών της Συνθήκης, να μην εξετάζουν οι εθνικές αρχές, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, αναγκαίας για να θεσπισθούν συμβατές με τη Συνθήκη ΕΚ ρυθμίσεις, αιτήσεις αναλήψεως σχετικών δραστηριοτήτων υποβαλλόμενες από πρόσωπα εγκατεστημένα νομίμως σε άλλα κράτη μέλη; (β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, βάσει ποίων κριτηρίων καθορίζεται η διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου; (γ) Αν δεν συγχωρείται μεταβατική περίοδος, βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να κρίνονται από τις εθνικές αρχές οι σχετικές αιτήσεις;».
[…]
Διατυπώνει, κατά το σκεπτικό, τα εξής προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης).
(1) «Είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ εθνική ρύθμιση, η οποία, προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του περιορισμού της προσφοράς τυχερών παιχνιδιών, παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών σε μία μόνον επιχείρηση, η οποία έχει την μορφή ανώνυμης εταιρείας και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο, όταν, μάλιστα, επιπλέον, η επιχείρηση αυτή διαφημίζει τα τυχερά παιχνίδια που οργανώνει, επεκτείνεται σε χώρες του εξωτερικού, οι παίκτες συμμετέχουν ελεύθερα και το μέγιστο ποσό στοιχηματισμού και κέρδους ορίζεται ανά δελτίο και όχι ανά παίκτη;».
(2) «Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ εθνική ρύθμιση, η οποία, επιδιώκοντας, αυτοτελώς, την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, μέσω της ασκήσεως ελέγχου επί των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται μόνον εντός ελεγχομένων κυκλωμάτων, παραχωρεί το αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών σε μία μόνον επιχείρηση, ακόμη και όταν η παραχώρηση αυτή έχει ως παράλληλο αποτέλεσμα την χωρίς περιορισμό ανάπτυξη της σχετικής προσφοράς; Ή θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση, και προκειμένου ο εν λόγω περιορισμός να θεωρηθεί πρόσφορος για την επίτευξη του σκοπού της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, η ανάπτυξη της προσφοράς να είναι, πάντως, ελεγχόμενη, δηλαδή τόση και μόνον όση απαιτείται για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού; Σε περίπτωση δε που η ανάπτυξη αυτή πρέπει, οπωσδήποτε, να είναι ελεγχόμενη, μπορεί να θεωρηθεί ως ελεγχόμενη, από της απόψεως αυτής, η ανάπτυξη, αν η παραχώρηση αποκλειστικού δικαιώματος στον εν λόγω τομέα γίνεται σε έναν οργανισμό, με τα χαρακτηριστικά που εκτέθηκαν στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα; Τέλος, σε περίπτωση, κατά την οποία η παραχώρηση του εν λόγω αποκλειστικού δικαιώματος θεωρηθεί ότι οδηγεί σε ελεγχόμενη ανάπτυξη της προσφοράς των τυχερών παιγνιδιών, η εν λόγω παραχώρηση σε μία και μόνη επιχείρηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, υπό την έννοια ότι ο ίδιος σκοπός μπορεί να εξυπηρετηθεί, λυσιτελώς, και με την παραχώρηση του δικαιώματος αυτού σε περισσότερες από μία επιχειρήσεις;».
(3) «Αν, κατόπιν των ανωτέρω δύο προδικαστικών ερωτημάτων, κριθεί ότι η παραχώρηση, με τις κρίσιμες εν προκειμένω εθνικές διατάξεις, αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας τυχερών παιχνιδιών δεν είναι συμβατή με τα άρθρα 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ: (α) Είναι ανεκτό, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών της Συνθήκης, να μην εξετάζουν οι εθνικές αρχές, κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου, αναγκαίας για να θεσπισθούν συμβατές με τη Συνθήκη ΕΚ ρυθμίσεις, αιτήσεις αναλήψεως σχετικών δραστηριοτήτων υποβαλλόμενες από πρόσωπα εγκατεστημένα νομίμως σε άλλα κράτη μέλη; (β) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, βάσει ποίων κριτηρίων καθορίζεται η διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου; (γ) Αν δεν συγχωρείται μεταβατική περίοδος, βάσει ποίων κριτηρίων πρέπει να κρίνονται από τις εθνικές αρχές οι σχετικές αιτήσεις;».
Σημείωμα
Για το ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο βλ. εκτενώς Γ. Γεραπετρίτη, Η υποχώρηση του δικαστή της Ένωσης απέναντι στους περιορισμούς των ελευθεριών από τα Κράτη Μέλη με αφορμή τις αποφάσεις για τα παίγνια και το στοίχημα, 2010, σε: www.constitutionalism.gr, όπου και περαιτέρω αναφορές σε νομολογία και βιβλιογραφία.